Καὶ πρὸς τί δυσλόγιστον ὧδ ' ᾖξεν χέρα ; Χόλῳ βαρυνθεὶς τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων . Τί δῆτα ποίμναις τήνδ '
ἰδίᾳ γυναικί . ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν τῷ οἴνῳ βαρυνθεὶς συνῆλθε τῇ γυναικὶ αὐτοῦ , ἀφ ' ἧς ἔσχε
6491393 ῥοαις
αἱ ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἐκπεμπόμεναι . γράφεται προσέλκοι . καλλιρόοισι ῥοαῖς : ταῖς ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἀναφερομέναις τῶν μετ '
πόντος : πέλαγος . ῥώμη : ἰσχύς , δύναμις . ῥοαῖς : τοῖς ῥέουσιν ὕδασιν . ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον .
6188919 ἐπικουρος
φάρμακον . ἀλλὰ μὴν ἀμφοτέρῳ γε τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ἐπίκουρος γεγένηται , γυναιξὶ μὲν ταλασίαν παραδοῦσα , ἀνδράσι δὲ
, ὦ Ζεῦ Ζεῦ , πατρί θ ' αἱμάτων αἰσχίστων ἐπίκουρος , Ἄργει κέλσας πόδ ' ἀλάταν . θὲς τόδε
6164743 προσκαθημενη
ἤγουν διὰ τὸν φόβον τῶν ἑαυτῆς τέκνων ἤτοι τῶν νεοσσῶν προσκαθημένη τῇ καλιᾷ ἄγρυπνος . πάντροφος δὲ ἡ διηνεκῶς ἐκτρέφουσα
ἡ Σφὶγξ ἡ ἐν τῷ Φικίῳ τῶν Βοιωτίων Θηβῶν ὄρει προσκαθημένη . Φίκιον τέρας ἡ Σφίγξ : καὶ αὕτη γὰρ
6152552 ἐβαλεν
δ ' ἀνελπίστου πράξεως γενόμενος αὐτόπτης διὰ λύπης ὑπερβολὴν ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς ποταμὸν Μῆδον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Εὐφράτης
ὁρμῆς ἐπὶ Ξάνθον τὸν ποταμὸν ἐνεχθεὶς , ἑαυτὸν εἰς τοῦτον ἔβαλεν , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Σκάμανδρος μετωνομάσθη . Γεννᾶται
6138109 Ἀκαστος
. α . * . Ἀκαρός : . * ? Ἄκαστος : ὁ υἱὸς Πελίου , ὁ πατὴρ Ἀλκήστιδος :
δὲ αὐτῷ τὴν τελευτὴν λέγουσιν ὑπὸ τῶν ἵππων , ὅτε Ἄκαστος τὰ ἆθλα ἔθηκεν ἐπὶ τῷ πατρί . ἐν Νεμέᾳ
6130543 ἀθλῳ
ἀγρευτικὸς λαβὼν θηρίον ἥδεται , καὶ κέχρηται τῇ ἄγρᾳ ὡς ἄθλῳ , ἐὰν αὐτῷ συγχωρήσῃ ὁ δεσπότης : εἰ δὲ
πρὸ τοῦδε φροντίσας καὶ βοήσας καὶ παραινέσας , καλλίστῳ δὲ ἄθλῳ κατακλείων τὴν σπουδήν . μιμοῦ δὴ σαυτὸν καὶ πρόσθες
6079406 κρυπτουσα
λίθους μὴ εὕροι εἰς τὸ ἀμύνεσθαι καὶ διωκομένη καταληφθείη , κρύπτουσα τὴν κεφαλὴν ὅλον νομίζει κρύπτειν τὸ σῶμα καὶ διασπαράττεται
, ᾧ καθωμολόγητο ὑπὸ τοῦ πατρὸς ἐπὶ γάμῳ , καὶ κρύπτουσα τὸ πάθος ἀπόρρητον ἐπειδὴ [ δὲ ] τῶν ἀπὸ
6056321 ῥιψας
οὗ γεγόνασιν † ἀπὸ Θερμοπυλῶν ἀπὸ τῆς πέτρας τὸν Λίχαν ῥίψας καὶ ἀνελών . τὰ δὲ τόξα αὐτοῦ Ἡρακλῆς τῷ
ἕψε , ἕως ἀποτριτωθῇ τὸ ὕδωρ , εἶθ ' οὕτω ῥίψας τὰ βοηθήματα πρόσβαλε τὸ μέλι καὶ τὸ ἕψημα καὶ
6054528 αὐτοχειριᾳ
καὶ πρὸς τοὺς γνωρίμους προσιοῦς ' ἐνεκάλει , λαβὼν αὐτὸς αὐτοχειρίᾳ πρὸς τὸ πωλητηρίον τοῦ μετοικίου ἀπήγαγεν : καὶ εἰ
. τοιοῦτος δ ' ὢν καὶ αὐτὸς αὖ ἀποθνῄσκει , αὐτοχειρίᾳ μὲν ὑπὸ τῶν τῆς γυναικὸς ἀδελφῶν , βουλῇ δὲ
6008652 γοναις
, Εὐμενίδων γενέτειρα , ὑποχθονίων βασίλεια , ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην , μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος , Ὡρῶν
καὶ φρύγετρον , τὸ μὲν φρύγετρον Πολυζήλου εἰρηκότος ἐν Διονύσου γοναῖς , οὗπερ αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ φρύγετρόν γε
6006797 ἐκωκυεν
δακὼν τῷ κωνείῳ κατέσπασα τοῦ ποδός , ὥσπερ τὰ βρέφη ἐκώκυεν καὶ τὰ ἑαυτοῦ παιδία ὠδύρετο καὶ παντοῖος ἐγίνετο .
δ ' ὡς κλύε σύγγαμος αἰνή στήθεα δρυπτομένη λίγ ' ἐκώκυεν : ἀμφὶ δὲ δειρῆς ἀψαμένη μήρινθα , βρόχῳ ἀπὸ
6000225 δυσευνητειρα
δυναμένων , ἀλλὰ ἐν τῇ καλιᾷ καθημένων . ἢ λεχέων δυσευνήτειρα ἡ μὴ ἀναπαυομένη τοῖς λέχεσιν , ἀλλ ' ἀεὶ
οὕτως : δέδοικα δὲ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ὥσπερ πελειὰς πάντροφος δυσευνήτειρα δέδοικε τὸν δράκοντα ὑπὲρ τῶν τέκνων τῶν λεχέων ,
5989926 ἐμιγη
αὐτὸν ἔφασαν ἁρμοσάμενον Λάρισαν τὴν Πιάσου , ᾗ ὁ πατὴρ ἐμίγη πρὸ γάμου , μαχόμενον ἀποθανεῖν , τινὲς δὲ προσφάτως
ἀνετέθη τῷ κροκωτῷ σπαργάνῳ , ἐταράχθη , ἀλλ ' ὅτε ἐμίγη τῇ ἀλκμήνῃ ὁ ζεύς , ὥς φασι : διὸ
5989327 ᾐσχυνεν
ἄνδρας ὕβρισε τοῦ δήμου καὶ παρθένον κομιζομένην παρὰ τὸν νυμφίον ᾔσχυνεν ἀφελόμενος τοὺς ἄγοντας . ἐπιλαβούσης δὲ τῆς νυκτὸς τυφλοῖ
ἐκ τοῦ θεοῦ : λέγουσιν ὡς Τηρεὺς συνοικῶν Πρόκνῃ Φιλομήλαν ᾔσχυνεν , οὐ κατὰ νόμον δράσας τὸν Ἑλλήνων , καὶ
5966517 ἡρπασε
τὸν θεὸν μηδὲ χρησμῳδεῖν . ὀργισθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ Ἡρακλῆς ἥρπασε τὸν μαντικὸν τρίποδα καὶ πρὸς αὐτὸν εἵλετο τὴν μάχην
, εἶτα διανοίᾳ μεταδιώκοντα ἄντικρυς ἐκβοῶσι : „ θηρίον πονηρὸν ἥρπασε καὶ κατέφαγεν Ἰωσήφ „ . ἀλλ ' οὐ θηρίον
5938723 ἐκτεινεν
παίσας ἔδωκε νερτέροις καλὸν νεκρὸν Βοιωτός , ὅσπερ τὸν πρὶν ἔκτεινεν βαλών . κἀντεῦθεν ἡμεῖς οἱ λελειμμένοι φίλων κοῦφον πόδ
' ἔασκες , ὅτ ' ἄνδρ ' ἐμὸν ὠκὺς Ἀχιλλεὺς ἔκτεινεν , πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος , κλαίειν ,
5925685 ἁρπαξας
ποτε καὶ Γανυμήδους ἤρατο καὶ Κρονίδης , ἀθανάτων βασιλεύς , ἁρπάξας δ ' ἐς Ὄλυμπον ἀνήγαγε καί μιν ἔθηκεν δαίμονα
ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς [ ἔπλεον ] ” ἁρπάξας ἐν ποντοπόροισι νέεσσι , νήσῳ δ ' ἐν Κρανάῃ
5911509 τοξευσας
κατισχυθεὶς ὑπὸ τῆς πληγῆς . εὐθὺ δ ' ὁ μὲν τοξεύσας Ἰνδὸς καταφρονήσας προσέδραμε καὶ καταφέροντος αὐτοῦ πληγὴν ὁ Ἀλέξανδρος
βοηθοὺς ἐπεκαλεῖτο : καὶ Διὸς κεραυνώσαν - τος αὐτὸν Ἡρακλῆς τοξεύσας ἀπέκτεινε . τῶν δὲ λοιπῶν Ἀπόλλων μὲν Ἐφιάλτου τὸν
5902954 μιγεις
τὴν Πελοπόννησον ἐν πόλει Πίσῃ Ἄρης Ἁρπίνῃ τῇ Ἀσωποῦ θυγατρὶ μιγεὶς ἐγέννησεν Οἰνόμαον . οὗτος δὲ θυγατέρα μονογενῆ γεννήσας ὠνόμασεν
ποιήσει ἴσον τῷ δκις ὑπὸ ΒΕ . ΕΑ , ὃς μιγεὶς τῷ ἀπὸ τοῦ ΑΒ ⃞ῳ , γίνεται ἴσος τῷ
5886574 ἐφιππον
οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς κλύδων ' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον . Ἤλαυνε δ ' ἔσχατος μέν
ἱερεὺς Διονύσου νεόκοπον κάρδοπον ἀνακές ἀνεσκιρτημένας βαλλαντίδια βίος ἐλεινόν ἐλελήθεισαν ἔφιππον μεμβράδες νεανισκεύεται χορδῶν Πείσανδρος εἰς Πακτωλὸν ἐστρατεύετο , κἀνταῦθα
5880691 ἡδετο
κρήναις ταῖς πανταχοῦ , ὡς ὁ Καμβύσης Χοάσπῃ μόνῳ : ἥδετο τῷ ἡλίῳ , ὡς Σαρδανάπαλλος ταῖς πορφυρίσιν : ἥδετο
. ; . . . . κισσύβιον ὀλίγωι δ ' ἥδετο κισσυβίωι . . . . . . τῶ πικρὰς
5855508 Δηιανειρα
ἐπερωτήσοντας τὸν Ἀπόλλωνα τί χρὴ περὶ τῆς νόσου πράττειν , Δηιάνειρα δὲ τὸ μέγεθος τῆς Ἡρακλέους συμφορᾶς καταπεπληγμένη , καὶ
Ἡρακλῆς τοξεύει κατὰ τοῦ Νέσσου . γεγράφαται δὲ ἡ μὲν Δηιάνειρα ἐν τῷ τοῦ κινδύνου σχήματι καὶ περιδεὴς ἐς τὸν
5854056 γαμηθηναι
καὶ εἰς διαφόρους ἰδέας μετέβαλλεν ἑαυτῆς τὴν φύσιν μὴ βουλομένη γαμηθῆναι τῷ Πηλεῖ , καὶ Ὅμηρος μαρτυρεῖ : ἐκ μέν
Ἔφορος δὲ Μέροπος αὐτὴν γενεαλογεῖ καὶ πρώτην Ἀλεξάνδρῳ τῷ Πριάμου γαμηθῆναι . Ἡρόδοτος δὲ καὶ ἰάζων Ἀρίσβαν καλεῖ ἐν πρώτῃ
5853800 πεδαις
σοι τοὺς Τυρίους , τοὺς νῦν καταγελῶντας , γυμνοὺς ἐν πέδαις παραστήσω . εἰ δὲ ἀπιστεῖς , ἐμὲ προθυσάμενος ἀπέρχου
κεκτημένων ὅλα σωματοτροφεῖα συνηγόραζον : . . . τοὺς μὲν πέδαις δεσμεύειν , τοὺς δὲ ταῖς βαρύτησι τῶν ἔργων καταπονεῖν
5849817 λογχῃ
μακάρων θέμιν ἁγνὴν ἔκτεινεν Περσῶν τοξοφόρων βασιλεύς , οὐ φανερῶς λόγχῃ φονίοις ἐν ἀγῶσι κρατήσας , ἀλλ ' ἀνδρὸς πίστει
συμπλοκῆς καὶ μάχης πρὸς τοὺς ἐγχωρίους ὁ Ἀλθαιμένης ἐκβοηθῶν ἠκόντισε λόγχῃ καὶ δι ' ἄγνοιαν παίσας ἀπέκτεινε τὸν πατέρα .
5844683 ἐκτεινε
μετὰ τοῦτο τοῖς καθ ' αὑτὸν ἀνθεστηκόσιν ἐμπεσὼν ἐκείνους τε ἔκτεινε καὶ αὐτὸς ἐτιτρώσκετο , προεμπλήσας δὲ τὸν θυμὸν τῷ
χάρακος διασπῶντος , τοὺς ἱππέας ἐκπέμψας κατ ' ἄλλας πύλας ἔκτεινε τοῦ Παπίου περὶ ἑξακισχιλίους . καὶ ἐπὶ τῷδε Καῖσαρ
5841806 ἐστενεν
ναῦς ἕλον ἐν πελάγει ἀνδρῶν πληθούσας , μέγα δ ' ἔστενεν Ἀσὶς ὑπ ' αὐτῶν πληγεῖς ' ἀμφοτέραις χερσὶ κράτει
, ὡς κατέπεσεν , ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν . οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ
5835933 ἑπταπυλοις
ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει . ἐστὶ δὲ κἀν Θήβαις ταῖς ἑπταπύλοις ἐπιεικῆ κἀν Θάσῳ ἔν τ ' ἄλλαις πόλεσίν τισιν
ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει . ἔστι δὲ κἀν Θήβαις ταῖς ἑπταπύλοις ἐπιεικῆ κἀν Θάσῳ ἐν τ ' ἄλλαις πόλεσί τισιν
5823167 δουλευων
οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτος οὐ προσεδέξατο , Ἡρακλῆς δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺς μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπας συλλαβὼν ἔδησε ,
Γ , ὑφ ' ὧν καὶ τὸν μισθὸν ἐλάμβανον . δουλεύων λέληθας ] ὑπείκων αὐτοῖς καὶ ὑπηρετῶν . καρπουμένῳ τὴν
5814037 ἀποθνῃσκων
μηκέτι σπῶ : οὐ δέδοται . ἀλλ ' ὡς ἤδη ἀποθνῄσκων ὧδε ἐπινοήθητι : γέρων εἶ : μηκέτι τοῦτο ἐάσῃς
ἢ ὅτι αὐτὴν ἀναλαβὼν ὁ ἰατρὸς Νικόστρατος [ καὶ ] ἀποθνῄσκων κατέλιπεν αὐτῇ πολὺν ἐλλέβορον , ἄλλο δὲ οὐδέν .
5810946 πλεξαμενος
τῶν γυναικῶν . ἐλαγοθήρα : Ἐκυνηγέτει , λαγοὺς ἐθήρα . πλεξάμενος ἄρκυς : Εἶδος δικτύου . λίνα κυνηγετικά . κατὰ
βίον , διὰ στεφάνου δωρεάν , ὃν ἔπεμψεν ἀνθέων περικαλῶν πλεξάμενος Πατάρμιδι Αἰγύπτου βασιλεῖ ἐπὶ δεῖπνον ἐκλήθη . εἶτα τῶν
5810286 Λυγκευς
ὁ τοῦ Ἀφαρέως παῖς ἔτρωσεν . ἀπὸ Ταϋγέτου πεδαυγάζων ἴδε Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἥμενος : ὁ μὲν Ἀρίσταρχος ἀξιοῖ
, Δρύας Ἄρεος , ἐκ Καλυδῶνος οὗτοι , Ἴδας καὶ Λυγκεὺς Ἀφαρέως ἐκ Μεσσήνης , Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης Διὸς καὶ
5810065 ἁρπῃ
τοῖς καμάτοις τῆς εἰρήνης , ἤως τοῖς καρποῖς τοῖς τῇ ἅρπῃ συναγομένοις , ἢ τοῖς ἐπιθυμητοῖς καὶ ἀγαπητοῖς τε .
ζῶσι καὶ πνέουσιν ὡς τὰ λοιπὰ , ἐφορμήσας δὲ τῇ ἅρπῃ κόπτει σπόγγους , εὐθέως δὲ ῥεῖ ἐξ αὐτῶν αἷμα
5807602 εὐξατο
λαμπροτέρᾳ κατ ' αὐτοῦ χρησάμενοι . ὁ δὲ ἑκατόμβην ἀνδρῶν εὔξατο θύσειν τῷ Ἀπόλλωνι , κατορθώσας δὲ ἃ ἐβούλετο ,
τοὺς Ἡρακλείδας καὶ ἐπαπειλοῦντα πόλεμον , εἰ μὴ δώσουσιν , εὔξατο ἀναβιῶναι , καὶ ἀναβιώσας ἀπέκτεινε τὸν Εὐρυσθέα καὶ πάλιν
5802680 ἐπαρθεις
ἀναλίσκει ἢ ἐκ μέρους καίει ἐνέπρησεν : κατέκαυσεν μετεωρισθείς : ἐπαρθείς ῥύμης : ὁρμῆς ἄχθει : κάμνεις , λυπεῖ δεξιόν
μεταπορευόμενος , οὐδὲ τῷ δύνασθαι καὶ εἰωθέναι λέγειν ἐν ὑμῖν ἐπαρθείς , ἀλλὰ τῷ πλήθει τῶν ἁμαρτημάτων αὐτοῦ πιστεύων ,
5802591 ἀπεπνιγη
ζώναις , αἷς βαρηθεῖσα ἡ παῖς διὰ πλῆθος τῶν ἐπιρριπτουμένων ἀπεπνίγη . Καὶ αὐτὴν δημοσίᾳ θάπτουσιν ἐν τῷ πεδίῳ ,
ᾧ τὴν [ αὐτοῦ ] σκιὰν περιπτύξασθαι , καὶ οὕτως ἀπεπνίγη . οὐκ ἀληθὲς δὲ τοῦτο . οὐ γὰρ εἰς
5799938 ἐτρεφεν
ἐκτελεσθῇ . στῖφος : σύστημα , πλῆθος . τοῦτο δὲ ἔτρεφεν ὁ Κλέων , ἵνα ἔχῃ , φησί , συνερχόμενον
τόθι σάρκα περὶ σκύλος αὖον ὀπάζει δυσλεπέος καρύοιο τὸ Καστανὶς ἔτρεφεν αἶα . ῥεῖα δὲ νάρθηκος νεάτην ἐξαίνυσο νηδύν ὅς
5792665 θυων
οὐκ αἰσχύνει τοὺς θεοὺς αὐτοὺς μάρτυρας τοσαύτης κακίας ποιούμενος , θύων καὶ σπένδων καὶ παιανίζων ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς
περὶ ὧν καὶ μάρτυρας ἕξω παρασχέσθαι . Πρῶτον μὲν γὰρ θύων τῷ Διονύσῳ καὶ τοὺς οἰκείους ἅπαντας καλέσας καὶ τῶν
5791979 πεδησας
, Ζεὺς ὁ κατὰ Σοφοκλέα μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρων νόσῳ πεδήσας ἀπήνεγκε . τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις πλάσμα τε ὁ
συνετοὺς , ἐπινοητικούς . εἷλε : ἐφόνευσεν , ἔλαβεν . πεδήσας : δεσμεύσας , μετασχὼν , νικήσας . Δαιτί :
5786325 ἐχαιρε
ἀποδὺς τὸν τῆς ἀρετῆς χιτῶνα ἀνθινὰ μετημφιάσατο καὶ Μεταθέμενος καλούμενος ἔχαιρε , καίτοι γηραῖος ἀποστὰς τῶν τῆς στοᾶς λόγων καὶ
Ἀργεῖος γεγὼς ἤμυνε χώραι , χὠπότ ' εὖ πράσσοι πόλις ἔχαιρε , λυπρῶς δ ' ἔφερεν εἴ τι δυστυχοῖ .
5785080 ὀρεξαι
πεποιηκότα , καὶ ὅτι μέγα τοῦτο καὶ μεῖζον τοῦ ξίφος ὀρέξαι ἢ εἰς βόθρον ἀγαγεῖν . ΑΝτιληπτικῷ . Ἀλλ '
ᾐτιόωντο κελαινεφέα Κρονίωνα , οὕνεκ ' ἄρα Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι . τῶν μὲν ἄρ ' οὐκ ἀλέγιζε πατήρ :
5782110 δορι
φυγεῖν ἐφθόνουν . οὐδ ' αὐτοί πω πόλιν οὐδεμίαν ὧν δορὶ ἐλάβομεν , τοιαῦτα διεθήκαμεν οὐδὲ ἑτέρους ἐπυθόμεθα διαθεῖναι ,
πατρός . Ὁ μὲν γὰρ αὐτὸν ἐννέπει : Τέκνον , δορὶ βούλου κρατεῖν μέν , σὺν θεῷ δ ' ἀεὶ
5776569 πελεκει
τῶν σημείων , ὅσοι τὰ σημεῖα ἀπολωλέκεσαν , οἱ μὲν πελέκει τοὺς αὐχένας ἀπεκόπησαν , οἱ δὲ ξύλοις παιόμενοι διεφθάρησαν
ὅθι τ ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν . ” βουπλῆγι πελέκει : οἱ δὲ τῇ μάστιγι . βουθύεσκεν ἐβουθύτει .
5774763 ἐτεκε
ἔλεγον : καὶ τῇ ὑστεραίῃ τὰ αὐτά . Τρίτῃ δὲ ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν .
' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι πατέρι Ταντάλωι , ὃς ἔτεκεν ἔτεκε γενέτορας ἐμέθεν , δόμων ἃς κατεῖδον ἄτας : ποτανὸν
5772103 κτειναι
ἀνύποπτον καὶ † τοῦ ὀμνύειν . Ἁρμόδιος γὰρ καὶ Ἀριστογείτων κτεῖναι θέλοντες Ἵππαρχον τὸν τύραννον , ἐν μύρτοις τὸ ξίφος
ἀληθὲς ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ] σε ἀνθρώπων ἠδύνατο / [ κτεῖναι ἀλκῆι διαφέροντα πάντων ] ? , ἀλλ ' ἡ
5764211 νεμων
οἶδ ' ἀτρεκέως ἢ Ἄργεος ἐξ ἱεροῖο αὐτόθεν ἢ Τίρυνθα νέμων πόλιν ἠὲ Μυκήνην : ” ὣς κεῖνος ἀγόρευε :
Βάττου δ ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων , πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι . κεῖνόν
5754893 Αἰητῃ
βούλεσθαι αὐτὸν ναῦν ἐμπρῆσαι : Δὴ τότ ' ἄρ ' Αἰήτῃ πόθον ἔμβαλε δῖ ' Ἀφροδίτη Εὐρυλύτης φιλότητι μιγήμεναι ,
εἰς τὸν Φᾶσιν ποταμὸν ἦλθον παρ ' αὐτῷ τῷ ταχεῖ Αἰήτῃ , ἔνθα τοῖς καταπληκτικοῖς Κόλχοις τὴν ἑαυτῶν ἰσχὺν προσήγαγον
5754506 κεμας
παρὰ τὸ ἀλέγειν . τρέσσε δ ' ἠύτε τις : κεμάς ἐστιν ἡ νέα ἔλαφος . διαφορὰν δέ φασιν εἶναι
κραυγῆς , κυνηγεῖ . “ κελαδεινὴ Ἄρτεμις ἀγροτέρη . ” κεμάς . τῶν ἅπαξ εἰρημένων . οἱ μὲν ἐλάφου γένος
5749833 Λυκομηδει
τὰ πρῶτα ἐκεῖ δυναμένων , Λυκομήδης ὄνομα . Τούτῳ τῷ Λυκομήδει ἐκ γυναικὸς ἐπιχωρίας Θεμιστοῦς γίνεται παῖς Ἁβροκόμης , μέγα
τὸν ἥρωα : ὁ δὲ παραγενόμενος εἰς Κῦρον διῆγε παρὰ Λυκομήδει τῷ δυνάστῃ τῆς νήσου , ὃς ζηλοτυπήσας ἀναιρεῖ αὐτὸν
5742915 ἐχαιρεν
σοφὸν ἔκρινε , τὸ δὲ πιστεύοντας ἀνόσιον . ἐπαινούμενος δὲ ἔχαιρεν ὑπὸ τῶν καὶ ψέγειν ἐθελόντων τὰ μὴ ἀρεστά ,
Ἀνθίῳ , οἷς μάλιστα δὴ τῶν περὶ τὴν Ἰταλίαν βασιλείων ἔχαιρεν . Ἀφίκοντο δ ' αὐτῷ κἀξ Ἰωνίας οἱ ὁμιληταὶ
5740244 βακχαις
σύνταξις οὕτω : ποῖ φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις διαμοιρᾶσαι , ἤγουν διασπαράξαι μεληδὸν , καὶ τοῖς κυσὶ
πᾶ φέρομαι : ποῖ φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις τοῦ Ἅιδου , ἤγουν ταῖς Τρωικαῖς γυναιξίν . ἐν
5739488 ἡμιτελης
ἀφικέσθαι θέλεις ; Τὴν οἰκίαν ἐκτελέσαι μοι πρότερον ἐπίτρεψον : ἡμιτελὴς γὰρ ὁ δόμος καταλέλειπται . Ληρεῖς : ἀλλὰ ἔμβαινε
γὰρ πόλεις ἂν ἦσαν μὴ ὄντων οἴκων , οἶκός τε ἡμιτελὴς μὲν τῷ ὄντι ὁ τοῦ ἀγάμου , τέλειος δὲ
5734398 παγαις
τὸ Αἰσχύλου . τοῖς ἑαυτοῦ πτεροῖς περιπεσὼν καὶ ἐνσχεθεὶς ταῖς πάγαις , ἃς ἄλλοις ὑφῆκε , τὰ ἐκ τοῦ νόμου
τοῦ καλλιερῆσαι βουλεύονται . Ἀλλ ' οὐκ αὖθις ἀλώπηξ : πάγαις ἁλώσεται λείπει : παρόσον ἅπαξ διαφυγοῦσα πάγας , δεύτερον
5734394 τριαινῃ
βαλὼν αὐτὸν τῇ τριαίνῃ ἀπέπνιξε . τῷ τριωνύχῳ δορί τῇ τριαίνῃ . κολαστὴς ὁ Ποσειδῶν ἤτοι ἡ θάλασσα ὅτι αὐτός
. θ μηχανῇ ] + ἤγουν τῇ τοὺς ἰχθύας βαλλούσῃ τριαίνῃ . Ποσειδᾶν ] τιμᾶται παρὰ Θηβαίοις ὁ Ποσειδῶν .
5734370 ἠπειλησα
ἔγνω αὐτήν , ποιήσας σὺν αὐτῇ ἐνιαυτόν . Καὶ ὅτε ἠπείλησα αὐτῷ , συνῆλθε μὲν αὐτῇ , διέφθειρε δὲ τὸ
ὑπὸ σοὶ κριτῇ κατὰ τὴν θερινὴν ὥραν τὸν τέττιγα , ἠπείλησα δὲ καὶ ταῖς ἀηδόσι ταῖς Ἀττικαῖς , εἴ ποτέ
5732008 Ἀμφιτρυωνα
κἀκεῖνοι πόλεις αὐτῶν ἐπωνύμους κτίσαντες κατῴκησαν . πρὸ τοῦ δὲ Ἀμφιτρύωνα παραγενέσθαι εἰς Θήβας Ζεύς , διὰ νυκτὸς ἐλθὼν καὶ
, τοὺς δ ' αὐτοὺς καὶ Τηλεβόας , καὶ τὸν Ἀμφιτρύωνα δεῦρο στρατεῦσαι μετὰ Κεφάλου τοῦ Δηιονέως ἐξ Ἀθηνῶν φυγάδος
5730489 ἐγκαρτερειν
ἐπιθυμήσουσι τοῦ καλόν τι ἀκούειν καὶ δυνήσονται ἃ ἂν γνῶσιν ἐγκαρτερεῖν . ἐὰν δέ ποτε αὖ ἢ φαλάγγων ἀντιτεταγμένων ἢ
' ἐκεῖνον ἀλλὰ διὰ τοῦτον ἀφίκετο . Αἰγυπτίους φασὶ δεινῶς ἐγκαρτερεῖν ταῖς βασάνοις , καὶ ὅτι θᾶττον τεθνήξεται ἀνὴρ Αἰγύπτιος
5729200 ἀτιταλλε
εἰ ὡς πρός τι λαμβάνοιτο . γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλε : ἔτρεφε καὶ τὸν Ἀχιλλέα ἐν τοῖς ἁρμοδίοις καὶ
[ ] . [ κλεινότατον ] ? ? δ ' ἀτίταλλε θεοφραδέεσσιν [ ] βουλαῖς [ σώφρονος ] ? εὐσεβίης
5727354 ἐπεβαλε
ταῖς ναυσὶ [ συντεταγμέναις ] πολλὰ τῶν Περσῶν ἐπλεονέκτει . ἐπέβαλε γὰρ συντεταγμέναις ναυσὶν ἐπὶ ἀσυντάκτους , καὶ προβεβουλευμένοις ἀνδράσι
τοὺς πλανωμένους φαινόμενα , καὶ ὅτι πρῶτος Εὔδοξος ὁ Κνίδιος ἐπέβαλε ταῖς διὰ τῶν ἀνελιττουσῶν καλουμένων σφαιρῶν ὑποθέσεσι . Κάλλιππος
5726979 συνηλθε
κινούμενοι , ἐπὰν οἴνου πλείονος ἐμφορηθῶσιν . ὡς δὲ πᾶν συνῆλθε τὸ πλῆθος , τῶν τε ἵππων ἀπέβησαν , φαρέτρας
ἡγεῖται κύκλου , διότι κρίσει γε πάντα συγκρίνας ἔχει : συνῆλθε γὰρ πρὸς αὐτὸ τοῦτο συγκριθείς , ἐξ οὗ γε
5722673 συνεμιξεν
γὰρ ὑπὸ Φαλάριδος τοῦ ὠμοτάτου τῶν τυράννων κατείχετο , καὶ συνέμιξεν αὐτῷ σοφὸς ἀνήρ , Ὑπερβόρειος τὸ γένος , Ἄβαρις
, ὁ Πολυδεύκης , ὅπου ἄπρακτος καὶ εὐεπιχείρητος ἦν , συνέμιξεν αὐτῷ τὰς χεῖρας ὑποστάς . ᾗ κάρτος ἀάατος καὶ
5720991 μιγεισα
καὶ ἤδη μελανθέντα ῥάφανος καταπλασσομένη καὶ ἄρου ῥίζα τεθεῖσα καὶ μιγεῖσα μέλιτι καταπλασσομένη . τὰ δὲ μετὰ φλεγμονῆς ὑπώπια πυριῶν
περὶ πάντων Οὐρανιώνων γείνατ ' ἄρ ' αἰγιόχοιο Διὸς φιλότητι μιγεῖσα . λοισθοτάτην δ ' Ἥρην θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν
5716903 Εὐρυτιωνα
ἱκετεύσας καθαίρεται παρ ' αὐτῷ τὸν φόνον : καὶ αὖτις Εὐρυτίωνα ἐν κυνηγεσίοις ἄκων ἐπὶ συὸς βολῇ κτείνει : καὶ
, Ὑλεὺς μὲν καὶ Ἀγκαῖος ὑπὸ τοῦ θηρὸς διεφθάρησαν , Εὐρυτίωνα δὲ Πηλεὺς ἄκων κατηκόντισε . τὸν δὲ κάπρον πρώτη
5712783 διεχρησατο
Κρόνου . Κρόνος δὲ υἱὸν ἔχων Σάδιδον ἰδίῳ αὐτὸν σιδήρῳ διεχρήσατο , δι ' ὑπονοίας αὐτὸν ἐσχηκὼς , καὶ τῆς
, τὸν δὲ Λαῖτον μόνον , ὡς εἰκός , μνησικακήσας διεχρήσατο . ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὕστερον ἐγένετο , τότε δ
5702915 βροτῳ
τοῦ ἀνθρώπου . βρέτας κυρίως τὸ τοῦ ἀνθρώπου εἴδωλον τὸ βροτῷ ὅμοιον , ὡς καὶ δείκελον τὸ ἴκελον τῷ Διί
ἑαῖς πολυμηχανίῃσι τελοῦντας . Ζηνὸς δ ' ἐν καθύγρῳ ζώῳ βροτῷ ὡρονομοῦντος ἢν Φαίνων ἐφέπηται , ἁλίπλαγκτόν περ ἔθηκαν ἐμπορίῃ
5695425 θυγατρι
ἀναίθεται τῇ Ξανθίππῃ ὀδυρομένῃ ὅτι ἀπέθνησκεν , ἡ δὲ τῇ θυγατρί : οὐ γὰρ θέμις ἐν μουσοπόλων οἰκίᾳ θρῆνον εἶναι
στίν , οὐκ ἐμοὶ μόνῳ , υἱῷ πολὺ μᾶλλον , θυγατρί . πρᾶγμ ' ἄμαχον λέγεις . } εὖ οἶδα
5688509 ἐκδυς
τὸν Εὔξεινον πόντον σωθέντα πρὸς Αἰήτην διεκόμισεν : ᾧ καὶ ἐκδὺς ἔδωκε τὴν χρυσῆν δοράν , ὅπως μνημόσυνον ἔχῃ :
ἐπιστάμενα κρίνειν , καὶ εἴ τις ὄκνος κατέχει , τοῦτον ἐκδὺς μὴ κρύπτε τὴν δύναμιν : ὑπισχνοῦμαι δέ σοι καὶ
5688451 ἀγκαλαις
καὶ μάλα πεινῶσι συμμάχων : ὥστε μόνον οὐκ ἐν ταῖς ἀγκάλαις περιεφέρομεν αὐτοὺς ἀγαπῶντες . μετὰ δὲ τοῦτο ἐπεὶ ἑάλω
' ἠδὲ μέγας Ὠκεανός , ὃς πέριξ [ γᾶν ὑγραῖς ἀγκάλαις ] ἀμπέχει . Τότε λιπὼν Κυνθίαν νῆσον ἐπέβα [
5686333 πλαγκτον
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
5684615 ῥιψαντα
ἀθυμοῦντα τὸν Πρωτέα διὰ τὴν ἀποβολὴν τῶν τέκνων , καὶ ῥίψαντα ἑαυτὸν εἰς θάλασσαν , οἱ θεοὶ ἐλεήσαντες ἀπηθανάτισαν .
, τοῦ δὲ καταγῆναι τοῦ φαλακροῦ τὸ κρανίον τὸν ἀετὸν ῥίψαντα τὴν χελώνην , ὅπως τὸ χελώνιον ῥαγῇ . οὕτως
5682715 Ἑρσῃ
καὶ παραθέσθαι ταῖς Κέκροπος παισὶν , Ἀγραύλῳ καὶ Πανδρόσῳ καὶ Ἕρσῃ , καὶ ἐπιτάξαι μὴ ἀνοίγειν τὴν κίστην , ἕως
καὶ παραθέσθαι ταῖς Κέκροπος παισίν , Ἀγραύλῳ καὶ Πανδρόσῳ καὶ Ἕρσῃ , καὶ ἐπιτάξαι μὴ ἀνοίγειν τὴν κίστην , ἕως
5680473 ὑπερπλησθῃ
αὐτῷ , ὡς ἐπὶ οἰκεῖον θησαύρισμα παραγίνεται . ὅταν δὲ ὑπερπλησθῇ , κενοῖ ἑαυτὸν ἀσιτίᾳ : ἀλλὰ καὶ πίθηκον φαγὼν
, ὡς ἐπ ' οἰκεῖον θησαύρισμα παραγίνεται . ὅταν δὲ ὑπερπλησθῇ , κενοῖ ἑαυτὸν ἡσυχίᾳ καὶ ἀσιτίᾳ , ἢ αὖ
5679801 τεκουσαν
. Ὁ δὲ ἐξ ἑωυτοῦ τε ἔφη γεγονέναι καὶ τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν εἶναι ἔτι παρ ' ἑωυτῷ . Ἀστυάγης δέ
, ἐμὲ δὲ αὐτόν , καὶ μηδ ' ἂν τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν ὑπερβαλέσθαι τὸ φίλτρον τὸ παρ ' ἐμοῦ .
5677771 ἐξεχεεν
Πλάτων διψήσας πολλάκις ἐκ τοῦ φρέατος ἀνιμᾶτο τὸ ὕδωρ καὶ ἐξέχεεν εἰς γῆν κολάζων τὴν ἐπιθυμίαν . Πλάτων ὀργιζόμενος τῷ
Ἀβδήροις ὄνος λαθὼν εἰς τὸ γυμνάσιον εἰσῆλθε καὶ τὸ ἔλαιον ἐξέχεεν . οἱ δὲ συνελθόντες καὶ μεταπεμψάμενοι πάντας τοὺς ὄνους
5676536 Δηϊανειρα
τὴν Δηϊάνειραν , εἰς ἔννοιαν καὶ εἰς ζηλοτυπίαν ἐκινήθη ἡ Δηϊάνειρα , καὶ βουληθεῖσα τὸν ἔρωτα μεταστῆσαι εἰς ἑαυτήν ,
καὶ φθειρόντων καὶ διαβολὰς ποιούντων : εἴρηται δὲ παρόσον ἡ Δηϊάνειρα πέπλον ἔπεμψεν Ἡρακλεῖ , ὑφ ' οὗ καυθεὶς ἐφθάρη
5673315 παταξας
σιωπήσας καὶ παρελκύσας τὸ τόξον ἔβαλε , καὶ τὸν ὄρνιθα πατάξας ἀπέκτεινεν . ἀγανακτούντων δὲ τοῦ μάντεως καί τινων ἄλλων
καθῆκε : πίτνει δ ' ἐς πέδον πρὸς κίονα νῶτον πατάξας , ὃς πεσήμασι στέγης διχορραγὴς ἔκειτο κρηπίδων ἔπι .
5673172 Δηιδαμειᾳ
ὃς εἴη , ἔκπυστος γίγνεται τῷ τε Λυκομήδει καὶ τῇ Δηιδαμείᾳ . ταῦθ ' ἡ τέχνη βραχεῖ τούτῳ γράμματι ἀναδιδάσκειν
, ὥς * τινες * φασίν , Ἀχιλεὺς τὸν παῖδα Δηιδαμείᾳ ἐν Σκύρῳ τῇ νήσῳ . Τρυφιόδωρος δὲ καὶ οἱ
5672443 Χαιρεᾳ
, τοῦτο καὶ οἴεται . τάχ ' οὖν ἔδοξεν ἀποδίδοσθαι Χαιρέᾳ καὶ ἔσπευδε τοῦτο ἀκοῦσαι , καὶ τῶν εὐαγγελίων ἀμείψασθαι
εἰς τὴν τῶν Κυζικηνῶν χώραν , καὶ τῷ στρατηγοῦντι τούτων Χαιρέᾳ προσέταξαν ἄγειν τὸ στρατόπεδον ἐπὶ τὴν πόλιν , αὐτοὶ
5670658 τελεσας
. Εἰ δὲ τούτων ἑτεροῖον βούλεται φάρμακον ἐκτελεῖν , πάντα τελέσας τὰ ἐπὶ τῶν ξηρίων , ἐπ ' ἔσχατον δεῖ
Σεβῆρος ἐς τὸ τοῦ Διὸς τέμενος ἀνελθὼν καὶ τὰς λοιπὰς τελέσας ἱερουργίας ἐπανῆλθεν ἐς τὰ βασίλεια , καὶ τῷ δήμῳ
5666770 Ἀχελῳῳ
γὰρ ὁ τύπος . Οἰνειάδαι , πόλις Ἀκαρνανίας πρὸς τῷ Ἀχελῴῳ ἡ καὶ Ἐρυσίχη καλουμένη . τὸ ἐθνικὸν Ἐρυσιχαῖος .
ἀνελόμενος Εὐρυσθεῖ ἔδωκεν . Ὅτι φασὶ τὸν Ἡρακλῆ μονομαχῆσαι τῷ Ἀχελῴῳ . ἔχει δὲ οὕτω . ῥέων ὁ Ἀχελῷος μεταξὺ
5664413 οἰκτροτατον
ἢ χρηστὸς τρόπος εἰς χαλεπὸν ὅταν ᾖ συγκεκλῃμένος βίον . οἰκτρότατόν ἐστι πεῖραν ἐπὶ γήρως ὀδῷ ἀδίκου τύχης δίκαιος εἰληφὼς
ἢ χρηστὸς τρόπος εἰς χαλεπὸν ὅταν ᾖ συγκεκλεισμένος βίον . οἰκτρότατόν ἐστι πεῖραν ἐπὶ γήρως ὀδῷ ἀδίκου τύχης δίκαιος εἰληφὼς
5660318 αὐτοχειρι
: ὃν οὖν καθ ' ἑτέρων ἤμελλον τίθεσθαι νόμον . αὐτοχειρὶ σφαγεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν . αἱ θυγατέρες Ἐρεχθέως τῷ
καὶ δεῖξαι τοῖς ἔργοις , ὡς ὑπὲρ ἐλευθερίας οὐδὲ σφάττειν αὐτοχειρὶ παρ ' ἡμῖν ἀποκνοῦσι τέκνα πατέρες . οὐ γὰρ
5656555 Αἰγει
καὶ Κρέοντα καὶ τοὺς ἰδίους υἱούς , ἐχωρίσθη δὲ Ἰάσονος Αἰγεῖ συνοικήσουσα . παρ ' οὐδετέρῳ κεῖται ἡ μυθοποιΐα .
τὸν ῥοῦν τοῦ Ἀττικοῦ ποταμοῦ Ἰλισσοῦ φάρμακα χαλεπὰ ἐβουλεύσατο τῷ Αἰγεῖ τῷ Πανδίονος παιδὶ , αἰδοῖ μὲν τὸν τόπον ἐκεῖνον
5656128 περιπεσουσα
τινὲς παρ ' αὐτῷ : τῶν γονάτων αὐτοῦ λαβομένη καὶ περιπεσοῦσα τέως μὲν ἔκλαιε φωνὴν οὐδεμίαν προϊεμένη , ἔπειτ '
χειμὼν Δάφνιδι καὶ Χλόῃ τοῦ πολέμου πικρότερος : ἐξαίφνης γὰρ περιπεσοῦσα πολλὴ χιὼν πάσας μὲν ἀπέκλεισε τὰς ὁδούς , πάντας
5650770 ἀλητης
κυνὸς τῆς θηλύπαιδος καὶ τριάνορος κόρης . ἥξει δ ' ἀλήτης εἰς Ἰαπύγων στρατὸν καὶ δῶρ ' ἀνάψει παρθένῳ Σκυλλητίᾳ
, καὶ ἀλὼς παράγωγον τοῦ ἀλῶ : ἀφ ' οὗ ἀλήτης . ἀπὸ τούτου καὶ ἕτερον παράγωγον ἀλεὸς ἐρύη ,
5648602 ἀνηκε
ἐπὶ τῆς γῆς γιγνομένων : θυμωθεῖσα δὲ αὐτῷ ἡ Γῆ ἀνῆκε σκορπίον εὐμεγέθη , ὑφ ' οὗ τῷ κέντρῳ πληγεὶς
καὶ τοὺς Θηβαίων μέντοι πρέσβεις εἰς μὲν τὸ ἄστυ οὐκ ἀνῆκε , κατὰ θάλατταν δὲ εἰς Κρεῦσιν ἀπέπεμψεν . ἅτε
5643014 οἰνωθεις
εὐθυμίας καὶ ἱλαρότητος ἀπόλαυσιν : ἡδίων γὰρ αὐτὸς ἑαυτοῦ νήφοντος οἰνωθεὶς ὁ σοφὸς γίγνεται , ὥστε οὐδ ' ἂν ταύτῃ
Ἐπικάστην λέγουσι , χρήσαντος τοῦ θεοῦ μὴ γεννᾶν ὁ δὲ οἰνωθεὶς συνῆλθε τῇ γυναικί . καὶ τὸ γεννηθὲν ἐκθεῖναι δίδωσι
5641562 μιγεντα
Θηβῶν . μετὰ γὰρ τὰ κατὰ τὸν Δευκαλίωνός φησι Δία μιγέντα Ἰοδάμᾳ τῇ Ἰτώνου τοῦ Ἀμφικτύονος τεκνῶσαι τὴν Θήβην ,
καὶ Παρθένον ὄνομα . καὶ τῇ μὲν Ῥοιοῖ τὸν Ἀπόλλωνα μιγέντα ἔγκυον ποιῆσαι : τὸν δὲ πατέρα αὐτῆς ὡς ὑπ
5639924 Γυγης
ναιετάουσιν ἐπ ' Ὠκεανοῖο θεμέθλοις , Κόττος τ ' ἠδὲ Γύγης : Βριάρεών γε μὲν ἠὺν ἐόντα γαμβρὸν ἑὸν ποίησε
: αὐτὸς δ ' ἔφη ταύτας γινώσκειν . Ὁ δὲ Γύγης ἐκέλευε τὸν ἄνθρωπον ἡγεῖσθαι : καὶ αὐτὸς ἐκείνῃ τὸ
5639116 κητει
ἀνίσχει νησῖδες ἂν τοῖς ἀπειροθαλάττοις δόξαντα . ἀτρεμοῦντι προσετύχομεν τῷ κήτει , κινούμενον δὲ νυνὶ σφοδροτάτῃ ῥύμῃ πολὺν ἐγείρει ῥοθίου
κεφαλῇ τὴν Ἀνδρομέδαν τοῦ κήτους ἀπολύσασθαι : δείξας γὰρ τῷ κήτει τὴν Γοργόνα καὶ ἀπολιθώσας αὐτὸ ἀπέλυσε τῆς βορᾶς τὴν
5637302 τρωσας
κοτύλην , ἢ ὠμοπλάτην , ἢ πόδα . βαλών : τρώσας . ἐπέδησεν : ἐκώλυσεν , ἔπαυσεν , ἐδέσμευσεν .
, τὸ μὲν θηρίον ἀνεχώρησεν , παρέδραμε δὲ καὶ ὁ τρώσας καὶ οἱ λοιποί . Ἐνιαυτοῦ γε μὴν διελθόντος ὁλοκλήρου
5636006 ἐξεπλησε
ἐξύρηται : ἀντὶ τοῦ ἐξυρημένος : πολλὰ δὲ φιλήματ ' ἐξέπλησε : ἀντὶ τοῦ πολλῶν φιλημάτων με ἐξεπλήρωσεν , ὡς
ὁμιλεῖ ἢ πρὸς τὸν ἄρρενα ὁρῶσα : καὶ ὁ μὲν ἐξέπλησε τὴν ἐπιθυμίαν κᾆτα ἀπηλλάγη , ἣ δὲ ἑαυτὴν ἐπιστρέψαι
5634323 ἐπιδραμων
σὺν αὐτοῖς ἀπραγμοσύνην καὶ τὸν τῆς ἡσυχίας ἔρωτα κἂν ἁρπάσαιμι ἐπιδραμών . Περιηγεῖταί τινα Θεόπομπος συνουσίαν Μίδου τοῦ Φρυγὸς καὶ
τέ οἱ συνεχὲς ἦν Λαβιηνὸς οὐ πρὸ πολλοῦ τὴν Ἀσίαν ἐπιδραμών . ὧδε δὲ ἔχοντι ἀγγέλλεται Ἀντώνιος εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἐπανελθών
5633960 κατεχων
προσβάλλων μερίσεις εἰς τὸν γʹ μὴ λοιπογραφῶν τὸν ἀριθμὸν ἀλλὰ κατέχων : ἐὰν μὲν γὰρ περισσεύῃ αʹ , πρόσθες τʹ
καλεῖ δὲ αὐτὴν Θηβαίων , ἐπειδὴ ἄποικος ἦν αὐτῶν . κατέχων ] ὡς ἐπὶ τυράννου ἡ λέξις . ὧν ,
5633885 γαμετῃ
ὧν αὐτῷ φιλοφρονουμένη ἐκόμισεν . ὃς δὲ ἐπιτηδείου ἀνδρὸς χαριζόμενος γαμετῇ ἤσθιεν ἐπὶ τοῦ ἵππου ἥμενος , τῶν παρεπομένων τὸν
συνῆν δὲ Ἀντιγόνῳ τῷ Μακεδονίας βασιλεῖ καὶ Φίλᾳ τῇ τούτου γαμετῇ , συνήκμασε δὲ Ἀλεξάνδρῳ τῷ Αἰτωλῷ καὶ Καλλιμάχῳ καὶ
5628398 ἐφιλησεν
καὶ τοῦ φλοιοῦ διαρραγέντος ἀπεκύησε τὸν Ἄδωνιν , ὃν ἰδοῦσα ἐφίλησεν ἡ Ἀφροδίτη . μύρραν δὲ Αἰολεῖς τὴν σμύρναν λέγουσιν
δ ' ἦν οἱ κάρτα πλησίον , περιλαβὼν τῇ χειρὶ ἐφίλησεν . ἐπικροτησάντων δὲ πάντων σὺν γέλωτι καὶ βοῇ ὡς
5622955 ἀκισι
περιθεὶς καὶ δρέπανα ἐπὶ τὰ ἄκρα τοῦ ἱστοῦ ἐμβαλὼν ταῖς ἀκίσι διερρήγνυε , τοῖς δὲ δρεπάνοις ἀνέτεμνε τοὺς φορμοὺς ,
εὐδαιμονεῖν ἔμελλε , κτείνει καὶ τοῦτον μιᾷ τοξείᾳ ταῖς αὐταῖς ἀκίσι καὶ βέλεσι . τὰ δὲ παρ ' ἡμῖν ἀγωνίσματα
5622277 κτεινας
ἔχων ὑπὸ τὴν ἀσπίδα λαθραίως περιέβαλε τὸν Φρύνωνα , καὶ κτείνας ἀνεσώσατο τὸ χωρίον . ὕστερον μέντοι φησὶν Ἀπολλόδωρος ἐν
περὶ τὰ τοιαῦτα μέχρι τούτων οὕτως : ὧν δὲ ὁ κτείνας ἐφ ' οἷς τε ὀρθῶς ἂν καθαρὸς εἴη .
5621663 κρηπισι
. ὧν εἷς ὢν καὶ Ἄγνων χρυσοῦς ἥλους ἐν ταῖς κρηπῖσι [ καὶ τοῖς ὑποδήμασιν ] ἐφόρει . Κλεῖτος δ
ἐμπεδώσειε τὴν ἐπαγγελίαν : τοῦ δὲ φήσαντος , ἐν ταῖς κρηπῖσι τῶν παίδων καὶ ἄλλους τινὰς χιλίους χρυσοῦς κεκρύφθαι διὰ
5619435 ἐκτινων
τῆς ἐκείνων λήξεως ἤδη . τῇ μητρὶ γῇ τὸ χρέος ἐκτίνων τὸν ναυηγὸν θάπτει . ἰδὼν ναυηγοῦ σῶμα ἐρριμμένον ἀκηδῶς
; οὐκ ἀμοιβάς , ὡς ἄν τις ὑπολάβοι , μόνον ἐκτίνων τῆς παιδείας , ἀλλὰ καὶ τὴν πανταχοῦ νεότητα ,

Back