' ὦ πίθηκε τὴν πυγὴν ἔχων . οὐκέθ ' ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα : κάρφεται γὰρ ἤδη ὄγμοις , κακοῦ
κέχρηται , συζεύξας αὐτὸ δακτυλικῷ τετραμέτρῳ οὕτως οὐκέθ ' ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα : κάρφεται γὰρ ἤδη . οἱ δὲ
8848530 καρφεται
πυγὴν ἔχων . οὐκέθ ' ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα : κάρφεται γὰρ ἤδη ὄγμοις , κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ πολλὰς
γλήναις ἔνι χάλκεα κέντρα πῆξε θυγατρὸς ἑῆς , στονόεντι δὲ κάρφεται οἴτῳ , ὀρφναίῃ ἐνὶ χαλκὸν ἀλετρεύουσα καλιῇ . ”
6030358 ἰθυφαλλικου
. . . περιττεύοντος μιᾷ συλλαβῇ καὶ ἰθυφαλλικοῦ μεμειωμένου τοῦ ἰθυφαλλικοῦ ἑνὶ τροχαίῳ . τὸ ζʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον .
, ὅπερ προέταξεν ἐπισυνθέτου , τοῦ ἐκ δακτυλικῆς τετραποδίας καὶ ἰθυφαλλικοῦ , τοῦδε Ἀκρίσιος τὸν νηὸν ἐδείματο : ταῦθ '
5760035 αὐδη
τὸ δεν παρέλκει . . . . μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ὅτι Ζηνόδοτος χωρὶς τοῦ ν γράφει γλυκίω .
οἷς λέγει : Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ταῦτα δ ' ἐγκωμιαστικά εἰσι : πλὴν δείκνυσιν
5641591 δασυνεται
, τὸ δέ γ ' ἅω αὕω αὑαίνω τὸ ξηραίνω δασύνεται παρὰ πᾶσιν , ὅθεν καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ ἀφαυαίνειν
, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τούτοις ἀλλοχροοῦσι , καὶ ἡ φωνὴ δασύνεται , αἵθ ' ὑπὸ τὴν γλῶτταν φλέβες πλήρεις τε
5573178 χροα
, ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν
λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν
5571973 ἰωη
τοῦ ζῶ ζωή χωρὶς τοῦ ι καὶ ἀπὸ τοῦ ἰῶ ἰωή , σημαίνει δὲ τὴν ἐκπεμπομένην φωνήν , τὸν αὐτὸν
. καὶ δυνατός . ἶφι : ἰσχυρῶς . προηγουμένως . ἰωή : φωνή . πνοή . φλόξ . καθεύδειν :
5568979 κηκιεν
τὰ κύματα . ἀφρῷ : ἀντὶ τοῦ μετὰ ἀφροῦ . κήκιεν ἅλμη : ἀνεδίδοτο καὶ ἀνεπήδα ἑκατέρωθεν τῆς νεὼς ἡ
πορεύομαι , ἔκιον ἔκιε : πλεονασμῷ τοῦ κ καὶ ἐκτάσει κήκιεν καὶ : ἀνεκήκιεν . ἢ κίω , κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν
5517576 ὀδμη
, κωλύσει , οἷον κεφαλή ἀκέφαλος , ψυχή ἄψυχος , ὀδμή ἄοδμος , σοφία ἄσοφος : οὕτως οὖν καὶ ἐκ
δριμεῖα λέγεται καὶ ἰσχυρὰ καὶ μαλακὴ καὶ γλυκεῖα καὶ βαρεῖα ὀδμή : κοιναὶ δ ' ἔνιαι τούτων καὶ τῶν κακωδῶν
5513644 ἀλγος
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων
5478224 ὡτε
τε καὶ ᾥτινι δηλονότι φέρω τοῦτο . εἰ δὲ τὸ ὧτε ἀντὶ τοῦ ὥσπερ δωρικῶς νοήσεις , οὕτως ἐρεῖς :
ψευδής εἰμι μάρτυς ἐγὼ τοῖς ἐπὶ νεοπτολέμῳ λεχθεῖσιν : Ὕδατος ὧτε ῥοάς . ἄγων , φησί , καὶ φέρων εἰς
5452484 βαιον
τὴν τῆς θαλάσσης ἀναρρόφησιν * . ἀπορία . πῶς φησὶ βαιὸν ; ζʹ γὰρ ἔτη ἐποίησεν ὁ Ὀδυσσεὺς παρὰ τῇ
οὐ μὲν ὅσον τὸ πάροιθεν , ὅμως δ ' ἄρα βαιὸν ἰάνθη πολλῆς ἐκ κακότητος , ἔχει δ ' ἔτι
5429444 ψιλουται
ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο , ὅπερ συγκοπτόμενον εἰς τὸ ἆλτο ψιλοῦται . τὸ γὰρ α λῆγον εἰς λ , ἐπιφερομένου
ἄττα : σημαίνει μὲν ἡ φωνὴ τὸ τινά , ὁπότε ψιλοῦται . ἢ καὶ τὸ ὀλίγα ἢ παραπλήσιον . ὁπότε
5428558 ἰς
ματρὸς ἔφυ . Θηβαγενεῖς Δώριον μέλος σεμνότατόν ἐστιν πρόσθα μὲν ἲς ? Ἀχελωΐου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός [ ]
γαστέρι μάργῃ ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν : οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη , εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι
5379625 ἀεξεται
. Νῦν δ ' αἰεὶ πέσσω : τὸ δ ' ἀέξεται ἄλλο νεῶρες πῆμα : κακοῦ δ ' οὔπω γίγνεται
. τῶν δὲ παρὰ προχοῇσι πεπηγότος ἐγγύθι πόντου ἡδυφαὴς ἤλεκτρος ἀέξεται , οἷά τις αὐγὴ μήνης ἀρχομένης : ἀδάμαντα δὲ
5310824 κυανεον
προπομπὴν ποιοῦντες φύλλα συκῆς ἐκρέμων τῇ προπομπῇ καὶ ἔβαινον . κυάνεόν τε χελιδόνιον : ἤτοι κυανοῦν καθ ' ἑαυτό .
ζοφοειδέα χῶρον τηλέπορον , ἀκάμαντα , λιπόπνοον , ἄκριτον Ἅιδην κυάνεόν τ ' Ἀχέρονθ ' , ὃς ἔχει ῥιζώματα γαίης
5309781 βαθυλειμων
. . βαθυλείμων : βαθεῖς λειμῶνας ἔχουσα : καὶ κλίνεται βαθυλείμων βαθυλείμωνος . . . . βαθυζώνους : βαρβάρων ζώννυσθαι
Θρασυκλῆς Θράσυλλος , οὕτως Βαβυκλῆς Βάθυλλος . . . . βαθυλείμων : βαθεῖς λειμῶνας ἔχουσα : καὶ κλίνεται βαθυλείμων βαθυλείμωνος
5287365 χροος
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος
5277787 ἐκφερεται
Οὐχὶ οὖν ἄπορον ἔσται πῶς τὰ μὲν ὀνόματα μετὰ ἄρθρων ἐκφέρεται , αἱ δὲ ἀντὶ τούτων παραλαμβανόμεναι ἀντωνυμίαι ἀπεώσαντο τὴν
ἕκτης τῶν βαρυτόνων γίνονται , ἥτις διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , ἐρεύνα μοι ταύτην τὴν ἕκτην : εἰ μὲν
5264423 ἠγειρα
ἐκ δ ' ἀμφοτέροιιν ἀτρεκὲς αἷμ ' ἔσσευα βαλών , ἤγειρα δὲ μᾶλλον . τώ ῥα κακῇ αἴσῃ ἀπὸ πασσάλου
ἀείρω , ὁ μέλλων ἀερῶ καὶ ἀόριστος ἤειρα , ὥσπερ ἤγειρα , καὶ ἡ μετοχὴ ἀείρας , καὶ κράσει τοῦ
5261863 ῥεθος
, καὶ γυίων ἄνθος ἀκηράσιον : τῇ δὲ Φιλοκλῆος χρύσεον ῥέθος , ὅς γε καθ ' ὕψος οὐ μέγας ,
τὸν σφοδρὸν καὶ διάπυρον ἄνεμον τοῦ πολέμου . * * ῥέθος κυρίως τὸ πρόσωπον παρὰ τὸ ῥᾶον τὰ ἔθη δι
5245539 ἁλις
συμπορευόμενοι , κινοῦντες . Οὐδ ' : οὐ γάρ . ἅλις : ἄρκεια , αὐτάρκης . Δαιτυμόνας : φίλους .
ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις σεσιτεῦσθαι . * θρύπτωνται : διαλύωνται εἰς λεπτὸν τέμνωνται
5244808 ἐλαφρος
δυναμένην λῆξαι . τοῖς μὲν οὖν ἐκ τούτων ὁ δεσμὸς ἐλαφρὸς οὐ δεχομένων τῶν ὑποσχέσεων ἀλαζονείας ὑποψίαν , οὐδαμοῦ γὰρ
ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὢ πόποι ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ , ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ . εἰ δή που
5242726 πνοη
εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται ,
ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία :
5239527 ἱδρως
γὰρ λέγεις . ἃ καὶ ποήσω καὶ δέδοκταί μοι πάλαι ἱδρώς , ἀπορίανὴ Δί ' εὖ γ ' ὦ Μυρρίνη
τὸν ὕπνον ἐκπέττειν : ἐκ ξηροῦ δ ' οὐκ ἔστιν ἱδρώς . Ἄτοπον δ ' ἂν ἐκεῖνο δόξειε καὶ ὥσπερ
5234250 οἰδος
μαλακῷ . ὀξύϊ : ὀσφύϊ . ὀχλώδεα : ὀχληρά . οἶδος : οἴδημα . ὀνεύεσθαι : τείνειν . | ὄπωπα
ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * ἐν δὲ νόον . . .
5210627 ἑρπει
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ ,
5210549 ψιλον
κωλύσῃ παράγγελμα . Ὅτι δασυνομένου φωνήεντος ἐπιφερομένου , τὸ προηγούμενον ψιλὸν τρέπεται εἰς τὸ ἀντίστοιχον δασὺ : κατὰ ἡμῶν καθ
τῆς ἀρτηρίας τὸ πνεῦμα λύσῃ τὸν δεσμὸν αὐτοῦ . καὶ ψιλὸν μέν ἐστιν αὐτῶν τὸ π , δασὺ δὲ τὸ
5201111 ἐμεθεν
† φονία χάριτας † ἵν ' ἐπὶ δάκρυσι παρ ' ἐμέθεν ὑπὸ μέλαθρα νύχια παιᾶνα νέκυσιν ὀλομένοις λάβηι . κυανοειδὲς
ἔκ προθέσεως , ὡς τὸ Ἴδηθεν μεδέων , ὡς ἡ ἐμέθεν ἀντωνυμία , ὡς τὸ Αἴας δ ' ἐγγύθεν ἦλθε
5200734 ἀχος
ν ἀχνύς ' . . . . ἀχνύμενος : ἔστιν ἄχος , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ
ἄχος λύειν : ἰατρὸς γὰρ ἦν . ἢ διὰ τὸ ἄχος , ὅ ἐστι λύπην , ἐπενεγκεῖν τοῖς Ἰλιεῦσιν .
5197053 ἀτρεμω
. . . ἀτρέμας : παρὰ τὸ τρέμω τρεμῶ γίνεται ἀτρεμῶ καὶ ἀτρέμα , ὡς σιγῶ σῖγα καὶ ἀντῶ ἄντα
, τῷ σιγῶ τὸ σῖγα , ἀντῶ ἄντα , οὕτως ἀτρεμῶ ἀτρέμα καὶ ἀτρέμας , καθ ' ὃν λόγον ἔστι
5190372 ἐτητυμον
' : ἢ τὸ Λοξίου οὐκέτι βροτοῖσι διὰ ς ' ἐτήτυμον στόμα . ἀλλ ' εὐμενὴς ἔκβηθι βαρβάρου χθονὸς ἐς
' αὐτοῦ κήδε ' ἐνίσπες καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ : τίς πόθεν εἰς
5183176 ἀσαι
τὸ σκευάζειν . τὸ ἐπιβουλεύειν . καὶ τὸ τελειοῦν . ἆσαι σημαίνει βʹ : τὸ βλάψαι : „ ἆσέ με
οὐ δώσω τὸ μηδεμίαν εἶναι πρεπωδεστέραν ἐλευθέροις ἄνεσιν τοῦ τὸν ἆσαι , τὸν δὲ κιθαρίσαι , τὸν χορεῦσαι ἐρώτων εἶναι
5165189 τορον
πίθου , τῷ κρουσθέντα αὐτὸν ἀποδοῦναι ἦχόν τινα ὀξὺν καὶ τορόν . οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο αὔταρκες , ἀλλὰ χρὴ
τὴν Λύδην ἔφη : Λύδη καὶ παχὺ γράμμα καὶ οὐ τορόν . Κρημνοποιός τε καὶ στόμφαξ παρὰ τοῖς τραγικοῖς Αἰσχύλος
5158260 ἀεικελιον
ἐπὶ μεγέθους τάσσεται : καὶ Ὅμηρος ⌊ ἀδιαφόρως ⌋ δίφρον ἀεικέλιον παραθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν , τὴν μικράν . ὄλμος
, τί μέγα κακὸν εἰργάσαο ; τί δὲ σεωυτὸν οὕτως ἀεικέλιον ἔργον μοῦνος ἀνδρῶν ἔπρηξας ; τὰ οὐ πάμπαν ἐπαινέω
5156988 κελαινεφες
ἐπὶ δὲ σάκους παρέλκει τὸ δετον , ὡς ἐπὶ τοῦ κελαινεφὲς τὸ νέφος . . τὸ ἀπὸ μέλανος σιδήρου δεδεμένον
Ζεύς : εἰ δ ' ἄγε νῦν φίλε Φοῖβε , κελαινεφὲς αἷμα κάθηρον ἐλθὼν ἐκ βελέων Σαρπηδόνα , καί μιν
5154552 χολω
: Ἐὰν καὶ τὰ ἔντερά σου ἐκβάλῃς , ἐγὼ οὐ χολῶ . Δυσκόλῳ ἰατρῷ λέγει τις : Τί ἐστιν ,
, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο χωόμενος : ἢ παρὰ τὸ χολῶ χολώσω χολούμενος , ἐκβολῇ τοῦ λ χοούμενος , καὶ
5148025 εὐαιων
Φοῖβον τὸν κατὰ ναόν . ὦ Παιὰν ὦ Παιάν , εὐαίων εὐαίων εἴης , ὦ Λατοῦς παῖ . ἀλλ '
, Ὕπνε δ ' ἀλγέων , εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις , εὐαίων , εὐαίων ὦναξ : ὄμμασι δ ' ἀντίσχοις τάνδ
5147083 ἱσταται
ἀρχῆς ἄχρι τέλους μέχρι τοῦ συνειδέναι τὴν γυναῖκα τῷ φόνῳ ἵσταται . ἔστι δὲ τῶν ἀεὶ ἐμπιπτόντων ἐν τῷ ἁπλῷ
' εἰ μὲν πρὸς ἐλεεινολογίαν λέγοι , ἐγγὺς τοῦ πρέποντος ἵσταται , εἰ δὲ πρὸς πᾶσαν ἰδέαν λόγου , οὐκ
5137721 ψιλου
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι
5135875 ὁλκος
ἐπιδείκνυνται , διερευνᾷ μή τισιν ἀναγκαίαις αἰτίαις ἐνδέδενται , ὧν ὁλκὸς ἡ δύναμις . εἰ γάρ τις , φησί ,
Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ γὰρ ὁλκὸς ἐς δύσιν ἔστραπται πολιῆς ἁλός , ἄχρι κολώνης οὔρεος
5119404 ὑπεκ
, κοιλίαν . Ἡ μέν : ἤως ἡ μύραινα . ὑπέκ : ὑποκάτω : κρυφιότητα δηλοῖ ἡ ὑπό . ἁλιμυρέος
: τοῦ ῥυπώδους , βορβόρου . ἰλυόεντες : σηπεδονώδεις . ὑπέκ : ὑποκάτω . φλοίσβοιο : ταραχῆς . Σημείωσαι ὅτι
5117795 Ἀϊδαο
καρτερός ἐσσι , ἀλλ ' ὑπ ' ἐμοὶ δμηθέντα πύλας Ἀΐδαο περήσειν . Τὸν δ ' αὖ Σαρπηδὼν Λυκίων ἀγὸς
καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο , ἦ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενον προσέφη εἴδωλον
5111823 χιτωνος
ὑγροῦ σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλὸν , ποτὲ δὲ καὶ ὑπὸ χιτῶνος συνεχόμενον . υηʹ . Πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ
ἐκ τῆς ἐχίδνης ἰὸν ἀνειληφυίας , καὶ διὰ τοῦτο τοῦ χιτῶνος διὰ τὴν θερμασίαν τὴν σάρκα τοῦ σώματος λυμαινομένου ,
5109829 ἐρωη
τῷ Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . . . . . . ἐρωή , , , . . . . . :
. Πηλεΐδης δ ' ἀπόρουσεν ὅσον τ ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωή , αἰετοῦ οἴματ ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος ,
5104903 τοσον
καὶ τὸν μὲν Ἡρακλέους ] , γέννημα οὕτω λαμπρὸν καὶ τόσον ὑπὲρ τῆς πατρίδος σπουδαῖον ὡς ὑπὲρ αὐτῆς προέσθαι τοι
κείνου δ ' ἡμίτονον Φαίνων ἀνίησι χαλασθείς , τοῦ δὲ τόσον Φαέθων ὅσον ὄβριμος Ἄρεος ἀστήρ : Ἠέλιος δ '
5104131 γλυκιων
ἔργον τοῦ Ὀδυσσέως λαμπρόν : τοῖσι δ ' ἄφαρ πόλεμος γλυκίων γένετ ' ἠὲ νέεσθαι ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς
αὐδήεσσα μὲν τὸ πρῶτον καὶ λίγεια , καὶ τὸ ” γλυκίων μέλιτος ἀπὸ τῆς γλώττης “ περὶ αὐτῆς μᾶλλον ἢ
5093692 γραφεται
πρόσπολον ] θεράποντα . πρόσπολον ] ὑπουργόν . πρόσπολον : γράφεται πρόσπορον , ἤγουν τὸν ἐκ τῆς αὐτῆς σπορᾶς γεννηθέντα
: ἀσθενέσι . ὀφέλλειν : εὐεργετεῖν . διὲξ ἁλός : γράφεται διαμπερές . ἀντιάοιτε : περιτύχοιτε . νόσφι δὲ Τυνδαρίδαις
5088696 Πηλειωνι
ὣς τοῦ χαλκὸς ἔλαμπε : χαλκόν : Λ . . Πηλείωνι δαμείς : ἡ διπλῆ πρὸς τὸ σχῆμα . .
φρονέους ' ἀγορεύεις ; Οὐ γάρ τοι σθένος ἐστὶν ἀταρβέι Πηλείωνι μάρνασθ ' , ἀλλὰ σοὶ ὦκα φόνον καὶ λοιγὸν
5084324 ὁμηλικιης
δῶκε δὲ Δηϊπύλῳ ἑτάρῳ φίλῳ , ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη , νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν
μὲν τερπνῶν ὅς ' ἐνὶ ζωοῖσι πέλονται , μνήσαθ ' ὁμηλικίης περιγηθέος , οἷά τε κούρη : καί τέ οἱ
5080328 κυλινδεται
ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ , μακρὰ δ ' ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται , ἣ δέ τε ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα : πάγος
, εἷος ἵκηται ἰσόπεδον , τότε δ ' οὔ τι κυλίνδεται ἐσσύμενός περ : ὣς Ἕκτωρ εἷος μὲν ἀπείλει μέχρι
5077211 βαια
κακοῦ θυμοῦ τελευτὴν ὡς κακὴ προσγίγνεται . Ἔχεις γὰρ οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα , τῶν σῶν ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος . Ἀλλ
φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος βακτηρία , βαιὰ τράπεζα : τί μακρὰ δεῖ λέγειν ; ὅλως αὐτὴν
5076651 φλοξ
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ .
5072683 ψει
ἰῶτα ἀπομιμεῖται , ὥσπερ γε διὰ τοῦ φεῖ καὶ τοῦ ψεῖ καὶ τοῦ σῖγμα καὶ τοῦ ζῆτα , ὅτι πνευματώδη
χάλαζα [ πεικρὰ ] μηνὶ γείνεται ? Χοιάχ ψεῖ ἐπεὶ ψεῖ ψαλμὸν ? ? βέλους ιν εὐστόχωι ς ' Ἄραψ
5070340 ἐπιρρημα
οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἐγγύτατα : καὶ ἔτι παρὰ τὸ ἀνώτερος ἐπίρρημά τι τὸ ἀνώτερον , οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἀνώτατα :
, πάνυ τιμίων . τὸ γὰρ “ ἐρι - ” ἐπίρρημά ἐστιν ἐπιτάσεως , ὡς τὸ “ ἐρίηρες ” καὶ
5066798 μορος
βάτραχον ἐξεδίκησεν . ὁμοίως κἀγώ , ἄνδρες , ἀποθανὼν ὑμῖν μόρος ἔσομαι : καὶ γὰρ Λύδιοι , Βαβυλώνιοι , καὶ
: καί μοι Γεργίθων τε φόνος μέλει ἀπτολεμίστων πισσήρων τε μόρος καὶ δένδρεον αἰεὶ ἀθαλλές . Κλέαρχος δὲ ἐν τετάρτῳ
5064165 σχετλιαστικον
ἐν Πύλῳ ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . Ἰατταταιάξ ] ἐπίρρημα σχετλιαστικόν . τῶν κακῶν ] ἕνεκα . Παφλαγόνα : τὸν
, ἀντὶ τοῦ ἐλθέ , καὶ ἐντεῦθεν τὸ ἰού τὸ σχετλιαστικόν . ὀξύνονται δὲ κατὰ τὸν κανόνα : πᾶσα δίφθογγος
5063084 τερπωλη
ὀξύνονται . Τὰ διὰ τοῦ ΩΛΗ ὑπερδισύλλαβα ὀξύνεται : παυσωλή τερπωλή εὐχωλή ἀδμωλή . τὸ δὲ ἐριώλη ἀπὸ τοῦ ἐρί
κύνε βήτην αὐτομάτω : γλυκερὴ δὲ πέλει περὶ βωμὸν ἄνακτος τερπωλή , χλοερόν τε πέδον , μαλακαί τ ' ἔπι
5059780 κεκαφηοτα
' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν : τοῦ γὰρ λειποθυμοῦντος τὸ πνεῦμα ῥιπίσασα ἡ
ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν : αὔρη δ ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει
5059759 κρηηνον
' ἀθανάτοισιν ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ , τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ : τίμησόν μοι υἱὸν ὃς ὠκυμορώτατος ἄλλων ἔπλετ
α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ η κρήηνον : οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ παθῶν : τοιαῦτα
5044623 ἰχωρ
σηπίη , ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς ἐντρέφεται βαιὸς μὲν ἀτὰρ βλαπτήριος ἰχώρ . κέντρα δὲ πευκήεντα μετ ' ἰχθύσιν ὡπλίσσαντο κωβιός
ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἀναΐσσοντα δέχηται , ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται .
5044253 νεκταρ
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς
5039206 τρομος
μοχθοῦσι κακοπαθοῦσι τρόμον : καὶ γὰρ μετὰ προειρημένα πάντα καὶ τρόμος τις τοῖς μέλεσι τοῦ κάμνοντος περιτρέχει καὶ γίνεται .
, αἵ τε ναρκώδεις ἅπασαι κινήσεις καὶ παράλυσις καὶ προσέτι τρόμος . προαιρετικῆς μὲν οὖν ἐνεργείας βλάβη παράλυσίς τε καὶ
5034199 ἀσθματι
ἰῶδες ἐμποιοῦν σφοδρόν , ὥστε κἂν μὴ θίγῃ , τῷ ἄσθματι βλάπτειν τοὺς πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ
καὶ ἀποπίοις ποτέ , πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίγνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι , ἥδιον δὲ τοῦ νέκταρος . κάτεισι γοῦν ἐπὶ
5031466 ἀνερος
Δωρόθεος λέγων οὕτως : δίζεο καὶ πρῆξιν τίς τ ' ἀνέρος ἐστὶν ἑκάστου . τῶν μέντοι κέντρων προτάττει τὸ μεσουράνημα
γυναῖκα ἐπανελεύσεσθαι θυμήρως . εἰ δέ γε μὴν ἄλοχος δόμον ἀνέρος ἐκλείπησι πρὶν Μήνην διάμετρον ἐς Ἠελίοιο περῆσαι οὐ μάλα
5030640 θανατοιο
ἀλαλκέμεν , ὁππότε κεν δὴ μοῖρ ' ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον
κυανῶπιν . ὦ πέπον , οὐ μὲν γάρ τοι Ἄρης θανάτοιο τελευτὴν ἀρκέσει , εἰ δὴ νῶι συνοισόμεθα πτολεμίζειν .
5027844 τρυγη
ἀλέγω ὀρέγω . πρόσκειται ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ , ἄλγος ἀλγῶ , σιγή
: εἰ μὲν παρὰ τὴν τρύγην , οὐ πλεονάζει : τρύγη δέ ἐστιν ὁ Δημητριακὸς καρπός : † Λυκόφρων :
5023780 οιδε
οἶμον ? ὥρισας ? [ ] πόνων [ [ ] οιδε τοὺς αὐθαιρέτους [ [ ] ! ε κινδύνους ἄρα
[ . ] [ ! ! ! ] εύεται : οιδε [ . ] [ εἰσερχομένου ] αὐτ ? [
5022692 εἰκελος
υἱὸς ἀπὸ Σκύροιο θοῶς ἐς ἀπηνέα δῆριν Ἀργείοις ἐπαρωγὸς ἐλεύσεται εἴκελος ἀλκὴν πατρὶ ἑῷ , πολέσιν δὲ κακὸν δηίοισι πελάσσει
. ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψός ' ἀερθείς εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι
5022097 βην
μέσα τῶν τετραπόδων , παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι κνήσασθαι . βῆν δὲ καταλοφάδειαν φέρων . Κ . καταλοφάδεια : καταλοφάδειαν
βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ γὰρ ποιηταὶ συναρχομένους ποιοῦσι τοὺς παρωχημένους τοῖς
5017406 τεοις
ἀθέου χρησμὸς ἦν τοιοῦτος : ] ἀλλ ' ὁπότε σκήπτροισι τεοῖς Περσήιον αἷμα ἄχρι Σελευκείης κλονέων ξιφέεσσι δαμάσσῃς , δὴ
τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται : ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ ' ἔπραξεν , τὸ δὲ συγγενὲς
5016035 ἐκτεινει
ἀντισπαστικὸν ἑκατέρωθεν ἔχον τὰς ἰαμβικάς . ἐν δὲ τῷ εὐάνορος ἐκτείνει τὸ ρ . τὸ δέ γε κλέος , κοινὴ
ἐκτίνει τὸ ἐνδεῆσαν ὑπὸ τῆς πάλαι ῥᾳδιουργίας , καὶ οὐκ ἐκτείνει μόνον , ἀλλὰ καὶ ἐπαύξει τὸ σιτηρέσιον , ὅτε
5015712 μενος
τοῦ δ ' ἰαίνετο θυμὸς ἐελδομένοιο καὶ αὐτοῦ πατρὸς ἀταρβήτοιο μένος καὶ κῦδος ἀρέσθαι . Ἣ δέ που ἐν θαλάμοισιν
αὖτε προσέειπεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων : Ἕκτορος ὄρσωμεν κρατερὸν μένος ἱπποδάμοιο , ἤν τινά που Δαναῶν προκαλέσσεται οἰόθεν οἶος
5010754 ὠς
χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ
. Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ
5008370 ἀρκιον
κ ' ἐγὼν ἀπάνευθε μάχης πτώσσοντα νοήσω , οὔ οἱ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας . κἂν μὴ παρῶσι δὲ οἱ
περισπῶσι , πλευσεῖται πορευσεῖται ῥευσεῖται . οὕτω γοῦν καὶ „ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν „ . Δίων μέντοι ἔσσειται προπαροξυτόνως φησὶ
5008292 νεφος
' ὡς τάχος εἴσω . δῆλον ἀπ ' ἀρχῆς ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ' ἀνάψει μείζονι θυμῶι : τί
. δωδ . § : κρεῖττον γὰρ ἐπερχόμενον ἐκκλῖναι τὸ νέφος ἢ φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι . . . ὑπ
5007334 τυπεντος
ὥσπερ ὁ χαρίεις διὰ τοῦ ντ τυφθείς τυφθέντος , τυπείς τυπέντος : το θηλυκὸν ἡ τυφθεῖσα καὶ ἡ τυπεῖσα :
τύπηθι , ὅπερ ἐστὶν ἀορίστου βʹ καὶ μέλλοντος ἀπὸ τῆς τυπέντος μετοχῆς παράγει : ἐμοὶ δὲ κάλλιον φαίνεται τὸ τύφθητι
5003884 ἀθροος
αὐτοκέλευστος ὡρμήθη . . . . παράγγελμα : κρότος τε ἀθρόος οὐκ ἐκ παραγγέλματος ἀλλ ' ἔκ του αὐτοκελεύστου τῆς
φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον . ὄμβρος ὁ ἀθρόος ὑετός , καὶ ὄμβριμον ὕδωρ τὸ ἐξ αὐτοῦ .
5001470 πνιγος
ἡ πρώτη τε τὴν κλῆσιν γένους , μακρὸν δὲ δὴ πνῖγός τε τὸ τρίτον πάλιν , τέταρτον ” ᾠδή “
ἡ πρώτη τε τὴν κλῆσιν γένους , μακρὸν δὲ δὴ πνῖγός τε τὸ τρίτον πάλιν , τέταρτον ” ᾠδή “
4994672 ζωω
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφεται : οἷον , ζώω : χώω : γνώω : σώω : πλώω :
βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω :
4993922 αἰκε
τόδε γάρ ] καί καὶ ἄρκιον : βοηθητικὸν καὶ ὠφελιμώτατον αἴκε ] ἐάν πίῃσθα ] πίῃς ἔνθ ' ] ἐνταῦθα
γνώσομαι , ὡς καὶ παρ ' Ὁμήρῳ “ εἴσομ ' αἴκε μ ' ὁ Τυδεΐδης ” . Γ εἴσομαι δ
4989611 ὠκεος
χέρεσσι δαιδαλέου ζωστῆρος ἀμερσέμεναι μενεαίνων εἷλκε κόμης ἵπποιο κατ ' ὠκέος : αἳ δ ' ἀπάτερθεν ἄλλαι ὑποτρομέεσκον Ἀμαζόνες .
καλὸν ἵκοντο ῥόον . Αἰήταο πόλιν , τόθι τ ' ὠκέος Ἠελίοιο ἀκτῖνες χρυσέωι κείαται ἐν θαλάμωι Ὠκεανοῦ παρὰ χεῖλος
4989476 ἑθεν
βλεφάροισιν ἐφίζανε : μή τι πάθοιεν Ἀργεῖοι , τοὶ δὴ ἕθεν εἵνεκα πουλὺν ἐφ ' ὑγρὴν ἤλυθον ἐς Τροίην πόλεμον
Κίον ἔκτισεν , εἴρηκεν Αὐτόχαρις ἐν αʹ Χρόνων . οὗ ἕθεν : ἀντὶ τοῦ ἑαυτοῦ . αὐλείτης : ὁ ἀπὸ
4985458 δεδηγμαι
ι γράφουσιν : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω , δέδηγμαι δῆγμα : δείκω , ἐξ οὗ τὸ δεικνύω ,
ἐν τοῖς Ἀχαρνεῦσιν ὁ Ἀριστοφάνης δηλοῖ λέγων οὕτως ὅσα δὴ δέδηγμαι τὴν ἐμαυτοῦ καρδίαν τὸ πικρόν , ἥσθην δὲ βαιά
4984853 ὑψι
' Ἀβαντιάδης , ὁ δ ' ἄρ ' ἔκποθεν ἀφράστοιο ὕψι μάλ ' ἐκ δονάκων ἀνεπάλμενος , ἤλασε μηρόν ἀίγδην
εἰς ψει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον αὐτοψεί πλὴν τοῦ ὕψι , ἀντὶ τοῦ ἐφ ' ὕψους . Τὰ εἰς
4978764 ἐδητυος
τῶν ἰατρῶν ἀφαιροῦσι τὰς πλησμονάς . Αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο , καὶ τὴν ἐπιθυμίαν πληρώσαντες οἱ
. καὶ Ὅμηρος οὕτως παρετυμολογεῖ : αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο , : οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν
4978157 ὑπνος
χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς
, καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ
4974763 ἐπες
ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών , ἀπὸ δ ' ἔπτατο
θέληι . μεγάλα δέ τις ἁ δύναμις καὶ ἀλαστόρων : ἔπες ' ἔπεσε μέλαθρα τάδε δι ' αἱμάτων διὰ τὸ
4974484 γηραος
καὶ ἐν τῇ χρήσει οὕτως ἔχει : ἀτὰρ καὶ ὑπὸ γήραος καὶ ὑπὸ ὀδυνημάτων ξυνδοτική ἐστιν . Αἱ δὲ δὴ
κακῶι σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν . Ὤ μοι ἐγὼν ἥβης καὶ γήραος οὐλομένοιο , τοῦ μὲν ἐπερχομένου , τῆς δ '
4973867 κονις
ἔστι γὰρ τοῦτο σεσηπὸς αἷμα . ταὶ δ ' αἶψα κόνις καὶ γαῖα [ ἐσσυμένως ἐγένοντο ] : διὰ τούτου
Κύπριον πῦρ : ὀστὰ δ ' ἔχει Σαλαμίς , ὧν κόνις ἀστάχυες . ψυχὴν δ ' ἄξονες εὐθὺς ἐς οὐρανὸν
4971004 ἀω
. οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονεν ἐκ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἄση . . .
. Ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἄω , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων ἀέσω , ὅθεν
4968655 παρθενικης
ἐπήρατον αὖτε μελίσσης ἄνθιμον εἶδαρ καὶ στέψαι πλέξαντας ἀκρόδρυα καρποφόροιο παρθενικῆς ἀφελόντας ἐλαίης , ἀμφὶ δὲ κόρσαις σφωϊτέραις πέπλους ἑλέειν
ἲς ἀνέμου Βορέω : τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν καὶ διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησιν , ἥ τε δόμων ἔντοσθε φίλῃ
4962191 κελαινου
, παλίντιτα πνεύματ ' ἐπάξεις θήσεις δ ' ἐξ ὄμβροιο κελαινοῦ καίριον αὐχμὸν ἀνθρώποις , θήσεις δὲ καὶ ἐξ αὐχμοῖο
ἔπη χθονί καρπὸν φέροντα πάντα μὴ πράσσειν καλῶς . κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν μένος ὡς σεμνότιμος καὶ ξυνοικήτωρ ἐμοί :
4961724 πνοιη
! ! ! ! ! ! ! ! ! ! πνοιὴ ] Ζεφύροιο χιτῶνα ! ! ! ! ! !
τοῦ Σαρπηδόνος ποιεῖ αὖθις δ ' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ψύξεως δὲ
4959605 θυμος
πολλὰ κτεατίσσας . ὣς ἐφάμην , τοῖσιν δ ' ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ . ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκον μέγαν ἱστόν
ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέος βασιλῆος , τιμὴ δ '
4959088 αἰνον
ὑπὸ Ἱέρωνος ἀπὸ Συρακουσῶν ὑπεδέξατο ὁ Θήρων . . . αἶνον : τοῦτο αὐτὸ τὸ τῆς εὐδοξίας ἀγαθόν . οὐ
κακοῦ δ ' οὐκ ἔσσεται ἀλκή . Νῦν δ ' αἶνον βασιλεῦσιν ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ
4954877 χαλκοιο
ἀμενηνός ὁ ἀσθενής : “ ἤ κεν ζῶς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι . ” ἄμβατος εὐεπίβατος : “ ἄμβατός ἐστι
, πάλιν ἐκπνέει , ὥσπερ ὅταν παῖς κλεψύδρηι παίζουσα διειπετέος χαλκοῖο εὖτε μὲν αὐλοῦ πορθμὸν ἐπ ' εὐειδεῖ χερὶ θεῖσα
4954876 αἱματοεις
χαίτης ὀξυτόμοισιν : ὁ δ ' ἄλλοθεν εἴβεται ἄλλος ἰχὼρ αἱματόεις , τὸν δ ' ἕλκεα πόλλ ' ἀνιάζει .
παχείῃ , ἐγκέφαλος δὲ παρ ' αὐλὸν ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς αἱματόεις : τοῦ δ ' αὖθι λύθη μένος , ἐκ
4954533 ταχεος
ἁλίσκεται ἐπεγκεράσαιο ] κέρασον ἐπεγκεράσαιο ] ἕνωσον θοοῦ ] τοῦ ταχέος δορπήια ] τροφή κέπφου ] οἰωνοῦ τῷ γὰρ δὴ
τοῦ Αἴας , λέβης λέβητος ἐπὶ τῆς πρώτης , ταχύς ταχέος , ὀξύς ὀξέος ἐπὶ τῆς δευτέρας , Ἀχιλλεύς Ἀχιλλέως
4953365 δουρος
κέλευθον μακρὴν ἠδ ' εὐρεῖαν , ὅσον τ ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται , ὁππότ ' ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσι
ἔπειτα ὑπὲρ σάκεος μεγάλοιο αἰὲν ἐπ ' αὐχένι κῦρε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκῇ . καὶ τότε δή ῥ ' Αἴαντι περιδείσαντες
4950623 ἀστεροπῃ
Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ ' οὐ θέμις ἐστὶ μιγῆναι ἐν
συνωχαδόν , οἱ δὲ κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες ,

Back