. οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον : τἀμὰ γὰρ διοίχεται . ἀτὰρ | ||
ἐπίρρημα θαυμαστικόν οἴει ] ὑπολάβῃς τυραννίδα ] τὴν δύναμιν αὐτοῦ τριωβόλου ] τοῦ κἂν ] τὸ “ κἄν ” δηλοῖ |
, ὄψον δὲ ἰχθὺϲ τρυφερόϲ , ὄρνιϲ κατοικίδιοϲ ἐκ λευκοῦ ζωμοῦ : ϲυνουϲίαϲ δὲ ἀπεχέϲθω . κεφαλῆϲ δὲ ϲφόδρα θερμανθείϲηϲ | ||
ἀπὸ πάθους γινόμενον καὶ πάθος ποιοῦν , ὡς ἡ τοῦ ζωμοῦ γλυκύτης : αὕτη γὰρ καὶ ἀπὸ πάθους ἐγένετο , |
, “ τὴν Ἀναξιμένους , ” ἔφη , “ διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . ” Ὀνειδιζόμενός ποτε ὅτι ἐν ἀγορᾷ | ||
μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν ; ὅπου τέτταρα λήψει κρέα μίκρ ' ὀβολοῦ . παρὰ δ ' ἡμετέροις προγόνοισιν ὅλους βοῦς ὤπτων |
ὃν μεθυόντων προσέλαβον ὑμῶν , χοᾶς τρεῖς , δέκ ' ὀβολῶν ὁ χοῦς . Ἱκέσιος δ ' ἐν βʹ περὶ | ||
ἐσθίουσιν , ὅσα δὲ ἀφροδισιάζουσιν , ὅπως δὲ περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον ; ” Τὸ δὲ πάντων δεινότατον , |
δοκεῖν ἐτόλμων : ἀλλ ' εἴτε δοῦλος εἴτε πτωχὸς καὶ μαστιγίας ὢν μέλλοιμι τοὺς πολεμίους κακόν τι δράσειν , ἐπεχείρουν | ||
αὖ ἐπετήδευε κομᾶν , κομήτης τούτου καὶ ὁ νεκρός . μαστιγίας αὖ εἴ τις ἦν καὶ ἴχνη εἶχε τῶν πληγῶν |
. καὶ εἰς χύτραν καινὴν ἐντεθέντα , καὶ εἰς πίθον οἰνηρὸν τῆς χύτρας ἐμβληθείσης , ὥστε πλεῖν ταύτην , τοῦ | ||
' ἀγγεῖα τὰ περὶ τὸν πότον , κοὐδ ' ὀξύβαφον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται . ὅτι δέ ἐστι τὸ ὀξύβαφον εἶδος |
, φησὶν ὁ Εὐριπίδης ἐν Κρήσσαις . καὶ ὡς ὁ Εὔβουλος δ ' ἐν Ὀλβίᾳ ἔφη : ἐν τῷ γὰρ | ||
, ἤγουν πλουτήσειν . ἐχλευάζοντο δὲ ὑπὸ τῶν κωμικῶν : Εὔβουλος γοῦν φησίν : Ἡμεῖς ποτ ' ἄνδρας Κεκροπίδας ἐπείσαμεν |
Ὁμοίως ἐγγὺς Κόσης ἔστι κρήνη , εἰς ἣν ἐὰν θῇς κεράμιον οἴνου γέμον , ὥστε ὑπερχεῖν τὸ στόμα , παντὸς | ||
τοῦτον . ἀποτίκτει δ ' ἢ εἰς θαλάμας ἢ εἰς κεράμιον ἤ τι ἄλλο τοιοῦτο κοῖλον . καὶ μεθ ' |
συλλαβῇ . Ταῦτα μὲν περὶ τοῦ τιμῆς . Τὸ δὲ πλακοῦς πλακοῦντος καὶ Σιμοῦς Σιμοῦντος γέγονε τοῦτον τὸν τρόπον : | ||
θᾶττον πλέκειν κέλευε πόρκων πυκνοτέρους . τράγημα , μυρτίδες , πλακοῦς , ἀμύγδαλα . ἐγὼ δὲ ταῦθ ' ἥδιστά γ |
γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν ' ; ὅστις εὐθὺς θύννεια θερμὰ καταφαγών , κᾆτ ' ἐπιπιὼν ἀκράτου οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς | ||
ἐπάγει μετὰ ταῦτα περὶ ταὐτοῦ λέγων μακάριος ἐκεῖνος δέκα τάλαντα καταφαγών . τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι |
δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί | ||
τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον |
. ἔστι δὲ τὸ ζῷον τοῦτο καρποφάγον καὶ ποηφάγον . πίνει δὲ ὕδωρ θολερόν , καὶ οὐ πίνει ἐὰν μὴ | ||
Ἰνδῶν ἐξιὼν ἐπὶ Σοῦσα δι ' ἀδήλων . Οὐδεὶς δὲ πίνει ἐξ αὐτοῦ πλὴν τοῦ βασιλέως . Τινὲς μέχρι τὸ |
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πύον , χόρια , χελιδόνια , | ||
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , χόρια , χελιδόνια , |
ᾧ τυρεύουσιν , καὶ κρεμαστήρ , ἐφ ' οὗ τοὺς τυροὺς ἔτερσον , καὶ τὸ ἄνω τοῦ ποδὸς ἢ τὸ | ||
θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾤ ' ἐκλάπτων , κήρυκας ἔχων , |
σωρῶν . ἀκροκόμοι : τὰ ἄκρα τῆς κεφαλῆς κομῶντες . ἀλάβαστον : οὕτω Μένανδρος ἄνευ τοῦ ρ Ὀργῇ : καὶ | ||
οὕτω Μένανδρος ἄνευ τοῦ ρ Ὀργῇ : καὶ Λαμπρίας ὄπισθεν ἀλάβαστον φέρων . σημαίνει δὲ μυροθήκην . ἔνιοι δὲ αὐτὴν |
μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τοῦ χυμοῦ ἐς ἑσπέρην , φακῆς τρυβλίον ῥοφεέτω ψυχρῆς ἀνάλτου , σίλφιον δὲ ἐπιξύσθω πουλὺ , | ||
ἀνθηρὸν ἦν , γλαφυρὸν σφόδρα : φακῆς κατ ' ἄνδρα τρυβλίον μεστὸν μέγα . πρώτιστον οὐκ ἀνθηρόν . ἐπὶ ταύτῃ |
ἀμύγδαλα , ἔτι δὲ μήκων , ἃ [ ὃν ] φρύξας θεράπευσον καλῶς καὶ εἰς θυίαν καθαρὰν τρῖψον ἐπιμελῶς : | ||
πρὸς πόνους ποιεῖ . [ Ἄλλο σπουδαῖον . ] Μελάνθιον φρύξας , καὶ τρίψας μετ ' ὄξους δριμέος , κατάπλασσε |
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : | ||
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι |
προσκαῆναι , ἄνπερ ἀτόρυτον τὸ ἑψώμενον ὅσον δή ποτε χρόνον ἑψῆται : δεῖ οὖν , διέφθων ἤδη σφόδρα ὄντων τῶν | ||
, μαθεῖν ἐστι κἀπὶ τῶν ἑψημένων ἐδεσμάτων . Ἧττον γὰρ ἑψῆται , ἃ ἂν τύχῃ ἐν ἡλίῳ βάλ - λόντι |
ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , | ||
ὠπτᾶτο . Ἀριστοφάνης : εἴτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ ὀβελιαφόροι οἱ ἐν ταῖς πομπαῖς |
ὥς τινα πραγματείαν βιωφελῆ καταβαλλόμενος . ὀρφώς . Κρατῖνος : τέμαχος ὀρφὼ χλιαρόν . καλεῖται δὲ καὶ ὀρφός . Πλάτων | ||
ἀφίκῃ κλεινοῦ Βυζαντίου εἰς πόλιν ἁγνήν , ὡραίου φάγε μοι τέμαχος πάλιν : ἔστι γὰρ ἐσθλὸν καὶ μαλακόν . . |
γε μή , ὦ ἑταῖρε , ὁ σοφιστὴς ἐπαινῶν ἃ πωλεῖ ἐξαπατήσῃ ἡμᾶς , ὥσπερ οἱ περὶ τὴν τοῦ σώματος | ||
διὰ τὴν ἀσωτίαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται |
προσφόρους ὑμῖν τροφάς , σκορόδια , τυρόν , κρόμμυα , κάππαριν . . . ἅπαντα ταῦτ ' ἐστὶν δραχμῆς . | ||
πρῶτος τῶν μεγάλων ἡγήσεται , ἔχων ἐχῖνον , ὠμοτάριχον , κάππαριν , θρυμματίδα , τέμαχος , βολβὸν ἐν ὑποτρίμματι . |
τινὸς ἑταίρας , ᾗ ὄνομα ἦν Γνώμη , καὶ τοῦ οἰναρίου ἐπιλιπόντος εἰσφέρειν ἐκέλευσεν ἕκαστον δύο ὀβολούς , Γνώμην δὲ | ||
ναυτικῶς . Ἤσθιε δὲ ἀρτίδια καὶ μέλι καὶ ὀλίγον εὐώδους οἰναρίου ἔπινε . παιδαρίοις τε ἐχρῆτο σπανίως , ἅπαξ ἢ |
ἐγὼ μὲν ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , | ||
ἐγὼ μὲν ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , |
χλωρὰ ἐν γλυκεῖ βρέξας ὕδατι λέαινε , μίξας ὠοῦ λευκοῦ λέκιθον καὶ κρόκου τὸ ἀρκοῦν κατάπλασσε : ἢ κρίθινα ἄλευρα | ||
, καταπλάσσειν μελιλώτῳ ἐν γλυκεῖ ἑφθῷ , μιγνύντα καὶ ὠοῦ λέκιθον ὀπτὴν καὶ ἄρτον ἐν οἴνῳ βεβρεγμένον , βραχὺ δέ |
σαφῶς . τωθάσεται . σκώψει , χλευάσει , λοιδορήσει . ἔτνους . ἔτνος εἶδος ὀσπρίου , ὅ τινες καλοῦσι πισσάριον | ||
τρέχω ' π ' ἀφύας ἐγὼ λαβὼν τὸ τρύβλιον : ἔτνους δ ' ἐπιθυμεῖ , δεῖ τορύνης καὶ χύτρας , |
' αἰγιδίων κατὰ ταὔθ ' ἃ μὴ τυρὸν ποιεῖ , ἐρίφου : διὰ τὴν ἐπικαρπίαν γὰρ τῶν ἁδρῶν ταῦτ ' | ||
. „ τοῦ δὲ λύκου αὐλοῦν - τος καὶ τῆς ἐρίφου ὀρχουμένης οἱ κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ |
βραχέωϲ ἀναγραφεῖϲιν ἐπὶ τῶν διὰ πάχοϲ χυμοῦ ὀδυνωμένων , ἕκαϲτον ἑψῶν ϲὺν ὄξει καὶ μέλιτι προϲπλέκων . ποιεῖ δὲ πρὸϲ | ||
διδόναι πίνειν νήστει τοῦ ἀσφοδέλου τὰς ῥίζας , ἀποκαθαίρων , ἑψῶν ἐν οἴνῳ ὅσον πέντε ῥίζας , καὶ σέλινα συμμίξας |
θεοῖς τε καὶ ἀνθρώποις : καὶ διὰ παντὸς ἵμερον αὐτῷ κρέως καὶ αἵματος ἐνέβαλον ἀνθρωπείου . τὴν δὲ θεράπαιναν αὐτῶν | ||
ὁ πρῶτος : ὅ γε μὴν δεύτερος , ἐνδοτέρω σαπροῦ κρέως καὶ ὀδωδότος μοῖραν μηρίνθου τινὸς μακροτέρας ἐξαρτῶσι : θύραν |
ὁ Λυγκεύς , ὃς ἐν τῷ πολυθρυλήτῳ ποιήματι περὶ τοῦ γαλεοῦ λέγει οὕτως : ἐν δὲ Ῥόδῳ γαλεὸν τὸν ἀλώπεκα | ||
, θρῖον , φυλλάς , θύννου τεμάχη , γλάνιδος , γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου : φοξῖνος ὅλος , κορακῖνος |
καὶ ὁ σάκος ἐπὶ τοῦ τρυγοίπου εἰρημένος , καὶ ὁ ὑλιστήρ . Ἱππῶναξ δέ φησι στάζουσιν ὡσπερεὶ τροπηίον σάκκος . | ||
Τρὼς Τρωὸς , Τρωΐα καὶ Τροία . Τρύγοιπος . ὁ ὑλιστήρ . παρὰ τὸ ἰποῦσθαι τὴν τρύγα . Τέκμωρ . |
πάλην ἀλφίτου , εἶτα ἓν τοῦ φαρμάκου μέτρον καὶ τοῦ τυροῦ καὶ τοῦ ἀλφίτου ποιῆσαι , καὶ τοῦτο διδόναι πίνειν | ||
θᾶττον εἰς Ἐλύμνιον ; Ἥδομαί γ ' ἥδομαι κράνους ἀπηλλαγμένος τυροῦ τε καὶ κρομμύων . Οὐ γὰρ φιληδῶ μάχαις , |
ταλαντεύεται : ἀντὶ τοῦ φόβος ἡμᾶς ἔχει διηνεκής . Ὅταν φακῆν ἕψητε , μὴ ἐπιχεῖν μύρον : Στράττις ἔφησε σκώπτων | ||
ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ . ἀλλᾶντας Ἀφθόνητος , Εὔθυνος φακῆν , ἀπὸ συμβολῶν συνάγουσιν ἀρίστων πόρους * * * |
ἄρτου οὐκ ὀρθῶς ἐρεῖ τις , ἀλλὰ τόμος κρέως ἢ πλακοῦντος : τὸ δὲ τέμαχος μόνον ἐπὶ ἰχθύος λέγεται . | ||
ὁ πυραμοῦς ] ἤγουν ἡμετέρα νίκη : πυραμοῦς δὲ εἶδος πλακοῦντος . πυραμοῦς εἶδος πλακοῦντος ἐκ μέλιτος ἑφθοῦ καὶ πυρῶν |
δὲ ἐν τῇ τοῦ Φρυγίου διασκευῇ φησιν : εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίνεθ ' ἡμῖν , οὐδ ' | ||
γὰρ τέρψις μὲν οὐκ ἔνεστι πολυτέλεια δέ . Εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ ' ἡμῖν , οὐδ ' |
κλῆρον : ὥστε χρὴ σκάπτειν πέτρας ὀρείας , σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα , δούλιον χόρτον . οὐκ ἀτταγέας | ||
μητρῴη . ” τότε δὴ τὸν ἄρνα συλλαβών τε καὶ τρώγων “ ἀλλ ' οὐκ ἄδειπνον ” εἶπε “ τὸν |
ἀνὰ ⋖ μηʹ , βάτου χυλοῦ ⋖ ιϚʹ , βουτύρου νεαροῦ ⋖ μηʹ , λυκίου ἰνδικοῦ ⋖ κδʹ , αἵματος | ||
, λυπεῖ δὲ οὐδὲ ἕν . ἡμερωθείς γε μὴν ἐξέτι νεαροῦ πραότατός ἐστι καὶ ἐντυχεῖν ἡδύς , καὶ ἔστι φιλοπαίστης |
ἐννέα ὀβολῶν Ἀλεξανδρεινῶν : τοῦ δ ' οἴνου δραχμῆς ὁ μετρητὴς καὶ ἔριφος ὁ μέτριος ὀβολοῦ καὶ λαγώς . τῶν | ||
. παρεκόπην διχοινίκῳ : ἀντὶ τοῦ “ ἐπλάνησέ με ὁ μετρητὴς μετρῶν τῇ ποσότητι δύο χοίνικας ” . οὐ τοῦτ |
' οὐχ ὑπέμεινε , βιάζετο γὰρ ῥαδέεσσι : δάμνα μιν ζωμός τε μέλας ἀκροκώλιά θ ' ἑφθά . παῖς δέ | ||
ὑπέμεινε , βιάζετο γάρ ῥ ' ἀδέεσσι : δάμνα μιν ζωμός τε μέλας ἀκροκώλιά θ ' ἑφθά , παῖς δέ |
ἕτερον ἀγρυπνεῖν ποιοῦντα τοὺς πίνοντας . περὶ δὲ τῆς τοῦ ἀνθοσμίου οἴνου σκευασίας Φαινίας ὁ Ἐρέσιός φησι τάδε : γλεύκει | ||
ἀναλώσαντι ] γνώμη . ἐπεισπέπαικεν ] ὑπεισῆλθε σιπύη ] ἀρτοθήκη ἀνθοσμίου ] μεμυρισμένου : ἐρυθροῦ ἡμῖν ] ἡμῶν ὀξὶς ] |
, τὸ ζῆν τὸ σαυτοῦ στεφάνοις παρηγόρει . ζῶν γὰρ ἀσκοῦ σαυτῷ στεφάνων καὶ μύρα : χρήσῃ γὰρ αὐτοῖς αἰσθόμενος | ||
ὃν τρόπον δ ' ἄν τις χρήσαιτο τῇ διὰ τοῦ ἀσκοῦ ἐνθέσει , τὸ ὑποτεταγμένον ὑπόδειγμα περιέχει . Ἐχομένως δὲ |
πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε | ||
ὑπηρέτης κατ ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ , ἀλλ ' οὐ συμπότης ὤν . ἐπεὶ δὲ τοῖς χείλεσι τὴν κύλικα προσῆγεν |
ψυχροποσίαν παρεσκευασμένον . Ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ . ἔστι δὲ ὁ ψυκτὴρ σκεῦος , ἐν ᾧ διανίζουσι τὰ ποτήρια , μεστὸν | ||
Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ ψυκτὴρ πολυθρύλητος , ὃν καὶ δῖνον ἐκάλουν , ἐν ᾧ |
τοῦ κακοῦ , διδασκάλῳ τῇ πείρᾳ χρώμενος . οἷον : τρῶγέ τι γλυκὺ καὶ παρευθὺ γεῦσαι καὶ πικροῦ : καὶ | ||
τοῦ κακοῦ , διδασκάλῳ τῇ πείρᾳ χρώμενος . οἷον : τρῶγέ τι γλυκὺ καὶ παρευθὺ γεῦσαι καὶ πικροῦ : καὶ |
μου τοῦ ὤμου πήραν , ἐμβαλὼν εἰς αὐτὴν ἄρτον καὶ τρίμμα καὶ ποτήριον καὶ τρυβλίον , ἔξωθεν δὲ αὐτῇ παρήρτησε | ||
τοῦ μυττωτοῦ μετενήνεκται : κυρίως δὲ λέγεται τὸ διὰ σκορόδων τρίμμα . ἀλλ ' ἔστιν ἡμῖν λογίδιον : ὑπόθεσις ἔχουσα |
εἶτα θρῖον καὶ βότρυς : ἡ δημιουργὸς δ ' ἀντιπαρατεταγμένη κρεᾴδι ' ὀπτᾷ καὶ κίχλας . Εὐάγγελος δὲ Ἀνακαλυπτομένῃ : | ||
τινός . κἀν Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοισιν : ἡμίοπτα μὲν τὰ κρεᾴδι ' ἐστί , τὸ περίκομμ ' ἀπόλλυται , ὁ |
“ οὐκ ἐκείνη ” φησὶν , “ ἀλλ ' ὁ πωλήσας . ” “ ἀνδραποδιστὴς ἄρα ἦν , καὶ ἀλλοτρίαν | ||
θάλασσαν γαληνήν τε καὶ πραεῖαν , ἐπεθύμησε πλεῖν . διόπερ πωλήσας αὐτοῦ τὰ πρόβατα , φοίνικας ἀγοράσας καὶ ναῦν ἐμφορτισάμενος |
ἔλεγε πιπράσκεσθαι καὶ ἔμπαλιν : ἀνδριάντα γοῦν τρισχιλίων πιπράσκεσθαι , χοίνικα δ ' ἀλφιτῶν δύο χαλκῶν . Τῷ πριαμένῳ αὐτὸν | ||
χ , χόα , χο . εἰ δὲ ν , χοίνικα , χν . εἰ δὲ η , χήμην , |
πρὸς ὑγεῖαν τὸν κάμνοντα : ναὶ μὴν καὶ λίτρου κομιδὴν λειωθέντος καλῶς , τριῶν ὑπάρχοντος ὀβολῶν καὶ τούτου δηλαδὴ τοῦ | ||
σφίγξεως ἀνεθείσης . Διὰ τί σιναπισθέντες ὕδατι μὲν τοῦ σινήπεως λειωθέντος καὶ καταχρισθέντος , φοινίσσονται πλέον : ἐπὰν δ ' |
Μένανδρος Ἐφεσίῳ : τῶν ἰχθυοπωλῶν ἀρτίως τις τεττάρων δραχμῶν ἐτίμα κωβιοὺς . . . . σφόδρα . ποταμίων δὲ κωβιῶν | ||
ἑψητοὺς εἶναι μὲν δεῖ ἐγκρασιχόλους ἢ ἴωπας ἢ ἀθερίνας ἢ κωβιοὺς ἢ τριγλίδας μικρὰς σηπίδιά τε καὶ τευθίδια καὶ καρκίνια |
Καλλιμέδοντι , κἀσθίονθ ' ἅμα ἐποίησε πηδᾶν , ὅθεν ἐκλήθη Κάραβος . Ὅταν ἐρανισταῖς , Καρίων , διακονῇς , οὐκ | ||
Ἱερόκλεια , Λοπάδιον . Εἶθ ' ὁ Καλλιμέδων ἄφνω ὁ Κάραβος προσῆλθεν , ἐμβλέπων δ ' ἐμοί , ὡς γοῦν |
μέλιτος δίδου φαγεῖν καὶ θαυμάσεις : ἢ καλάμου ῥίζαν καύσας πότισον μετὰ οἴνου κύλικος ἑνός . [ Εἰς τὸ στῆσαι | ||
δηλητήρια φάρμακα . ] Πήγανον καὶ σῦκον καὶ κάρυον τρίψας πότισον μετ ' οἴνου , ἢ τῆς νύσσης τὸ αἷμα |
δὲ θεὸς αὐτὸς κατέδειξε , σῶμα θνητὸν μὴ ἀπορῆσαι . Οἴνου δὲ λευκοῦ κοτύλας γʹ , μετὰ βλαστῶν μʹ τῆς | ||
μήτρα χρῶ ὡϲ πάνυ δοκίμῳ . Προέψηϲιϲ τῆϲ νάρδου . Οἴνου παλαιοῦ λι ι δενδρολιβάνου φύλλων λι α ῥάϲδου λι |
. Χιονίδης : ἆρ ' ἂν φάγοιτ ' ἂν καὶ ταρίχους , ὦ θεοί ; καί : ἐπὶ τῷ ταρίχει | ||
κακουμένῳ : ὥσθ ' ἅττ ' ἔχω ταῦτ ' ἐς ταρίχους ἀπολέσω . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : οὐκ αἰσχυνοῦμαι τὸν τάριχον |
διμήνου ἐπιμένων καὶ φαλακρώϲειϲ ἰάϲῃ . Ὀριβαϲίου πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ . μυοχόδων # α ὄνθουϲ καμήλου ε κεκαυμένουϲ κριθῆϲ κεκαυμένηϲ δράκα | ||
ἕως οὗ ἐρυθρὸν γένηται . ἄλλο . κριθῶν κεκαυμένων καὶ μυοχόδων ἴσον μετὰ ὄξους κατάχριε . ἁπάντων δὲ τῶν εἰρημένων |
φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν | ||
τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . |
Ἑρμοῦ λόγῳ ἀπέπαρδε . Θ . ἣν ἔπαρδον . . ἐπιπιὼν : Δι ' ὅλου πιών . . 〚 τὸν | ||
γ ' ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας κᾆτ ' ἐπιπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω |
; Σχολῇ γ ' ἄν , ἔφη , ἄλλος τις ὀψοφάγος εἴη . καί τις ἄλλος τῶν παρόντων , Ὁ | ||
ὀψοφάγον φησὶ γεγονέναι . καὶ Μάτρων δ ' ὁ σοφιστὴς ὀψοφάγος ἦν , περὶ οὗ Ἀντιφάνης φησίν : ὀφθαλμὸν ὤρυττεν |
γράφει Σόλων ὁ νομοθέτης μεμφόμενος τῆς πόλεως κάθαρσιν . οὗτος ἔζησεν ρν ἔτη , τὰ δὲ Ϙ ἐκαθεύδησεν . Καὶ | ||
γράφεται πάτερ . Ζεῦ μάκαρ : Ζεὺς ἢ ὅτι μόνος ἔζησεν ἀπὸ τῶν ἄλλων , ἢ ἀπὸ τοῦ δεύω τὸ |
ἔμβαλε ὕδωρ πληρώσας τὴν λεκάνην , καὶ τούτου ξηρανθέντος πάλιν γέμισον δὶς καὶ τρὶς ξηράνας πάνυ , καὶ τότε ἀπόθου | ||
. τοῦ δὲ λίθου τούτου ἡ δύναμις πειράζεται οὕτως : γέμισον εἰς χαλκοῦν σκεῦος ὕδωρ καὶ ἐπίθες τὸν λίθον περιάπτων |
τρίπουν τράπεζαν λήψομαι ; οἴνου τε Χίου στάμνον ἥκειν καὶ μύρον . ὡς δὴ τίς ἂν ὤν , ἢ τί | ||
ἐσκευάσθη τὸ παρ ' οὐδενί πω γεγονὸς λιβανώτινον μύρον . μύρον δὲ χρηστὸν μύρῳ εὐτελεῖ ἐπιχεόμενον ἐπιπολῆς μένει . χείρονι |
ΚΑΔΟΣ . Σιμμίας ποτήριον , παρατιθέμενος Ἀνακρέοντος : ἠρίστησα μὲν ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς , οἴνου δ ' ἐξέπιον κάδον | ||
τὴν δευτέραν ἰαμβικὴν ἔχον καλεῖται Πριάπειον , οἷον ἠρίστησα μὲν ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς , οἴνου δ ' ἐξέπιον κάδον |
: πᾶσαν εὐδαιμονίαν , ἢ πάσας πόλεις ὑποτελεῖς . Περὶ κεστρέως . Περὶ μορμύλου . Περὶ ξιφίου . Περὶ συνόδων | ||
Ἀναξίλας Μάτωνα τὸν σοφιστὴν ἐπὶ γαστριμαργίᾳ διαβάλλων φησί : τοῦ κεστρέως κατεδήδοκεν τὸ κρανίον ἀναρπάσας Μάτων , ἐγὼ δ ' |
Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἶτ ' οἴσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία . Στράττις Ψυχασταῖς : ὃ | ||
καὶ τὰ Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἰσοίσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας |
: ἐὰν δὲ δίεφθος ᾖ , τορυνᾶν κρεῖττον κατὰ τὴν πτισάνην καὶ ἀποχυλίζειν . τοῦτο καὶ τὴν κοιλίαν ἧσσον ἂν | ||
τῷ φαρμάκῳ χρῆσθαι παραπλησίως ἁλσίν : ἔξεστι δὲ καὶ εἰς πτισάνην ἐμβαλεῖν ἢ εἰς ὄξος ἤ τι τοιοῦτον ἀντὶ πεπέρεως |
κοσμίως κατεκείμεθα . Κἀγὼ καθεύδειν οὐκ ἐδυνάμην , ἀλλά με ἀθάρης χύτρα τις ἐξέπληττε κειμένη ὀλίγον ἄπωθεν τῆς κεφαλῆς του | ||
] ὑπερέβαλεν ὁ πρόσπολος ] ὁ ἱερεύς ἀθάρης ] σεμιδάλεως ἀθάρης . . . ἐξέπληττε ] ἑψομένου ἀλεύρου πεπλησμένη γραϊδίου |
γυναικὸς κόρη καὶ ἔντιμος εἴτε οἰκογενὴς εἴτε μή . Μένανδρος Ψευδηρακλεῖ : μήτηρ τέθνηκε ταῖν ἀδελφαῖν ταῖν δυεῖν ταύταιν : | ||
ὠνομασμένην Σάμον . ΕΓΧΥΤΩΝ δὲ πλακούντων μνημονεύει Μένανδρος μὲν ἐν Ψευδηρακλεῖ : οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα σὺ |
ἢ ῥάμνου , ἢ τεύτλου , ἢ κολοκύντης χυλὸν ἐκπιέσας ἐγχέαι : ἢ αὐτῆς τὸ μέσον καὶ ἁπαλώτατον περιξέσας μακρὸν | ||
κέρασον εὐζωρέστερον . Οἶνον Θάσιον πίνοις ἄν ; εἴ τις ἐγχέαι . πρὸς ἀμυγδάλας δὲ πῶς ἔχεις ; εἰρηνικῶς . |
ὀνομάτων οὐ διαφυλάττει . εἰκάσειε δ ' ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . | ||
κίρκος ἱέραξ : “ κίρκος Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος . ” κισσύβιον ἐκ κισσίνου ξύλου ποτήριον . κιχείω καταλάβω , καὶ |
: ἢ ἀρσενικὸν σχιστὸν ἀντὶ ἅλατος εἰς ὠὸν ῥυτὸν καὶ ῥόφησον νῆστις : ἢ ἀρσενικὸν συντρίψας μετ ' οἴνου χλιαροῦ | ||
εἴρηται καὶ ἔνθεσις , ἡ τροφή , καὶ ” ἐνθοῦ ῥόφησον ” παρ ' Ἀριστοφάνει καὶ ἀλλαχοῦ παρὰ τῷ αὐτῷ |
καὶ ἀφετῆρος τῆς μολόχης ὡρμημένος . οὐ μόνον οὖν μὴ ἔσθιε μηδὲ ἀφάνιζε τὰς τοιαύτας παρατηρήσεις , ἀλλὰ καὶ αὖξε | ||
νῷν . Τί δὲ δὴ ' γώ ; Τὴν Σίβυλλαν ἔσθιε . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ταῦτα κατέδεσθον μόνω , |
Κεδρίας κοχλιάρια δύο , ἐλαίου ὠμοτριβοῦς κύαθον ἴσα μίξας δὸς ῥοφῆσαι . τοῦτο πάντα πόνον παντελῶς ἀποθεραπεύει . ἔστι δὲ | ||
τέσσαρσιν : ὁκόταν δὲ ζέσῃ , δοῦναι δὶς ἢ τρὶς ῥοφῆσαι . Λοχεῖα καθῆραι : τῆς ἀκτῆς τὰ φύλλα ἑψήσας |
ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος , ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ . κολλάβους δ ' ἄρτους Ἀριστοφάνης φησὶ λέγων : κολλάβων χλιερῶν | ||
ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους . Ποῦ ποῦ Τρυγαῖός ἐστιν ; Ἀναβράττω κίχλας . |
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν | ||
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ |
καλεῖν . ΚΑΔΟΣ . Σιμμίας ποτήριον , παρατιθέμενος Ἀνακρέοντος : ἠρίστησα μὲν ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς , οἴνου δ ' | ||
τὸ δὲ τὴν δευτέραν ἰαμβικὴν ἔχον καλεῖται Πριάπειον , οἷον ἠρίστησα μὲν ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς , οἴνου δ ' |
δ ' ἔτι καὶ ἐπίπαστα λείχειν : ἦν δ ' ἔτνος , καὶ ἐπιπάττοντες ἀλφίτων λεπτῶν καὶ ἐλαίου ἤσθιον . | ||
βολβός , ἐλαία , σκόροδον , καυλός , κολοκύντη , ἔτνος . καὶ μυρία τοιαῦτ ' εἰπὼν ἐπάγει : πᾶς |
καὶ ὑγρὰν σήπειν τῆς νυκτὸς τοὺς καρπούς . Τινὲς δὲ σίλουρον τὸν ἰχθὺν κατατεμόντες καίουσι κατὰ ἄνεμον , κατὰ πᾶν | ||
. τί δ ' οὐχὶ καὶ σείουρον λέγομεν , ἀλλὰ σίλουρον ; ὠνόμασται γὰρ καὶ οὗτος ἀπὸ τοῦ σείειν συνεχῶς |
. καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν μὴ θερμὸν ᾖ , διασύρομεν . καὶ τὸν | ||
, ἐξ οὗ παιδίον αὐτῷ γεννᾷ , τρεῖς χαλκοῦς εἰς ὄψον δίδωσι καὶ τῷ ψυχρῷ λούεσθαι ἀναγκάζει τῇ τοῦ Ποσειδῶνος |
αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . Βυζάντιόν τε τέμαχος ἐπιβακχευσάτω , Γαδειρικόν θ ' ὑπογάστριον παρεισίτω . . . . . | ||
αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . Βυζάντιόν τε τέμαχος ἐπιβακχευσάτω , Γαδειρικόν θ ' ὑπογάστριον παρεισίτω . * * * * |
Τὸν Ἐρεχθέα μοι καὶ τὸν Αἰγέα κάλει . Ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λάγων ὀφθήσομαι . Οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς | ||
νοῦν ἔχων ἐκτείνας ἑαυτὸν ἐπὶ γῆς καὶ καταχεάμενος τέφραν καὶ τίλλων νέος μὲν ἴουλον , γέρων δὲ πολιὰς αὑτόν τε |
πρῶτα ἔτρεμον ἑστώς , μή ποτε χρεία τῇ θεῷ καὶ ὀνείου αἵματος γένοιτο . ἐπειδὰν δὲ κατακόψειαν οὕτως ἑαυτούς , | ||
, ὕδωρ ἀρσενίκου , ὕδωρ θείου , οὖρον , γάλακτος ὀνείου , ἀπὸ κυνὸς γάλα . Αὕτη ἡ ὕλη τῆς |
τε θωμοὺς φέροντες καὶ λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς , χρυσοῦς ἔχων κικίννους . ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν , | ||
ὡς καὶ ὁ κωμικός : λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς χρυσοῦς ἔχων κικίννους . ἀλλ ' ὀρθαῖς : ὀρθὸν πρᾶγμα τὸ ἀληθές |
θρέψῃς μᾶλλον , βλάψεις . Ῥᾷον πληροῦσθαι ποτοῦ , ἢ σιτίου . Τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα ἐν τῇσι νούσοισι μετὰ κρίσιν , | ||
' αὖ ὑγρασίη ξυμφέρει , μὴ ἀσιτέειν , καὶ τοῦ σιτίου καὶ τοῦ ποτοῦ μὴ ἐνδεᾶ εἶναι , μηδὲ πονέειν |
, ἐμπλείου ὅτε νέκταρ κιρρόν : ὅτε οἶνον πυρρὸν ἐν τρυβλίῳ μετρηδόν , ἀντὶ τοῦ μετρήσας , ἀφύσσῃς νέκταρ ] | ||
χρηστόν , ὦ πολυτίμητοι θεοί , ἔχων ἐν ἀργυρῷ τε τρυβλίῳ μέλι . Εἶτ ' ἔστιν ἢ γένοιτ ' ἂν |
, φησί , παραβαλὼν ἑαυτὸν προσεκάθισε τοῖς λόγοις οὐκ ὢν ἀφυὴς καὶ κατὰ μικρὸν εἰς τὴν θεωρουμένην ἕξιν ἦλθεν ! | ||
ἐπὶ τὰς πολιτείας ἀφίκωνται , οὐδενός εἰσιν ἄξιοι . κιθαρῳδὸς ἀφυὴς ἐν οἴκῳ κεκωνιαμένῳ συνήθως ᾄδων καὶ ἀντηχούσης αὐτῷ τῆς |
καὶ ὁ δειλὸς ἀμετρίην τὴν ἀνδρείην ὑπείληφε , καὶ ὁ φιλάργυρος τὴν μεγαλοψυχίην , καὶ πᾶσα ἔλλειψις ὑπερβάλλειν δοκέει τὸ | ||
Γ καὶ σαπρὸς : ἀρχαῖος καὶ παλαιός . οἷον γηράσας φιλάργυρος ἐγένετο . Γ ὅτι γέρων ὢν : † μετὰ |
Ἀττικῶν ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ Κρατῖνος ὁ δὲ ταρίχους Ποντικούς . καὶ τιλτὸν δὲ τάριχος τὸ λεπιδωτὸν ἐκάλουν , ὡς Πλάτων ὁ | ||
ὦ γῆ καὶ θεοί , ταριχοπώλου πάνυ καλοῦ τε κἀγαθοῦ τιλτὸν μέγιστον , ἄξιον δραχμῆς , δυοῖν ὀβολοῖν , ὃν |
: ζωμήρυσιν φέρ ' , οἶς ' ὀβελίσκους δώδεκα , κρεάγραν , θυίαν , τυροκνῆστιν παιδικήν , στελεόν , σκαφίδας | ||
' ἐργαλαῖα κοπίδας καὶ ῥάχετρον καὶ κρεώσταθμον , τάχα καὶ κρεάγραν καὶ κρεωδείραν . ἰχθυοπῶλαι καὶ ἰχθυοπωλεῖν , καὶ ἰχθύες |
ὅτι οἱ βάρβαροι ἄλφιτα οὐκ ἐσθίουσιν , ἀλλ ' ἄρτους κριθίνους , ψεῦδος . . . Οʹ , , [ | ||
. κριβανίτας ] ἄρτους κριθίνους . κριβανίτας ἄρτους φασὶ τοὺς κριθίνους . εἴρηκε δὲ τοῦτο διὰ τὸ περιφερεῖς εἶναι καὶ |
οἴμοι κακοδαίμων , ὡς ἐρῶ : μὰ τοὺς θεούς , Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ | ||
τὸ γένος , ὥς φασιν , μόνον . ὁ γοῦν Τιθύμαλλος ἀθάνατος περιέρχεται . Οὐ τοῖς γὰρ ὀμνύουσι τὸν φρονοῦντα |
εὐχώμεθα . κοτύλας χωροῦν δέκα ἐν Καππαδοκίαι κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἐπέπιον μεστόν γε . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ | ||
εὐχώμεθα . κοτύλας χωροῦν δέκα ἐν Καππαδοκίᾳ κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον |
οὐκ ἔχω δὲ οὐδὲ μικρὰν φροντίδα χειμῶνος , ὥσπερ οὐδὲ νωδὸς ἀνὴρ καρύων καὶ καρυδίων παρόντος αὐτῷ ἀμύλοιο ἤτοι πλακοῦντος | ||
, ἀποστῆσαί με ἔχει τῆς οἰκονομίας : ὅτε γὰρ ἔτι νωδὸς ἦν διένευέν μοι ὅτι ἐὰν ἔλθῃ ὁ δεσπότης μου |
' οὖν ἀκούσας καὶ μαθὼν ἐμοῦ πάρα εὔφραινε σαυτὸν , πίνε , τὸν καθ ' ἡμέραν βίον λογίζου σὸν , | ||
Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . σὺ δ ' ἔσθιε , πίνε , ὄχευε , ὡς τά γε ἄλλα οὐδὲ τούτου |
μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . γενναῖος ἴσθ ' , ὦ οὗτος , ὀλίγον | ||
μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . Πάμφιλος δὲ τὸν ΑΤΤΑΝΙΤΗΝ καλούμενον ἐπίχυτόν φησι καλεῖσθαι |
, ὀποπάνακος γο αʹ . Ἄλλο πρὸς πώρους . Κόκκου κνιδίου λεπίδων λείωσον τὸ ἐντὸς μετὰ σμύρνης καὶ ὄξους καὶ | ||
τῷ τοῦ πεπλίου καὶ τῆς μηκωνίδος καὶ τοῦ κόκκου τοῦ κνιδίου , καὶ μετὰ τὴν κάθαρσιν φακῆς τρυβλίον δοῦναι ῥοφῆσαι |
ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , ἑλεδώνας , | ||
, τρίγλας , κεφάλους , λυθρίνους , ἀθερίνας , καὶ μελανούρους , τηγάνου : χρυσόφρυα δὲ καὶ τὰ λεχθέντα , |
ἀμφικόμους ἀκαλήφας : εἰς ταὐτὸν μίξας δ ' αὐτὰς ἐπὶ τηγάνου ὄπτα , εὐώδη τρίψας ἄνθη λαχάνων ἐν ἐλαίῳ . | ||
μέλι , οἶνος , σιδίων βραχὺ καὶ πεπέρεως : ἀπὸ τηγάνου δίδου . Ἡ Πολυειδοῦς σφραγὶς κοιλιακοῖς , δυσεντερικοῖς , |
, ἵν ' ᾖ , μίαν ἡμέραν ἐάσας ἀδίκαστον . ἔνθου : ἐπὶ τοῦ ψωμοῦ καὶ τοῦ ἀκόλου οὕτω λεκτέον | ||
ἀκρατισμοῦ λέγεται . καὶ Μένανδρος “ παλαιὸν ἐντραγεῖν ” . ἔνθου ] φάγε . Γ ἔνθου ] χαῖρε . ἔνθου |
τοῦ σέρφου καὶ ἐν Ὄρνισιν : εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους ἐξηγοῦνται καρπὸν τὸν σέρφον : ἔστι δὲ θηρίδιόν τι | ||
Ἀλλ ' ἀρτίως νὴ τὸν Δία εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους τινάς . Ὅμως ἐπέγειρον αὐτόν . Οἶδα μὲν σαφῶς |
τί πρὸς ταῦτ ' εἶφ ' ; ὅ τι ; ἀλεκτρυόνος μ ' ἔφασκε κοιλίαν ἔχειν . “ ταχὺ γοῦν | ||
ἀρξάμενος ὅπως ἐς Πυθαγόραν μετεβλήθης , εἶτα ἑξῆς ἄχρι τοῦ ἀλεκτρυόνος : εἰκὸς γάρ σε ποικίλα καὶ ἰδεῖν καὶ παθεῖν |