. Ἡρακλείδης δ ' ὁ Ταραντῖνος τοῦ συμποσίου περιγράφων τοὺς βολβούς φησι : περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα
, ὀξύγαλα , βωλίτας , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα , βολβούς . Φλεγματικὸν δ ' ἁπλῶς χυμὸν γεννᾷ τῶν ζῴων
8523539 φοινικας
τῇ μὴ ὑομένῃ τῆς Λιβύης ἄλλα τε πλείω φύεσθαι καὶ φοίνικας μεγάλους καὶ καλούς : οὐ μὴν ἀλλ ' ὅπου
δὲ τὰς προδιαθέσεις , ὅτι ὁ αὐτὸς οἶνος τοῖς μὲν φοίνικας ἢ ἰσχάδας προφαγοῦσιν ὀξώδης φαίνεται , τοῖς δὲ κάρυα
8491994 τυρους
ᾧ τυρεύουσιν , καὶ κρεμαστήρ , ἐφ ' οὗ τοὺς τυροὺς ἔτερσον , καὶ τὸ ἄνω τοῦ ποδὸς ἢ τὸ
θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾤ ' ἐκλάπτων , κήρυκας ἔχων ,
8477796 ἀρτους
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς
8441047 πλακουντας
οἷον σεμίδαλιν καὶ ἴτριον καὶ τὸν καλούμενον πόλτον καὶ τοὺς πλακοῦντας καὶ τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ ὀστρακόδερμα πλὴν ἐχίνου καὶ
ἐγίνοντο , καὶ δημιουργοὶ ἔπλαττον . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : πέμψω πλακοῦντας ἑσπέρας χαρισίους . χαυλιόδων : κεχαλασμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας
8103921 ἐρεβινθους
: τακεροὺς ποιήσεις τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . πάλιν : τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι
τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ ' , ἀσπίδας δὲ
8055220 ἐχινους
μοι τούτων παραθήσεις αὐτὸν ἐφ ' ἑαυτοῦ μέγαν . ἔχεις ἐχίνους ; ἕτερος ἔσται σοι πίναξ : αὐτὸς γὰρ αὐτὸν
μάλιστα , πτηνῶν δὲ τὰ ὄρεια , θαλασσίων δὲ τοὺς ἐχίνους προσφάτους : λαχάνων δὲ μαράθρου , σελίνου , δαύκου
8013974 βοτρυς
αἰτιατικῇ τῶν πληθυντικῶν τῇ συνῃρημένῃ τῇ οἱ βότρυς καὶ τοὺς βότρυς κεχρήμεθα σπανίως εὑρημέναις ; λέγομεν ὡς ἐκείνας μὲν οὐδεὶς
τὸν ὅρκον ἡμῶν . ὄψει δὲ χειμῶνος μέσου σικυούς , βότρυς , ὀπώραν , στεφάνους ἴων . . . κονιορτὸν
8001700 καπτων
ἕκαστος . Ἅλις ἀφύης μοι . παρατέταμαι γὰρ τὰ λιπαρὰ κάπτων . ἀλλὰ φέρεθ ' ἡπάτιον , ἢ καπριδίου νέου
' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων , κήρυκας ἔχων , Χῖον πίνων
7983500 ἁλας
γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας : γίνεται δὲ τὸ λεγόμενον ῥασούχτην . Εἶτα βάλε
θυείαν , καὶ ἐπίβαλε ὄξος , καὶ στυπτηρίαν σχιστὴν καὶ ἅλας , καὶ λείωσον ἐπὶ ἡμέρας ζʹ : καὶ ἀποπλύνας
7938470 λιπαινων
τὰ ἐκ τοῦ Ἀναξίλα Λυροποιοῦ : ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων ,
ἐγχρίων ἐπιτίθει δὶς θεραπεύων τῆς ἡμέρας καὶ ἐπιδέων , μὴ λιπαίνων μηδὲ βρέχων τοὺς τόπους : ἐὰν δ ' ὑγρὸν
7936257 πυρους
νῦν δὲ τὸν χέδροπα μόνον καὶ τὸν μάραθον ἔσθουσι , πυροὺς δ ' οὐ μάλα . καὶ μὴν ἀκούω μυριάδας
ἡμίεκτον : οὐ γὰρ ἐγένοντο τῆτες . τοὺς μὲν οὖν πυροὺς καὶ τὰς κριθάς , ἔφην , ὑμεῖς λάβετε ,
7931358 κυαμους
ἄλλῳ εἶναι ἢ Πυθαγόρᾳ ὄντι παρανενομηκέναι καὶ τὸ ἴσον ἠσεβηκέναι κυάμους φαγόντα ὡς ἂν εἰ τὴν κεφαλὴν τοῦ πατρὸς ἐδηδόκεις
τοῦ Παύσωνος . ὡς δ ' ἀεί ποτε περὶ τοὺς κυάμους ἔσθ ' οὗτος ὁ σοφιστὴς τέλος . Ἐγὼ δ
7901159 ὀπτα
. ἀνάλυσιν γὰρ ἔχειν δοκεῖ τοῦ βελτίονος . τὰ δὲ ὀπτὰ κρέα καλεῖται φλογίδες . ὅτι Σάμιοι , φησὶν Ἡγήσανδρος
ἄρτοι μὲν ὀλίγοι , κρέα δὲ πολλὰ ἐν ὕδατι καὶ ὀπτὰ ἐπ ' ἀνθράκων ἢ ὀβελίσκων . προσφέρονται δὲ ταῦτα
7842358 τρωγων
κλῆρον : ὥστε χρὴ σκάπτειν πέτρας ὀρείας , σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα , δούλιον χόρτον . οὐκ ἀτταγέας
μητρῴη . ” τότε δὴ τὸν ἄρνα συλλαβών τε καὶ τρώγων “ ἀλλ ' οὐκ ἄδειπνον ” εἶπε “ τὸν
7827728 θερμους
ἴρεως καὶ τὸ ἰσχυρὸν ὄξος αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην καὶ θερμοὺς καὶ πύρεθρον καὶ τερεβινθίνην καὶ θεῖον καὶ νίτρον καὶ
θέω ῥήματος ὀνομάσαι τοὺς ἀρχαίους : ταύτῃ τοὺς μὲν ταχεῖς θερμοὺς λέγουσι , τοὺς δὲ ψυχροὺς βραδεῖς , ἀπὸ δὲ
7812753 κανθαρους
ἂν οἴκοι σωφρόνως Χαιρέστρατος ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . .
ᾠὰ τῶν ἀετῶν οἱ κάνθαροι κυλίοντες διαφθείρουσιν . ἐπεὶ τοὺς κανθάρους οἱ ἀετοὶ ἀναλέγονται . . . Ἰσμηνία : Ὄνομα
7761357 ἀνθρακας
ἔρωτα αὐτοὺς φέρων αὐτῆς . Γ καὶ Γ σκαλεύοντ ' ἄνθρακας Γ : ἀντὶ τοῦ “ ζωπυροῦντα τοὺς ἄνθρακας ”
καὶ πεύκας καὶ λαμπάδας καὶ ἰπνοὺς καὶ πανούς , καὶ ἄνθρακας καὶ μαρίλην : καὶ μαρίλαν δ ' ἐκάλουν τὸν
7738859 κοψιχους
κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ κολοιᾶν , καὶ κοψίχους σίζειν , καὶ τέττιγας τερετίζειν , καὶ μελίττας βομβεῖν
„ ἐπεὶ δὲ τάς τε ἀηδόνας αὐτῷ διῄει καὶ τοὺς κοψίχους καὶ ὁπόσα εὐγλωττίζοι τοὺς χαραδρίους , τὴν φωνὴν δὲ
7725970 ἁδρους
εἰ καίεται , καὶ ἵνα χώρα ᾖ ὑποτιθέναι ἑτέρους χόνδρους ἁδροὺς ἀεὶ πρὸ τοῦ τὸν πρῶτον χόνδρον παντελῶς σβεσθῆναι ἕτερον
ἑταίρας . ἣ δὲ ἦν ὑπερήφανος καὶ δεινῶς φορτικὴ καὶ ἁδροὺς ᾔτει μισθούς , καὶ λαβοῦσα πρὸς ὀλίγον ἂν ὡμίλησε
7725347 τυρον
κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον
οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο :
7721890 λιβανωτον
ἑψεῖν ἐν ὕδατι καὶ ἀπηθεῖν . Ἢ σμύρνης ὀξύβαφον , λιβανωτὸν , σέσελι , νέτωπον , ἴσον ἑκάστου , χλιαρῷ
ἔπειτα ἀποχέας κλύζε . Ἕτερον : σμύρνης ὅσον ὀξύβαφον , λιβανωτὸν , σέσελι , ἄνισον , λίνου σπέρμα , νέτωπον
7721731 ζωμους
ἐσθιομένη καὶ σὺν τοῖς λαχάνοις ἑψομένη . τοὺς δὲ πολλοὺς ζωμοὺς ἀεὶ φεύγειν , μάλιστα τοὺς λιπαροὺς καὶ ἔχοντας ἢ
πρόβεα χλία καὶ ὀπτά , χοίρεα δὲ ὀπτὰ μικρὰ καὶ ζωμοὺς καρυκευτοὺς διὰ πεπέρεως , στάχους καὶ κιναμώμου , ἀρτύματα
7716523 σκυταριοις
κήρυκας ἔχων , Χῖον πίνων , καὶ πρὸς τούτοις ἐν σκυταρίοις ῥαπτοῖσι φορῶν Ἐφεσήια γράμματα καλά . πόσῳ γὰρ τούτων
κήρυκας ἔχων , Χῖον πίνων , καὶ πρὸς τούτοις ἐν σκυταρίοις ῥαπτοῖσι φορῶν Ἐφεσήια γράμματα καλά . τῶν Αἰσχύλου πολὺ
7714000 ἀχυρα
ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ ἄχυρα ταῖς μὲν ῥίζαις συμβάλλεται , τοῖς δὲ κλάδοις καὶ
: καὶ ἐμβάλλειν δ ' ἐς τὸ ὕδωρ καὶ κριθῶν ἄχυρα , ἑψεῖν , ἔλαιον ἐπιχέαντα : ἢ λωτοῦ πρίσματα
7704139 οἰνους
πολλὴ ἔσται , οὔτε γενομένη ξηρανθήσεται , ὃ μάλιστα τοὺς οἴνους βλάπτει . Τῷ Ἰουνίῳ μηνὶ τὰς ἐγκεντρισθείσας ἀμπέλους δεῖ
ἐπιπολὺ διαμένει . καὶ μονίμους καὶ τρέπεσθαι οὐ ποιεῖ τοὺς οἴνους καὶ τίλις ἡλίῳ φρυγεῖσα , εἰ κοπείη καὶ μιχθῇ
7702888 ἀλφιτοις
, σιδίοις , ῥῷ Συριακῷ , οὔοις ξηροῖς λείοις , ἀλφίτοις , ἀμύλῳ , γύρει , κηκῖδι ὀμφακίνῃ , ἀκακίᾳ
ἀναιρεῖ δὲ καὶ κύνα καὶ σῦν : κύνα μὲν ἐν ἀλφίτοις ἀναφυραθεῖσα μετὰ ἐλαίου καὶ ὕδατος , σῦν δὲ μετὰ
7699534 ὀπταν
μὲν γλαυκίδιον ἕψειν ἐν ἅλμῃ . τὸ δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον : τὸν γαλεόν ; ἐνυποτριμματίζεσθαι . τὸ δ
: καὶ τῶν ῥαφάνων ἕψειν χρὴ , ἰχθῦς τ ' ὀπτᾶν τούς τε ταρίχους , ἡμῶν δ ' ἀπὸ χεῖρας
7696239 τεμαχη
ἐναντίας καὶ ἀντετάξω . Γ θύννεια θερμὰ ] θύννων ἰχθύων τεμάχη . κασαλβάσω : κασαλβάδες ἑταῖραί εἰσιν , αἱ ἀεὶ
ἄνδρες πάλαι ὀψοφάγοι τοιοῦτοί τινες οἷοι καταβροχθίζειν ἐν ἀγορᾷ τὰ τεμάχη , ὁρῶντες ἐξέθνῃσκον ἐπὶ τῷ πράγματι ἔφερόν τε δεινῶς
7695364 μαζας
οὕτως ἅμα τῇ ὠμῇ λύσει μίξας , καὶ προσβαλὼν ἔλαιον μάζας ποιήσας ἐκ τούτων , πρόσφερε τὴν τροφὴν εἰς τὸ
. Αἰσώπειος φόρτος : * * Αἴσωπος γὰρ φρυκτὰς αἴρων μάζας εἰς ὁδὸν καὶ φόρτον ἐξογκώσας οὐκ εὐάγκαλον , ἀλλὰ
7688740 κιχλας
. . κονιορτὸν ἐκτυφλοῦντα . αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν ,
μετιοῦσι τὴν νύμφην λέγεις παρέχειν , ἄμητας καὶ λαγῷα καὶ κίχλας . τούτοισι χαίρω , τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ
7635770 χορια
ἀμελχθέντος γάλακτος , ἐσθίουσι δὲ θέντες ὑπὸ τὸ πῦρ . χόρια ζεῖ : χόρια τὰ ἀγγεῖα τῶν ἐμβρύων ἢ αἱ
κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πῦον , χόρια , χελιδόνια , τέττιγας , ἐμβρύεια . ὑριχοὺς δ
7633770 χλωρους
καὶ σπυρίδων λευκοί τε καὶ ἐπιτήδειοι ὦσιν οἱ θαλλοί , χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλωμεν αὐτούς , καὶ ἐν
γινομένας θριδακίνας οἰνομέλιτι ἐπότιζεν ἑσπέρας καὶ ὑπὸ τὴν ἕω λαμβάνων χλωροὺς ἔχειν ἔλεγε πλακοῦντας ὑπὸ τῆς γῆς ἀναπεμπομένους αὐτῷ .
7627209 ὀπτων
ἐν ὀβελίσκοις ὠπτᾶτο . Ἀριστοφάνης Γεωργοῖς : εἶτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . Φερεκράτης Ἐπιλήσμονι : ὠλεν ὀβελίαν
καθαρὸν , ἡ δὲ οὔρησις αἱματώδης , οἷον ἀπὸ κρεῶν ὀπτῶν ἰχωρῶδες : ὀδύναι δὲ ὀξεῖαι διὰ τῆς ῥάχιος ἐς
7625774 κλωνας
αὐτὸν ἔστεφε περιθέων ἐν κύκλῳὡς κισσὸς ἦν ὁ χαλκὸς εἰς κλῶνας καμπτόμενος καὶ τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους
δραχ . βʹ πηγάνου χλωροῦ . . . . . κλῶνας εʹ μέλιτος . . . . . . .
7619120 σωληνας
τῆς ἰλύος : ἡνίκα ἀγγεῖον βουλόμεθα καθᾶραι ἔχον τρυγίαν ἢ σωλῆνας ἔχοντας ἰλύν , ἐπιβάλλομεν ὕδωρ καὶ ἀνατινάσσομεν , καὶ
Λασιοκνήμοισι : δασύποσιν . Ὁλκούς : βόλους . πόρους : σωλῆνας . Ἀπέρευσε : ἀφεῖλεν . Γάνιος : εὐφρόσυνος .
7613577 πρασα
μετὰ κονίας στακτῆς πεφυραμένη , γάρου δριμέος , ταρίχου : πράσα τε καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα , ποτὲ μὲν ὡς
, ὑδαρέα , καὶ σέλινα τρωγέτω ἐπὶ τῷ σιτίῳ καὶ πράσα . Ποιεέτω δὲ ταῦτα ἑπτὰ ἡμέρας , καὶ ἢν
7592110 ἀρνεια
λαμβάνειν τὴν διάθεσιν : διδόναι δὲ καὶ κρέα ὀρνίθεια καὶ ἄρνεια , δελφάκεια καὶ ἐρίφεια , λιπαρὰ δὲ ταῦτα καὶ
καὶ πλεῖον τοὺς ἑφθούς : κρέα δ ' ἐρίφεια καὶ ἄρνεια τῶν νέων πάνυ , ὕεια δὲ τῶν ἀκμαζόντων ,
7581195 σεμιδαλιν
μὲν τὴν ξυλείαν , οἱ δὲ ἔλαιον , οἱ δὲ σεμίδαλιν , οἱ δὲ τὰ τῶν ἀρωμάτων , ἕτεροι τὰ
' οἷα σὺ εἴωθας , εἰς ταὐτὸν καρυκεύειν μέλι , σεμίδαλιν , ὠιά . πάντα γὰρ τἀναντία νῦν ἐστιν :
7576190 μοσχους
ὀνηλάται . ἐρήμους ἔλεγε τοὺς μετὰ κολάκων ὄντας ὥσπερ τοὺς μόσχους ἐπειδὰν μετὰ λύκων ὦσιν : οὔτε γὰρ ἐκείνοις τοὺς
γὰρ ἕξουσι γάλα οὕτω τραφεῖσαι . Διετεῖς δὲ γενομένους τοὺς μόσχους εὐνουχιστέον : μετὰ γὰρ ταῦτα οὐ χρήσιμον τὸ εὐνουχίζεσθαι
7561054 σκοροδα
τῶν λεγόντων ἀσύμφωνα καὶ ἀκατάλληλα . ὁμοία τῇ : Ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω , σὺ δὲ κρόμμυ ' ἀποκρίνῃ .
σφοδρῷ γίνεται τὰ καύματα . ἐγὼ δὲ περιελθὼν τὰ ἀρώματα σκόροδά τε εὗρον ἐν αὐτοῖς πεφυκότα καὶ γηπαττάλους τινὰς ἀνορύξας
7557464 ᾠα
μύλλου κρείσσων . τὰ μέντοι τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ταρίχων ᾠὰ πάντα δύσπεπτα , δύσφθαρτα , μᾶλλον δὲ τὰ τῶν
καὶ πανοῦργον , ἔτι δὲ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων .
7552215 μυρα
ἐπὶ κυπρίνου καὶ ἀμαρακίνου . δύναμιν δὲ τὰ μὲν ἁπλᾶ μύρα τὴν τῶν ἐμβαλλομένων ἐν αὐτοῖϲ εἰδῶν , ἢ ἐξ
ὅσων χαρίτων πλῆρες . ᾠδαὶ σκώμματα πότος εἰς ἀλεκτρυόνων ᾠδὰς μύρα στέφανοι τραγήματα . ὑπόσκιός τισι δάφναις ἦν ἡ κατάκλισις
7546826 ἀλευρα
τὰ παρ ' ἡμῶν ἕτοιμά ἐστι , καὶ ἄλφιτα καὶ ἄλευρα πεποίηται : μόνον ἴσως οἰναρίου προσδεησόμεθα : καὶ τοῦτο
χάριν δίδωσι . μᾶζαν μεμαχότος : μᾶζαν λέγει τὰ πεφυρμένα ἄλευρα . ὡς ἐπὶ τροφῆς δὲ τὸ κατόρθωμα εἶπεν .
7534869 κρεα
καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ἄνω προείρηται : καὶ ὠμὰ δὲ κρέα ἐπεχείρησε φαγεῖν , ἀλλ ' οὐ διῴκησεν . κατέλαβέ
. φησί που Εὔβουλος : παρέσται σοι θύννου τέμαχος , κρέα δελφακίων χορδαί τ ' ἐρίφων ἧπαρ τε κάπρου κριοῦ
7532180 κυδωνια
ἐρεβίνθων ἄλευρον σὺν μελικράτῳ ἑφθῷ , ἢ κολόκυνθα ὠμὴ ἢ κυδώνια ἑφθά . φλεβοτομία ἀπὸ σφυροῦ βοήθημα ὄρχεων φλεγμαινόντων .
καὶ δίδου κοτύλ . αʹ ἢ βʹ . Λαβὼν μῆλα κυδώνια ηʹ βάλλε σκαμμωνίας οὐγ . αʹ καὶ περίπλασσε ἔξωθεν
7528984 ἑφθων
τροχοῦ καθημένους : οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ταὐτὸν ᾄσεται μέλος . ἑφθῶν μὲν σχεδὸν τρεῖς μνᾶς . λέγ ' ἄλλο .
καὶ ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν : τῶν δ ' ἑφθῶν οὐκ ἔστι μέτρον τὸ μὴ μολῦναι , ἀλλὰ τὸ
7526846 βολβων
⋖ ιϚ , ϲμύρνηϲ ϲτακτῆϲ ⋖ Ϛ , καρδαμώμου , βολβῶν ἀνὰ ⋖ Ϛ , κρόκου ⋖ ιβ , χαλβάνηϲ
. φιάλην τε λεπαστὴν χιόνος τε πρόχουν κέρχνων τε χύτραν βολβῶν τε σιρὸν δωδεκάπηχυν καὶ πουλυπόδων ἑκατόμβην . ταῦτα μὲν
7524222 καρκινους
γοῦν σμικρὰ τῶν ἰχθυδίων καὶ τὰς καλουμένας καρκινάδας καὶ τοὺς καρκίνους ἐπιφοιτᾶν τε ἅμα καὶ κατεσθίειν αὐτόν . λέγουσι δὲ
μὰ τὸν Δί ' οὐδέν γ ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους . προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου . τουτὶ
7511416 ἐριφους
ἡ πρώτη ἕκτη κούρῃ γε γενέσθαι ἄρμενος , ἀλλ ' ἐρίφους τάμνειν καὶ πώεα μήλων , σηκόν τ ' ἀμφιβαλεῖν
. τὸ δὲ φίλημα κέντρου μελίττης πικρότερον . Πολλάκις ἐφίλησα ἐρίφους , πολλάκις ἐφίλησα σκύλακας ἀρτιγεννήτους καὶ τὸν μόσχον ,
7500271 συκα
εἰ μὴ χλωρὸν ἔφυσε θεὸς μέλι , πολλὸν ἔφασκον γλύσσονα σῦκα πέλεσθαι . Καί ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν
μέρη τῶν ἐντέρων . ἄλλοι δέ φασιν ὅτι μὴ δεῖ σῦκα προσφέρεσθαι μεσημβρίας : νοσώδη γὰρ εἶναι τότε , ὡς
7490203 πτορθους
καὶ φοινίκων ἁπαλὰς καὶ νεαρὰς κόμας καὶ φυτῶν ὅρπηκας καὶ πτόρθους τοὺς ὑγροτέρους . ἐσθίουσι δὲ μικροῦ καὶ ὅσα ἄνθρωπος
? ἀγλαΐα σέβεται [ φοίνικος ] ταναου [ [ ] πτόρθους ἐλαίας [ ] ! ον [ Τάναϊν ] μέλπουσι
7488266 καραβον
, ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . πίννας , κάραβον , βολβούς , κοχλίας , κήρυκας , ᾤ '
πατρὶ τευθὶς ἦν χρηστή . πατρίδιον , πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός ἐστιν , ἄπαγε , φησί : ῥητόρων
7486496 λαχανα
τὰ μὲν δένδρα , τὰ δὲ θάμνοι , τὰ δὲ λάχανα , τὰ δὲ πόα . καὶ γένη δὲ ἀρετῶν
δὴ κάρδαμον καὶ κίχορον , ἄγρια δέ γε ταῦτα τυγχάνει λάχανα , ἔτι μὴν καὶ τὸ λεγόμενον κάρυον περσικόν ,
7476951 ἀλφιτα
. ἀπὸ γὰρ τοῦδέ με τοῦ μισθαρίου τρίτον αὐτὸν ἔχειν ἄλφιτα δεῖ καὶ ξύλα κὤψον : σὺ δὲ σῦκά μ
Ὑπ . αἰϲχροκερδεῖν . . . ἀλφιτεῖϲ : οἱ τὰ ἄλφιτα ποιοῦντες . Ὑπ . . . , ; ;
7463471 σικυους
κάλλιστον καταλιπὼν ἥκει ; ἀποκρίνασθαι : ἥλιον καὶ σελήνην καὶ σικύους καὶ μῆλα . Ὅθεν εἰς παροιμίαν παρήχθη ὁ λόγος
τὸν τρόπον τοῦτον : λαβὼν τοὺς ἅμα τῷ ἅψασθαι ἀποπηδῶντας σικύους ἀποτίθεσο ἐῶν μίαν ἡμέραν , τῇ δ ' ὑστεραίᾳ
7461419 κρομμυα
ὠνήσασθαι τὰς προσφόρους ὑμῖν τροφάς , σκόροδα , τυρόν , κρόμμυα , κάππαριν , πάντα ταῦτ ' ἐστι δραχμῆς .
: οὐ γὰρ πέττεται τὰ ληφθέντα προσηκόντως . Σκόροδα , κρόμμυα , πράσα , νάπυ , πέπερι , σμύρνιον ,
7461244 τευτλα
κρέασι , κρέασι δὲ ὀρνιθείοισι καὶ μηλείοισιν ἑφθοῖσι , καὶ τεῦτλα καὶ κολοκύνθην , τῶν δ ' ἄλλων ἀπέχεσθαι .
καὶ τὰ τρώξιμα ἐπιτήδεια καὶ κιχώρια καὶ σόγχοι καὶ ἁπαλὰ τεῦτλα καὶ περιστερὰ καὶ ἰχθὺς ἀπὸ ζέματος . τὰ δὲ
7446609 φακους
κόπρος αὐτοῦ ῥυπτική , ὥστε καὶ ἐφήλεις ἀποσμήχειν , καὶ φακοὺς καὶ ψύδρακας ὄψεως . τοῦτο ἐσθιόμενον , βοηθεῖ πᾶσιν
στʹ . [ αʹ . Πρὸς ἀλφοὺς καὶ ἔφηλιν καὶ φακοὺς καὶ τὰ τοιαῦτα προσώπου πάθη . ] Σικύου ἀγρίου
7439175 μυροις
διηνέχθη τισὶ περὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν τριῶν γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς '
, οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγανοῖς χαίτην θεράπευε , καὶ σμύρνην λίβανόν τε πυρὸς
7438348 ταριχους
. Χιονίδης : ἆρ ' ἂν φάγοιτ ' ἂν καὶ ταρίχους , ὦ θεοί ; καί : ἐπὶ τῷ ταρίχει
κακουμένῳ : ὥσθ ' ἅττ ' ἔχω ταῦτ ' ἐς ταρίχους ἀπολέσω . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : οὐκ αἰσχυνοῦμαι τὸν τάριχον
7436808 ὀλυνθους
. ἐρινεοῦ γὰρ ἑστώσης Κάλχας τῷ Μόψῳ εἶπε , πόσους ὀλύνθους ἔχει : ὁ δὲ , ὥσπερ τὸ ἀληθὲς εἶχεν
, ἢν ἐκ τόκου ἑλ - κωθέωσιν ἢ φλεγμασίης : ὀλύνθους χειμερινοὺς , ὕδωρ ἐπιχέας καὶ ζέσας , ἀφεῖναι ,
7430998 ἀρνιων
ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαϊσμένην , πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια , τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις
τόμον ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαισμένην πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις ὁμοῦ
7418815 ἡλους
τρεῖς κατάπλασον , καὶ πεσοῦνται οἱ ἧλοι . [ Πρὸς ἥλους καὶ μυρμηκιασμούς . ] Ὀστέα φοινίκων καύσας καὶ τρίψας
παλαιὰς διαθέσεις καὶ τραχέα βλέφαρα καὶ συκώσεις καὶ ἐκτροπὰς καὶ ἥλους καὶ σταφυλώματα καὶ ῥεῦμα πᾶν καὶ περιωδυνίας καὶ ψωροφθαλμίας
7417985 ἀγχουσαν
ὃ καλοῦσι ψευδοκογχύλιον , καὶ κόκκον καὶ ἄνθος θαλάσσιον , ἄγχουσαν λαδικίνην ἡ κρημνὸς , ἐρυθρόδανον τὸ ἰταλικὸν , φυλλάνθιον
καὶ κύκλῳ περιεστῶτα τὸν Πραξιτέλην τὰ γύναια , τὴν μὲν ἄγχουσαν αὐτοῦ τὸν αὐχένα , τὴν δὲ τῆς κόμης λαμβανομένην
7416298 ἑφθα
. ἐπιτήδεια δὲ καὶ τὰ ϲτύφοντα , οἷον μῆλα κυδώνια ἑφθὰ ἢ ϲίδια ἐν ὕδατι ἑψημένα . παραιτεῖϲθαι δέ ,
εὐπεπτότερα καὶ τροφιμώτερα καὶ κατὰ γαϲτέρα ὑπερχόμενα , τὰ δὲ ἑφθὰ τῶν ὀπτῶν τε καὶ ταγηνιϲτῶν ὁμοίωϲ διενήνοχεν : τὰ
7409187 καραβους
ἄνω σπεύδοντα πρὸς τὸ τελώνιον ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίνας
Ποσείδιππος ἐν Λοκρίσιν οὕτως : ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίνας
7400331 καππαριν
προσφόρους ὑμῖν τροφάς , σκορόδια , τυρόν , κρόμμυα , κάππαριν . . . ἅπαντα ταῦτ ' ἐστὶν δραχμῆς .
πρῶτος τῶν μεγάλων ἡγήσεται , ἔχων ἐχῖνον , ὠμοτάριχον , κάππαριν , θρυμματίδα , τέμαχος , βολβὸν ἐν ὑποτρίμματι .
7397540 ἁλμῃ
μετὰ μετρίων ἁλῶν ἢ νίτρου , ἐπὶ δὲ τῶν τελειοτέρων ἅλμῃ δριμείᾳ ἢ ἀφεψήματι κενταυρίου ϲὺν νίτρῳ καὶ μέλιτι ἢ
κατάχεε , καὶ δι ' ὅλης νυκτὸς ὑπαιθρίους διαψύξας ἐν ἅλμῃ δριμείᾳ σύνθες , καὶ διαμένουσιν ἐπιπολύ . Τὰς δὲ
7392411 τιλλειν
οἱ δὲ τὰ εἰρηνικὰ ἱλαροί . τίλλονθ ' ἑαυτὸν : τίλλειν ἑαυτὸν λέγεται τὸ τῶν ἑαυτοῦ τριχῶν ἐπιλαμβάνεσθαι καὶ σπαράττειν
ἐν ταῖς φάτναις . Σιλλοί . τιλλοί τινες εἰσί . τίλλειν δὲ τὸ κόπτειν , ὡς λέγει Ἀνακρέων . Σωρός
7373646 κυτισον
: ἰσχυρότερον δὲ τούτου τὸ ἅλιμον : ἀπόλλυσι γὰρ τὸν κύτισον . Ἔνια δὲ οὐ φθείρει μὲν χείρω δὲ ποιεῖ
τε εἶναι τὴν Κέω ἰσχυρῶς καὶ νομὰς οὐκ ἔχειν : κύτισον δὲ καὶ θρία ἐμβάλλειν , καὶ τῆς ἐλαίας τὰ
7369901 ναρδον
καὶ Πλαγγόνιον ἀπὸ Πλαγγόνος , καὶ βρενθεῖον δὲ Λυδίας , νάρδον Βαβυλωνιακὴν ὡς Ἄλεξις , καὶ Αἰγύπτιον τὸ μέλαν .
, ἔπειτα τερεβινθίνην , στέαρ , ἐπὶ τέλει δὲ τὴν νάρδον καὶ τὸ μαλαβάθρινον ἔλαιον , καὶ καταχέας τοῖς ἐν
7361467 ῥαφανιδας
βιβλίων συμβολάς . ὅστις ἀγοράζων ὄψον ἐξὸν ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι μαίνεται : φησὶν Ἄμφις . ὅτι καὶ
. Ὅστις ἀγοράζων ὄψον , ἐξὸν ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν , ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι μαίνεται . Ἐρίοισι τοὺς τοίχους κύκλῳ Μιλησίοις
7356353 μυρσινης
, ὀπὸς κισσοῦ μέλανος . ἀντὶ ὀποῦ καρπάσου , ὀπὸς μυρσίνης . ἀντὶ ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ , ὀπὸς Συριακὸς , λάσαρος
οἶνον μέλανα αὐστηρὸν κεχλιασμένον ποσῶς ἢ εἰς ἀφέψημα βάτου ἢ μυρσίνης ἢ σχίνου ἢ σιδίων . μετὰ δὲ τὸ ἐγκάθισμα
7352775 ἐσθιετω
τὸν λοιπὸν χρόνον ὑποβαίνων τῶν περιπάτων , τῶν σιτίων πλείω ἐσθιέτω , τὸν αὐτὸν τρόπον ὥσπερ ἀφῄρει , οὕτω δὴ
Ἐν δὲ τῇ καθάρσει , ἢν ἴῃ πολλὴ , λινόζωστιν ἐσθιέτω , καὶ πουλύποδας ἑφθοὺς ἁπαλοὺς , καὶ σιτίοισι μαλθακοῖσι
7351281 ὑεια
δὲ ταύτας ἡ βοεία . καλλίων δὲ τούτων οὖσα ἡ ὑεία κόπρος ἀνεπιτήδειός ἐστι τοῖς σπορίμοις διὰ τὴν πολλὴν αὐτῆς
ἢ ἀκακίας ἢ ὑποκιστίδος : πάντων δ ' ἄμεινον ἡ ὑεία χολὴ κατάχρισμα ἐρυσιπελάτων : τὰ δ ' ἔνυγρα τοῖς
7350748 ὀρτυγας
ἤτοι κυβευτικὰ ὄργανα , ἢ τραχηπίθου , ἐν ᾧ τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἔβαλλον μάχεσθαι . Ἄπεισιν ἐκ τοῦ
καὶ τοῦ Θαμύρα , βλέποι δ ' αὐτὸν ἀλεκτρυόνας ἢ ὄρτυγας θεραπεύοντα καὶ τρέφοντα καὶ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ὡς
7349337 σελινα
μαχούμενοι πρὸς Καρχηδονίους ἐβάδιζον ὑπὲρ τῆς Σικελίας , ἐνέβαλον ἡμίονοι σέλινα κομίζοντες : οἰωνισαμένων δὲ τῶν πολλῶν τὸ σύμβολον ὡς
πρὸς αὔξησιν : κελεύουσι γοῦν , ὅταν τις μεταφυτεύῃ τὰ σέλινα , πάτταλον κατακρούειν ἡλίκον ἂν βούληται ποιεῖν τὸ σέλινον
7345712 πιννας
, καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίννας , τραχήλους , μύας . Ὥστ ' ἐν ἡμέραις
δ ' ὁ Κύκλωψ ἐφίλει καὶ ἐν οὔρεσιν ἐξεπεφύκει , πίννας ἦλθε φέρων καὶ ἄμυλα ἠχήεντα , ἃς κατὰ φυγότριχος
7340473 ἡδυσματα
καὶ προσῆκον τέχνη μαγειρικὴ καλεῖται ; Ἡ τοῖς ὄψοις τὰ ἡδύσματα . Εἶεν : ἡ οὖν δὴ τίσιν τί ἀποδιδοῦσα
καὶ πυριήσθω τὰ εὐώδεα . Ἢν ἀνεμωθῶσιν αἱ ὑστέραι , ἡδύσματα πάντα [ ἃ ] ἐς τὸ μύρον ἐμβάλλεται ,
7339709 πιθους
ποιοῦντες , κάλαμον ἢ ξύλον ἐπιβάλλουσιν ὀρθὸν εἰς τοὺς κενωθέντας πίθους , ἵν ' οἱ ἐμπίπτοντες κώνωπες ἤ τινα τοιαῦτα
καὶ καλλιοινίαν συμβάλλεται . διὰ τοῦτο μικροὺς χρὴ κατασκευάζειν τοὺς πίθους . εἰ δὲ φθάσαιμεν παλαιοὺς πίθους ἔχειν μεγάλους ,
7338899 δακτυλιους
ἡμιόλιοι τοῦ τῶν ἀρκύων πάχους : ἐπ ' ἄκροις δὲ δακτυλίους ἐχέτωσαν , ὑφείσθωσαν δ ' ὑπὸ τοὺς βρόχους ,
ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις , δακτυλίους , καταπλάσματα , πομφόλυγας , ἀποδέσμους , ὀλίσβους ,
7332414 μελανουρους
ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , ἑλεδώνας ,
, τρίγλας , κεφάλους , λυθρίνους , ἀθερίνας , καὶ μελανούρους , τηγάνου : χρυσόφρυα δὲ καὶ τὰ λεχθέντα ,
7332061 βοτρυας
λιθοκόλλητος ἄμπελος χρυσῆ ὑπὲρ τῆς κλίνης , ἥν φασιν καὶ βότρυας ἔχειν ἐκ τῶν πολυτελεστάτων ψήφων συντεθειμένους , οὐ μακράν
Καὶ λαβὼν τούτους εἰς ἀγγεῖα κεράμεα τετρημένα κάτωθεν ἐπιτίθει τοὺς βότρυας , καὶ σκέπασον τὸ ἄνωθεν μέρος ἐπιμελῶς , [
7320713 τρωγειν
: ἢ γὰρ θαλαττοκρατεῖν ἡμᾶς φησι Πάτροκλος ἢ τῶν σύκων τρώγειν . . : ἐν δὲ τῆι τρίτηι ὁ αὐτὸς
θέλει γὰρ ὑπὸ χεῖρα κλάνειν τοὺς ἄρτους καὶ πλέον πάντων τρώγειν . ἐπιθῶμεν αὐτῷ τὸν γούργαθον . “ καὶ πάντες
7314937 ἐρια
τὰ μύρα κατασκευάζοντας ὡς διαφθείροντας τοὔλαιον : καὶ τοὺς τὰ ἔρια δὲ βάπτοντας ὡς ἀφανίζοντας τὴν λευκότητα τῶν ἐρίων .
δὲ τῶν πτερυγωμάτων καὶ κατὰ τοῦ ἤτρου καὶ τῆς ὀσφύος ἔρια οἰσυπηρὰ ἢ καθαρὰ ἐλαίῳ δεδευμένα ἐπιτιθέσθω , τῇ δὲ
7314737 ὀριγανον
ἑρπύλλου ἀπόζεμα , τριφύλλου σπέρμα ἢ φύλλων ⋖ α , ὀρίγανον Συριακόν , ἠρυγγίου ῥίζα ⋖ α μετὰ σταφυλίνου σπέρματος
: τουτέστι γλήχωνα μετὰ ὕδατος γληχώ ] βλησκούνιον γληχώ ] ὀρίγανον ποταμίησι ] ποτίμοις ἐμπλήδην δὲ ἀντὶ τοῦ πληρώσας ἐμπλήδην
7314544 χλανιδας
πρῶτον μὲν προῄσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σιληνοί , πορφυρᾶς χλανίδας ἢ φοινικίδας ἠμφιεσμένοι . τούτοις ἐπηκολούθουν λαμπάδας φέροντες κισσίνας
Πλάτων δ ' ἐν Ταῖς ἀφ ' ἱερῶν καὶ μαλλωτὰς χλανίδας εἴρηκεν , ὥστε οὐδὲν ἂν κωλύοι εἰπεῖν καὶ μαλλωτὸν
7313421 ταριχος
δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί
τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον
7307653 ἐλαφειον
δὲ ὑποθυμιῶσιν , οἷον ἄσφαλτον , τρίχας ἀνθρωπείας , κέρας ἐλάφειον , | χαλβάνην , μελάνθιον , ἀρτεμισίαν . Στράτων
τοῖς σηκοῖς τρίχας γυναικῶν , ἢ χαλβάνην , ἢ κέρας ἐλάφειον , ἢ αἰγῶν ὁπλὰς ἢ τρίχας , καὶ ἄσφαλτον
7286986 σιλφιῳ
λείψανα συντιθείς , οἴνῳ διαίνων , ἔντερ ' ἁλὶ καὶ σιλφίῳ σφενδονῶν , ἀλλᾶντα τέμνω , παραφέρω χορδῆς τόμον ,
κύκλῳ , παράσχισον χρηστῶς , διαπτύξας θ ' ὅλον τῷ σιλφίῳ μάστιξον εὖ τε καὶ καλῶς , τυρῷ τε σάξον
7282722 σησαμα
καὶ παρὰ Μενάνδρῳ : καθιζάνει μὲν ἐνίοτ ' εἰς τὰ σήσαμα , καὶ ἐν Ψοφοδεεῖ : ἐπίσημον αὖ τὴν ἀσπίδ
ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι , λεπάδες ,
7282498 τριψαντα
εἴκοσιν . ἀφελεῖν δὲ τὰ περικάρπια καὶ διδόναι τὰ ἐντὸς τρίψαντα μετὰ μέλιτος καὶ ἀλφίτου ἢ ἐν μελικράτῳ πιεῖν :
καθαρτήριον : κνίδης καρπὸν καὶ μαλάχης χυλὸν ἐν στέατι χηνὸς τρίψαντα προσθεῖναι . Ἢν μὴ καθαρθῇ , τῆς πάλης τοῦ
7280504 σμυρναν
ὑποκαίων , πρίσματα κυπαρίσσου ὑποβάλλων , θυμιῇν . Σκαμμωνίην , σμύρναν , λιβανωτὸν , μύρον περιχέας , ὑποθυμιῇν . Ἄσφαλτον
τις Ἴσιδος λεγομένη καὶ ἄλλη τις Νεῖλος , ἄμφω καὶ σμύρναν καὶ λίβανον παραπεφυκότα ἔχουσαι . ἔστι δὲ καὶ δεξαμενή
7279690 ἀρτεμισιαν
μετὰ δὲ τὰ μαλακὰ εἴδη καὶ τὰ ἰσχυρότερα προσάγειν , ἀρτεμισίαν , κόνυζαν , καλαμίνθην , γλήχωνα , ἀμάρακον ,
χρῖσον καὶ θέρμανον καὶ δὸς ῥοφῆσαι νήστει . ἄλλο . ἀρτεμισίαν ἑψήσας μετὰ μελικράτου δὸς πιεῖν . ἄλλο . ὁ
7277180 κρομμυον
, φλόμος , σήσαμον , μελάνθιον , μελιλώτου σπέρμα , κρόμμυον , πόλιον , ἐρύσιμον , βόλβιτον , καὶ μᾶλλον
ἄρτων γοῦν ἢ ἀλφίτων ἐμπεπλησμένοι καθεύδειν κάρδαμον ἢ θύμον ἢ κρόμμυον ἐπιτρώγοντες . ἢ τοίνυν ταῦτα , ὦ Κρόνε ,
7267181 ἑφθους
τῇ θεῷ ἀληθινοὺς ἰχθῦς ἐπὶ τὴν τράπεζαν ὀψοποιησαμένους παρατιθέναι , ἑφθούς τε ὁμοίως καὶ ὀπτούς , οὓς δὴ αὐτοὶ καταναλίσκουσιν
τῇ θεῷ ἀληθινοὺς ἰχθῦς ἐπὶ τὴν τράπεζαν ὀψοποιησαμένους παρατιθέναι , ἑφθούς τε ὁμοίως καὶ ὀπτοὺς , οὓς δὴ αὐτοὶ καταναλίσκουσιν
7262648 κοφινους
τῶν σύκων πλέγμα τρασιά . εἴποις δ ' ἂν πλέκειν κοφίνους , σωράκους , ἀρρίχους , φερνία , λάρκους ,
καὶ θερμασία , καὶ ἡνίκα συμμέτρως βρέχει , τίθει τοὺς κοφίνους ὑπαιθρίους , καὶ περὶ δυσμὰς ἡλίου εἰσκόμιζε τούτους εἰς
7256709 λεπη
οὕτω καλεῖται καὶ κογχυλίων κόγχους καὶ ὀστρέων κόγχας καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους
εὐτρεφέος ] θρεπτικοῦ νέα δὲ τέρφη : ἀντὶ τοῦ χλωρὰ λέπη καστάνου τοῦ εὖ τρέφειν δυναμένου νέα τέρφη ] ἁπαλοὺς
7255515 ὀψα
εἰς τὴν οἰκίαν λανθάνων φοιτῴη , ὥσπερ ἀτεχνῶς σῖτα καὶ ὄψα καὶ ποτὰ παρεσκευασμένη , ἃ ἑνὶ μόνῳ καὶ δυοῖν
, πλὴν τὰ σιτία μὴ πολλὰ ἅμα , καὶ τὰ ὄψα μὴ πλέονα ἢ τὰ σιτία , καὶ τῷ οἴνῳ
7244179 ἑφθην
ὁμοίως τὰ στερεόσαρκα : λαχάνων δὲ σέριν ὠμήν τε καὶ ἑφθήν , σίσαρον , ἀνδράχνην , ἀρνόγλωσσον , ἀσπάραγον |
ἶρις δ ' ἔλαμψε , καλὸν οὐρανοῦ τόξον καὶ πίσσαν ἑφθήν , ἣν θύραι μυρίζονται ὣς οἵ γ ' ἀμφίεπον

Back