εἶναι μῆκος λέγομεν : εἰ γὰρ κατ ' ὀλίγον ἐλαττοῦται στενούμενον τὸ πλάτος κατ ' ἐπίτασιν , ἐλεύσεταί ποτε καὶ
μὲν ἄρχεται αὐτό , εὐρυκοίλιον , ἀεὶ δὲ καὶ μᾶλλον στενούμενον , τυφλὸν ἐξ ἄκρου . εἰ δὲ καὶ τοῦτο
4853184 ἀναβασις
διαφέρουσιν , ὥσπερ τὸ σπέρμα καὶ ὁ καρπὸς καὶ ἡ ἀνάβασις καὶ ἡ κατάβασις : ὅταν μὲν γὰρ τὰς ἁπλᾶς
, προβαίνει , ἀποβαίνει , ἀναβαίνει , προσβαίνει . καὶ ἀνάβασις καὶ ἀναβασμοὶ καὶ ἀναβεβασμένοι ἵπποι : καὶ οἱ τοῖς
4710541 Ἀμυκλαιοιο
Νείλου , παρ ' ᾧ καὶ τὸ Κανωβικὸν περίπυστον τέμενος Ἀμυκλαίοιο Κανώβου . Τὰ δὲ περὶ τοῦ κυβερνήτου τοῦ Μενελάου
Νείλου , ἔνθα βορειότατος πέλεται μυχὸς Αἰγύπτοιο καὶ τέμενος περίπυστον Ἀμυκλαίοιο Κανώβου : Εὐρώπην δ ' Ἀσίης Τάναϊς διὰ μέσσον
4638170 κεκληται
ὑπὲρ αὐτῶν μεῖον , καὶ μειαγωγεῖν τὸ εἰσάγειν ἱερεῖον . κέκληται δὲ ἢ ὅτι ἔσκωπτον ὡς μεῖον τοῦ δέοντος ,
Πελεύς . Πέλιννα , πόλις Θεσσαλίας ἐν τῇ Φθιώτιδι . κέκληται ἀπὸ Πελίνου τοῦ Οἰχαλιέως . ἔστι δὲ καὶ Πελινναῖον
4611665 προϊον
εἰπεῖν . Τὸ δὴ μετὰ τὸ μένον ἤδη τῷ ὄντι προϊόν . Καὶ γὰρ ἀπ ' αὐτοῦ πρώτου ἡ πρόοδος
' αἰτίας , αὐτό πως λέγεται τὸ μένον εἶναι καὶ προϊόν , ἔστι δὲ ὁλοσχερῶς μὲν ταὐτὸν τῇ γε ἰδιότητι
4518840 ἐγειρεται
πελιδνὸν ποιεῖ τὸν τόπον , καὶ ἐπ ' αὐτῷ ὄγκος ἐγείρεται : φλύκταιναι δὲ καὶ μᾶλλον ταῖς ἀπὸ τῶν ὄμβρων
κεφαλὴν τοῦ τροπαιούχου ἄνωθεν ὁρμήσαντος καὶ ὑπὸ δέους ἀπράκτου μείναντος ἐγείρεται πᾶς ἀνὴρ πρὸς τὴν χεῖρα καὶ μυρία καμὼν καὶ
4514116 νεφος
' ὡς τάχος εἴσω . δῆλον ἀπ ' ἀρχῆς ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ' ἀνάψει μείζονι θυμῶι : τί
. δωδ . § : κρεῖττον γὰρ ἐπερχόμενον ἐκκλῖναι τὸ νέφος ἢ φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι . . . ὑπ
4494393 βροντης
κωμῳδίαις τὰ καλούμενα ἠχεῖα , ὧν ὁ κτύπος σχηματίζεται εἰς βροντῆς ἀπήχησιν . μυκησαμένης ] ἠχησάσης . ὑπὸ θεῶν καταπεμφθείσης
τέρας : ὃς δὴ κεραυνοῦ κρείσσον ' εὑρήσει φλόγα , βροντῆς θ ' ὑπερβάλλοντα καρτερὸν κτύπον , θαλασσίαν τε γῆς
4453593 ὁραται
' ᾗ τινὸς ἄλλης φύσεως κεκοινώνηκεν : διὸ ἐκεῖνο μὲν ὁρᾶται καὶ ἐν τῷ σκότει , τὰ λοιπὰ δ '
τοῖς οὖν σοφοῖς τῶν προφητῶν αἰνίττεται , ὅπως θεὸς ἐκεῖνος ὁρᾶται : σοφὸς δὲ ἱερεὺς τὸ αἴνιγμα συνιεὶς ἀληθινὴν ἂν
4453459 εἰρυσαι
ὥστε τὰς φλέβας καὶ τὸ αἷμα εἰρύσαι τῆς χολῆς , εἰρύσαι δὲ τὸ πλεῖστον ἐκ τῶν σαρκῶν καὶ τῆς κοιλίης
καὶ καταπλάσσειν ἐν τούτοισιν : ὅταν δὲ ἡμέρη γένηται , εἰρύσαι , ἀφεψεῖν δὲ μύρτα ἐν οἴνῳ καὶ διακλύζεσθαι .
4409669 Κωρυκις
καθ ' αὑτοὺς καλῶς . τιμαλφεῖ ] ἣν τιμᾷ . Κωρυκὶς πέτρα ] πέτραν φησὶ κοίλην τὸν Παρνασσόν . διὰ
ὁ ποιητής : ταῦτα εἰποῦσα εἰς θρόνον ἐκαθέζετο . Ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα : πέτραν φησὶ κοίλην τὸν Παρνασσόν . διὰ
4390644 εὐθυ
. Καὶ πότερον οἴει τὸν ἔμπειρον τῆς τεκτονικῆς τέχνης , εὐθύ τι ἐργάσασθαι βουλόμενον , ἑνὶ προσαρμόσαντα κανόνι καὶ μιᾷ
ἡ μὲν ἐν κύκλῳ , ἡ δ ' ἐπ ' εὐθύ . καὶ τῆς μὲν ἐν κύκλῳ ἡ μὲν εἰς
4385881 ἡμιτομος
: ἀνάσπα δὲ ὅμως . Ἰδού τις ἄλλος ὑπόπλατος ὥσπερ ἡμίτομος ἰχθὺς πρόσεισιν , ψῆττά τις , κεχηνὼς εἰς τὸ
δείσας ἐπαύσατο . ἠθάνιον ἔκπωμα παρ ' Ἑλλανίκῳ . καὶ ἡμίτομος παρ ' Ἀττικοῖς ἀπὸ τοῦ σχήματος οὕτως ὀνομασθέν .
4374671 Ἐλεφαντινη
δὴ δυοῖν ὄντοιν τῆς Αἰγύπτου μερῶν ἐπὶ τῆς Λιβύης ἡ Ἐλεφαντίνη πεπόλισται : πάντα γὰρ ἐνταῦθα ἤδη συμπέπτωκεν , Αἴγυπτος
δὲ οἰκήματα ἄττα προσγεγενῆσθαι , καὶ ὄνομα εἶναι τῷ χωρίῳ Ἐλεφαντίνη ἀπὸ Ἐλε - φαντίνης τῆς ἐν Αἰγύπτῳ . ἔχαιρον
4350178 καταπληκτικον
καὶ καμπυλώδεις [ εἰσὶ ] στυφὸν ἦθος καὶ βλοσυρὸν καὶ καταπληκτικόν . αἱ δὲ πρὸς τοὺς κροτάφους ἐπικεκλιμέναι εἴρωνας δηλοῦσι
: Θεόκριτος . ἐπὶ τῶν ἀνοήτων . Τιτανῶδες βλέπει : καταπληκτικόν , φοβερόν . Τίκτει κόρος ὅταν κακῷ ἀνδρὶ παρείη
4347848 ὑψηλον
ἐμοὶ τηλουρὸν δοκεῖ λέγειν , οὐχὶ τὸν Καύκασον μακρὸν καὶ ὑψηλὸν ὄντα : οὐ γὰρ ἂν εἶπε τὸ πέδον :
, ἐπιβουλευόμενον πρᾶγμα , ἀπλήρωτος ἐπιθυμία , πολυπόθητον ταλαιπώρημα , ὑψηλὸν πτῶμα , ἀργυρικὸν σύνθεμα , παρερχόμενον εὐτύχημα . Μισούμενον
4284311 Εὐριπου
: πᾶν γὰρ σῶμα ῥεῖ , καὶ φέρεται ὀξέως , Εὐρίπου δίκην , ἄνω καὶ κάτω , νῦν μὲν ἐκ
ὑπὸ πτυχί : σῆμα δ ' ἐφ ' ἡμῖν ἐγγύθεν Εὐρίπου δημοσίᾳ κέχυται , [ οὐκ ἀδίκως : ἐρατὴν γὰρ
4273758 ἀνακλαται
Κ , ἴση ἐστὶν ἡ Ο γωνία τῇ Π . ἀνακλᾶται ἄρα ἡ αὐτὴ ὄψις ἡ ΒΞΜ ἐπὶ τὸ Ρ
τὴν μασχάλην διαφορὰ διὰ τῆς σπάθης καταρτίζεται τρόπῳ τοιούτῳ : ἀνακλᾶται ἡ σπάθη , ὥστε αὐτῆς τὸ ἀμβοειδὲς πέρας ὑπερᾶραι
4272692 ἐνεδυσεν
καλύψαι ἢ κοσμῆσαι , ἐπείπερ ἦν ὅλος ἁμάρτημα χύσεων , ἐνέδυσεν αὐτὸν σάκκον χιτῶνα , καὶ λακινάριον αὐτὸν ὑποζώσας μέσον
. τὸν δὲ γραμματικὸν λεπτὸν ἀπὸ τῶν σφυρῶν τυγχάνοντα βαθὺν ἐνέδυσεν χιτῶνα καὶ βαθὺν ὑπόδημα ὑπέδησεν , ἵνα τὸ βαθὺ
4268323 Ἀρχεται
γὰρ ξύγχυσις τὰ γιγνόμενα ἦν καὶ πρόφασις τοῦ πολεμεῖν . Ἄρχεται δὲ ὁ πόλεμος ἐνθένδε ἤδη Ἀθηναίων καὶ Πελοποννησίων καὶ
τὸ ἰαμβικόν , ἐν δὲ τῷ ἡμιολίῳ τὸ παιωνικόν . Ἄρχεται δὲ τὸ δακτυλικὸν ἀπὸ τετρασήμου ἀγωγῆς , αὔξεται δὲ
4266236 θνῃσκοντας
ἑξῆς στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι μεʹ . μὴ νῦν ἐὰν θνῄσκοντας : ὁ Ἐτεοκλῆς φησι πρὸς τὸν χορὸν ἐπὶ τῆς
, σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες , αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ ' , αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους , ἔλθετ
4263899 μεσουρανησει
ἔστι δὲ ὅτε καὶ πλέον : οὐδὲ ὑπὸ γῆν δὲ μεσουρανήσει Σκορπίος , ἀλλὰ ζῴδιον ὅλον ἀφέξει ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ
. Αἰγόκερω γὰρ τῆς πρώτης μοίρας δυνούσης Κριοῦ πρώτη μοῖρα μεσουρανήσει , Καρκίνου δὲ πρώτη μοῖρα ἀνατελεῖ , Ζυγοῦ δὲ
4242460 λαγονι
στέρνου καὶ γενείου , τὴν δὲ εὐώνυμον ὑπεσταλμένην παρὰ τῇ λαγόνι . παρελθὼν δὲ ὁ πρεσβύτατος καὶ τῶν δογμάτων ἐμπειρότατος
καταφρονήσας προσέδραμε καὶ καταφέροντος αὐτοῦ πληγὴν ὁ Ἀλέξανδρος ὑπέθηκε τῇ λαγόνι τὸ ξίφος καὶ καιρίου γενομένου τοῦ τραύματος ὁ μὲν
4240219 ἐπιτελλων
δὲ τῷ χρόνῳ τούτῳ παρ ' οἷς μὲν ὁ Κύων ἐπιτέλλων τὸν καιρὸν μηνύει , παρ ' οἷς δὲ ἄλλο
διὰ νυκτὸς πνεύσαντα ἄνεμον καὶ ἔμπαλιν παννυχίου γενομένης νηνεμίας αὐτὸς ἐπιτέλλων λάβρον ἤγειρεν ἄνεμον . ἢ πρόδηλος ἡ λύσις ἐκ
4228223 δυεται
Σελήνη φαεσφοροῦσα τεύξεται , ἀλλ ' ὁτὲ μὲν ἑσπέρας φανεῖσα δύεται , ὁτὲ δὲ ἐπίμονος μέχρι τινὸς μέρους , ἔσθ
τῷ σχήματι κεχρημένης ἄλλοτε παρ ' ἄλλοις ἕκαστα αὐτῶν καὶ δύεται καὶ ἀνατέλλει καὶ τούτου ἕνεκα δεήσει ἅμα καὶ σβέννυσθαι
4228060 ἀλαθεως
. εἰκότως μὲν οὐκ ἔφα τόδ ' , ἀλλ ' ἀλαθέως ἔφα . τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον
ἐπ ' ἐμὶν μέν , ὅμως δὲ φυλάξομαι . ὄχλος ἀλαθέως : ὠθεῦνθ ' ὥσπερ ὕες . θάρσει , γύναι
4224723 ἐπεχον
διὰ τοῦ Ἀμανοῦ ὄρους ἐπὶ τὸ τοῦ Εὐφράτου τμῆμα τὸ ἐπέχον μοίρας . . . . . . . .
καὶ τρίγλη μιλτοπάρῃος . τῇ δ ' ἐγὼ ἐν πρώτοις ἐπέχον κρατερώνυχα χεῖρα , οὐδ ' ἔφθην τρώσας μιν ,
4222302 ἀποτεξεως
συλλήψεως τὸν ὡροσκόπον ἑστάναι . καὶ μὴν οὐδ ' ἐξ ἀποτέξεως . πρῶτον μὲν γὰρ ἄπορόν ἐστι τὸ πότε ῥητέον
εἰς τὸ ἔμβρυον μεταδίδοται . Κατὰ δὲ τὸν καιρὸν τῆς ἀποτέξεως ὅταν τελειωθῇ τὸ ἔμβρυον , καὶ μέγα γενόμενον προτείνῃ
4213353 αὐρα
καὶ ἀπὸ τοῦ ἀήρ ἀέρος γενέσθαι ἀέρα καὶ κατὰ κρᾶσιν αὖρα , ὡς γράες αἱ γραῦς καὶ 〚 αἱ 〛
παρὰ τὸ ξυστὴρ , ξύστρα : καὶ πλεονασμὸς τοῦ υ αὖρα : ἄγγελος , παρὰ τὸ ἄγω ἄγελος καὶ ἄγγελος
4208547 ἑστηκεν
πάππος ἀπ ' ἀκάνθης : οὗτος γὰρ νέος μὲν ὢν ἕστηκεν ἐν τῷ σπέρματι : ὅταν δ ' ἀποβάλῃ τοῦτο
οὗ κατὰ τὸ δεξιὸν μέρος ὁ τὸ λεβήτιον ἔχων κίων ἕστηκεν . Ὅταν οὖν ἄνεμον συμβῇ πνεῖν , τοὺς τῆς
4185118 ἀναπτομενον
καὶ τὸ περὶ τὰς ἀρχὰς τῶν ἐπιστημῶν ἀληθεύειν , τὸ ἀναπτόμενον ἐκεῖθεν φῶς εἰς ὁδηγίαν ἔχουσα καὶ τῇ τῶν ἐν
περὶ τὴν γαϲτέρα γένοιτο τὸ ἐρυϲίπελαϲ , τὸν ἐκ τούτου ἀναπτόμενον πυρετὸν λιπυρίαν ὀνομάζουϲιν , εἰ δὲ περὶ τὸ ἧπαρ
4184586 φαντασμα
δὴ τούτων ἁπάντων συλλογίσασθαι δεῖ , ὅτι ἔστι τὸ ἐνύπνιον φάντασμα ἐν ὕπνῳ κατεχομένου τοῦ κυρίου καὶ ἐπικρίνοντος . ὥστε
φάντασμα ταύτης χρόνος νοεῖται , ἔσται ὁ χρόνος τοῦ χρόνου φάντασμα : ὅπερ ἦν ἀπεμφαῖνον . τοίνυν οὐ λεκτέον τὸ
4183775 λιθινος
ἔχοντα σημαίνοντα μετουσίαν προπαροξύνεται : κρίθινος δάφνινος φήγινος πύρινος ξύλινος λίθινος . τὰ μέντοι ἀπὸ καιροῦ ἢ ἀπὸ ἐπιῤῥήματος ὀξύνεται
παραγώγως . ὁ γὰρ ἀνδριὰς ἡνίκα γένηται ἐκ λίθου , λίθινος λέγεται : πρὸ γὰρ τῆς γενέσεως λίθος ὑπῆρχε :
4182367 σκιερον
ὀλίγων τῶν αὐγῶν προσπιπτουσῶν καὶ διασπωμένου τοῦ φωτός , τὸ σκιερὸν μέλαν φαίνεται . καὶ τὸ νέφος ὅταν ᾖ πυκνὸν
κύκλος ἐν τῇ σελήνῃ ὁ παρὰ τὸν διορίζοντα τό τε σκιερὸν καὶ τὸ λαμπρὸν ὁ ΗΘΚ . καὶ ἐπεὶ διχοτόμου
4181902 ἐφιστατο
δι ' εὐχῆς ᾗπερ ἐπίστευε μάλιστα , ὁ μὲν θεὸς ἐφίστατο πρὸς τὴν εὐχήν , καὶ ἔχρησεν ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ
ὥρμαινε δαΐφρων Τριτογένεια : τῇ δ ' ἄρα λυγρὸς Ὄνειρος ἐφίστατο πατρὶ ἐοικώς , καί μιν ἐποτρύνεσκε ποδάρκεος ἄντ '
4181273 ἀστρον
ἔστω παράλληλος κύκλος , καθ ' οὗ φέρεται τὸ Θ ἄστρον , ὁ ΔΚΘΛΒ : τὸ Θ ἄρα , ὅταν
τὸν ἥλιον ἄστρον φησίν . οὐ καινὸν εἰ τὴν σελήνην ἄστρον ὁ Αἰσχύλος ἐνταῦθα καλεῖ : καὶ Πίνδαρος γὰρ τὸν
4178295 πυρσος
ἐν Κιθαιρῶνι . ἔσκηψεν ] ἐπῆλθεν . φάος ] ἤγουν πυρσός . ἐπ ' Αἰγίπλακτον ] ἤγουν τῆς Μεγαρίδος ,
ἐν . σθένουσα ] ἰσχύουσα . λαμπὰς ] ἤγουν ὁ πυρσός . δ ' ] γάρ . μαυρουμένη ] ἀμαυρωθεῖσα
4176867 ἀρχεται
, ἅπερ ἐστὶ μαθεῖν ἄξια . τρία ἔτη γενόμενος κυήσεως ἄρχεται καὶ ὠδῖνα ἀπολύει καὶ τῆς τῶν πτερῶν πολυχροίας τε
, περὶ τοῦ παντοδαποῦ καλοῦ [ εἰπεῖν ] . Διὸ ἄρχεται μὲν ἀπὸ τοῦ φαινομένου κάλλους τοῦ ἐν τῇ μορφῇ
4172332 ἀστραπης
σωληναρίῳ χρυσῷ καὶ φορῇ , οὐ βλαβήσεται ὑπὸ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς . περίαπτον δὲ πρὸς κεραυνὸν ἕξεις ἐὰν λίθον κεραύνιον
δὲ ὁ Θέρσανδρος τὸ κάλλος ἐκ παραδρομῆς , ὡς ἁρπαζομένης ἀστραπῆς ἀφῆκε τὴν ψυχὴν ἐπ ' αὐτὴν καὶ εἱστήκει τῇ
4165413 ἑωθινος
οὐδεὶς ἀπενενέμητο τῇ προσρήσει , οὐδὲ ὡς νῦν μόνος ὁ ἑωθινός , ὅπου γε καὶ ἐπὶ τῶν ἀπαισίων καὶ ἀπευκτοτάτων
χαλᾷ γὰρ τὸ κάρα εὐανάδοτος χαλικραίῃ νύχιος ] χαλώσῃ κάρα ἑωθινός νύχιος ] ὁ νυκτερινός δεδαμασμένος ] νενικημένος οἴνῃ ]
4161935 στρεφομενη
οὐρανοῦ τεταμένην πέτραν , ἥτις αἰωρεῖται καὶ φέρεται μυρίαις στροφαῖς στρεφομένη καὶ προσηρτημένη χρυσαῖς ἁλύσεσιν ἄνωθεν ἐξ οὐρανοῦ , ἵνα
τὸ δὲ σημεῖον στρεφόμενον κύκλον γράφει , ὅταν εὐθεῖα γραμμὴ στρεφομένη καὶ πᾶσι τοῖς ἑαυτῆς μέρεσι κυκλογραφοῦσα καταμετρῇ τὸ διάστημα
4160159 τμηθεισα
ποιεῖν , ὅταν ἄρχηται τὸ μετόπωρον : τῆμος ἀδηκτοτάτη πέλεται τμηθεῖσα σιδήρῳ , μετρίως ξηρῶν ὄντων τῶν ξύλων ὑγρότητός τέ
' οὗ φαντάζεσθαι τοὺς πλέοντας τὴν ἀπόκλεισιν τῶν πετρῶν : τμηθεῖσα πεύκη : συνεκδοχὴ , ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν .
4155893 ἀρκτῳ
ἐστὶ τοῦ λόφου τὸ εὖρος . ἔχει δὲ πρὸς μὲν ἄρκτῳ δρυμούς , δι ' ὧν ὁ Ῥασκούπολις ἤγαγε τοὺς
ἀποκρύπτεταί τινα τῶν ὁρωμένων πρὸς μεσημβρίᾳ ἄστρων , καὶ πρὸς ἄρκτῳ τινὰ ὁρᾶται τέως ἀφανῆ ὄντα : καὶ εἴ τις
4151525 φεγγος
δέξαιτο δ ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος , δίκᾳ ξεναρκέϊ κοινόν φέγγος . εἰ δ ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκˈριτος ἁλίῳ σὸς
τοίνυν μηδὲ εἰς τὰς κοίτας λαμπτῆρας φέρεσθαι μηδὲ ἄλλο νυκτερινὸν φέγγος : ἤδη γάρ τινες , ἐπεὶ πάντῃ ἐξείργονται μηδὲν
4130239 δυομενος
τῆς πάσης γῆς , οὗ μετέβημεν , ἐκ τούτου ἡμῖν δυόμενος φαίνεται , οὐδὲ πολλὴν ἐνίοτε πάνυ γῆν μεταβεβηκόσιν [
Ἥλιος δυόμενος εἰς μὴ καθαρόν . Καὶ ὡς ἂν μερισθῇ δυόμενος οὕτως αἱ ἡμέραι ἐπιτελοῦνται . Οἷον εἰ τὸ τρίτον
4127800 νοητῃ
μέντοι ἡνωμένης καὶ πρὸ πάντων τῶν ἐννοήσεων ἐν μιᾷ ἁπλότητι νοητῇ προϋποτιθεμένης , ἢ ἄγνωστον μὲν ἅτε τῇ ἀπορρήτῳ ἀρχῇ
ποιεῖ τε πάντα ἀναμετρεῖν τῇ ψυχῇ καὶ τῷ νῷ , νοητῇ τε ἁρμονίᾳ τὸ φῶς ἐλλάμπει , καὶ τὸ μὴ
4121089 ἱσταται
ἀρχῆς ἄχρι τέλους μέχρι τοῦ συνειδέναι τὴν γυναῖκα τῷ φόνῳ ἵσταται . ἔστι δὲ τῶν ἀεὶ ἐμπιπτόντων ἐν τῷ ἁπλῷ
' εἰ μὲν πρὸς ἐλεεινολογίαν λέγοι , ἐγγὺς τοῦ πρέποντος ἵσταται , εἰ δὲ πρὸς πᾶσαν ἰδέαν λόγου , οὐκ
4117015 πελαγος
τὸ ὕδωρ . πρώτην οὖν φυλακὴν λέγει τὴν πρὸς τὸ πέλαγος μέσον δὲ . . . : ἔνθα , φησίν
καὶ ὁ Ἄθως αὐτῆς ὄρος ὑψηλὸν τελευτᾷ ἐς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος . πόλεις δὲ ἔχει Σάνην μὲν Ἀνδρίων ἀποικίαν παρ
4112786 διοριζων
ἐπιδειχθῇ : καλεῖται τοίνυν πρῶτος ὅρος ὁ ἐν τοῖς χωρίοις διορίζων τό τε οἰκεῖον καὶ τὸ ἀλλότριον : καλεῖται δὲ
αὐτοὺς ποιῶν διὰ τὴν τῶν ἀκτίνων βολήν , οὕτω δὲ διορίζων τὸ ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ , ἐπεὶ καὶ θερμότερον
4109363 ἀρθεις
οὐκ ἀλλοτρίων ἀλλ ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ ' ἡνιοχήσας . ἀρθεὶς δὲ μέγας καὶ τιμηθεὶς ὡς οὐδεὶς πώποτ ' ἐν
ἑστιαθέντες : τούτων γὰρ ὁ λογισμὸς ἀπὸ γῆς ἄνω μετέωρος ἀρθεὶς αἰθεροβατεῖ καὶ συμπεριπολῶν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ τῷ σύμπαντι
4098602 ἀνεχουσα
, ἔνθα τὸ Ἀσκληπιεῖον , Ὑπερτελέατον ὀνομάζουσιν . ἄκρα δὲ ἀνέχουσα ἐς θάλασσαν ἀφέστηκεν Ἀσωποῦ διακόσια στάδια : καλοῦσι δὲ
δὲ ἐφ ' οὗ τὸ ἅρμα μέση μὲν ἐπείργασται Θάλασσα ἀνέχουσα Ἀφροδίτην παῖδα , ἑκατέρωθεν δέ εἰσιν αἱ Νηρηίδες καλούμεναι
4096890 αὐγη
εἶναι καὶ ἱστίον τῷ ἅρματι , ἀφ ' οὗ καὶ αὐγή τις ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἥκει οὔπω
φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον ἦμαρ ἰοῦσα :
4083288 ἠους
, ἀκάμας , ζώιων ἡδεῖα πρόσοψι , δεξιὲ μὲν γενέτωρ ἠοῦς , εὐώνυμε νυκτός , κρᾶσιν ἔχων ὡρῶν , τετραβάμοσι
εἰκοστὴν ἤτοι τὴν τετάρτην καὶ εἰκοστὴν ὀλίγοι καλήν φασι . ἠοῦς γιγνομένης ⌊ ⌋ : ἕως τῆς ἕκτης ὥρας οὕτω
4070664 καρδιης
τῆς κοιλοτάτης . Δύο γάρ εἰσι κοῖλαι φλέβες ἀπὸ τῆς καρδίης : τῇ μὲν οὔνομα ἀρτηρίη : τῇ δὲ κοίλη
, εἶτ ' ἑαυτόν ἀφῆκεν εἰς βέλεμνον : μέσος δὲ καρδίης μευ ἔδυνε καί μ ' ἔλυσεν . μάτην δ
4066493 κἀκεισε
ἐπίσημοι καὶ ἐπιφανεῖς ἄνδρες ὑπάρχουσιν . Ἄλλοι δὲ πλεῖστοι ἔνθα κἀκεῖσε ἐπὶ τὰς ἠπείρους πλανῶνται , οὓς οὐκ ἄν τις
ἐνίοτε δὲ μεγάλης κραυγῆς γενομένης καὶ θορύβου παρὰ τῶν μεθυόντων κἀκεῖσε ἀπέβλεψαν , ἔπειτα εὐθὺς πάλιν πρὸς ἑαυτοῖς ἐγένοντο .
4063406 ἐκτετανυσται
Μετὰ δὲ τούτους τοὺς Χάλυβας τῆς Ἀσσυρίας γῆς ἡ πρόχυσις ἐκτετάνυσται : λέγει δὲ τὰ περὶ Θερμώδοντα καὶ Παφλαγονίαν :
: ὅπου ὁ πολὺς καὶ ἐπιμήκης τῆς ἀοικήτου γῆς τόπος ἐκτετάνυσται , ὑπὸ τοῦ μαλεροῦ , ἤτοι θερμαντικοῦ καὶ καυστικοῦ
4058713 φωσφορος
τινάσσων , Ἴακχ ' , ὦ Ἴακχε , νυκτέρου τελετῆς φωσφόρος ἀστήρ . Φλογὶ φέγγεται δὲ λειμών : γόνυ πάλλεται
αἴκα προαγέηται τῶ ἁλίω καὶ προανατέλλῃ ποτ ' ὄρθρον . φωσφόρος ὦν πολλάκις μὲν γίγνεται ὁ τᾶς Ἀφροδίτας διὰ τὸ
4054349 ἠχειον
οἷον , μνημεῖον : σημεῖον : πρωτεῖον : σφηκεῖον , ἠχεῖον : ἠλεῖον : κυνεῖον : πορνεῖον : λυχνεῖον :
δὴ τὴν μὲν ἠχὼ τὸν προφορικὸν εἶναι λόγοντοῦ γὰρ ζῴου ἠχεῖον ὄργανόν ἐστι τὸ φωνητήριον , τούτου δὲ πατέρα τὸν
4054168 κατερχεται
ὁ τοῖς ποσὶ μακρὰ βιβάς , σπουδῇ δὲ ἥκει καὶ κατέρχεται ; μῶν ἐπιφωνήσομεν αὐτῷ ; Καὶ μάλα . Κλεόλαε
. ] : ἐπεὶ Νεοπτόλεμος Ἑρμιόνην γαμεῖ τὴν Μενέλεω , κατέρχεται εἰς Δελφοὺς περὶ παίδων χρησόμενος : οὐ γὰρ αὐτῷ
4049703 κεραυνου
: ἔνσεισον , ὦναξ , ἐγκατάσκηψον βέλος , πάτερ , κεραυνοῦ . Δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν , ἤνθηκεν , ἐξώρμηκεν
ἐν οἷς ἐστιν : οὐ γὰρ ἄν τις ὑπομείνειε πλησίον κεραυνοῦ . εἰ δὲ ἔμπροσθεν πέσοι , κωλύει προϊέναι εἰς
4041594 αἰθερος
, φερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν , αἰεὶ διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος , ἔνθα ποθ ' ἁγνὰς ἐννέα Πιερίδας Μούσας λέγουσι
. Ζεὺς δὲ ὁ αἰθήρ . τὸ δὲ θερμὸν τοῦ αἰθέρος , μιγνύμενον τῷ ἀέρι , ζωογονεῖ ὅθεν μυθεύονται τὰ
4039160 εὐαυξες
. ἱστῷ γὰρ τὴν ἐλάτην εἰκάζει διὰ τὸ ἰθυτενὲς καὶ εὐαυξές : καὶ γὰρ ἐκείνη ἱστοῦ δίκην ἵσταται : χειμερινῷ
στελεχῶδες μὲν καὶ ὀλιγόκλαδον , εὔμηκες δ ' ἐπιεικῶς καὶ εὐαυξές : ξύλον ἰσχυρόν : τὸν δὲ φλοιὸν παχὺν σφόδρα
4032535 Ἰπνος
τέλει παράγραφος . 〛 εἰς τὸν ἰπνὸν εἴσω πλησίον : Ἰπνὸς μὲν ἡ κάμινος . καταχρηστικῶς δὲ ἡ ἐσχάρα .
λεγόμενον παρ ' ἡμῖν μαγειρεῖον : ἔστι γοῦν δρᾶμα Φερεκράτους Ἰπνὸς ἢ Παννυχίς , ἐν ᾧ δηλοῦται τοῦτο , ὅτι
4028833 κεκλασμενη
ἔξωθεν οὐ πάνυ ἰσχυρή : ἔκλυσις σώματος δεινή : φωνὴ κεκλασμένη , ἔργον ἀκοῦσαι , σαφὴς δέ : κρόταφοι ξυμπεπτωκότες
χολώδεα : χρῶμα κοπρῶδες , ὅσον ἀπέσταξεν : ἡ φωνὴ κεκλασμένη : ἐν τῇσιν ἐπιστροφῇσι βαρύς : ὀφθαλμοὶ κοῖλοι :
4027915 κατασπαται
τῇ ῥύμῃ τοῦ πνεύματος ἕπεται τὰ πτερύγια : κάτω μέντοι κατασπᾶται τοῖς χείλεσιν ἀκολουθοῦσα κατὰ προσάρτησιν . Καὶ μὲν δὴ
βρέφεσι κατάγεται , πολλάκις δὲ καὶ μετὰ τὴν ἀποκύησιν ὕστερον κατασπᾶται : εἴτε δ ' οὕτως , εἴτ ' ἐκείνως
4023836 στῃ
, ἕως ἂν τὸ ἁπλῶς ζῷον ἀποτελέσῃ καὶ τὸ καθόλου στῇ . καὶ ἐν τούτῳ ὡσαύτως , τουτέστι τὸ αὐτὸ
τὰς ἱερὰς καὶ ἀναφεῖς καθαγιάζων ἀρετὰς ἐκθυμιᾷ . ἐπειδὰν δὲ στῇ τὸ ἐνθουσιῶδες καὶ ὁ πολὺς ἵμερος χαλάσῃ , παλινδρομήσας
4020340 ἑστηκε
Ἰλλυρίοις δὲ τόπος διαβόητός ἐστιν ὁ καλούμενος Κύλικες . κρατὴρ ἕστηκε μεστὸς εὐφροσύνης : ἄλλος δ ' οἶνός ἐστιν ἕτοιμος
λαμβάνοντα τὴν ἐνέργειαν τούτων . καὶ τὰ μὲν ἐν εἴδεσιν ἕστηκε , τὰ δὲ ἐν λόγοις πολλαπλοῖς ποιεῖται τὴν ἐνέργειαν
4015540 περιαγομενη
, κωνικὴν ποιήσει ἐπιφάνειαν τῇ ΑΠ εὐθείᾳ , ἣ δὴ περιαγομένη συμβαλεῖ τῇ κυλινδρικῇ γραμμῇ κατά τι σημεῖον . ἅμα
, κωνικὴν ποιήσει ἐπιφάνειαν τῆι ΑΠ εὐθείαι , ἣ δὴ περιαγομένη συμβαλεῖ τῆι κυλινδρικῆι γραμμῆι κατά τι σημεῖον : ἅμα
4014769 ἀρκτου
δικαίων ἀπολείπηται ῥυθμῶν , ὡς δὴ μυθολογεῖται περὶ τῶν τῆς ἄρκτου ἐκγόνων ! ! ! ! ! συντηι ! !
διότι τοὺς ἐτησίας ἰδεῖν ἐστιν οὐδέν τι μᾶλλον ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνέοντας ἤπερ τῆς ἑσπέρας : οὐ βορέαι γὰρ οὐδ
4013367 ἀνακλωμενη
τῆς Θ , Λ . λέγω , ὅτι ἡ ΒΚ ἀνακλωμένη οὔτε αὐτὴ δι ' ἑαυτῆς ἀνακλασθήσεται οὔτε ἐπὶ τὴν
τοῖς ἐνόπτροις . ἡ ἄρα ἀπὸ τοῦ Β ὄμματος ὄψις ἀνακλωμένη καὶ προσπεσοῦσα πρὸς πάντα τὰ ἔνοπτρα ἥξει ἐπὶ τὸ
4010798 σφαιρης
πολλοὶ καὶ ἀπείριτοι οὐρανοῦ εἴσω δινεῦνται , τοὺς αὐτὸς ἀεὶ σφαίρης στροφάλιγγι τεύχει ἑλισσομένων ἄστρων κατ ' ἀπείριτον οἶμον .
τὰς ἑαυτῶν ἀποφαίνεσθαι γνώμας . , εἰ δ ' εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκωι τὸ ἓν ὄν φησι [ Β ,
4009343 ἀκρον
καὶ σηπεδὼν ἐπί τινων ἐπιγίγνεται , κατασκήψαντος δῆλον ὅτι εἰς ἄκρον πόδα τοῦ σήπειν δυναμένου χυμοῦ . σπανίως μέντοι τὰ
ἓν κρίνον ὁτὲ δὲ πλείω γίνεται : βλαστάνει γὰρ τὸ ἄκρον : σπανιώτερα δὲ ταῦτα : ῥίζαν δὲ ἔχει πολλὴν
4005952 πεσοι
ἐπὶ σχολῆς καλῶς . εἰ γὰρ ὡς θέλω καθαρμὸς ὅδε πέσοι . συνεύχομαι . τούσδ ' ἄρ ' ἐκβαίνοντας ἤδη
γὰρ αἰγῶν ἁπάντων οἵδε εἰσίν . εἴ γε μὴν καὶ πέσοι τις πορρωτέρω τοῦ ὑποδεξομένου ὄντος αὐτὸν ἢ ὡς ἐκείνου
4005098 ἀοικους
λέγει ἢ διὰ τὸ γῆν μὴ γεωργεῖν ἢ διὰ τὸ ἀοίκους εἶναι ἢ διὰ τὸ χρῆσθαι τούτους μόνους τόξοις :
γηΐνους ἅπαντας τρόπους οὐράνιον οὐδὲν ἀγαθὸν ἐσπουδακότας ἰδεῖν ἤλασεν , ἀοίκους καὶ ἀπόλιδας καὶ σποράδας ὄντως ἐργασάμενος . οὐδενὶ γὰρ
4003782 Κωρυκιον
ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . .
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας
4002274 ἀκουομενον
ἀρχαίου . τηλέπορόν ] μεγαλόφωνον , μακρόν . , μακρόθεν ἀκουόμενον . βόαμα ] βοήν , φωνή . ἐντειναμένους ]
μαθὼν ἢ εὑρὼν ἐκεῖνο καὶ οἶδεν ὡς ἐφ ' ἑνὸς ἀκουόμενον , ἀλλ ' οὐχ ἃ ἐπίσταται . καὶ πατεῖ
3996866 ὑποστεναζει
ἰσχυρόν . οὐράνιον πόλον ] τὴν οὐρανίαν σφαῖραν . . ὑποστενάζει ] μετ ' ὠδῖνος ὑπανέχει . βοᾷ ] διὰ
ὁ βυθὸς καὶ ὁ μέλας τόπος τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει καὶ ὑποστενάζει , ἢ μετὰ στεναγμοῦ ἦχον ἐμφέρει . αἱ πηγαί
3995652 σπασον
ἐπὶ γάμου δὲ ἐῤῥέθη μὴ γενομένου . Ἀπ ' οἰνοχοέως σπάσον : παρόσον οἱ μεθύοντες ἀληθεύουσιν . Ἀπόπληκτος ἄνθρωπος :
: τὸν ἐπιτήδειον ἄνεμον . ὁμοία τῇ : Ἀπὸ χοέως σπάσον . Ἐπὶ σαυτῷ τὴν σελήνην καθέλκεις : ἐπὶ τῶν
3990421 ἀκρας
ἀλλοτρίου ἀφαίρεσις . Γίνεται δὲ ὁ μολυσμὸς καὶ ἀπὸ τῆς ἄκρας ἡμῶν ψυχῆς ἄχρι καὶ τῶν ἐξηρτημένων ἐσχάτως ἡμῶν :
καὶ περὶ πολλῶν οἶδα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ καὶ ἀπὸ τῆς ἄκρας δυνάμεως ἐξενηνεγμένα ὑπ ' αὐτοῦ : ἀλλ ' ἐκεῖνο
3987122 Βοωτης
ὑπὸ τῶν ἀρχαίων οὕτως αὐτὰς λέγεσθαι , διότι ταύταις ὁ Βοώτης ἅμα ἄρχεται καταδύεσθαι . Κλεόστρατον γοῦν τὸν Τενέδιον ἀρχαῖον
ἀνατέλλων . Ἀρκτοῦρος : ὁ δὲ αὐτὸς Ἀρκτοφύλαξ καλεῖται καὶ Βοώτης οἱονεὶ βουκόλος τις ὤν : κατέχει γὰρ καὶ ῥόπαλον
3984069 ὑψουμενον
Ἄγγελος ἄλλος ἔην γαιηόχος ἐγγὺς ὁδεύων , γαίης κέντρον ἔχων ὑψούμενον ἠέρι μέσσωι συμφυέων ἀνέμων ταναῶι φυσήτορι ῥοίζωι . αὐτὰρ
, καὶ ἰκμαλέης στατὸν ἅλμης τεμνομένου ῥοθίοιο διασχίζων κενεῶνα ἀκροκελαινιόων ὑψούμενον ἔδρακε φέγγος , ταῦρον ὁμοῦ καὶ κῆτος ἔχων ἡγήτορας
3979081 Ἑωσφορος
Καὶ πρόμος Ἠελίοιο , προάγγελος αἴθοπος Ἠοῦς , ἀστερόεις ἀνέτειλεν Ἑωσφόρος ἡδὺ φαείνων , λαμπάδα λαμπομένην Ὑπερίονι χειρὶ κομίζων ,
Ἀπόλλωνος ἀστήρ . πέμπτος ὁ τῆς Ἀφροδίτης παρὰ μὲν Ἕλλησιν Ἑωσφόρος . . . πρῶτος δὲ Ἴβυκος εἰς ἓν συνέστειλε
3976576 ὀξυωπεστατον
δὲ βούλοιτό ποτε εἰς τοὐπίσω θεάσασθαι , πᾶς ἐπιστρέφεται . ὀξυωπέστατον δέ ἐστι ζῷον καὶ μέντοι καὶ νύκτωρ καὶ σελήνης
ὡς θήσω θὴς καὶ ἀΐσσω ἀΐξω αἴξ : ἔστι γὰρ ὀξυωπέστατον τὸ ζῷον καὶ ἐν νυκτὶ ὁρᾶν δυνάμενον . .
3973230 ἀκροτατης
. σὺ δὲ οὐδ ' ἂν ἐκπλαγείης Δεινὸν ἀπ ' ἀκροτάτης κορυφῆς νεύοντα νοήσας οὐδὲ μορμολύττεταί σε ἀνὴρ σιδηροῦς φανταζόμενος
' ἐπὶ γῆρας ἐλέγχει οὐλόμενον , κεφαλῆς δ ' ἅπτεται ἀκροτάτης . Ἆ μάκαρ εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος , ὅστις
3972376 πυρωθεν
πυτίας καὶ τὸ μετὰ τὴν ἀποκύησιν ἀμελχθὲν αὐτίκα πήγνυται , πυρωθὲν ἐπὶ θερμοσποδιᾶς ὀλίγῳ χρόνῳ : καλεῖται δὲ πυριάτης καὶ
ἥμιϲυ λειφθῇ τοῦ παντόϲ , ὅπωϲ μήτε τυρωθὲν ἀποξυνθῇ μήτε πυρωθὲν κνιϲωθῇ διὰ τὸν κατέχοντα πυρετόν . παρακμῆϲ δὲ γενομένηϲ
3965276 διυγρου
καὶ γήινον σῶμα ἀφῆκεν , ἐπὶ δὲ πνεύματος θολεροῦ καὶ διύγρου περιπλανᾶται κάτω περὶ τοὺς τῆς γενέσεως τόπους , καὶ
ἔργον οὐ μόνον αὐτῷ τινὶ καταπῆξαι τὸν πάτταλον κατὰ τῆς διύγρου , ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν
3962000 πυρωπον
κεἰ μὴ θέλει ] ὁ Ἴναχος τοῦτο ποιῆσαι . . πυρωπὸν ] καυστικόν . . πυρώδη . μολεῖν ] ἐλθεῖν
. χόλου κρυόεντος : πυρώδους , καυστικοῦ , διὰ τὸ πυρωπὸν δὲ πυροειδές : καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ γὰρ τοῦ θυμουμένου
3959942 ἀστραπη
, ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν δὲ ” ἀστραπὴ “ καλλωπισθεῖσα κέκληται . Τί δὲ τὸ πῦρ καὶ
ῥάβδῳ τῇ βασιλικῇ , πλὴν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπὴ καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φέγγος ἡλίου καὶ αἱ
3950545 σκοπη
τῶν ἐκ θεάτρου καὶ ἐκκύκλημα καὶ μηχανὴ καὶ ἐξώστρα καὶ σκοπὴ καὶ τεῖχος καὶ πύργος καὶ φρυκτώριον καὶ διστεγία καὶ
: καλεῖται δὲ Ἀγνοῦ κέρας : εἶθ ' ἡ Περσέως σκοπὴ καὶ τὸ Μιλησίων τεῖχος : πλεύσαντες γὰρ ἐπὶ Ψαμμιτίχου
3950266 πετρα
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ '
3949855 ἐπιγλωττιδος
εἴρηται , τούτων ὑπάρχων κοινός , γλώττης καὶ στόματος παντὸς ἐπιγλωττίδος τε καὶ φάρυγγος καὶ στομάχου καὶ γαστρὸς καὶ λάρυγγος
γλίσχρου , μάλιστα ἐπὶ παιδίων . ἀγχόνη πυώδης ἀπόστασις μεταξὺ ἐπιγλωττίδος καὶ ῥίζης γλώττης . παρίσθμια φλεγμονὴ περὶ τὰ μῆλα
3948660 ὁρμισασθαι
. Γενόμενοι δὲ κατὰ Σικελίαν , εἴτε γνώμῃ χρησάμενοι τῇδε ὁρμίσασθαι εἴτε καὶ ὑπ ' ἀνέμων πονηρῶν βιασθέντες , ἃ
τοῦ ὑμετέρου ἐμπορίου , καὶ ἔστιν ὅμοιον εἰς φωρῶν λιμένα ὁρμίσασθαι , ὥσπερ ἂν εἴ τις εἰς Αἴγιναν ἢ εἰς
3942194 ἀμαυρον
ἐμπεσὼν ἑτέρων δεῖται λόγων , καὶ εἴ τῳ ἐκεῖθεν φῶς ἀμαυρὸν δοκεῖ καὶ ἥκιστα μετέχον αὐγῆς σαφοῦς , οὗτος οὐδ
† . λαβοῦ χερῶν καὶ πέπλων , ὅτου λέλοιπε ποδὸς ἀμαυρὸν ἴχνος . γέρων γέροντα παρακόμιζ ' , ὧι ξύνοπλα
3939832 πτωμα
ὅλως . Παριοῦσα δ ' ἀλώπηξ , ὡς εἶδε τούτους πτῶμα δεινὸν κειμένους ἔνθεν κἀκεῖσε , τὸν βοῦν δὲ μέσον
' οἴεσθε Σερίφου πρὸς θεῶν , ἢ Σύμης ταυτησὶ τὸ πτῶμα τοῦτο , ἤ τινος ἄλλης τῶν πολλῶν καὶ ἐν
3937784 ἀριστεροισι
, ἀπὸ μὲν τῆς καρδίης ἐπί τι χωρίον ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι μᾶλλον ἐοῦσα , ἔπειτα ὑποκάτω τῆς ἀρτηρίης , ἔστ
τοῖς δεξιοῖσσι [ ] , τὰ δὲ θήλεα ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι . λέγουσι δέ τινες [ ὅτι ] τὴν ἀρρενότητα
3937677 βορειοτατον
ἡ κατ ' Αἴγυπτον Ἀλεξάνδρεια καὶ τοῦ Νείλου προχοαί , βορειότατον δὲ τὸ τοῦ Βορυσθένους [ στόμα ] : εἰ
παροδεύει ὁ ἥλιος , ὥστε καὶ διὰ τοῦ θερειοτάτου τὸ βορειότατον σημαίνεται . . βορειότατος ] βορεινός . . μυχὸς
3933459 Σαρωνικον
. Τῷ δὲ Σικελικῷ συνάπτει τὸ Κρητικὸν πέλαγος καὶ τὸ Σαρωνικὸν καὶ τὸ Μυρτῷον , ὃ μεταξὺ τῆς Κρήτης ἐστὶ
καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος . ἐκπεσοῦσα δὲ ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ
3929440 νυξ
, σκοτεινῆς . νυκτὸς ὄμμ ' ] † ἤγουν ἡ νύξ . ἀφείλετο ] τὸν πόλεμον , τὴν μάχην .
τούτων ἡ διατύπωσις , τὸ δὲ ὀρώρει δ ' οὐρανόθεν νύξ ἐπιφώνημα λοιπόν ἐστιν : ᾗ μὲν γὰρ ἐκ τῶν
3923147 ἐλλαμπομενον
, τὸ δὲ τῆς ἐλλάμψεως τοιοῦτον οἷον χωρὶς ἔχειν τὸ ἐλλαμπόμενον , οὕτω λέγομεν . Δεῖ δὲ νῦν ἀκριβέστερον λέγοντας
λόγου μετέχειν , ὡς ὑπὸ τῆς τὸν λόγον ἐχούσης δυνάμεως ἐλλαμπόμενον , ὡς εἴπομεν : εἴρηκε γὰρ καὶ προλαβών ,
3922569 κλασις
οὐκ ἐφ ' ἧς ἐστι χώρας , ἀλλὰ ὅθεν ἡ κλάσις ἐποίησε τῇ ὄψει τὴν ἐπαφὴν αὐτῆς καὶ τὴν ἀνταύγειαν
ἀγαθῶν ἀγαθίδες . . . . , . ἄγη : κλάσις ξίφους . . . α . ἀγαυός : ὁ
3921020 κεκλησεται
' οἱ στρατηλάται γένος , Φθίας δὲ τοὔνομ ' οὐδαμοῦ κεκλήσεται . πικροὺς δὲ προχύτας χέρνιβάς τ ' ἐνάρξεται Κάλχας
τοῦτο καὶ φράξηθ ' ἅπαξ , ἐκ τοῦ πόλου τούτου κεκλήσεται πόλις . Ὥστ ' ἄρξετ ' ἀνθρώπων μὲν ὥσπερ

Back