ὄντος , πλατείᾳ δὲ τῇ ῥινὶ ἐπιβαίνων τοῦ χείλους καὶ σιτούμενος τοὺς ἀνθρώπους ὥσπερ τῶν λεόντων οἱ ὠμοί . νυνὶ | ||
, καὶ πένης μὲν αὐτός , πενήτων δὲ ἄρχων , σιτούμενος δὲ ἐν φιλιτίῳ καὶ πίνων ἐκ τοῦ Εὐρώτα , |
ὡς πρὸς Ἡρακλέα ἐρίσειεν ὁ Λεπρέος μὴ ἀποδεῖν τοῦ Ἡρακλέους ἐσθίων : ἐπεὶ δὲ ἑκάτερος βοῦν αὐτῶν ἐν ἴσῳ τῷ | ||
τὸ τρέφω , ὁ δὲ θαλάσσιος τοὐναντίον : τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . |
μισθόν τε οὐδένα εἰσεπράξατο . καὶ ἔλεγεν ἥδιστα ἐσθίων ἥκιστα ὄψου προσδεῖσθαι : καὶ ἥδιστα πίνων ἥκιστα τὸ μὴ παρὸν | ||
τοῖς παιδίοις διδόασιν . καὶ πρὸς τῇ κολλύρᾳ ἀντὶ τοῦ ὄψου κόνδυλον . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὸ λεγόμενον . κολλύραν |
φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν | ||
τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . |
αὐτὸ μέρος καὶ μὴ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ : ὁ γὰρ καθεύδων Σωκράτης δυνάμει * * * ἐὰν οὖν ταῦτα πάντα | ||
δὲ αὐτήν , ἤκουσα καὶ τοὺς ἐν μυστηρίῳ λόγους , καθεύδων σὺν αὐτῇ ἐν τῇ μέθῃ μου οὓς ἐλάλησα : |
. καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν μὴ θερμὸν ᾖ , διασύρομεν . καὶ τὸν | ||
, ἐξ οὗ παιδίον αὐτῷ γεννᾷ , τρεῖς χαλκοῦς εἰς ὄψον δίδωσι καὶ τῷ ψυχρῷ λούεσθαι ἀναγκάζει τῇ τοῦ Ποσειδῶνος |
κλῆρον : ὥστε χρὴ σκάπτειν πέτρας ὀρείας , σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα , δούλιον χόρτον . οὐκ ἀτταγέας | ||
μητρῴη . ” τότε δὴ τὸν ἄρνα συλλαβών τε καὶ τρώγων “ ἀλλ ' οὐκ ἄδειπνον ” εἶπε “ τὸν |
γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν ' ; ὅστις εὐθὺς θύννεια θερμὰ καταφαγών , κᾆτ ' ἐπιπιὼν ἀκράτου οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς | ||
ἐπάγει μετὰ ταῦτα περὶ ταὐτοῦ λέγων μακάριος ἐκεῖνος δέκα τάλαντα καταφαγών . τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι |
δοθῆναι κιτρίον τῷ δ ' οὔ . καὶ ὁ μὲν φαγὼν δηχθεὶς οὐδὲν ἔπαθεν , ὁ δὲ παραυτίκα πληγεὶς ἀπέθανε | ||
πεπανθῶσιν : μεθ ' ἱκανὰς δὲ ἡμέρας πεπανθέντων τούτων καὶ φαγὼν τῶν συκῶν αἰσθόμενος τὸ ἁμάρτημα ἐξαρπάσας καὶ τὸν ἐν |
τούτοις ὕδωρ : φθεῖρας δὲ καὶ τρίβωνα τήν τ ' ἀλουσίαν οὐδεὶς ἂν ὑπομείνειε τῶν νεωτέρων . Ἐτελεύτα δ ' | ||
τούτοις ὕδωρ : φθεῖρας δὲ καὶ τρίβωνα τήν τ ' ἀλουσίαν οὐδεὶς ἂν ὑπομείνειε τῶν νεωτέρων . τοιγαροῦν ἐμοὶ μὲν |
, καὶ ἔστη αὐτῷ ἄμφω : ψυχρὸς δὲ ἐγένετο : ἐλούετο δὲ μέχρι τῶν αἰδοίων κάτω πάνυ πολλῷ , ἕως | ||
τε τοῦ Ἀθήνησιν Ὀλυμπιείου καὶ τῶν ἐν Δήλῳ ἀνδριάντων . ἐλούετο δὲ κἀν τοῖς δημοσίοις βαλανείοις ὅτε δημοτῶν ἦν πεπληρωμένα |
καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ οὗ καὶ πέδιλον τὸ | ||
ἐξηρτημένος καὶ ῥόπαλον ἐξ ἀχράδος πεποιημένον μετὰ χεῖρας ἔχων , ἀνυπόδητος , ῥυπῶν , ἄπρακτος , τὸν ἀγρὸν καὶ ἡμᾶς |
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ | ||
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον |
βιβλίων συμβολάς . ὅστις ἀγοράζων ὄψον ἐξὸν ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι μαίνεται : φησὶν Ἄμφις . ὅτι καὶ | ||
. Ὅστις ἀγοράζων ὄψον , ἐξὸν ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν , ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι μαίνεται . Ἐρίοισι τοὺς τοίχους κύκλῳ Μιλησίοις |
: τούτων δὲ γινομένων ἐλάττους οἱ κινδυνεύοντες ἔσονται καὶ πλείονα σῖτα ἀναλώσουσιν καὶ τάχα στάσις τις ἔσται ἐν τῇ πόλει | ||
καὶ πονέῃ . Ὑπεναντίας μὲν γὰρ ἀλλήλοισιν ἔχει τὰς δυνάμιας σῖτα καὶ πόνοι , ξυμφέρονται δὲ ἀλλήλοισι πρὸς ὑγείην : |
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πύον , χόρια , χελιδόνια , | ||
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , χόρια , χελιδόνια , |
ἀλάλκοι . οἳ δ ' ἰθὺς πόλιος καὶ τείχεος ὑψηλοῖο δίψῃ καρχαλέοι κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῦγον : ὃ δὲ σφεδανὸν | ||
περιέρρει , ὥσπερ Κοννᾶς , στέφανον μὲν ἔχων αὗον , δίψῃ δ ' ἀπολωλώς , ὃν χρῆν διὰ τὰς προτέρας |
οὐκ ἐσθίει ἵνα ἀποθάνῃ : λελέπτυνται : ἆρά γε ἰσχύουσα φαγεῖν οὐ τρώγει διὰ τὸ θέλειν ἀποθανεῖν , ἢ κἂν | ||
καὶ ζέματα διὰ πηγάνου καὶ ἀνίσου . καὶ πολλάκις σκόροδα φαγεῖν καὶ πίνειν ἀντιδότους , ὅσαι πάνυ τὸ θερμαίνειν ἔχουσιν |
κακὸν τῶν σκυτοτόμων κατ ' ἐπήρειαν γεγένηται . οὗτος μέντοι πεινῶν οὕτως οὐπώποτ ' ἔτλη κολακεῦσαι . ὥστε ποιοῦντες χρησμοὺς | ||
εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται τοὺς φονεύσοντας . καὶ |
: ὅσα δὲ παστὰ ἀπέχεσθαι : τὰ δ ' ἄλλα ἐσθίειν . ἐκ δὲ τῶν ὀσπρέων κύαμον καὶ φακῆν καὶ | ||
ἔχοντες . Ἀρχέστρατος δέ φησι Σειρίου ἀντέλλοντος δεῖν τὸν φάγρον ἐσθίειν . Δήλῳ τ ' Εἰρετρίᾳ τε κατ ' εὐλιμένους |
ᾧ τυρεύουσιν , καὶ κρεμαστήρ , ἐφ ' οὗ τοὺς τυροὺς ἔτερσον , καὶ τὸ ἄνω τοῦ ποδὸς ἢ τὸ | ||
θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾤ ' ἐκλάπτων , κήρυκας ἔχων , |
γε μή , ὦ ἑταῖρε , ὁ σοφιστὴς ἐπαινῶν ἃ πωλεῖ ἐξαπατήσῃ ἡμᾶς , ὥσπερ οἱ περὶ τὴν τοῦ σώματος | ||
διὰ τὴν ἀσωτίαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται |
, ὄψον δὲ ἰχθὺϲ τρυφερόϲ , ὄρνιϲ κατοικίδιοϲ ἐκ λευκοῦ ζωμοῦ : ϲυνουϲίαϲ δὲ ἀπεχέϲθω . κεφαλῆϲ δὲ ϲφόδρα θερμανθείϲηϲ | ||
ἀπὸ πάθους γινόμενον καὶ πάθος ποιοῦν , ὡς ἡ τοῦ ζωμοῦ γλυκύτης : αὕτη γὰρ καὶ ἀπὸ πάθους ἐγένετο , |
ἔφη , καὶ : νήπιοι , οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος ἤσθιον , ἀντὶ τοῦ κατήσθιον . Τὴν ἄρσιν τοῦ ι | ||
πιέσματι σύρει τριήρους ἐμβολὰς μιμουμένη , δείπνου πρόδρομον ἄριστον . ἤσθιον δὲ καὶ ταγηνιστὰς σηπίας . Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος ἐν |
πόροι ῥίζης δρύψελα Ποντιάδος . δρύψελον . ἐκ ποταμῶν χλωρὰ χελιδόνια . ἀλλ ' ὅτ ' ἀφ ' ἑσπερίης Ἑρκυνίδος | ||
ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πύον , χόρια , χελιδόνια , τέττιγας , ἐμβρύεια : ὑρίσους δ ' ἴδοις |
. ἔστι δὲ τὸ ζῷον τοῦτο καρποφάγον καὶ ποηφάγον . πίνει δὲ ὕδωρ θολερόν , καὶ οὐ πίνει ἐὰν μὴ | ||
Ἰνδῶν ἐξιὼν ἐπὶ Σοῦσα δι ' ἀδήλων . Οὐδεὶς δὲ πίνει ἐξ αὐτοῦ πλὴν τοῦ βασιλέως . Τινὲς μέχρι τὸ |
εἰσφέρειν Λάκαινά τις : καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκια ὀλίγα καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων . τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον | ||
εἰσφέρειν Λάκαινάν τις : καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκεια ὀλίγα καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων . τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον |
, φησί , παραβαλὼν ἑαυτὸν προσεκάθισε τοῖς λόγοις οὐκ ὢν ἀφυὴς καὶ κατὰ μικρὸν εἰς τὴν θεωρουμένην ἕξιν ἦλθεν ! | ||
ἐπὶ τὰς πολιτείας ἀφίκωνται , οὐδενός εἰσιν ἄξιοι . κιθαρῳδὸς ἀφυὴς ἐν οἴκῳ κεκωνιαμένῳ συνήθως ᾄδων καὶ ἀντηχούσης αὐτῷ τῆς |
ἀμελχθέντος γάλακτος , ἐσθίουσι δὲ θέντες ὑπὸ τὸ πῦρ . χόρια ζεῖ : χόρια τὰ ἀγγεῖα τῶν ἐμβρύων ἢ αἱ | ||
κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πῦον , χόρια , χελιδόνια , τέττιγας , ἐμβρύεια . ὑριχοὺς δ |
ἀποτρέχει . μέμνηται δ ' Ἄρχιππος ἰχθυοπώλου Ἑρμαίου . Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος Ἑρμαῖος . Ἄλεξις δὲ Μικίωνος : | ||
. Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι μνημονεύων τῶν λαβράκων φησίν : Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος , Ἕρμαιος , ὃς βίᾳ δέρων |
καὶ γένηται ὡς χυλός , καὶ τότε προσφέρεσθαι τὸν ζωμόν μυελόεντα , ἵνα λυθῇ καὶ γένηται ὡς μυελός μυελόεντα ] | ||
καταμόνας . μυδαλέον δίυργον . μυελός τροφή , καὶ ὀστέα μυελόεντα τροφὴν ἔχοντα . ὠνόμασται δὲ ἀπὸ τοῦ ὡς μυχῷ |
τὴν πυγμὴν εἱστήκει , νεφέλη ἐς τὸ στάδιον καταρρήγνυται καὶ διψῶν ὁ Πλούταρχος ἔσπασε τοῦ ὕδατος , ὃ ἀνειλήφει τὰ | ||
πράξεις ἐπιζεύγνυσθαι . ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ὕπαρ ὁ μὲν διψῶν ἀρυόμενος ποτὸν ἥδεται , ὁ δὲ θηρίον ἢ ἄλλο |
περιφραστικῶς δὲ χύτραν εἶπε , τουτέστιν ἀπὸ χύτρας μὴ πρῶτον φάγῃς πρὶν σπείσῃς ἐξ αὐτῆς τοῖς θεοῖς . χυτροπόδων : | ||
εἰ μὲν ἀνθρωπίνην θέλεις , ὦ Διονύσιε , πείνησον ἵνα φάγῃς , δίψησον ἵνα πίῃς : εἰ δὲ δεξιάν τινα |
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων | ||
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς |
ἀποκεκρυμμένους ἐν πήρᾳ καὶ δίκτυα ἅμα αὐτοῖς ἔφερεν ὡς ἀνὴρ θηρευτής . ἅτε δὲ ὢν ἀγνὼς καὶ Λακεδαιμονίων τοῖς πολλοῖς | ||
. Καὶ δὴ καὶ αὐτὸς ἐγὼ πάνυ ἔχαιρον , ὥσπερ θηρευτής τις , ἔχων ἀγαπητῶς ὃ ἐθηρευόμην . κἄπειτ ' |
θαλάσσης καὶ γίνεται ἀνθοσμίας . „ καὶ πάλιν : ” ἀνθοσμίας γίνεται ἐκ νέων ἀμπέλων ἰσχυρότερος ἢ ἐκ παλαιῶν . | ||
ἑξῆς τέ φησι : „ τὰς ὀμφακώδεις συμπατήσαντες ἀπέθεντο καὶ ἀνθοσμίας ἐγένετο . „ : Φαινίας δ ' ὁ Ἐρέσιος |
, ἀνθρωποφάγους ; πῶς ; ὧν γ ' ἂν ἄνθρωπος φάγοι , δῆλον ὅτι . ταῦτα δ ' ἐστὶν Ἑλένης | ||
: Ἀπόλλωνι ἔδωκεν ἀντὶ βοῶν οὓς ἔκλεψεν . ὅτι ἡνίκα φάγοι ὄφιν ἐπεσθίει φυτὸν ὀριγάνου καὶ οὐ βλάπτεται . ὅτι |
λαμβάνειν τὴν διάθεσιν : διδόναι δὲ καὶ κρέα ὀρνίθεια καὶ ἄρνεια , δελφάκεια καὶ ἐρίφεια , λιπαρὰ δὲ ταῦτα καὶ | ||
καὶ πλεῖον τοὺς ἑφθούς : κρέα δ ' ἐρίφεια καὶ ἄρνεια τῶν νέων πάνυ , ὕεια δὲ τῶν ἀκμαζόντων , |
ἕκαστος . Ἅλις ἀφύης μοι . παρατέταμαι γὰρ τὰ λιπαρὰ κάπτων . ἀλλὰ φέρεθ ' ἡπάτιον , ἢ καπριδίου νέου | ||
' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων , κήρυκας ἔχων , Χῖον πίνων |
Λήναιον γάρ ἐστιν ἐν ἀγροῖς ἱερὸν τοῦ Διονύσου διὰ τὸ πλεκτοὺς ληνοὺς ἐνταῦθα γεγονέναι . ἢ διὰ τὸ πρῶτον ἐν | ||
δὲ ἐπιθυμητῷ κισσῷ τὰς καλὰς ἔστεψε τρίχας , τοὺς δὲ πλεκτοὺς θύρσους ἅπερ εἰσὶ Διονυσιακὰ ὅπλα ὁ ἄκρως τῷ οἴνῳ |
. * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν * τὴν μέν : τὴν ἀμφίσβαιναν * ἁδρύνηται : | ||
. * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν * τὴν μέν : τὴν ἀμφίσβαιναν * ἁδρύνηται : |
πιέουσα , πάλιν ᾔτει , καὶ ἥρπαζε , καὶ λαύρως ἔπινεν , ἀποσπάσαι δὲ οὐκ ἠδύναντο : γλῶσσα ξηρὴ , | ||
δοκεῖ . εἰ γὰρ ἐν κακοῖς καὶ χειμῶνι τοσοῦτον οἶνον ἔπινεν ὥσθ ' ὅμοιον εἶναι μανίᾳ , τί οὐκ ἄξιός |
Κάρηνον : εἰς . Ἐνιπρίουσι : πρίζουσιν . Δαιτρεύουσι : τρώγουσιν , ἐσθίουσιν . Ἔχονται : κρατοῦνται . Ὑπερνεμέθονται : | ||
, οὐδ ' ὄκου χώρης οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν . κόσας , κόσας , Λαμπρίσκε , λίσσομαι , |
δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί | ||
τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον |
' ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ δένδρον φρονήσεως , ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου . Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν | ||
θεοῖσιν ἐχθρὸς Μυρτίλος : ὅτι γὰρ οὐδὲν τούτων πριάμενός ποτε ἔφαγεν εὖ οἶδα , τῶν τινος οἰκετῶν αὐτοῦ εἰπόντος μοί |
δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , | ||
δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , |
] ὡς ἐπὶ μουσικῆς . περιέρρει ] κατημέληται . ὥσπερ Κοννᾶς : ὁ Κοννᾶς αὐλητὴς ἦν καὶ μέθυσος , ὃς | ||
' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν : ἀλλὰ γέρων ὢν περιέρρει , ὥσπερ Κοννᾶς , στέφανον μὲν ἔχων αὗον , δίψῃ δ ' |
Αὐτόματοι δ ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἵενται . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιὸν ἱζάνει : ἐπὶ τῶν τοῖς ὁμοίοις προσομιλούντων | ||
τοῦ εὐωχεῖσθαι . εἴρηται ἀπὸ τῶν ἀγροίκως ὀρχουμένων . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιόν : καί : Ἀεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει |
. ἐμοί , φησί , δοκεῖ , ὅτι ἐν τῷ λιμώττειν ἤρατο καὶ ἐπεθύμει ὀπτοῦ ἀλεύρου , ὅθεν καὶ ὠχρός | ||
πρὶν ἀρχῆς τινος λαβέσθαι Τουσκιανόν , ὡς ἐν ἐκείνῳ γε λιμώττειν ἐθελήσει . Ὡς ἡδίστη γε ὑμῶν ἡ συνουσία τῶν |
τισὶν ὑπαγομένη καὶ ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ διδόντος τὰ κοινὰ σιτεῖσθαι ἐθίζουσα , ταύτην ἐτράπετο : καὶ αὐτίκα οὐθενὶ προειπών | ||
ἐν οἰκίᾳ γοῦν τρέφεσθαι πορφυρίωνα καὶ ἀλεκτρυόνα ἤκουσα , καὶ σιτεῖσθαι μὲν τὰ αὐτά , βαδίζειν δὲ τὰς ἴσας βαδίσεις |
ἐπέχουσι τὸν τρυγητὸν ἕως ἂν ἡ αὔξησις προβαίνῃ . Δεῖ τρυγᾶν τῆς σελήνης οὔσης ἐν καρκίνῳ ἢ λέοντι ἢ ζυγῷ | ||
μέντοι τις παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἔτους τρυγᾶν ἢ θερίζειν ὑπολάβῃ , ἐάν τε ἀγαθὸν ἐάν τε |
πανηγυρίζουσιν ὑπὸ τῶν κερδῶν , οὐ πολιορκοῦσιν ἐοίκατε : καὶ τρυφᾶν ἐθέλετε πολεμοῦντες ἔτι , οὐ νενικηκότες . τοιγάρτοι τὰ | ||
ὁ εἰς κόρον ἐλθὼν τοῦ ἄδεος . χλιδᾶν γὰρ τὸ τρυφᾶν καὶ εἰς κόρον φέρεσθαι τοῦ τινος πράγματος . ἤγουν |
τὰ ἴχνη καὶ οὐ δυσζήτητος , ἀλλ ' εὐεύρετος ὁ λαγώς , καθότι καὶ τῇ δασύτητι τῶν ὑπὸ τοὺς πόδας | ||
πόλιν . περὶ τῶν σελίνων μαχόμεθ ' ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' , εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ |
θεοῖς τε καὶ ἀνθρώποις : καὶ διὰ παντὸς ἵμερον αὐτῷ κρέως καὶ αἵματος ἐνέβαλον ἀνθρωπείου . τὴν δὲ θεράπαιναν αὐτῶν | ||
ὁ πρῶτος : ὅ γε μὴν δεύτερος , ἐνδοτέρω σαπροῦ κρέως καὶ ὀδωδότος μοῖραν μηρίνθου τινὸς μακροτέρας ἐξαρτῶσι : θύραν |
καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει | ||
κόπτει , εὕει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ , |
καλὰ πρόσωπα ἐκβολάδος , δέλφαξ δ ' ἐν κλιβάνῳ ἡδέα ὄζων . Σώπατρος δ ' ἐν μὲν Ἱππολύτῳ φησίν : | ||
εὑρών , ἀηδιζόμενος ὁ Δῆμός φησιν . Γ βύρσης κάκιστον ὄζων : ἀηδισθεὶς ὁ Δῆμος καὶ μυσαττόμενος τὴν ὀσμὴν τοῦ |
: ἐὰν δὲ δίεφθος ᾖ , τορυνᾶν κρεῖττον κατὰ τὴν πτισάνην καὶ ἀποχυλίζειν . τοῦτο καὶ τὴν κοιλίαν ἧσσον ἂν | ||
τῷ φαρμάκῳ χρῆσθαι παραπλησίως ἁλσίν : ἔξεστι δὲ καὶ εἰς πτισάνην ἐμβαλεῖν ἢ εἰς ὄξος ἤ τι τοιοῦτον ἀντὶ πεπέρεως |
καὶ ὅτι ἄκοντας προὐτρέψατο χρῆσθαι αὐτοῖς τρόπῳ τοιῷδε . Δύο σκύλακας λαβὼν ἀπὸ τῆς αὐτῆς μητρὸς ἔτρεφε , χωρὶς δὲ | ||
εὐθαλέστερα καὶ εὔσαρκα καὶ τὸ χρῶμα εὐανθέστερα , καὶ τοὺς σκύλακας καὶ τῶν ἄλλων ζῴων τὰ νεογνὰ κρείττω καὶ ὑγιεινότερα |
μόλυβδος , καὶ ἡ καλουμένη ὑδράργυρος . Τῶν δὲ συμφύλων οἶνος ἀθρόως ποθεὶς πολὺς ἀπὸ βαλανείου , ἢ γλυκὺ , | ||
Τάβαι καὶ Σίνδα καὶ Ἄμβλαδα , ὅθεν καὶ ὁ Ἀμβλαδεὺς οἶνος ἐκφέρεται πρὸς διαίτας ἰατρικὰς ἐπιτήδειος . Τῶν δ ' |
γὰρ σχινίζεται . χρῆται δ ' ἐσθῆτι λευκῇ ἀνδρείᾳ καὶ στεφανοῦται χρυσοῦν στέφανον , καὶ πάλαι μὲν ὑποδήμασιν ἐχρῆτο , | ||
εἰ ἐκεῖνοι κατ ' ἀξίαν ἐτιμήθησαν , οὗτος ἀνάξιος ὢν στεφανοῦται . Καίτοι πυνθάνομαί γ ' αὐτὸν μέλλειν λέγειν ὡς |
, δεινὸν εἰργάσω , ὃς πρῶτα μὲν τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισθεὶς οὕτως ἄδικον ἐποιήσω καὶ ἀπατηλήν , ὡς σαυτῷ | ||
καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τὴν τράπεζαν , καταψήσασα φύλλοις ἀπὸ τῶν κρεῶν , ὑποβαλοῦσα καθαρὰν πτερίδα . ἧκον δὲ καὶ οἱ |
. Ἡρακλείδης δ ' ὁ Ταραντῖνος τοῦ συμποσίου περιγράφων τοὺς βολβούς φησι : περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα | ||
, ὀξύγαλα , βωλίτας , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα , βολβούς . Φλεγματικὸν δ ' ἁπλῶς χυμὸν γεννᾷ τῶν ζῴων |
ἐλοιδόρησας . ” εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν : „ ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν | ||
γνώσεως ἐπεμβαίνων τῷ Ἰσραὴλ ἐν σωτηρίᾳ . καὶ ἁρπάζων ὡς λύκος ἀπ ' αὐτοῦ , καὶ διδοὺς τῇ συναγωγῇ τῶν |
πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης . τοὺς δ ' ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός : οὐ γὰρ ἐντελεῖς θήραν πατρῴαν προσφέρειν | ||
ἀπ ' αὐτῶν ἰκμάδα σπᾷ τὸ σῶμα : ἢν δὲ νῆστις ἐσθίῃ , πλείω . Ὅσα τῶν σιτίων ἢ φῦσαν |
* Ἲς καὶ Λᾶρις ποταμοὶ Ἰταλίας . * ποτὰ ὁ ποτός ἐστι . νῦν δὲ τὸ σχῆμα μεταπλασμός ἐστιν ἀπὸ | ||
γυμνὸς γίνεται γυμνής , ὁμαλός ὁμαλής , τρανός τρανής , ποτός ποτήςλαμβάνεται γὰρ καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ ὁ τύπος : ἐδητύος |
παρὰ τὸ ἄζω , τὸ ξηραίνω , γίνεται ἀχμός καὶ αὐχμός , . , , . , . * * | ||
ἢ θερμὸς ἢ ὑγρὸς ἢ ξηρός . καὶ γὰρ ὁ αὐχμός , νόσος , καὶ ἡ ἐπομβρία , νόσος . |
. οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον : τἀμὰ γὰρ διοίχεται . ἀτὰρ | ||
ἐπίρρημα θαυμαστικόν οἴει ] ὑπολάβῃς τυραννίδα ] τὴν δύναμιν αὐτοῦ τριωβόλου ] τοῦ κἂν ] τὸ “ κἄν ” δηλοῖ |
καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ἄνω προείρηται : καὶ ὠμὰ δὲ κρέα ἐπεχείρησε φαγεῖν , ἀλλ ' οὐ διῴκησεν . κατέλαβέ | ||
. φησί που Εὔβουλος : παρέσται σοι θύννου τέμαχος , κρέα δελφακίων χορδαί τ ' ἐρίφων ἧπαρ τε κάπρου κριοῦ |
ἄνευ νόσου γενήσεται : πυρέξας γάρ τις ἐπὶ τρισὶν ἡμέραις κοιμώμενος διετέλεσε , τά τε βρέφη καὶ ὅσοι τὴν δίαιταν | ||
εἰς Δῆλον ἐξορμήσας πανηγυρικῶς μᾶλλον ἢ στρατιωτικῶς ἀναστρεφόμενος καὶ ἀφυλάκτως κοιμώμενος , Ὀροβίου τοῦ Ῥωμαίων στρατηγοῦ ἐπιθεμένου ἐν ἀσελήνῳ νυκτὶ |
κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον | ||
οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο : |
παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη : ἐν δὲ Ἀχαρνεῦσι | ||
καὶ ἄρτων . τέτλαθι δὴ πενίη καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς ἀτερπής . οὓς |
. Χιονίδης : ἆρ ' ἂν φάγοιτ ' ἂν καὶ ταρίχους , ὦ θεοί ; καί : ἐπὶ τῷ ταρίχει | ||
κακουμένῳ : ὥσθ ' ἅττ ' ἔχω ταῦτ ' ἐς ταρίχους ἀπολέσω . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : οὐκ αἰσχυνοῦμαι τὸν τάριχον |
οὐ ποιεῖ . Ἰσότης φιλότης . Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται : ἐπὶ τῶν ἐπιστάτας φαύλους ἐχόντων . Ἰχθὺν | ||
, ἀλλὰ δὴ καὶ τῷ ἐπ ' ἀνθράκων ἐντιθεμένων βαρέως ὄζειν . Καὶ ἃ μέν ἐστι διαγνῶναι ἔκ τε τῶν |
χεῖρον ἀπαλλάττειν ἐν τῷ τόκῳ . Ἔχεται δ ' ὥσπερ πολύπους πέτρας : ἐπὶ τῶν ὀχυροῦ τινος ἐχομένων ἐπὶ σωτηρίᾳ | ||
καὶ τὸ τῆς τροφῆς οὐκ ἄλογον : ἐπεὶ καὶ ὁ πολύπους ἐξιὼν λαμβάνει καὶ ἡ μύραινα καὶ ἄλλοι δὲ ὥς |
διαβάλλει δὲ τοὺς ῥήτορας ὡς ἐκ τῶν πτωχῶν πλουτοῦντας . πανδελετίους : ἤτοι ζῶν ἀπὸ συκοφαντιῶν . Πανδέλετος γὰρ ῥήτωρ | ||
ἀντὶ γοῦν τοῦ εἰπεῖν “ ἄρτους τρώγων ” ⌈ “ πανδελετίους / [ ” πανδελετείους ] γνώμας “ εἶπε , |
αὐτὸς ἢ ὁ γείτων , ἀγνοήσει , καὶ νῦν ἢ πέρυσι , καὶ Ἀθήνησιν ἢ ἐν Αἰγύπτῳ , καὶ ζῶν | ||
τοῖς πραττομένοις , ἀλλὰ τοῖς πράττουσι φθονεῖν . ἐπεὶ καὶ πέρυσι τοὺς λόγους τούτους πρὸς ἐμὲ ἔλεγον οἱ προεστῶτες αὐτῶν |
συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς | ||
Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν |
τοὺς πλείονας ἀκράτου σπῶντας θορυβώδεις γίνεσθαι : οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς ἄν | ||
ἡμετέρων μύθων ξεῖνος καὶ πτωχὸς ἀκούει . οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς ἄν |
παρ ' Εὐβούλῳ : ὕπνος αὐτὸν ὄντα κακόσιτον τρέφει . ὀλιγόσιτος δὲ παρὰ Στράττιδι : ὀλιγόσιτος ἦσθ ' ἄρα , | ||
. ὀλιγοσίτου δὲ μέμνηται Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : ὁ δὲ ὀλιγόσιτος Ἡρακλῆς ἐκεῖ τί δρᾷ ; καὶ Φερεκράτης ἢ Στράττις |
οὕτως ἅμα τῇ ὠμῇ λύσει μίξας , καὶ προσβαλὼν ἔλαιον μάζας ποιήσας ἐκ τούτων , πρόσφερε τὴν τροφὴν εἰς τὸ | ||
. Αἰσώπειος φόρτος : * * Αἴσωπος γὰρ φρυκτὰς αἴρων μάζας εἰς ὁδὸν καὶ φόρτον ἐξογκώσας οὐκ εὐάγκαλον , ἀλλὰ |
, πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος , ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν κόψιχος , πνῖγος ὑπομεῖναι καὶ μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ , ἐλαίῳ | ||
, πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος , ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν κόψιχος , πνῖγος ὑπομεῖναι καὶ μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ , ἐλαίῳ |
, καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω . ἐπὶ δὲ τῶν μεθυόντων | ||
πόλιν Σανάπην , ἔπειτα κατὰ φθορὰν Σινώπην . ἡ δὲ μέθυσος Ἀμαζὼν ἐκ ταύτης τῆς πόλεως παρεγένετο πρὸς Λυτίδαν , |
ἀμφικόμους ἀκαλήφας : εἰς ταὐτὸν μίξας δ ' αὐτὰς ἐπὶ τηγάνου ὄπτα , εὐώδη τρίψας ἄνθη λαχάνων ἐν ἐλαίῳ . | ||
μέλι , οἶνος , σιδίων βραχὺ καὶ πεπέρεως : ἀπὸ τηγάνου δίδου . Ἡ Πολυειδοῦς σφραγὶς κοιλιακοῖς , δυσεντερικοῖς , |
εἰς ἀπόλαυσιν ὠφελιμωτάτην , νέκταρος μᾶλλον ἢ οὐχ ἧττον ἀθανατίζον ποτόν . οἰκτροὶ δὲ καὶ κακοδαίμονες ὅσοι μὴ τὸν ἀρετῆς | ||
. πεποίηται δὲ αὐτοὺς καὶ ποιμένας τὰ πρόβατα βόσκουσα , ποτόν τε τὸ γάλα τούτων ἡγοῦνται καὶ ὄψον . οἱ |
, πιτυοκάμπη , φρύνος , λαγωὸς θαλάσσιος , ἕλειος ἄφωνος βάτραχος , βδέλλαι : σπέρματα δ ' ὑοσκύαμος , κώνειον | ||
, οὕτω κἀγὼ πρὸς αὐτούς . βάτραχος : ὁ μὲν βάτραχος τραχύφωνός ἐστιν , ὅθεν καὶ ὠνόμασται βοάτραχός τις ὤν |
ἡ πρώτη ἕκτη κούρῃ γε γενέσθαι ἄρμενος , ἀλλ ' ἐρίφους τάμνειν καὶ πώεα μήλων , σηκόν τ ' ἀμφιβαλεῖν | ||
. τὸ δὲ φίλημα κέντρου μελίττης πικρότερον . Πολλάκις ἐφίλησα ἐρίφους , πολλάκις ἐφίλησα σκύλακας ἀρτιγεννήτους καὶ τὸν μόσχον , |
Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος : οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασι σωμάτων θεραπευταί , ὃ μὲν | ||
Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος , ὅτι οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασιν σωμάτων θεραπευταί , ὁ |
ταλαντεύεται : ἀντὶ τοῦ φόβος ἡμᾶς ἔχει διηνεκής . Ὅταν φακῆν ἕψητε , μὴ ἐπιχεῖν μύρον : Στράττις ἔφησε σκώπτων | ||
ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ . ἀλλᾶντας Ἀφθόνητος , Εὔθυνος φακῆν , ἀπὸ συμβολῶν συνάγουσιν ἀρίστων πόρους * * * |
πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης ἄσιτος ἡμέραν καὶ νύχθ ' ὅλην κεστρεύς , λεπισθείς , | ||
ἔχει τῆς καθάρσιος : ἢν δὲ μὴ , κακῶς : ἄσιτος δὲ ταῦτα ποιείτω . Καὶ ἢν μὴ τεκνοῦσα ἦ |
ἐγὼ γοῦν αὐτόπτης ἐγενόμην τούτων ἐπί τινος γέροντος , ὃς ἤμει ξανθὴν χολὴν , ἐξέκρινε δὲ καὶ διὰ γαστρὸς ὡσαύτως | ||
ἀνώδυνος : ἀπ ' ἀρχῆς ἀσώδης , καὶ κατὰ σμικρὸν ἤμει . Ἑβδόμῃ , παρὰ βαλάνου ὑπεχώρησε τρὶς , χολῶδες |
ἐκτεινόμενον τὸ ι : φοῖνιξ , βέμβιξ , πέμφιξ , τέττιξ , σκάνδιξ , πέρδιξ , χοῖνιξ . Πτολεμαῖος δὲ | ||
Φαίδραν , φάσκουσαν αὐτὸν φιλεῖν παρὰ πάντας ἀνθρώπους . Ἀκάνθιος τέττιξ : ἐπὶ τῶν ἀφώνων καὶ ἀμούσων : οὐκ ᾄδουσι |
λύκος ὅμοιον κυνί , οὕτω καὶ κόλαξ καὶ μοιχὸς καὶ παράσιτος ὅμοιον φίλῳ . πρόσεχε τοιγαροῦν , μὴ ἀντὶ κυνῶν | ||
μὲν προσιστάμενον δὲ λυπεῖ πανταχῇ . Κληθεὶς ἐπὶ δεῖπνον ὁ παράσιτος Ἀρχεφῶν ὑπὸ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως ἡνίκα κατέπλευσεν εἰς Αἴγυπτον |
τοῦ | δικαίου θεῷ . συντείνων οὖν ἔσπευδε μηδὲν τάχους ἀνιείς , ἕως καιροφυλακήσας νυκτὸς ἐπιπίπτει τοῖς πολεμίοις δεδειπνοποιημένοις ἤδη | ||
ἐφέλκηται τὸ ἔμβρυον μήτε σπαράττων ἐν τοῖς ἐπισπασμοῖς μήτε πάλιν ἀνιείς , ἀλλ ' , ὅταν δέῃ τὴν ἐφολκὴν ἐπισχεῖν |
πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν ποιήσαντες ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν . καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη εἰς μέσον καθῆκεν , ἡ δὲ βάτος | ||
ταῦτα μᾶλλον σπουδάζομεν ὕστερον , περὶ ὧν πρότερον πταίσωμεν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια ἑταιρείαν ποιησάμενοι ἐμπορικὸν διέγνωσαν βίον |
ἑκὼν ψευδόμενος ἐπὶ συμφέροντι , ὥσπερ ἐπὶ τῶν ψευσαμένων τὸ Φοινίκιον ψεῦσμα καὶ εἰπόντων ὅτι αὐτόχθονες ὑπάρχουσιν οἱ πολῖται , | ||
, ᾧ συνάπτει τὸ Αἰγύπτιον , μεθ ' ὃ τὸ Φοινίκιον , εἶτ ' ἤδη ἐπὶ τὰς ἄρκτους παρεγκλίνει τὴν |
' οὐχ ὑπέμεινε , βιάζετο γὰρ ῥαδέεσσι : δάμνα μιν ζωμός τε μέλας ἀκροκώλιά θ ' ἑφθά . παῖς δέ | ||
ὑπέμεινε , βιάζετο γάρ ῥ ' ἀδέεσσι : δάμνα μιν ζωμός τε μέλας ἀκροκώλιά θ ' ἑφθά , παῖς δέ |
φαίνεται πᾶσα καὶ ποτόν , καὶ εὐνὰ δὲ ἁ μετὰ φυλλάδος , τῷ δὲ τρυφᾶν καὶ συβαρίζεν εὐποριουμένῳ καὶ ἁ | ||
δ ' οὐκ ἔνι χώρᾳ , τό θ ' ὑπέργηρων φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης τρίποδας μὲν ὁδοὺς στείχει , παιδὸς δ |
ποιῶ συγκείμενα διὰ τῆς οι διφθόγγου γράφονται : σιτοποιός : ἀρτοποιός : ὀψοποιός . Φωνὴ παρὰ τὸ φῶς καὶ νοῦς | ||
, παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ ' ἄρτου ἀρτοποιός ἀρτοκόπος , κανοῦν ἀρτοφόρον , ἀρτοσιτεῖν . ἄρτοι ζυμῆτες |
τῶν μαγείρων καὶ τῶν ἰδιωτῶν ψηφίσματι περιβάλλοντας . τὰς δὲ κριθὰς δεῖ καὶ τοὺς πυροὺς φυλάσσειν ὡς βέλτιστα καθάραντας καὶ | ||
Ἑκαταῖος ἀρτοφάγους φησὶν εἶναι , κυλλήστιας ἐσθίοντας , τὰς δὲ κριθὰς εἰς ποτὸν καταλέοντας . Διὰ ταῦτα καὶ Ἄλεξις ἐν |
τοῦ ἐπαίνου , ταῦτα δὴ ἅπαντα ξυνιόντα ἆρα ἂν καρτερεῖν ἀνασχοίμην ; Ἀλλὰ Ζήνων μὲν ὁ τῆς Στοᾶς ἀρχηγέτης , | ||
οὐδὲν ὧν ἐβούλου . ἐγὼ δὲ ἄλλου μὲν ταῦτα λέγοντος ἀνασχοίμην ἄν , ὅτι βουληθεὶς οὐκ ἠδυνήθη , Κλέαρχος δὲ |
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά | ||
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ |