, οὐκ ἔνι . Ἑρμηνεία . Οὐκ εὐπόριστος ἡ τροφὴ μόχθου δίχα , Κἂν τὸ ποτὸν ἀφθόνως | ἡ φύσις
μολεῖν ] ἐλθεῖν δεῦρ ' ] ἐνταῦθα ἐκμεμόχθηκε ] μετὰ μόχθου καὶ κόπου ὑπέμεινεν φράσω ] λέξω τεκμήριον ] σημεῖον
7588553 πονου
τέϲϲαρα , εἰ δὲ θηλυκὰ εἴη , τέϲϲαρα , δίχα πόνου , μηδὲν ἀποκρίνοντα , εἰ μὴ βιαίωϲ ἀποϲπᾶϲθαι τὸ
ἀμφιδεξίοις χερσί οὔπω τις Ἀκταίων ' ἄθηρος ἡμέρα κενόν , πόνου πλουτοῦντ ' , ἔπεμψεν ἐς δόμους † άδων ταῖς
7575430 λειψιφαης
καὶ κινδύνους περὶ τὴν ζωὴν ποιήσει . Σελήνη Ἀφροδίτῃ ἐπιμερίζουσα λειψιφαὴς ἐπὶ νυκτὸς ἀγαθὴ καὶ ὠφέλιμος καθέστηκεν , αὐξίφως δὲ
ἀπὸ μητρὸς τοῖς ἔχουσιν ἢ θηλυκοῦ προσώπου ὠφελείας παρέξει , λειψιφαὴς δὲ οὖσα ἀτονώτερον ποιεῖ καιρόν . ἐπὶ δὲ ἡμέρας
7428199 αὐξιφως
Σελήνην , τὴν μὲν Σελήνην εἰς τὸν δανείζοντα ὅταν ᾖ αὐξίφως , τὸν δὲ Ἥλιον εἰς τὸν δανειζόμενον ἤτοι χρεώστην
θορύβων καὶ ἐναντιωμάτων καὶ ἐχθρῶν ἐνστάσεως περιγίνονται τῶν φαύλων , αὐξίφως δὲ ἐπὶ ἡμέρας κακὴ καὶ ἀηδής : κινδύνους γὰρ
7408628 καματου
, ἀκίχητα διώκων . ” ἀκάμαντα κατ ' ἀπόφασιν τοῦ καμάτου , ὥστε εἶναι ἀκοπίατον : “ ἠέλιον δ '
τατωμένῳ φωτί : παῦροι δ ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν . ὣς ἤνεπε : Ζεὺς δ ' ἀντίος
7406241 ἀπιστιων
θεραπεύσουσι καὶ ποιήσουσι πρᾶξίν τινα καὶ ἀναστροφὰς μετὰ μόχθου καὶ ἀπιστιῶν , πλὴν ἐπιφέρει νόσους οἰκείων χάριν δούλων ἢ τέκνων
θεραπεύσωσι καὶ ποιήσωσι πρᾶξίν τινα καὶ ἀναστροφὰς μετὰ μόχθων καὶ ἀπιστιῶν , πλὴν ἐπιφέρει νόσους χάριν οἰκείων δούλων ἢ καὶ
7075336 κοπων
ταῖϲ ξηραῖϲ κράϲεϲιν ἀφροδίϲια , φείδεϲθαι δὲ αὐτοὺϲ χρὴ μάλιϲτα κόπων τε καὶ ἐγκαύϲεων καὶ φροντίδων καὶ ἀγρυπνιῶν . αἱ
: ἔστω δὲ μὴ ἔλαττον τοῦ ἕκτου . τοὺς δὲ κόπων [ ἢ ] χάριν ἢ πόνων χρονίων ὑδρελαίῳ χρησομένους
7036057 κοπου
μακρὰν καὶ ἐρήμην ὁδὸν βαδίζοντα εἴς τι πανδοχεῖον , ὑπὸ κόπου δὲ καὶ ἄλλης παντοδαπῆς αἰτίας εἰς νόσον μακράν τε
ὅτι γυμνοὶ μᾶλλον ἂν τιτρώσκοιντο : οὕτω μᾶλλον ἡττῶνται τοῦ κόπου ἢ τῶν τραυμάτων . Τοιγάρτοι , εἶπεν , ἀφ
6935097 ἀσης
ἐστιν οὐ μόνον ἀρήγειν τοῖς δηχθεῖσιν , ἀλλὰ καὶ παντοίας ἄσης σχεδὸν ἀπαλλάττειν ἐστὶ ῥάμνος ἀνθρώπους ἱκανή . Ἔτι μὴν
ἐκ περιόδου καὶ ποτοῦ ἀπεψίη . Τῇ ὑστεραίῃ δὲ πρωῒ ἄσης γενομένης , πιὼν ὕδωρ , ὄξος , ἅλας ,
6932241 γραπτων
καὶ εὐφημίαν καὶ ἀγορασμοὺς καὶ προκοπὰς διά τε λόγων καὶ γραπτῶν καὶ ἐμποριῶν καὶ μισθαρνιῶν , εἰ δὲ ὕπαυγος εἴη
λόγον ἀνώμαλον καὶ ταραχώδη καθιστᾶσι . τοῖς δὲ μετὰ τῶν γραπτῶν λόγων ἀγωνιζομένοις , ἂν ἄρα τι χωρὶς τῆς παρασκευῆς
6908120 κατηφειας
ἐκεῖνος τὸν πόλεμον καὶ τὰς ἐπ ' αὐτῷ συννοίας καὶ κατηφείας σκεδάσας εἰρήνην ἐπικηρυκεύσηται βίου , φαιδρὸς καὶ γεγηθὼς τὴν
θαλερῶν αἰζηῶν . ” κατωμαδόν κατὰ τῶν ὤμων . κατηφόνες κατηφείας ἄξια πράττοντες , παρὰ τὸ φῶ , οὗ παραγωγὸν
6815945 θρεπτων
ἀνασκευὰς καὶ κρυπτῶν ἔργων ἐλέγξεις καὶ οἰκετῶν λύπας ἢ τέκνων θρεπτῶν καὶ νόσους καὶ κινδύνους ἐπάγει , περὶ τὰ νεώτερα
ἀνασκευὰς καὶ κρυπτῶν ἔργων ἐλέγξεις καὶ οἰκετῶν λύπας ἢ τέκνων θρεπτῶν καὶ νόσους καὶ κινδύνους ἐπάγει καὶ περὶ τὰ νεώτερα
6776053 ἐγκρατειας
. διὸ σπουδάζωμεν ἕκαστον τῶν εἰρημένων στομίων καταδεῖν τοῖς ἀρρήκτοις ἐγκρατείας δεσμοῖς : ” ὅσα γὰρ οὐχὶ δεσμῷ καταδεῖται ”
τὸ αὔξεσθαι , σχεδὸν ἐκ παίδων τοῖς περὶ καρτερίας καὶ ἐγκρατείας καὶ ἀρετῆς πάσης λόγοις ἐπαντληθέντες . διὸ εἰ καὶ
6744037 ζηλοτυπιας
ἐν τῇ τῆς Μελίτης οἰκίᾳ πεπραμένην . ἡ δὲ ὑπὸ ζηλοτυπίας πεφλεγμένη τὴν γυναῖκα ταύτην ἀπατήσασα συλλαμβάνει καὶ παραδίδωσι ᾧ
ἤκουσας ; ἢ τίνας σεαυτῇ , ὦ Μύρτιον , κενὰς ζηλοτυπίας σκιαμαχοῦσα ἐξεῦρες ; Οὐκοῦν οὐ γαμεῖς , ὦ Πάμφιλε
6725889 χαλεπης
ἐπιτελεῖν , τὰ δ ' ἀνωτάτω τέτταρα : ἓν μὲν χαλεπῆς νόσου καὶ δυσιάτου , ποσθένης , ἀπαλλαγήν , ἣν
, δι ' ὃν ὑπὲρ τῆς ἑτέρας αἰτίας χρὴ ἀπολογεῖσθαι χαλεπῆς οὔσης , καὶ οἵας , ὦ βασιλεῦ , μὴ
6724870 πλησμονης
νηφάλιος , καὶ ὀλίγα ὑπὸ τοῦ δεῦρο κάρου καὶ τῆς πλησμονῆς ἐπιταραττομένη , εἰκός που ταύτῃ δι ' ἑτέρων ἰόντα
: ὁκόσα δὲ ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος παθήματα προσημαίνει , πλησμονῆς ἢ κενώσιος ὑπερβολὴν τῶν ξυμφύτων , ἢ μεταβολὴν τῶν
6720887 ἀηδιας
ἃ δ ' οὕτως σκληρὰ καὶ ταραχώδη καὶ πανταχοῦ μεστὰ ἀηδίας εὑρήκασι , τούτων ὡς τάχιστα παύσασθαι , μὴ τὸ
, εἰς μετάληψιν ἡμῖν προσεφέροντο , ἀφάτου μὲν δυσωδίας καὶ ἀηδίας πλήρη , μεστὴν δὲ σκωλήκων καὶ πολλῇ σαπρίᾳ συμπεφυρμένην
6681349 ταλαιπωριας
με ἀλλ ' ἐγώ τοι ἔφη σοι ταῦτα ποιήσω δίχα ταλαιπωρίας ἡδύτερα τῶν τοῦ πλούτου ἀγαθῶν , ὃν μᾶλλον οἱ
σώματος δέον ποιήσασθαί τινα πρόνοιαν , ἐκ πολλῆς καὶ συνεχοῦς ταλαιπωρίας ἀπειρηκότος , καὶ τῶν περὶ τὴν οἰκίαν , κομιδῇ
6660470 δυσθυμιας
προαγορεύει , ὁδεύειν δὲ κωλύει . χάλαζα δὲ ταραχὰς καὶ δυσθυμίας δηλοῖ καὶ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχει διὰ τὸ χρῶμα .
οὐ μόνον ἡ ἐξαίσιος φορὰ πάντων τοὺς οἰκήτορας εἰς ὑπερβαλλούσας δυσθυμίας ἤγαγεν , ἀλλὰ καὶ τὸ τοῦ πράγματος ἄηθες :
6659032 ὑπομονης
ζῇ καὶ οὐχ ὥσπερ ἐκεῖνα διεσχισμένα : τῆς δ ' ὑπομονῆς αἴτιον ἡ ὑγρότης καὶ ἡ φύσει μανότης : τροφήν
τέλος μαρτυρικὸν ἀπενέγκωνται , ὡς ἂν ἐπιδαψιλεύσηται τούτοις τὰ τῆς ὑπομονῆς γέρα καὶ τῶν ἀρρήτων ἐκείνων ἀγαθῶν τὴν ἀντίδοσιν :
6651017 ἀγρυπνιας
ἦσαν ἰᾶσθαι κατὰ τὴν αὑτῶν τέχνην , ἀλλ ' εἰς ἀγρυπνίας τε καὶ ἀλγηδόνας δεινὰς ἐνέβαλον αὐτόν , ἕλκοντες καὶ
δι ' ἀταξίαν ἢ διὰ περίττωμα φαῦλον ἢ δι ' ἀγρυπνίας : ἀλλ ' ἐπὶ μὲν ταῖς μοχθηραῖς τῶν σιτίων
6615780 μεριμνας
ᾖ ἐν θηλυκῷ ζῳδίῳ , Σελήνη δὲ ἐν ἀρσενικῷ , μερίμνας διὰ γυναῖκα καὶ ἀντιζηλίας ποιεῖ , ὠφέλειαν δὲ ἐξ
δὲ Σελήνη τύχῃ λήγουσα ἐπὶ νυκτερινῆς γενέσεως ποιεῖ λύπας καὶ μερίμνας καὶ θλίψεις βιωτικὰς καὶ ἐξ ὑγρῶν ὀχλήσεις καὶ νόσους
6603581 μεταμελειας
καὶ μελαγχολικῶν νόσων καὶ φροντίδων καὶ κατηφείας καὶ στυγνότητος καὶ μεταμελείας καὶ συγχύσεως καὶ βίας καὶ ἐκεχειρίας τῶν ὠφελίμων πράξεων
, οἷον ἀνεμοφόρητα : οὕτως Ἀπίων . οἱ δὲ τὰ μεταμελείας ἄξια . μηκάδες Λ . . . . μ
6585932 ληματος
] λογισμοῦ . λήματος ] τοῦ κατὰ σὲ φρονήματος . λήματος ] θυμοῦ . λήματος ] τοῦ φρονήματος , ἀνδρείας
ἐκ τῆς Νεμέας καὶ ἐξ Ἐπιδαύρου καὶ ἀπὸ Μεγάρων . λήματος : φρονήματος . ἡ δὲ ἀπό κατὰ κοινοῦ :
6572909 χαλεπας
τὴν σύμμετρον καὶ τὴν προσήκουσαν , οὐχὶ μεγάλας ἐπίστασθε καὶ χαλεπὰς ἐκ τούτων ἀπαντᾶν νόσους ; ἐν δὲ ταῖς ἁρμονίαις
φησί , καὶ ποιεῖν ἀνακλάσεις καὶ ἀνακαύσεις ἐν τῷ θέρει χαλεπὰς καὶ πυρώδεις , ὑφ ' ὧν ἀνὰ τὸ πεδίον
6564848 ἀποδειλιων
ἀπόκρισις . λόγοις . . . . . καταμαλθακισθεὶς καὶ ἀποδειλιῶν αἰσχύνης μετέσχον κακῆς . . . ὤκνει ὡς δὴ
, φιλοψυχεῖν φιλοσωματεῖν : καὶ ἀπ ' αὐτῶν αἱ μετοχαὶ ἀποδειλιῶν , εὐλαβούμενος , κατεπτηχώς , φιλοψυχῶν φιλοσωματῶν , ὀκνῶν
6545043 ἀνιας
λυπεο - μένοισι παρεὼν ἐλαφρύνοιμι ἠπίῳ καὶ ἀκεσίμῳ λόγῳ τὰς ἀνίας . Εἰδείην ἐμεωυτὸν αἰδέεσθαι . Τῶν καλῶν φιλομαθείην ἀσκέοιμι
ἥδιστον . τοιγάρτοι ὅ τι ἂν πάθωσι λύπης τε καὶ ἀνίας εἰσὶ σημαντικοί . Πρόβατα [ δὲ καὶ αἶγες ]
6537855 ἀπληστου
ὀπίσω τὸν πόρον διεξῄει . [ Βίος ἀβέβαιος παντὸς ἀνδρὸς ἀπλήστου ἐλπίσι ματαίαις πραγμάτων ἀναλοῦται . ] Κάμηλον ἠνάγκαζε δεσπότης
τῶι ὄντι τὸν θάνατον παιᾶνα εἶναι καὶ ἀπαλλακτὴν κακοῦ καὶ ἀπλήστου καὶ νοσεροῦ θρέμματος , ἡγεῖ καλῶς . . .
6504617 ὀπιζομενη
οὕτως : Ἄγει δὲ ἑαυτὴν ἡ χάρις ἀντὶ ἔργων φίλων ὀπιζομένη καὶ ὄπισθεν ἐρχομένη ποίτινος καὶ ἀμει - πτική :
τοὺς Λοκροὺς χάριν ὁμολογεῖν τῷ Ἱέρωνι , προευεργετήσαντι αὐτούς . ὀπιζομένη ἤτοι ἐπιστρεφομένη : ἢ ὅτι μετὰ αἰδοῦς καὶ θράσους
6487233 θυμου
: τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν ἄλλων βιαιότερα . ἀπὸ δὲ θυμοῦ θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος
ἐνδιδόναι . ἢ ἔνεστί τις λόγος ἐν τῷ ἀκρατεῖ τοῦ θυμοῦ , ὅτι οὐ χρὴ ἐπὶ πᾶσι θυμοῦσθαι οὐδὲ ἐφ
6479801 κακοπαθεια
. συκῆς ἐρριμμένου : τῆς ἀγρίας συκῆς . σπουδή : κακοπάθεια , ὡς καὶ Ὅμηρος : σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν
δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε , κακῶς παρωνομασμένε . δύη κακοπάθεια : “ ἦ γάρ με δύη ἔχει πολλή .
6464001 μεριμνα
: Χαρᾶς γὰρ ἣν δίδωσιν ἐν πέμπτῳ τόπῳ Ἔστι τέλος μέριμνα καὶ λύπης βάρος . Ἕκτος δὲ δηλοῖ ποικιλοτρόπους νόσους
σχολάζει τοῖς πόνοις . ἀσχολία δὲ ἡ φροντὶς καὶ ἡ μέριμνα . μεθῆκε τόδε τὸ πρᾶγμα , ὃ ταῖς χερσὶ
6461282 καματων
] πρὸς Γέλωνα τὸν ἀδελφὸν ἐστασιακέναι τῆς ἀρχῆς ἕνεκα . καμάτων ἐπίλασιν : καμάτων φησὶ τῶν συνεχόντων τὸν Ἱέρωνα ἐκ
? μνῆμα καὶ εὐτυχέων ? [ ] ? ? μαρτυρίη καμάτων , Αἰῶνος ? στόμασιν ? [ ] ? ?
6437024 στομαχικας
πάθη , ἀλλὰ καὶ πολλὰ ὠφελεῖ : καὶ γὰρ καὶ στομαχικὰς καὶ κοιλιακὰς ἰᾶται διαθέσεις καὶ μάλιστα τὰς στομαχικὰς καὶ
ἢ προδοσίας ἐκ φίλων καὶ πολυχρονίους νόσους καὶ κοιλιακὰς ἢ στομαχικὰς διαθέσεις , εἰ δὲ ὑπὸ Ἄρεως θεωρηθείη ἕνεκεν γραπτῶν
6432747 δρασμους
καὶ ἀπροσωπίας καὶ θλίψεις βιωτικὰς καὶ ἐκ δούλων ἐπιθέσεις ἢ δρασμοὺς ἢ κλοπὰς ἢ νόσους θρεπτῶν καὶ στομάχου καὶ ἔχθρας
εἰ μὲν ὑπὸ Κρόνου θεωρηθῇ ζημίας ἐπιφέρει ἐκ δούλων ἢ δρασμοὺς ἢ στομαχικὰς διαθέσεις , εἰ δὲ ὑπὸ Ἄρεως θεωρηθῇ
6428763 λωβης
γένοντο . μνηστῆρας δ ' οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος , ὄφρ ' ἔτι μᾶλλον δύη ἄχος
τυγχάνειν ; ἔσθ ' ὅπως ἂν ἀπόσχοιτο τῆς τῶν ἀρρένων λώβης καὶ φθορᾶς τό γε ἀκόλαστον γένος , τοῦτον ἱκανὸν
6418074 ἀση
φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν :
ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός
6408141 κατοχη
νέον πάθος ἀλλάσσει τὸ ἀρχαιότερον , καὶ οὕτως οὐκ ἔσται κατοχή τινος πράγματος περὶ τὴν διάνοιαν , ὅπερ ἄτοπον :
αὐτῶν εὐθὺς τὸ τὴν τυχοῦσαν ἔχον πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας
6391976 θλιψεων
σῆς τελευτῆς ἡμέραν καὶ ὕψιστον ὑπερέχουσαν τῶν θλίψεων , ὧντινων θλίψεων κράντης καὶ τελειωτὴς αὐδὴ θήσεταινῦν ἀντὶ τοῦ λέγεταιὁ χρόνος
ἐκείνην τὴν τῆς σῆς τελευτῆς ἡμέραν καὶ ὕψιστον ὑπερέχουσαν τῶν θλίψεων , ὧντινων θλίψεων κράντης καὶ τελειωτὴς αὐδὴ θήσεταινῦν ἀντὶ
6365051 δολου
ἀληθείας αὐτὴν μὲν ἔμεινεν ἔχων γαμετήν , τίσασθαι δὲ τοῦ δόλου Πειρώζην ἐθέλων πόλεμον πρὸς τοὺς ὁμόρους ἔχειν ὑπεκρίνετο δεῖσθαί
' Αἰσονίδα καθέλῃ βασιλήϊον ἀρχήν . Καί οἱ ὑπὸ πραπίδεσσι δόλου τρίβον ἠπερόπευε : τάσσε γὰρ ἐκ Κόλχων χρύσειον κῶας
6362917 Γυναικος
μετάνοιαν ἔρχεται . Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον . Γυναικὸς [ ] ἅπτου καὶ οὐκ ἀνεξ ! ! !
κακῶς μὴ λέγε , μηδὲ τὸν ἐχθρὸν φίλον ἡγοῦ . Γυναικὸς ἄρχε . Ἅπερ αὐτὸς τοῖς γονεῦσι δράσεις , τὰ
6339235 λαγνειας
μὲν ζητητέον , ὅστις ἄρχει γαστρός τε καὶ φιλοποσίας καὶ λαγνείας καὶ ὕπνου καὶ ἀργίας ; ὁ γὰρ ὑπὸ τούτων
. νῦν οὖν ὁ λόγος διαγνωστικὸς ἢ μᾶλλον θεραπευτικός . λαγνείας γὰρ μέμνηται , τῶν καλουμένων ἀφροδισίων . κέχρηται γὰρ
6338016 μωριας
τε καὶ τοῦ λεγομένου τότε εὐνούχου , καταφρονήσαντος τῆς Καμβύσου μωρίας . Λέγεται δὴ ταῦτά γε , καὶ ἔοικεν σχεδὸν
ἤ τι τοιοῦτο . τὸ δ ' ἐμὲ : Οὐ μωρίας πλέων . . 〛 ἀποσποδῆσαι : Ἀντὶ τοῦ ἀφανίσαι
6327003 βλαπτουσα
διὰ τῶν ἀρτηριῶν ἐπὶ πᾶν τὸ σῶμα ἡπλωμένη , αἰσθητῶς βλάπτουσα τὴν ἐνέργειαν . Ἡ δὲ οὐσία τοῦ πυρετοῦ ἐστιν
μὲν ἡ ὠφελοῦσα , χείρων δὲ κατὰ τὸ ἀναγκαῖον ἡ βλάπτουσα . παραδείγματα δὲ ἑκατέρας τοῖς δυναμένοις ὁρᾶν ἀνέθηκε Μωϋσῆς
6319018 ἀθλιας
ἴδοις ἂν καὶ νέας δούλας ἄρτι πρῶτον δυστυχησάσας τλήμονας καὶ ἀθλίας τὴν αὐτῶν εὐνὴν αἰχμάλωτον , ζώντων τῶν οἰκείων ἀν
] ἐγεννήθημεν . μητρὸς ταλαίνης : ἤτοι τῆς Ἰοκάστης τῆς ἀθλίας ὅτι συνεμίγη τῷ υἱῷ αὐτῆς Οἰδίποδι . ταλαίνης ]
6304684 κορου
ἐκείνοις ἡδύ ἐστιν αὐτὸ καθ ' ἡμέραν καὶ πέρα τοῦ κόρου ἐσθίειν τούτων , ἀλλὰ ἴδοις ἂν αὐτοὺς οὕτω λαχάνων
ἄχρι κόρου ἐκεῖνος ἀναίσθητος ἐστίν : καί : οὗτος ἄχρι κόρου ἐφενάκισεν . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν
6295882 ἀχαριστιας
ἀχαριστίας . καὶ διὰ τοῦτο ὁ Περσικὸς νόμος δίκας εἰσπράττεται ἀχαριστίας , ὅτι μάλιστα ἐμποιεῖ μῖσος ὅπη ἂν ᾖ .
ζημίας καὶ ἐναντιώσεις ἐπάγει ἕνεκα γυναικὸς καὶ διαβολὰς καὶ φίλων ἀχαριστίας . Τῷ δὲ Ἡλίῳ ἐπιμερίζουσα ἐπὶ ἡμερινῆς γενέσεως μὴ
6289658 στεναγμου
δὲ τὸ καίω [ υ ] ψιλόν . στονόεντα : στεναγμοῦ ἄξια , ἤως πολυστένακτα . Ἁλκυόνων : πασιδόνων .
τὴν οὐρανίαν σφαῖραν ὑποστενάζει ] μετ ' ὀδύνης ὑπανέχει καὶ στεναγμοῦ βοᾷ ] διὰ τὸ σὸν πάθος πόντιος κλύδων ]
6287324 χαρας
” ταῦτ ' εἰπόντος καὶ ὑποσχομένου , πληρωθέντες εὐθυμίας καὶ χαρᾶς τοὺς μὲν οἰκείους μετὰ τῶν θρεμμάτων ἀσφαλῶς ἐν ἐρύμασι
εἰδότες ἀληθεύοντα μηδὲν ἐνδοιάσαντες ἐπινεύουσι . πληρωθεὶς δὲ τὴν ψυχὴν χαρᾶς πάντ ' ἐσπούδαζεν εἰς τὸ ἀνυπέρθετον τῆς ὑποδοχῆς καὶ
6277893 οὐλομενης
δεινήν , ὀλεθρίαν . ἐν δὲ τῇ Σ Ὀδυσσείας “ οὐλομένης ἐμέθεν ” οἷον ἐμοῦ τῆς ἀπολομένης . καὶ “
ἱερὸν πέδον . Οἳ δ ' ἔτι χάρμης μνώοντ ' οὐλομένης : δεύοντο δὲ Τρώιοι υἷες ἀλκῆς : Ἀργεῖοι δὲ
6274910 κμω
, ὃ σημαίνει τὴν ἡλικίαν , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ κμῶ , τὸ κοπιῶ , γίνεται : κμή καὶ μετὰ
ἀκμῆτες : μὴ κεκοπιακότες : παρὰ τὸ κάμω , συγκοπῇ κμῶ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀκμής : ῥεῖα δ
6270999 κακοπραγιων
χεῖρόν ἐστι τοῖς εὖ φρονοῦσιν . εἶτά τις εὐφορία γίνεται κακοπραγιῶν αὐτῷ : τῆς τε γὰρ οὐσίας ἁπάσης εὐθὺς ἐξίσταται
γνώμαις τισὶ τὸ ἦθος . τὰ δὲ ῥηθησόμενα τῶν μὲν κακοπραγιῶν ἀπάγει τὸν ἀκροατήν , ἄγει δὲ ἐπὶ τὸν γεωργικὸν
6260837 σεαυτης
καὶ γυναιξὶ τοῖς ἀνδράσι χρωμένη : οὕτω γὰρ παιδεύεις τοὺς σεαυτῆς φίλους , τῆς μὲν νυκτὸς ὑβρίζουσα , τῆς δ
ἀποκοπτέον οὖν , ὦ ψυχὴ πειθαρχοῦσα τῷ διδάσκοντι , τὴν σεαυτῆς χεῖρα καὶ δύναμιν , ἐπειδὰν ἄρξηται τῶν γεννητικῶν ἢ
6260816 μοχθων
οἰκειακὰς λύπας . ἐπὶ δὲ νυκτερινῆς γενέσεως μετὰ σκυλμῶν καὶ μόχθων πράξεις καὶ στρατείας , ἀγαθούς τε καὶ ἐπικερδεῖς καὶ
ἀπαλλαγή ] ἐλευθερία τέρμα ] τέλος προκείμενον ] ἤγουν φανερόν μόχθων ] πόνων ἐκπέσῃ τυραννίδος ] βιαίως ἐκβληθήσεται τῆς βασιλείας
6256552 φροντιδος
ἐξ ὁμοίων γὰρ γεγονέναι δόξουσιν . διὸ πολλῆς καὶ μεγάλης φροντίδος δεῖ καὶ θεοῦ ὡς ἀληθῶς , ὃς τοῦ λόγου
ἀπαιτοῦντες , γυναῖκές τε κατὰ νόμους ἐγγυηθεῖσαι καὶ θυγατέρες ἐπίγαμοι φροντίδος οὐ μικρᾶς δεόμεναι τοῖς ἔχουσι καὶ γοναὶ παίδων ἀρρένων
6256078 ῥιγους
ὁ σπλὴν , ὅθεν ἴαμα τεταρταίου , πρὸ μὲν τοῦ ῥίγους , πυ - ριῶντα τὰ ἄκρα διὰ τὴν ψυχρότητα
κʹ περὶ παλμοῦ . καʹ περὶ φρίκης καὶ κλόνου καὶ ῥίγους . κβʹ περὶ σκορδινησμοῦ καὶ χάσμης . αʹ Περὶ
6255567 πονων
αὐτορύτου ἔμμεναι . ἀλλ ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος , ὄφˈρα τὸν
τὰν καλλίσταν ὁ χρυσοφαὴς Ἅλιος αὐγάζει . πόνοι γὰρ καὶ πόνων ἀνάγκαι κρείσσονες κυκλοῦνται : κοινὸν δ ' ἐξ ἰδίας
6252298 γοου
Λαέρταο κλυτὸς πάις ἀντιθέοιο . Ἀλλ ' ὅτε δὴ κορέσαντο γόου καὶ πένθεος αἰνοῦ , δὴ τότε Νηλέος υἱὸς ἔτ
ἐν ἄντροις , ἀπόπαυσον , ἔασον Ἀχοῖ με σὺν φίλαισιν γόου κόρον λαβεῖν . συνάλγησον , ὡς ὁ κάμνων δακρύων
6246496 στενοχωριας
εἶδος εἰπεῖν ἄξιον . Ἀπάγξασθαι καὶ ἑαυτὸν ἀναρτῆσαι θλίψεις καὶ στενοχωρίας σημαίνει διὰ τὸ συμβαῖνον τοῖς ἀπαγχομένοις , καὶ προσέτι
τε κράσει καὶ διαπλάσει διαφορὰς σκοποίης , εὐρύτητάς τε καὶ στενοχωρίας τοῦ φλεβώδους γένους , πολλὰ ἂν αἰτιάσαιο τὸ φυσικὸν
6241098 φιλοτητος
σεῦ φίλος ὤν , † κατάκεις ' , † ὡς φιλότητος ἔχεις . οὔτε τι τῶν ὄντων ἀποθήσομαι , οὔτε
, πολλὰ δ ' ἐς ὑγρὴν ἠέρα χεῖρας ἔτεινεν ἐελδομένη φιλότητος . εἶτα μικρὸν ὑποβάς : δέκτο μὲν αὐτίκα λαὸν
6228716 δεσποινων
, οὐκ ἄν μοι δοκῶ ὑπό γε τούτων ὧν σὺ δεσποινῶν καλεῖς κωλύεσθαι : ἀλλὰ θαρρῶν συμβούλευε ὅ τι ἔχεις
, εἰ πρὸς ἀκολασίαν ἐκπέσοι ψυχὴ ὑπὸ μυρίων ἐπιθυμιῶν ὥσπερ δεσποινῶν ἐν τῷδε τῷ βίῳ κρατουμένη καὶ αἰσχρῶς δουλεύουσα ,
6227959 κεφαλαλγιης
ῥίγεα ἐν ὀξέσι , πονηρόν . Αἱ ἐκ ῥίγεος μετὰ κεφαλαλγίης ἐκλύσιες , ὀλέθριον : τὰ αἱματώδεα οὖρα ἐν τουτέοισι
μετὰ πτυελισμοῦ ὄντα τὰ παρ ' οὖς λαπάσσει . Ἐκ κεφαλαλγίης κῶμα καὶ κώφωσις παρ ' οὖς τι ἐξερεύγεται .
6225994 κακοπαθειας
. ἄνσχεο ἀνάσχου . ἀσπουδεί χωρὶς πάσης σπουδῆς , ἄνευ κακοπαθείας . ἀσταχύεσσιν στάχυσιν . ἄσβεστος μεταφορικῶς ἀκατάπαυστος , ἀκατάληκτος
τὴν ἀμήχανον νεφέλην τὴν κρεμαμένην ὑπεράνω τῶν ὀμμάτων κἀκ χαλεπῆς κακοπαθείας ἀποσοβεῖ . ἑτέρα ἀντιστροφή . τὰ δὲ κῶλα ἀντισπαστικὰ
6223537 λυπηρως
λυγρῶς : ἐλεεινῶς , ἀθλίως . λυπρῶς δὲ ἀντὶ τοῦ λυπηρῶς κεῖται . λύμην : φθοράν . λόφων : ὀρέων
, δοίη ἄν τις , οἷον ἡδέως ἔχων δοίη ἂν λυπηρῶς . Παρὰ τὸ σχῆμα τῆς λέξεως καὶ οἱ τοιοίδε
6214335 ἀμπλακιας
πέτρᾳ προσηλοῦσθαι τοῦτό φησιν χειμαζόμενον ] δαμαζόμενον , πάσχοντα Τίνος ἀμπλακίας : ἕνεκα τίνος κολάσεως , πταίσματος , ὀλέκῃ καὶ
μοι , ἰὼ τλήμων . τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας μετέχουσι ; τί τούσδ ' ἔχθεις ; οἴμοι ,
6214062 γεννας
πολλαί . πολιόν : λευκόν . γενέθλης : γεννήσεως , γέννας , γενεᾶς . Ἐπικλήδην : ἐπωνύμως , καὶ ἐπονομαστικῶς
λέγει δὲ τὰ σώματα τῶν Περσῶν . * ἕνεκεν . γέννας ] καὶ τῆς ἀνατροφῆς , δηλαδὴ τῆς πόλεως .
6209630 ἀμετρου
. καὶ πρόδηλος μὲν αὐτῆς ἡ κατάληψις ἐξ ἀθρόας καὶ ἀμέτρου φορᾶς αἵματος , συνεδρεύει δὲ ταῖς καμνούσαις ἀσθένεια ,
τῷ ὀφθαλμῷ , οἷον ψαμμία τινὰ ἐγίγνετο , ὑπὸ τῆϲ ἀμέτρου θερμότητοϲ φρυττόμενον : καὶ ὠῷ αὖθιϲ βουληθέντεϲ παρηγορῆϲαι καὶ
6204042 κραιπαλη
κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ μέθη , μέθη δὲ ἡ
καιρῶν περίοδος καὶ σύλληψις . κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ
6203617 δυσζηλος
ἐξερέω : μάλα δ ' ἀργαλέη γε τέτυκται ἀνδράσι καὶ δύσζηλος ἐπὶ φρένα πίστιος ὁρμή . . . καὶ τοῦτό
χολῆςπῶς δὴ πληρώσει ; ἐπιβᾶσα ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐμοῦ ἡ δύσζηλος τιμωρουμένη καὶ τιμωροῦσα πολυστένακτα ἢ δίχα στεναγμοῦ καὶ ἐλέους
6201317 ἀγωνια
δεῖμα , ὄκνος , αἰσχύνη , ἔκπληξις , θόρυβος , ἀγωνία . δεῖμα μὲν οὖν ἐστι φόβος δέος ἐμποιῶν ,
ζωῆς ζ ἀνοίξεις ἐργαστήριον ἐξαπίνης η σωθήσῃ ἀσθενῶν . μὴ ἀγωνία θ σοφιστεύσεις ἐν τιμῇ πολλῇ ι οὐχ εὑρήσεις τὸ
6198217 λυμας
γεγονότα πήματα ] ἤγουν τιμωρίας , βλάβας λύματα ] ἤγουν λύμας , βλάβας δείματ ' ] φοβήματα ἀμφήκει ] διστόμῳ
πέφυκεν ἀρετάς , καὶ καθ ' ἑκούσιον γνώμην ἐνδεδεγμένοι τὰς λύμας , ὅμως ἱερουργεῖν τολμῶσι νομίζοντες τὸν τοῦ θεοῦ ὀφθαλμὸν
6197081 πταρμου
πνεύματος , τοῦ ἑνὸς καθ ' ἕνα πόρον γενομένου τοῦ πταρμοῦ , συνδιατίθεται καὶ ὁ ἕτερος . Ζητήσειεν ἄν τις
ἐπιτείνει ἐπὶ τὸ κακὸν τὴν περιπνευμονίαν : ἐπὶ δὲ τοῦ πταρμοῦ καὶ τῆς κορύζης ἔξω φέρεται ἡ ὕλη διὰ τῶν
6195755 πορσυνεται
πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλὴς ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῖ χὠ στόλος πορσύνεται . Ἀλλὰ δέδοικ ' , ὦ παῖ , μή
, ὅτ ' ἀμπνεύσωσι φόβοιο . Τοίην καὶ ῥίνη τεκέων πορσύνεται ἀλκήν , ἀλλ ' οὐκ εἰς νηδὺν κείνῃ δύσις
6194902 ἀνιατου
ἂν μέντοι γε καὶ πρὸς ταῦτα ἀφηνιάζωσι τῇ ῥύμῃ τῆς ἀνιάτου μοχθηρίας ἀπαυχενίζοντες , ἐπέτρεψεν ὁ νόμος καὶ μέχρι θανάτου
αἴτιος ἐγενόμην καταλειφθῆναι , ὅτε δηχθεὶς ἔτυχεν ὑπὸ χαλεπῆς καὶ ἀνιάτου ἐχίδνης . οὐκ ἂν οὖν ᾤμην οὐδὲ πειθὼ τοιαύτην
6187590 γλωσσης
Ἑλληνικὸν δὲ ἡ σιωπή . διὸ καὶ τοὺς φρονιμωτάτους ἐγκρατεστάτους γλώσσης πεποίηκε καὶ τὸν Ὀδυσσέα τῷ υἱῷ διακελευόμενον εἰ ἐτεόν
γνάθων , εἰς ἃς ἐμπεπήγασιν οἱ ὀδόντες . τῆς δὲ γλώσσης ῥίζα μὲν ἡ ἔκφυσις , αὐχὴν δὲ τὸ ἐφεξῆς
6180912 ὀλεκῃ
τίνος πταίσματος ὀλέκῃ καὶ μετὰ φθορᾶς δίδως ποινάς ; . ὀλέκῃ ] πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ .
οὕτως , εἰ δὲ βαρύνεται , οὕτω : τίνος πταίσματος ὀλέκῃ καὶ μετὰ φθορᾶς δίδως ποινάς ἀμπλακίας ] ἁμαρτίας ποινὰς
6178172 Ὀσφυος
ἐπιῤῥιγώσασιν : οὗτοι ἐπιῤῥιγέουσι , περὶ κοιλίην καύματι προκληθέντες . Ὀσφύος πόνος , καὶ κεφαλαλγικῷ καὶ καρδιαλγικῷ , μετὰ ἀναχρέμψιος
Ὀσφὺς εὐώνυμος παρέχειν πράγματα ὑφ ' ὧν εὐφρανθῆναι σημαίνει . Ὀσφύος τὸ μέσον κέρδος σημαίνει . Ἥβη πάλλουσα ἀγαθὰ παρά
6177313 κακης
κτανόντας ἀντικατθανεῖν δίκῃ . ταῦτ ' ἐν μέσῳ τίθημι τῆς κακῆς ἀρᾶς , κείνοις λέγουσα τήνδε τὴν κακὴν ἀράν :
αὐτοῖς , ἔτι περιὼν κατηγορεῖται πρὸς ἑνὸς τῶν μειρακίων δοκιμασθέντος κακῆς ἐπιτροπῆς . λέγει δὲ κατ ' αὐτοῦ τὴν δίκην
6168881 οἰκτρας
ἀτυχῶς δ ' οἱ πλείους κατεκόπησαν . γενομένης δ ' οἰκτρᾶς νίκης περὶ τοὺς Ῥωμαίους , καὶ οὐ παντάπασιν εὐτυχὲς
ἔλαττον ] τῆς ὑμῶν σοφίας . φορτικῆς : ἀντὶ τοῦ οἰκτρᾶς . τῆς ὑπ ' ἄλλων λεγομένης , ἐν ᾗ
6159623 ἀλγους
τοῦ ἄλγος ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν
τὸ ἔξωθεν δέρμα τοῦ ὀφθαλμοῦ : ἀλλ ' ἐκ γὰρ ἄλγους : ἀλλὰ γὰρ ἐκ τῆς παλαιᾶς δυστυχίας τῆς κατεχούσης
6155946 ἐπικερδεις
καὶ δοξαστικοὺς καὶ σύστασιν ἔχοντας πρὸς ὑπερέχοντας , καὶ πράξεις ἐπικερδεῖς καὶ χαρὰν ἐπὶ οἰκείοις καὶ προκοπάς , ἔτι δὲ
ἐπιθεωρούντων τοὺς εἰρημένους τόπους ἢ ἐπιφερομένων αὐτοῖς ἐνδόξους ἕξουσι καὶ ἐπικερδεῖς τὰς ἐπὶ τῆς ξένης πράξεις καὶ τὰς ἐπανόδους ταχείας
6155365 μανιαι
πάθη τῶν ἐπιβουλευομένων : ἐκστάσεις γὰρ καὶ παραφροσύναι καὶ ἀφόρητοι μανίαι κατασκήπτουσι , δι ' ὧν ὁ νοῦς , ἣν
συμβαίνουσιν , ἢ σκοτώματα , ἢ μελαγχολικαὶ παράνοιαι , ἢ μανίαι , ἢ ὄψεων πηρώσεις , ὥσπερ κἀκ τῆς τῶν
6153009 δειματων
αὐτουργὸς καὶ γέρων ὀνείρατα πρὸς τὴν βουλὴν ἐκφέρειν ὀττείας καὶ δειμάτων μεστά , μὴ καὶ γέλωτα ὄφλῃ . ὀλίγαις δ
, ἐπειδὴ σοὶ τόδ ' ἔστ ' ἐνθύμιον , οἱ δειμάτων ἔξωθεν ἐκπορεύσομεν σὺν μητρὶ παῖδας . δεῦρ ' ἕπεσθε
6150848 μοχθῳ
ἵνα μὴ κάμνῃ χειμῶνος ἐπιόντος οἱ ναῦται σὺν πολλῷ σύρουσι μόχθῳ : οὕτω γὰρ καὶ τὸ μέγιστον ἐπὶ τὴν γῆν
τὸν μὲν ἐς εὐφροσύναν καὶ χάρματα τὸν δ ' ἐπὶ μόχθῳ , ἦν τάχα μοχθήσαντι ποθ ' ὕστερον ἐσθλὰ δέχεσθαι
6147836 λυπης
κτήνεσιν τροφὰς παράβαλε : ὅσα ἐστὶν μοχθηρὰ ἢ κοπηρὰ ἢ λύπης μεστὰ ἢ δούλια , πάντα τῷ Αἰσώπῳ ἐπιτάσσεται ἄγειν
πάντως ἐν ὀξεῖ νοσήματι χαλεπόν . τί γὰρ ἢ ἀπὸ λύπης ἢ διὰ τὸ πολλάκις κάμψαι θεὸν εἰς ἀνθρωπίνην θεραπείαν
6145499 ἡτταται
τὸ ἡττηθῆναι οὕτω σφοδροτάτων παθῶν , ἀλλ ' εἴ τις ἡττᾶται πρὸς ἃς οἱ πολλοὶ δύνανται ἀντέχειν ἡδονὰς καὶ λύπας
δὲ τοῦ ἀκρατοῦς , διότι ὁ μὲν ἀκρατὴς κατὰ πολὺ ἡττᾶται τῶν σωματικῶν ἡδονῶν , ἤτοι τῶν αἰσχρῶν , οὗτος
6141081 ἀπολαυσις
γλυκυθυμία τις ἡ διὰ τῶν ἀπὸ τῆς ὕλης ἀτμῶν δελεάζουσα ἀπόλαυσις , ἐχρῆν ἀκέραιον τὴν ὕλην εἶναι : πλείων γὰρ
καὶ διὰ τοῦτ ' εὐθὺς εὐδαιμονῶ . χρῆσις γὰρ καὶ ἀπόλαυσις ἀρετῆς τὸ εὔδαιμον , οὐ ψιλὴ μόνον κτῆσις :
6140540 ἐπιθυμουσα
, καὶ ἐπιδοῦσα ἃ ἐξῆλθεν ἔχουσα παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα
Μαιμώωσα . πλεονασμῷ τοῦ μ , οἷον αἱμώωσα , αἵματος ἐπιθυμοῦσα . ἀπὸ τῶν ἐμψύχων ἡ μεταφορά . δύναται καὶ
6140454 τρυσιβιου
φροντίζοντες δυσχεραίνουσιν ἐν στρωμναῖς κείμενοι . φειδωλοῦ ] ἐστενωμένης . τρυσιβίου ] κεκολασμένης περὶ τὴν ζωήν . ⌈ θρύμβη [
] δυσκόλως κοιμωμένης . τρυσιβίου ] καταπονούσης τὸν βίον . τρυσιβίου ] δαμαζούσης τὸν βίον . θυμβρεπιδείπνου : τὰς θύμβρας
6136492 ἱμειρουσα
φορᾷ καὶ τῇ ὁρμῇ , προὔτυψε παρὰ τῇ λαπάρᾳ αὐτοῦ ἱμείρουσα καὶ τοῦ φόνου τοῦ μέν τε ῥοιζηδά ] μετὰ
πεπότητ ' ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν ἀμφότερον βιότου τε καὶ ὕδατος ἱμείρουσα : ὣς τοῦ ὑπὸ στέρνοισι καταίθετο θυμὸς ἀνίῃ :
6135078 χλανιδιων
' ὡς τάχιστ ' ἄγε . Στρωμάτων δὲ ποικίλων καὶ χλανιδίων καὶ ξυστίδων καὶ χρυσίων , ὅς ' ἐστί μοι
, ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψύχουσα καὶ πόνῳ πόνον ἐκ νυκτὸς
6131965 ἠλεηται
ἐλπίσιν . Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις . Ἀμελοῦντα τοῦ ζῆν οὐκ
ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις : ἐπὶ τῶν ἀχαρίστων .
6128957 αὐξιφωτος
Σελήνη λαμβάνουσα τοὺς χρόνους ἐπὶ νυκτερινῆς γενέσεως ἐπίκεντρος οὖσα καὶ αὐξίφωτος ἀγαθὴ καὶ ἔμπρακτος καὶ ξενιτείας ἀγαθὰς παρέχει καὶ συστάσεις
ἐκφεύξεται τὰ φαῦλα . Σελήνη Ἄρει ἐπιμερίζουσα ἐπὶ νυκτερινῆς γενέσεως αὐξίφωτος οὖσα ἀγαθὴ καὶ ἔμπρακτός ἐστιν ἐν συστάσει , καὶ
6124785 ἀπολυσεως
τῆς φωνῆς ποινὴ , τουτέστιν ἀπόλυσις : ἐπεὶ ἡ ποινὴ ἀπολύσεως ἕνεκεν γίνεται . ποινὰ τίς : ἀμοιβὴ ἢ λύσις
ὑγρὸν καὶ οἷον ἀποπλύματα κρεῶν , ὅταν δὲ καιρὸς τῆς ἀπολύσεως ὑπάρχῃ , αἷμα καθαρόν , ἐπὶ τέλει δὲ θρόμβος
6119084 ἀγρυπνος
οἱ μὲν ἐπιβάται μεθύοντες εἰ τύχοι ἐγκαθεύδουσιν , ἐγὼ δὲ ἄγρυπνος καὶ ἄσιτος ὑπὲρ ἁπάντων ” μερμηρίζω κατὰ φρένα καὶ
καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν εὐθὺς ἀπ '
6111712 βραδυτητος
, τοῦτο δὲ καὶ μέτρον καὶ κριτήριον τάχους τε καὶ βραδύτητος ὅπως ἔχει ἕκαστα . κατὰ τοῦτον δὲ γίγνεσθαι τὰ
τὴν σελήνην : ὡς γὰρ ὁ ἡμίονος μέσος ταχύτητος καὶ βραδύτητος , οὕτω καὶ ἡ σελήνη μέση τῆς ἀκινήτου γῆς
6105571 οἰκτος
, δοκεῖν τοῖς ἔξωθεν ἀφρονεῖν . : θρῆνος ] Ὁ οἶκτος . : διδάσκαλος ] Τοῦ μὴ λυπεῖν τὸν Δία
ἀπαγγελεῖ . κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς . οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ ' , ἀλλὰ χαίρετ ' ,
6097292 ταλαιπωριης
παῦροι ταύτην διαφυγγάνουσι . Φθίσις δευτέρα : γίνεται μὲν ἀπὸ ταλαιπωρίης : τὰ αὐτὰ δὲ πάσχει ὡς ἐπιτοπλεῖστον , ἃ
καὶ ὑπὸ καύματος , καὶ ὑπὸ πυρετῶν , καὶ ὑπὸ ταλαιπωρίης καὶ ἀκρασίης : καὶ ὁκόταν ὑπερξηρανθῇ , ἕλκει τὸ
6094654 πικρια
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες ,
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος :
6094606 καταστολης
' ὅτε μετὰ πυρετοῦ καὶ ὀδύνης : χρείαν οὖν ἔχει καταστολῆς . χρηστέον τοίνυν ἰῷ ξυστῷ , καθ ' αὑτὸν
καὶ ἔρημον εὑρὼν παντὸς ἀγαθοῦ καὶ τῆς φωτοειδοῦς καὶ λαμπρᾶς καταστολῆς τοῦ θείου λουτροῦ , ἥν με ἐνέδυσας , γυμνὸν
6094580 σπασμων
ἀνεμνήσθη : ταχὺ δὲ πάλιν παρέκρουσεν : οὔρει δὲ μετὰ σπασμῶν ἀθρόον πουλὺ , ὀλιγάκις ἀναμιμνησκόντων , παχὺ , λευκὸν
, δέρμα μαλθάσσει , ἰσχναίνει , ἀνώδυνον , ῥιγέων , σπασμῶν , τετάνων παρηγορικόν : τὸ δ ' ἐν κεφαλῇ

Back