: οὐ γὰρ ὑπὸ μαντοσύνῃ ἀλλάσσεσθαι ὁκόσα τῇσι μοίρῃσι δοκέοντα ἐπέρχεται . Ἐγὼ δὲ πρὸς τάδε ἄμφω ἐκεῖνα ἔχω εἰπεῖν
Ἀγρομένοισι : ἀθροιζομένοις . παρασχεδόν : πλησίον . ἵσταται : ἐπέρχεται . Εὐλιπέες : λιπαροὶ , πιμελώδεις . τελέθωσι :
6011230 δεινη
? ? ἔδειξας ⌉ ? . ” νὺξ ἐπῆλθεν ἀμφοτέροις δεινή : τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο . ⌈ δεινότερον δ
γυνὴ παιδίον αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον :
5882602 ταρασσεται
] ἀήρ . θ ἐπιμαίνεται ] ἠχεῖ . ἐπιμαίνεται ] ταράσσεται . θ ἐπιμαίνεται ] σφοδρῶς κινεῖται . πάσχει ]
σκέλεα , καὶ ἀνακαθήμενος μᾶλλον βήσσει , καὶ ἡ γαστὴρ ταράσσεται , καὶ τὸ ἀποπάτημα πάνυ χλωρὸν καὶ κάκοδμον .
5865597 ἐπεισιν
τὴν δ ' ἐγὼ οὐ λύσω πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ , τηλόθι πάτρης ,
καὶ τὰ αὑτοῦ θεραπεύοντος . ταυτὶ μὲν οὖν μοι παίζειν ἔπεισιν , ὅπως εἴη σοι βοᾶν καὶ γελᾶν , οἷάπερ
5856548 ποθει
ἠξίουν ἐπανελθεῖν καὶ συνεχῶς ἔλεγον , ὁ Διὸς Κόρινθος ὑμᾶς ποθεῖ , ὁ Διὸς Κόρινθος δι ' ὑμᾶς λυπεῖται ,
οὓς περὶ τῆς συνθέσεως τῶν ὀνομάτων πεπραγματεύμεθα , πάντα ὅσα ποθεῖ τῶν ἐνθάδε παραλειπομένων εἴσεται . ἐγὼ δὲ τῇδέ πῃ
5828382 ἐπεισι
τὰ σκόροδα ” . τοῖς γὰρ ἐσθίουσι τὰ σκόροδα δάκρυα ἔπεισι διὰ τὴν δριμύτητα . διό φησιν “ ὡς δριμέα
μέρος οὕτω γινόμενα , ὧν τὸ μὲν φθάσαν παρῆλθεν , ἔπεισι δ ' ἕτερον μέχρι τῆς συμπληρώσεως : ὧν οὐδὲν
5735446 ἐγειρεται
πελιδνὸν ποιεῖ τὸν τόπον , καὶ ἐπ ' αὐτῷ ὄγκος ἐγείρεται : φλύκταιναι δὲ καὶ μᾶλλον ταῖς ἀπὸ τῶν ὄμβρων
κεφαλὴν τοῦ τροπαιούχου ἄνωθεν ὁρμήσαντος καὶ ὑπὸ δέους ἀπράκτου μείναντος ἐγείρεται πᾶς ἀνὴρ πρὸς τὴν χεῖρα καὶ μυρία καμὼν καὶ
5716165 καμνει
δεομένοις ἐπιφαινόμενος . καὶ ταῦτα μηχανώμενος δι ' αἰῶνος οὐδέποτε κάμνει . ὅπου δὲ θεὸς ὁ πάντων κάλλιστος καὶ φανερώτατος
νύ τοι ἦτορ ἐνὶ φρεσίν , οὐδέ τι γυῖα πρὶν κάμνει , πρὶν πάντας ἐρωῆσαι πολέμοιο . καὶ τὸν μὲν
5691004 παρεστιν
ἐπειδή περ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν , ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν : ὅταν δ ' ὁ θάνατος παρῇ , τόθ
διαιρέσεως αὐτὸ φθειράσης . Ὃ δὴ ὁτὲ μὲν τῷ αὐτῷ πάρεστιν , ὁτὲ δὲ ἀπογίνεται , πῶς οὐκ ἐν τοῖς
5687407 αὐρα
καὶ ἀπὸ τοῦ ἀήρ ἀέρος γενέσθαι ἀέρα καὶ κατὰ κρᾶσιν αὖρα , ὡς γράες αἱ γραῦς καὶ 〚 αἱ 〛
παρὰ τὸ ξυστὴρ , ξύστρα : καὶ πλεονασμὸς τοῦ υ αὖρα : ἄγγελος , παρὰ τὸ ἄγω ἄγελος καὶ ἄγγελος
5642100 ἐρχεται
ΒΕΓ : φανερὸν γάρ , ὅτι διὰ τῶν Β Γ ἔρχεται . Λέγω δή , ὅτι τὰ ἀπλανῆ ἄστρα ,
οὕτως τὸ εἶδος φύσις . οὐ γὰρ ὥσπερ ἡ ἰάτρευσις ἔρχεται μὲν εἰς ὑγείαν , ὀνομάζεται δὲ ἀπὸ τοῦ ποιοῦντος
5555974 εἰκει
αὐτοῖς ταχεῖαν καὶ λαμπρὰν σημαίνει τὸ δαιμόνιον , ἐπειδήπερ ἅπαν εἴκει τῷ πυρὶ καὶ οὐδὲν ὅ τι οὐχ ὑπὸ τοῦ
φησίν , ἀξιόπιστος ἀπειλῶν εἰκότως : δι ' ὧν γὰρ εἴκει , διὰ τούτων καὶ ἀπειλῶν ἀξιόπιστος : δεῖ γάρ
5553679 ἀπορος
καὶ στάζων ἱδρῶτα καὶ δεινῇ κρατούμενος ἀφωνίᾳ . ἐνταῦθα μόνον ἄπορος ἦν τῆς αἰσχύνης αὐτῷ τὴν γλῶτταν ἀγχούσης : τοσοῦτον
δὲ καὶ γυναίου χιτὼν ἀνεύθυνον , ὅταν ἡ σωτηρία πανταχόθεν ἄπορος ᾖ , μαρτυρία διαφανὴς οἱ Πέρσας παρὰ τὸ δεῖπνον
5528404 παρεστι
προμολὰς εἴρηκε τοὺς ἐκτὸς τοῦ ἄντρου τόπους . παρμέμβλωκε : πάρεστι . φαέεσσιν : ἀντὶ τοῦ φωτισμοῖς , φύσει γὰρ
πρός τι , δείκνυσιν οὕτως : εἰ τὰ δοξαστὰ αὐτὰ πάρεστι κατὰ τὸ ὑποκείμενον σὺν τῇ δόξῃ , οὔτ '
5412708 ὀλβος
: περισσὸν τὸ ἓν ὡς : οὐ μόνιμος ὁ μέγας ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος
καταστᾶσα ὅτι αὐτὴν δίκαιόν ἐστι , ἀναγορεύειν : ὁ γὰρ ὄλβος οὐ βέβαιος , ἀλλ ' ἐφήμερος ἐξίπτατ ' οἴκων
5390773 τρικυμια
] πάντα : χειμών , πνεῦμ ' , ὕδωρ , τρικυμία , ἀϲτραπαί ] ? , χάλαζα , βρονταί ,
δὲ ἐναντία χειμών , κλύδων , κλυδώνιον , ζάλη , τρικυμία , θάλαττα τραχεῖα , κοίλη θάλαττα καὶ κοιλαινομένη καὶ
5378525 νοσει
καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ ῥιγώσαντα νοσεῖ , καθάπερ ἡ ἄμπελος : ἀμβλοῦνται γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ
, οἷον ἐὰν εἴπω οὐχ ὑγιαίνει Ἄνυτος , δῆλον ὅτι νοσεῖ . ἐπὶ δὲ τῶν μὴ οὕτως ὄντων ῥημάτων πάντα
5362025 πλει
, περιπατεῖ Τρύφων , ζῇ Πλάτων , ἀναπνεῖ Διονύσιος , πλεῖ , τρέχει , χωρὶς εἰ μὴ ἐπὶ τῶν αὐτοπαθῶν
μὲν εὖρος πλεθριαῖαι , βαθεῖαι δὲ ἰσχυρῶς , καὶ πλοῖα πλεῖ ἐν αὐταῖς σιταγωγά : εἰσβάλλουσι δὲ εἰς τὸν Εὐφράτην
5360153 παρισταται
, καὶ ψεῦδος περιέχει νῦν : οὐ γὰρ ἡ Ἀθηνᾶ παρίσταται ἑκάστῳ , ἀλλ ' ὁ Ὀδυσσεύς . . ἀστερίσκος
γὰρ ζῶντες ἡμεῖς τοῦ βίου ὄντως γὰρ ἡμῖν νῦν πλάνη παρίσταται . } Ὅταν θέλῃ τις τἀτρεκῆ προμανθάνειν , μάτην
5355697 ζαλην
καὶ εἰς δάκρυα ἐμβάλλομαι διηγουμένη τὴν ἐκ θεῶν ἐπελθοῦσάν μοι ζάλην καὶ τὸν κλύδωνα τῶν συμφορῶν καὶ τὴν ἀλλοίωσιν τῆς
. κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν ] θόρυβον , ζάλην . νεφέλαν ] θλῖψιν . νεφέλαν ] τὴν τῆς
5345143 ἀγει
' αὖ κακότητα φράσασθαι δύστλητον : τοίην γὰρ ἐπὶ στυγερὴν ἄγει ἄτην . ἠοῖ δὲ πρώτῃ χαλεπὴ πέλει , εὖτε
, οὐχ εὑρήσετε . ἐπὶ τούτοις με νῦν μὲν ἐνταῦθα ἄγει , νῦν δ ' ἐκεῖ πέμπει , πένητα δείκνυσι
5334062 ἡκει
σοί τι τῶν δεόντων γίγνοιτο . Ἰδού σοι καὶ Ζωίλος ἥκει τὰ πλείστου μὲν ἄξια τῷ δεσπότῃ διακονῶν , τῇ
γενέσεως μετέχει τινὸς κάλλους : ὅπου γε καὶ μέχρι σώματος ἥκει τὸ καλόν : μόνη γὰρ αἰσχρὰ ἡ ὕλη ,
5310618 ἐλαμψεν
ἀνασελγαινόμενος ] κατακωμῳδούμενος . οὐδ ' εἰ Κλέων γ ' ἔλαμψεν : τοῦτό φησιν ὡς τοῦ Κλέωνος ἀπὸ δυσγενῶν ἐκλάμψαντος
οὖλον καὶ ἔνδοξον . καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς , ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ ἥλιος . καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν
5288381 δολος
ἔσω ἐπήδησεν . τὸν μέν : τὸν κύνα . Κρυπτὸς δόλος : ἡ πάγη . βόθρῳ : λάκκῳ , .
. . . ἀτεχνῶς : ἀδόλως : τέχνη γὰρ ὁ δόλος : Ὅμηρος : ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες . ἰστέον
5276086 ζαλη
ὄντα καθ ' Ὅμηρον ταλασίφρονα ὁ κατακλυσμὸς ἐκεῖνος καὶ ἡ ζάλη καὶ ἡ τρικυμία , ἀωρὶ μὲν ἀρξαμένη , πολλὴ
. τὰ δὲ ἐναντία χειμών , κλύδων , κλυδώνιον , ζάλη , τρικυμία , θάλαττα τραχεῖα , κοίλη θάλαττα καὶ
5255614 πορευεται
νενομισμένου καιροῦ τοῖς νέοις ἀναφύοντος τὸν ἴουλον . στείχει ] πορεύεται . στείχει ] κινεῖται . στείχει ] ἐξέρχεται .
σφοδρῷ ἱσταμένου θέρους , πιεζόμενος ὑπὸ λιμοῦ ἀνὰ τὰ ὄρη πορεύεται ζητῶν ἐξ αἰγῶν ἢ προβάτων αὑτῷ τινα πορίσασθαι τροφήν
5252852 ὀκνος
' ἀλλοτρίοις κακοῖς . Τοῦ φόβου πάλιν εἴδη ἕξ , ὄκνος , αἰδώς , αἰσχύνη , κατάπληξις , ἔκπληξις ,
: ἐπεὶ καὶ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν ὃ δωρεῖται λέγειν μὲν ὄκνος εἰς τοὺς πολλοὺς διὰ τὸ κακῶς τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ
5248074 φθονος
ἀκοὴ τούτους λυπεῖ ἢ ἄλλο τι . Κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος ὁ μὲν γὰρ βέλτιστος φθονεῖται διὰ τὰ προσόντα αὐτῷ
ἀτελής , μή που μέμψις , μή που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν
5237386 ἀπηλθες
τί φὴς ἰδὼν ἔνθεν γε πᾶς δ ' ἐλευθερῶν † ἀπῆλθες εὐθὺς ὡς ταχύ . σιωπῇ φασι τούτῳ τῷ θεῷ
' ἐλευθέραν τὰς πλησίον Νύμφας στεφανοῦσαν , Σώστρατε , ἐρῶν ἀπῆλθες εὐθύς ; εὐθύς . ὡς ταχύ . ἦ τοῦτ
5235276 θρασος
καὶ παραδόξου ταύτης ἀποδημίας ; Νεότης μ ' ἐπῆρε καὶ θράσος τοῦ νοῦ πλέον . Παῦσαι , μακάριε , τραγῳδῶν
ὥσπερ οὐχὶ σῴζεται . Ποῖ γάρ ποτ ' ἐμβλέψασα τοιοῦτον θράσος αὐτή θ ' ὁπλίζῃ κἄμ ' ὑπηρετεῖν καλεῖς ;
5230738 φιλαργυρια
τυχόντων ὅλῃ τῇ Ἑλλάδι αἴτιος γεγενῆσθαι Δημοσθένης καὶ ἡ τούτου φιλαργυρία ; ἢ προσήκειν αὐτὸν ὑφ ' ὑμῶν ἐλέου τινὸς
ἡμέρᾳ ὡς ἐν νυκτὶ πορεύεται . Τέκνα μου , ἡ φιλαργυρία πρὸς εἴδωλα ὁδηγεῖ , ὅτι ἐν πλάνῃ δι '
5225877 ἡδεια
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν
5220349 θαρσος
, τῆς ἐμῆς μητρὸς πάρα ; τῶνδ ' οὐ πάρεστι θάρσος , οὐδ ' ἔχω τί φῶ χέουσα τόνδε πέλανον
ἐστιν ἃ διὰ πολλῆς φροντίδος παρασκευασθέντα ἱκανὰ εἶναι δοκεῖ μοι θάρσος τε καὶ προθυμίαν τῆς ἀποστάσεως ὑμῖν παρασχεῖν . ὃν
5200527 πασχω
ὁρᾷ οὐδὲ μετέρχεται αὐτῶν τὰς ἀσεβείας καὶ ἀσυνεσίας : † πάσχω δηλονότι : μοῦσαν οὐράνιόν φησι τὴν μεγάλην καὶ περίβλεπτον
' : ὦ τάλαιν ' ἐμὴ πατρίς , ὡς δεινὰ πάσχω . τί δέ με καὶ τεκεῖν ἐχρῆν ἄχθος τ
5167884 ἐξελαμψεν
γὰρ ἔχει χάριν : αὐθάδης δὲ τρόπος πολλάκι δὴ βλαβερὰν ἐξέλαμψεν ἄταν . Τὸ μὲν ἰσχυρὸν γενέσθαι τῆς φύσεως ἔργον
τὴν γένεσιν ἐρεῖς τι καὶ περὶ φύσεως , οἷον ὅτι ἐξέλαμψεν ἐξ ὠδίνων εὐειδὴς τῷ κάλλει καταλάμπων τὸ φαινόμενον ἀστέρι
5126988 ἀνιερος
ὅρκων , οἰόμενος κατακλήσει θεοῦ πίστιν ἐργάζεσθαι τοῖς ἀκούουσιν . ἀνίερος δ ' ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ βέβηλος ἴστω ,
κοινῇ συμφέρον . ἐπιθυμία μὲν οὖν βέβηλος καὶ ἀκάθαρτος καὶ ἀνίερος οὖσα πέρα τῶν ἀρετῆς ὅρων ἐλήλαται καὶ πεφυγάδευται δεόντως
5122434 χωρει
γὰρ τὴν ἐξαίφνης ἔφοδον τῶν ἀκουσθέντων ἢ θεαθέντων εἰς βάθος χωρεῖ τὸ λογιστικόν . τὸ δὲ ἄχθος ἐστὶ λύπη βαροῦσα
τῶν ἄλλων τοῦ σώματος πόρων καὶ τῷ λόγῳ θεωρητῶν εἴσω χωρεῖ , θερμανθεὶς δὲ εἰς τὰ ἔξω πρὸς τὸ συγγενὲς
5116557 ἐφανη
. καὶ γὰρ ἐκεῖνος ὡς ἔοικε τρώγων σίκυον , ὡς ἐφάνη μελιτώδης ὁ χυμός , ἠρώτησε τὴν διακονοῦσαν , ὁπόθεν
ῥίζης γεγονὼς καὶ τηλικοῦτο βάρος οἰκίας καὶ γένους διαδεδεγμένος ἄξιος ἐφάνη τῆς τῶν προγόνων δόξης . ἐκ παίδων γὰρ Ἑλληνικῆς
5115937 εὐμεταβολος
παλιμβολία : ἡ εὐμετάβλητος γνώμη . παλίμβολος : ἀδόκιμος . εὐμετάβολος . ἀνελεύθερος . Κλήμης . δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ
, μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος . εἴρων ] φιλόκακος , εἰρωνευτής . , παίζων
5110358 γελᾳ
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο
5097944 χαλεπαν
. Εὖ : καθόρα πέλαγος : παρὰ γᾶν ἔκφευγε Νότου χαλεπὰν φοβερὰν [ διαποντοπλανῆ ] μανίαν . Χαίρετε συμπόται ἄνδρες
? : καθόρα πέλαγος , παρὰ γᾶν | ἔκφευγε νότου χαλεπὰν φοβερὰν [ διαποντοπλανῆ ] μανίαν ? . [ ἐκ
5093275 ὠφθη
ἤκουσε , καὶ Ὀδυσσεῖ δὲ ἐν διχοστασίᾳ ξυγγενόμενος οὕτω μέτριος ὤφθη , ὡς καλὸς τῷ Ὀδυσσεῖ μᾶλλον ἢ φοβερὸς δόξαι
σκύμνους , ἐπειδὰν φεύγῃ τι ἑαυτῆς μεῖζον ; καὶ ἔχιδνα ὤφθη ποτὲ τοὺς ὄφεις , οὓς ἀπέτεκε , λιχμωμένη καὶ
5090397 φοβος
καὶ ἀπόλλυνται οἱ ἐκφοβούμενοι . εἰ δὲ ὑφειμένος ἐστὶν ὁ φόβος , σπασμὸν ποιεῖται . Καὶ τὸ χρῶμα μεταβάλλουσι χλωρὸν
ἐν τοῖς ὅπλοις . ἤδη δέ τις εἶπεν ὡς οὐδεὶς φόβος οὐδενὸς κινδύνου τῆς ψυχῆς ἥψατό σου . μέγιστον δέ
5079673 ἐπηλθε
τὴν ζωοποιὸν αὐτῆς ὀνειρώξαντι δύναμιν αὐτοκίνητον αὐτὴν καὶ ἀεικίνητον προσαγορεῦσαι ἐπῆλθε , τοσοῦτον τοῦ ἐγκαλεῖν ἀπέχομεν , ὅσῳ καὶ προσεπαινοῦμεν
μάλιστα δ ' ἐς ἀγῶνα χρήσασθαι θαρροῦντι τῷ στρατῷ διανοούμενος ἐπῆλθε καὶ ἀντεστρατοπέδευσε τῷ Καίσαρι περὶ Φάρσαλον , καὶ τριάκοντα
5079383 μακρος
κατὰ δύναμιν . ” Θεαίτητος κάθηται . “ μῶν μὴ μακρὸς ὁ λόγος ; Οὔκ , ἀλλὰ μέτριος . Σὸν
καὶ καλὰ ταῦτα ἐγίγνωσκες , ὡς οὐχ αἱρετὸς βίος ἀνθρώπῳ μακρὸς , εἰ μὴ προσέσται τὸ πράττειν τὰ δέοντα .
5077520 οἰχεται
' ἐρῶ λοπάδος ἑψητῶν . Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ '
καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ ' ἐπίτειλον , ἄναξ . οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί : παῦροι δ ' ἐν
5070543 ζοφος
ὑπ ' Αἰακίδαο χέρεσσι δάμνασθ ' : ἀμφὶ δέ μιν ζόφος ἔκρυφε : τὴν δ ' ὀρόθυνεν αἰὲν ἄιστος ἐοῦσα
λέγων ὦ φίλοι , οὐ γάρ τ ' ἴδμεν ὅπῃ ζόφος οὐδ ' ὅπῃ ἠώς , οὐδ ' ὅπῃ ἠέλιος
5041196 εὐφροσυνη
θρασύδαιον δηλονότι καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ . τούτων γὰρ ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ δόξα ἡ ἐκ τῆς νίκης διαλάμπει :
τοὺς ἀμέτρως αὐτῆς πίνοντας τὸ πόμα . . γάνος ] εὐφροσύνη . εὐφραῖνον τοὺς συμπίνοντας . . αἰὲν ἐν φύλλοισι
5023413 πηματων
, ἐκποδὼν ἔλα . ὦναξ Παιάν , ἀπότροπος γένοιό μοι πημάτων . θαρσεῖτε Νυκτὸς τήνδ ' ὁρῶντες ἔκγονον Λύσσαν ,
συμφορῶν γὰρ αἱ θεαὶ αἴτιαι . μὲν ] δέ . πημάτων ] συμφορῶν . σεσαγμένων ] σεσωρευμένων . λέγειν ]
5022463 φαινεις
Ὦ Ζεῦ , τί τοῦτο , ” ἔφην , “ φαίνεις ἡμῖν τέρας ; ἀλλ ' εἰ τῷ ὄντι σὸς
περιεστώτων χάριν . Ἐκ τῶν πολεμίων εἰσάγεις θρυαλλίδα . Ἔπειτα φαίνεις δῆτα διὰ θρυαλλίδα ; Αὕτη γὰρ ἐμπρήσειεν ἂν τὸ
5022258 γεγενησαι
ὑπισχνούμενος οὐκ ἐνεπίμπλασο : ἐπεὶ δὲ κατέπραξας ἃ ἐβούλου καὶ γεγένησαι ὅσον ἐγὼ ἐδυνάμην μέγιστος , νῦν οὕτω με ἄτιμον
. Ἀσπάζομαι . Τί φησιν ; Ἀρχαία φίλη , πολιὰ γεγένησαι ταχύ γε , νὴ τὸν οὐρανόν . Τάλαιν '
5016383 πειθω
, πῶς οὐ χρὴ τὴν ἀπὸ τῶν ἔργων ἕξειν αὐτὰ πειθὼ βεβαιοτέραν ; ἔτι δὲ εὔθυμός εἰμι καὶ διὰ τὸ
διὰ τῶν λόγῳ τε καὶ πείρᾳ γινωσκομένων οἱ μὲν ἐς πειθὼ προαγόμεθα , οἱ δὲ τὰ ἐς αὐτὴν πραγματευόμεθα .
5010298 γινομαι
ἀτόμους διαλύομαι , ὕδωρ γίνομαι , [ καὶ ] ἀὴρ γίνομαι , πῦρ γίνομαι : εἶτα μετ ' ὀλίγον οὔτε
πεπίστευκ ' : ἐμβλέπων γὰρ αὐτόθι τοῖς ἰχθυοπώλαις λίθινος εὐθὺς γίνομαι : ὥστ ' ἐξ ἀνάγκης ἔστ ' ἀποστραφέντι μοι
5007090 ταρασσει
οὐκ οὐρέεται δέ . Γογγυλὶς καυσῶδες , ὑγραίνει δὲ καὶ ταράσσει τὸ σῶμα , οὐ μέντοι διαχωρέει , δυσουρέεται δέ
λοχαγῶν , ὥς μοι ὑφ ' ἥπατι † χλωρὸν δεῖμα ταράσσει † τίν ' αὐδὰν τάνδε προσφέρεις νέαν ; στράτευμα
5002577 ἀμετρος
ἀρετῶν εἰσὶν ἔρωτες : μηδ ' ἄρρυθμος ἔλθοις : μηδὲ ἄμετρός τις καὶ ἄτακτος ἔλθοις . ῥυθμὸς γάρ ἐστιν ἡ
ἀρετῶν εἰσὶν ἔρωτες : μηδ ' ἄρρυθμος ἔλθοις : μηδὲ ἄμετρός τις καὶ ἄτακτος ἔλθοις . ῥυθμὸς γάρ ἐστιν ἡ
5000197 βαινει
τέλειον ἐστὶν ἠλεός . Ἠλίβατος . ἐφ ' ἣν πρώτην βαίνει ὁ ἥλιος : ἢ ἡ παραθαλασσία , ἡ ἐφ
πρὸς ἄλληλά τε οὕτως . ὑπείκει δὲ ὅσον ἐπὶ σμικροῦ βαίνει : τὸ δὲ ἐκ τετραγώνων ὂν βάσεων , ἅτε
4997381 μοχθων
οἰκειακὰς λύπας . ἐπὶ δὲ νυκτερινῆς γενέσεως μετὰ σκυλμῶν καὶ μόχθων πράξεις καὶ στρατείας , ἀγαθούς τε καὶ ἐπικερδεῖς καὶ
ἀπαλλαγή ] ἐλευθερία τέρμα ] τέλος προκείμενον ] ἤγουν φανερόν μόχθων ] πόνων ἐκπέσῃ τυραννίδος ] βιαίως ἐκβληθήσεται τῆς βασιλείας
4996120 ἐγγινεται
φυσική τις καὶ λοιμώδης . Ὑπὸ κύνα γὰρ οἰστρᾷ καὶ ἐγγίνεταί τι σκωλήκιον ἐν τῇ κεφαλῇ καὶ φθείρεται : ἡ
πᾶσαν μάχην , ὡς ἐπὶ πολὺ ἐκτεινομένης τῆς παρατάξεως , ἐγγίνεταί τισι τῶν βάνδων ἀφανῶς λειποτακτεῖν καὶ γίνεσθαι πρόφασιν ἀναχωρήσεως
4991753 ὀξυτερη
ἐρεύξιεϲ , ὀξυρεγμίη . ἐπὶ δὲ τοῖϲι καρδιώϲϲουϲι καὶ αἴϲθηϲιϲ ὀξυτέρη , ὡϲ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦϲαι μᾶλλον ἢ πρόϲθεν ,
ἀποτυχὼν ἀπώλεσε καὶ θυγατέρα . Δου . γυνὴ πολλὰ ἀνδρὸς ὀξυτέρη πρὸς κακοφραδμοσύνην . , Δου . κόσμος ὀλιγομυθίη γυναικί
4983891 μορος
βάτραχον ἐξεδίκησεν . ὁμοίως κἀγώ , ἄνδρες , ἀποθανὼν ὑμῖν μόρος ἔσομαι : καὶ γὰρ Λύδιοι , Βαβυλώνιοι , καὶ
: καί μοι Γεργίθων τε φόνος μέλει ἀπτολεμίστων πισσήρων τε μόρος καὶ δένδρεον αἰεὶ ἀθαλλές . Κλέαρχος δὲ ἐν τετάρτῳ
4982896 παρερχεται
δεῖ ποιεῖν ἢ λέγειν καθίστανται . καὶ οὐδὲ Πλάτων αὐτὰς παρέρχεται . ἀλλὰ καὶ οὗτος ἀξιοῖ τὴν Πυθίαν ἐρωτᾶν ὁπόταν
παλαιφάτων ἀρᾶν βαρέαι καταλλαγαί : τὰ δ ' ὀλοὰ πενομένους παρέρχεται , πρόπρυμνα δ ' ἐκβολὰν φέρει ἀνδρῶν ἀλφηστᾶν ὄλβος
4981122 ἰσχει
δ ' ὑπὲρ αἴης ῥίζα καὶ οὐ βυθόωσα Πελεθρόνιον νάπος ἴσχει . ἣν σὺ καὶ αὐαλέην ὁτὲ δ ' ἔγχλοον
ἀλύει , καὶ ὁκόταν ἀναστῇ ἢ προέλθῃ , ὀρθόπνοια αὐτὴν ἴσχει , καὶ ὅ τι ἂν φάγῃ ἢ πίῃ ,
4979755 ἀγι
ἀελίω ] κόθαρον φάος [ ὄψεσθ ' , ἀλλ ' ἄγι μὴ μεγάλων ἐπ [ καὶ γὰρ Σίσυφος Αἰολίδαις βασίλευς
[ ] ! [ [ ] ος ? ἀλλ ' ἄγι [ ποτα ] κἄλλοτα : [ ] ! γεξερ
4974714 εἰσερχεται
ὅσους δὲ τούτων μὲν μηδενὸς μήτ ' ἐπιθυμία μήτε ζῆλος εἰσέρχεται , τὴν πλεονεξίαν δ ' ἀγαπῶσιν ἣν διὰ τοῦ
μορφοῦντα παντοίαν χρόαν ] . τὸ ἐκ πυρὸς γὰρ στοιχεῖον εἰσέρχεται εἰς πῦρ νικῶν ἔκκαυσιν ὡς καὶ τὴν φλόγα ,
4974219 βραχυς
ὅ τε καιρός , ὃν τὰ πράγματά μοι δίδωσι , βραχύς , ἐν ᾧ λέγειν μὲν ὀλίγα δεῖ , πράττειν
ἐπῳδὰς ἐκ φιλοσοφίας ἐπίσταται . εἰ δ ' οὖν καὶ βραχύς σοι λόγος ἡμῶν , ἀλλὰ μὴ τά γε Κέλσου
4969812 ὑπνος
χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς
, καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ
4969456 βια
γὰρ ἐπὶ τούτων ὁ χυμὸϲ καὶ πυρετωδέϲτεροϲ καὶ ϲφοδροτάτη ἡ βία τοῦ πυρετοῦ . ἐπὶ γὰρ τῶν τοιούτων νοϲημάτων Ἱπποκράτηϲ
οὖσα φαρμάκοις οὐ πείθομαι . Οὔτε Διὸς βρονταῖς Σαλμωνέος ἤρισε βία , ἀλλ ' ἔθανεν ψολόεντι δαμεῖσα θεοῦ φρένα βέλει
4968701 φανεις
, νικηφόρος τροπαιοῦχος ὀνομαζόμενος , ὡς ἀπ ' Ὀλυμπίων αὐτῶν φανεὶς τοῖς κινδυνεύουσι σύμμαχος , καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἶτα
τοίης τιμῆς δὲ * * * στίλβων δ ' Ἑρμείαο φανεὶς ἐπὶ τὴν δύσιν ἀστὴρ * * * * *
4964887 περιγινεται
καὶ φρονήσεως : εὐπορία δὲ χρημάτων πολλοῖς καὶ διὰ τύχην περιγίνεται . Ἀτυχὴς ὁ ἀτυχίαν μὴ φέρων . Νόσος ψυχῆς
σὺν ᾧ μάλιστα καὶ τὸ κρατεῖν τοὺς ἥσσους τῶν πλειόνων περιγίνεται , συνέσει πρὸ δυνάμεως πιστεύοντας . Τούς τε πλείονας
4954150 ὀχλειται
ἄνθρωπος ἐν μὲν τῷ ἐπείγεσθαι πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἐξ ἀνάγκης ὀχλεῖται , τυχὼν δὲ οὗ ἐπόθει καὶ τῆς ὀχλήσεως ἀπαλλάττεται
πενίαν πήρωσιν ἀλγηδόνα νόσον , κοινῶς ἀφροσύνην , οὐ μόνοις ὀχλεῖται τούτοις , ἀλλὰ καὶ παμπληθέσιν ἄλλοις τοῖς δι '
4939915 ἑρπει
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ ,
4938126 βλαπτεται
βλάπτεται : ἴσον γάρ ἐστι τῷ εἴ τις μεθύει , βλάπτεται . τὸν τοιοῦτον λόγον ἀκριβέστερον ἐν τῷ περὶ συντάξεως
ὅλου τοῦ προσώπου : βαρεῖται γὰρ ὑπὸ τῶν καταπλασμάτων καὶ βλάπτεται πρὸς τῶν ἐμβροχῶν καταρρεουσῶν . καὶ ἐπὶ τῶν πολυκινήτων
4934507 ὑπεικει
καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα ” , ἐπειδὴ οὐ πᾶν μαλθακὸν ὑπείκει τῷ δακτύλῳ . τῷ δὲ εἰπεῖν “ τὰς κρίσιας
ἀθάνατος ἀλλὰ θνητός : ἐπειδὴ οὖν τῇ σῇ προστάξει πάντα ὑπείκει καὶ φρίττει καὶ τρέμει ἀπὸ προσ - ώπου δυνάμεώς
4934435 ἠγειρα
ἐκ δ ' ἀμφοτέροιιν ἀτρεκὲς αἷμ ' ἔσσευα βαλών , ἤγειρα δὲ μᾶλλον . τώ ῥα κακῇ αἴσῃ ἀπὸ πασσάλου
ἀείρω , ὁ μέλλων ἀερῶ καὶ ἀόριστος ἤειρα , ὥσπερ ἤγειρα , καὶ ἡ μετοχὴ ἀείρας , καὶ κράσει τοῦ
4933511 ἐλεος
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
4928628 γεγηθα
φαεσφόρωι Κύκλωπος ὄψει καὶ συναυανῶ κόρας . ἰοὺ ἰού : γέγηθα μαινόμεσθα τοῖς εὑρήμασιν . κἄπειτα καὶ σὲ καὶ φίλους
μ ' ἔστ ' ἀναγκαίως ἔχον . Ἥδομαι γὰρ καὶ γέγηθα καὶ πέπορδα καὶ γελῶ μᾶλλον ἢ τὸ γῆρας ἐκδὺς
4928167 ῥᾳδιος
εἰ μὴ μετὰ ἀνάγκης ταῦθ ' ἡμῖν παρασχόντας . Εἰ ῥᾴδιος ὁ πορισμὸς ἦν , οὐκ ἂν περιεμείναμεν βραδυτῆτι διαβαλεῖν
τὸ ῥᾳδίως , καθὰ καὶ ἐν ὀνόμασι τὸ ῥαΐδιος καὶ ῥᾴδιος καὶ ῥάϊος καὶ ῥᾷος , καὶ Λάϊος καὶ Λᾷος
4925355 μουνης
καὶ τὸ τεῆς : ἧστινος ἐμίσησεν κλῶνας ] τὰ κλωνάρια μούνης ] μόνη . γράφεται μούνη στέφος ] τὸν στέφανον
σπουδαίη ὥστε ἢ Ἀσίῃ ἢ Εὐρώπῃ παραβληθῆναι , πλὴν Κίνυπος μούνης : τὸ γὰρ δὴ αὐτὸ οὔνομα ἡ γῆ τῷ
4917751 αἰδως
: ἱκανὼ γὰρ τὼ φύλακε κωλύοντε , δέος τε καὶ αἰδώς , αἰδὼς μὲν ὡς γονέων μὴ ἅπτεσθαι εἴργουσα ,
οὐκ ἐθέλει νεικεῖν : ἵνα γὰρ δέος , ἔνθα καὶ αἰδώς . οὐκ ἐφάμην Ἀχιλῆϊ χολωσέμεν ἄλκιμον ἦτορ ὧδε μάλ
4913756 ὀργη
δυνηθεῖσα , καὶ αὐτὴ συνεσθίει τοῦ θανάτου τὸ φάρμακον . ὀργὴ διὰ ταῦτα τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μητέρα , καὶ
πόνου . ἀλλὰ τοῦτό γε πάντες ἴσμεν , ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τῆς τιμωρίας κατὰ τῆς ὕλης ὄρεξις πάθη
4913740 φοβουμαι
Ἄργου γηγενοῦς : † ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται
τοῦ ἐμοῦ τάφου παρακαθημένην τὴν ἐμὴν ὁμόκοιτον γυναῖκα καὶ σύζυγον φοβοῦμαι μή τι κακὸν αὐτῇ ἐπιγέγονε . τὰς χοὰς δέ
4910827 ἀτης
σεμνῶν εἰς ἄσεμνα χωρούντων . Ἀπήντησε κεραυνοῦ βολὴ πρὸς ὑπέρτατον ἄτης : ἐπὶ τῶν ἄξια πασχόντων ὧν ἔδρασαν . Ἅπερ
πολεμιστήν . ” ὁ δὲ Ἀπίων ἀμφότερα ἐτυμολογῶν ἀπὸ τῆς ἄτης , οἷον ἀτῆσαι : πληρωτικὰ γὰρ τὰ κακά .
4905714 ὠπται
θῆλυς ἐπιτρέχει μορφή , δι ' ἣν καὶ ὁ βίος ὦπται τοιοῦτος , ἐν δὲ γυναιξὶν ἀνδρεῖον εἶδος , ᾧ
καὶ ἕνα νεφρὸν καὶ δύο ἥπατα , ἀκάρδιον δὲ οὐδὲν ὦπται οὐδὲ δικάρδιον . τῶν δὲ ἐναίμων ἤδη ὦπταί τινα
4902280 ἐνεπεσε
ἐπεὶ δὲ τοῦτ ' ἐγένετο , πολλὴ μὲν εὐθυμία πᾶσιν ἐνέπεσε , πολλὴ δὲ φιλότης ἀλλήλων , θάρσος τ '
σύμπαν αὐτοῦ σῶμα εὐλῶν ἐξέζεσεν . τοσόσδε διὰ τῆς νυκτὸς ἐνέπεσε σεισμός , ὥστε ἐξέθορον ἐκ τῆς κοίτης , σκηπτοί
4893403 στειχει
βασιλεύς : τὸ ἑξῆς : καὶ μὴν βασιλεὺς ὅδε δὴ στείχει Μενέλαος ἄναξ , τῶν Τανταλιδῶν ἐξ αἵματος ὤν ,
τοιαῦτα κἀγὼ σημανῶν ἐλήλυθα : ἀνὴρ γὰρ ἀλκῆς μυρίας στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας
4884232 πονος
κεφαλὴν ἐρείδει , καὶ ὑπὸ τῆς ὀδύνης , ὅταν ὁ πόνος ἔχῃ , οὐ δύναται ἀνορῇν : τὸ δὲ σῶμα
γὰρ καὶ ἡδὺν πόνον καὶ ἐνσεσαγμένον φησί , ποῖος δὲ πόνος ἡδὺς καὶ ἐνσεσαγμένος οὐκ οἴδαμεν . τί δαὶ ἀπὸ
4882815 λυπρος
. Μελινναίαν τὴν αὐτὴν διὰ τὸ ἡδὺ τῆς συνουσίας . λυπρὸς ὁ λυπηρὸς παρὰ τὸν Ἅιδην δεννάσει καὶ ὑβρίσει .
μόνος ἐπίσταται θεῶν φίλων δ ' ὅ τ ' ἐλθὼν λυπρὸς ὅ τ ' ἀπιὼν βαρύς μέλας γὰρ αὐταῖς οὐ
4882362 λευσσων
[ δράκων πάροικος ? [ [ γοργωπὰ ] ? ? λεύσσων [ πήληκα σείων , οὗ φοβ ? [ ποιμένες
. ἀλλ ' ὦ δι ' ἁγνῶν [ ] ἐμπύρων λεύσσων τύχας Δαναοῖσιν ? , [ εἰπὲ ] τῇδε συμφορὰν
4881256 θεοθεν
. οὔκουν δεινόν , εἰ γῆ μὲν κακὴ τυχοῦσα καιροῦ θεόθεν εὖ στάχυν φέρει , χρηστὴ δ ' ἁμαρτοῦς '
καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν . θεόθεν δὲ πνέοντ ' οὖρον ἀνάγκη τλῆναι καμάτοις ἀνοδύρτοις .
4868201 συμφορα
. , ἐπειδὴ δὲ ἡ ναυμαχία [ ] καὶ ἡ συμφορὰ τῆι πόλει ἐγένετο , δημοκρατίας ἔτι οὔσης , ὅθεν
ὄφελόν σε κἂν Θρᾲξ νικήσας ὕβρισεν : οὐκ εἶχεν ἡ συμφορὰ διὰ τὴν ἀνάγκην ὄνειδος . νῦν δέ , κακόδαιμον
4861000 δυστυχης
περὶ τῆς Σικελίας , ἔσθ ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δυστυχὴς ὅτῳ ταῦτα ἤδη ἀφικέσθαι παρέστη , ὥστε τὴν πόλιν
τράγον Πανὸς ἱερὸν κατέθυσέ τε καὶ σκευάσας ποικίλως ταύτην ὁ δυστυχὴς ἄρα τὴν δαῖτα ἄσατο , Αἰγυπτίων τε λεὼν πάμπολυν
4860212 τερψις
μέν , οἷς ἐπόνουν , ἐτρέφοντο : τοῖς δὲ ἡ τέρψις ἐτελεύτα πρὸς ἔνδειαν . οὕτως νεότης πονεῖν οὐκ ἐθέλουσα
ἐτὸς ἰξευτῆρι ἄγρη νόσφι πόνοιο : πόνῳ δ ' ἅμα τέρψις ὀπηδεῖ μούνη , καὶ φόνος οὔτις : ἀναίμακτοι δὲ
4852993 λυπη
ἡδύ , ἥδεσθαι : ἐπιθυμία , ἐπιθυμητόν , ἐπιθυμεῖν : λύπη , λυπηρόν , λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν ,
καθὸ ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα . εἰ οὖν ἡ λύπη κακὸν καὶ φευκτόν , τῷ δὲ φευκτῷ καθὸ φευκτόν
4852865 στενει
ἐγγύθεν βλέπει . ὅστις λέγει κάκ ' εὖ φρονῶν σιγῇ στένει . ἄγει τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τὴν δίκην
. στένει πόλισμα ] στενάζει , θρηνεῖ ἡ πόλις . στένει ] στενάζει . πόλισμα ] οἱ πολῖται : ἐκ
4851143 ἀπαντᾳ
, καὶ τοῦτο φέρει ἄνω παρὰ τὸν ἀέρα , καὶ ἀπαντᾷ τοῖς νέφεσιν : ἐκεῖναι δεχόμεναι στέγουσιν ἐν ἑαυταῖς ,
ἀδύνατον ἄρα καὶ ὁρίσασθαί τι . Πρότερον πρὸς τὸ προσεχὲς ἀπαντᾷ ὡς κακῶς εἰπόντος Σπευσίππου ἕτερον εἶναι τῇ φύσει τὸ
4851121 τολμα
δίαιτα . Τὰ εἰς ΜΑ θηλυκὰ σπάνια ὄντα βαρύνεται : τόλμα Θέρμα : ἀττικῶς δὲ τόλμη καὶ Θέρμη . Τὰ
μὴ πρὸς παίδων οὓς ὀρφανιεῖς , ἀλλ ' ἄνα , τόλμα . σοῦ γὰρ φθιμένης οὐκέτ ' ἂν εἴην ,
4850354 ἱκνειται
] ῥάιδιον γὰρ τὸ εὔχεσθαι . διπλῆς . . . ἱκνεῖται ] διπλῆι μάστιγι ἐπλήγημεν . μαράγνης ] μάστιγος .
ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς ἧς ἡ ἀρχή : ἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέων . καὶ αὕτη γὰρ κώλων ἐστὶν
4847457 φιλει
ἃ καὶ ἑαυτοῖς παρεῖναι σπεύδουσιν . ὅταν οὖν τὸ ὡς φιλεῖ τις ἑαυτὸν διήκει καὶ πρὸς ἄλλον καὶ φιλῇ κἀκεῖνον
του φιλονεικούντων ἀλλήλοις κατ ' ὀλίγον τε αὐτοῖς , οἷα φιλεῖ , τῆς ἔριδος αὐξομένης ἀνέβη τὰ τῆς φιλονεικίας μέχρι
4847094 πεπονθα
. διότι . ἐχρῆν : Ἀντὶ τοῦ χρή . . πέπονθα : Ἔπαθα . . ἔπαθον . . δεινὰ :
προτέρων φρενῶν ἀπολειφθεὶς καὶ μανείς : † ἄλλως : τί πέπονθα ἀπολειφθεὶς τῶν πρὸ τῆς μανίας φρενῶν : † ἄλλως
4844817 ἀϊσσει
λαιὰ κέκλιται ἀργήεσσα χιών ὥς . ἐκ δέ οἱ ὕδωρ ἀΐσσει μάλα πικρὸν ἀναπνεῦσαι πιέειν τε . Κεῖνο πολυστάφυλοι περιναιέται
παρ ' ὀσφὺν κάτωθεν τῆς ἀρτηρίης , καὶ ἀπὸ ταύτης ἀΐσσει ἐς τὸ ἧπαρ ἡ μὲν ἐπὶ πύλας καὶ λοβὸν
4833458 χαρα
καὶ ἐν ψυχικῇ μὲν δυνάμει γίνεται , ὅταν λύπη , χαρά , φόβος , δειλία , ἔκλυσις , ὀργὴ γένηται
τῷ δὲ κατ ' εὐμοιρίαν φύσεως ἐπ ' ἀρετὴν φθάσαντι χαρά : χαρτὸν γὰρ ἡ εὐφυΐα καὶ τὰ φύσεως δῶρα

Back