Ἐρεχθειδᾶν , τηλεπόροις δ ' ἐν ἄντροις τράφη θυέλλῃσιν ἐν πατρῴαις Βορεὰς ἅμιππος ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου θεῶν παῖς : ἀλλὰ
ἀνῄρει τοὺς ἀγρίους θῆρας , πολλὴν ἡσυχίαν καὶ εἰρήνην ταῖς πατρῴαις παρέχουσα βουσίν : ἀναιρουμένων γὰρ τῶν ἀγρίων θηρῶν εὐμαρῶς
6498985 σφαγαισι
θεοὺς ἄκοντας ἐκπονήσομεν φράζειν ἃ μὴ θέλουσιν , ἢ προβωμίοις σφαγαῖσι μήλων ἢ δι ' οἰωνῶν πτεροῖς . ] ἃν
ὠφελουμένῳ [ ] . ὁ δ ' ἀμφὶ πλευραῖς καὶ σφαγαῖσι ? [ κείμενος ] , πατὴρ ? [ ]
6053432 Ἐρεχθειδαν
ἀνύμφευτον γονάν : ἁ δὲ σπέρμα μὲν ἀρχαιογόνων ἄντας ' Ἐρεχθειδᾶν , τηλεπόροις δ ' ἐν ἄντροις τράφη θυέλλῃσιν ἐν
τοὺς ἀτιμάζοντας τιμωρούμενοι : ταῖς διύγροις : ἢ πόσιν τὸν Ἐρεχθειδᾶν : στοχαστικὸν τὸ ἦθος . ἢ , φησὶν ,
5812504 βοας
Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος . πορευόμενος οὖν ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας διὰ τῆς Εὐρώπης , ἄγρια πολλὰ ζῷα ἀνελὼν Λιβύης
τὸν ἆθλον κελευσθεὶς , τὸ σιδηραῖς ζεύγλαις τοὺς πυριπνόους ζεῦξαι βόας καὶ σπεῖραι τοὺς δρακοντείους ὀδόντας , δι ' αὐτῆς
5772456 νεβροις
Ἀπηχθημέναι δέ εἰσι δεινῶς αὗται ταῖς τε ἐλάφοις καὶ τοῖς νεβροῖς , καὶ πανταχοῦ περινοστοῦσι τά τε δύσβατα τῶν χωρίων
ὡς δ ' ἄλλοι φασίν , ἀστερίαν , οὐ μόνον νεβροῖς , ἀλλὰ καὶ ταύροις ἐπιτίθεται κατὰ τὸ καρτερόν :
5769687 νυμφαις
αἱ πανηγύρεις ἀμπελόεις ] τῆς ἀμπέλου ἕλικας ] τὰ κλήματα νύμφαις ] ὕδασι ἴσως καὶ βατόεντα : ὁμοίως καὶ τοὺς
μὲν καὶ νάπας Πανί , λειμῶνας δὲ καὶ τεθηλότα χωρία νύμφαις , ἀκτὰς δὲ καὶ νήσους πελαγίοις δαίμοσι , τῶν
5719334 κοραις
. Γῆ δὲ ἐλεοῦσα τὸ πάθος φυτὰ εὐθαλῆ ὅμοια ταῖς κόραις ἀνῆκε , τέρψιν ἀνθρώποις καὶ μνήμην ἐπ ' αὐταῖς
ἐκείνην εὐπρεπεστέρας . ἀλλὰ κἂν εἰ νόμος ἐδίδου φανῆναι ταῖς κόραις , ὡς μᾶλλον ἐντεῦθεν ἐμὲ πρὸς τὸν ἀγῶνα πλεονεκτεῖν
5696040 ἠρατο
ἀνήγαγεν Ἀρχίας . ὁ δὲ Ἀρχίας οὗτος Θούριος ὢν ἔργον ἤρατο ἀνόσιον : ὅσοι Μακεδόσιν ἔπραξαν ἐναντία πρὶν ἢ τοῖς
ὁ παρ ' ἁμῖν , ὡρχαῖος Πολύφαμος , ὅκ ' ἤρατο τᾶς Γαλατείας , ἄρτι γενειάσδων περὶ τὸ στόμα τὼς
5673458 χαλκεοις
ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ' ἐς κείνου γενεάν , ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν : τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς
] στᾶσαι φατίξωσιν [ ] φύξις , οὐδ ' εἰ χαλκέοις ? [ ] [ τείχεσιν ] μίμνησηι κε ?
5619988 διναις
. φρεσὶν ] ἤγουν λογισμοῖς . τελεσφόροις ] τετελεσμένοις . δίναις ] στροφαῖς , ἤγουν πολλοὺς λογισμοὺς ἀνελίσσει καθ '
αὐτοῦ καθίησιν ἐς τὸ ὕδωρ , καὶ εἰλεῖται ἐν ταῖς δίναις στρεφόμενον , τό γε μὴν τέλος διὰ χειρῶν ἔχει
5535485 βακχαις
σύνταξις οὕτω : ποῖ φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις διαμοιρᾶσαι , ἤγουν διασπαράξαι μεληδὸν , καὶ τοῖς κυσὶ
πᾶ φέρομαι : ποῖ φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις τοῦ Ἅιδου , ἤγουν ταῖς Τρωικαῖς γυναιξίν . ἐν
5523347 βαρυνθεις
Καὶ πρὸς τί δυσλόγιστον ὧδ ' ᾖξεν χέρα ; Χόλῳ βαρυνθεὶς τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων . Τί δῆτα ποίμναις τήνδ '
ἰδίᾳ γυναικί . ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν τῷ οἴνῳ βαρυνθεὶς συνῆλθε τῇ γυναικὶ αὐτοῦ , ἀφ ' ἧς ἔσχε
5519125 στεφανοις
τοὺς ἐκ τοῦ δήμου πόῤῥωθεν προκατελάμβανον τὰς εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις καὶ κηρύγμασι . Κατιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι
πρὸς Χειρίσοφον , κατελάμβανον κἀκείνους σκηνοῦντας ἐστεφανωμένους τοῦ ξηροῦ χιλοῦ στεφάνοις , καὶ διακονοῦντας Ἀρμενίους παῖδας σὺν ταῖς βαρβαρικαῖς στολαῖς
5508910 Ἐνυαλιου
οὔτι κατὰ σφετερὰν ἐελδώ ἐσθλὸν † προδεδεγμένον † ἐέλδωρ κλάδον Ἐνυαλίου , οὐδὲ Κυάρας ὁ Μηδείων στρατηγός . † παρὰ
ξυνὸν λέχος ἥτε λέλογχεν , εἰ δ ' ἄρ ' Ἐνυαλίου οἴκους . . . ἡ μάχη ἢ ἀδελφῶν πρὸς
5471870 δορι
φυγεῖν ἐφθόνουν . οὐδ ' αὐτοί πω πόλιν οὐδεμίαν ὧν δορὶ ἐλάβομεν , τοιαῦτα διεθήκαμεν οὐδὲ ἑτέρους ἐπυθόμεθα διαθεῖναι ,
πατρός . Ὁ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐννέπει : Τέκνον , δορὶ βούλου κρατεῖν μέν , σὺν θεῷ δ ' ἀεὶ
5469184 παγαις
τὸ Αἰσχύλου . τοῖς ἑαυτοῦ πτεροῖς περιπεσὼν καὶ ἐνσχεθεὶς ταῖς πάγαις , ἃς ἄλλοις ὑφῆκε , τὰ ἐκ τοῦ νόμου
τοῦ καλλιερῆσαι βουλεύονται . Ἀλλ ' οὐκ αὖθις ἀλώπηξ : πάγαις ἁλώσεται λείπει : παρόσον ἅπαξ διαφυγοῦσα πάγας , δεύτερον
5456183 ἀφροσυναις
ἄφνει ' . . . . ἀφραδίῃσιν : ἀβουλίαις , ἀφροσύναις : ἀπὸ τοῦ φράζω ἔφραζον , ὁ μέσος παρακείμενος
εἰς ἕλιγμα δρακόντων καὶ εἰς διαζώσματα , τότε ὅτε ταῖς ἀφροσύναις αὐτῶν τὴν ἑορτὴν τοῦ θεοῦ ἠτίμησαν . Τούτου χάριν
5450206 ὀχθαις
φάραγγα ἐσπίπτων ἀφανίζεται . φύεται δὲ αὐτοῦ πόα πρὸς ταῖς ὄχθαις : ἀστερίωνα ὀνομάζουσι καὶ τὴν πόαν : ταύτην τῇ
” καὶ πάλιν ” ναῖε δὲ Σατνιόεντος ἐυρρείταο παρ ' ὄχθαις Πήδασον „ αἰπεινήν . „ * Σατνιόεντα δ '
5439961 χερσι
, ὁ δὲ ἀπέγνω τὴν αἰτίαν ὡς μήτε ταῖς ἑαυτοῦ χερσὶ μήτε ταῖς τῶν ἑαυτοῦ δούλων τετυπτηκότος τὸν τεθνάναι λεγόμενον
καὶ Πλειάδες τε καὶ ὑποκάτω Κῆτος , Ὠρίων ξίφος ἐν χερσὶ κατέχων φασγανῶδες σὺν Ἅρμα τε Ἡνίοχος καὶ ὕπτιος Ὀσίρις
5427479 ῥοαις
αἱ ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἐκπεμπόμεναι . γράφεται προσέλκοι . καλλιρόοισι ῥοαῖς : ταῖς ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἀναφερομέναις τῶν μετ '
πόντος : πέλαγος . ῥώμη : ἰσχύς , δύναμις . ῥοαῖς : τοῖς ῥέουσιν ὕδασιν . ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον .
5407265 λιταις
Ἁρμονίας τῆς σῆς θυγατρός . θ γεγόναμεν ] ἐγεννήθημεν . λιταῖς ] παρακλήσεσι . θ θεοκλύτοις : μεγάλαις ἢ ἐλεειναῖς
πολλὰ καὶ μάτην ἐρεῖν : τέγγῃ γὰρ οὐδὲν οὐδὲ μαλθάσσῃ λιταῖς ἐμαῖς : δακὼν δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος βιάζῃ
5396505 σφαγαις
φόβον . ἕκτον δὲ δὴ τόδ ' ἦμαρ ἐξ ὅτου σφαγαῖς θανοῦσα μήτηρ πυρὶ καθήγνισται δέμας , ὧν οὔτε σῖτα
οὗ καὶ φόνος Ὀλυμπίασιν ἐγένετο , Σάμιοι Λύσανδρον ἐπὶ τοσαύταις σφαγαῖς καὶ τοσούτοις κακοῖς , † Ἀλκμὰν καὶ Ἡσίοδος Μήδειαν
5367304 ἑπταπυλοις
ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει . ἐστὶ δὲ κἀν Θήβαις ταῖς ἑπταπύλοις ἐπιεικῆ κἀν Θάσῳ ἔν τ ' ἄλλαις πόλεσίν τισιν
ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει . ἔστι δὲ κἀν Θήβαις ταῖς ἑπταπύλοις ἐπιεικῆ κἀν Θάσῳ ἐν τ ' ἄλλαις πόλεσί τισιν
5361026 θοαις
μόνον νιν ἐλλελειμμένον , ὀξὺν δι ' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις διώκει , κἀξισώσαντε ζυγὰ ἠλαυνέτην , τότ '
ἀπαστράπτουσιν ὀπωπαί . οὐρὴ δ ' αὖτ ' ἐλαχεῖα , θοαῖς ἅτε δορκαλίδεσσιν , ἄκραισιν μετόπισθε μελαινομένῃσιν ἐθείραις . Ναὶ
5347670 ἀρουραις
καὶ ἐπὶ σκοπὸν εἷναι ὀιστόν Εὔρυτος ἐκ πατέρων μεγάλαις ἀφνειὸς ἀρούραις . αὐτὰρ ἀοιδὸν ἔθηκε καὶ ἄμφω χεῖρας ἔπλασσεν πυξίνᾳ
Πύθια νικήσας . τρίτον ἐπὶ στέφανον πατρῴαν βαλὼν ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραις : ὅτι τὴν Φωκίδα χώραν ἀφνεὰν ἄρουραν Πυλάδου εἴρηκε
5346222 ἀσπασιοι
περιτροπέοντες ἐλαύνομεν , ὄφρ ' ἐπὶ νῆα ἱκόμεθ ' : ἀσπάσιοι δὲ φίλοις ' ἑτάροισι φάνημεν , οἳ φύγομεν θάνατον
ἤπειρόνδε νηχόμενοι , πολλὴ δὲ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη , ἀσπάσιοι δ ' ἐπέβαν γαίης , κακότητα φυγόντες : ὣς
5342453 ἐρατην
μὴ κατοκνεῖν εἰς πόνους . Οὐδὲ σέθεν γεραρὴν ἰδ ' ἐρατὴν πυκτηΐδα ἡμιτελῆ παρέθηκα , σοφίης ὄρχαμ ' ὦσχε ,
Ἑλλάδος ἱερῆς καὶ μυχὸν ἑστίης πατρῴης , ἥβην τ ' ἐρατὴν καὶ καλὸν ἡλίου πρόσωπον . ἐδυνάμην δ ' ἂν
5341579 θαμ
ὧδε κακὸς χόλος ἔμπεσε θυμῷ . ταῦτά μ ' ἀγειρόμενοι θάμ ' ἐβάζετε : νῦν δὲ πέφανται φυλόπιδος μέγα ἔργον
αὐτοῖν ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος τοιαῦτα μέλειν θάμ ' ἑαυτῷ . Ὅρμα χώρει , κοῦφα ποσίν ,
5336995 δμωας
τῶν ἐμῶν γονάτων : τὸν μὲν τῶν νεκρῶν : γράφεται δμῶας : τὸν δὲ Πολυνείκους νέκυν : φανερώσεται κηρυχθήσεται :
πορπάματα , Πυλάδην μὲν εἵλετ ' ἐν πόνοις ὑπηρέτην , δμῶας δ ' ἀπωθεῖ : καὶ λαβὼν μόσχου πόδα λευκὰς
5329924 αἰγλην
εἶχε τὸ σῶμα , πυρὸς δ ' ἐξ ὀμμάτων ἔλαμπεν αἴγλην . οὐκ ἠστόχει δὲ οὔτε τοξεύων οὔτε ἀκοντίζων .
δὲ πολύσκιον ἄλσος Ἄρηος . ὡς δὲ σεληναίης διχομήνιδα παρθένος αἴγλην ὑψόθεν † ἀνέχουσαν ὑπωρόφιον θαλάμοιο λεπταλέῳ ἑανῷ ὑποΐσχεται ,
5329035 κοροι
' ἕνεχ ' οὐκ Διὸς Ἡρακλῆς ⌊ ⌋ Λήδας τε κόροι ⌊ ⌋ ⌊ ⌋ πόλλ ' ἀνέτλασαν ἔργοις ,
: ἐπεισπίπτει δ ' οἰκοτριβὴς δαπάνη . οἱ Λακεδαιμονίων δὲ κόροι πίνουσι τοσοῦτον , ὥστε φρέν ' εἰς ἱλαρὰν ἐλπίδα
5327658 Βακχιου
μυχοὺς λάμπεις ἀφεύων τὴν ἐπανθοῦσαν τρίχα : στοάς τε καρποῦ Βακχίου τε νάματος πλήρεις ὑποιγνύσαισι συμπαραστατεῖς : καὶ ταῦτα συνδρῶν
δὲ μέτρ ' ἐνέχευ ' , ἀνέμισγε δ ' αἷμα Βακχίου νεορρύτοισιν δακρύοισι Νυμφᾶν . οὔτοι τόν γ ' ὑπεραμπέχοντ
5325048 πλαγκτον
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
5307439 Βορεας
' ἐρᾶν καὶ κατεσθίειν : σὺ δὲ κάρτα φείδηι . Βορέας : τὸ Δάτιδος μέλος [ ! ! ! !
αὐτοὺς ἑκὼν ψυχῇ προσηνεστάτῃ ταχέως ἐκέλευσεν ὁ τῶν ἀνέμων βασιλεὺς Βορέας . ἴσως δὲ τὰ ὀνόματα πεποιημένα ἀπὸ τοῦ πατρός
5303822 κομαις
ζυγὸν ὅταν θέλωσι , νυμφίους ἀρνούμεναι , τοὺς Ἑκτορείοις ἠγλαϊσμένους κόμαις , μορφῆς ἔχοντας σίφλον ἢ μῶμαρ γένους , ἐμὸν
νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις ὑμῶν , ὅτε μ ' οὐ φρονεῖν νομίζετ '
5301407 ἀτλητους
ἐν ἀγορᾷ κείμενον . τὸ δὲ εἰς σίδηρον μεταβάλλειν συμφορὰς ἀτλήτους σημαίνει , ἃς ὑπομείνας ὁ ἰδὼν εἰς γῆρας ἀφίξεται
οὐδὲν ἐπίρρημα σχηματίζεται . κεδαιόμενος : διακοπτόμενος , μεριζόμενος . ἀτλήτους μελεδῶνας : ἀνυποστάτους μερίμνας ἔχω , ἀνυπομονήτους καὶ μεγάλας
5294595 εὐκλεων
: ἔρεισμα , ἤγουν στήριγμα , ἀσφάλειαν τῆς Ἀκράγαντος καὶ εὐκλεῶν πατέρων υἱὸν ἐξαίρετον : ἀπὸ τοῦ Κάδμου γὰρ κατήγετο
ἀνδρῶν ; ὡς οὐδέποτε ἐκλανθάνεσθαι δέον τῆς ἀρετῆς οὐδὲ τῶν εὐκλεῶν πράξεων , οὔτε πίνοντα οὔτε ᾄδοντα , τὸν γενναῖον
5289778 γυας
ἔτλα , νόσον : διέβα δὲ Φρυγῶν καὶ πρὸς εὐκάρπους γύας σκηπτὸς σταλάσσων Δαναΐδαις φόνον . Φθιώτιδες γυναῖκες , ἱστοροῦντί
οἷον στελεῷ : “ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον πεντήκοντα γύας ἔχον : γύης δὲ μέτρον γῆς . περιμήκετον περισσῶς
5280211 ἀκτεριστον
τάφον κρύψουσι κοίλης ἐν μυχοῖς διασφάγος . τοῖς δ ' ἀκτέριστον σῆμα Δαυνῖται νεκρῶν στήσουσι χωστῷ τροχμάλῳ κατηρεφές , χώραν
τῷ Διομήδει πῖον καὶ λιπαρὸν ἔδαφος . τοὶ δ ' ἀκτέριστον : οὐ γὰρ ἐκτερίσθησαν ἤτοι ἐτάφησαν ὡς νόμος θάπτεσθαι
5274135 πολυπημονι
νέμεσίν τε θεῶν . εἰς χεῖρας ἰοῦσα Αἰήτεω , λώβῃ πολυπήμονι δῃωθῆναι , οὐ νηούς , οὐ πύργον ἐπίρροθον ,
: ἐπὴν δ ' εἰς τέρμα βίοιο μοιριδίου θανάτοιο μόλῃ πολυπήμονι πότμῳ , ἢ διὰ λαιμοτόμου φάρυγος βίον αἵματι λείψει
5258405 χθονα
ἐν ταῖς Βάκχαις ὁ Διόνυσος ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίων χθόνα : οὔποτ ' ἐκ φρενῶν : τὸ ἑξῆς :
ὁρκωμοτεῖν . ὁ δ ' ὅρκος ἔσται μήποτ ' Ἀργείους χθόνα ἐς τήνδ ' ἐποίσειν πολέμιον παντευχίαν ἄλλων τ '
5257774 πωλους
ὑπὸ ἱππείας πολλῆς περιληφθῶσιν , οὐ βούλονται φεύγειν καταλιπόντες τοὺς πώλους , ἀλλὰ μάχονται καὶ κέρατι καὶ λακτίσμασι καὶ δήγμασι
. φησί που Εὔβουλος : τὰς φειδωλοὺς κερμάτων παλευτρίας , πώλους Κύπριδος ἐξησκημένας γυμνὰς ἐφεξῆς ἐπικαίρους τεταμένας ἐν λεπτοπήνοις ὕμεσιν
5256508 σφετερου
πρὸς λῃστείαν , ἡγουμένων ἀνδρῶν οὐ τῶν ἀδυνατωτάτων κέρδους τοῦ σφετέρου αὐτῶν ἕνεκα καὶ τοῖς ἀσθενέσι τροφῆς , καὶ προσπίπτοντες
δύναμιν δὲ παρὰ Φράγγοις μεγίστην εἰχέτην , ὡς καὶ τοῦ σφετέρου ἔθνους ἡγεῖσθαι , Θευδιβέρτου πρότερον παρασχόντος . οἱ δὲ
5252121 ὡρμων
ἀστὴρ τῆς Ἀφροδίτης ἀνατέλλων . ἐσσεύοντο δʹ : ἐδίωκον . ὥρμων . ἠκολούθουν . καὶ ἀπεβόων . ἐστέ βʹ :
δέ γε ᾔδειν ὅτι νοσεῖν μοι καθείμαρται νῦν , καὶ ὥρμων ἂν ἐπ ' αὐτό : καὶ γὰρ ὁ πούς
5247522 μουναξ
εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ . ἤδη μὲν πολέων φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας , μουνὰξ κτεινομένων καὶ ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ : ἀλλά κε κεῖνα
' ἀραρυῖαν δικλίδ ' ἐπιπλήσσοντες ἀνακρούουσιν ὀχῆας , τοῖοί οἱ μουνὰξ ὑποκείμενοι ἰνδάλλονται ἀστέρες . Ἡ δ ' αὕτως ὀλίγων
5245190 ἀσπισιν
, καὶ τομὰς ὡς ἀπὸ βέλους . ἀλλὰ ταῖς γε ἀσπίσιν ἐκδεχόμενοι τοὺς λίθους ὀλίγον τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζον . ἐπεὶ
ὄρχησιν λέγει τὴν πυρρίχην . κτύπον γάρ τινα ἐν ταῖς ἀσπίσιν ἐποίουν οὗτοι πρὸς τὸ ὑπερηχεῖσθαι τὸν κλαυθμὸν τοῦ παιδίου
5244676 ἱμερον
εἴς τε τὴν δι ' ὄψεως τέρψιν καὶ πρὸς φιλοσοφίας ἵμερον ἀπέφηνεν , πελάγη δὲ καὶ πηγὰς καὶ ποταμοὺς καὶ
αὔρῃ ἐν εὐκραεῖ δεδοκημένος ἠὲ γαλήνῃ δελφίνων ἀγέλας εὐειδέας , ἵμερον ἅλμης : οἱ μὲν γὰρ προπάροιθεν ἀολλέες ἠΰτε κοῦροι
5244667 χερι
σοὺς πόνους . ὑμῶν δὲ μή τις ἀσπίδ ' ἄρηται χερί : ἐγὼ γὰρ † ἕξεω † τοὺς μέγ '
οὐ δῆτ ' , ἐπεί σφας τῆιδ ' ἐγὼ θάψω χερί , φέρους ' ἐς Ἥρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ ,
5244614 σπορον
τρικάρπους ἐθεασάμην ἀρούρας θερινὸν ἐπὶ χειμερινῷ καὶ μετοπωρινὸν ἐπὶ θερινῷ σπόρον ἐκφερούσας ; ποίας δ ' ἐλαιοφόρου τὰ Μεσσαπίων καὶ
ἀλλ ' ἡ μὲν ἀλόγοις ζῴοις μετὰ χρόνον ἐρρίφη , σπόρον δὲ πυροῦ καὶ κριθῆς εἶδον αἱ γεωργῶν ἐπιμέλειαι εὑροῦσαι
5235510 βουσιν
ἄνθρωπε , ἐν παντὶ γένει φύεταί τι ἐξαίρετον : ἐν βουσίν , ἐν κυσίν , ἐν μελίσσαις , ἐν ἵπποις
: βοτάνη συνουσιαστική τὰ δὲ σκύρα ὄρεξιν ἀφροδισίων παρέχει ταῖς βουσίν . ὡς οὖν τῶν βουκόλων ἐπεχόντων τὰς βοῦς καὶ
5232964 ἀμειβομενοι
, ” ἐπὶ δὲ τοῦ κατὰ μέρος “ οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἐναλλάσσειν “
ὀρχοῦνται . καὶ ὀρχοῦνταί που ἀνὰ μέρος πυκνῶς ταρφέ ' ἀμειβόμενοι ) , ἄλλων ἐφεστώτων καὶ ἐπικροτούντων τοῖς λιχανοῖς δακτύλοις
5225057 ἁρπαξας
ποτε καὶ Γανυμήδους ἤρατο καὶ Κρονίδης , ἀθανάτων βασιλεύς , ἁρπάξας δ ' ἐς Ὄλυμπον ἀνήγαγε καί μιν ἔθηκεν δαίμονα
ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς [ ἔπλεον ] ” ἁρπάξας ἐν ποντοπόροισι νέεσσι , νήσῳ δ ' ἐν Κρανάῃ
5221984 ἐσυτο
, Κωδώνης λέκτρα καὶ Ἀνθεμόνης . αὐτὸς δ ' Ἑσπερίην ἔσυτο χθόνα , γείνατο δ ' υἷα Ῥωμύλον . Τῆς
: ἀλίμενα δ ' ὅρια μέλεα βαρβάρου στολᾶς τότ ' ἔσυτο πατρίδος ἀποπρὸ χειμάτων πνοᾶι γέρας οὐ γέρας ἀλλ '
5221470 Τυδευς
, ὅταν βούλησθε . οἱ δὲ στρατηγοί , μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος , ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν : αὐτοὶ γὰρ
Ὠλενίαν ἀδελφὸν ἴδιον . . . . Ξ , : Τυδεὺς ὁ Οἰνέως , Αἰτωλὸς μὲν ἦν τὸ γένος ,
5216824 ἀπαιδας
δυοῖν θεαῖν Κόρης τε καὶ Δήμητρος , οἰκτίρουσα μὲν πολιὰς ἄπαιδας τάσδε μητέρας τέκνων , σέβουσα δ ' ἱερὰ στέμματ
πιοῦσα δοριπετῆ φόνον ἀλόχους τ ' ἀνάνδρους γραῦς τ ' ἄπαιδας ὤλεσεν πολιούς τε πατέρας . εἰ δὲ τοὺς λελειμμένους
5214381 μελεαν
τὰν σὰν εἰς εὐνάν , ἵνα μ ' ἐν λέχεσιν μελέαν μελέοις ἐζεύξω τὰν δύστανον . οἴμοι μοι : καὶ
, οἵαν ἔκελσας ὁδὸν ποτὶ Τροίαν : ἦ δυσδαίμονα καὶ μελέαν ἀπὸ μὲν φαμένας ἐμοῦ πορευθείς , ἀπὸ δ '
5210881 θεντο
. . . διὰ τοῦτό σοι Ἕκτωρ σῆμα καὶ ἀγχέμαχοι θέντο Λυκαονίδαι „ . Ζεῦγμα , πόλις Συρίας ἐπὶ τῷ
νέκυν [ ἐν ] ? τάφῳ [ ] / πολυστόνῳ θέντο Πηλεΐδαν ? , ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ ἦλθον
5208148 ἐξειποντος
συνειδότων , ἄλλων τε ἴσως καὶ Ἑρμενερίχου τοῦ Ἄσπερος παιδὸς ἐξειπόντος τὴν συνωμοσίαν τῷ Ζήνωνι . πρὸς οἷς Μάρσος καὶ
προενοεῖτο , ἵνα μὴ αὐτὸς κινδυνεύσῃ ἐκείνου ἐν ταῖς βασάνοις ἐξειπόντος : ἀλλὰ νοητέον ἐνταῦθα τὴν πιθανὴν ἀπολογίαν ἀντὶ τοῦ
5206066 πετραις
δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ Λάμαχος . ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον . Γ ἔπαιξε πλάσας ὄνομα
. Κλινοπόδιον θαμνίον ἐστὶ φρυγανῶδες , δισπίθαμον , φυόμενον ἐν πέτραις , ἔχον φύλλα ἑρπύλλῳ παραπλήσια καὶ ἄνθη ὅμοια κλίνης
5198741 στολας
σκηνῆς τὸ τῶν ἐλεφάντων ἄγημα διεσκευασμένον ἐφεστήκει καὶ Μακεδόνες χίλιοι στολὰς Μακεδονικὰς ἔχοντες . ἐπὶ τούτοις πεντακόσιοι Σούσιοι πορφυροσχήμονες ,
δέκα καὶ τὰ ἀκόλουθα πάντα καὶ κυλικεῖον ταλάντων τριάκοντα καὶ στολὰς δέκα καὶ πορφύραν καὶ στέφανον διαπρεπῆ καὶ βυσσίνων ὀθονίων
5195532 θυων
οὐκ αἰσχύνει τοὺς θεοὺς αὐτοὺς μάρτυρας τοσαύτης κακίας ποιούμενος , θύων καὶ σπένδων καὶ παιανίζων ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς
περὶ ὧν καὶ μάρτυρας ἕξω παρασχέσθαι . Πρῶτον μὲν γὰρ θύων τῷ Διονύσῳ καὶ τοὺς οἰκείους ἅπαντας καλέσας καὶ τῶν
5195131 χερσιν
πολύ . Τούτῳ γὰρ ὢν ἔχθιστος Ἀργείων ἀνὴρ μόνος παρέστης χερσίν , οὐδ ' ἔτλης παρὼν θανόντι τῷδε ζῶν ἐφυβρίσαι
ἀναΐξας ἐριούνιος ἅρμα καὶ ἵππους καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν , ἐν δ ' ἔπνευς ' ἵπποισι καὶ ἡμιόνοις
5194358 πρωνας
οἰκῶν . Κίλικας : ὄνομα . Πάγους : λίθους . πρῶνας : τόπους ὑψηλούς . Ἀμανοῦ : ὄνομα ὄρους Ἀντιοχείας
ἱερείας σκύλαξ πρῶτος κελαινῷ βωμὸν αἱμάξῃ βρότῳ . Ἄλλοι δὲ πρῶνας δυσβάτους Τυλησίους Λίνου θ ' ἁλισμήκτοιο δειραίαν ἄκραν ,
5190101 ξανθαν
. . . . . . . . . ἀπὸ ξανθᾶν γεννύων . . . . . . . .
οὐριβάται κινοῦσιν ποιμνᾶν ἐλάται , ἔγρονται δ ' εἰς βοτάναν ξανθᾶν πώλων συζυγίαι : ἤδη δ ' εἰς ἔργα κυναγοὶ
5189741 ὀλβιοι
πρὸς ? ? [ Ὄλυμπον ] [ . . . ὄλβιοι δ ' ἅπαντες αἴσᾳ λυσιπόνων τελετᾶν . ἔνθεν τὸν
ἐς δύσιν ἄρκτων . καὶ τὴν μὲν πολλοί τε καὶ ὄλβιοι ἄνδρες ἔχουσιν , οὐχ ἅμα ναιετάοντες ὁμώνυμοι , ἀλλὰ
5188128 κρατερους
πελέκεσσι τυπέντα ὑλοτόμοι στοιχηδὸν ἐπὶ ῥηγμῖνι βάλωσιν , ὄφρα νοτισθέντα κρατεροὺς ἀνεχοίατο γόμφους ὧς οἱ ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος πολιοῖο τέταντο
πρὶν ἄμαλλαν ὑπ ' ἀμητῆρσι δαμῆναι , ἀντί ' ἐπισσεύῃ κρατεροὺς κύνας , οἳ δ ' ὁρόωντες ἐσσυμένους τρομέουσι ,
5184644 νυμφηι
κἀκεῖ πλέον ἔστ ' ἀγαθοῖς , τούτων μετέχους ' Ἅιδου νύμφηι παρεδρεύοις . πολλοὺς μὲν ἤδη κἀπὸ παντοίας χθονὸς ξένους
μετὰ καιρὸν ὀλίγον ἐφονεύθη καὶ αὐτὴ ἡ Ὀλυμπιὰς σὺν τῆι νύμφηι Ῥωξάνηι καὶ τῶι ἐγγόνωι Ἀλεξάνδρωι ἀπηνῶς παρὰ τοῦ υἱοῦ
5183590 ἐνθεμενοι
ἁλισκομένου δὲ τοῦ τείχους οὗτοι μὲν γυναῖκας ἐς τὰ πλοῖα ἐνθέμενοι καὶ παῖδας ἐκλείπουσι τὴν αὑτῶν , Ἀργεῖοι δὲ ἐς
, ἀνελκύσαι , ἀναγαγεῖν , καὶ πληρωσάμενοι τὰ τόξα , ἐνθέμενοι τοὺς οἰστούς . εἶτα προεξέδραμον οἱ ἱππῆς , προεξεπήδησαν
5179974 ἀκταις
τὴν πατρίδα τὸ πένθος αὐτοῦ παρεσήμηνεν . δειναῖσιν ταῖς δειναῖς ἀκταῖς δηλονότι τῆς θαλάσσης , παρὰ ταῖς ἀρχαῖς τοῦ ὕδατος
ἦλθες , ὦ παῖ Πηλέως . οὐ μὴν ἐπ ' ἀκταῖς γ ' ἐστὶ κωπήρης στρατός , οὔτ ' οὖν
5177860 Τμωλον
τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι : γίνεται δὲ ψευδάργυρος καὶ περὶ τὸν Τμῶλον . ταῦτα δ ' ἐστὶ τὰ χωρία , ἃ
' εἰσί , συμμετασχήσω χορῶν . Ἀσίας ἀπὸ γαίας ἱερὸν Τμῶλον ἀμείψασα θοάζω Βρομίωι πόνον ἡδὺν κάματόν τ ' εὐκάματον
5172918 ὑμεναιους
νομοῖς γενέσθαι , δοχμιᾶν διὰ κλειτύων βοσκήμασι σοῖσι συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους . σὺν δ ' ἐποιμαίνοντο χαρᾶι μελέων βαλιαί τε
δαίμονες τᾶς εὐπάτριδος γάμον Νηρήιδων ἔθεσαν πρώτας Πηλέως θ ' ὑμεναίους . σὲ δ ' ἐπὶ κάραι στέψουσι καλλικόμαν πλόκαμον
5171906 ἀρδουσι
γῇ , καὶ οὕτως θεραπεύσεις τὴν ἄμπελον . Οἱ δὲ ἄρδουσι τὰς τοιαύτας θαλαττίῳ ὕδατι : ἄλλοι δὲ καὶ ταύτας
τὰς ὄψεις καὶ σφύζουσιν αἰεί : μοῦναι γὰρ αὗται οὐκ ἄρδουσι τῶν φλεβῶν , ἀλλ ' ἀποτρέπεται ἐξ αὐτῶν τὸ
5165962 ἐκρεμασεν
δὲ καὶ εἰς τοὺς ὤμους αὐτοῦ σωσάνιον , καὶ τοξοθήκην ἐκρέμασεν εἰς τὰ στήθη αὐτοῦ , ἣν καὶ εἰς τὸ
ἀρχῆς οὐκ ἐξίστατο : καὶ δυσὶ νικήσας μάχαις καὶ συλλαβὼν ἐκρέμασεν , Εὐμένει τὴν ἀρχὴν ἀποκαταστήσας . Κρατερὸς δὲ συμμαχῶν
5155654 αἰχμηται
δέκ ' ἔτη νωλεμέως , αἰεὶ ταλασίφρονα θυμὸν ἔχοντες , αἰχμηταὶ πατέρων ἡμετέρων πατέρες . δῆλα οὖν ἐστιν ὡς ὕστερον
τεῖχος ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον , οὔτέ ποτ ' αἰχμηταὶ Δαναοὶ Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι , ἐπεὶ τὰ
5152174 βαθειαν
ὀστοῦν . συμβάλλει δὲ ἐπικεκαμμένῃ μετρίως τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ εἰς βαθεῖαν κοτύλην τοῦ ἰσχίου καὶ νεύρῳ ἀπήρτηται ἐκφυομένῳ ἐκ μέσης
: Ἀριστομένης δὲ ἔχων τοὺς λογάδας τὴν μὲν ἔξοδον περὶ βαθεῖαν ἐποιήσατο ἑσπέραν , ἔφθη δὲ ὑπὸ τάχους τὴν ἐς
5147383 θρονους
λαβοῦσα τόνδε παῖδα Κεκροπίαν χθόνα χώρει , Κρέουσα , κἀς θρόνους τυραννικοὺς ἵδρυσον . ἐκ γὰρ τῶν Ἐρεχθέως γεγὼς δίκαιος
ἵν ' οὐ πρέπει . οὐκ οἶσθα δῶμα τοὐμὸν ἢ θρόνους πατρός , οἷ χρῆν γεγωνεῖν ς ' εὐτυχοῦντα ποίμνια
5145259 λοισθιαν
ὑψόθεν ] εὐειδὴς ἄλοχος ! [ ˘˘ – – ] λοισθίαν ὥρμασεν Οἰν˘ [ – – – ] οὐδὲ τλαπενθὴς
. προπηδήσαντος δὲ τοῦ Πρωτεσιλάου καὶ εἰς θῖν ' ἐρείσας λοισθίαν : τελευταῖος γὰρ τῆς νεὼς ὁ Ἀχιλεὺς ἀπέβη διὰ
5135572 ἀεθˈλων
ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί μ ' ἔπεμψαν ὑψηλοτάτων μάρτυρ ' ἀέθˈλων : ξείνων δ ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν αὐτίκ '
ἐν πόντῳ , ταμίαι τε σοφοί Μοισᾶν ἀγωνίων τ ' ἀέθˈλων . [ ] νντιφ [ ! ] [ !
5133779 κουραν
θεὰ σατίνας τὰν ἁρπασθεῖσαν κυκλίων χορῶν ἔξω παρθενίων † μετὰ κουρᾶν δ ' † ˘˘˘ – ἀελλόποδες , ἁ μὲν
Πανδώρας Πύρρα . Πύρρας δὲ καὶ Δευκαλίωνος Πρωτογένεια . κοῦροι κουρᾶν : πληθυντικῶς εἶπεν : ἐχρῆν γὰρ ἑνικῶς εἰπεῖν :
5130485 δευετο
' Ἐνυώ . Πάντῃ δ ' αἷμα κελαινὸν ὑπέρρεε , δεύετο δὲ χθὼν Τρώων ὀλλυμένων ἠδ ' ἀλλοδαπῶν ἐπικούρων :
πέρι τεύχη βλημένου ἐν κονίῃσι , περὶ μελέεσσι δὲ θώρηξ δεύετο φοινήεντι λύθρῳ . Ὃ δὲ λοίγιον ἔγχος ἐκ χροὸς
5126188 ἱκοντο
Φαληρεὺς εἰς σωφροσύνην ἔλεγεν ταῦτα ποιεῖν ἀσπάσιοι λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο . : Ἕρμιππος δὲ ὁ Σμυρναῖος ἐν τοῖς περὶ
δ ' ὅτε δή ῥ ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο , σύν ῥ ' ἔβαλον ῥινούς , σὺν δ
5122536 τοξοφορων
. ] τῇ πολλοὶ πείσονται ὑπὲρ Λάχεσίν τε μόρον τε τοξοφόρων Μήδων , ὅταν αἴσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ . δῆλον μὲν
θέμιν ἁγνήν ⌋ ⌊ ἔκτεινεν ⌋ ⌊ Περσῶν ⌋ ⌊ τοξοφόρων βασιλεύς , ⌋ ⌊ οὐ φανερᾶς ⌋ ⌊ λόγχης
5121351 λιπουσαι
καὶ ἐπανακλαγγάνουσαι δικαίως : πρὸς δὲ τὸν κυνηγέτην μὴ ἐπανίτωσαν λιποῦσαι τὰ ἴχνη . μετὰ δὲ τοῦ εἴδους καὶ τοῦ
ἐς τάσδε γὰρ βλέψας ' ἐπηυξάμην τάδε γραῦς , αἳ λιποῦσαι δώματ ' Ἀργείας χθονὸς ἱκτῆρι θαλλῶι προσπίτνους ' ἐμὸν
5113965 βοραν
καὶ κατὰ συγκοπὴν μολοβρὸς , περὶ τὸ μολεῖν ἐπὶ τὴν βορὰν , μέριμνα παρὰ τὸ μερίζω μέριδνα καὶ τροπῆ τοῦ
Ἀπομαγδαλιὰς ὥσπερ κύων ; Ὦ παμπόνηρε , πῶς οὖν κυνὸς βορὰν σιτούμενος μαχεῖ σὺ κυνοκεφάλῳ ; Καὶ νὴ Δί '
5110940 ἐθυον
ἐκείνους ἡγεῖ ἀδικεῖν , οἳ τὰ ἐκ τῶν κύρβεων μόνον ἔθυον . καίτοι , ὦ ἄνδρες δικασταί , περὶ εὐσεβείας
γὰρ τούτου πάντα ῥᾷστα εἶχον οἱ ἄνθρωποι , καὶ οὐκέτι ἔθυον συνεχῶς . φασὶ γὰρ τὸν Προμηθέα κεκλοφέναι ἀπὸ τοῦ
5105752 θηρσιν
πάσης Ἑλλάδος καὶ ξυμμάχων βίον διώικης ' ὄντα πρὶν πεφυρμένον θηρσίν θ ' ὅμοιον . πρῶτα μὲν τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν
ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα θαλάσσης , κύμασι τερπόμενος θηρσίν θ ' ἅμα , πόντιε δαῖμον : ἕδρανα γῆς
5097181 Ἀρεος
ἐπίθετόν ἐστι τοῦ Ἄρεος : Ἁρμονίαν γὰρ τῆς Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεος θυγατέρα εἶχεν ὁ Κάδμος . φεῦ φεῦ ] διὰ
τοὺς μὲν [ ] τὸν δὲ βίῃ ἀέκοντος [ ] Ἄρεος υἷα κελαινὸν [ ] ἀλλ ' οὔ τις δυ
5092866 Ἀχεροντος
ἔστιν ἐν ἀπονίᾳ καὶ ἀλυπίᾳ πάσῃ . Γοργύραν δὲ τοῦ Ἀχέροντος γυναῖκα προσανέπλασαν , ἀπὸ τοῦ γοργὰ φαίνεσθαι τοῖς πολλοῖς
κόραν Πριάμου Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρευ ' Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ ' εὔσκιον νηλὴς γυνά . πότερόν νιν
5090100 Οἰδιποδαο
οὗ μέμνηται Καλλίμαχος . ἐκ μέν σε Σπάρτης ἕκτον γένος Οἰδιπόδαο ἤγαγε Θηραίην ἐς ἀπόκτισιν , ἐκ δέ σε Θήρης
υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος , ὅς ποτε Θήβας ἦλθε , δεδουπότος Οἰδιπόδαο ἐς τάφον : ἔνθα δὲ πάντας ἐνίκα Καδμείωνας .
5089684 χρυσεαις
εἴπω , τότε ἁρπάσαι σε τὸν ἀγλαοτρίαιναν Ποσειδῶνα ἀνὰ ταῖς χρυσέαις ἵπποις δαμέντα καὶ τρωθέντα τὰς φρένας ἐν ἱμέρῳ καὶ
θοὸν τάνυεν , ἀποπέμπων Αἰακόν δεῦρ ' ἀν ' ἵπποις χρυσέαις καὶ Κορίνθου δειράδ ' ἐποψόμενος δαιτικˈλυτάν . τερπνὸν δ
5088888 ἀναπλαττουσι
φυρῶσι τῷ ὕδατι καὶ συμμίξαντες ἀρώματα καὶ θυμιάματα τῶν πολυτελῶν ἀναπλάττουσι μηνοειδὲς ἀγαλμάτιον : καὶ τοῦτο στολίζουσι καὶ κοσμοῦσιν ,
λίαν ὀδύρομαι λογιζόμενος , τί ποτε ἄρα τὰ νῦν ἑαυτοῖς ἀναπλάττουσι καὶ πῶς ἔχειν ἡμᾶς ἐννοοῦνται . φιλοῦσι δὲ μάλιστα
5082654 λοιβαισι
ῥείθροις δέξεται τέγγων χθόνα . οὗ σῆμα δωμήσαντες ἔγχωροι κόρης λοιβαῖσι καὶ θύσθλοισι Παρθενόπην βοῶν ἔτεια κυδανοῦσιν οἰωνὸν θεάν .
ἑστάτω . Ἡμεῖς δὲ πατρὸς τύμβον , ὡς ἐφίετο , λοιβαῖσι πρῶτον καὶ καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες , εἶτ ' ἄψορρον
5075760 παλλοντα
Ὀδόντες δὲ ἢ συγκρούοντες ἢ γομφιῶντες εὐπορίας σημαίνουσιν . Οὖλα πάλλοντα εὐπορίαν δηλοῖ . Τράχηλος δὲ πολὺν κίνδυνον καὶ ταλαιπωρίαν
βοτῆράς τ ' ἀδίκους κατέκτα δεσπότην τε τρίπτυχον τρία δόρη πάλλοντα χερσίν : τρία δ ' ἴατης σάκη προτείνων ,
5071484 ἐξεκαθαιρον
γὰρ εὐνὰς τρεπόμενοι τῶν μεθ ' ἡμέραν ταραχῶν καὶ περιηχημάτων ἐξεκάθαιρον τὰς διανοίας ᾠδαῖς τισι καὶ μελῶν ἰδιώμασι καὶ ἡσύχους
ἱστία δ ' ἠΐθεοι : τὰ δὲ ἱστία μεσούσης νυκτὸς ἐξεκάθαιρον , ἐξήπλουν μένοντες τὸν Ἡρακλέα : τὸ γὰρ ἐξαπλῶσαι
5067505 ὀλεθρον
σῇσι θεοπροπίῃσιν ἐνίσπες , εἰ καὶ ἐμοὶ τοιόνδε θεοὶ τελέουσιν ὄλεθρον οἷον Ἀλωιάδῃσι πατὴρ τεὸς ἐγγυάλιξε : φράζεο δ '
τῶν ὀλέθρου ἀξίων . ἤγουν καταπόντισον . βάλλ ' ἐς ὄλεθρον : καὶ , βάλλ ' ἐς φθόρον : καὶ
5057983 πεπλους
εἶδεν ὁ Ξέρξης , αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε ] ἐταράττετο , ἐστασίαζε . .
ἄνευ ποικιλμάτων ἐσθήματα ἑανοὺς καλεῖσθαι , τὰ δὲ σὺν ποικίλμασι πέπλους . τὸ δὲ ζῶμα ἔστι μὲν ἐπιτήδειον ἐνδῦναι ,
5057499 περασας
Θρήκης ἔκ ποτ ' ὁ ἐκ * τῆς Θράκης * περάσας ποτὲ εἰς τὴν ἐπακτίαν καὶ αὐξανομένην χέρσον . λέγει
λοιπαῖς ἁπάσαις μάχαις ἀπέθανον Περσῶν δώδεκα μυριάδες . Ξέρξης δὲ περάσας εἰς τὴν Ἀσίαν , καὶ ἀπελαύνων εἰς Σάρδεις ,
5056450 Ἑκατα
ἔθος γὰρ εἶχον πῦρ ἀνάπτειν ἐπὶ τῶν γάμων : ὦ Ἑκάτα : τὴν Ἑκάτην παρέμιξε διὰ τὸ μετ ' ὀλίγον
κέρδος ἀνθρώπων βιᾶται . ὀρνυ [ ] Λοξίᾱ [ ] Ἑκάτα [ ⌊ δαϊδοφόρε ⌋ ] ταν ἱερ [ ]
5051944 ἐπεβησαν
ὁ Ἥλιος καὶ λέγει πρὸς τὸν Ἥφαιστον . ἐπεὶ δὲ ἐπέβησαν τοῦ λέχους καὶ ἐν ἔργῳ ἦσαν καὶ ἐντὸς ἐγεγένηντο
μὲν πάλαι ἄνδρες , ὦ Θρασύβουλε , οἳ τῶν μουσικῶν ἐπέβησαν ἁρμάτων καὶ τῆς λύρας μετέσχον , οὗτοι ῥᾳδίως τοῖς
5050852 πολλαν
καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον , ἁμᾶ δ ' ἔφθαρεν : πολλὰν δ ' ὄρει πῦρ ἐξ ἑνός σπέρματος ἐνθορὸν ἀΐστωσεν
[ – ⚕ – ˘˘ – ⚓ ] . ὦ πολλὰν Ὑμέναιε ? [ ˘ – ⚕ – ˘˘ –
5048773 λιποντες
πατέρες : εἰκοστῶι δ ' οἱ μὲν κατὰ πίονα ἔργα λιπόντες φεῦγον Ἰθωμαίων ἐκ μεγάλων ὀρέων . ὥσπερ ὄνοι μεγάλοις
ἀφ ' ἡμετέρης . Οἵδε ποτ ' Αἰγαίοιο βαρύβρομον οἶδμα λιπόντες Ἐκβατάνων πεδίωι κείμεθ ' ἐνὶ μεσάτωι . χαῖρε ,

Back