ὁμολογήσει ὁ λόγος τῷ ἤθει , ἀλλοτρίᾳ τῇ γλώττῃ δόξομεν φθέγγεσθαι , ὥσπερ οἱ αὐλοί . Τὴν δὲ ἰδέαν τοῦ
στόμ ' ᾄδειν : ἀντὶ τοῦ “ διὰ τοῦ στόματος φθέγγεσθαι καὶ βομβεῖν ἢ διὰ τοῦ ὀρροπυγίου ” . τὰ
6810685 φλυαρειν
χρησαμένους ἀρετῇ , ἥδεσθαί τε συνόντας , ἐς ἀλλήλους τε φλυαρεῖν [ ] , καὶ σκώπτειν τοιαῦθ ' οἷα γέλωτα
Πύγελα λέγοντας τοὺς Ἀμαζῶνας μεταξὺ Ἐφέσου καὶ Μαγνησίας καὶ Πριήνης φλυαρεῖν φησὶν ὁ Δημήτριος : τὸ γὰρ ” τηλόθεν „
6241805 μεμφεσθαι
εὐπρεπῶς ᾤετο παρῃτῆσθαι τὸν γάμον : Δάφνις δὲ οὐκ εἶχε μέμφεσθαι τὰ λελεγμένα . Λειπόμενος δὲ πολὺ τῶν αἰτουμένων τὸ
, οὐ δοκεῖ σοι ἄλογον εἶναι ἀγαθὸν φάσκοντα πεποιηκέναι τινὰ μέμφεσθαι τούτῳ ὅτι ὑφ ' ἑαυτοῦ ἀγαθὸς γεγονώς τε καὶ
6128420 σκωπτειν
ὡς αὐτὸς φησὶν Εἰρήνῃ . ἐκωμῳδεῖτο δ ' ἐπὶ τῷ σκώπτειν μὲν Εὐριπίδην , μιμεῖσθαι δ ' αὐτόν . Κρατῖνος
μέση κωμωιδία ἀφῆκε τὰς τοιαύτας ὑποθέσεις , ἐπὶ δὲ τὸ σκώπτειν ἱστορίας ῥηθείσας ποιηταῖς ἦλθον . ἀνεύθυνον γὰρ τὸ τοιοῦτον
6087515 θρηνωδες
κωκυτὸς ἐπεῖχε μυρίος , οἰμωγαί τε ἠκούοντο θαμιναὶ καὶ φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον , γύναια δὲ πολλὰ διαπληκτιζόμενα καὶ τὰς
ὀρνίθων καὶ ἱεροὺς καλοῦμεν Ἀπόλλωνος . ᾄδουσι δ ' οὐχὶ θρηνῶδες ὥσπερ αἱ ἀλκυόνες , ἀλλ ' ἡδύ τε καὶ
6040555 πανουργον
δηλοῖ . μέτωπον ὥσπερ λόφους καὶ ὀρύγματα ἔχον ἐν ἑαυτῷ πανοῦργον καὶ ἄπιστον ἄνδρα κατηγορεῖ , ἐνίοτε δὲ καὶ μωρὸν
τοὺς κεκρατηκότας φεύγωσι . διαβάλλει δὲ Εὐριπίδην ἐνταῦθα ὡς λίαν πανοῦργον καὶ τὰ τοιαῦτα ἐν τοῖς δράμασιν ἐπιτηδεύοντα . ]
5992262 εὐηθη
βίος ἀληλεσμένος : ὁ εὐχερὴς καὶ ἡδύς . βλακικά : εὐήθη , μωρά , ἀνόητα . εἴρηται δὲ ἀπὸ ἰχθύος
κρονικώτερα . ἢ τὰ ἀρχαιότερα καὶ παλαιά , ἢ τὰ εὐήθη . πρὶν νενικηκέναι . . . ᾄδεις . παροιμία
5934247 λοιδορεισθαι
, χείρων ἐστὶν ἑτέρου καὶ δεῖ τοῦτο προφέρειν αὐτῷ καὶ λοιδορεῖσθαι : βαφεὺς δὲ ἢ σκυτοτόμος ἢ τέκτων ἐάν ,
πῶς ὁ τιμοκρατικὸς γίνεται ἀνήρ . ὑμνεῖν . μέμφεσθαι , λοιδορεῖσθαι , κατ ' εὐφημισμόν : σημαίνει δὲ καὶ ὀδύρεσθαι
5910333 φωνημα
προσβιάζεται ] συνακολουθεῖν . παράπαν ] παντελῶς οὐδὲ γρῦ ] φώνημα μικρόν οὐκ ἔσθ ' ὅπως ] τρόπος ἀττικός ὅπως
' Ἀτρειδῶν τοῦ τε σύμπαντος στρατοῦ . Τέκνον , τίνος φώνημα ; μῶν Ὀδυσσέως ἐπῃσθόμην ; Σάφ ' ἴσθι :
5877634 φωνειν
στρατοῦ ἐστι τὸ ἐπερχόμενον , ἓν ἢ δεύτερον βούκινον παρασκευάζειν φωνεῖν : εἰ δὲ ὀλίγος , πλείονα βούκινα , ἵνα
καθεύδοντι ἔπη τε ᾄδειν τῶν Ὀρφέως καὶ μέγα καὶ ἡδὺ φωνεῖν . οἱ οὖν ἐγγύτατα νέμοντες ἢ καὶ ἀροῦντες ἕκαστοι
5865666 ὑλακτειν
πάρεστιν ὁ κατήγορός σου ” , ἐν ἤθει . Γ ὑλακτεῖν ] συνηγορεῖν τῷ ⌈ κυνί Γ [ δικαίῳ ]
ἔχθραν δὲ καὶ θυμὸν πρὸς θῆρας μόνους τρέφειν διδασκέσθωσαν , ὑλακτεῖν μέντοι καὶ ἀπομανθανέτωσαν : οὐ γὰρ θεμιτὸν τοῦτο θηρατικῷ
5857088 γελαν
. . Βοᾶν : ἰστέον , ὅτι τὸ βοᾶν καὶ γελᾶν ἀπαρέμφατα οὐκ ἔχουσιν τὸ ι προσγεγραμμένον , πρῶτον μὲν
βόθροις , παίειν σχίζαις καὶ κατακρημνίζειν : φθειρομένους δὲ αὐτοὺς γελᾶν διὰ τὴν ἀπὸ τῶν τέκνων ἀδικίαν καὶ δόξαν τοῦ
5855482 ἀγασθαι
ἔτι δὲ καὶ αὐτὸς τῆς χάριτος ἐπιὼν τὴν ποίησιν σφόδρα ἄγασθαι τὸν ἄνδρα . ἀτεχνῶς γὰρ οὐκ ἄνευ θείας τύχης
εἶναι καὶ ἀνόμοιον . οὐκ ἄρα πολλὰ τὰ ὄντα . ἄγασθαι . θαυμάζεσθαι . ἔθραξε . ἐτάραξεν , ἠνώχλησεν ,
5848446 παρεσυρας
τὸ τῆς βροντῆς ἤχημα , τλητὸν καὶ ὑπομονητὸν καὶ καρτερητὸν παρέσυρας καὶ παρέρριψας καὶ παρήγαγες εἰς τὸ πεῖσαι καταλεῖψαι τὸν
. λητὸν , ἤγουν λαθαστόν . . ἀνεκτὸν ἡμῖν . παρέσυρας ] ἐξήνεγκας . . παρέρριψας . . πῶς με
5836971 ἀκουειν
αὐτοῖς ἁπλῶς ἀκοῦσαι . ἡ δὲ ποίησις ἀναπείθει τὰ ψευδῆ ἀκούειν ὥσπερ ὁ οἶνος πίνειν μάτην . ὡς οὖν ἤκουσα
τῶν φοιτητῶν ἔχει καὶ ὅστις ὁ κορυφαῖος . ἦν οὖν ἀκούειν σοι τοῦτον εἶναι τὸν Εὐσέβιον ἔχοντά τε τῶν ἀρχαίων
5829611 βλεμμα
τὸ ἦθος καὶ τὴν διάθεσιν , ἡ φωνή , τὸ βλέμμα , τὸ σχῆμα , καὶ δὴ καὶ ταῦτα τὰ
ὧδε τὸν θάνατον τὸν κεκλημένον τὸ ἀναίσχυντον πρόσωπον καὶ ἀνέλεον βλέμμα . καὶ ἀπελθὼν Μιχαὴλ ὁ ἀσώματος εἶπεν τῷ θανάτῳ
5810040 γελοιως
, ἡμῶν τῶν καθηγητῶν καὶ αἰδεσθήσεται ἡμῶν τὰς ὄψεις : γελοίως . ἅπαντας ἡμᾶς ὕβρισε καὶ μετέστησε Στασαγόραν τῆς στρατηγίας
εἶναι τὰς νίκας , εἰς ἃς αὐτὸς μηδὲν γέγραφε . γελοίως . ὁ δὲ νοῦς : τυγχάνεις οὖν σοφὸς ,
5796470 ἀπαταν
' ἑαυτοῦ Βελλεροφόντης . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δουλεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν : μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων . Κατὰ βοὸς
τὰς ἐνοπλίους ὀρχήσεις , δι ' ὧν ποιοῦντας μεγάλους ψόφους ἀπατᾶν τὸν Κρόνον . φασὶ δ ' αὐτοὺς τὸν Δία
5772737 οἰεσθαι
, καὶ πρὸς τούτοις τὸ λεπτότατόν τι αὐτὴν καὶ ἀσώματον οἴεσθαι . τούτοις γὰρ καὶ μάλιστα διαφέρει τοῦ ἀψύχου τὸ
σχεδὸν ἀεί τινος σμικροῦ ἐπιδεεῖς εἶναι . γρ . τοίνυν οἴεσθαι σχεδὸν δεῖ σμικροῦ τινος ἐπιδεεῖς εἶναι . Φοινίκων ἢ
5738159 σκαιον
ἀνδρὸς ἔργον καὶ πολλῆς ἄξιον ἀποδοχῆς , τὸν ἀβέλτερον καὶ σκαιὸν πραῦναι τοῖς ἐς αὐτὸν πραττομένοις . καὶ γὰρ οὐδὲ
οὐκ ἔνι . Δηλοῖ πολλάκις κακοσύνθετος ὄψις Ψυχῆς διεστραμμένης τὸν σκαιὸν τρόπον . Δέδοται καὶ κακοῖς ἄγρα . Δούλῳ γενομένῳ
5704519 ὑβριστικον
, μίαν μὲν , ὅτι ἐχρήσατο τῷ ὑβριστὸν ἀντὶ τοῦ ὑβριστικόν , ὅμοιον ὂν τῷ τύπῳ τοῖς τοιοῖσδε τῶν ὑπερθετικῶν
θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ ᾀδόμενόν τι ἔπος παραγωγὸν καὶ ὑβριστικόν : Πρόσθε Πλάτων , ὄπιθεν [ δὲ ] Πύρρων
5695558 τετυφωσθαι
ἄλλων ἄρα βούλεσθε , ποιήσησθε , ἂν δὲ ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι δοκῶ , μήτε νῦν μήτ ' αὖθις ὡς ὑγιαίνοντί
ἐστὶ τὸ „ ἐν γαστρὶ ἔχειν „ , οἰδεῖν καὶ τετυφῶσθαι καὶ ὄγκον πλείονα τοῦ μετρίου περιβεβλῆσθαι , δι '
5679926 εἰκαζων
ὀλίγην κατηγόρει τοῦ ἀνδρὸς ψευδῆ τεκμαιρόμενος ἀληθέσι καὶ οὐ γενησόμενα εἰκάζων γεγενημένοις : ἐκέλευέ τ ' ἀποθέμενον αὐτὸν τὴν ἀρχὴν
: ταῖς οὖν ἐπὶ τῷ καρπῷ τῆς πίτυος φαινομέναις ἐντομαῖς εἰκάζων τὸ ἔργον τὸ ἐκ τῆς ὁπλῆς οὐκ ἂν ἁμαρτάνοι
5632694 θρασυ
θρασὺ ποιεῖν κοινὴν ὑμῖν πέμπων ἐπιστολήν , εἰ μὴ κἀκεῖνο θρασὺ τὸ πάντας ὑμᾶς φιλεῖν . εἰ δ ' ἥκιστα
ἔτι δὲ καὶ γοργὸν ὄμμα ἔχων . . ὠμὸν ] θρασὺ , φονικόν . . παρθένων ἐπώνυμον ] τουτέστι χαῦνον
5627933 κομπαζειν
ἐν Λιβύῃ γράφειν , ἴσως καὶ μῦθον ἐδόκουν τινὰ συμπλάσας κομπάζειν , εἶτα ἐπὶ φήμῃ τοῦ θηρίου τῆς φύσεως καταψεύδεσθαι
τοιαῦτα κομπάζειν ἀληθῆ . Γενναίαι γυναικὶ οὐκ αἰσχρόν ἐστι τὸ κομπάζειν . οὐκ αἰσχρὸς ] ἐστὶ γυναικί . ὡς ]
5617548 δειλως
εὔκλειαν . Ἡμεῖς μέντοι , ὡς ἐγᾦμαι , οἷά τε δειλῶς περὶ λόγοις ἔχοντες , πρῶτον ὀρθῇ δόξῃ , δεύτερον
ἐπιφόβως , ἐπιδεῶς καταδεῶς , εὐλαβῶς : εὐτελὲς γὰρ τὸ δειλῶς , τὸ δ ' ἀποδεδειλιακότως δύσφθεγκτον , τοῦ δὲ
5597948 δειλον
ἡμεῖς γε εἰς τὴν Ῥώμην κατάσκοπον πέμπομεν . οὐδεὶς δὲ δειλὸν κατάσκοπον πέμπει , ἵν ' , ἂν μόνον ἀκούσῃ
αὐτοῖς ἢ βλάβας ἐπεισάγοντες μετανοοῦσι : ἔσθ ' ὅτε δὲ δειλὸν καὶ εὐκαταφρόνητον ἦθος ἀναλαμβάνοντες , ἐγκρατεῖς καὶ ὑποκριτικοὶ καὶ
5591100 ἀλλοκοτον
† , ἢ ἐπειδὴ ἄγαμοι καὶ παρθένοι εἰσίν : τὸ ἀλλόκοτον δὲ τῆς φύσεως διὰ τῶν ἐναντίων τραγικώτερον διασύρει .
τε πλέον ὑπολαβεῖν , καὶ τὸ χρῶμα ποίκιλόν τε καὶ ἀλλόκοτον . Οὔτε γὰρ ἀκριβῶς ἐδόκει λευκόν , οὔτε κιρρόν
5575121 νουθετειν
γὰρ τόν γε διδάσκαλον οὐκ εἰς τὰ θέατρα βαδίζειν κἀκεῖ νουθετεῖν : ταῦτα μὲν γὰρ ταῖς ἡδοναῖς καὶ ταῖς ψυχαγωγίαις
πόδα ] τὸν αὑτοῦ . . παραινεῖν ] συμβουλεύειν . νουθετεῖν ] διδάσκειν . . ταῦθ ' ἅπαντα ] ἃ
5556335 ἀνοητον
ἀναισθήτου οὔσης , ἵνα τὸ ὅλον δηλώσῃ τὸν ἀναίσθητον καὶ ἀνόητον καὶ περιττολόγον . ΓΘ κρουνοχυτρολήραιον ] ἤγουν φλυαρός .
χαίροντα ἤδη εἶδες ; Ἔγωγε . Ἄνδρα δὲ οὔπω εἶδες ἀνόητον χαίροντα ; Οἶμαι ἔγωγε : ἀλλὰ τί τοῦτο ;
5549123 συνιεναι
δὲ μέλλῃ κριθήσεσθαι παρ ' ὑμῖν , Καλλιμέδοντ ' εἰσαγγέλλων συνιέναι ἐν Μεγάροις τοῖς φυγάσιν ἐπὶ καταλύσει τοῦ δήμου ,
ἂν διενέγκῃ ἴσως εἰ δι ' εἰκότα λόγον καὶ ἀμφότερα συνιέναι πέφυκε τοῖς συμμέτροις καὶ κατὰ φύσιν οὔροις . Καὶ
5538261 προενεγκασθαι
πονέσειε , οὐ πώποτε δὲ τὴν χεῖρα κατωτέρω τοῦ ὀμφαλοῦ προενέγκασθαι . διὸ καὶ Ἀριστοτέλης Ξενοκράτην τὸν Χαλκηδόνιον σκώπτων ὅτι
ἑξῆς προκόπτειν ἐμμελῶς , οὐδὲν ἕτερον εἶναι δύναται διάστημα οὐδὲ προενέγκασθαι φθόγγον ἕτερον ἐμμελῆ καὶ ἡρμοσμένον , ἢ διάστημα μὲν
5529809 ληρους
, τὸ ποιῆσαι τὰς ἐπάλξεις λευκοχρίστους . λήρους ] ἢ λήρους λέγει τοὺς κρουνοὺς ἀπὸ τοῦ λίαν ῥεῖν , ὥσπερ
φληναφῶν ἄνω κάτω Λύκειον , Ἀκαδήμειαν , Ὠιδείου πύλας , λήρους σοφιστῶν ; οὐδὲ ἓν τούτων καλόν . πίνωμεν ,
5523607 κιθαριζειν
ὁ δὲ Ἀπόλλων προσποιεῖται μὲν πάντα εἰδέναι καὶ τοξεύειν καὶ κιθαρίζειν καὶ ἰατρὸς εἶναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ καταστησάμενος ἐργαστήρια τῆς
Θρᾳκὶ ἐκείνῳ καὶ τῷ ἀνὰ τὸν Κιθαιρῶνα μεταξὺ βουκολοῦντι καὶ κιθαρίζειν μελετῶντι ; Ὥστε ἤν ποτε , ὦ Λυκῖνε ,
5502428 κωφον
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς
5487193 μινυρεσθαι
τῶν κουρέων . μινυρίζειν μὲν λέγουσι τὸ ἠρέμα προσᾴδειν , μινύρεσθαι δὲ τὸ θρηνεῖν : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ
ἀλύω . παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν
5485616 λαλειν
μοι . Ὁμηρικῶϲ γὰρ διανοεῖ μ ' ἀπολλύναι ; οὕτω λαλεῖν εἴωθα . μὴ τοίνυν λάλει οὕτω παρ ' ἔμοιγ
εἶτα ἑξῆς τὸ διήγημα . ἐμὲ γοῦν ἀναστήσασα δευρὶ προάγεται λαλεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πάντα τὸν ἐμαυτοῦ βίον . Διήγησιν
5484643 ὀλοφυρεσθαι
. ὥστε ἄξιον τοῖς ζῶσι τούτους ποθεῖν καὶ σφᾶς αὐτοὺς ὀλοφύρεσθαι καὶ τοὺς προσήκοντας αὐτῶν ἐλεεῖν τοῦ ἐπιλοίπου βίου .
πέπεισμαι . ὀλοόν : ὀλέθριον . δεινόν . σκληρόν . ὀλοφύρεσθαι : θρηνεῖν . ἢ θέλειν . ὁμοκλῆσαι : ἀπειλῆσαι
5474197 ξυγχωρειν
τὰ ἄλλα καταστρεψάμενος οὕτως ἐπὶ Ὀφιονέας , εἰ μὴ βούλοιντο ξυγχωρεῖν , ἐς Ναύπακτον ἐπαναχωρήσας στρατεῦσαι ὕστερον . Τοὺς δὲ
τις ὢν ἔνδοθεν ἢ Θεαρίων : ὑμεῖς οὖν αὐτῷ μὴ ξυγχωρεῖν μηδὲ φενακίζεσθαι λογαρίοις ὀλίγοις κεκομψευμένοις , ἃ μηδὲν προσήκοντα
5474053 προσηνες
τῶν ἰσοτονιῶν ξενικώτερον μέν πως καὶ ἀγροικότερον ἦθος καταφανήσεται , προσηνὲς δ ' ἄλλως καὶ μᾶλλον συγγυμναζόμενον ταῖς ἀκοαῖς ,
ἕκαστον : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπὶ τηλικούτοις ταπεινόφρον αὐτῶν καὶ προσηνὲς ὑπεράγαμαι καὶ τὸ πρὸς τοὺς γεννησαμένους μέρους παντὸς ὑπήκοον
5465726 ἀτοπως
ἀνδρικῶς πολὺν χρόνον ὑπομεῖναι καὶ μὴ ἀνάνδρως φεύγειν , τότε ἀτόπως τελευτῶντες οὐκ ἀρέσκουσιν αὐτοὶ αὑτοῖς περὶ ὧν λέγουσι ,
ἕξει τις χρήσασθαι τῷ λόγῳ αὐτοῦ : πάνυ οὖν μοι ἀτόπως ἔδοξεν εὐθὺς τὴν πρώτην ἔφοδον οὐ δέξασθαι τοῦ σοῦ
5465665 μισειν
; Ἀνόνητα δὴ πονῶν οὐκ οἴει ἀναγκασθήσεται τελευτῶν αὑτόν τε μισεῖν καὶ τὴν τοιαύτην πρᾶξιν ; Πῶς δ ' οὔ
, ἔτι δὲ δήπου χαρὰ καὶ τὸ φιλεῖν τε καὶ μισεῖν καὶ ἕτερά που πλεῖστα μετὰ σώματός εἰσιν : ἅμα
5459508 ὀργιζεσθαι
τι καὶ ὑπώπτευον ἤδη ὡς οὐ σφόδρα καθεστηκότος πατρὸς ἀδίκως ὀργίζεσθαι καὶ ἐγκλήματα ψευδῆ καθ ' υἱοῦ συντιθέναι : καὶ
' οὐχ ἱστάνειν . ὀξυθυμεῖσθαι , οὐχὶ ὀξυθυμεῖν λέγουσι τὸ ὀργίζεσθαι ἀκραχόλως . ὁρκίζειν καὶ ὁρκοῦν : ἑκατέρως . ὁρκωτάς
5451714 Δεινομαχος
ἀπιών . “ ” Νῦν οὖν , “ ἔφη ὁ Δεινόμαχος , ” οἶσθα κἂν ἐκεῖνο , ἄνθρωπον ποιεῖν ἐκ
καὶ αὐτῶν ἐκείνων εὐαγωγότεροι πρὸς τὸ ψεῦδος . ὁ γοῦν Δεινόμαχος , “ Εἰπέ μοι , ” ἔφη , “
5446888 εἰκαζειν
μὴ δεξιωθῶμεν , μενοῦμεν πρὸ τῶν θυρῶν ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε εἰκάζειν τινὰ ὅτι ἠτιμώθημεν καὶ τοιαῦτα λέγειν . βηλόν :
ἰδεῖν ἢ ἄρνας θῦσαι ἢ φήμαις προσσχεῖν , ἀλλὰ τὸ εἰκάζειν καλῶς ἐγγὺς αὐτοὺς Ἀμφιαράου καθίστησιν . ἐγὼ τοίνυν ἐνθυμούμενος
5445550 ἡδεσθαι
ἡ ἡδονή . καὶ γὰρ οὐδεὶς ἂν ἕλοιτο νοῦν ἔχων ἥδεσθαι διὰ βίου τὴν τῶν παιδίων ἡδονὴν διανοούμενος καὶ χαίρων
μηδ ' ὅλως ἥδεσθαι ψεκτόν ἐστι , τὸ δὲ ὑπερβολικῶς ἥδεσθαι καὶ πίνειν καὶ ἐσθίειν καὶ πλουτεῖν περιττόν ἐστι καὶ
5421796 ὀρρωδω
πρόσαγε τὸ στόμα . ἀλλ ' , ὦ μέλ ' ὀρρωδῶ τὸν ἐραστήν σου . τίνα ; τὸν τῶν γραφέων
, οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ : τὸ φοβοῦμαι . ῥῶ ἐστι ῥῆμα , ἀφ
5420683 ἀποδεχεσθαι
δῆλον τῷ συνειθισμένῳ τὸ τῶν εὐρύθμων καὶ ἀποτετορνευμένων καὶ στρογγύλων ἀποδέχεσθαι λόγων , καὶ τετριμμένῳ τὰ ὦτα πρὸς τὴν σύνθεσιν
χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι , τοῦτον μέμφεταί τε καὶ οὔ φησιν ἀποδέχεσθαι αὐτοῦ τὰ αὐτὰ ἑαυτῷ λέγοντος ; καίτοι ὁπότε τὸν
5418584 ἀποκεκρισθαι
ἀποροῖ ὥσπερ περὶ τοῦ σχήματος , τί ἂν οἴει σοι ἀποκεκρίσθαι ; Τἀληθῆ ἔγωγε : καὶ εἰ μέν γε τῶν
κεφαλῆς ἡ νόσος . θαυμάζω δὲ εἰ τὸ τῶν νέων ἀποκεκρίσθαι με νῦν ὀνομάζεις σχολὴν ὥσπερ οὐκ ἐννοῶν ὅτι τοῦτ
5412187 ἐπαινειν
ὃς ὁ Φίλιππος , ἐνταῦθα τὸν Ὅμηρον οὐκ ἂν ἔχοις ἐπαινεῖν . τὰ γὰρ τοῦ Ἀλκίνου βασίλεια , ἀνδρὸς Ἕλληνος
μεταβάλλοντι τὰ πράγματα χρόνῳ καὶ τὸ τοὺς τὰ κράτιστα προαιρουμένους ἐπαινεῖν καὶ τὸ τὰ μέλλοντα ἐκ τῶν γεγονότων εἰκάζειν καὶ
5407879 ἀνοητους
καὶ τὴν ψυχῆς κακίαν συνεῖναι , καὶ εἶναι τὰς κύνας ἀνοήτους , ἀναισθήτους , ἀμαντεύτους τῶν ἰχνῶν , ἄρρινας ,
ἀνόητον ⌈ τοῦτον δεῖξαι βουλόμενος . τοὺς γὰρ εὐηθεῖς καὶ ἀνοήτους ἀρχαίους καὶ παλαιοὺς ἔλεγον . θηρευτὰ ] ἀνιχνευτά ,
5406275 μιμεισθαι
δὲ πάντων κάκιον [ . , ] . . χαλεπὸν μιμεῖσθαι μὲν τοὺς κακούς , μηδὲ ἐθέλειν δὲ τοὺς ἀγαθούς
ἀνθρώπους καὶ βελτίους ἀπεργάζεσθαι Ὅμηρος , ἅτε περὶ τούτων οὐ μιμεῖσθαι ἀλλὰ γιγνώσκειν δυνάμενος , οὐκ ἄρ ' ἂν πολλοὺς
5405510 ἐξαπαταν
ὅτι τῶν ἐνθάδε παριόντων οἱ μὲν ἃ βούλεσθε λέγοντες ῥᾳδίως ἐξαπατᾶν δύνανται : τὸ γὰρ πρὸς χάριν ῥηθὲν ἐπισκοτεῖ τῷ
τοῦτο ἐδόκει διαπράξασθαι , ὅτι ἐπεὶ πόλεμος προερρήθη καὶ τὸ ἐξαπατᾶν ὅσιόν τε καὶ δίκαιον ἐξ ἐκείνου ἐγένετο , παῖδα
5403194 ῥιψοκινδυνον
εἰ μέντοι , ἔφη ὁ Ξενοφῶν , τοιοῦτόν ἐστι τὸ ῥιψοκίνδυνον ἔργον , κἂν ἐγὼ δοκῶ μοι τὸν κίνδυνον τοῦτον
καὶ σώζεσθαι ] , χαλεπὸν ἡ θάλαττα καὶ ἡ ναυτιλία ῥιψοκίνδυνον . ὀρθῶς ἐγὼ τοῦτο κρίνω πείρᾳ καὶ διδασκαλίᾳ μαθών
5386020 φενακιζεσθαι
ὑποστρέφεσθαι , διαδύεσθαι , παράγειν , πλάττειν , παραλογίζεσθαι , φενακίζεσθαι , σοφίζεσθαι , τεχνάζειν , γοητεύειν , δολοῦν ,
ἔνδοθεν ἢ Θεαρίων : ὑμεῖς οὖν αὐτῷ μὴ ξυγχωρεῖν μηδὲ φενακίζεσθαι λογαρίοις ὀλίγοις κεκομψευμένοις , ἃ μηδὲν προσήκοντα ὑποσπάσας καὶ
5385442 καλλωπιζειν
τούτων διαφορὰν ἐξετάσασα προσετέθης τῷ κρείττονί τε καὶ ὑπερέχοντι καὶ καλλωπίζειν τοῦτο προῄρησαι τοῦ ὑφειμένου καταφρονήσασα , διὰ τοῦτο τέχναι
[ , ] ἐμέλησε γὰρ τῷ ῥήτορι τοῦ μὴ διόλου καλλωπίζειν δοκεῖν ὡς ἀκριβέστατος κανὼν τῶν πολιτικῶν λόγων ὁ Δημοσθένης
5370840 γοργον
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε .
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς
5367151 διασυρει
, ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈
ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν .
5352624 κομψον
, ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ
. συνουσίᾳ ] συντυχίᾳ , συνομιλίᾳ καὶ διαλέξει . ” κομψὸν ἐν συνουσίᾳ “ φησὶν ἤγουν ἐν συνομιλίᾳ . συνουσία
5350827 λοιδορειν
κόρον οὐκ ἔχειν διαβολῆς : φύσει γὰρ ἅπασαι ῥᾳδίως ἄρχονται λοιδορεῖν καὶ λοιδοροῦσαι πέρας οὐκ ἴσασιν . οὐ μὴν τὰς
καὶ κολούειν φαμέν . βοᾶν ] ἀντιφθέγγεσθαι , ἀντιλέγειν . λοιδορεῖν ] ἤγουν καὶ λοιδορεῖν καὶ λοιδορεῖσθαι . οὑτοιΐ :
5349317 κατακορως
ἐκθερμαινόμενον αὐαίνεται . Ἐπεὶ καὶ ὁ σῖτος , ἄν τις κατακόρως χρῆται καὶ [ μὴ ] ἐπιγίνηται πλῆθος ὕδατος :
μὲν οὖν Ἀρχεβούλειον ἀπὸ Ἀρχεβούλου τοῦ Θηβαίου ποιητοῦ χρησαμένου αὐτῷ κατακόρως : γέγραπται δὲ καὶ Καλλιμάχῳ ἀγέτω θεός , οὐ
5348943 εὐτραπελον
οἷον τὸ ἐπὶ διαχύσει τῶν ἀκροατῶν χωρίς τινος ὕβρεως : εὐτράπελον δὲ τὸ μετὰ σεμνότητος χαριέντως λεγόμενον : γεφυρισμὸς δὲ
ἀνασεσυρμένην καλοῦσι δὲ τὸν μὲν σκωπτικὸν ἐπίχαριν , τὸν δὲ εὐτράπελον ἐπιδέξιον , τὸν δ ' ἀνασεσυρμένον ἄπλαστον καὶ ἁπλοῦν
5344183 φθεγξασθαι
παραχθῆναι αὐτὸν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ τηρούμενον μηδ ' ὁτιοῦν φθέγξασθαι , ἑτοίμως δὲ ἐκδέξασθαι τὸ συμβαῖνον : οἱ δὲ
μὲν δοκεῖ , ὦ Σώκρατες , ἄλλως ἂν οὗτος ταῦτα φθέγξασθαι . Ἀλλ ' ἀγαπητὸν καὶ τοῦτο . πότερον γὰρ
5339579 κακολογειν
: λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ δὲ πρώτη συλλαβὴ βραχέως ἐκφέρεται . Καὶ
, διαβάλλειν , βλασφημεῖν , θανάτου τιμᾶσθαι , εἰσαγγέλλειν , κακολογεῖν τοὺς ἐπιτίμους αὐτὸς ὀφείλων τῷ δημοσίῳ : τούτου γὰρ
5339519 ἐγκωμιαζειν
' οἷς ἐγκωμιάζειν δεῖ , καθὼς παραστήσομεν : τοίνυν οὐδὲ ἐγκωμιάζειν δυνήσονται . ἐγκωμιαστέον γάρ φασιν ἀπὸ γένους τε καὶ
, εἰ τῶν νυμφίων ἑκάστου τῆς ἀξίας ἀπολειπόμενος ἑνὶ πάντας ἐγκωμιάζειν λόγῳ πειρῶμαι : ἐγὼ δὲ ταύτην ἐμαυτῷ μηχανὴν ἀπολογίας
5320538 πληττεσθαι
ὑποδεδραμηκός : πληγὴν σιδήρῳ : ἰδὼν τὸν πόδα πρὸς τὸ πλήττεσθαι ἐπι - τήδειον . καὶ εὐτρεπισμένον τὸ σκέλος πρὸς
δοκεῖ ; κλαίωμεν ἢ λέγωμεν ; ἐοίκατε τῷ μὲν ἔργῳ πλήττεσθαι , τὸν δὲ λόγον ἀπαιτεῖν . ῥητέον δὴ καὶ
5317662 σαινειν
; ” , ἵν ' ᾖ τὸ κινεῖν ἀντὶ τοῦ σαίνειν . ὡσεὶ ἔλεγε , τί μου καταπαίζεις καὶ λυπεῖς
ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων . αἴτιον γὰρ ἡ χαρὰ τοῦ σαίνειν τὰ ζῶα τὰς οὐράς . τῶν φίλων . εὐτυχούντων
5317178 ἀσχημον
Ῥωμαίων βασιλεὺς εἰς ἐκκλησίαν καὶ πολλὰ παραμυθησάμενος , ὡς οὔτε ἄσχημον ἐπιτάξων αὐτοῖς οὐθὲν οὔτε χαλεπὸν οὔθ ' ὃ μὴ
τὴν ἀπὸ τοῦ πλήθους : τιμητέον οὖν αὐτὰς καὶ οὐδὲν ἄσχημον πρακτέον . * μηδ ' αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος :
5308439 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
5305928 ἐπισταμενου
παρ ' αὑτοῦ παραινεῖν , ὡς ἂν καὶ ἐκείνου μὴ ἐπισταμένου . καὶ παλαίων δ ' ἐν τῷ βαλανείῳ πυκνὰ
ὅτι οὐκ εὖ τοῦτο πέπονθας , καὶ ἄκουσον παρὰ τοῦ ἐπισταμένου θεοῦ ῥῆσιν ἀληθεστάτην , ὅτι ὁ μὲν θεὸς οὐχί
5303804 ὑποκρινεσθαι
Ὑπερείδης δὲ ἀντὶ τοῦ ἔχειν . καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ ὑποκρίνεσθαι καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ τιμᾶν καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ
πάντα λέγοντα Ἀλκμήνα καλέσασα χρέος κατέλεξε νεοχμόν , καί νιν ὑποκρίνεσθαι ὅπως τελέεσθαι ἔμελλεν ἠνώγει : μηδ ' εἴ τι
5288644 ἀνιασθαι
ἔρως . φοβεῖσθαι δὲ ἄμεινον τυχόντα ὧν βούλεταί τις ἢ ἀνιᾶσθαι ἀμελούμενον . λβʹ . Τὰ μὲν ὄμματά σου διαυγέστερα
τὴν λέξιν . καρδιαλγεῖν λέγεται τὸ μετὰ ναυτίας καὶ ὀδύνης ἀνιᾶσθαι τὸν στόμαχον . Βακχεῖος μὲν ἐν αʹ φησὶν ἀργεῖν
5282289 ἀνοητως
ὑπὸ σοῦ τιμωρίας τεύξεσθαι ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνῃ οὕτως ἀνοήτως διακείμενος , ὥστε οὐκ ἐξ ὧν εὖ πεποίηκας τὴν
συκοφαντουμένων . Δικτύῳ ἄνεμον θηρᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην καὶ ἀνοήτως τι ποιούντων . Δίκης δικαιότερος : ἐπὶ τῶν σφόδρα
5279853 ἀπελεγχει
πάθεσι δουλεύοντα . Ἕκαστον ὑπεύθυνον ὧν πράττει κακῶς Ὁ τρόπος ἀπελέγχει καὶ δῆλον ποιεῖ . Ζημίαν εἶναι τὴν σχολὴν καὶ
φίλον Κρείοντος ἀμύμονος , Αἵμονα δῖον Τίθησι γοῦν ὁμοῦ καὶ ἀπελέγχει τὸν χρησμὸν εὖ μάλα τις τῶν νέων ἀνδρικῷ λογισμῷ
5278014 ἀναιδη
τὸν μηρὸν κάμπτει , διὸ καὶ κάμηρος λέγεται . Ἄνθρωπον ἀναιδῆ καὶ κατὰ τὴν ὅρασιν ὀξὺν θέλοντες δηλῶσαι , βάτραχον
νῦν μοι θράσος καὶ γλῶτταν εὔπορον δότε φωνήν τ ' ἀναιδῆ . Ταῦτα φροντίζοντί μοι ἐκ δεξιᾶς ἐπέπαρδε καταπύγων ἀνήρ
5271387 ἀτεχνως
συμβουλεύεις ὑφήνασθαί τι θήρατρον ; Οὐ γὰρ δὴ οὕτω γε ἀτέχνως οἴεσθαι χρὴ τὸ πλείστου ἄξιον ἄγρευμα , φίλους ,
καὶ τὰς συγγενεῖς αἰσθήσεις αὐτῷ καὶ ὅσα ἐκτὸς αἰσθητὰ ἐργαζόμενος ἀτέχνως οὐ παύεται , καὶ βλάπτει μὲν τὴν παναθλίαν ψυχὴν
5264758 ἀγαμαι
, ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν
ἀλείφεσθαι τὸ σῶμά μοι πρίω μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον , ἄγαμαι Ξανθία καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν .
5264744 προσαγορευειν
ὕστερον δὲ κατανοοῦντες τοὺς ἄλλους πάντας ἤδη τούτῳ τῷ ὀνόματι προσαγορεύειν . ἔοικέ τι ὃ λέγω τῷ ἀληθεῖ ἢ οὐδέν
παρεπόμενον , ἐὰν γίγνηται , χάριν αὐτὸ δικαιότατον ἂν εἴη προσαγορεύειν ; Ναί . Τὴν δέ γε ὀρθότητά που τῶν
5259947 ληρον
λεόντειον ἐβρυχῶντο φονῶντες . ὃ δὲ φλυαρεῖ καὶ μάτην ἡμῶν λῆρον καταχεῖ τοῦ χάους ἀρχαιότερον καὶ Κρονίων ἀπόζοντα . ὃ
ἐφεξῆς ὅ τι φέρων τις μὴ φέρει , ἐγέλων νομίζων λῆρον , οὐκ ἂν γενόμενον οὐδέποτέ γ ' οἶμαι πρᾶγμα
5259347 φιλειν
φάσκοντάς με φιλεῖν : ἔλαβον δὲ νῦν πρῶτον παρὰ τοῦ φιλεῖν ὡς ἀληθῶς εἰδότος . καὶ ἔγωγε τὴν Τύχην ἐπαινῶν
: τοῦτό φασιν Ἱππόλυτον εἰπεῖν πρὸς Φαίδραν , φάσκουσαν αὐτὸν φιλεῖν παρὰ πάντας ἀνθρώπους . Ἀκάνθιος τέττιξ : ἐπὶ τῶν
5255787 ψευδεστατον
εἰπόντες τὰ συγκριτικὰ ἥμαρτον : ἀντὶ γὰρ τοῦ κλεπτέστατον καὶ ψευδέστατον . οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ , .
εἰπεῖν ἢ ἀκοῦσαι λόγους . τὸ δὲ πάντων σχετλιώτατον καὶ ψευδέστατον τὸ εἰπεῖν οὐδεμιᾶς κατεπειγούσης χρείας ὅτι παιδικὰ γεγόνοι τοῦ
5248558 ἐπειθομην
δὲ νεῖκος πατρὶ χρηιζούσης σέθεν : καὶ γὰρ πάροιθε σοῖς ἐπειθόμην λόγοις . αἰαῖ , κατ ' ὄσσων κιγχάνει μ
τῶν ἄλλων ἁπάντων κινδυνεύω , ὅτι τοῖς τῆς πόλεως νόμοις ἐπειθόμην . Εἰ μὲν ἡγούμην οἷόν τε εἶναι , ὦ
5245904 ἐξευρηκεναι
. τὴν μὲν δὴ περὶ τὰ βλέφαρα τέχνην τῆς φύσεως ἐξευρηκέναι τε καὶ καλῶς ἐξηγήσασθαι δοκοῦσιν οἱ ἄριστοι τῶν ἀνατομικῶν
παραδοθέντα ἐπὶ τὸ γνωριμώτερον ἐξενεγκόντες παραδεδώκαμεν , οὐδὲν αὐτοὶ τούτων ἐξευρηκέναι φάσκοντες . παραδεικνύντες δέ τινα τῶν ὑπὸ τῶν πρὸ
5232295 ἐπιστασθαι
τίνα τρόπον ” ; ὃ δέ „ ἐπειδήπερ οὗτοι πάντα ἐπίστασθαι ἐπηγγείλαντο , ἐμοὶ δὲ κατέλιπον οὐδὲ ἕν „ .
φησὶν ἐπεξηγούμενος ἕκαστον τῶν ἀπηριθμημένων , διότι οὐκ ἔσται ἡμῖν ἐπίστασθαι καὶ ἀποδεῖξαι εἰ μὴ ἐξ ἀληθῶν , ἀλλὰ λαβοῦσι
5228330 ἀφελες
ὁ κέπφος ὄρνεόν ἐστι θαλάττιον , ἀτελὲς καὶ λάρον καὶ ἀφελὲς , ὃ καλοῦσι κοινῶς λάρον : ὅπερ φιλεῖ ἀφρὸν
καὶ ἐπὶ πονηρῶν ἵππων ὀχοῦνται : ὁρᾷς , ὅσον τὸ ἀφελὲς τῆς γνώμης ; καὶ μὴν καὶ τὸ ἁδύ τι
5223236 ἐρρωσθαι
ἑαυτῆς ἐπιθυμιῶν κρατήσασα καὶ νικήσασα τῷ ἐρρωμένως ἐπὶ σωμάτων κάλλος ἐρρῶσθαι , ἀπ ' αὐτῆς τῆς ῥώμης καὶ συντονίας τὴν
θυμὸς εὐθυμία , τόλμα . θαρρεῖν θαρσεῖν , ἀνδρίζεσθαι , ἐρρῶσθαι ὑπερερρῶσθαι , ὑπερθυμοῦσθαι , τολμᾶν . θαρσαλέως θαρραλέως εὐθαρσῶς
5219939 εὐητριον
καὶ εὖ ἤσκητο , οὐκ ἐπειδὴ χιτῶνα ἠμφίεστο λεπτὸν καὶ εὐήτριον , ἀλλ ' ὅτι μὴ τὴν ψυχὴν ἀκόσμητον εἶχε
δὲ ἀπὸ τοῦ ἐν Κύμῃ χωρίου , τῆς Βλακείας . εὐήτριον . ἱμάτιον εὐϋφές . ἤτριον δὲ ἔνδυμα ὑμενῶδες .
5217668 διακεισθαι
κατὰ δύναμιν φυσικὴν ἢ ἀδυναμίαν λέγονται . οὐ γὰρ τῷ διακεῖσθαί πως ἕκαστον τῶν τοιούτων λέγεται , ἀλλὰ τῷ δύναμιν
πῶς αἱ δυνάμεις ; Ἢ καὶ ὁ φύσει πυκτικὸς τῷ διακεῖσθαί πως ἔχει τοῦτο , καὶ ὁ ἀδύνατος πρός τι
5204747 θηρευτην
μὲν ἐς τὸ τέλμα ἵεσθαι , τὸν δὲ ἄνδρα τὸν θηρευτὴν ἐπακολουθοῦντα ὑπὸ τοῦ θυμοῦ κατόπιν τῆς ἐλάφου νήχεσθαι :
σταδίους τὸ πεδίον σφίσι γενέσθαι λέγουσι . φασὶ δὲ ἕπεσθαι θηρευτὴν ἄνδρα ἐλάφῳ φευγούσῃ , καὶ τὴν μὲν ἐς τὸ
5195156 μειδιαν
[ ] μωκᾶσθαι ? [ ] καὶ μορφάζειν καὶ ? μειδιᾶν [ ] καὶ ὑπανίστασθαί [ ] ? τισιν ?
ὄζων πολέμου . εἰ γάρ που τὴν ἐρωμένην προσέπαιζε καὶ μειδιᾶν , ὡς εἰκός , ἐπειρᾶτο , ἦν αὐτῷ καὶ
5193036 προγιγνωσκειν
κακός γε φαίνομαι δοκῶ τε σοί . τότε στενάζειν καὶ προγιγνώσκειν ς ' ἐχρῆν ὅτ ' ἐς πατρώιαν ἄλοχον ὑβρίζειν
πρὸς τοῦτο μηδὲν διαφέρῃ , λυσιτελῇ δὲ ταῖς ψυχαῖς τὸ προγιγνώσκειν , ἕνεκα τοῦ σώζειν αὐτὰς καὶ ἀνάγειν , τὴν
5191669 ὑι
ὕραξ , ὁ μῦς Αἰολικῶς : ἔοικε γὰρ ὁ μῦς ὑὶ καθάπερ καὶ παράγεται λιχμήρεας δὲ τοὺς περιλείχοντας ἠρήμωσεν ]
τοῖς χρησομένοις αὐτῇ πέφυκε λυσιτελὴς εἶναι . ἐοίκασι δὲ τῇ ὑὶ τῇ Αἰσώπου οἱ τύραννοι ὑποπτεύ - οντες καὶ δεδοικότες
5176145 κουριαν
τινι σεμνύνεσθαι τῶν καλῶς αὐτῷ πεπραγμένων καὶ τρέφειν κόμην : κουριᾶν δὲ τὸ κουρᾶς ἐπιδεῖσθαι καὶ κόμην καθιέναι . κόρυδος
ὡς Ὑπερείδης , καὶ ἀποκαρτέον , ὡς Εὔπολις . καὶ κουριᾶν τὸ κομᾶν , ἀπὸ τοῦ δεῖσθαι κουρᾶς , ὥσπερ
5175255 ἐλεειν
ἐμὴν συμφοράν , ἣν οὐκ ἀπεικὸς εἶναι καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἐλεεῖν ὑπελάμβανον , ἔπειτα δὲ εἰς τὸ τοῦ προσώπου σου
: τίς γὰρ μεθ ' ἡμᾶς ὑποδέξεται ξένον , τίς ἐλεεῖν δυστυχοῦντας ἀνέξεται , πρόδηλον ἔχων ἐκ τῆς εὐσεβείας τὸν
5163494 ἐγκωμιαζουσιν
νεῶν πλῆθος καὶ τὴν προθυμίαν τῆς πόλεως καὶ τὰς πράξεις ἐγκωμιάζουσιν , ἐγὼ δὲ , εἰ καὶ παράδοξον εἰπεῖν ,
καὶ ἄλλως ἐπίσημοι , οὐ μόνον τῇ ἀφηγήσει τῶν ἐξειργασμένων ἐγκωμιάζουσιν , ἔνδηλοι δὲ ἅπασι γίγνονται , ὅτι δὴ αὐτοῖς
5154019 εὐφημειν
τὸν θεὸν τάττωμεν ; πότερα ἐν τῷ ἀθροίσματι ; ἀλλὰ εὐφημεῖν ἄξιον . Λείπεται δὴ ὥσπερ εἰς ἀκρόπολιν ἀναβιβασαμένους τῷ
οἷον εἰ ἀπὸ λόγων εἴη , ὅτι ἀκόλουθον τοῖς λόγοις εὐφημεῖν αὐτόν : ἢ εἴπερ ἐπὶ ἑτέροις αὐτός τι τοιοῦτον
5152213 βασκαινειν
. τὸ δὲ ἀνάλογον ἐπὶ πάντων ἐστὶ τῶν ὁμοίων . βασκαίνειν οὐχὶ τὸ φθονεῖν δηλοῖ , ἀλλὰ τὸ λυπεῖν καὶ
οἱ ποιηταί , πείθω εἰς τὸ ἐμφανὲς προϊέναι καὶ μὴ βασκαίνειν τοῦ κάλλους τοῖς πολλοῖς ἀνθρώποις , καὶ συνεθίζων μὴ
5151652 ὀνειδιζειν
καὶ οἱ προστάντες αὐτῶν ἐγιγνώσκοντο , καλῶς εἶχε ταῦτ ' ὀνειδίζειν : εἰ δ ' ἔσθ ' ἕτερα ἀμείνω καὶ
, ὦ Σώκρατες , Σιμωνίδην ἄλλο ἢ τοῦτο , καὶ ὀνειδίζειν τῷ Πιττακῷ ὅτι τὰ ὀνόματα οὐκ ἠπίστατο ὀρθῶς διαιρεῖν
5151473 γοητευειν
ἔργα αὐτὸν εἶναι τῶν φλυάρων ἕνα καὶ τῶν θαυματοποιῶν , γοητεύειν μόνον καὶ κολακεύειν τὸν ἀκροατὴν δυνάμενον , ὠφελεῖν δὲ
τῶν πραγμάτων τῆς ἀληθείας ἀφεστῶτας διὰ τῶν ὤτων τοῖς λόγοις γοητεύειν , δεικνύντας εἴδωλα λεγόμενα περὶ πάντων , ὥστε ποιεῖν
5145776 γελοιαζειν
σκῶμμα , τωθασμός . ῥήματα δὲ παίζειν , γελᾶν , γελοιάζειν , κομψεύεσθαι , χαριεντίζεσθαι , στωμύλλεσθαι , σκώπτειν ,
ἀπὸ πάσης εὐθυμίας καὶ πληρώσεως τὸ καυχᾶσθαι καὶ σκώπτειν καὶ γελοιάζειν , ἀπὸ δὲ τῆς ἀλλοι - ούσης τὴν γνώμην
5141197 ἐπεχεσθαι
αὐτῆς ὕλης δοκιμασθήσεται , πρόνοια δὲ ἔστω , ὥστε μήτε ἐπέχεσθαι τὴν κοιλίαν μήτε ἐπὶ πλέον καθυγραίνεσθαι . τοῦτο δὲ
συμβέβηκεν , τῷ δὲ μὴ καθαίρεσθαι οὐ πάντως καὶ τὸ ἐπέχεσθαι τὸ ἔμμηνον , οἷον ἐπὶ προηλίκων καὶ πρεσβυτίδων καὶ

Back