κοινὸν τῶν πολιτῶν ἀλλ ' εἰς τὸν ἴδιον ἐκείνου βίον ἀπέσκηψεν . τούτων ῥηθέντων πᾶς ὁ δῆμος τὴν μεγαλοψυχίαν αὐτοῦ
παρεφρόνησε , καὶ παροξυνθεὶς ἀδίκως ὑπὸ τῶν δημαγωγῶν τὴν ὀργὴν ἀπέσκηψεν εἰς ἄνδρας οὐ τιμωρίας , ἀλλὰ πολλῶν ἐπαίνων καὶ
5191522 ἐλεους
ἥρπασεν αὐτόν . Καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ Θυέστου καὶ Ἀτρέως , ἐλέους ἔτυχε παρὰ Πέλοπος διὰ τὸν ἔρωτα . Ἱπποδάμεια δ
, καὶ τοὺς ἐξελαύνοντας οὖν τὴν ὡς ἀληθῶς δίκην , ἐλέους μέτεισιν ἡ δίκη . Καὶ τοὺς οὐκ ἰθεῖαν αὐτὴν
5108352 ἀπληστου
ὀπίσω τὸν πόρον διεξῄει . [ Βίος ἀβέβαιος παντὸς ἀνδρὸς ἀπλήστου ἐλπίσι ματαίαις πραγμάτων ἀναλοῦται . ] Κάμηλον ἠνάγκαζε δεσπότης
τῶι ὄντι τὸν θάνατον παιᾶνα εἶναι καὶ ἀπαλλακτὴν κακοῦ καὶ ἀπλήστου καὶ νοσεροῦ θρέμματος , ἡγεῖ καλῶς . . .
5094063 μοχθου
, οὐκ ἔνι . Ἑρμηνεία . Οὐκ εὐπόριστος ἡ τροφὴ μόχθου δίχα , Κἂν τὸ ποτὸν ἀφθόνως | ἡ φύσις
μολεῖν ] ἐλθεῖν δεῦρ ' ] ἐνταῦθα ἐκμεμόχθηκε ] μετὰ μόχθου καὶ κόπου ὑπέμεινεν φράσω ] λέξω τεκμήριον ] σημεῖον
5092088 ἀνομου
ἐκεῖ : ὥσπερ ἐκ βαρβάρων εἰς Ἕλληνας , καὶ ἐξ ἀνόμου καὶ τυραννουμένης καὶ στασιωτικῆς πόλεως εἰς εὐνομουμένην καὶ βασιλευομένην
καὶ ἀποβαῖνον , ὡς παρ ' Εὐριπίδῃ : Ἀχαλίνων στομάτων ἀνόμου τ ' ἀφροσύνας τὸ τέλος δυστυχία . Τέλη δὲ
5084394 ὑπερθεσεως
: σοὶ μὲν πρέπει ἀπολογεῖσθαι πρὸς τὰ ἐρωτώμενα : τῆς ὑπερθέσεως γὰρ σοῦ ἕνεκεν οὐ φθονῶ : καχειμονίᾳ κακόμορφος .
: ἐν μὲν γὰρ τῷ αὐτῷ ζῳδίῳ οὖσα μεθ ' ὑπερθέσεως καὶ ἐμποδισμῶν τινῶν ἔσται ἀνυστική : πλὴν καὶ οὕτως
5083325 ἀμφιπολει
τῆς πολλὴν ἐχούσης δύναμιν . ἢ οὕτως : ἱκετεύω , ἀμφιπόλει , ἤγουν περιπόλει , περίεπε , ἐπισκοπῆς ἀξίου τὴν
. Λίσσομαι , παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου , Ἱμέραν εὐρυσθενέ ' ἀμφιπόλει , σώτειρα Τύχα . τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται
5037687 κολαζομενη
ψυχὴ μένει ἐπὶ τῆς ἰδίας οὐσίας , ὑφ ' ἑαυτῆς κολαζομένη , καὶ γήινον σῶμα ζητοῦσα εἰς ὃ εἰσέλθῃ ,
τούτων καὶ ἀλλοίων ἐδεσμάτων ἢ τοιούτων ἐπιθυμία , δυνατὴ δὲ κολαζομένη ἐκ νέων καὶ παιδευομένη ἐκ τῶν πολλῶν ἀπαλλάττεσθαι ,
5032367 λογισμος
μὴ ἐν τῇ ὄψει ἡ κρίσις , ἀλλά τις καὶ λογισμὸς ἐπακολουθεῖ τοῖς βλεπομένοις . Τὸ γὰρ τῆς τε ἡμέρας
: πολλὰ δ ' ἐστίν , ὧν οὐ δύναται στοχάσασθαι λογισμὸς ἀνθρώπινος : οὐ τὴν τύχην , ὥσπερ ἐχρῆν ,
5017420 μοχθων
οἰκειακὰς λύπας . ἐπὶ δὲ νυκτερινῆς γενέσεως μετὰ σκυλμῶν καὶ μόχθων πράξεις καὶ στρατείας , ἀγαθούς τε καὶ ἐπικερδεῖς καὶ
ἀπαλλαγή ] ἐλευθερία τέρμα ] τέλος προκείμενον ] ἤγουν φανερόν μόχθων ] πόνων ἐκπέσῃ τυραννίδος ] βιαίως ἐκβληθήσεται τῆς βασιλείας
5016224 μακροθυμιας
τὴν τέχνην ἐστὶ ληπτέα διὰ τὸν Ἀπόλλωνα . Κυπάρισσος δὲ μακροθυμίας καὶ παρολκῆς ἐστι σύμβολον διὰ τὸ μῆκος . Πίτυς
ἐκ ῥᾳθυμίας καὶ ὄκνου ἀπόλλυνται : ἐκ δὲ σπουδῆς καὶ μακροθυμίας πολλοὶ περιεγένοντο τῆς φύσεως . Πέρδικά τις πριάμενος τρέχειν
5011584 ἀναρμοστιαν
πρόσθεν . Ἆρ ' οὖν λέγοντες ἀρετὴν ἁρμονίαν εἶναι , ἀναρμοστίαν δὲ τὴν κακίαν , λέγοιμεν ἂν δόξαν δοκοῦσαν τοῖς
ὀνόματα εἴποιμεν ἂν ἐπὶ τῶν συνθέτων ἁπάντων ἁρμονίαν τε καὶ ἀναρμοστίαν , ἐξ ὧν αἱ γενέσεις καὶ εἰς ἃ αἱ
5000142 ἀλλοτριωσεις
, θωΰξας ' ἔβαλες ἐξ ὕπνου : εἰ τοῦ ὕπνου ἀλλοτριώσεις καὶ μεταστήσεις : τὸ βαθύτατον τοῦ ὕπνου , ὃ
ἑκάτερα προσθήκη τῇ ψυχῇ . Τὰς δ ' οἰκειώσεις καὶ ἀλλοτριώσεις πῶς ; Καὶ λῦπαι καὶ ὀργαὶ καὶ ἡδοναὶ ἐπιθυμίαι
4997462 ἀναγκαν
λαχόντας Τίρυνθα τὸν ὁπλότερον κτίζειν , πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν : Ζεύς τ ' ἔθελεν Κρονίδας τιμῶν Δαναοῦ γενεὰν
: τὰ δ ' ἑπόμενά τε καὶ συναίτια ὄντα ἐς ἀνάγκαν ἀνάγεσθαι . τὰ δὲ ξύμπαντα τρία : ἰδέαν ,
4990538 δυστυχες
, τέκνοις ὄνειδος οὕνεχ ' ἡδονῆς λιπεῖν ] : τὸ δυστυχὲς γὰρ ηὑγένει ' ἀμύνεται τῆς δυσγενείας μᾶλλον : ἡμεῖς
ἀθλιώτεροι τῆς φαυλότητος καὶ γὰρ ἐν κοινῷ ψέγειν ἅπασι κεῖσθαι δυστυχὲς κοὐκ εὐτυχές . ἔα ἔα : ὁρῶ γ '
4973885 γινομαι
ἀτόμους διαλύομαι , ὕδωρ γίνομαι , [ καὶ ] ἀὴρ γίνομαι , πῦρ γίνομαι : εἶτα μετ ' ὀλίγον οὔτε
πεπίστευκ ' : ἐμβλέπων γὰρ αὐτόθι τοῖς ἰχθυοπώλαις λίθινος εὐθὺς γίνομαι : ὥστ ' ἐξ ἀνάγκης ἔστ ' ἀποστραφέντι μοι
4958393 αὐξηθεν
εἶναι δοκοῦν αὔξεται καὶ παραμένει : οὕτω δὲ πάλιν ταχέως αὐξηθὲν τὸ ἀγαθὸν ἀφανίζεται ἀηδεῖ τινι γνώμῃ καὶ πείρᾳ σεσεισμένον
Τελεῖ ταῦτα ὁ θεός : τὸ γὰρ παιδίον ἐκεῖνο δὴ αὐξηθὲν γίγνεται Κλεόβουλος ὁ ὡραιότατος , καὶ ἀντὶ μικρᾶς ἀρᾶς
4917368 ἀνεμποδιστως
χωρίον ἐπεισάγων , κἀκεῖθεν ἐπαναδραμεῖν εἰς τὴν διασκευὴν δύνασαι πάλιν ἀνεμποδίστως . Ἐπειδὴ οὖν καὶ περὶ τῶν ἐπιχειρημάτων καὶ περὶ
δὲ οἴονται διὰ τῆς γυμνητείας αὐτῶν παρίστασθαι τὸ εὐλύτως καὶ ἀνεμποδίστως δεῖν ἔχειν πρὸς τὸ χαρίζεσθαι . λέγονται δ '
4897960 ἀφερτος
. βιᾶται δ ' ἁ τάλαινα πειθώ , προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας . ἄκος δὲ πᾶν μάταιον . οὐκ ἐκρύφθη
ἀθλία . προβουλόπαις ] ἡ προβουλευομένη πλουτῆσαι τοὺς παῖδας . ἄφερτος ] ἀφόρητος . Ἡ θεραπεία τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν διάδηλος
4893789 ἀχαλινων
' ἐκολάζετο χρόνῳ . ἀδράστεια αὐτῷ Νέμεσις τιμωρὸς ὑπερόγκων καὶ ἀχαλίνων λόγων ἠκολούθησεν . ἐπεὶ δ ' ἀνεφρόνησε καὶ τὸ
κισσοφόροις δ ' ἐν θαλίαις ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλληι . ἀχαλίνων στομάτων ἀνόμου τ ' ἀφροσύνας τὸ τέλος δυστυχία :
4862947 ἐκτρεποντες
. ἐκτρέποντες ] ἀποδιώκοντες . Ξ ἐκτρέποντες ] ἐκβαλόντες . ἐκτρέποντες ] ἐκτοπίζοντες , ἀποφέροντες . θ γᾶς ] ἡμῶν
ἐλθόντας ἐνταῦθα ἐξ ἀλλοδαπῆς . ἐκτρέποντες ] ἀποδιώκοντες . Ξ ἐκτρέποντες ] ἐκβαλόντες . ἐκτρέποντες ] ἐκτοπίζοντες , ἀποφέροντες .
4860506 αὐτοτελεις
ἕνωσιν φαίνεται δεηθείς . πρὸς ὃν ῥητέον ὅτι δύο μὲν αὐτοτελεῖς ἀποφάνσεις συμπλακῆναι ἀλλήλαις πρὸς ἑνὸς λόγου γένεσιν συνδέσμου χωρὶς
λαμβάνειν , οἱ πλεῖστοι μὲν ἑνὸς ἔθνους ἢ μιᾶς πόλεως αὐτοτελεῖς πολέμους ἀνέγραψαν , ὀλίγοι δ ' ἀπὸ τῶν ἀρχαίων
4854855 ἐπαρσις
πᾶν τὸ ἐζυμωμένον ἐπαίρεται : χαρὰ δὲ ψυχῆς ἐστιν εὔλογος ἔπαρσις : ἐπ ' οὐδενὶ δὲ τῶν ὄντων μᾶλλον χαίρειν
: φυλακή . Εἰρχθῆναι : φυλακισθῆναι . Ὀφρῦς : ἡ ἔπαρσις . Ἄθρους : ὁμοῦ . Ἀάπτους : ἀπροσπελάστους .
4819576 ἐρωτικης
ἐξ ἀπεψίας τροφῶν ἢ πολυοινίας ἢ ψυγμῶν ἢ βαλανείων ἢ ἐρωτικῆς τινος ἀφορμῆς ἢ ἀκαίρων δαπανῶν κακοπραγίας . Τῷ δὲ
περὶ τὸν Ἔρωτα καὶ πᾶν τὸ τῶν ἐρωτικῶν ἐπιστολῶν γένος ἐρωτικῆς τινος διὰ λόγου ποιήσεώς ἐστιν . τοσαῦτα τοῦ Μασουρίου
4812260 ὑπερβολαν
ἐν τοῖς πρακτοῖς . ἁ δ ' εὐτυχία καὶ τὰν ὑπερβολὰν ἐπιδέχεται καὶ τὰν μῄωσιν . ὑπερβάλλοισα δὲ γεννᾷ τινας
δὲ λόγος ωὑτός , θείας τε ἐάσσας καὶ δι ' ὑπερβολὰν λαμπρότατος δυσοράτω , αἰ μὴ τοῖς γνασίοις : μαρμαρυγαί
4807126 παραστημα
. λῆμα μὲν γάρ ἐστι δι ' ἑνὸς μ τὸ παράστημα τῆς ⌊ ψυχῆς ⌋ , λῆμμα δὲ διὰ δύο
οἱ παλαιοὶ ὡρίσαντο οὕτως : θάρσος ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν
4769907 λυμας
γεγονότα πήματα ] ἤγουν τιμωρίας , βλάβας λύματα ] ἤγουν λύμας , βλάβας δείματ ' ] φοβήματα ἀμφήκει ] διστόμῳ
πέφυκεν ἀρετάς , καὶ καθ ' ἑκούσιον γνώμην ἐνδεδεγμένοι τὰς λύμας , ὅμως ἱερουργεῖν τολμῶσι νομίζοντες τὸν τοῦ θεοῦ ὀφθαλμὸν
4768863 λειτουργος
υἱοῖς θεοῦ ; οὐχὶ ἐγὼ Ἰσραὴλ ὁ ἐν προσώπῳ θεοῦ λειτουργὸς πρῶτος , καὶ ἐπεκαλεσάμην ἐν ὀνόματι ἀσβέστῳ τὸν θεόν
γίνεται τότε ἄνθρωπος , δῆλον ὅτι οὐδὲ θεός , ἀλλὰ λειτουργὸς θεοῦ , κατὰ μὲν τὸ θνητὸν γενέσει , κατὰ
4766104 ὀλεθριας
ψυχρὸν ἀρρώστημα . τοῦτο τὸ σημεῖόν ἐστι καὶ σημεῖον φρενίτιδος ὀλεθρίας καὶ λοιμώδους ἀρρωστήματος καὶ ἀξιολόγων ἐμφράξεων . σημεῖον μετρίου
ποιοῦσιν . ἔμαθον τάδε , ὦ Προμηθεῦ , τὰς σὰς ὀλεθρίας τύχας θεασαμένη . . οὔποτε ] ὃν ὁ Ζεὺς
4760074 τερψις
μέν , οἷς ἐπόνουν , ἐτρέφοντο : τοῖς δὲ ἡ τέρψις ἐτελεύτα πρὸς ἔνδειαν . οὕτως νεότης πονεῖν οὐκ ἐθέλουσα
ἐτὸς ἰξευτῆρι ἄγρη νόσφι πόνοιο : πόνῳ δ ' ἅμα τέρψις ὀπηδεῖ μούνη , καὶ φόνος οὔτις : ἀναίμακτοι δὲ
4740667 μωριας
τε καὶ τοῦ λεγομένου τότε εὐνούχου , καταφρονήσαντος τῆς Καμβύσου μωρίας . Λέγεται δὴ ταῦτά γε , καὶ ἔοικεν σχεδὸν
ἤ τι τοιοῦτο . τὸ δ ' ἐμὲ : Οὐ μωρίας πλέων . . 〛 ἀποσποδῆσαι : Ἀντὶ τοῦ ἀφανίσαι
4732156 δακους
εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . ἐχθίστου ] μισητοῦ τῇ πόλει . δάκους ] παντὸς θηρίου ὥσπερ ἐπώνυμόν ἐστι τὸ δάκος :
, τὸν μυθοπλάστην ἐξυλακτήσει γόον , ἀρὰς τετικὼς τοῦ τυφλωθέντος δάκους . οὔπω μάλ ' , οὔπω , μὴ τοσόσδ
4720037 μεριμνα
: Χαρᾶς γὰρ ἣν δίδωσιν ἐν πέμπτῳ τόπῳ Ἔστι τέλος μέριμνα καὶ λύπης βάρος . Ἕκτος δὲ δηλοῖ ποικιλοτρόπους νόσους
σχολάζει τοῖς πόνοις . ἀσχολία δὲ ἡ φροντὶς καὶ ἡ μέριμνα . μεθῆκε τόδε τὸ πρᾶγμα , ὃ ταῖς χερσὶ
4715503 κατορθωσιν
τι λαμβάνει τῷ ἀριθμῷ περὶ οὗ σκοπεῖ καὶ μελετᾷ τὴν κατόρθωσιν , ὁ δὲ νοῦς καθόλου αἰεί , τὸ δὲ
Τῇ δὲ Σελήνῃ ἐπιμερίζων ἐπὶ ἡμερινῆς γενέσεως ἐπὶ ἀνατολῆς φερομένῃ κατόρθωσιν τῶν πραγμάτων καὶ ἀποφυγὴν τῶν κακῶν ἀπεργάζεται καὶ πρᾶξιν
4706069 βιοτας
' , ὦ παντλάμων , ὦ δυστάνου , μᾶτερ , βιοτᾶς , οἵαν οἵαν αὖ σοι λώβαν † ἐχθίσταν ἀρρήταν
Ὑγίεια βροτοῖσι πρεσβίστα μακάρων , μετὰ σεῦ ναίοιμι τὸ λειπόμενον βιοτᾶς , σὺ δέ μοι πρόφρων ξυνείης : εἰ γάρ
4705315 πενω
Ἐπαφρόδιτος . Πόνος . ἐπὶ τοῦ πολέμου , ἀπὸ τοῦ πένω . Πότμος . ὁ θάνατος , καὶ ἡ ἐσχάτη
, ἐπὶ γὰρ τοῦ ὀργίζομαι διὰ τῆς αι διφθόγγου : πένω : ψένω τὸ τύπτω : φένω τὸ φονεύω ,
4698155 εὐχαριστω
ἠγόρασα . “ ἡ δὲ γυνὴ τοῦ Ξάνθου : ” εὐχαριστῶ σοι , κυρία Ἀφροδίτη . μεγάλη ἦς : ἀληθινά
, ἀφ ' ὑμῶν εἰς ὑμᾶς χωρεῖ ἡ εὐλογία . εὐχαριστῶ σοι , πάτερ , ἐνέργεια τῶν δυνάμεων . εὐχαριστῶ
4697341 ἐτητυμως
Ϙγʹ , ὧν τελευταῖος : ἥξω διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ ' ἐτητύμως . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι
ἔργον ἄτρυτον λῆμα ἄφιμος ἵππος γνώσῃ δὲ τέχνην τὴν ἐμὴν ἐτητύμως ἀψευδόμαντιν οὖσαν τὸν πλησσόμενον ἐμβριθῆ νοῦν ? – ˘
4696263 χρημ
δίκην ἀνοίσομεν . εἰ τῶν κρατούντων ἀδικίαις ὀλούμεθα ; τί χρῆμ ' ἀνερμήνευτα δυσθυμῆι , γύναι ; οὐδέν : μεθῆκα
χὠ μὲν σκυθράζει , δεσπότης δ ' ἀνιστορεῖ : Τί χρῆμ ' ἀθυμεῖς ; Ὦ ξέν ' , ὀρρωδῶ τινα
4695986 ἀποπληξιαν
ταῖϲ χρωμέναιϲ γυναιξὶ γίγνεται , ποτὲ μὲν εἰϲ ἐπιληψίαν ἢ ἀποπληξίαν ἢ καταφορὰν ἢ κάρον ἐμπιπτούϲαιϲ , ἔϲτι δὲ ὅτε
ἁλείας . ἐσθιόμενον δὲ τὸ στρουθίον ὀπτὸν σὺν τοῖς πτεροῖς ἀποπληξίαν καὶ μανίαν ἰᾶται . ἐν οἴκῳ δὲ κείμενον μάχας
4695161 παρῃρηται
καὶ μακρὸς καὶ τὸ καθ ' ἡμέραν τὴν ἅλωσιν προσδοκᾶν παρῄρηται τὴν ἀκριβῆ τούτων αἴσθησιν τῶν δεινῶν : τὸ δὲ
Ἕκτορος ἀσπὶς ᾖ . κομψῶς δὲ ταῦτα πάντα πεποίηκε , παρῄρηται δὲ τὸ τραγικὸν κατασκεύασμα . εἰ γὰρ παρῆν ἡ
4693681 δεδορκα
ἀκοὴν ἀντὶ τῆς ὁράσεως . Ξ δέδορκα ] ἀκούω . δέδορκα ] αἰσθάνομαι . δέδορκα ] εἰς νοῦν λαμβάνω .
δέδορκα ] αἰσθάνομαι . δέδορκα ] εἰς νοῦν λαμβάνω . δέδορκα ] κατανοῶ τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . δέδορκα ]
4690565 ἀπονευειν
ταραχὴν ἢ παρὰ τὴν εἰς πλείω διαίρεσιν ἢ παρὰ τὸ ἀπονεύειν . οὕτω προειληφὼς φαίνεται σχεδόν τι πάσας τὰς αἰτιολογίας
εὐθὺ φέροι τὴν ναῦν , ἀλλὰ μὴ εἰς τὰ πλάγια ἀπονεύειν ἐῷ , ἡ τετάρτη ἂν εἴη αὕτη εἰκὼν καὶ
4688867 φευ
. . ἂ ἄ , ἔα ἔα ] φεῦ φεῦ φεῦ φεῦ . . τὸ ἆ κλητικὸν ἐπίρρημά ἐστιν ,
καὶ ἀντὶ τοῦ ὑπῆρχεν . ἀπεννέπω ] ἀπαγορεύω . . φεῦ φεῦ ] διαιρεῖται ὁ χορὸς τῶν γυναικῶν , καὶ
4686573 οἰμοι
ἡδόμεσθ ' ἀγῶνι δυστυχεῖ δόμοις δισσῶν ἀδελφῶν μόρον ἀκούοντες σέθεν οἴμοι τὸ πᾶν δῆτ ' ἐσφάλημεν ἐλπίδων ται μέγα τείσασθε
τοῦ ἀπό τινος ἐσθίειν , ὡς Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει μου τὴν
4682196 ἑκαστ
τίπτέ μοι ἠθείη κεφαλὴ δεῦρ ' εἰλήλουθας καί μοι ταῦτα ἕκαστ ' ἐπιτέλλεαι ; αὐτὰρ ἐγώ τοι πάντα μάλ '
τὰς τοῦ Φιλίππου , καὶ τοὺς καιροὺς ἐφ ' ὧν ἕκαστ ' ἐξηπάτησθ ' ὑπομνήσω , ἵν ' εἰδῆθ '
4675417 οἰκειακας
καὶ βλάβας καὶ ἀσθενείας καὶ βρόχους καὶ ὠταλγίας ποιήσει καὶ οἰκειακὰς λύπας χάριν θρεπτῶν , εἰς δὲ μεσιτείας καὶ κοινωνίας
εἴη ἡ Ἀφροδίτη ὑπὸ κακοποιῶν θεωρουμένη ποιεῖ στομαχικὰς νόσους καὶ οἰκειακὰς λύπας , ὁ δὲ χρόνος νοσώδης καὶ ἀηδὴς ἔσται
4664938 φιλονεικια
τοῦ παιδός , ἣν ἐποίησεν ἥ τινων παρ ' ὑμῖν φιλονεικία . τὰ δ ' ἀπὸ τῆς πληγῆς ἐκείνης δάκρυα
ἐπήγειρε δὲ μᾶλλον αὐτὸν καὶ διαπρεπέστερον ἐποίησεν ἡ πρὸς βασιλέα φιλονεικία καὶ τὸ δεῖξαι θέλειν ὅτι οὐκ ἦν εὐκαταφρόνητος ,
4664003 ἀμπλακηματων
ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί : ἔπειτα μήτηρ
τὸ Δῖον , Ἡφαίστου δὲ χείρ . ποινὰς δὲ ποίων ἀμπλακημάτων τίνεις ; τοσοῦτον ἀρκῶ σοι σαφηνίσας μόνον . καὶ
4660105 ἐπερχεται
: οὐ γὰρ ὑπὸ μαντοσύνῃ ἀλλάσσεσθαι ὁκόσα τῇσι μοίρῃσι δοκέοντα ἐπέρχεται . Ἐγὼ δὲ πρὸς τάδε ἄμφω ἐκεῖνα ἔχω εἰπεῖν
Ἀγρομένοισι : ἀθροιζομένοις . παρασχεδόν : πλησίον . ἵσταται : ἐπέρχεται . Εὐλιπέες : λιπαροὶ , πιμελώδεις . τελέθωσι :
4659223 λημ
Τέθνηκεν ἡ τάλαινα ; Μηκέτ ' ἐκφοβοῦ μητρῷον ὥς σε λῆμ ' ἀτιμάσει ποτέ . ˘ – ˘ – ˘
τόνδε , καὶ γήρᾳ βαρύς . Ἰὼ τάλας . Ὅσον λῆμ ' ἔχων ἀφίκου , ξέν ' , εἰ τάδε
4659139 αἰσχροκερδεια
. πολὺ γὰρ ηὔξηται ἐν αὐτοῖς ἡ ἀδικία τε καὶ αἰσχροκέρδεια . ὁ δὲ Οἰδίπους [ δι ' ἐκπώματα ]
μισθοφορία , μισθοδοσία , πρᾶσις , ἀπόδοσις ἀπεμπόλησις , φιλοκέρδεια αἰσχροκέρδεια . ὁ δ ' ἐναντίος ἄδωρος , ἀδωροδόκητος ,
4658875 φιλαρχιαν
τὸν θρίαμβον αἰτῆσαι . Κικέρων μὲν δὴ τούτοις ἐπαρθεὶς διὰ φιλαρχίαν , ἔλεγεν αἰσθέσθαι σπονδῶν ἐν τοῖς ἔξω στρατηγοῖς ὑπονοουμένων
χρηστὸς ἀρχῇ κοσμηθεὶς μεγάλῃ , ἀλλ ' ἐξέπεσε τελευτῶν εἰς φιλαρχίαν ἀπαραχώρητον ὑπὸ μεγέθους ἐξουσίας διαφθαρεὶς καὶ ὀλίγου ἐδέησεν ἐπὶ
4648936 ματαιας
τ τὸ σ προσμερίζωμεν , τίς χρεία τῆς πολλῆς καὶ ματαίας παρὰ τοῖς γραμματικοῖς περὶ τούτων μωρολογίας ; Κεφαλαιωδέστερον δὴ
δὲ λευκῶν λεγομένων λαχάνων γογγύλη μὲν καὶ βουνιὰς καὶ κολοκύντη ματαίας ἐλπίδας σημαίνουσιν : ἔστι γὰρ πάντα ὄγκος ἄτροφος :
4644301 τειν
. Ἐχρῆν δὴ λογίσασθαι ὡς οὐκ ἔστι δυνατὸν προτάτ - τειν ἁπάντων ὄγκον , ἀλλὰ τὸ ἄογκον καὶ τὸ ἕν
οὔτε ἐπὶ βωμοῦ καίειν αὐτοὺς οὔτε ἐν ἰπνοῖς φυλάτ - τειν , ἀλλ ' ὥσπερ τὰς αὐγάς , αἳ ἐξ
4643890 ἐπιρρεουσης
ὑποπτεύσωμεν εἶναι περὶ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ ὅλον σῶμα : ἐπιρρεούσης γὰρ τῆς ὕλης καὶ τῶν τόπων ῥευματιζομένων τῶν ἀποκρουστικῶν
καὶ ἧττον ἐνοχλοῦντα τὸν ἄνθρωπον . ἀεὶ δ ' ἀλλοτρίας ἐπιρρεούσης ὕλης ταῦτα συνίστασθαι εἴωθε κατὰ τὰς διεξόδους τοῦ πνεύματος
4643227 υμ
] [ τος ] δε ? [ ου ] [ υμ ] ? ? [ ] . ? τῶν ἀλγηδόνων
αμ [ [ ] αλτ ? ? [ [ ] υμ [ [ ] αχνβ ? ? [ ! ]
4642144 θερμαινω
αἰτίαν τοῦτο πράττει , ἔφη : ” τὰς χεῖρας μου θερμαίνω ἐκ τοῦ κρύους . ” μετὰ μικρὸν δὲ ἐδέσματος
ὡς Πάτροκλος Ἀχιλλέως . θέρεσθαι θερμαίνεσθαι , καὶ τὸ θερέω θερμαίνω . ἀφ ' οὗ καὶ θέρος , καθ '
4641636 εἰδηι
, φάσγανον δὲ πρὸς δέρηι βαλόντες ἡσυχάζεθ ' , ὡς εἰδῆι τόδε Μενέλαος , οὕνεκ ' ἄνδρας , οὐ Φρύγας
ἀτὰρ κακόν γε χἀτέρωι γενήσομαι θανοῦς ' , ἵν ' εἰδῆι μὴ ' πὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψηλὸς εἶναι :
4641365 Προμηθευ
. . . ἐπιβαίνοντας . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ † λεύσσω Προμηθεῦ : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη . τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς
οὐκ ἀκούσαις καὶ μὴ βουλομέναις ἡμῖν τοῦτο εἶπας , ὦ Προμηθεῦ , δηλονότι τὸ , ἔλθετε καὶ ἀκούσατε , ἵνα
4638204 ἐλεος
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
4633514 τλημον
ἀνταποδίδως ταύτην τὴν τιμωρίαν ; τίνος ἕνεκα τιμωρῇ ; . τλῆμον ] ἄθλιε διὰ τὰ παρόντα . τοῦ δίκην πάσχεις
πέσῃ . ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ ' ὡς θανουμένη . ὦ τλῆμον , οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου . ἅπαξ ἔτ '
4632507 δυσμαθης
, ἄπελθε . ἄγροικος ] ἀπαίδευτος , ἀνόητος . . δυσμαθής ] ἀργός , δυσκίνητος , δυσκόλως ⌈ μανθάνειν .
παραλείψεις , ὡς ἐγᾦμαι . Τὸ ποῖον ; Εὐμαθὴς ἢ δυσμαθής . ἢ προσδοκᾷς ποτέ τινά τι ἱκανῶς ἂν στέρξαι
4631318 κραινει
πραπίδων διῆλθε φροντίς , εἴτε τύχα εἴτε δαίμων τὰ βρότεια κραίνει , παρά τ ' ἐλπίδα καὶ παρὰ δίκαν †
' εὐγενὲς καὶ τὸ δυσγενές : νόμῳ δὲ γαῦρον αὐτὸ κραίνει χρόνος . τὸ φρόνιμον εὐγένεια καὶ τὸ συνετὸν ὁ
4626329 πειρωμαι
προελθόντες ἑαυτοὺς ἠξίωσαν , τούτων τοι καὶ ἐμαυτὸν ἁμωσγέπως ἕνα πειρῶμαι ἀριθμεῖν καὶ ἐθέλω , δῆλον ὡς ἀμείνων ἐμαυτῷ σύμβουλός
αὐτῶν οὐδέποτε τὰ αὐτὰ λέγεις . Ἀμέλει , ἔφη , πειρῶμαι καινόν τι λέγειν ἀεί . Πότερον , ἔφη ,
4624293 ἀση
φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν :
ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός
4608299 μορτος
τὸ μερίζω , οἷον : ἥμισυ μείρετο τιμῆς , γίνεται μορτός καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν τοῦ ρ καὶ τροπῇ τοῦ
ἄνθρωπος : παρὰ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται μορτός καὶ , εἰς β βροτός , ὁ μεμερισμένην ἔχων
4606555 ἀνθρωπινος
, ὅτι ἐκ μὲν τοῦ πράως τὰ δυσχερῆ φέρειν ὁ ἀνθρώπινος τρόπος εὐλόγιστος ἀναφαίνεται καὶ πρὸς τὸ παρὸν ἐπελαφρύνων τὰ
ἔξω σώματος πάντῃ καὶ γενέσεως , ὁ δὲ λόγος ὁ ἀνθρώπινος μετὰ τούτων ἐστίν , ἔστ ' ἂν ἡ ψυχὴ
4598640 ἀλογω
τιθέμενοι τὸ ἐπιστρέφεσθαι τῶν θεῶν . Ἀλέγω τὸ φροντίζω , ἀλογῶ δὲ τὸ καταφρονῶ . . ΚΑΤΑΦΡΑΖΕΣΘΕ . Βουλεύεσθε ,
καὶ περισπᾶται , εἰ μὴ ἐν προθέσει συντεθῇ . οἷον ἀλογῶ πολυλογῶ κακολογῶ μακρολογῶ . πρόσκειται εἰ μὴ ἐν προθέσει
4592758 ἐπαρσεως
ἀνωμάλου κινήσεως μετὰ πυκνότητος , ἐν ἀκμῇ δὲ σφοδροτάτης μετὰ ἐπάρσεως καὶ τάχους ὑπερβάλλοντος . κατὰ δὲ τοὺς νεωτέρους ἡ
λόγος . ἀντὶ τοῦ κενόδοξος καὶ οἰήσεως γέμων φρονήματος ] ἐπάρσεως πλέως ] πεπληρωμένος ὁ μῦθος ] ὁ λόγος τούτου
4591162 κορου
ἐκείνοις ἡδύ ἐστιν αὐτὸ καθ ' ἡμέραν καὶ πέρα τοῦ κόρου ἐσθίειν τούτων , ἀλλὰ ἴδοις ἂν αὐτοὺς οὕτω λαχάνων
ἄχρι κόρου ἐκεῖνος ἀναίσθητος ἐστίν : καί : οὗτος ἄχρι κόρου ἐφενάκισεν . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν
4590490 Κακη
σκιαί : ἐπὶ τῶν φοβουμένων τὰ μὴ ἄξια φόβου . Κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δειλαῖαι φρένες : Κατὰ
χρεώστην , ἐὰν δὲ ᾖ λειψίφως ἡ Σελήνη ἐναντίως . Κακὴ δὲ ἡ Σελήνη ἐν τοῖς συνδέσμοις ἢ ἐν τῷ
4585205 δυσαρεστον
βραχὺ νεκρούμενον καὶ ἀποσβεννύμενον : ἐνδιαίτημα τῇ ψυχῇ ἀχρειότερον , δυσάρεστον , δύστηνον , δύσεργον , οὐκ ὄμβρων ἀνεχόμενον ,
καὶ δίδωσί μοι τοῦτο ἔμπροσθεν στοχάζεσθαι τὸ παλίμβολόν σου καὶ δυσάρεστον τῆς νόσου : τάχα δ ' εἰς θαλάμους :
4583712 ἐπιλυπον
ὕπαυγος μόχθους καὶ λύπας ἐπάγει χάριν γυναικός , καὶ ἀγγελίαν ἐπίλυπον καὶ οἰκείας ἀηδίας ἀπεργάζεται . Ἑρμῆς δὲ Ἡλίῳ ἐπιμερίζων
δόξαν κληρονομίαν κατηγορίαν φυγαδείαν ἢ πάλιν ἀρχὴν ἐπίσημον , πένθος ἐπίλυπον , ἀσθένειαν καὶ πάλιν ἡγεμονίαν , περίκτησιν βίου ,
4582952 ἀποπληξιαϲ
. ιζʹ . Περὶ τῶν ἐρώντων . ιηʹ . Περὶ ἀποπληξίαϲ καὶ ἡμιπληγίαϲ ἤτοι παραλύϲεωϲ . ιθʹ . Περὶ ϲπαϲμῶν
ἐπιπίπτουϲα . Περὶ ἀποπληξίαϲ ἐκ τῶν Ἀρχιγένουϲ . τὸ τῆϲ ἀποπληξίαϲ πάθοϲ μέγα τέ ἐϲτι τῇ φύϲει καὶ δεινῶϲ ὀξὺ
4582117 ἐπιφανουϲ
ἐμψύχει καὶ ἀποκρούεται . ἡ δὲ τοῦ ῥυπτικοῦ μετέχουϲα χωρὶϲ ἐπιφανοῦϲ θερμότητοϲ ξηραίνει ἀδήκτωϲ , ἡ δὲ ἐπὶ πλέον τὸ
τὸ μέγεθοϲ τῆϲ ὀδύνηϲ καὶ ὅτι μετὰ θερμότητοϲ τῶν φλεγμαινόντων ἐπιφανοῦϲ ϲυνίϲταται , ϲυνεξαίρων εἰϲ ὄγκον τοὺϲ μῦϲ , οὐδ
4579797 δυστυχια
' ] ἐν ἄλλῳ καιρῷ ἄλλον ] ἄνθρωπον πημονὴ ] δυστυχία προσιζάνει ] προσέρχεται , προσκάθηται [ ] . σύστημα
ἀντὶ τοῦ οὐκ ὀδύρομαι : ἀλλὰ ἡ τοῦ ἀποθανεῖν μοι δυστυχία βελτίων ἐφάνη τοῦ ζῆν ἀτίμως . τοῦτο δὲ λέγει
4578411 αὐξιφωτος
Σελήνη λαμβάνουσα τοὺς χρόνους ἐπὶ νυκτερινῆς γενέσεως ἐπίκεντρος οὖσα καὶ αὐξίφωτος ἀγαθὴ καὶ ἔμπρακτος καὶ ξενιτείας ἀγαθὰς παρέχει καὶ συστάσεις
ἐκφεύξεται τὰ φαῦλα . Σελήνη Ἄρει ἐπιμερίζουσα ἐπὶ νυκτερινῆς γενέσεως αὐξίφωτος οὖσα ἀγαθὴ καὶ ἔμπρακτός ἐστιν ἐν συστάσει , καὶ
4566013 ἐρεθισμος
βίῳ ἥδιστα τοῦτο ποιῶν . [ Οὕτως ὁ τῆς βασκανίας ἐρεθισμὸς μανικοὺς καὶ ἐξεστηκότας ἀνθρώπους τοῖς ἤθεσι ποιεῖ . ]
κίνησις , μανία . Οἶστρος : ἔρως , μανία , ἐρεθισμὸς , κυρίως δ ' οἶστρός ἐστι ζωΰφιον ἐμφυόμενον ταῖς
4565712 ἀκλινους
δὲ ὡς ἄνευ τῆς οἰκείας βλάβης προεστώσης τῶν ἐγκοσμίων καὶ ἀκλινοῦς μενούσης πρὸς τὰ δεύτερα : ἐξ ἀκηράτων γὰρ γενῶν
γὰρ ἡ τῶν στοιχείων μεταβολή , τὸ δ ' ἰσοκρατὲς ἀκλινοῦς βεβαιότητος καὶ ἀσαλεύτου μονῆς αἴτιον . ἅτε μήτε πλεονεκτοῦν
4562610 τεκμαρ
δ ' ἄμυδις πυρσοῖο σέλας προπάροιθεν ἰδόντες τό σφιν παρθενικὴ τέκμαρ μετιοῦσιν ἄειρεν , Κολχίδος ἀγχόθι νηὸς ἑὴν παρὰ νῆα
τις ποιῆσαι , καὶ ἐλπίζει τοῦτο τελέσαι . θεὸς ἅπαν τέκμαρ καὶ σημεῖον ἀνύεται καὶ τελειοῖ ἐπὶ ταῖς ἐλπίδεσσι :
4559900 ὠκεια
– – – – κρυερὸν γὰρ οὐκ ἄλυξεν μόρον , ὠκεῖα δέ νιν φλὸξ κατεδαίσατο δαλοῦ περθομένου ματρὸς ὑπ '
δράματι ἔδειξε Πλευρωνίαις : κρυερὸν γὰρ οὐκ ἤλυξεν μόρον , ὠκεῖα δέ νιν φλὸξ κατεδαίσατο , δαλοῦ περθομένου ματρὸς ὑπ
4557714 φα
ὅτι ὁ Ἀπολλώνιος οὔ φησιν ἄλλο μ προσλαμβάνειν τὸν εἰς φα , ἢ γ τὸν εἰς χα , ἀλλὰ κατὰ
] αις ζῆν ? [ ] δοις [ ] . φα ? ? [ ] . # [ ] Ἄξιον
4555426 πονου
τέϲϲαρα , εἰ δὲ θηλυκὰ εἴη , τέϲϲαρα , δίχα πόνου , μηδὲν ἀποκρίνοντα , εἰ μὴ βιαίωϲ ἀποϲπᾶϲθαι τὸ
ἀμφιδεξίοις χερσί οὔπω τις Ἀκταίων ' ἄθηρος ἡμέρα κενόν , πόνου πλουτοῦντ ' , ἔπεμψεν ἐς δόμους † άδων ταῖς
4549287 ἀμεταβλητος
καὶ ἀνώλεθρον ἂν εἴη : ἀσώματος γάρ ἐστιν οὐσία , ἀμετάβλητος κατὰ τὴν ὑπόστασιν καὶ νοητὴ καὶ ἀειδὴς καὶ μονοειδής
ταῦτα ὁ νοῦς ὁ πρακτικὸς γινώσκει , ἀδιαίρετός τε καὶ ἀμετάβλητος . ὅταν δὲ αὐτὸς πρὸς ἑαυτὸν ἐπιστρεφόμενος καὶ κατὰ
4546145 παρατροπη
ἀπατώμενοι ἑνόϲ : ἑνὸϲ δὲ ἐπὶ πολὺ παρατραπέντοϲ ϲπονδύλου μεγάλη παρατροπὴ οὐ περιφερήϲ , γωνιωτὴν δὲ ποιεῖται τὴν τῆϲ ῥάχεωϲ
μόνον ἠδίκηται , τῆϲ δὲ μέϲηϲ κοιλίαϲ τοῦ ἐγκεφάλου βλαβείϲηϲ παρατροπὴ γίγνεται τοῦ λογιϲτικοῦ , τοῦ δὲ κατὰ τὸ ἰνίον
4543852 ὀκνον
ἀπειροκάλως ἡμᾶς καὶ μειρακιωδῶς ὅπλοις ἐπιχειρεῖν . εἰ γὰρ λογισμὸς ὄκνον εἴωθε φέρειν , ἀνδρῶν ἐστιν ἀπείρων θρασύνεσθαι καὶ πολέμοις
κορήσεις τὰ ἀγγεῖα . τῆς τε γὰρ κόπρου τὸ δυσῶδες ὄκνον αὐταῖς προσφέρει , καὶ τὰ ἀράχνια ἐμποδίζει . εἰ
4538936 ἀνηκοος
, οἳ ἐπ ' αὐτοὺς ἥκουσιν , ἐγὼ δ ' ἀνήκοος τοῦ λόγου φεύγοιμί σε καὶ ἀποκινδυνεύοιμί σου , μήπω
τῶν κακῶν ὦ Ζεῦ φύλαξ ὡς ἄπολις ὄλωλεν τὰ στέγη ἀνήκοος εἶ τῆς ἐμῆς ἄτης τὸ δὲ ὄνομα τῆς πόλεως
4537263 ἠμελησας
Ἄνανδρε καὶ δειλέ , πόσον ἐβράδυνας ἐρῶν χρόνον ; πόσον ἠμέλησας ; ἀπὸ τῶν ἐμαυτῆς κακῶν ἃ πέπονθας οἶδα .
δόντος παραδείγματα καθ ' ἃ δέοι ἀποκρίνεσθαι , τούτου μὲν ἠμέλησας , λέγεις δέ μοι ὅτι ἀρετή ἐστιν οἷόν τ
4535211 σωματοειδους
, τὸ δὲ συμμιγνύμενον πρὸς τὸ ἀλόγιστον καὶ σκοτεινὸν τοῦ σωματοειδοῦς καὶ ὑλικοῦ πληροῦται πολλῆς ἀγνωσίας : ὅθεν οὐδέποτε τὴν
” ἀντὶ τοῦ οὐκ ἐδύνατο . θέμις ἐπὶ μὲν τῆς σωματοειδοῦς “ Ζεὺς δὲ Θέμιστα κέλευσε θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι ,
4529457 στονον
] οἴκοθεν στενάζουσα , αὐτοβλαβής . . ἐν ἑαυτῷ τὸν στόνον ἔχων . ὁ δὲ γόος , φησὶν , αὐτοπήμων
, οὐδέ τιν ' ἐγχώρων κακογείτονα , παρ ' ᾧ στόνον ἀντίτυπον τὸν βαρυβρῶτ ' ἀποκλαύσειεν αἱματηρόν : οὐδ '
4528617 ἀνυσιν
μέλλων τεθνήξεσθαι ὑπὸ τῶν Ἀργοναυτῶν . ἀμοιβαδίς : ἐνηλλαγμένως . ἄνυσιν : τόν τε πλοῦν καὶ ἐφ ' ἣν πρᾶξιν
τοῦ προσεδέχοντο . πείρατα : ἃ δεῖ αὐτοὺς διαπερᾶσαι . ἄνυσιν δέ , ἀστείως καὶ καιρίως ταύτῃ τῇ λέξει ἐχρήσατο
4526321 στοχαζεται
- λοιτο ; φησὶ γὰρ δή που διαβάλλων αὐτὴν ὅτι στοχάζεται καὶ προάγει τοὺς λόγους οὕτως ὅπως ἂν στοχάζηται .
πλὴν ὅσον μαντικὴ μὲν ἀπήλλακται στοχασαμένη , ῥητορικὴ δὲ οὐ στοχάζεται μόνον τῶν πραγμάτων , ἀλλὰ καὶ πράττει διὰ τῶν
4525416 εἰσιδουσῃ
. . νέφος λύπης . προσῇξε ] προσῆλθε . . εἰσιδούσῃ ] καὶ εἰσιδούσῃ τὸ ση η , καὶ εἰσιδοῦσι
λύπης . προσῇξε ] προσῆλθε . . εἰσιδούσῃ ] καὶ εἰσιδούσῃ τὸ ση η , καὶ εἰσιδοῦσι τὸ σι ι
4522795 στενοχωριας
εἶδος εἰπεῖν ἄξιον . Ἀπάγξασθαι καὶ ἑαυτὸν ἀναρτῆσαι θλίψεις καὶ στενοχωρίας σημαίνει διὰ τὸ συμβαῖνον τοῖς ἀπαγχομένοις , καὶ προσέτι
τε κράσει καὶ διαπλάσει διαφορὰς σκοποίης , εὐρύτητάς τε καὶ στενοχωρίας τοῦ φλεβώδους γένους , πολλὰ ἂν αἰτιάσαιο τὸ φυσικὸν
4522497 λειψιφαης
καὶ κινδύνους περὶ τὴν ζωὴν ποιήσει . Σελήνη Ἀφροδίτῃ ἐπιμερίζουσα λειψιφαὴς ἐπὶ νυκτὸς ἀγαθὴ καὶ ὠφέλιμος καθέστηκεν , αὐξίφως δὲ
ἀπὸ μητρὸς τοῖς ἔχουσιν ἢ θηλυκοῦ προσώπου ὠφελείας παρέξει , λειψιφαὴς δὲ οὖσα ἀτονώτερον ποιεῖ καιρόν . ἐπὶ δὲ ἡμέρας
4521820 φθονος
ἀκοὴ τούτους λυπεῖ ἢ ἄλλο τι . Κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος ὁ μὲν γὰρ βέλτιστος φθονεῖται διὰ τὰ προσόντα αὐτῷ
ἀτελής , μή που μέμψις , μή που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν
4518506 μανιαισιν
ἐὰν τὸν Ἡρακλέα ἐγκωμιάζῃ ἐπὶ τῷ τοὺς θεοὺς νενικηκέναι . μανίαισιν ὑποκρέκει : συμφωνεῖ . οἷον ἐνδόσιμόν ἐστιν . ἄλλως
† κεῖται , τὸ μητρὸς δ ' αἷμά νιν τροχηλατεῖ μανίαισιν : ὀνομάζειν γὰρ αἰδοῦμαι θεὰς Εὐμενίδας , αἳ τόνδ
4516247 ζηλους
καὶ τὰ ἤθη ἐν τοῖς ἑξῆς ἐξείργασται , ὑπονοίας , ζήλους , λοιδορίας κατ ' ἀλλήλων : τὸ ἐκλέλοιπα μέσου
τοῦτο γίνεσθαι τῆς τῶν συγγραφέων , ὅθεν οὐκ ἐντίκτουσιν ἀληθινοὺς ζήλους τοῖς ἀκούουσι οἱ μὴ δι ' αὐτῶν πεπορευμένοι τῶν
4515210 φαεος
αὐτὸν πάλιν βλέπειν . καὶ ὁ Ὀππιανὸς δὲ τὰ τέκνα φάεος φίλτερα καὶ βιότοιο λέγει . ὅτι δὲ συμβολικῶς χρὴ
Ἅιδου ἐς φάος αὐξηθὲν γενέσθαι , τὸ δὲ ἐκ τοῦ φάεος ἐς Ἅιδην μειωθὲν ἀπολέσθαι : ὀφθαλμοῖσι γὰρ πιστεύουσι μᾶλλον
4510092 ἀσθενειας
δίκαις , καὶ ὅρκους ποιήσεται καὶ ὁδοὺς καὶ βλάβας καὶ ἀσθενείας καὶ βρόχους , καὶ αὐτὸς ποιήσει πόνον καὶ οἰκειακὰς
ἀντίπαλον ἡγησάμενοι τὸν πόνον , καὶ τὰς χεῖρας ὑπ ' ἀσθενείας ὥσπερ ἀπειρηκότες ἀθληταὶ καθῆκαν , παλινδρομεῖν εἰς Αἴγυπτον ἐπὶ

Back