φαίνεται πᾶσα καὶ ποτόν , καὶ εὐνὰ δὲ ἁ μετὰ φυλλάδος , τῷ δὲ τρυφᾶν καὶ συβαρίζεν εὐποριουμένῳ καὶ ἁ
δ ' οὐκ ἔνι χώρᾳ , τό θ ' ὑπέργηρων φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης τρίποδας μὲν ὁδοὺς στείχει , παιδὸς δ
6966696 οἰς
τῶν ἄγαν πολυτελῶν προσφέρουσιν , ἀλλ ' ἢ βοῦς ἢ οἶς , οἳ δὲ σῖτον , καὶ οἶνον ἄλλοι .
τριγενές . Ἔτι καὶ τὰ εἰς ΟΙΣ περισπᾶται : φθοῖς οἶς . Τὰ εἰς ΕΥΣ μονοσύλλαβα ὀξύνεται : Ζεύς Φλεύς
6775926 χηνας
Ἐκ δὲ τῶν κρεῶν πρόβεια , ὀρνίθια , περιστερόπουλα , χῆνας , ὄρτυγας , ὀρτυγομήτρας , καὶ λακτέντα ἐσθίειν :
, δούλοισι χλανισκιδίων μικρῶν : κἀκ Βοιωτῶν γε φέροντας ἰδεῖν χῆνας , νήττας , φάττας , τροχίλους : καὶ Κωπᾴδων
6759462 τυρους
ᾧ τυρεύουσιν , καὶ κρεμαστήρ , ἐφ ' οὗ τοὺς τυροὺς ἔτερσον , καὶ τὸ ἄνω τοῦ ποδὸς ἢ τὸ
θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾤ ' ἐκλάπτων , κήρυκας ἔχων ,
6735684 καταθυσας
ἀνωτέρω τέμνε , εἰ δὲ κρεῶν ἐπιθυμεῖς , ἅπαξ με καταθύσας τοῦ κατὰ μικρὸν βασανίζειν ἀπάλλαξον . ” πρὸς τοὺς
δὲ ὑπέσχετο ἐφ ' ᾧ τὰς βόας λήψεται . καὶ καταθύσας ταύρους δύο καὶ μελίσας τοὺς οἰωνοὺς προσεκαλέσατο : παραγενομένου
6732768 πλευμονας
, ἀ δ ' ἀτέρα τὰν ἀτέραν κύλιξ ὠθήτω τέγγε πλεύμονας οἴνωι , τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται , ἀ δ
ἐμὲ τάξεως . ἡ μεταφορὰ ἐκ τοῦ νομίσματος . τοὺς πλεύμονας ὑπὸ γέλωτος ἀναβρασθῆναι : σημαίνει τὸν σφοδρώτερον γέλωτα .
6728918 πεπαμενον
οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ , μίαν πρὸς Ἅιδην καὶ φθιτοὺς πεπαμένον κέλευθον , ἣν γωρυτὸς ἔκρυψε Σκύθης , ἦμος καταίθων
ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς , πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἀσπίδα δοὺς
6696125 χλαινας
ἐν ἀρχῇ δείξας δώδεκα πέπλους , δώδεκα δ ' ἁπλοΐδας χλαίνας , τά τε λοιπὰ τῶν κομισθέντων δώρων , ἀλλ
, ἢν δέῃ : καὶ ἐπὶ μὲν τὸν στύλον ἐπιστρῶσαι χλαίνας ἢ ἄλλο τι , ὃ μαλθακὸν μὲν ἔσται ,
6687238 βρυων
ἥδιστος βίος , εὐρωτιῶν , ἀκόρητος , εἰκῇ κείμενος , βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις . ἔπειτ ' ἔγημα
: ὁ γάρ μ ' εὐγενέτας μακραίων Σπάρτας μέγας ἁγεμὼν βρύων ἄνθεσιν ἥβας δονεῖ λαὸς ἐπιφλέγων ἐλᾶι τ ' αἴθοπι
6685138 εἰδατα
τράπεζαν . σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη παρεόντων . αὐτὰρ ὁ
: ἀλλ ' ἐγὼ οὐ πιθόμην , ἀλλ ' ἤσθιον εἴδατα παστά , βολβοὺς ἀσπάραγόν τε καὶ ὄστρεα μυελόεντα ,
6669844 βολβους
. Ἡρακλείδης δ ' ὁ Ταραντῖνος τοῦ συμποσίου περιγράφων τοὺς βολβούς φησι : περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα
, ὀξύγαλα , βωλίτας , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα , βολβούς . Φλεγματικὸν δ ' ἁπλῶς χυμὸν γεννᾷ τῶν ζῴων
6653288 συρων
κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις γόνυ γουνὸς ἀμείβων ,
μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων
6642784 Κωπᾳδων
' εἰς ἀγορὰν ἐλθόντες ἁδροὺς ὀψωνοῦσιν μεγάλους τε φάγρους καὶ Κωπᾴδων ἁπαλῶν τεμάχη στρογγυλοπλεύρων . παραινέσαι δὲ σφῷν τι βούλομαι
' εἰς ἀγορὰν ἐλθόντες ἁδροὺς ὀψωνοῦσιν μεγάλους τε φάγρους καὶ Κωπᾴδων ἁπαλῶν τεμάχη στρογγυλοπλεύρων . ἐστὶ δὲ καὶ γένος λίθου
6637453 ἐπινεν
πιέουσα , πάλιν ᾔτει , καὶ ἥρπαζε , καὶ λαύρως ἔπινεν , ἀποσπάσαι δὲ οὐκ ἠδύναντο : γλῶσσα ξηρὴ ,
δοκεῖ . εἰ γὰρ ἐν κακοῖς καὶ χειμῶνι τοσοῦτον οἶνον ἔπινεν ὥσθ ' ὅμοιον εἶναι μανίᾳ , τί οὐκ ἄξιός
6637112 ποπανα
παρ ' ἡμῖν μὲν γὰρ ἀσφόδελος μόνον καὶ χοαὶ καὶ πόπανα καὶ ἐναγίσματα , τὰ δ ' ἄλλα ζόφος καὶ
, ἐπεὶ δὲ βωμῷ προθύματα καθωσιώθη Ἡφαίστου φλογὶ , καὶ πόπανα καὶ πέλανος . 〚 Ἄλλως . δέον εἰπεῖν ,
6625029 φυκιων
δὲ τῶν ἄλλων ἰχθύων μηρυκάζει . χαίρει δὲ τῇ τῶν φυκίων τροφῇ : διὸ καὶ τούτοις θηρεύεται . ἀκμάζει δὲ
, μὴ μάτην μ ' ἀποκτείνῃς . ἐπὴν δὲ πλησθεὶς φυκίων θαλασσαίων μέγας γένωμαι , πλουσίοις πρέπων δείπνοις , τότ
6592886 τρυγαν
ἐπέχουσι τὸν τρυγητὸν ἕως ἂν ἡ αὔξησις προβαίνῃ . Δεῖ τρυγᾶν τῆς σελήνης οὔσης ἐν καρκίνῳ ἢ λέοντι ἢ ζυγῷ
μέντοι τις παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἔτους τρυγᾶν ἢ θερίζειν ὑπολάβῃ , ἐάν τε ἀγαθὸν ἐάν τε
6557395 πυρους
νῦν δὲ τὸν χέδροπα μόνον καὶ τὸν μάραθον ἔσθουσι , πυροὺς δ ' οὐ μάλα . καὶ μὴν ἀκούω μυριάδας
ἡμίεκτον : οὐ γὰρ ἐγένοντο τῆτες . τοὺς μὲν οὖν πυροὺς καὶ τὰς κριθάς , ἔφην , ὑμεῖς λάβετε ,
6538590 μοσχους
ὀνηλάται . ἐρήμους ἔλεγε τοὺς μετὰ κολάκων ὄντας ὥσπερ τοὺς μόσχους ἐπειδὰν μετὰ λύκων ὦσιν : οὔτε γὰρ ἐκείνοις τοὺς
γὰρ ἕξουσι γάλα οὕτω τραφεῖσαι . Διετεῖς δὲ γενομένους τοὺς μόσχους εὐνουχιστέον : μετὰ γὰρ ταῦτα οὐ χρήσιμον τὸ εὐνουχίζεσθαι
6484382 κισσινον
μετ ' ὀξυκράτου , ὀποῦ Παρθικοῦ ὀροβιαῖον μέγεθος . Τὸ κίσσινον πρὸς νευροτρώτους καὶ νύγματα , καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν
ὁ δὲ ἐλέφας σκευὴν εἶχε χρυσῆν καὶ περὶ τῷ τραχήλῳ κίσσινον χρυσοῦν στέφανον . ἠκολούθουν δὲ τούτῳ παιδίσκαι πεντακόσιαι κεκοσμημέναι
6469646 πεπλους
εἶδεν ὁ Ξέρξης , αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε ] ἐταράττετο , ἐστασίαζε . .
ἄνευ ποικιλμάτων ἐσθήματα ἑανοὺς καλεῖσθαι , τὰ δὲ σὺν ποικίλμασι πέπλους . τὸ δὲ ζῶμα ἔστι μὲν ἐπιτήδειον ἐνδῦναι ,
6439820 προποσις
ἐν μέσῃ τροφῇ ποτὸν διδόναι , ἀναξηραντικὰ τῆς γαστρός : πρόποσις δὲ καὶ πολυποσία καθυγραίνουσι τὰ σκύβαλα : ὕπνος πέττει
ἀποπλύναντα τὰ προκαθίσαντα τῷ στομάχῳ χολώδη ἢ φλεγματώδη : καὶ πρόποσις δὲ ἀψινθίου μετὰ τὸ βαλανεῖον ποιεῖ τὸ δέον ,
6438823 ἀφυσσων
νασμόν , ἔνθα Τερμιεὺς ὁρκωμότους ἔτευξεν ἀφθίτοις ἕδρας , λοιβῆς ἀφύσσων χρυσέαις πέλλαις γάνος , μέλλων Γίγαντας κἀπὶ Τιτῆνας περᾶν
δέ τε φέρτεροι . ” ἀφραδέως ἀνεπιστημόνως , ἀπείρως . ἀφύσσων ἀπαντλῶν . Ἀφροδίτης . ἐπὶ μὲν τῆς θεοῦ “
6436736 πλακουντας
οἷον σεμίδαλιν καὶ ἴτριον καὶ τὸν καλούμενον πόλτον καὶ τοὺς πλακοῦντας καὶ τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ ὀστρακόδερμα πλὴν ἐχίνου καὶ
ἐγίνοντο , καὶ δημιουργοὶ ἔπλαττον . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : πέμψω πλακοῦντας ἑσπέρας χαρισίους . χαυλιόδων : κεχαλασμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας
6423624 πλησας
: πρὸς δὲ ἐς τὰ δῶρα ὁλκάδα οἱ ἔφη συμβαλέεσθαι πλήσας ἀγαθῶν παντοίων , τὴν ἅμα οἱ πλεύσεσθαι . Δαρεῖος
τῆς σαρκός : καὶ τρίψαι στυπτηρίην μετὰ ταῦτα , καὶ πλήσας τὴν βάλανον καὶ ἐς τὸν ἀρχὸν ἐμβαλὼν , ἐᾷν
6411284 μελιηδεος
, κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος οἴνου πινομένης , μή ς ' Ὕβρις ἐνὶ φρεσὶ
ἔνθα φίλ ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος ὄφρ ' ἐθέλητον : νῦν δὲ φίλως χ '
6410155 πρωτογονων
πικρὸν ὀϊστόν , εὔχετο δ ' Ἀπόλλωνι Λυκηγενέϊ κλυτοτόξῳ ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην οἴκαδε νοστήσας ἱερῆς εἰς ἄστυ Ζελείης
ὄντα τοῦ μέσου ἐν ᾧ τὸ ἔμφυτον θερμόν . * πρωτογόνων δ ' ἐρίφων , ἕως τοῦ ὑετοῦ ἀμφιβάλῃ ἀλέην
6402504 δεπαεσσιν
μένος εἵλετο χαλκός . οἶνον δ ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον , ἠδ ' εὔχοντο θεοῖς αἰειγενέτῃσιν . ὧδε
θείοιο . ἀλλ ' ἄγετ ' , οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν , ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ ' ἰόντες : τὸν
6400525 γανος
ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον . γάνος : βέλος , γλυκεῖαν ἡδονὴν , χαρὰν , ἡδονὴν
πονηρὰς εἰσάγων : γυναιξὶ γὰρ ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος , οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων .
6398734 φυλλαδα
τέλλει ἄνθεσιν ἰσοδρομεῦσα χελιδόσιν , αἵ τ ' ἀνὰ κόλπῳ φυλλάδα νηλείην ἐκχεύετον , ἀρτίγονοι δέ εἴδοντ ' ἠμύουσαι ἀεὶ
πολύπλοκον ὄζον ἐθείρης πάντοθι γηραλέης ? ? [ ] ἀπεσείσατο φυλλάδα χαίτης , ἡ δὲ νιφοβλήτοιο [ ] παρὰ πρηῶνα
6396480 ταμιη
παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν . σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη
παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν . σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη
6396191 θαλλοντας
καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός , οὐδ ' ἐργάτης σίδηρος εὐιώτιδος θάλλοντας οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει , ἀλλ ' ἦν ἀκύμων †
τὸ θεῖον ἀεὶ κλάδους ἐπεφέροντο νεωστὶ δρεφθέντας ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας καὶ εἰρίοις πολυχρόοις ἀναδεδεμένους , οὓς
6391021 πλεκταις
φησιν Ἡρωδιανός , παρατιθέμενος τὰ Σοφοκλέους ἐκ Ποιμένων “ κημοῖσι πλεκταῖς πορφύρας φέρει γένος . ” καὶ Αἰσχύλος ἐν Λυκούργῳ
κυανέαις δίναις τραφείς φλεβὸς τροπωτήρ , πουλύπους , ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις , τῆς τροχηλάτου κόρης πίμπλησι λοπάδος στερροσώματον κύτος
6390476 κυκεωνος
δὲ τὸ ἀπόσταγμα τοῦ κυκεῶνος ὡς καὶ Καλλίμαχος καὶ κρῖμνον κυκεῶνος ἀποστάξαντος ἔραζε . . × ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν
δέ μιν ἀρκεύθοιο νέον τετμηότι θαλλῷ , βάπτους ' ἐκ κυκεῶνος , ἀκήρατα φάρμακ ' ἀοιδαῖς ῥαῖνε κατ ' ὀφθαλμῶν
6388239 ἀλφιτοις
, σιδίοις , ῥῷ Συριακῷ , οὔοις ξηροῖς λείοις , ἀλφίτοις , ἀμύλῳ , γύρει , κηκῖδι ὀμφακίνῃ , ἀκακίᾳ
ἀναιρεῖ δὲ καὶ κύνα καὶ σῦν : κύνα μὲν ἐν ἀλφίτοις ἀναφυραθεῖσα μετὰ ἐλαίου καὶ ὕδατος , σῦν δὲ μετὰ
6381245 ἀχυρα
ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ ἄχυρα ταῖς μὲν ῥίζαις συμβάλλεται , τοῖς δὲ κλάδοις καὶ
: καὶ ἐμβάλλειν δ ' ἐς τὸ ὕδωρ καὶ κριθῶν ἄχυρα , ἑψεῖν , ἔλαιον ἐπιχέαντα : ἢ λωτοῦ πρίσματα
6379264 παρεθηκε
τάχ ' οὐδὲν μεταλάβοι . οὑμὸς διδάσκαλος δὲ μήτραν σκευάσας παρέθηκε Καλλιμέδοντι , κἀσθίονθ ' ἅμα ἐποίησε πηδᾶν , ὅθεν
τε καὶ Μήδεια . Οὗτος καὶ Θυέστῃ τὴν ἐξάγιστον ἐκείνην παρέθηκε τράπεζαν καὶ ὡς θηρίον σαρκοβόρον τῶν ἑαυτοῦ παίδων γεύσασθαι
6370363 στορεσαι
“ τῆς μὲν ἰῆς στιχός ” ἀντὶ τοῦ τάξεως . στορέσαι : “ ἡ μὲν δέμνι ' ἄνωγεν ὑποστορέσαι .
ποτε τοὺς παῖδας , ὥστε καὶ πόδας ὑπονίψαι καὶ κλίνην στορέσαι καὶ παραστῆναι διακονουμένους . εὐφραίνοιντο γὰρ οὐκ ὀλίγως παρὰ
6358524 τρωγων
κλῆρον : ὥστε χρὴ σκάπτειν πέτρας ὀρείας , σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα , δούλιον χόρτον . οὐκ ἀτταγέας
μητρῴη . ” τότε δὴ τὸν ἄρνα συλλαβών τε καὶ τρώγων “ ἀλλ ' οὐκ ἄδειπνον ” εἶπε “ τὸν
6357430 ἐρεβινθους
: τακεροὺς ποιήσεις τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . πάλιν : τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι
τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ ' , ἀσπίδας δὲ
6357019 ἰξῳ
γοῦν πρὸς τὴν χρείαν τὰ ἔργα διαιρεῖσθαι τῆς ἄγρας , ἰξῷ χρωμένοις ἢ θριξὶν ἱππείαις ἢ λίνοις ἢ πάγαις ἢ
λαβύρινθος ἀνέξοδος : ᾗ γὰρ ἂν ὄμμα ῥίψῃς , ὡς ἰξῷ τοῦτο προσαμπέχεται . Τῇ μὲν γὰρ Θεόδωρος ἄγει ποτὶ
6341544 σκευει
. γνοὺς δὲ τοῦτο ὁ Κόδρος , στείλας ἑαυτὸν εὐτελεῖ σκεύει ὡς ξυλιστὴν καὶ δρέπανον λαβών , ἐπὶ τὸν χάρακα
ποτὲ μὲν ὕδωρ ἐγγίνεται , ποτὲ δὲ ἀὴρ ἐν τῷ σκεύει , διὰ τοῦτο εἶναι τὸ μεταξὺ τῆς κοίλης ἐπιφανείας
6340168 βοας
Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος . πορευόμενος οὖν ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας διὰ τῆς Εὐρώπης , ἄγρια πολλὰ ζῷα ἀνελὼν Λιβύης
τὸν ἆθλον κελευσθεὶς , τὸ σιδηραῖς ζεύγλαις τοὺς πυριπνόους ζεῦξαι βόας καὶ σπεῖραι τοὺς δρακοντείους ὀδόντας , δι ' αὐτῆς
6338127 ἀχει
χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ˘ ˘ –
ἐπὶ τῶν αἰχμῶν ἀπερείσαντες οἱ πλεῖστοι δυσφορούσας τὰς κεφαλὰς τῷ ἄχει . τὸν Ἀχιλλέα μὴ ἀπὸ τῆς κόμηςοἴχεται γὰρ τοῦτο
6335830 τιλλειν
οἱ δὲ τὰ εἰρηνικὰ ἱλαροί . τίλλονθ ' ἑαυτὸν : τίλλειν ἑαυτὸν λέγεται τὸ τῶν ἑαυτοῦ τριχῶν ἐπιλαμβάνεσθαι καὶ σπαράττειν
ἐν ταῖς φάτναις . Σιλλοί . τιλλοί τινες εἰσί . τίλλειν δὲ τὸ κόπτειν , ὡς λέγει Ἀνακρέων . Σωρός
6332902 χλωρους
καὶ σπυρίδων λευκοί τε καὶ ἐπιτήδειοι ὦσιν οἱ θαλλοί , χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλωμεν αὐτούς , καὶ ἐν
γινομένας θριδακίνας οἰνομέλιτι ἐπότιζεν ἑσπέρας καὶ ὑπὸ τὴν ἕω λαμβάνων χλωροὺς ἔχειν ἔλεγε πλακοῦντας ὑπὸ τῆς γῆς ἀναπεμπομένους αὐτῷ .
6326194 ἡψε
: λαβὼν δὲ τῆς ὑπουργίας χάριν τὴν τῶν τόξων δωρεὰν ἧψε τὴν πυράν . εὐθὺς δὲ καὶ κεραυνῶν ἐκ τοῦ
] ον ἄγαλμαπαρ [ [ ] πυρὸς ? ? ? ἧψε φάος βρ [ [ ] γμα γαιματρ ! [
6325178 βατραχους
: ἕψουσι φρύνους , μυγαλᾶς , σαύρας , γαλᾶς , βατράχους , ὑαίνας , τραγελάφους , ἀλώπεκας . ποῖον μέταλλον
πρῶτα μὲν ἐν λίμνῃ , ποιουμένῳ τοὺς ἐν ταύτῃ σῖτον βατράχους , μετὰ δὲ ταῦτα ξηρανθείσης ὡς ἐν θέρει τῆς
6310891 ἀργυρεας
συνεκλήιον τοὺς ἄλλους , οἱ δὲ εἰνακισχίλιοι ἐντὸς τούτων ἐόντες ἀργυρέας ῥοιὰς εἶχον : εἶχον δὲ χρυσέας ῥοιὰς καὶ οἱ
' ἄνθρωπος . αὐτὸς δ ' ὡς θαητὸς ἐπ ' ἀργυρέας κατάκειται κλισμῶ , πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων ,
6303757 βρυει
δ ' ἐν μεταιχμίῳ σκότου † μένει χρονίζοντ ' ἄχη βρύει † τοὺς δ ' ἄκραντος ἔχει νύξ . δι
καὶ Λικύμνιός φησι : Μυρίαις παγαῖς δακρύων Ἀχέρων ἀχέων τε βρύει . Καὶ πάλιν : Ἀχέρων ἄχεα βροτοῖσι πορθμεύει .
6299605 φαρεα
τὰ φηρία . ἰδίως δὲ τὰ φήρεα λέγει ἀντὶ τοῦ φάρεα , ἅπερ εἰσὶν ἱμάτια . τετάρσωται : πεπλάτυται ,
, σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρήιζουσα λίνωι , φάρεα πορφύρεα , δῶρα Κλυταιμήστραι , προσεῖπεν δ ' Ὀρέστας
6299585 κολοιος
Αὐτόματοι δ ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἵενται . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιὸν ἱζάνει : ἐπὶ τῶν τοῖς ὁμοίοις προσομιλούντων
τοῦ εὐωχεῖσθαι . εἴρηται ἀπὸ τῶν ἀγροίκως ὀρχουμένων . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιόν : καί : Ἀεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει
6295146 πανημεριος
, πολλῶν δὲ ἐπ ' αὐτοῦ καθαγιζομένων θυμάτων ὃ δὲ πανημέριος καὶ ἐς νύκτα ἐξάπτεται . ἕως δὲ ὑπολάμπει ,
: ὃς δέ κ ' ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς πανημέριος πολεμίζῃ , θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ καὶ τὰ ἑξῆς
6293988 τηξαμενος
πυρὸς αὐγή : καί τε βοὸς νέα γέντα περιφλίοντος ἀλοιφῇ τηξάμενος κορέσαιο ποτῷ εὐχανδέα νηδύν . ναὶ μὴν βαλσάμοιο τότ
ζωμοῦ : καθ ' ὑπερβολὴν γὰρ ὁ τοιοῦτος ζωμὸς ὠφελεῖ τηξάμενος ] ἑψήσας τηξάμενος ] συντήξας κορέσαιο ] πλήρωσον ποτῷ
6290449 ῥαινων
, ἐμὲ διαφθείρων , πατροτύπτης . πάττων ] κοσμῶν , ῥαίνων , ῥαντίζων . πρὸ τοῦ ] χρυσῷ ἔπαττον κατεπάττουν
τις τοῦ ΕΛΙΧΡΥΣΟΥ τῷ ἄνθει στεφανῶται , εὔκλειαν ἴσχει μύρῳ ῥαίνων . μνημονεύει αὐτοῦ Ἀλκμὰν ἐν τούτοις : καὶ τὶν
6286194 ἀρτους
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς
6268820 ῥαινε
Κεκροπί , ῥαῖνε , λάγυνε , πολύδροσον ἰκμάδα Βάκχου , ῥαῖνε , δροσιζέσθω συμβολικὴ πρόποσις . σιγάσθω Ζήνων ὁ σοφὸς
καννάβια ὑποθέντα . πήγανον ὕδατι βρέχε , ἢ κόνυζαν ἑψήσας ῥαῖνε τὴν οἰκίαν , καὶ διώξει τοὺς κώνωπας . ἀπελαύνει
6261244 ἀρνιων
ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαϊσμένην , πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια , τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις
τόμον ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαισμένην πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις ὁμοῦ
6256935 κυτισον
: ἰσχυρότερον δὲ τούτου τὸ ἅλιμον : ἀπόλλυσι γὰρ τὸν κύτισον . Ἔνια δὲ οὐ φθείρει μὲν χείρω δὲ ποιεῖ
τε εἶναι τὴν Κέω ἰσχυρῶς καὶ νομὰς οὐκ ἔχειν : κύτισον δὲ καὶ θρία ἐμβάλλειν , καὶ τῆς ἐλαίας τὰ
6251420 τεθριππων
. Μοῖσα , καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων : χάρμα δ ' οὐκ ἀλλότˈριον νικαφορία πατέρος .
, ὁ βακχειόμαντις δέσποινα νύμφη , δυσχίμων ὀρῶν ἄναξ ζεῦγος τεθρίππων ναρᾶς τε Δίρκης ἄτεγκτος – × – παρηγορήμασιν μὴ
6247256 θυρσους
ἀναδίδωσιν ἦχον : οἱ δ ' ἐγχώριοι νεβρίδας περιβεβλημένοι καὶ θύρσους κρατοῦντες ὕμνον ᾄδουσιν : Μὴ τότε φρονήσῃς , ὅταν
δ ' ἔγκωπον ἅπαν μέχρι τῆς τρόπεως κισσίνην φυλλάδα καὶ θύρσους εἶχε πέριξ . πολὺς δ ' ἦν καὶ ὁ
6244377 ἐγκαρπον
πρὸς τὸν τῶν καλῶν ζῆλον , ἅμα δὲ τὴν ἱστορίαν ἔγκαρπον καὶ πᾶσι χρησίμην ἐφ ' ὅσον ἡμῖν δυνατὸν κατασκευάζομεν
καὶ λυμαίνεται καὶ σπαράττει . Καλὸν σῶμα ὁρᾷς ἀνθοῦν καὶ ἔγκαρπον : μὴ χράνῃς , μὴ μιάνῃς , μὴ προσάψῃ
6239247 κρεατα
, εἰ θεός ἐστι , κρεανομήσαντες Νύκτιμον καὶ τὰ τούτου κρέατα συμμίξαντες τοῖς ἄλλοις κρέασι παρέθηκαν τῷ Διί . ὁ
μόνον ἑαυτὸν ᾤετο , ὅθεν καὶ βοῦν ἱερεύσας τὰ μὲν κρέατα κατακόψας ἥψει , ἐκπετάσας δὲ τὴν βύρσαν χαμαὶ ,
6237309 ἀναψας
ναυτικῶν ὁρισμάτων ἔνδον κατεκράτησε τὸν στρατὸν μόλις , καὶ ναῦς ἀνάψας γῇ χαρίζεται φέρων , ἄπιστον εἰδὼς τὴν ὑγρὰν εὐεργέτιν
: ὅταν ὁ Ἀντήνωρ ὁ πορθητὴς τῆς πατρίδος βαρὺν πυρσὸν ἀνάψας εἰς σημεῖον τοῖς Ἕλλησι καὶ τὸν δούρειον ἵππον τὸν
6228127 κηπους
, φίλη : σχήσω γὰρ ἐς ποηφόρους ? ? [ κήπους ] ? . τὸ δὴ νῦν γνῶθι : Νεοβούλη
ἡ Σελήνη τὸ κέντρον αὐτοῦ διαπορεύηται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσι καὶ Καρκίνῳ καὶ ἐν τοῖς ἐσχάτοις τοῦ
6227377 κληματων
τοῦ κιττοῦ περιφερέστερα καὶ ἁπλᾶ : καὶ τῷ μήκει τῶν κλημάτων καὶ ἔτι τῷ ἄκαρπος εἶναι . διατείνονται γάρ τινες
δύο κλήματα τιθέναι , ἅτε δὴ καὶ πυκνῶν τιθεμένων τῶν κλημάτων . ἐγχωρεῖ μὲν γὰρ καὶ ἐνταῦθα δύο τιθέναι ,
6225283 δροσῳ
ἤτοι κοσμηθεῖσα ἐν δρόσῳ μαλθακῇ ἤτοι ἐν ὁμαλῷ ἐπαίνῳ : δρόσῳ δὲ εἶπε καὶ ῥαπθεῖσα , ἐπεὶ οἱ ἐν ἄθλοις
Σθένειαν ἱκέτιδες γουνούμεναι . θεᾶς δ ' ὀφελτρεύσουσι κοσμοῦσαι πέδον δρόσῳ τε φοιβάσουσιν , ἀστεργῆ χόλον ἀστῶν φυγοῦσαι . πᾶς
6220302 πελανους
ὧν ᾤετο δεῖν ἀγαθῶν τῇ πατρίδι , ἀπό τε καρπῶν πελάνους καὶ ἀπὸ χρημάτων ἀπαρχάς . Μάρκος δέ τις Κούρτιος
προνωπίοις καὶ θυσίας αὐτοῖς ἐνομοθέτησεν ἐπιτελεῖσθαι καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν πελάνους εἰσφερούσης ἑκάστης οἰκίας : τοῖς δὲ τὰ περὶ τῶν
6220151 γλαγος
ἔθηκα , λείψας ὑγρὸν ἔλαιον , ἐπ ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης . Ἥρωας δ ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας δούρατ
ἅλις ἄνθεσι γαῖα , πλήθει δ ' αὖτε κύπελλα βοῶν γλάγος ἠδὲ καὶ οἰῶν , μυκηθμὸς δέ τε πουλὺς ὀρίνεται
6218992 τιθει
δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί . φύσας μέν ῥ ' ἀπάνευθε τίθει πυρός , ὅπλά τε πάντα λάρνακ ' ἐς ἀργυρέην
τῇ τε τετάρτῃ ἡμέρᾳ ὀρύζην μόνον ἕψει ἐν ὕδατι καὶ τίθει μέλι καὶ τρέφου μετὰ ἄρτου καὶ οἴνου τὸ ἀρκοῦν
6218521 κοψιχος
, πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος , ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν κόψιχος , πνῖγος ὑπομεῖναι καὶ μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ , ἐλαίῳ
, πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος , ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν κόψιχος , πνῖγος ὑπομεῖναι καὶ μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ , ἐλαίῳ
6218448 σταλικας
καὶ τὰς κύνας παρορμήσας καὶ τοὺς θηρευτὰς διεγείρας καὶ τὰς στάλικας εὐτρεπίσας καὶ τὰ δίκτυα , ὡς ἂν μὴ ἐν
ἰσχύϊ τὴν τῶν λίνων μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας
6217788 ἐστεμμενος
περιβεβλημένος πολυτελῆ καὶ ὑποδούμενος λευκὰς Λακωνικάς , στέφανον δάφνης χρυσοῦν ἐστεμμένος , καὶ διανέμων τὰ τῶν πλουσίων τοῖς πένησι ,
ταχέως . Ἡ δὲ νέα εἰρεσιώνη θαλλὸς ἦν ἐλαίας , ἐστεμμένος ἐρίοις , καὶ προσκρεμαμένους ἔχων παντοδαποὺς τῶν ἐκ γῆς
6212260 ἐξελε
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ
6207635 καστορος
γενέσθαι καὶ λέγεσθαι . * πάνακες : εἶδος βοτάνης * κάστορος : ζῷόν ἐστιν ζῷόν τι οὐλοὸν ὄρχιν : ἢ
πεδανὰς ἀπαμέργεο βλάστας , νάρδον , λιμναίου τε χαδὼν ἀπὸ κάστορος ὄρχιν : ἢ ὀδελὸν κνηστῆρι κατατρίψαιο χαρακτῷ σιλφίου ,
6204722 σπενδων
τὸ μεμοιρασμένον . ὑποκλαίων ] λείπει τίς . ὑπολείβων ] σπένδων . ἡμέτερον + δέον εἰπεῖν οὐ θέλξει τὰς ὀργὰς
τοῦ μὴ γνῶναι καθαρῶς ὑμεῖς ἐποιήσατ ' ἀναλδεῖς . καίτοι σπένδων πόλλ ' ἐπὶ πολλοῖς ὄμνυσιν τὸν Διόνυσον μὴ πώποτ
6204463 σπερμεια
ἄμμιγα δ ' ἀγροτέρης σταφίδος λέπος : ἶσα δὲ δάφνης σπερμεῖα κύτισόν τε κατακνήθειν τε χαμηλόν ἱππεῖον λειχῆνα , καὶ
μεστωθὲν δὲ χάδοι βάθος ὀξυβάφοιο . Ἔνθα καὶ ἱππείου προταμὼν σπερμεῖα σελίνου , δραχμάων δὲ δύω σμύρνης ἐχεπευκέος ἄχθη ,
6203045 θυμιαν
παρόντων βουλεύσασθαι , τῆς δὲ τύχης πρὸς τὴν προ - θυμίαν ἡμῶν πέρας ἐπιθεῖναι τοῖς ἐπιχειρήμασιν : εἰπὲ τοῦτο τὸ
παρόντων βουλεύσασθαι , τῆς δὲ τύχης πρὸς τὴν προ - θυμίαν ἡμῶν πέρας ἐπιθεῖναι τοῖς ἐπιχειρήμασιν : εἰπὲ τοῦτο τὸ
6197746 μαζας
οὕτως ἅμα τῇ ὠμῇ λύσει μίξας , καὶ προσβαλὼν ἔλαιον μάζας ποιήσας ἐκ τούτων , πρόσφερε τὴν τροφὴν εἰς τὸ
. Αἰσώπειος φόρτος : * * Αἴσωπος γὰρ φρυκτὰς αἴρων μάζας εἰς ὁδὸν καὶ φόρτον ἐξογκώσας οὐκ εὐάγκαλον , ἀλλὰ
6196437 περικαλλεας
ταὶ δ ' ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ . αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον . αὐτὰρ
νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας : αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν . αὐτὰρ
6195955 Δηους
νήησαν , ἀπειρεσίην χύσιν ἄγρης . οἷον δ ' ἐργατίναι Δηοῦς πόνον ἐκτελέσαντες , πνοιῇς χερσαίοις τε διακρίναντες ἐρετμοῖς καρπόν
Ἀχελωίῳ εὐνηθεῖσα γείνατο Τερψιχόρη , Μουσέων μία , καί ποτε Δηοῦς θυγατέρ ' ἰφθίμην , ἀδμῆτ ' ἔτι , πορσαίνεσκον
6193771 λειχειν
ἀλλὰ βούλομαι , ” ἔφη , “ ἐν Ἀθήναις ἅλα λείχειν ἢ παρὰ Κρατέρῳ τῆς πολυτελοῦς τραπέζης ἀπολαύειν . ”
χυλὸν ἀναπαύου κακῶν . ἔλεγον δ ' ἔτι καὶ ἐπίπαστα λείχειν : ἦν δ ' ἔτνος , καὶ ἐπιπάττοντες ἀλφίτων
6180031 ἀγορασας
ἐν τῇ φάτνῃ γὰρ μόνος εἱστήκει . Κυμαῖος κλεψιμαῖα ἱμάτια ἀγοράσας διὰ τὸ μὴ γνωρισθῆναι ἐπίσσωσεν αὐτά . Κυμαῖος ἵππον
τὸ βουκόλιον τοῦ Πελάγοντος τοῦ Ἀμφιδάμαντος , παρ ' οὗ ἀγοράσας βοῦν καὶ ἡγεμόνα ταύτην τῆς ὁδοῦ ποιησάμενος κτίζει τὰς
6179362 δρεψασθαι
ἐκ τῆς κοίτης αὐτῆς ἡδεῖαν βοτάνην ἀποκεῖραι , ἀντὶ τοῦ δρέψασθαι τὴν παρθενίαν αὐτῆς . ὁ δὲ λόγος ἐρωτηματικός ἐστι
βουλόμενον ἀδυνατεῖν , ὑποφεύγοντος ὕδατος , εἰ δὲ καρπὸν ἐθελήσειε δρέψασθαι , πάντας ἀφανίζεσθαι , στειρουμένης τῆς περὶ τὰ δένδρα
6177800 μυροις
διηνέχθη τισὶ περὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν τριῶν γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς '
, οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγανοῖς χαίτην θεράπευε , καὶ σμύρνην λίβανόν τε πυρὸς
6177503 κορμους
τὰ πρέμνα εἰς κορμοὺς μείζονας , ἐπιτιθέασι τῷ βόθρῳ τοὺς κορμοὺς ἔχοντας τὸν φλοιὸν ἄνω , καὶ προσχώσαντες τῇ γῇ
θανοῦσαν ἐκ χερῶν φύλλοις ἔβαλλον , οἱ δὲ πληροῦσιν πυρὰν κορμοὺς φέροντες πευκίνους , ὁ δ ' οὐ φέρων πρὸς
6169787 γεντα
γυῖα καταθρύπτῃσι βιαζομένη πυρὸς αὐγή : καί τε βοὸς νέα γέντα περιφλίοντος ἀλοιφῇ τηξάμενος κορέσαιο ποτῷ εὐχανδέα νηδύν . ναὶ
χελύνης ἀλθαίνει τότε νέρθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίῃς : ἀλθαίνει καὶ γέντα συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ ἀμμίγδην ἁλίοιο καθεψηθέντα χελύνης γυίοις ἥ
6164184 χρυσεας
τοῦ λόγου πλῆρες : πληρωθείη δ ' ἂν οὕτως : χρυσέας ἐλαίας κόσμον σε δεξάμενον κελαδήσω τοὺς Ἐπιζεφυρίους Λοκροὺς φροντίδος
εἰνακισχίλιοι ἐντὸς τούτων ἐόντες ἀργυρέας ῥοιὰς εἶχον : εἶχον δὲ χρυσέας ῥοιὰς καὶ οἱ ἐς τὴν γῆν τρέποντες τὰς λόγχας
6161717 τρωγειν
: ἢ γὰρ θαλαττοκρατεῖν ἡμᾶς φησι Πάτροκλος ἢ τῶν σύκων τρώγειν . . : ἐν δὲ τῆι τρίτηι ὁ αὐτὸς
θέλει γὰρ ὑπὸ χεῖρα κλάνειν τοὺς ἄρτους καὶ πλέον πάντων τρώγειν . ἐπιθῶμεν αὐτῷ τὸν γούργαθον . “ καὶ πάντες
6159934 προσσεσηρως
ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον , προσκινῶν δὲ σέλινα
νεωτέρους παράσιτος . εἴποις δ ' ἂν καὶ κύων προσσαίνων προσσεσηρώς , ἐπισίτιος , λυμεὼν τῆς νεότητος , ἀσύμβολος ,
6159703 χρυσειῳ
: χὢ μὲν ἔλυσε πέδιλον Ἀδώνιδος , οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς
εἰπὼν παλάμῃσι δέπας πολυχανδὲς ἀείρας Μέμνονα προφρονέως στιβαρῷ δείδεκτο κυπέλλῳ χρυσείῳ , τό ῥα δῶκε περίφρων Ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος κλυτὸν ἔργον
6157873 τυρον
κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον
οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο :
6150455 αἰνυμενος
δέρμα λέοντος . τοῦ κεράσας κρητῆρα μέγαν χρυσοῖο φαεινὸν σκύπφους αἰνύμενος θαμέας ποτὸν ἡδὺν ἔπινεν . καί ῥ ' ὁ
τοῦ ταχέος : σκαρθμὸς ὁ πούς αἰνύμενος ] λαμβάνων : αἰνύμενος ἐκ τοῦ αἴνυμαι , τὸ ἀφαιροῦμαι καὶ λαμβάνω μογέοντι
6143908 σταμνια
μετάλλου ἢ ὄρους ἢ βακτηρίας , ἀλλ ' οὐδὲ οἴνου σταμνία οὐδὲ ὄσπρια οὐδὲ τραγήματα . ταῦτα μὲν ἐπιεικῶς οἶμαι
σοὶ ἄλλο δόξῃ . πέμπω δὲ καὶ οἴνου γλυκέος δώδεκα σταμνία τοῖς παισὶ καὶ μέλιτος δύο . ἰσχάδων δὲ ὕστερον
6139886 ὀπτα
. ἀνάλυσιν γὰρ ἔχειν δοκεῖ τοῦ βελτίονος . τὰ δὲ ὀπτὰ κρέα καλεῖται φλογίδες . ὅτι Σάμιοι , φησὶν Ἡγήσανδρος
ἄρτοι μὲν ὀλίγοι , κρέα δὲ πολλὰ ἐν ὕδατι καὶ ὀπτὰ ἐπ ' ἀνθράκων ἢ ὀβελίσκων . προσφέρονται δὲ ταῦτα
6136051 ἰασπιν
χειμερίαν πάχνην , τέμνοις , εὑρήσεις δὲ καὶ τὴν πρασινίζουσαν ἴασπιν . Ἑξῆς δὲ ὁ Ἶρις ποταμὸς τὸ καθαρὸν ὕδωρ
δίδου δὲ πρὸς τὴν δύναμιν ἑκάστου . Εἰς δὲ τὸν ἴασπιν λίθον γλύψον ἰκτῖνα διασπαράσσοντα ὄφιν , καὶ ὑπὸ τὸν
6135118 κοφινους
τῶν σύκων πλέγμα τρασιά . εἴποις δ ' ἂν πλέκειν κοφίνους , σωράκους , ἀρρίχους , φερνία , λάρκους ,
καὶ θερμασία , καὶ ἡνίκα συμμέτρως βρέχει , τίθει τοὺς κοφίνους ὑπαιθρίους , καὶ περὶ δυσμὰς ἡλίου εἰσκόμιζε τούτους εἰς
6131628 ἰοις
γε μὴν κεφαλὴν ἀνθέμοις ἐρέπτομαι , λειρίοις ῥόδοις κρίνεσιν κοσμοσανδάλοις ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς ἑρπύλλῳ κρόκοις
παρ ' ἐμοὶ ἡθροισμένων , οὓς σὺ λαβὼν εὐθὺς ἂν ἴοις , καὶ αὐτὸς δ ' ἂν ἔχων τὴν ἄλλην
6129928 ζωμος
' οὐχ ὑπέμεινε , βιάζετο γὰρ ῥαδέεσσι : δάμνα μιν ζωμός τε μέλας ἀκροκώλιά θ ' ἑφθά . παῖς δέ
ὑπέμεινε , βιάζετο γάρ ῥ ' ἀδέεσσι : δάμνα μιν ζωμός τε μέλας ἀκροκώλιά θ ' ἑφθά , παῖς δέ
6127393 πιθους
ποιοῦντες , κάλαμον ἢ ξύλον ἐπιβάλλουσιν ὀρθὸν εἰς τοὺς κενωθέντας πίθους , ἵν ' οἱ ἐμπίπτοντες κώνωπες ἤ τινα τοιαῦτα
καὶ καλλιοινίαν συμβάλλεται . διὰ τοῦτο μικροὺς χρὴ κατασκευάζειν τοὺς πίθους . εἰ δὲ φθάσαιμεν παλαιοὺς πίθους ἔχειν μεγάλους ,
6124986 ἀπυρῳ
ἡ γὰρ φύσις τὴν φύσιν νικᾷ . Τῷ θείῳ τῷ ἀπύρῳ συλλείου σῶρι καὶ χάλκανθον : τὸ δὲ σῶρί ἐστιν
τοῦ θ εἰς τὸ δ εἴρηται . ἐν τ ' ἀπύρῳ οἴκῳ καὶ ἐν ἤθεσι λευγαλέοισι : ἀθέρμῳ ἐν τοῖς

Back