ἄνευ νόσου γενήσεται : πυρέξας γάρ τις ἐπὶ τρισὶν ἡμέραις κοιμώμενος διετέλεσε , τά τε βρέφη καὶ ὅσοι τὴν δίαιταν
εἰς Δῆλον ἐξορμήσας πανηγυρικῶς μᾶλλον ἢ στρατιωτικῶς ἀναστρεφόμενος καὶ ἀφυλάκτως κοιμώμενος , Ὀροβίου τοῦ Ῥωμαίων στρατηγοῦ ἐπιθεμένου ἐν ἀσελήνῳ νυκτὶ
6629628 καθευδων
αὐτὸ μέρος καὶ μὴ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ : ὁ γὰρ καθεύδων Σωκράτης δυνάμει * * * ἐὰν οὖν ταῦτα πάντα
δὲ αὐτήν , ἤκουσα καὶ τοὺς ἐν μυστηρίῳ λόγους , καθεύδων σὺν αὐτῇ ἐν τῇ μέθῃ μου οὓς ἐλάλησα :
6430897 ἱπταμενος
καὶ ἐπὶ τῶν πτερῶν ὁμοίως , ὅτι ἀναπαυόμενος ἵπτατο καὶ ἱπτάμενος ἀνεπαύετο . Τοῖς δὲ λοιποῖς θεοῖς δύο ἑκάστῳ πτερώματα
ποιεῖ ἄκρως . Λαμπυρὶς σκώληξ ἐστὶ πτερωτός , τῷ θέρει ἱπτάμενος : καὶ λάμπει ὥσπερ ἀστὴρ τὴν νύκτα . ἔχει
6395500 θεωμενος
σαυτόν . ἐτελεύτησεν δὲ μονήρης , γηραιός , γυμνικὸν ἀγῶνα θεώμενος , ὑπὸ καύματος ἐκλυθείς . Ἀναχάρσιος Ἀνάχαρσις Γνούρου υἱὸς
τόπος : ἐπ ' ἐρημίας , ἔνθα παρῆν οὐδεὶς ὁ θεώμενος , ὁ καταμαρτυρήσων , ὁ κρίνων : ὅθεν ἐπὶ
6344727 ἠσθιεν
ἧς συμβουλεύω σοι ἀπεσθίειν . καὶ ὃς οὐδὲν μελλήσας ἀνελόμενος ἤσθιεν . γελασάντων δὲ πάντων ἔφη ὁ Δημόκριτος : ἀλλ
νεύματα . ὁ δὲ ὠχρὸς ἐγίνετο κατὰ μικρὸν καὶ ὀκνηρότερον ἤσθιεν , ἤδη δὲ καὶ τρόμος εἶχεν αὐτόν . ὡς
6309300 ὑπαιθριος
τοῦτο συναπτέον τῷ πρώτῳ : καταβὰς ἐν μέσῳ Ἀλφειῷ νυκτὸς ὑπαίθριος . οἰκεῖος δὲ καὶ ὁ καιρὸς πρὸς θείαν ἐπίκλησιν
ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος , ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος , τὴν τῆς μητρὸς φύσιν ἔχων , ἀεὶ
6299044 νοσησας
ἀσθενείας ἐπελθὸν φάσμα ἔλεγε τοιάδε , ἐγὼ τὴν αὐτὴν νόσον νοσήσας περιιόντι τῷ δεκάτῳ ἔτει , βουλομένου τοῦ Ἀσκληπιοῦ πορευθεὶς
φοβεῖται , εἰ ἴδῃ γαλῆν διὰ νόσον , ἤτοι μανίαν νοσήσας . καὶ τῶν ἀφρόνων ὅσοι μὲν ἐκ φύσεως εἰσὶν
6285336 ἀπεπνιγη
ζώναις , αἷς βαρηθεῖσα ἡ παῖς διὰ πλῆθος τῶν ἐπιρριπτουμένων ἀπεπνίγη . Καὶ αὐτὴν δημοσίᾳ θάπτουσιν ἐν τῷ πεδίῳ ,
ᾧ τὴν [ αὐτοῦ ] σκιὰν περιπτύξασθαι , καὶ οὕτως ἀπεπνίγη . οὐκ ἀληθὲς δὲ τοῦτο . οὐ γὰρ εἰς
6282167 ἁλισκεται
, ὁ δὲ εἷς ὧν αὐτὸς ἐκτήσατο . διώκων οὖν ἁλίσκεται ὑπὸ τριήρους καὶ κατήχθη εἰς Αἴγιναν , καὶ ἐκεῖ
ἀκρασίαν εἰσὶν ἀκρατεῖς . ὡς γὰρ τὰ ἀσθενῆ σώματα ῥᾳδίως ἁλίσκεται ὑπὸ τῶν παθῶν καὶ ἡττᾶται , οὕτω καὶ αἱ
6272618 κωμαζων
ἐν τῷ Ἀπολλωνίου τοῦ Τυανέως βίῳ 〛 κραιπαλόκωμος : ὁ κωμάζων ἐν κραιπάλοις τοῖς ἱεροῖς . . τοῦτο μετωνυμία καλεῖται
τοῦ σχήματος κατηγόρει τὸ πάθος : παράφορός τε γὰρ καὶ κωμάζων εἱστήκει οὐ δυνάμενος ἐρείδειν τὼ πόδε , ἀλλ '
6265862 πωλος
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς
6225262 ἐκλαιεν
. καὶ ὁ μὲν ἐς τὴν γῆν ἀφο - ρῶν ἔκλαιεν : τὸν δὲ Ἀριστοκράτην οἱ Ἀρκάδες καταλιθώσαντες τὸν μὲν
βόας ἑστῶτας ἐν τῇ ἀρούρῃ , ἐλθὼν δὲ πρὸς αὐτὴν ἔκλαιεν προσποιούμενος . παυσαμένης δὲ ἐκείνης , ἐπύθετο τί κλαίεις
6221118 ἀσιτος
πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης ἄσιτος ἡμέραν καὶ νύχθ ' ὅλην κεστρεύς , λεπισθείς ,
ἔχει τῆς καθάρσιος : ἢν δὲ μὴ , κακῶς : ἄσιτος δὲ ταῦτα ποιείτω . Καὶ ἢν μὴ τεκνοῦσα ἦ
6188305 ἐγρηγορως
Ἀβδηριτῶν καταλειφθήσεσθαι . Ἐκλαθόμενος γὰρ ἁπάντων καὶ ἑωυτοῦ πρότερον , ἐγρηγορὼς καὶ νύκτα καὶ ἡμέρην , γελῶν ἕκαστα μικρὰ καὶ
καθ ' ὕπνον δὲ οἷόν πού τις ἢ καὶ ὕπαρ ἐγρηγορὼς ὠνείρωξεν μαντευόμενος αὐτότὸ δ ' οὖν δόγμα περὶ αὐτοῦ
6166516 καθημενος
εἰς τοὐπτάνιον οὐκ εἰσέρχομαι . ἀλλὰ τί ; θεωρῶ πλησίον καθήμενος , πονοῦσιν ἕτεροι δ ' , οἷς λέγω τὰς
ἐξηγητὴς [ ἐν μέσῳ ] τῆς γῆς ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καθήμενος ἐξηγεῖται . Καὶ καλῶς γ ' , ἔφη ,
6105256 ἐχαιρεν
σοφὸν ἔκρινε , τὸ δὲ πιστεύοντας ἀνόσιον . ἐπαινούμενος δὲ ἔχαιρεν ὑπὸ τῶν καὶ ψέγειν ἐθελόντων τὰ μὴ ἀρεστά ,
Ἀνθίῳ , οἷς μάλιστα δὴ τῶν περὶ τὴν Ἰταλίαν βασιλείων ἔχαιρεν . Ἀφίκοντο δ ' αὐτῷ κἀξ Ἰωνίας οἱ ὁμιληταὶ
6088292 ἐπινε
ἐδεσμάτων μήτε τὰς κύλικας ὁρᾶν : διὸ κληθῆναι Διονυσιοκόλακας . ἔπινε δὲ πλεῖστον καὶ Νυσαῖος ὁ τυραννήσας Συρακοσίων καὶ Ἀπολλοκράτης
αὐτῷ , διότι τὴν πατρίδα αὐτοῦ τὰς Θήβας ἐπολιόρκησεν . ἔπινε δὲ ὁ Ἀλέξανδρος πλεῖστον , ὡς καὶ ἀπὸ τῆς
6079428 κραζων
' ἴσως , ἄναξ , τὴν τοῦ προφήτου : Κύριε κράζων μέγα , ὁ κύριός μου , μὴ σιωπήσῃς ὅλως
τῆς σῆς φιλανθρωπίας . Ταῦτα λέγων ἔσει κάτω νεύων καὶ κράζων : Ἅγιε , Ἅγιε , Ἅγιε , κύριος ὁ
6038714 ἀνεπαυετο
ταῖς πρόπλοις καταπλέοντα καὶ ὡς ἐπὶ δύο χρηστοῖς καὶ ἀδοκήτοις ἀνεπαύετο . Ἅμα δ ' ἡμέρᾳ τὴν θάλασσαν ἐφορῶν ἐθεᾶτο
τὴν καταγωγὴν αὐτοῦ παρῆλθέ τε ἀφύλακτος καὶ τὴν νύκτα ὁμοίως ἀνεπαύετο χωρὶς δορυφόρων παρ ' αὐτῷ . τὰ δ '
6026011 καθευδει
ἢ καὶ ἁματροχιῇσι κατὰ στίβον ἐνδυκὲς αὔει , ἀντὶ τοῦ καθεύδει ἢ διατρίβει . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν αὔαν Αἰολικῶς
ἄμοιρος τοῦδε τοῦ θεοῦ οὐδὲ οὗτός ἐστιν . ὅτε γοῦν καθεύδει , ὠθεῖται ἐς βυθόν , ἕως ἂν ψαύσῃ τῆς
6010160 λυττων
λεγομένου καὶ γραφομένου τοῦ πλούτου τυφλότερος ἐραστής , περὶ πάντα λυττῶν κτήματα καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον ἡγούμενος , οὐχ ὥσπερ τὴν
ὁ δακὼν κύων , ζήϲεται τὸ ὀρνίθιον , εἰ δὲ λυττῶν , τῇ ἐπιούϲῃ τεθνήξεται : καὶ τότε πρὸϲ ἀναϲτόμωϲιν
6005677 λυκος
ἐλοιδόρησας . ” εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν : „ ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν
γνώσεως ἐπεμβαίνων τῷ Ἰσραὴλ ἐν σωτηρίᾳ . καὶ ἁρπάζων ὡς λύκος ἀπ ' αὐτοῦ , καὶ διδοὺς τῇ συναγωγῇ τῶν
5995410 μεθυων
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον
5980447 ἐκοιματο
ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο , πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη
πόνοι , ὁ δὲ πυρετὸς ἐπέτεινεν : ὑπεδυσφόρει : οὐκ ἐκοιμᾶτο : ἄκρεα ψυχρά : οὔρων πλῆθος διῄει οὐ χρηστῶν
5945605 ἀνυποδητος
καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ οὗ καὶ πέδιλον τὸ
ἐξηρτημένος καὶ ῥόπαλον ἐξ ἀχράδος πεποιημένον μετὰ χεῖρας ἔχων , ἀνυπόδητος , ῥυπῶν , ἄπρακτος , τὸν ἀγρὸν καὶ ἡμᾶς
5936165 εἰδε
τοῦτο δὲ ἕτερον ἀμφοῖν . Πολλαχῇ δὲ καὶ ὁ λογισμὸς εἶδε τὸ ἐν ἑτέρῳ κρίμα καὶ σύνεσιν ἔσχεν ἑτέρου πάθους
αὐτῷ μένειν παρ ' ἑαυτόν . ὁ δὲ Κῦρος ὡς εἶδε πολλοὺς ἱππέας ἀντίους , ἤρετο : Ἦ οὗτοι ,
5928605 εἱστηκει
καὶ πρόφασιν ἐκεῖθεν ληψόμεθα τὸν ἱερέα κοσμοῦσαν . πάλαι γὰρ εἱστήκει σαλεῦον οὔπω μὲν πεπτωκός , ἀεὶ δὲ τοῦτο παθεῖν
ἦρεν εἰς ὕψος . ] Ἐν ὁδῷ τις Ἑρμῆς τετράγωνος εἱστήκει , λίθων δ ' ὑπ ' αὐτῷ σωρὸς ἦν
5927873 εἰρηνικος
, τὰς δὲ φοβερὰς καὶ δεινάς . ὁ δὲ ἡμέτερος εἰρηνικὸς καὶ πανταχοῦ πρᾷος , οἷος ἀστασιάστου καὶ ὁμονοούσης τῆς
γῆς , χρόνον ἐνδιατρίψει : ἰδὼν δὲ τάδ ' οὐκ εἰρηνικὸς ἔσθ ' , ἵνα μή ποτε κἀποδυθῇ μεθύων ἄνευ
5922333 κατεκλιθη
μαρτυροῦσι καὶ αὐτὴ ἡ ☾ ἐπὶ τὰ ἥσσονα ἐτρόχαζεν ὅτε κατεκλίθη , μέχρι τῆς ☍ . κινδυνεύσας σωθήσεται . ἐὰν
χρόνον πουλύν : μετὰ δὲ προφάσιος , πῦρ ἔλαβεν : κατεκλίθη . Δευτέρῃ ἐξ ἀριστεροῦ ὀλίγον ἄκρητον ἐῤῥύη αἷμα :
5895178 διηνυσε
ἀνδρείας δὲ θυμουμένης , ὅτι προσῆκον ἔργον αὑτῇ ῥητορικὴ προλαβοῦσα διήνυσε . τὸν μὲν οὖν στρατιώτην τοιοῦτον ἄν τις μελετήσειε
ἀλλ ' ὁπόταν ἡ περιφέρεια τοῦ κύκλου ἀνενεχθῇ , ἣν διήνυσε τῷ νυχθημέρῳ κατὰ τὴν προαιρετικὴν κίνησιν ὁ ἥλιος ,
5883334 ἐκειτο
, καὶ ἐξέχεε τοῦ δυστυχοῦς κλέπτου τὰ σπλάγχνα , καὶ ἐκεῖτο παρὰ τῇ τρυγόνι νεκρὸς ὁ φώρ , ἐναργὴς ἔλεγχος
, καὶ ἐξέχεε τοῦ δυστυχοῦς κλέπτου τὰ σπλάγχνα , καὶ ἐκεῖτο παρὰ τῇ τρυγόνι νεκρὸς ὁ φώρ , ἐναργὴς ἔλεγχος
5879424 αἰπολος
συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς
Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν
5872096 ἀφροδιτης
, καὶ τῇ ὁμιλίᾳ ἥσθη , καὶ εἴ ποτε ἐδεῖτο ἀφροδίτης ὡς αὐτὴν ἐφοίτα , καὶ εἶχεν ἐρωμένην αὐτήν :
τὸν τῆς ἀθλήσεως χρόνον διαζήσας καὶ κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσας καὶ ἀφροδίτης ἀμαθὴς διατελέσας . Ἀγαθοκλέα φασὶ τὸν Σικελίας τύραννον γελοιότατα
5868552 ἀπεθανεν
ὁ δὲ Πελίας , ἄνθρωπος γέρων καὶ ἀσθενής , πυριώμενος ἀπέθανεν . ἐντεῦθεν ὁ μῦθος . Εἴρηται περὶ Ὀμφάλης ὡς
ἐς γυναῖκα ὄνομα Λέαιναν . ταύτην γάρ , ἐπεί τε ἀπέθανεν Ἵππαρχος , λέγω δὲ οὐκ ἐς συγγραφὴν πρότερον ἥκοντα
5865931 κρυπτομενος
τὸν στρατιώτην διέσωσε . σὺ μὲν γὰρ ἐτύγχανές που μάλα κρυπτόμενος , ἐγὼ δὲ καὶ σὲ καὶ τὴν πόλιν τῶν
δὲ ἐν τῇ ὕλῃ κατεχώσθησαν ὡς ὁ ἐν τῇ τέφρᾳ κρυπτόμενος σπινθήρ . ὥσπερ οὖν ὅταν τις μικρὸν τὴν τέφραν
5858462 καθηστο
οὐ λείπει τὴν φυλακήν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων
καθῆσθαι καὶ καθιεῖ καὶ καθίζειν , οὐ καθιζάνειν . καὶ καθῆστο , καθοίμην , καθήμην , καθῆντο . καθηγεῖσθαι ἀντὶ
5849278 ἐκαθευδεν
κατὰ τρεῖς : ἦσαν γὰρ ἐφ ' ὧν ὁ Κύκλωψ ἐκάθευδεν , ἔμελλε δὲ ὁ μέσος ἄρα ἄνδρα οἴσειν τῶν
ἔδοξεν ὑπὸ τῷ σκίμποδι κατακεῖσθαι σκύμνον , ἐφ ' ᾧ ἐκάθευδεν ὁ Νικόστρατος . Νικοστράτῳ μὲν δή , ὡς ηὐξήθη
5842059 φορτος
ὅστις εὐτυχῶν οἴκοι μένει : ἐν γῇ δ ' ὁ φόρτος , καὶ πάλιν ναυτίλλεται . ὁρᾶτε δ ' ὡς
χέρσον . Λύεται : ἐλευθεροῦται , πορεύεται . μόγος : φόρτος , πόνος : κυρίως μόγος ἐπὶ τὴν γένναν ἁπάντων
5840578 διψων
τὴν πυγμὴν εἱστήκει , νεφέλη ἐς τὸ στάδιον καταρρήγνυται καὶ διψῶν ὁ Πλούταρχος ἔσπασε τοῦ ὕδατος , ὃ ἀνειλήφει τὰ
πράξεις ἐπιζεύγνυσθαι . ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ὕπαρ ὁ μὲν διψῶν ἀρυόμενος ποτὸν ἥδεται , ὁ δὲ θηρίον ἢ ἄλλο
5840236 κρατων
πόλεων ἀμφοῖν ἐπιθυμοῦντα τῆς Πελοποννήσου : ” τῶν κεράτων γὰρ κρατῶν „ ἔφη „ καθέξεις ” τὴν βοῦν . ”
ὅπλοις ἦλθον , ἐνταῦθα τιτρώσκεται μὲν Νυκτεύς , ἐτρώθη δὲ κρατῶν τῇ μάχῃ καὶ Ἐπωπεύς . Νυκτέα μὲν δὴ κάμνοντα
5839395 τραφεις
δ ' , ὡς ἐν ἱερῶι μάντεσίν τ ' ἐσθλοῖς τραφείς , οἰωνὸν ἔθετο κἀκέλευς ' ἄλλον νέον κρατῆρα πληροῦν
καὶ ἐν ᾧ διηγοῖτο ὁ ἐναντίως ἐκείνῳ φύς τε καὶ τραφείς . Ποῖα δή , ἔφη , ταῦτα ; Ὁ
5835271 χαμαιπετης
ἡλίῳ ἀπὸ Τίγρητος εἰς Ὠκεανόν , πόρος σύντονος , πτῆσις χαμαιπετής , καὶ οἷόν ποτε θεῖν τὸν Ἔρωτα φῄς ,
* ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ καὶ μολοβρὴν εἶπεν : μολοβρὴ
5820755 ἐμενεν
γε οὐκ ἐλάττους ἦσαν αὐτὸν οἱ θεραπεύοντες , ἀλλ ' ἔμενεν ὅμως ἀκίνητος , οὐχ ὑπὸ τῆς βασιλείας ἐπαιρόμενος ,
αἰπόλων αἶγες καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βουκόλια κατὰ χώραν ἔμενεν ἐν κοίλῃ νηΐ , καθάπερ αὐτὰ τοῦ μέλους μὴ
5799003 διαγων
τῆς εὐδαιμονίας καὶ εὐτυχίας λαβὼν καὶ ἐν ἡσυχίᾳ καὶ εἰρήνῃ διάγων τὴν χαλεπὴν στάσιν καὶ ὕβριν ἀπέφυγε κατὰ τὴν τελευτὴν
θερμὴ καὶ ἡλικία ἀκμαστική , ἡ δίαιτα ἐνδεής , βίον διάγων φροντιστικὸν καὶ ἐπίπονον , καὶ οἱ σφυγμοὶ ἠτονημένοι καὶ
5795814 ἐκειμην
' ἐκείνης ἐν τῇ κλίνῃ , ἐπὶ τῆς αὐτῆς κλίνης ἐκείμην . ὄζων ] πνέων , μυρίζων . , ὀσμὴν
δέους καταβαλὼν ἐμαυτὸν ὑπὸ τοὺς θαλάμους ὡς ἔνι μάλιστα κατωτάτω ἐκείμην . συγγνόντες οὖν τῇ αὐτῶν ἐκστάσει ἐπιτιμήσαντες μὴ πλείονος
5772706 σκιῃ
ἰδοῦσα τὴν σκιὴν μείζω , τὸ κρέας ἀφῆκε , τῇ σκιῇ δ ' ἐφωρμήθη . ἀλλ ' οὔτ ' ἐκείνην
ὁ ποιητὴς , Ἀντικλείας : Τρὶς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον . αὐτὸς δὲ ἡ ὑπόστασις ἡ ἀληθής .
5769414 ὁδοιπορος
, τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ ἀδίκῳ . Ὁδὸν ἀπιὼν ὁδοιπόρος γε πάλαι εὑρεῖν αἰτεῖ τῷ Διὶ καθ ' ὁδὸν
. Καὶ γὰρ τῶν ἐκ γῆς φυομένων παντοδαπὸς μὲν θεατὴς ὁδοιπόρος , ὁ δὲ γεωργός , ὑγιής : ὁ μὲν
5766161 καμων
' ἀσπίδος νωμῶντα πρῶτον ἐν Κάδˈμου πύλαις . ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως
' ἂν † παρά τι ποιήσῃ † μήτ ' ἂν καμὼν ἀμορφότερος γένηται , μειωθῆναι ἂν τὴν φιλίαν ; οἷς
5756669 Σμινδυριδης
ὅτι κομιεῖται τὴν προσήκουσαν τιμήν . : ἀλλ ' οὐ Σμινδυρίδης ὁ Συβαρίτης τοιοῦτος , ὦ Ἕλληνες , ὃς ἐπὶ
τυράννου θυγατρὸς Ἀγαρίστης , φησίν , ἀπὸ μὲν Ἰταλίης ἦλθε Σμινδυρίδης ὁ Ἱπποκράτεος Συβαρίτης , ὃς ἐπὶ πλεῖστον δὴ χλιδῆς
5753946 πρεσβυτης
τε τραυματίαι φοράδην ἐξεκομίζοντο πονηρῶς ἔχοντες , καὶ μάλιστα ὁ πρεσβύτης ὁ Ζηνόθεμις ἀμφοτέραις τῇ μὲν τῆς ῥινός , τῇ
τοῦ Καυδίου , φερόμενον ὑπὸ γήρως ἁμάξῃ . καὶ ὁ πρεσβύτης ἔφη : “ ἓν ἔστιν , ὦ παῖ ,
5753928 διαναστας
τῆς πατρίδος χρείαν , αὐτὸς δὲ καθοπλισθεὶς καὶ εἰς γόνυ διαναστὰς ἠμύνατο τοὺς πολεμίους καί τινας καταβαλὼν καὶ συνακοντισθεὶς κατέστρεψε
Ἀριάδνην ἐᾷν , καὶ ἀφικνεῖσθαι εἰς Ἀθήνας . Συντόμως δὲ διαναστὰς ποιεῖ τοῦτο . Κατολοφυρομένης δὲ τῆς Ἀριάδνης ἡ Ἀφροδίτη
5749293 ἀγρυπνος
οἱ μὲν ἐπιβάται μεθύοντες εἰ τύχοι ἐγκαθεύδουσιν , ἐγὼ δὲ ἄγρυπνος καὶ ἄσιτος ὑπὲρ ἁπάντων ” μερμηρίζω κατὰ φρένα καὶ
καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν εὐθὺς ἀπ '
5731166 ἀκλητος
ἐν μὲν τοῖς δυνατοῖς οὐδὲ κελευσθῆναι περιμένω : πρῴην γοῦν ἄκλητος ἧκον ἐπὶ τὴν βοήθειαν . ὅταν δέ τι ᾖ
, βράττω , δεύω , μάττω , πέττω . χωρεῖ ἄκλητος ἀεὶ δειπνήσων : οὐ γὰρ ἄκανθαι . τὸ δὲ
5716732 ἀθλιος
γὰρ πάλιν ἀναβλέψαι . Τί φῄς ; Ἅνθρωπος οὗτός ἐστιν ἄθλιος φύσει . Ὁ Ζεὺς μὲν οὖν οἶδ ' ὡς
θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς . Ξ μέλεος ] ἄθλιος . ἀθλίων ] τῶν παρανόμων . ἀθλίων ] τῶν
5715285 ταυρος
τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος
ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος
5714750 κατειχετο
δὴ πολεμίων παρόντων , καὶ τὰ κλεῖθρα ὑπὸ τῶν φυλάκων κατείχετο , ἡ δὲ αὐτοῖς μοχλοῖς τε καὶ βαλανάγραις ἐκτιναχθεῖσα
. λέγεται δὲ Ἀλέξανδρον διαλῦσαι , ἐξελόντα τὸν ἔμβολον ᾧ κατείχετο ὁ ῥυμὸς , ἢ τῷ ἐγχειριδίῳ ἀποτεμόντα , μετὰ
5709979 ἐπιβαινει
ἐγεννήθησαν , ἐτράφησαν , εἰς φῶς προῆλθον . Στάζει : ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον .
τῷ κατὰ φύσιν ἀκολουθεῖν λόγῳ . οἷον τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιβαίνει , ὡς ἵππος ὄνος αἲξ βοῦς ἔλαφος καὶ τὰ
5704532 γαληνης
: καί σοι τοῦ κράτους ὁ χρόνος φαιδρὸν μειδιῶν καὶ γαλήνης ἀνάπλεως . Ἀμέλει καὶ αὐτὸς τὰ θηρευτικὰ ταῦτα προσᾴδω
ἄτας : βοηθὸς παυστικός . ἡ γὰρ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς γαλήνης τῆς γινομένης μετὰ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης : ἄλλως
5703546 ἀχθομενος
. ἐπεὶ δὲ ἀπηγόρευον ἤδη παιόμενός τε καὶ τῷ φορτίῳ ἀχθόμενος καὶ τὰς ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος , ἔγνων
μὲν τὸν Δάφνιν φιλῶν ὡς ἀγαθὸν νεανίσκον , τὰ δὲ ἀχθόμενος εἰ Γνάθωνος ἐμπαροίνημα γενήσεται τοιοῦτον κάλλος , αὐτίκα καταλέγει
5700253 εἰργαζετο
ἀκόλουθον εὐθὺς αἰσθάνεται ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι
, ἐπεὶ καὶ τὸν τοσοῦτον κόσμον ἄνευ πόνων πάλαι μὲν εἰργάζετο , νυνὶ δὲ καὶ εἰσαεὶ συνέχων οὐδέποτε λήγειθεῷ γὰρ
5699700 διελεγομην
μικρῷ πρόσθεν ὑπέμνησα , ὅτε περὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ σώματος διελεγόμην : ὅτι δὲ οὐδὲ ὁ τρόπος τῆς κράσεως ὅσον
ἔσονται . πρός τε οὖν τοὺς ἄλλους σχεδόν τι ταῦτα διελεγόμην ἀρχαῖα καὶ φαῦλα , καὶ ἐπειδὴ οὐκ εἴων ἐν
5698116 γηγενης
ἕτεροςτί ἂν τύχοιμ ' ὀνομάσας ; βῶλος , ἄροτρον , γηγενὴς ἄνθρωπος . ἐπεὶ πάλαι δεδείπναμεν πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια
. Εἰ γέγονεν ὁ κόσμος , ὥσπερ οὖν γέγονε , γηγενὴς κατὰ τὸ σῶμα τὸ πρῶτον ὁ ἄνθρωπος : πόθεν
5698015 ὀρευς
οὐδὲ ἡ χελώνη . μώνυχα δέ ἐστιν ἵππος καὶ ὄνος ὀρεὺς καὶ εἴ τι ἄλλο : τούτους δὲ συμβέβηκε [
. βραχέντες οὖν οἱ ἅλες κατετάκησαν , καὶ κοῦφος ὁ ὀρεὺς γενόμενος ἥσθη : καὶ συνιδὼν ὁπόσον τὸ μεταξὺ ἦν
5694477 λιμωττων
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ
5687926 παιδισκος
παιδάριον δὲ τὸ ἤδη περιπατοῦν καὶ τῆς λέξεως ἀντεχόμενον , παιδίσκος δὲ ὁ ἐν τῇ ἐχομένῃ ἡλικίᾳ , παῖς δὲ
παιδάριον δὲ τὸ ἤδη περιπατοῦν καὶ τῆς λέξεως ἀντεχόμενον , παιδίσκος δὲ ὁ ἐν τῇ ἐχομένῃ ἡλικίᾳ , παῖς δὲ
5683469 ἐστεφανωμενος
τὸν ὦμον ἰδεῖν ἠδύνατο . Δρομεὺς ἐν Ὀλυμπίᾳ παίδων στάδιον ἐστεφανωμένος μέλλων ἕτερον ἀγῶνα ἀγωνίζεσθαι ἔδοξεν ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ στεφάνῳ
ὑστεραίᾳ τὰ μὲν ἱερεῖα εἱστήκει παρὰ τὸν βωμὸν καὶ Κοιρατάδας ἐστεφανωμένος ὡς θύσων : προσελθὼν δὲ Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς καὶ
5682731 ἀλυων
ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους ὡς ἄνθρωπος , εἶτα ἐν τοῖς
ἐκ τῶν βασιλείων ὑπάγων λάθρᾳ τῆς θεραπείας περιῄει τὴν πόλιν ἀλύων ὅπου τύχοι δεύτερος ἢ τρίτος : μετὰ δὲ ταῦτα
5671505 ἐγερθεις
πίστεως τὰς ἀξίας . ἐκ τεττάρων γὰρ σταυρικῶς ἐγκρυμμάτων κλύδων ἐγερθεὶς καὶ σφοδρῶς ἐπιβράσας , χειμῶνα γεννᾶν ἤρξατο πρὸ τῆς
ὅτι καὶ νυκτὸς οὔσης μὴ καρτερῶν ἐκτὸς εἶναι τῶν βιβλίων ἐγερθεὶς ἀνεγίνωσκε : σβεσθέντος δὲ τοῦ λύχνου οὐκ ὤκνει καὶ
5651314 γαστριζομενος
ἐπὶ θανάτῳ συνειλημμένος καὶ προειδὼς ὅτι μῆνας ὀλίγους ἤμελλε ἐπιβιώσεσθαι γαστριζόμενος καὶ μεθύων διῆγεν . ἐν δὲ τῇ τριακοστῇ ἐνάτῃ
ἐπὶ θανάτωι συνειλημμένος καὶ προειδὼς ὅτι μῆνας ὀλίγους ἤμελλε ἐπιβιώσεσθαι γαστριζόμενος καὶ μεθύων διῆγεν . . . . Μερούσιον :
5651124 ἀοικος
ὅτι οὐδὲν ἔχω , οὐδενὸς δέομαι : ἴδετε , πῶς ἄοικος ὢν καὶ ἄπολις καὶ φυγάς , ἂν οὕτως τύχῃ
εἰς ος δισύλλαβα προπερισπώμενα ἐν τῇ συνθέσει προπαροξύνονται , οἶκος ἄοικος , κοῦρος ἐπίκουρος : οὕτως καὶ πῶλος αἰολόπωλος ,
5650080 οἰκτρος
οὐκ ἐμποιεῖ : οἰκώδης , φορεύς : οἰκῆϊ λευκῷ : οἰκτρός : οἴκυλος , τὸ ὄσπριον : οἶκτος : οἰκτίρμων
μύστρα : στρύχνος : ἀμυδρός : σεσημείωται τὸ οἶκτος καὶ οἰκτρός : οἶστρος : οἰκτίρμων : οἶδμα : οἴτη ὁ
5647995 ἐφιλει
Λακύδῃ τῷ περιπατητικῷ κτῆμα ἦν χηνός τι χρῆμα θαυμάσιον . ἐφίλει γοῦν τὸν τροφέα ἰσχυρῶς , καὶ βαδίζοντι μὲν συνεβάδιζε
. . . ἄη : ὥσπερ παρὰ τὸ φιλῶ γίνεται ἐφίλει καὶ κατὰ Αἰολεῖς ἄη : μῆνα δὲ πάντ '
5644560 ζων
. ἐπεξιὼν δὲ ὁ Ἄδμητος ἔχων καὶ λοχαγοὺς νύκτωρ συνελήφθη ζῶν : ἠπείλει δὲ Ἄκαστος ἀποκτεῖναι αὐτόν . πυθομένη δὲ
ἔλεγε , τοῦ πατρός , ὡς δι ' ἐκεῖνον μὲν ζῶν , διὰ τοῦτον δὲ καλῶς ζῶν , ὕστερον ὑποπτότερον
5642008 διηγεν
δὲ καὶ Πρωτέας ὁ Μακεδὼν πλεῖστον καὶ εὐρώστῳ τῷ σώματι διῆγεν . Ἀλέξανδρος γοῦν αἰτήσας ποτὲ ποτήριον δίχουν καὶ πιὼν
, ἀλλ ' ὥσπερ ἂν εἰ μετ ' αὐτῶν ἀεὶ διῆγεν , οὕτως ἄτρεστος ἦν . Οὔτι που ] Ἠθοποιΐα
5641170 ναυτης
ὄττοβον ἀπὸ κοινοῦ λάμβανε . θ τί οὖν , ὁ ναύτης : ὁ Ἐτεοκλῆς εἰπόντος τοῦ χοροῦ ὅτι διὰ τοῦτο
ἔχοντα , οὔτε προσέχουσιν οὔτε διαγελῶσι , λογιζόμενοι τυχὸν ὅτι ναύτης ἐστὶν ὁ ἄνθρωπος καὶ ὅτι οὐδὲν δεῖ καταγελᾶν τούτου
5640287 παιδαγωγος
δοκεῖ . ἀλλὰ θεραπείᾳ τοὺς πόνους αὐτῷ συγκαλύψωμεν . Χθὲς παιδαγωγὸς ἦν ὁ σήμερον ὑπὸ παιδὸς ἀγόμενος , καὶ σεμνὸς
, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος , οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων : τὸν δὴ ὕστερον τούτων
5631876 διυπνισθεις
ταῦτα τοίνυν ὁ Ἡσίοδος ἢ ὄψει ὀνείρων τεθεαμένος , καὶ διυπνισθεὶς , καὶ τὸ ποιμαίνειν ἀφεὶς , καὶ πόνοις ἑαυτὸν
κατ ' αὐτῶν εἰωθὸς ὁμοῦ πάντες ἐκόαξαν . ὁ δὲ διυπνισθεὶς δεινὸν μὲν τοῦτο ἐποίει , οἰόμενος δὲ ὡς ,
5627150 ἀκροχολος
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία
5626110 περιπεσῃ
, ἔχων τε ἀπέλθῃ τὴν ἀκίδα ὁ δελφὶς καὶ ἀθηρίᾳ περιπέσῃ αὐτός : ὅταν δὲ αἴσθηται καμόντα καί πως παρειμένον
ἰσχυρὴ , καὶ τὸ ἴκταρ ξηραίνεται . Ταῦτα ἢν ἐγκύμονι περιπέσῃ , θνήσκει , καὶ οὐκ ἂν δυνήσεται διαφυγεῖν .
5623638 θυμοειδης
δεῖν εἶναι ; Τιθῶμεν , ἔφη . Φιλόσοφος δὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ταχὺς καὶ ἰσχυρὸς ἡμῖν τὴν φύσιν ἔσται ὁ
ἑαυτῆς ζητοῦσα καὶ ἑαυτὴν γινώσκουσα : ἡ μέντοι αἰσθητικὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ἐπιθυμητικὴ οὐ κινεῖται κύκλῳ , ἀλλ ' εὐθεῖαί
5620261 αὐχμηρος
οὖν οὗτος κτλ . σημείωσαι ὅτι ὁ φιλοχρήματος ὀλιγαρχικός . αὐχμηρός . στυγνός , σκοτεινός . τυφλόν . τὸν Πλοῦτον
] τὸ γένειον , ὁ ῥυπαρός , ὁ τὴν κεφαλὴν αὐχμηρός , ὁ ῥυσσότερον [ ] τῶν βαλαντίων ἔχων τὸ
5618614 περιδραμων
ἐκ τῶν στρωμάτων καὶ ἀνυπόδητος τὸν λύχνον ἅψας ταῦτα πάντα περιδραμὼν ἐπισκέψασθαι καὶ οὕτω μόλις ὕπνου τυγχάνειν . καὶ τοὺς
ἐν Πύλῳ εἶπεν . πανουργότατα ] λίαν πανούργως . Γ περιδραμὼν ] ἀπατήσας , περιελθών . Γ περιδραμὼν ] ὑποδραμὼν
5615183 ἐλεεινος
ἐξώρμησεν : ὁ δ ' εὐθὺς ἐπιγνοὺς ἐκεῖνον ἱκέτης ἦν ἐλεεινός , διαβεβαιούμενος ὡς ἀγνοίᾳ μᾶλλον ἢ κακουργίᾳ κατ '
μνημονευτικός . , μνημονικός . σχέτλιος ] βραδύς . , ἐλεεινός , δυστυχής . , ἄθλιος . ] ἔχεις ἀπὸ
5612367 ῥᾳθυμος
ἀλλὰ συντρέχειν εὔχομαι τὴν τύχην , ὅπως αὐτοῖς μὴ δόξω ῥᾴθυμος εἶναι . ταῦτ ' ἔφην οὕτως ἔχων εὐημερίας ,
ἀδωροδόκητος . ψέγων δὲ ἀμβλύς , ἄμοχθος , ἄμαχος , ῥᾴθυμος , ἀμελής , νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης ,
5603241 ἐθεασατο
τὴν πόλιν , καὶ μετὰ τοῦτον Ἡρακλῆς . ὡς δὲ ἐθεάσατο Τελαμῶνα πρῶτον εἰσεληλυθότα , σπασάμενος τὸ ξίφος ἐπ '
Ῥωμαίων κέρατος ἐξεώθει τῆς στάσεως : ὡς δὲ τὸν Ποστόμιον ἐθεάσατο σὺν τοῖς ἐπιλέκτοις ἱππεῦσιν ἐπιφερόμενον ἀπογνοὺς ἁπάσης ἐλπίδος εἰς
5601208 γεγηρακως
' ἀνέσεως ἁπλῶς οὐκ ἄρρωστος , οὐ πεπηρωμένος , οὐ γεγηρακώς , οὐ γυναικὸς ἀσθένεια , πάντες δὲ πληγαῖς ἀναγκάζονται
καὶ φονῶντες , ἀκούσατε : γεωργός τις ἐπ ' ἀγροῦ γεγηρακώς , ἐπεὶ μηδέποτε εἰσῆλθεν εἰς ἄστυ , παρεκάλει τοὺς
5599480 καταδυς
ὑπ ' αἰσχύνης τῶν ὑπὸ Δημοσθένους εἰρημένων . . οὐ καταδὺς ] τοῦτο ἀπὸ Δημοσθένους ὡς εἰπόντος , καὶ ταῦτα
ληροῦντα , ὡς τὸ εἰκός , καὶ σὲ ὁμολογοῦντα , καταδὺς ἂν οἴχοιτο ἀποτρέχων . ἀλλ ' ἡμῖν ἀνάγκη οἶμαι
5594249 καθευδοντος
' ἑκατέραν δυνάμει , ἐπεὶ ἡ λέγουσα κατάφασις περὶ τοῦ καθεύδοντος ὅτι ὁρᾷ συναληθεύει τῇ ἀποφάσει τῇ μὴ ὁρᾶν αὐτὸν
καὶ κειμένου πλησίον ἥδετο , καὶ κνυζωμένου παρέβλεπε , καὶ καθεύδοντος τῇ προβοσκίδι τὰς μυίας ἀπεσόβει καλάμου κλαδὶ τοῦ παραβαλλομένου
5592431 θηρευων
τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι , εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ ; Δῆλον ὅτι φαῦλος
αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα ἑσδόμενον πύξοιο ποτὶ κλάδον :
5590655 ἐσθιων
ὡς πρὸς Ἡρακλέα ἐρίσειεν ὁ Λεπρέος μὴ ἀποδεῖν τοῦ Ἡρακλέους ἐσθίων : ἐπεὶ δὲ ἑκάτερος βοῦν αὐτῶν ἐν ἴσῳ τῷ
τὸ τρέφω , ὁ δὲ θαλάσσιος τοὐναντίον : τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ .
5589572 δηχθεις
ὀλίγον ἐτελεύτησε τὸν βίον , ὑπὸ ἐχίδνης , οἶμαι , δηχθείς . προεισπέμπεται δὲ ὁ Ἀλέξανδρος , κομῶν ἤδη καὶ
: ξηρά * ὅγ ' : ὁ δὲ πληγείς ὁ δηχθείς * νενευκώς : κύψας συγκύψας χανδὸν ἀντὶ τοῦ πολὺ
5587889 περιπατουν
δὲ κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον βιβλιοθήκη τις ἦν ἔμψυχος καὶ περιπατοῦν μουσεῖον , καὶ κρίνειν γε τοὺς παλαιοὺς ἐπετέτακτο ,
: τὸ τρεφόμενον ὑπὸ τῆς τήτθης . Παιδάριον : τὸ περιπατοῦν , καὶ ἤδη τῆς λέξεως ἀντιλαμβανόμενον . Παιδίσκος :
5586073 κοιτος
δὲ τοῦ ἐπίπλου “ κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν . ” κοῖτος ὁ ὕπνος ὁ ἐν τῇ κοίτῃ : “ κοίτου
: κοικύλλει παρατρέπει : κοισοιροῦται κοσμεῖται : κοιλοριζὼν πάναξ : κοῖτος ὕπνος : διὰ τῆς οι διφθόγγου . Ἡ οι
5582810 ἐβλεπεν
τῶν προβάτων ἡγεῖτο σύριγγος ἦχος ἥδιστος , καὶ τὸν συρίττοντα ἔβλεπεν οὐδείς , ὥστε τὰ ποίμνια καὶ αἱ αἶγες προῄεσαν
καὶ Σωκράτης ἑώρα τὰ καλὰ τῶν σωμάτων , καὶ ταχέως ἔβλεπεν , καὶ πάντα ἔβλεπεν : οὐκ ἐλάνθανεν δὲ αὐτὸν
5575585 ἀπολις
νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ ' ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις : ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν : μήτ
ὄλωλας κοὐκέτ ' εἶ , βλέπουσα φῶς , ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις ἐξεφθαρμένη . οὐ καινὸν εἶπας , εἰδόσιν δ '
5570297 ἐμπορος
μετάγων , ἔνθεν μὲν ὠνοῖτο , ἑτέρωθι δὲ ἀποδιδοῖτο , ἔμπορος οὗτος οὐδέν τι μεῖον ἢ Λάμπις ὁ Αἰγινήτης :
. εἰ δὲ ἐπίσταται εἴπῃς , συντάξεις πρὸς τὸ ὅστις ἔμπορος κυρεῖ : ἔστι δὲ ψυχρόν : τὸ γὰρ πρῶτον
5568638 κρεμαμενος
πάντως σήπεται . ποιεῖ δὲ φάρμακον διττὸν ἀπὸ τῆς οὐρᾶς κρεμάμενος , ἠλεκτροειδὲς καὶ μέλαν : καὶ τὸ μὲν ζῶντος
πελάσαντι . Βοᾷ μὲν ὡσανεὶ θρηνῶν [ μὴ ] συμφορὰν κρεμάμενος ὁ ἀρνός : ἡ βοὴ δὲ τὴν καρδίαν ἐπάταξε
5564533 ἐλαυνομενος
. ἐλᾷ ] ἐλαύνει . , περιέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα ἐλαυνόμενος . τὰ ἁμιλλητήρια ἅρματα ὤφειλεν εἰπεῖν : ⌈ ὁ
, εἰ ζέοντος τοῦ λόγου , εἰ πρῶτος μὲν αὐτὸς ἐλαυνόμενος , εἶτα τοὺς πολλοὺς τῷ αὐτῷ κέντρῳ κινῶν ,
5557697 ὡραιος
καὶ πλέον θρήνου ἄπεστιν ἢ βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος ; ἐγκωμίων δὲ τί ἀξιώτερον ἢ νῖκαί τε αἱ
περὶ τοῦ ἐπιθέτου κάλλους ἐν λόγῳ . Ὁ δὲ λεγόμενος ὡραῖος λόγος καὶ ἡ ἁβρότης οὐ τούτου τοῦ κάλλους ,
5543975 ἐκαθαιρετο
ἐμέσαι ὁ κυών . οὕτως καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ λαβὼν ἐκαθαίρετο : ἐτίθετο οὖν τὴν πεῖραν ἐν ἀσφαλεῖ . τοῖς
δὲ ὁ ἐν Χαλκίδι πίνων ἑλλέβορον οὔτε ἤμει οὔτε ὅλως ἐκαθαίρετο , ἀλλ ' ὥς τι τῶν συνήθων προσεφέρετο καὶ
5539682 ὑποστας
: καὶ γὰρ τὸν ἡγεμόνα τῶν πολεμίων οὗτος ἀπέκτεινε μόνος ὑποστὰς καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . λυθέντος δὲ τοῦ
δυνάμει θαρρῶν λαός . . δόκιμος ] ἱκανὸς ἔσται . ὑποστὰς ] ὑπομείνας τοῦτο . . μεγάλῳ ῥεύματι ] σύναπτε

Back