καὶ τὸ περὶ τὰς ἀρχὰς τῶν ἐπιστημῶν ἀληθεύειν , τὸ ἀναπτόμενον ἐκεῖθεν φῶς εἰς ὁδηγίαν ἔχουσα καὶ τῇ τῶν ἐν
περὶ τὴν γαϲτέρα γένοιτο τὸ ἐρυϲίπελαϲ , τὸν ἐκ τούτου ἀναπτόμενον πυρετὸν λιπυρίαν ὀνομάζουϲιν , εἰ δὲ περὶ τὸ ἧπαρ
6766994 ἐσχαρα
διαφέρει . βωμοὶ γάρ εἰσιν οἱ τὰς προσβάσεις ἔχοντες , ἐσχάρα δὲ ἐν ᾗ τὰ θυόμενα ὀπτοῦται : ἑστία δὲ
δ ' ὑπέρυθρον , τὸ δ ' αὖ μέλαν οἷον ἐσχάρα : κάκιστον δὲ τὸ μέλαν καὶ θανατωδέστατον . βοηθεῖ
6278635 ἑστηυια
ὦμον ἐρείσας , Ἥφαιστος θηεῖτο , καὶ αἰγλήεντος ὕπερθεν οὐρανοῦ ἑστηυῖα Διὸς δάμαρ , ἀμφὶ δ ' Ἀθήνῃ βάλλε χέρας
αἴνυτο κῶας , κούρης κεκλομένης , ἡ δ ' ἔμπεδον ἑστηυῖα φαρμάκῳ ἔψηχεν θηρὸς κάρη , εἰσόκε δή μιν αὐτὸς
6188814 Σιμοεντι
ὀξὺ κατ ' ἀκροτάτης πόλιος Τρώεσσι κελεύων , ἄλλοτε πὰρ Σιμόεντι θέων ἐπὶ Καλλικολώνῃ . Ὣς τοὺς ἀμφοτέρους μάκαρες θεοὶ
[ ] [ ] αι τλευτάν : [ ἀενάῳ ] Σιμόεντι [ ] πε [ ] [ ] ! !
6165274 κευθμων
, φυλάττει τὸ ω : οἷον , χειμὼν χειμῶνος : κευθμὼν κευθμῶνος : οὐχ οὕτως δὲ ἔχοντα διὰ τοῦ ο
συνεβούλευσα μελαμβαθὴς [ ] ] ὁ σκοτεινὸς διὰ τὸ βάθος κευθμὼν ] ὁ κατώτατος τόπος ἤγουν ὁ Ἅιδης καλύπτει ]
6162688 κεραυνου
: ἔνσεισον , ὦναξ , ἐγκατάσκηψον βέλος , πάτερ , κεραυνοῦ . Δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν , ἤνθηκεν , ἐξώρμηκεν
ἐν οἷς ἐστιν : οὐ γὰρ ἄν τις ὑπομείνειε πλησίον κεραυνοῦ . εἰ δὲ ἔμπροσθεν πέσοι , κωλύει προϊέναι εἰς
6133025 οἰδμ
[ δρόμους ] , λῆξε δὲ βαρυβρόμων Νηρέως [ ζαμενὲς οἶδμ ] ' ἠδὲ μέγας Ὠκεανός , ὃς πέριξ [
δόλιοι ὥς μ ' ἀφ ' ἁλιπλόου γλαφυρᾶς νεὼς εἰς οἶδμ ' ἁλιπόρφυρον λίμνας ἔριψαν . ἴδιον μὲν δήπου δελφίνων
6077424 λευκαν
μὲν ἐν κόλποισι Διωνύσοιο φυλάσσων , κρατὶ δ ' ἔχων λεύκαν , Ἡρακλέος ἱερὸν ἔρνος , πάντοθι πορφυρέαισι περὶ ζώστραισιν
οἵ ποτε Κύπρις ἑλοῖσα μῆλα Διωνύσου δῶκεν ἀπὸ κροτάφων . λεύκαν Ἡρακλέος : Ἐρατοσθένης ἐν πρώτῳ Ὀλυμπιονικῶν φησι τὸν Ἡρακλέα
6055314 ἀντυγα
μέσον ἤλυθε Λυγκεύς , σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ ' ἀσπίδος ἄντυγα πρώτην : ὣς δ ' αὔτως ἄκρας ἐτινάξατο δούρατος
ἑσπερίης πόμα λίμνης αἰθερίην κροτέοντες ὑπ ' ἴχνεσιν ἀτραπὸν ἵπποι ἄντυγα μυδαλέην λιποφεγγέος ἕλκον ἀπήνης . ἠέρι δ ' ἠγερέθοντο
6050450 φαρος
φέρεται τὸ πνεῦμα , καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ .
καὶ τὸ α τρέπεται εἰς ω , ὡς ἐμάθομεν , φάρος φαριαμὸς καὶ φωριαμός : καὶ γίνεται λώβη , καὶ
6011661 ἀγχιαλοιο
ὁλκὸς ἐς δύσιν ἔστραπται πολιῆς ἁλός , ἄχρι κολώνης οὔρεος ἀγχιάλοιο , βαθυκρήμνου Κασίοιο . ῥηϊδίως δ ' ἄν τοι
δρυὸς ὄζοις ὄμμα δράκοντος φρουρεῖ , μναμοσύνα δέ σοι τᾶς ἀγχιάλοιο Λήμνου τὰν Αἰγαῖος ἑλίσσων κυμοκτύπος ἀχεῖ , δεῦρ '
6003107 νενευκος
περόνης ὁ ἀστράγαλος περιλαμβάνεται , τὸ τέτρωρον αὐτοῦ καλούμενον ἄνω νενευκὸς ἔχων . ὑπόκειται δ ' αὐτῷ τὸ μέγιστον ὀστοῦν
τῷ βάθει , ἀλλὰ πρὸς τὸ κάτω [ εἶναι ] νενευκὸς τρῆμα καλοῦσι οἱ τούτων ἐργάται ὑπαμβές . πλὴν ταῦτα
5982730 ἁρπην
: εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ , ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην καρχαρόδοντα , δόλον δ ' ὑπεθήκατο πάντα . ἦλθε
μόλιβδον βαστάζει ἐν τῇ ἀριστερᾷ , ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ ἅρπην , καὶ ῥίπτων ἑαυτὸν ἐν τῷ βυθῷ , δεδεμένος
5970797 εὐρειας
. μῆκός τε σώματος εἴληχε πόδα , πλάτος δὲ ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν :
ἡ Ἄρτεμις καὶ ὁ Ἀπόλλων Πτῶος ἐκλήθη . λευρᾶς λίαν εὐρείας . ἀλλὰ κἂν τὰς λέξεις ἄνωθεν τῶν στίχων γράφε
5966754 πελασαν
δ ' ἐν νηῒ μελαίνῃ , ἱστὸν δ ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες καρπαλίμως , τὴν δ ' εἰς ὅρμον
, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς , ἔνθά μιν ἐξ ἵππων πέλασαν χθονί , κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν : ὃ
5958080 ἀκτῃ
ᾗ τὸ ἄντρον . μέμνηται δὲ τῆς Ζώνης καὶ Ἀπολλώνιος ἀκτῇ Θρηικίῃ Ζώνῃ ἐπιτηλεθάουσαι . μέμνηται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ
τόνδ ' οὖν ἰχθύν τις παρὰ τῷ ποιητῇ ἕλκει : ἀκτῇ ἐπὶ προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν , εἰ μὴ ἄλλος
5957829 Ἀσβυσται
παραπλησίοισι τοῖσι ἑτέροισι . Γιλιγαμέων δὲ ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Ἀσβύσται : οὗτοι ὑπὲρ Κυρήνης οἰκέουσι . Ἐπὶ θάλασσαν δὲ
ἀφ ' ὧν λέγει καὶ κληθῆναι τὰς χώρας . * Ἀσβύσται ἔθνος εἰσὶ Λιβυκόν . * εὐχὰς δὲ : τὸ
5925867 ἠϊονεσσι
οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ : ἤματα δ ' ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων [ δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
κομάρου πετάλοισι τεθηλόσιν ἠὲ καὶ ἄλλῃ λάχνῃ , ἐπ ' ἠϊόνεσσι πολυψαμάθοισιν ἔθηκαν : αἱ δ ' ἅμα μὲν γενεῆς
5919071 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
5914356 προχοῃς
ἕλε Δημολέοντα Ἱππασίδην , ὃς πρόσθε Λακωνίδα γαῖαν ἔναιε πὰρ προχοῇς ποταμοῖο βαθυρρόου Εὐρώταο , ἤλυθε δ ' ἐς Τροίην
Κασσάνδροιο θοὸν ποσὶ παῖδα Μύνητα ὃν τέκε δῖα Κρέουσα παρὰ προχοῇς ποταμοῖο Λίνδου ἐυρρείταο , μενεπτολέμων ὅθι Καρῶν πείρατα καὶ
5907655 Ἀμφιτριτης
ἕπονται . Τοῖσι δ ' ἄρ ' εὐπλοΐην πόσις ὤπασεν Ἀμφιτρίτης προφρονέως : μάλα γάρ οἱ ἐνὶ φρεσὶ μέμβλετ '
ἄγρης ἰχθυβόλοι σπεύδουσιν , ἐπευξάμενοι μακάρεσσι κητοφόνοις ἀλεγεινὸν ἑλεῖν τέρας Ἀμφιτρίτης . ὡς δ ' ὅτε δυσμενέων βριαρὸς λόχος ἀντιβίοισι
5898343 Λαδων
δὲ τῆς Ἐλευσινίας τὸ ἱερὸν καὶ Θέλπουσαν τὴν πόλιν ὁ Λάδων παρέξεισιν ἐν ἀριστερᾷ , κειμένην μὲν ἐπὶ λόφου μεγάλου
καλούμενον δὲ ὑπὸ Ἀρκάδων Πεδίον . καθότι δὲ αὐτὸς ὁ Λάδων ἐκδίδωσιν ἐς τὸν Ἀλφειόν , Κοράκων ὠνόμασται νᾶσος .
5878832 ῥηγμινι
ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος ἐναντίοι εἰσὶν τοῖς ζεφύροις . βωμὸν ἁλὸς ῥηγμῖνι πέρην : ἐν δὲ τῷ πέραν , φησίν ,
προΐαλλον . Ἐκ δὲ τόθεν μακάρεσσι δυώδεκα δωμήσαντες βωμὸν ἁλὸς ῥηγμῖνι πέρην καὶ ἐφ ' ἱερὰ θέντες , νῆα θοὴν
5875987 ἀγχιαλου
ἐκ πολέμοιο ἂψ ἀνιὼν βλήμενος ἰῷ κεῖθεν , ἐπ ' ἀγχιάλου θάνεν ἀκτῆς . οὐ μέν θην προτέρω ἔτ '
κακούς . Τελαμώνιε παῖ , τῆς ἀμφιρύτου Σαλαμῖνος ἔχων βάθρον ἀγχιάλου , σὲ μὲν εὖ πράσσοντ ' ἐπιχαίρω : σὲ
5849469 ἐρευγεται
πολὺς ὠκεανός : τρεῖς γὰρ κόλπους μεγάλα κύματα ἔχοντας συστρέφων ἐρεύγεται ἢ ἀποτίκτει ἐξ ἑαυτοῦ ἔσωθεν βάλλων εἰς τὴν ἤπειρον
' ἀμφαδὸν ἄμμιγα παύροις Πόντον ἐς Ἄξεινον κυρτὴν ὑπ ' ἐρεύγεται ἄκρην . καί νύ κε δηθύνοντες Ἀμαζονίδεσσιν ἔμειξαν ὑσμίνην
5799041 σκοπελοισιν
ᾀόσι μύρατο Σειρήν , οὐδὲ τόσον ποκ ' ἄεισεν ἐνὶ σκοπέλοισιν Ἀηδών , οὐδὲ τόσον θρήνησεν ἀν ' ὤρεα μακρὰ
μοι φθέγγεσθε , γυναῖκες ; ἀστέρες ὑπνώουσι , καὶ ἐν σκοπέλοισιν ἰαύει : ἀστέρες ἀντέλλουσι , καὶ οὐ παλίνορσος ἱκάνει
5791518 μεγακητεος
τῶν δὲ πρὸς ἀντολίην Γεδρωσῶν ἕλκεται γαῖα , γείτων Ὠκεανοῦ μεγακήτεος , οἷσι πρὸς αὐγὰς Ἰνδὸν πὰρ ποταμὸν νότιοι Σκύθαι
ἡ διπλῆ ὅτι ἡ πτῶσις ἤλλακται , ἀντὶ τοῦ πρυμνῇ μεγακήτεος νηός . . . . . εἰσορόων πόνον αἰπὺν
5781092 ναπας
τῶν ἀγαπητῶν , καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ,
πάνυ ἀγροίκως λέγων , τούς τε λειμῶνας καὶ πεδία καὶ νάπας καὶ ἀκτάς , ἐν οἷς τὰ μὲν φύεσθαι ,
5778376 συρεται
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς
5777958 Φαεθοντος
Οὐκαλέγων Οὐκαλέγοντος , Κελάδων Κελάδοντος , Ὑψίζων Ὑψίζοντος , Φαέθων Φαέθοντος . Καὶ τοῦτο δὲ μὴ ἀγνοητέον , ὅτι ἔστιν
, Ἄργον ὃς ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκεν : ἐν δὲ βίη Φαέθοντος ἀνὰ ῥόον Ἠριδανοῖο βλήμενος ἐκ δίφροιο : καταιθομένης δ
5773423 Κρηταιον
ἥρπασεν τὰ Κοννίδα . Σελινοῦς δὲ πόλις Σικελίας . Ἄρτεμι Κρηταῖον Ἀμνίσου πέδον Τοῦτο γέγραπται εἰς ἕβδομα θυγατρίου γεννηθέντος Λέοντι
, εὖτ ' ἐν Ὀλύμπῳ Τιτήνων ἤνασσεν , ὁ δὲ Κρηταῖον ὑπ ' ἄντρον Ζεὺς ἔτι Κουρήτεσσι μετετρέφετ ' Ἰδαίοισιν
5762960 πετρῃ
Ἁλιευτικῷ : ἢ σπάρον ἢ ὕκας ἀγεληίδας ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλωόμενον . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ ιγʹ τῶν
τῇ λιθίνῃ ἴγδῃ . κεάσας ἤγουν τρίψας . * ῥωγάδι πέτρῃ : θυίᾳ ἠὲ σύγ ' : ἠρύγγου δὲ καὶ
5762553 στεινον
τε ] ὑπερμήκεα ἐόντα , διὰ μέσου τε αὐτῶν αὐλῶνα στεινὸν πυνθανόμενος εἶναι , δι ' οὗ ῥέει ὁ Πηνειός
πρότερον ἢ ἐπράχθη τὸ ἔργον : ἦ τότ ' ἀμειψάμενος στεινὸν πόρον Ἑλλησπόντου † αὐδήσει Γαλατῶν ὀλοὸς στρατός , οἵ
5755711 τοθεν
Θυνοί πάνδημοι , Φινῆι χαριζόμενοι , προΐαλλον . Ἐκ δὲ τόθεν μακάρεσσι δυώδεκα δωμήσαντες βωμὸν ἁλὸς ῥηγμῖνι πέρην καὶ ἐφ
νοῦ καὶ δυσσέβεια ἀκάθαρτος καὶ παράνομος μὴ πείθεσθαι τοῖς θεοῖςἔγνω τόθεν καὶ ἐκεῖθεν εἶναι τοῖς ἀνθρώποις τὸ φρονεῖν τὸ παντότολμον
5754790 οἰδμα
! ! ! ! ! ! ] ως ? ? οἶδμα ? ? πολυπλάγκτοιο θαλάσσης [ ] [ ! !
νησιάζεται γὰρ , ὡς καὶ ἑξῆς [ ] : Τύριον οἶδμα λιποῦς ' ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσας ἀπὸ νάσου :
5753677 χευμα
, τόν ῥ ' ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἀμφρύσου παρὰ χεῦμα Φερητιὰς Ἀντιάνειρα . Τῷ καὶ μαντοσύνην ἔπορεν καὶ θέσφατον
ἀπολέσθαι . . . Μηδέ ποτ ' ἐκ λήθης ῥεύσωμεν χεῦμα ταπεινόν . ἧς κατασύρονται πολλοὶ σκολιοῖσι ῥεέθροις . .
5746019 αἰπος
] Τὴν ὑψηλόνωτον , ἢ τὴν τραχεῖαν , παρὰ τὸ αἶπος . * : Δωδώνη ὄρος , ἐξ οὗ καὶ
. κυρίως ἐπὶ τῶν ἀλόγων . Παιπαλόεντα . παρὰ τὸ αἶπος , αἰπαλόεν , τὸ τραχὺ , καὶ παιπαλόεν .
5742504 τμηθεισα
ποιεῖν , ὅταν ἄρχηται τὸ μετόπωρον : τῆμος ἀδηκτοτάτη πέλεται τμηθεῖσα σιδήρῳ , μετρίως ξηρῶν ὄντων τῶν ξύλων ὑγρότητός τέ
' οὗ φαντάζεσθαι τοὺς πλέοντας τὴν ἀπόκλεισιν τῶν πετρῶν : τμηθεῖσα πεύκη : συνεκδοχὴ , ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν .
5734693 ναμα
τῆς λογικῆς πηγῆς [ εἰς καθαρὸν ] ἐπὶ ψυχὴν φέρεσθαι νᾶμα λείως , ἐπειδήπερ αἱ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι τροφαὶ κατακλύζουσαι
τοξεύμασιν νεκρῶν ἅπαντ ' Ἰσμηνὸν ἐμπλήσω φόνου , Δίρκης τε νᾶμα λευκὸν αἱμαχθήσεται . τῶι γάρ μ ' ἀμύνειν μᾶλλον
5726241 εὐορμος
χιλίων πλείους πάντων χαλεπώτατος : οὐ γὰρ ἔστιν οὐ λιμὴν εὔορμος , οὐ σάλος ἐπ ' ἀγκύρας , οὐ κόλπος
, ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν . ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος , ὅθεν τ ' ἀπὸ νῆας ἐΐσας ἐς πόντον
5725286 Καϋστρου
λέπας , τόθι Κίλβιν ἀεργοί ἵπποι χιλεύουσι καὶ ἀντολαί εἰσι Καΰστρου . Νῦν δ ' ἄγε τοι ῥίζας ἐρέω ὀφίεσσιν
' ἑκάστην ἐκδοὺς ποίημα . Μετὰ δὲ τὴν ἐκβολὴν τοῦ Καΰστρου λίμνη ἐστὶν ἐκ τοῦ πελάγους ἀναχεομένη καὶ ἐφεξῆς ἄλλη
5724643 ἀκρωρειας
γὰρ ἂν ἀστράψῃ Ζεὺς ἢ βροντήσῃ , τοσαυτάκις ἀπὸ τῆς ἀκρωρείας διὰ φόβον κυλίεται , καθὼς ἱστορεῖ Δέρκυλλος ἐν αʹ
εἰρημένου ἀκρωτηρίου μέχρι τῆς ἐπὶ τὴν καθ ' ἡμᾶς θάλασσαν ἀκρωρείας , καθ ' ἣν ἵδρυται Ἱερὸν Ἀφροδίτης , οὗ
5723212 βρυχημα
χαροποὶ τελέθουσι καὶ ἔξοχον αἰγλήεντες , καὶ μοῦνοι μίμνουσι μέγα βρύχημα λέοντος . ἦ γάρ τοι θήρεσσιν ἐπ ' ἄλλοις
μάχεσθαι καὶ τῶν ἄλλων μᾶλλον ἀκαταπλήκτους καὶ οἵους ἐνεγκεῖν λεόντειον βρύχημα . Πεζοὶ δὲ ἑκατέρωθεν ξύλων ἐκδειμάμενοι δίκτυα νευόντων εἰς
5722589 σκοπη
τῶν ἐκ θεάτρου καὶ ἐκκύκλημα καὶ μηχανὴ καὶ ἐξώστρα καὶ σκοπὴ καὶ τεῖχος καὶ πύργος καὶ φρυκτώριον καὶ διστεγία καὶ
: καλεῖται δὲ Ἀγνοῦ κέρας : εἶθ ' ἡ Περσέως σκοπὴ καὶ τὸ Μιλησίων τεῖχος : πλεύσαντες γὰρ ἐπὶ Ψαμμιτίχου
5720322 λιβος
Φάψ Φαβός , φλέψ φλεβός , Νίψ Νιβός , λίψ λιβός , Ἄραψ Ἄραβος , Χάλυψ Χάλυβος , Κίνυψ Κίνυφος
τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος εἶναι μετασχεῖν , οὐ φιλοσπόνδου λιβός , βωμῶν τ ' ἀπείργειν οὐχ ὁρωμένην πατρὸς μῆνιν
5718999 πετρα
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ '
5718798 ἀντολιην
ἀλλὰ μετ ' ἄρκτους τέτραπται , καὶ τοῖος ἐπ ' ἀντολίην πάλιν ἕρπει , οἷος καὶ νοτίης Λιβύης ἐπὶ τέρμα
τὸ πρῶτον ἀπ ' οὔρεος Ἀρμενίοιο . τοῦ δὲ πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο
5712487 φλογωδες
ὡς ἀπὸ πυρὸς αἱ τρίχες συντρέχουσιν : οὕτω πολὺ τὸ φλογῶδες ἔνεστι τῷ θηρίῳ . ἡ δ ' ἄρκτος τίκτει
γυμνὸς ὡς ἂν τῶν Ἰνδικῶν σωμάτων πρὸς τὸ τῆς ἀκμῆς φλογῶδες εἰωθότων ἀπανδρίζεσθαι . Ἄλσος ἦν καὶ ἐν αὐτῷ κρήνη
5710913 φαραγξ
σταθμὸν ἐποιοῦντο : τό τε γὰρ χωρίον ἀπόρρυτον ἑκατέρωθεν , φάραγξ βαθεῖα καὶ σύσκιος , καὶ διὰ μέσου ποταμὸς οὐ
ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων , αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν ; γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι
5707699 πρυμνησι
ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ ' ἰκριόφιν : τοὶ δὲ πρυμνήσι ' ἔλυσαν . οἱ μὲν ἀνώσαντες πλέον ἐς πόλιν
? [ ! ] ὀρούσας ? ἐπ ' οἶδμα γαληνείας πρυμνήσι ' ἀνάψαι τὸν ἁ τοῦ ποταμοῖο παρθένος Αἴγιν '
5700642 Φλεγραιον
οὓς ὀνομάζεσθαι γίγαντας . ὠνομάσθαι δὲ καὶ τὸ πεδίον τοῦτο Φλεγραῖον ἀπὸ τοῦ λόφου τοῦ τὸ παλαιὸν ἐκφυσῶντος ἄπλατον πῦρ
Παλλήνην φησὶ κληθῆναι . ὁ πολίτης Φλεγραῖος καὶ Φλεγραία καὶ Φλεγραῖον . ἔστι καὶ Φλεγρός καὶ Φλέγρα . Λυκόφρων .
5700359 χασμα
νῦν ἐς τοσοῦτον λελέχθω . Παρὰ τοῖς Ἀριανοῖς τοῖς Ἰνδικοῖς χάσμα Πλούτωνός ἐστι , καὶ κάτω τινὲς ἀπόρρητοι σύριγγες καὶ
καὶ προορᾶν , ὡς μὴ ἐς βόθρον ἢ τάφρον ἢ χάσμα κατενεχθείη ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους
5698051 ὑετιος
δ ' ἀπωθεῖ τὸν ἀέρα παρ ' ἐκείνοις ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος . Διόπερ ὁ μὲν βορέας καὶ μᾶλλον οἱ ἐτησίαι
μὲν γὰρ οὔσης αἴθριος , μεγάλης δ ' ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος διὰ τὸ πλείω συνωθεῖν ἀέρα . Τὸ δὲ μὴ
5695178 ἐπες
ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών , ἀπὸ δ ' ἔπτατο
θέληι . μεγάλα δέ τις ἁ δύναμις καὶ ἀλαστόρων : ἔπες ' ἔπεσε μέλαθρα τάδε δι ' αἱμάτων διὰ τὸ
5695016 ῥεεθρον
. Οἱ δὲ καὶ τὸ παράπαν λέγουσι καὶ τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρανθῆναι : ἀλλὰ τοῦτο μὲν οὐ προσίεμαι : κῶς
τὸν ] πρὸς μεσαμβρίης , ἀγκῶνα προσχώσαντα τὸ μὲν ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρῆναι , τὸν δὲ ποταμὸν ὀχετεῦσαι τὸ μέσον τῶν
5682000 φραγμα
προσδέδεται ὁ ἱστός . ἱστοδόκη τὸ διὰ μέσης τῆς νεὼς φράγμα , εἰς ὃ κατακλινόμενος τίθεται ὁ ἱστός . ἱστός
. καὶ δαίμων τις . ἕρκος εʹ : τεῖχος . φράγμα . στόμα . ἀσφάλεια . καὶ δικτύου εἶδος .
5681833 δαιομενον
| ] θάλαμόν τ ' ὀλοῶι ? [ ] πυρὶ δαιόμενον ? ? [ ] [ καὶ | ] πρίν
σάκος ἐν χερὶ λαιῇ , δεξιτερῇ δὲ φέρει πεύκης ἄπο δαιόμενον πῦρ : ἔξοχα γὰρ δείδοικε πυρὸς μένος ἠΰκομος λῖς
5681290 πορπη
τῷ δακτύλῳ σφενδόνη εὔφορος ἢ ἐν τοῖν ὤτοιν ἐλλόβια ἢ πόρπη τις ἢ ταινία τὸ ἄφετον τῆς κόμης συνδέουσα ,
παμφαλῶ . Πόρπη . παρὰ τὸ τειρῶ , πόρη καὶ πόρπη . Πτίλα . παρὰ τὸ τίλλω , τίλλα ,
5681025 ὑψηλου
Εἴπας Ἥλιε , χαῖρε Κλεόμβροτος Ἀμβρακιώτης ἥλατ ' ἀφ ' ὑψηλοῦ τείχεος εἰς Ἀίδην , ἄξιον οὔτι παθὼν θανάτου κακόν
καλάμους πρὸς ἄγραν ἐξῆλθεν . ἰδὼν δὲ κίχλαν ἐφ ' ὑψηλοῦ δένδρου καθεζομένην καὶ τοὺς καλάμους ἀλλήλοις ἐπὶ μῆκος συνάψας
5678448 Ἀχελῳος
, ταῦτα . τίς δὲ ὁ τῆς γραφῆς λόγος ; Ἀχελῷος ὁ ποταμός , ὦ παῖ , Δηιανείρας τῆς Οἰνέως
νβʹ ∠ ʹʹ λζʹ γʹʹ Τῶν δὲ ποταμῶν ὁ μὲν Ἀχελῷος ἔχει τὴν ἀρχὴν ἐν τῷ Πίνδῳ ὄρει , ὁ
5673776 ῥειθροις
στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως
, καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν .
5669921 πληρουμενη
αὐτὰ ὑγρότης καὶ ὄλισθος καὶ τὸ σχῆμα τῆς μήτρας , πληρουμένη γὰρ σφαιροποιεῖται , σχῆμα δὲ ἡ σφαῖρα εἰς πᾶσαν
πέρατι ὁμοίως ὑπὸ Κρόνου ὁραθεῖσα ἄχρονα ποιεῖ : Σελήνη δύνουσα πληρουμένη μὲν Ἄρεως ὡροσκοποῦντος , μειουμένη δὲ Κρόνου , ἄχρονα
5669273 ἁλιπορφυρον
μ ' ἀφ ' ἁλιπλόου γλαφυρᾶς νεὼς εἰς οἶδμ ' ἁλιπόρφυρον λίμνας ἔριψαν . ἴδιον μὲν δήπου δελφίνων πρὸς τοῖς
' ὡς ἀφ ' ἁλιπλόου γλαφυρᾶς νεὼς εἰς οἶδμ ' ἁλιπόρφυρον λίμνας ἔριψαν . κεμὰς ὠκίστη , θυέλλης δίκην ,
5668827 ὁδευει
[ , ἥδε μὲν ἡ ὁ ] δὸς εἰς Αἴγυπτον ὁδεύει [ , εἰ δὲ ] ὁδεύεις εἴκοσιν ἡμέρας [
ἀεὶ τηροῦντα νόμοισιν , οἷσιν ἄνωθε φέρων μέγαν οὐρανὸν αὐτὸς ὁδεύει , καὶ φθόνον † οὐ δίκαιον † ῥοίζου τρόπον
5664219 Τηθυος
, ἐπίρρημα καταθετικὸν , καὶ οὐαί . . τῆς πολυτέκνου Τηθύος ] τῆς παμμήτορος γῆς . . περὶ ] τὴν
καὶ οὕτως λέγονται οἱ ποταμοὶ παῖδες Τηθύος . παλαιόν . Τηθύος παῖδές εἰσιν οἱ ποταμοί : ὁ Οὐρανὸς γὰρ μιγεὶς
5662470 λαιτμα
συμφορέονται ἀν ' εὐρέα βένθεα πόντου ἔκποθεν ἀίσσουσαι ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θύελλαι , ἢ ὅτε Πληιάδων πέλεται δύσις , ἥν
γῆι πέλασαν δώδεκα , τοὺς δ ' ἄλλους ὄλεσεν μέγα λαῖτμα θαλάσσης νῆάς τε στυγεροῖς πνεύμασι χρησαμένας . . .
5660661 ἐρχομενη
ἕδραν : ἡ δὲ φωνή ἐστιν ἡ δι ' ὤτων ἐρχομένη ἐγκεφάλου τε καὶ αἵματος , διαδιδομένη δὲ μέχρι ψυχῆς
στομάχῳ γεννηθεῖσα , εἴτε καὶ ἐξ ὅλου τοῦ σώματος ἐκεῖ ἐρχομένη . ἐπειδὰν γὰρ ἀγρυπνίαι πολλαὶ , νεφρίτιδες καὶ πόνοι
5657698 ναπη
. ἐκ δ ' αὐτῆς εἴσω κατακέκλιται ἤπειρόνδε κοίλη ὕπαιθα νάπη , ἵνα τε σπέος ἔστ ' Ἀίδαο ὕλῃ καὶ
τέλους συλλαβὴν εἰς φωνῆεν λήγουσαν μὴ τῷ Ο βαρύνεται : νάπη λύπη σκέπη κώπη . τὸ δὲ τυπή ὀξύνεται καὶ
5657425 ὑψηλης
νύκτωρ μὲν γὰρ ὁ Χαλδαῖος , φασίν , ἐφ ' ὑψηλῆς τινος ἀκρωρείας ἐκαθέζετο ἀστεροσκοπῶν , ἕτερος δὲ παρήδρευε τῇ
τῆς εὐδαιμονίας , μέμφομαι τὰς τυραννίδας , μέμφομαι τοὺς τῆς ὑψηλῆς καὶ τυραννικῆς ἐπιθυμοῦντας τύχης . ξυναῖσιν : ἀντὶ τοῦ
5656206 ᾠκοδομητο
Σιμωνίδης ἐν Μέμνονι διθυράμβῳ τῶν Δηλιακῶν . τὸ δὲ τεῖχος ᾠκοδόμητο τῆς πόλεως καὶ ἱερὰ καὶ βασίλεια παραπλησίως ὥσπερ τὰ
τῷ τείχει , ᾗ μάλιστα τῇ ἀμπέλῳ καὶ τοῖς ξύλοις ᾠκοδόμητο : καὶ ὁπότε εἴη ἐγγύς , φύσας μεγάλας ἐσθέντες
5652291 πρηων
ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει : ἔχει ἀποκλείει τῶν
ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει : ἔχει ἀποκλείει τῶν
5652008 ἱροισι
τούτου οὐκ ἐσελκυσθῆναι . Ἀνέθηκε δὲ καὶ ἐν τοῖσι ἄλλοισι ἱροῖσι ὁ Ἄμασις πᾶσι τοῖσι ἐλλογίμοισι ἔργα τὸ μέγαθος ἀξιοθέητα
πάντες ἄνθρωποι , πλὴν Αἰγυπτίων καὶ Ἑλλήνων , μίσγονται ἐν ἱροῖσι καὶ ἀπὸ γυναικῶν ἀνιστάμενοι ἄλουτοι ἐσέρχονται ἐς ἱρόν ,
5650542 στεγη
] εἰς τὴν ἐκβοήθησιν τῶν ἐμπυρισμῶν . Ἡ δὲ πρώτη στέγη ἐχέτω τὸ ὕψος πήχεις ζ ⊂ : ἡ δὲ
μεγίστου οἴκου στέγῃ κείμενον , σκηνῆς ἔχον τάξιν : ᾧ στέγη μὲν οὐκ ἐπῆν , διατόναια δὲ τοξοειδῆ διὰ ποσοῦ
5649759 Ποιητης
καλοῖτο τοῖς ἅρμασιν . Ἐτέλεσσεν ] Κατεσκεύασεν . Ἀνὴρ ] Ποιητής . Εὐαχέα ] Κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν ] *
Ἀπὸ Χαλκίδος ] Χαλκὶς πόλις τῆς Αἰτωλίας : καὶ ὁ Ποιητής : Χαλκίδα τ ' ἀγχίαλον : ἤτοι τὴν Καλυδῶνα
5648258 Κασπιῃ
προφερέστατος ἄλλων , ὅστ ' ἀποκιδνάμενος Κρονίης ἁλὸς ἐκ βορέαο Κασπίῃ αἰπὺ ῥέεθρον ἐπιπροΐησι θαλάσσῃ , ἥντε καὶ Ὑρκανίην ἕτεροι
. τῆς οἵην τ ' ἐν ὄρεσσι κελαινὴν ἰκμάδα φηγοῦ Κασπίῃ ἐν κόχλῳ ἀμήσατο φαρμάσσεσθαι , ἑπτὰ μὲν ἀενάοισι λοεσσαμένη
5640251 ἱστατο
[ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ στεῦτο ] νῦν ἀντὶ τοῦ ἵστατο ἐπὶ τῶν ποδῶν . κέχρηται δὲ τῇ λέξει ὁ
βαθείῃσιν μεγάλῃσι . δεινὸν δ ' ἀμφ ' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα , ὤθει δ ' ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος
5639549 ἀνεφαινετο
δὲ Ἰδομενεύς φησι Περὶ δημαγωγῶν , ἐπεὶ ἀπὸ σκοτεινῶν τόπων ἀνεφαίνετο τοῖς μυουμένοις . . . . , : Νῆσον
ὄντων τῶν παραλληλογράμμων καὶ χωρὶς τῶν τριγώνων ὁ τῆς ἰσότητος ἀνεφαίνετο λόγος : πάντα γὰρ ἴσα ἀλλήλοις τὰ ἐπὶ τῶν
5637517 ἑζομενος
ῥ ' ἄμφω συνέεργον ὁμοῦ τρόπιν ἠδὲ καὶ ἱστόν , ἑζόμενος δ ' ἐπὶ τοῖς φερόμην ὀλοοῖς ' ἀνέμοισιν .
μάλ ' , ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται , αἴ κε θέῃσιν : ἄλλοτε δ
5637146 νιφοεντα
. καί ἐστιν ἡ σύνταξις οὕτως , τοῦ μὲν ὑπὲρ νιφόεντα φάη κέρατα δοιὰ μετώπῳ ἔγκειται , τουτέστι τούτου μὲν
ἐνστρέφονταί τε ἀεὶ ἐν αὐτῷ , καὶ ἠχεῖσθαι ποιοῦσι τὸν νιφόεντα Ὄλυμπον , ἤτοι τὸν καθαρώτατον νοῦν . ἄρχου τε
5635406 αἰγιαλος
ἔχουσι , πέλαγος . Ἐπέδραμον : ἐπιτρέχουσιν . αἰγιαλοῖσι : αἰγιαλὸς παρὰ τὸ αἶα ἡ γῆ καὶ τὸ γείτων καὶ
* κρόκῃσι κρόκαις , αἰγιαλοῖς . κρόκη δὲ λέγεται ὁ αἰγιαλὸς ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω κερόκη καὶ κρόκη ,
5634737 Σεμελας
! ? φθονερ [ δόξα τ ' ἀεικής ! [ Σεμέλας ] ? δ ' ε [ χόμεθ ? ?
ἆ , πῦρ οὐ λεύσσεις , οὐδ ' αὐγάζηι τόνδε Σεμέλας ἱερὸν ἀμφὶ τάφον ἅν ποτε κεραυνοβόλος ἔλιπε φλόγα Δῖος
5632619 ἐνεον
λαβεῖν ἐξ αὐτῶν καὶ ἀπολῦσαι . μακκοᾷ : ἀνοηταίνει , ἐνεόν ἐστιν . ἔφαμεν δὲ ὅτι ἡ Μακκὼ ἐνεὰ ἦν
τοῦ σπληνὸς , εἰ μὴ ὁκόσον δὴ ἐν τοῖς ἀγγείοις ἐνεόν ἐστι τοῖσιν ἀπὸ τοῦ σπληνός : ἀλλ ' ἴα
5630948 Ζεφυρου
, καὶ Μοῦσαί τε καὶ Ὧραι . περὶ δὲ ἀνέμου Ζεφύρου , καὶ ὡς ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος Ὑάκινθος ἀπέθανεν ἄκοντος
τὸ δὲ ῥόθιον πρὸς ὑποδοχὴν ἐκολποῦτο κυμαίνειν εἰωθός , καὶ Ζεφύρου τι κατέχει τὸ σῶμα λιγυρῷ πνεύματι τὴν θάλατταν κατευνάζοντος
5630156 ἐρυμνος
μέντοι ἐρεμνός ἔχει θηλυκὸν τὸ ἐρεμνή , ὥσπερ καὶ τὸ ἐρυμνός . Τὰ εἰς δύο ΝΝ βαρύνεται ἀπαρασχημάτιστα ὄντα θηλυκῷ
ἑρπετὰ βόσκει , οἷα περὶ τρηχὺν Βουκάρτερον , ἢ καὶ ἐρυμνός Αἰσαγέης πρηὼν καὶ Κέρκαφος ἐντὸς ἐέργει . τῶν ἤτοι
5629744 ἑλκεται
διώκεται . , Ἡ δὲ Κυνὸς μεγάλοιο κατ ' οὐρὴν ἕλκεται Ἀργὼ πρυμνόθεν . Καί οἱ πηδάλιον κεχαλασμένον ἐστήρικται ποσσὶν
τὴν πρὸς τὸ κενούμενον ἀκολουθίαν , ὡς ἐκεῖνός φησιν , ἕλκεται ταχέως , ὥσθ ' , ὅσῳπερ ἂν ᾖ λεπτομερεστέρα
5627519 ἐρυμα
: εἴρηται δὲ ἀντίθεσις , ὅτι ἀντιτίθησιν ὁ φεύγων ὥσπερ ἔρυμά τι δίκην ῥεύματος φερομένου τοῦ διώκοντος : ἐπειδὴ καὶ
δὲ ἐδῄωσαν τούς [ τε ] ἀγροὺς καὶ ἐλθόντες ἐπὶ ἔρυμά τι τῶν Συρακοσίων καὶ οὐχ ἑλόντες αὖθις καὶ πεζῇ
5625850 ψαμαθοις
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ
5624615 ἠιον
ἔχεν οὐκέτι χάρμης ἀνέρας , ἀλλὰ φόβοιο : καὶ ἄλλυδις ἤιον ἄλλοι , οἳ μὲν ἀπορρίψαντες ἐπὶ χθόνα τεύχε '
Τρωσὶν ἐπεσσεύοντο ποτὶ πτόλιν , οἳ δὲ καὶ αὐτοὶ τείχεος ἤιον ἐκτός : ἐπεί σφεας ἦγεν ἀνάγκη . Ἐν γὰρ
5623466 Τριτωνος
εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων σχομένη ῥυπαρὰ κρήδεμνα τοὺς δ
: αὔξεται γὰρ ὑπὸ τῆς κατασυρομένης ἰλύος τῆς Νείλου . Τρίτωνος ἐκβολαῖσιν τοῦ Νείλου ταῖς ἐκχύσεσι καὶ ταῖς ἀναβάσεσι .
5620547 ἀκροτατῃ
καὶ [ πάλιν ἐν οἷς ] πόντοιο καὶ ἐν τῷ ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο : ὅπου γάρ ἐστιν ἀκρότης ,
μεγάλοιο πεφύκει λείη , ἀτάρ τέ οἱ ὄζοι ἐπ ' ἀκροτάτῃ πεφύασι : τὴν μέν θ ' ἁρματοπηγὸς ἀνὴρ αἴθωνι
5619218 κρημνωδες
τοῦ τε λόφου καὶ τῶν ἔνδοθεν περιαυλισμάτων ἐπὶ μέγα ἐκτεινόμεναι κρημνῶδες ἀτεχνῶς καὶ δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον .
ἄστρα ἐθηεῖτο : καὶοὐ γὰρ ἐς μνήμην ἔθετοθηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν ὁ αἰθερολόγος ἐν
5615058 ἀπειρεσιου
, ῥοιζήτωρ , πυρόεις , φαιδρωπέ , διφρευτά , ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων , εὐσεβέσιν καθοδηγὲ καλῶν , ζαμενὴς
κονίῃσι δεδουπότες ἐξεχέοντο . Ὡς δ ' ὅτ ' ἐπιβρίσαντος ἀπειρεσίου ποταμοῖο ὄχθαι ἀποτμήγονται ἐπὶ ψαμαθώδεϊ χώρῳ μυρίαι ἀμφοτέρωθεν ,
5609552 ἐναλιον
τῇ θαλαττίᾳ μυραίνῃ συμπλακησόμενος , καὶ οὐδὲν ὅτι μὴ γένος ἐνάλιον ἐπ ' ἀφροδίτην γίνεται καὶ φιλόγαμον : ἐν ἔαρι
, ὅπερ ἔνιοι λιθόδενδρον ἐκάλεσαν , δοκεῖ μὲν εἶναι φυτὸν ἐνάλιον , στερροποιεῖσθαι δ ' ὅταν ἐκ τοῦ βυθοῦ ἑλκυσθῇ
5608713 Ἰαπετοιο
, χερείονα δ ' ὤπασεν ἀλκήν , εἴτ ' οὖν Ἰαπετοῖο γένος , πολυμῆτα Προμηθεύς , ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος
ὅπερ πῦρ αὖθις , καὶ δὴ ὁ ἐῢς πάϊς τοῦ Ἰαπετοῖο , ἤγουν ὁ αὐτὸς Προμηθεὺς ἔκλεψε , καὶ κλέψας
5608029 ἀκμων
] ἐννέα δ ' αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων ἐκ γαίης κατιών , δεκάτῃ κ ' ἐς τάρταρον
οἱ δὲ κατὰ περὶ τὰ σιτία . . . . ἄκμων : σημαίνει καὶ τοῦ Οὐρανοῦ τὸν πατέρα : †
5604178 στεμματ
λυσόμενός τε θύγατρα φέρων τ ' ἀπερείσι ' ἄποινα , στέμματ ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος . ἀστερίσκοι :
πολιὰς ἄπαιδας τάσδε μητέρας τέκνων , σέβουσα δ ' ἱερὰ στέμματ ' . οἴχεται δέ μοι κῆρυξ πρὸς ἄστυ δεῦρο
5600846 πεδον
στεφάνοισι κάρη παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεράπευε
ΜΥΚΑΙ . Ἀριστίας : μύκαισι δ ' ὠρέχθει τὸ λάινον πέδον . Πολίοχος : μεμαγμένην μικρὰν μελαγχρῆ μᾶζαν ἠχυρωμένην ἑκάτερος
5598199 Πιεριην
” Ἥρη δ ' ἀίξασα „ λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο , Πιερίην δ ' ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ” ἐρατεινὴν σεύατ '
. . Ἥρη δ ' ἀίξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο , Πιερίην δ ' ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινήν ἡ διπλῆ ὅτι
5597949 καλλιρροου
' ἔπι Πυρηναῖον ὄρος καὶ δώματα Κελτῶν , ἀγχόθι πηγάων καλλιρρόου Ἠριδανοῖο , οὗ ποτ ' ἐπὶ προχοῇσιν ἐρημαίην ἀνὰ
περὶ Διὸς καὶ Κόρης φησί : κύκλον τ ' ἀέναον καλλιρρόου ὠκεανοῖο [ ὃς ] γαῖαν δίνῃσι πέριξ ἔχει ἀμφιελίξας
5597322 κελαδοντα
Ἁρπάσου ἀμφὶ ῥέεθρα διειδέος , ὅς τ ' ἀλεγεινῷ Μαιάνδρῳ κελάδοντα ῥόον καὶ ἀπείριτον οἶδμα συμφέρετ ' ἤματα πάντα λάβρῳ
καὶ μυκωμένων ὥσπερ ἀκούειν ἐν τῇ γραφῇ καὶ τὸν ποταμὸν κελάδοντα εἶναι δοκεῖν , παρ ' ὃν αἱ βόες ,
5595450 λιμναν
/ βασιλέα καὶ ? ? ? τὰν ? ? ? λίμναν ? ? ? ἐπὶ / τοῦ πεδίου ! !
καὶ γλαυκᾶς θαλλὸν ἱερὸν ἐλαίας , Λατοῦς ὠδῖνι φίλον , λίμναν θ ' εἱλίσσουσαν ὕδωρ κύκλιον , ἔνθα κύκνος μελωιδὸς

Back