' ἐκολάζετο χρόνῳ . ἀδράστεια αὐτῷ Νέμεσις τιμωρὸς ὑπερόγκων καὶ ἀχαλίνων λόγων ἠκολούθησεν . ἐπεὶ δ ' ἀνεφρόνησε καὶ τὸ
κισσοφόροις δ ' ἐν θαλίαις ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλληι . ἀχαλίνων στομάτων ἀνόμου τ ' ἀφροσύνας τὸ τέλος δυστυχία :
7299901 ἀφροσυνας
μὲν ἀρετὰ φρονάσιος καὶ σωφροσύνας , ἁ δὲ κακία τᾶς ἀφροσύνας καὶ ἀκολασίας : ἃ δὲ ἐν εἴδεσιν : ἐναντία
ὡς παρ ' Εὐριπίδῃ : Ἀχαλίνων στομάτων ἀνόμου τ ' ἀφροσύνας τὸ τέλος δυστυχία . Τέλη δὲ λέγονται καὶ αἱ
7135578 τητωμενος
διὰ τέλους δὲ δυστυχῶν τοσῷδε νικᾷ : τοῦ γὰρ εὖ τητώμενος οὐκ οἶδεν , ἀεὶ δυστυχῶν κακῶς τ ' ἔχων
' ἀκούσας κἀξονειδισθεὶς κακὰ πλέω πρὸς οἴκους , τῶν ἐμῶν τητώμενος πρὸς τοῦ κακίστου κἀκ κακῶν Ὀδυσσέως . Κοὐκ αἰτιῶμαι
7055889 πορσω
μ ' Ἀργείων ἢ Φθιωτᾶν ἢ νησαίαν ἄξει χώραν δύστανον πόρσω Τροίας ; φεῦ φεῦ . τῶι δ ' ἁ
Τὸ προσαίνειν ἀντὶ τοῦ τρέφειν . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ πόρσω , τὸ μακράν , ἐξ οὗ καὶ πόρσιον τὸ
6991516 μολπαν
ἡνίκα ἐκ δείπνων : ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς : διασκορπίζεται : μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χαροποιῶν : τουτέστι : καταπαύσαντες
ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας πόσις ἐν
6978867 κακοτεχνος
ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος
ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης ,
6963022 ἀνολβος
* αἰδώς τοι πρὸς ἀνολβίῃ : διὰ τὴν αἰδῶ ταύτην ἄνολβος ἔσῃ καὶ ἄπορος αἰσχυνόμενος ἐργάζεσθαι : διὰ δὲ τὸ
ἔστω . ἐκ τῶνδ ' ἀνάγκας ἄτερ δίκαιος ὢν οὐκ ἄνολβος ἔσται : πανώλεθρος δ ' οὔποτ ' ἂν γένοιτο
6953889 Κιλικιος
εὐώδης μετά τινος δριμύτητος : τοιαύτη δ ' ἐστὶν ἡ Κιλίκιος καὶ Συριακὴ καὶ ἡ ἀπὸ τῶν Κυκλάδων νήσων .
τὴν ἰλὺν ταλαιπωρῶν , ὡς φησὶν Ἀριστοτέλης περὶ ζώων . Κιλίκιος ὄλεθρος : ὁ πονηρός : πονηροὶ γὰρ οἱ Κίλικες
6949600 πεινη
ἀπὸ ἐπιθέτου κύρια μονογενῆ ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον πλὴν τοῦ πείνη , οἷον Αἰητίνη δίνη . πρόσκειται μονογενῆ διὰ τὸ
τῶν μέσων οὐδέποτε τῇ ει διφθόγγῳ παραλήγουσι , πλὴν τοῦ πείνη ὠτειλή ὀφειλή καὶ ἀπειλή . . . α .
6943149 βριηπυος
λαμπαδοῦχος . τὸ δὲ βρι ἐπιτάσεώς ἐστιν , ὡς τὸ βριήπυος ὄβριμος Ἄρης : ἴσως οὖν Βριμὼ ἡ μεγάλην ἔχουσα
ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ . οὐδ ' ἄρα πώ τι πέπυστο βριήπυος ὄβριμος Ἄρης υἷος ἑοῖο πεσόντος ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ ,
6942738 δοις
[ ´τεχαρα ? ] ? [ [ ] ιδι ? δοῖς [ [ ] δεν ἀμες [ [ ] ος
τὰς ἀρχὰς γίγνονται . πρῶτον στάσις ἔμπεσε . πρωτοεμπε . δοῖς . ὧδέ πως κτλ . . ιθ . περὶ
6942163 εἰσορω
καὶ μὴν ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε : ξιφηφόρον γὰρ εἰσορῶ πρὸ δωμάτων βαίνοντ ' Ὀρέστην ἐπτοημένωι ποδί . ποῦ
μ ' ἔχει . Ὦ θεοί , τίν ' ὄψιν εἰσορῶ ; Τίς εἶ , γύναι ; Σὺ δ '
6930162 μαχαιρων
σεαυτῷ πεπολέμηκας , ὦ ἀνδροφόνε τῆς κεφαλῆς . τί ἔδει μαχαιρῶν ἐπὶ τὰς τρίχας ; τί δὲ ἑκουσίων καὶ πολλῶν
Ὦχον , ἀλλὰ γὰρ καὶ ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ λαβὰς μαχαιρῶν ἐποίησε , τὸ φονικὸν αὐτοῦ ἐνδεικνύμενος διὰ τούτων .
6920450 Ὁπλων
γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη . , : Αἰσχύλος ἐν Ὅπλων κρίσει : τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον ὃς λύπας
αὐτήν . πρέσβειρα : ὁ στίχος ἀπὸ δράματος Αἰσχύλου , Ὅπλων κρίσεως οὕτως ἐπιγεγραμμένου , ἐν ᾧ ἐπικαλεῖται τὰς Νηρεΐδας
6904892 ἠντησαν
. Ἐσπεσέειν : εἰσελθεῖν . κευθμῶνα : τὸ βάθος . ἤντησαν : ἔτυχον , ἀπέλαυσαν . ἔρωτος : ἐπιθυμίας .
ἐτάνυσσαν : ἥπλωσαν , ἐξήπλωσαν . Χαλεπῆς : κακῆς . ἤντησαν : ἀπέλαυσαν , ἐπέτυχον . Οἰδάνεται : ὀγκοῦται :
6904504 μανιαι
πάθη τῶν ἐπιβουλευομένων : ἐκστάσεις γὰρ καὶ παραφροσύναι καὶ ἀφόρητοι μανίαι κατασκήπτουσι , δι ' ὧν ὁ νοῦς , ἣν
συμβαίνουσιν , ἢ σκοτώματα , ἢ μελαγχολικαὶ παράνοιαι , ἢ μανίαι , ἢ ὄψεων πηρώσεις , ὥσπερ κἀκ τῆς τῶν
6892440 ἰαλεμων
ἱππικὴ Δαρδανία . ἢ ἱπποσύνου Γανυμήδους , τουτέστιν ἱππικοῦ : ἰαλέμων : τῶν θρήνων , ἀπὸ Ἰαλέμου τοῦ Καλλιόπης καὶ
' : Ἀπόλλων δ ' εἰκότως κλῄζῃ βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος .
6888589 Παιδες
Περσῶν ἀρχάς : παρόντων δὲ πάντων ἤρχετο τοιοῦδε λόγου . Παῖδες ἐμοὶ καὶ πάντες οἱ παρόντες φίλοι , ἐμοὶ μὲν
δὲ βαλόντι Νῆσον , ἵν ' ὁπλότεροι παίδων σέθεν εὐνάσσονται Παῖδες . . . . . . . . .
6882197 ἀγωνιζομεναι
δὲ καὶ μέχρι νῦν ὁ ἀγὼν οὗτος , καὶ αἱ ἀγωνιζόμεναι γυναῖκες χρυσοφόροι ὀνομάζονται . Θεόφραστος δὲ ἀγῶνα κάλλους φησὶ
δὲ καὶ μέχρι νῦν ὁ ἀγὼν οὗτος : καὶ αἱ ἀγωνιζόμεναι γυναῖκες χρυσοφόροι ὀνομάζονται . . Πολυκράτης δὲ πάσης συμβουλίης
6874616 ἀμεταπτωτος
ἡ δὲ τῶν σπουδαίων φιλία διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτῶν οὖσα ἀμετάπτωτός ἐστιν , ὅτι καὶ ἡ ἀρετὴ δι ' ἣν
ἡ δὲ τῶν σπουδαίων φιλία διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτῶν οὖσα ἀμετάπτωτός ἐστιν , ὅτι καὶ ἡ ἀρετὴ δι ' ἣν
6873693 ἁψικορος
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς
6872187 μνηστις
ἐστιν ἡ τίκτους ' ἀεί : ὅτου δ ' ἀπορρεῖ μνῆστις εὖ πεπονθότος , οὐκ ἂν λέγοιτ ' ἔθ '
δ ' ἐς λιμένα προερέσσαμεν , οὐδέ τις ἥμιν δόρπου μνῆστις ἔην μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι , ἀλλ ' αὔτως
6868683 Μικρος
. . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . .
βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος
6861768 Ἀνδρος
ἧς ἐναντία : Ἔννους ὁ μακρὸς λῆρος ἡ παροιμία . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ κρανίον : ἐπὶ τῶν εἰς μηδὲν
ὠὰ ἀφανίζει κυλίων . Ἀνδρὸς γέροντος αἱ γνάθοι βακτηρία . Ἀνδρὸς καλῶς πράσσοντος ἔγγιστα φίλοι . Ἀνδρὸς κακῶς πράσσοντος ἐκποδὼν
6861743 δεινωι
ἔρις ἀλλὰ φόνωι φόνος Οἰδιπόδα δόμον ὤλεσε κρανθεῖς ' αἵματι δεινῶι , αἵματι λυγρῶι . † τίνα προσωιδὸν † ἢ
Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν . καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε
6861723 οὐρανι
: παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] ἀντὶ τοῦ ὀξέως κώκυσον οὐράνια ἄχη
στέμβονται : στένε καὶ δακνάζου , βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη , ὀᾶ : τεῖνε δὲ δυσβάυκτον βοᾶτιν
6856020 ἀιδρις
, δύστηνε , δι ' ἀκρίας ἔρχεαι οἶος , χώρου ἄιδρις ἐών ; Ταῦτα πρὸς αὑτὸν ἐλάλησεν Ὀδυσσεὺς μετανοοῦντι λογισμῷ
ἰῷ ἀπὸ νευρῆς , αὐτὸς δ ' ἀπαλήσεται ἄλλῃ χώρου ἄιδρις ἐών : οἳ δ ' ὀτραλέως ἐνόησαν , ἐσσυμένως
6847496 τλημον
ἀνταποδίδως ταύτην τὴν τιμωρίαν ; τίνος ἕνεκα τιμωρῇ ; . τλῆμον ] ἄθλιε διὰ τὰ παρόντα . τοῦ δίκην πάσχεις
πέσῃ . ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ ' ὡς θανουμένη . ὦ τλῆμον , οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου . ἅπαξ ἔτ '
6845569 αἰνης
Τιτῆνές θ ' ὑποταρτάριοι Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες ἀσβέστου κελάδοιο καὶ αἰνῆς δηιοτῆτος . Ζεὺς δ ' ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν
γόνυ κάμψειν , αἴ κε φύγῃσι δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος . Ὣς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως αἴσιμα
6837925 βροτειων
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι
6837421 ἀδαης
καὶ ἀδαὴς διαφέρει . ἀδεὴς μὲν γὰρ ὁ ἄφοβος , ἀδαὴς δὲ ὁ ἀμαθής . αἰδὼ καὶ αἰσχύνη διαφέρει .
, δεδιότες τὴν συντέλειαν τῶν ἀποβησομένων , τίς οὕτως ἐστὶν ἀδαὴς ὃς οὐκ οἶδεν ; ἀλλ ' ἔνιοι τῶν πραγματευομένων
6835459 μεθεισα
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν
6832818 λωι
] ! ! ἀπὸ γλυκυ [ [ ] [ ] λωι ? πίνωμεν χα [ [ ] ανους ? ?
[ ] [ γοι ] ? αυτ [ ] [ λωι ] ? κ [ ] [ σι ] !
6831320 μυχοθεν
βάλοις δοιὼ ὀρόβοιο : εὐ δ ' ὑπέρῳ μίξας συνδονέων μυχόθεν αἴνυσο καὶ δινήεντας ἀνάπλασσε τροχίσκους : τοὺς δ '
καθαραῖς . παρηγορίαις ] θεραπείαις . πελάνωι ] θύματι . μυχόθεν ] ἤγουν ἐκ τῶν μυχῶν , τουτέστι τῶν θαλάμων
6830072 βαρειης
οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος : οὐδ ' ἅλιόν ῥα βαρείης χειρὸς ἀφῆκεν , ἀλλ ' ἔβαλ ' Ἱππασίδην Ὑψήνορα
τὴν διάνοιαν καὶ οὕτω τὸν λογισμόν . μέμνηται οὖν ὀδύνης βαρείης . Τὸ τοῦ βαρέος ὄνομα ὁμώνυμόν ἐστι . λέγεται
6824139 δυσπραξιας
ἔπι : ὅθεν λαβόντες οἱ κακῶς πεπραγότες σωτηρίαν ἀπῆλθον ἐκ δυσπραξίας νῦν οὐκέτι μοι δίχα θυμός , ἀλλὰ † σαφὴς
αὐτὴν πᾶσαν ἑλκύσει κάτω . } Πράττων καλῶς μέμνησο τῆς δυσπραξίας : ὡς γὰρ τὸ πράττειν καὶ τὸ δυσπράττειν σκόπει
6819265 δυσοργητος
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης ,
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης ,
6810121 ἐχθιστου
εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν ἔσω : ἐνταῦθα γὰρ τοῦτο σύναπτε . ἐχθίστου ] τοῦ ἀδίκου . ἐχθίστου ] τοῦ μισητοῦ .
. ἀλδαίνειν ] αὐξάνειν . . εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . ἐχθίστου ] μισητοῦ τῇ πόλει . δάκους ] παντὸς θηρίου
6808907 βολαων
Κ . Λ . οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων . † ) λείπει τὸ εἰμί . . Δ
τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν , αἰπεῖά τ ' ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων . ὣς ἄρ ' ἐπ ' ἀλλήλοις
6803177 δυστανου
τάλαινα κείσομαι . [ καὶ σοῦ μέν , μᾶτερ , δυστάνου κλαίω πανδύρτοις θρήνοις , τὸν ἐμὸν δὲ βίον λώβαν
. ὦ δεινὰ παθοῦς ' , ὦ παντλάμων , ὦ δυστάνου , μᾶτερ , βιοτᾶς , οἵαν οἵαν αὖ σοι
6788587 ἀπατωρ
τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά -
οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ
6787514 βρεμουσα
πτερόεσσα μὲν ἦν τὰ πρόσω γυνά , τὰ δὲ μέσσα βρέμουσα λέαινα θήρ , τὰ δ ' ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων
πάτερ , τί ῥέξω ; Φιλίης ἄνασσα πηγῆς , ζαθέῳ βρέμουσα κέντρῳ , φιλομείλιχος γελῶσα Παφίη , γέμω μερίμνης :
6781397 πες
Νεῖλος . εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι πρόσοικοι Μαύροις Αἰθίο - πες ἄχρι Νασαμώνων παρήκοντες . Νασαμῶνες γάρ , οὓς Ἄτλαντας
[ ] ισέχομε [ [ ] σκύ̆ρον [ [ ] πες ? ? ! [ . . . . .
6775525 ποθωι
δὲ τοῦ Πύρρου συντεθνήσκει ἐξ ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου
ἄν . ἐγὼ γὰρ ἄλλους εἰσορῶν τεκνουμένους παίδων ἐραστὴς ἦ πόθωι τ ' ἀπωλλύμην . εἰ δ ' ἐς τόδ
6774999 ὠφελιμη
καὶ ψωριῶντας . καλεῖται δὲ Ἰνδιστὶ βαλλάδη , Ἑλληνιστὶ δὲ ὠφελίμη . εἰσὶν ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς Ἰνδικοῖς , ὅπου
ὠφέλιμος , ἡ σωφροσύνη ἄλλο τι ἂν εἴη [ ἡ ὠφελίμη ] ἡμῖν . Τί δ ' , ἦ δ
6771989 εἰκαια
ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς
φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα
6771305 ναυτιλος
τοῦ ι γράφονται : Ζωΐλος : Καδμίλος : Τρωΐλος : ναυτίλος : βανδίλος : πενθίλος : ὀργίλος : Μυρτίλος :
, ταῦτα δ ' ἀμφότερα πολέμια πολύποδι . ὁ δὲ ναυτίλος καλούμενος , φησὶν Ἀριστοτέλης , πολύπους μὲν οὔκ ἐστιν
6766536 χυτριζειν
βρίθεται ταὐτοῦ χρόνου αὐτορέγμονος πότμου πισσοκωνήτῳ πυρί ἀτόπαστον ἐπιξενοῦσθαι ἀράχνου χυτρίζειν ὁδοιπόρων δήλημα , χωρίτης δράκων ἀείζωος φαυνός κἀκ τῶνδ
καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ φοβερός χολλάδας χυτρίζειν ὦ γῆρας , ὡς ἐπαχθὲς ἀνθρώποισιν εἶ καὶ πανταχῇ
6761711 ὀϊζυος
καὶ ι θέλει γράφεσθαι , ὅ ἐστι “ μέγα πεῖαρ ὀϊζύος ἡμῖν ἱκάνει . ” πίσυρας τέσσαρας . πίσυνοι πεποιθότες
ἁλὸς ῥοθίων τόσσος φόβος οὐδ ' ἀλεγεινῆς ἀνδράσι ναυτιλίης καὶ ὀϊζύος ἣν μογέουσιν , αἰεὶ δυσκελάδοισι συνιππεύοντες ἀέλλαις , οὐδ
6760574 ἁμετερων
σὺ δὲ θεῖον Ὅμηρον ἄειδέ μοι κλέος ἀνέρων , κλέος ἁμετέρων πόνων , δι ' ὃν οὐ θάνον , δι
. ἄλλως : σημειωτέον ὅτι τὰς κενὰς οὕτως εἶπεν . ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι : Χαῖρις γράφει ἁμετέρων , καὶ περισπᾷ τὸ
6759011 ἀπεχθης
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ '
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
6746058 θηκτος
τεχνουργηθείς . συθεὶς ] ὁρμηθείς , ἤγουν κατασκευασθείς . θ θηκτὸς ] ἠκονημένος . θ σίδαρος ] ἤγουν τὸ ξίφος
σίδηρος ὁ πόντιος , ὁ ἐκ πυρὸς συθεὶς καὶ ὁρμηθεὶς θηκτὸς καὶ ἠκονημένος πικρὸς μεριστὴς τῶν χρημάτων . τὸ δὲ
6745834 βρ
εσθαι [ ] πυρὶ [ ] ! [ . ] βρ ? [ ! ] ? [ ! ! ]
ἄγαλμαπαρ [ [ ] πυρὸς ? ? ? ἧψε φάος βρ [ [ ] γμα γαιματρ ! [ γύαλα ]
6743470 Ἀνασσα
: τοῦτο γὰρ λόγου πολλοῦ καλῶς λεχθέντος ἥδιστον κλύειν . Ἄνασσα , νῦν σοι τέρψις ἐμφανὴς κυρεῖ , τῶν μὲν
πρὶν ἂν τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων . Ἄνασσα πράγους τοῦδε καὶ βουλεύματος , τί μοι σκυθρωπὸς ἐξελήλυθας
6743389 ὀτοτοτοι
πόσις σός , παῖδ ' ἔδωκ ' αὐτῶι θεός . ὀτοτοτοῖ : τὸν ἐμὸν ἄτεκνον ἄτεκνον ἔλακ ' ἄρα βίοτον
ἐρημώσας ' ] ἤγουν ἀφεῖσα . στροφή . ἡμέτερον + ὀτοτοτοῖ : αἱ περίοδοι αὗται πᾶσαι καλοῦνται ὡς εἴρηται ἀλλοιόστροφοι
6738334 μογερα
πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα
τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ]
6736805 ἀναγκᾳ
ἀλλ ' ᾧτινι μὴ λιπότεκˈνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ , ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν : τὸ γὰρ πρὶν
Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτˈρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ '
6731855 κλαυθμοιο
δώματ ' Ὀδυσσῆος θείοιο , εἷος Πηνελόπειαν ὀδυρομένην γοόωσαν παύσειε κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος . ἐς θάλαμον δ ' εἰσῆλθε
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν . ἀλλ ' ἴσχευ κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος . ἐκ γάρ τοι ἐρέω :
6728879 διερος
: καὶ Ἰωνικῶς , μεταθέσει τοῦ α εἰς ε , διερός . Διαμπερὲς , παρὰ τῷ περάσαντι δι ' ὅλου
, ὡς μιαίνω μιαρός καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε διερός . γαμούς : γάμος παρὰ τὸ δαμῶ τὸ δαμάζω
6728158 μυκαται
γοῦν αὐτόν . ταῦρον ἄγριον ἐπάγει οἱ ἀντίπαλον . οὐκοῦν μυκᾶται μὲν ὁ Μνεῦις , ἀντεμυκήσατο δὲ ὁ ἔπηλυς .
ἦχόν τε καὶ ψόφον : τὸ μὲν γὰρ βρυχᾶται , μυκᾶται δὲ ἄλλο , καὶ χρεμέτισμα ἄλλου καὶ ὄγκησις ἄλλου
6726319 Πολιτης
χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται . τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Πολίτης , ὄρχαμος ἀνδρῶν , ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν
αʹ , Κέφαλος αʹ , Κλεινόμαχος ἢ Λυσίας αʹ , Πολίτης αʹ , Περὶ ψυχῆς αʹ , Πρὸς Γρύλλον αʹ
6726130 ἀρεταων
? τετελεσμένος φύσει [ ἄκριτος ] ἔφυς τὰ διπλᾶ τῶν ἀρετάων , [ νεώτερος ] πανέντιμος [ ] τύχης [
ἀμφεβόησε καὶ ὤμοσε καρτερὸν ὅρκον παντοίης μεθέπεις ὁτ ' ἀμετρήτων ἀρετάων ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά
6724923 ἠκονημενος
. συθεὶς ] ὁρμηθεὶς , κατασκευασθείς . . θηκτὸς ] ἠκονημένος . πικρὸς ] ὑπῆρξε . . δατητὰς ] μεριστής
οὐκ ἤκουσάς μου : ἐπινοιῶν καὶ μηχανημάτων χρεία ἐστίν : ἠκονημένος ὑπὸ τῆς ὀργῆς : ἀντὶ τοῦ ὀργισθείς : ὄλοιο
6723112 ταρασσομενος
συρομένῳ Ἄχνην : ῥοὴν αἵματος , ἀφρόν . Παφλάζων : ταρασσόμενος , καὶ ἠχῶν . ὑποβρύχιον : ὑποκάτω , μέγα
μεθ ' ἡμέραν , νυκτὸς διὰ τῶν ἐνυπνίων ἐκπηδῶν , ταρασσόμενος , πρὸς πᾶσαν ἀπαγγελίαν τρέμων , ἐξ ἐπιστολῶν ἀλλοτρίων
6719993 καταφυλαδον
ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος ἄλγεα πάσχων : τριχθὰ δὲ ᾤκηθεν καταφυλαδόν , ἠδὲ φίληθεν ἐκ Διός , ὅς τε θεοῖσι
δὲ θοῶς σεύονται ἐπὶ στίχας , ὥστε φάλαγγες ἀνδρῶν ἐρχομένων καταφυλαδόν : οἱ μὲν ἔασιν ὁπλότεροι , τοὶ δ '
6718655 μεθω
ἀλκή κοὐκ ἔρημα δώματα , φέρ ' ἐς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ ξίφος καὶ τάσδ ' ἔρωμαι , τίνες ἐφεστᾶσιν δόμοις
εἰς ἐμοὺς ἔλθηις δόμους , μενεῖς ἄσυλος κοὔ σε μὴ μεθῶ τινι : ἀναίτιος γὰρ καὶ ξένοις εἶναι θέλω .
6716782 Μηδας
μηχαναῖς ἀναφλέγων . ὃς οὔτε τέκνων φείσετ ' οὔτε συγγάμου Μήδας δάμαρτος ἠγριωμένος φρένας , οὐ Κλεισιθήρας θυγατρός , ἧς
ἔστι δὲ Ἀντίοχος τῶν παίδων τῶν Ἡρακλέους , γενόμενος ἐκ Μήδας Ἡρακλεῖ τῆς Φύλαντος , καὶ τρίτος Αἴας ὁ Τελαμῶνος
6714687 Ἁπας
μάχην οὐκ ἄλλου τινὸς εἶναι καιροῦ σημεῖον ἢ θέρους . Ἅπας γὰρ ἀναπαύεται πόλεμος ἐν χειμῶνι , καὶ τὴν πρὸς
' ἐντέχνως τε καὶ ἀπταίστως καὶ τάχιστα ἐφόδῳ τοιαύτῃ . Ἅπας πολλαπλάσιος τοσούτων ἐπιμορίων ἡγήσεται λόγων ἀντιπαρωνύμων αὐτῷ ; ὁπόστος
6713918 φρουρημα
βία ] ὁ Πολυφόντης . βίᾳ ] δυνάμει . φερέγγυον φρούρημα : ἱκανὸν φρουρεῖν τὴν πατρίδα . φερέγγυον ] ἀξιόμαχον
θ φερέγγυον ] πιστὸς φύλαξ . φρούρημα ] ἀσφάλεια . φρούρημα ] φύλαγμα . φρούρημα ] τῶν κατ ' αὐτῶν
6713614 αἰροπινον
πίνος γάρ ἐστιν ὁ ῥύπος καὶ πιναρόν τὸ ῥυπαρόν . αἰρόπινον οὖν τὸ κόσκινον τὸ τὰς αἴρας , ὅπερ ἐστὶ
. ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη ὥσπερ κόσκινον αἰρόπινον τέτρηται . Λύχνοιδ ' ἐπὶ τούτοις , καὶ λύχνοι
6712721 ὀτοτοτοτοι
ἀμφὶ Λοξίου ; οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν . ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ . ὦπολλον ὦπολλον . ἥδ ' αὖτε
δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς . ὀτοτοτοτοῖ . βαρεῖά γ ' ἅδε συμφορά . οἴ ,
6710091 ἀμηχανε
ἔμμεναι ἀλλ ' ὤριστος . . ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε , σὸς δόλος , Ἥρη , Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε
ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης , ἐφόβησε
6708559 ἀμισθος
ἔρωτος φιλία τέλος , τούτου τοῦ ἔρωτος ἔχθρα τέλος : ἄμισθος ὁ ἔρως ἐκεῖνος , μισθοφόρος ὁ ἔρως οὗτος :
. ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ ἀμαθίας καὶ ἀτιμίας . ἄμισθος : Σοφοκλῆς ἄμισθος ὁ ξένος πορεύεται . ἄπυρον πινακίσκον
6707817 θαλυσια
, ὥσπερ τῇ Δήμητρι καὶ τῷ Διονύσῳ οἱ γεωργοὶ τὰ θαλύσια . Ἁπλῶς δὲ χρὴ γινώσκειν , ὅτι λαλιὰ τάξιν
υἱοῖς . καὶ κληθεὶς ὑπ ' αὐτῶν εἰς ἀγρὸν ἐπὶ θαλύσια Δήμητρος ἄπεισι μετὰ Εὐκρίτου καὶ Ἀμύντου . καὶ διηγεῖται
6706777 ἱετ
μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ] μέλος οἰμώξασα , ἵετ ' ἐπ [ ' ] ἀκτὰς ? ? [
ἣ μέν ? ῥα ? ποδώκης [ δῖ ' Ἀταλάντη ἵετ ' ἀναινομένη δῶρα ? ? [ χρυσῆς Ἀφροδίτης ,
6706659 ἐξειμι
ἢ γῆς πατρίας ὅρον ἐκλείπειν ; ἀλλ ' ἐγὼ οἴκων ἔξειμι πατρὸς καὶ ἐπ ' ἀλλοτρίαις ψήφοισι φόνον μητρὸς ὑφέξω
ἔστιν ὅστις ἐξαιρήσεται : δόμον τε πάντα συγχέας ' Ἰάσονος ἔξειμι γαίας , φιλτάτων παίδων φόνον φεύγουσα καὶ τλᾶς '
6704520 νηπυτιος
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα
6702276 λης
ἐκφανείσης ? ! [ ! ! ! ] [ ] λης ? : δίδαξον δίδαξον 〚 ! 〛 ὡς τῶν
μικρᾶς ἐποίησε κακῶς , ἀλλ ' ἐκ πάνυ μεγά - λης μικρὰν τοῖς περὶ τὴν πόλιν ἀναλώμασι . καὶ νῦν
6701667 δειλαιων
φάρμακα μοῦνος ἔχει καὶ γάρ τις μελέοιο κορεσσάμενος κλαυθμοῖο κήδεα δειλαίων εἷλεν ἀπὸ πραπίδων . Οὐ μέ τις ἐξ ὀρέων
πολλάκις οἳ δὲ ὑπερήδονται , καὶ αἵ γε μητέρες τῶν δειλαίων γάννυνται καὶ σεμναὶ περιίασιν , οἷα δήπου τεκοῦσαι θεῷ
6693923 σημαινε
ἡ ὀμφὴ , ἐπὶ τῶν μάντεων παρ ' Ὁμήρῳ : σήμαινε . κροκάλοισιν : αἰγιαλοῖς : κροκάλη ἀπὸ τοῦ κρούω
τὴν βουλὴν , τὴν γνῶσιν . Φαῖνε : δείκνυε . σήμαινε : δείκνυε , λέγε , δήλου , ἃ προθέμην
6691691 δολιος
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα . οὐδὲν τοιοῦτον : δόλιος ἡ προθυμία . πῶς δαί ; σοφόν τοί ς
καὶ ὑβριστὴς καὶ ἀπότολμος , ἐὰν δὲ ὑπὸ Κρόνου μαρτυρῆται δόλιος καὶ πονηρὸς καὶ πρεσβύτης δηλοῦται ὁ κατήγορος , συνόντος
6691192 προφανης
, ἱππάσιμος ἱππόκροτος , ἐπίδρομος , λεία , σαφής , προφανὴς ἐκφανής , τετριμμένη , τρίβος , στίβος , ἥμερος
ἡγεμονίαις καὶ μεγάλαις δόξαις γενήσεται ἐπίσημός τε καὶ ἀρχικὸς καὶ προφανὴς κατ ' ἐκείνους τοὺς χρόνους καὶ ὑπὸ πολλῶν μακαριζόμενος
6686403 ὀλλυμενας
- εντ ' ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς θεινομένου , γυναικός τ ' ὀλλυμένας : τί γὰρ κεύθω † φρενὸς θεῖον ἔμπας †
λαοῦ . λαΐδος ὀλλυμένας ] ἤτοι τῆς λείας . λαΐδος ὀλλυμένας ] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας .
6684412 ἀειρομενον
τὸ βάθος τῆς γαστρός νειαίρης ] τῆς κάτω τῆς κοιλίης ἀειρόμενον ] ἐπαιρόμενον , τὸ φάρμακον στόμα δὲ γαστρός :
. κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ] νείαιρα τὸ βάθος τῆς γαστρός
6683935 Ἀπληστος
. λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἄπληστος πίθος : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἀνέμους γεωργεῖς :
αὐτὸς ἐλθὼν ἐπρίατο : ἐπὶ τῶν κακὰ ἑαυτοῖς ἐπισπωμένων . Ἄπληστος πίθος . Ἀνέμους γεωργεῖν : ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ
6683237 τλαμων
εὐδαίμων , πᾶσιν περίφαντος αἰεί . ἐγὼ δ ' ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ ' οὗ χρόνος Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι '
ποτ ' ἦμεν . βέβακ ' ὄλβος , βέβακε Τροία τλάμων . ἐμῶν τ ' εὐγένεια παίδων . φεῦ φεῦ
6679410 στερισκομενος
τῶν προσπιπτόντων φόρτον πληγῶν . ἤτοι τοῖς τοῦ στεφάνου περιθέμασι στερισκόμενος : ἢ ἵνα μᾶλλον ἀλγῇς δεχόμενος τὰς τῶν πληγῶν
δάκρυ , νῆις δὲ καὶ ἄπειρός ἐστι καὶ τητώμενος καὶ στερισκόμενος ἀμφοῖν ἤτοι γέλωτος καὶ δακρύου ὁ Θρήκης ἔκ ποτ
6679023 δυᾳ
ξίφει ; δείλαιος ἐγώ , αἰαῖ , δειλαίᾳ δὲ συγκέκραμαι δύᾳ . Ὡς αἰτίαν γε τῶνδε κἀκείνων ἔχων πρὸς τῆς
τύχᾳ : πεπλήγμεθ ' : εὔδηλα γάρ : νέᾳ νέᾳ δύᾳ δύᾳ : Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες οὐκ εὐτυχῶς . δυσπόλεμον
6678910 κραιπαλη
κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ μέθη , μέθη δὲ ἡ
καιρῶν περίοδος καὶ σύλληψις . κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ
6678185 εὐστοχια
τῇ φρονήσει εὐβουλία : εὐλογιστία : ἀγχίνοια : νουνέχεια : εὐστοχία : εὐμηχανία . Εὐλογιστία δέ ἐστιν ἐπιστήμη συγκεφαλαιωτικὴ τῶν
φάσις ἀπηρτισμένη : οὔτε τοίνυν ἐπιστήμη ἐστιν ἡ εὐβουλία οὔτε εὐστοχία οὔτε δόξα . ἀλλ ' ἐπεὶ ὀρθότης ἐστὶ βουλῆς
6678031 κατθανηι
τῶι Πανδίονος . σὺ δ ' , ὥσπερ εἰκός , κατθανῆι κακὸς κακῶς , Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνωι πεπληγμένος ,
ἔα . καὶ σὺ τῶνδ ' ἔξω κομίζου τειχέων ἢ κατθανῆι . πρὸς τίνος ; τίς ὧδ ' ἄτρωτος ὅστις
6677169 ἀοσσητηρ
καὶ κληδόνος αὐτομάτως βοηθῶν : παρὰ τὴν ὄσσαν ὀσσητήρ καὶ ἀοσσητήρ , . , , . . α , .
Κόλχοις ἦρα φέροιεν ὑπὲρ σέο , νόσφιν ἄνακτος ὅς τοι ἀοσσητήρ τε κασίγνητός τε τέτυκται , οὐδ ' ἂν ἐγὼ
6676308 ματερες
δέμας ἐς ἀνδρὸς εὐνάν . ἴδετε κακῶν πέλαγος , ὦ ματέρες τάλαιναι τέκνων . κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθ ' ,
ἐγώ χαίρειν κελεύω θεῶν ἄτερ προθυμίας ὦ δύστηνοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδῃ τέκνα τίκτουσαι × – ἕπου δὲ † μοῦνον
6673140 ῥωσις
τοῦ σώματος ἰσχὺς ὑποφθίνει , τοσοῦτον ἡ τῆς διανοίας αὔξεται ῥῶσις . Τίνα τοίνυν παρεισελθὼν ὁ νοῦς ἐξεπαίδευσε τὸν Τηλέμαχον
γὰρ πόνῳ πραΰνεται πόνος , καὶ ὑγεία , ἔτι δὲ ῥῶσις καὶ θρέψις γίνεται σωμάτων διὰ πόνων , τέχνας τε
6670518 ἐκτηκει
διὰ τοῦτο δύϲλυτον ἔχειν τὴν καταϲκευήν . πρῶτον μὲν γὰρ ἐκτήκει καὶ ἐξικμάζει καὶ ἐκδαπανᾷ ἡ παρὰ φύϲιν θερμότηϲ τὴν
πιαίνει , ἀλλὰ τοὐναντίον μᾶλλον καὶ ψυχὴν σκοτοῖ καὶ σῶμα ἐκτήκει . ἡμεῖς δὲ πρὸς ἀλήθειαν τὴν φύσιν ἐπείγοντες †
6670434 τηγανων
, γραφαί . πᾶσα δ ' εὔμορφος γυνὴ ἐρῶσα φοιτᾷ τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ
καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις . * * * Ὀσφρομένην τῶν τηγάνων . Ἐγὼ δ ' ἀπόσιτος ὢν τοιαῦτ ' οὐκ
6666211 τευχουσα
αἰθὴρ ] ἀήρ . . ῥιπὴ ] ὁρμή . . τεύχουσα ] κατασκευάζουσα . . ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας ]
ἀνῆκε σκορπίον , ἐκ κέντροιο τεθηγμένον , ἦμος ἐπέχρα Βοιωτῷ τεύχουσα κακὸν μόρον Ὠαρίωνι , ἀχράντων ὅτε χερσὶ θεῆς ἐδράξατο
6665547 ἁμετεραν
ἐκρίθην ἄπο τὸν πικρὸν αὐτᾷ , ἀλλὰ κάτω βλέψας τὰν ἁμετέραν ὁδὸν εἷρπον . ἁδεῖ ' ἁ φωνὰ τᾶς πόρτιος
μικρῶι δέσποινα χόλον καταπαύσει . πῶς ἂν ἐς ὄψιν τὰν ἁμετέραν ἔλθοι μύθων τ ' αὐδαθέντων δέξαιτ ' ὀμφάν ,
6663223 ἀλαινων
δ ' ὁ σὸς πρόπολος Κύκλωπι θητεύω τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι σᾶς χωρὶς φιλίας .
τε ζῶντος ἀλάτα , ὅς που γᾶν ἄλλαν κατέχει μέλεος ἀλαίνων ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν , τοῦ κλεινοῦ πατρὸς ἐκφύς .
6659496 πολυιδριν
ἠυκόμοιο κούρηι νόσφ ' Ἥρης παρελέξατο καλλιπαρήου ἐξαπαφὼν Μῆτιν καίπερ πολύιδριν ἐοῦσαν : συμμάρψας δ ' ὅ γε χερσὶν ἑὴν
ἓν μέγα . ” ΓΘ κερδώ ] ἀλώπεκα . Γ πολύιδριν λέγει τὸν Κλέωνα ἀλώπεκα , ὅτι πολύπειροι αἱ ἀλώπεκες
6659261 ἀκαμπτος
δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ πετρῶν συμπαγεὶς τὸν νοῦν
ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος . θ θυμὸς ] αὐτῶν . θ θυμὸς ]

Back