αἱ ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἐκπεμπόμεναι . γράφεται προσέλκοι . καλλιρόοισι ῥοαῖς : ταῖς ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἀναφερομέναις τῶν μετ '
πόντος : πέλαγος . ῥώμη : ἰσχύς , δύναμις . ῥοαῖς : τοῖς ῥέουσιν ὕδασιν . ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον .
8129817 γναθοις
πάτταλον , καὶ τὸ χρῶμα ξυλοειδές , πρὸς δὲ ταῖς γνάθοις ἀπὸ τοῦ στόματος ἀρξαμένην ἀντὶ πώγωνος μακρὰν σάρκα καὶ
; πώλους ἀπάξω κοιράνωι Τιρυνθίωι . οὐκ εὐμαρὲς χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις . εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο .
7971597 κομαις
ζυγὸν ὅταν θέλωσι , νυμφίους ἀρνούμεναι , τοὺς Ἑκτορείοις ἠγλαϊσμένους κόμαις , μορφῆς ἔχοντας σίφλον ἢ μῶμαρ γένους , ἐμὸν
νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις ὑμῶν , ὅτε μ ' οὐ φρονεῖν νομίζετ '
7811014 Βακχαις
ἁβρότητος γέμων , ἱμέρῳ ῥεόμενος , οἷον αὐτὸν Εὐριπίδης ἐν Βάκχαις εἰδοποιήσας ἐξέφηνε , κισσὸς δ ' αὐτὸν ἔστεφε περιθέων
γῆρυς . ὅτι δὲ καὶ Διόνυσος μάντις , καὶ ἐν Βάκχαις φησὶ [ ] μάντις δ ' ὁ δαίμων ὅδε
7777097 κοιταις
. ἐπακτῆρες θηρευταὶ οἱ τοὺς κύνας ἐπάγοντες ταῖς τῶν θηρίων κοίταις . ἐπαλαστήσασα ἐπιχαλεπήνασα , ἐπιδεινοπαθήσασα . ἐπαλλάξαντες ἐπιπλέξαντες ,
ἐγκρατής . τῶν δ ' ἀνθρώπων οἱ μὲν ἐν ταῖς κοίταις ἔτι ὄντες κατεσφάγησαν , οἱ δ ' ἀνιστάμενοι ἀρτίως
7764920 βακχαις
σύνταξις οὕτω : ποῖ φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις διαμοιρᾶσαι , ἤγουν διασπαράξαι μεληδὸν , καὶ τοῖς κυσὶ
πᾶ φέρομαι : ποῖ φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις τοῦ Ἅιδου , ἤγουν ταῖς Τρωικαῖς γυναιξίν . ἐν
7730706 σαισι
παλαιὸν δωμάτων ἐμῶν λάτριν . χὤτι μ ' ἐν ταῖς σαῖσι φερναῖς ἔλαβεν Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ
θεῖα πολύκριτα σαῖσιν ἐφετμαῖς : ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις βόσκων ἀνθρώπων γενεὴν κατ ' ἀπείρονα κόσμον .
7705455 ὀπαις
παχεῖα , καθ ' ἃ ψαύει τῶνδε τῶν ὀστῶν , ὀπαῖς λεπταῖς τέτρηται . καὶ διὰ ταύτης γέ τοι πρώτης
σαῦρον καὶ χύτραν κεραμέαν τῶν νεωστὶ εἰργασμένων διατρήσας πάνυ λεπταῖς ὀπαῖς , ὡς μὴ εἴργειν μὲν τὸ πνεῦμα , οὐ
7701986 πνοαις
ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : αἱ μεγάλαι ἀπαρχαὶ
. . . . ἀπαρκτίαις : ταῖς ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . .
7680647 γλαυκην
πάθω ; ἄγ ' , ὦ γεραιαί , στείχετε , γλαυκὴν χλόην αὐτοῦ λιποῦσαι φυλλάδος καταστεφῆ , θεούς τε καὶ
, τοκεῦσι δὲ κῦδος ὀπάζει . καὶ τοῖς , οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται , εὔχονται δ ' Ἑκάτῃ καὶ ἐρικτύπῳ
7678465 ὠλεναις
' , οὐδ ' ἔπειθέ νιν . λαβοῦσα δ ' ὠλέναις ' ἀριστερὰν χέρα , πλευροῖσιν ἀντιβᾶσα τοῦ δυσδαίμονος ἀπεσπάραξεν
ἀκινήτων βάθρων , Ἀγαμέμνονος παῖ , θεᾶς ἄγαλμ ' ἐν ὠλέναις ; ἄναξ , ἔχ ' αὐτοῦ πόδα σὸν ἐν
7656928 ληνοις
τὸν οἶνον ποιεῖ ἐκτροπίαν . διὸ εὐοσμίαν ἐπινοεῖν χρὴ ταῖς ληνοῖς διὰ θυμιαμάτων , μάλιστα δὲ ταῖς οἰνοθήκαις . Τὰ
, τὴν δὲ Χλόην ἐλύπησεν : οἱ δὲ ἐν ταῖς ληνοῖς ποικίλας φωνὰς ἔρριπτον ἐπὶ τὴν Χλόην καὶ ὥσπερ ἐπί
7656355 ἀρουραις
καὶ ἐπὶ σκοπὸν εἷναι ὀιστόν Εὔρυτος ἐκ πατέρων μεγάλαις ἀφνειὸς ἀρούραις . αὐτὰρ ἀοιδὸν ἔθηκε καὶ ἄμφω χεῖρας ἔπλασσεν πυξίνᾳ
Πύθια νικήσας . τρίτον ἐπὶ στέφανον πατρῴαν βαλὼν ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραις : ὅτι τὴν Φωκίδα χώραν ἀφνεὰν ἄρουραν Πυλάδου εἴρηκε
7631241 φλεξας
οὕτως : ὅστις Φιλοκτήτης ποταμοῦ παρ ' ὄχθαις τοῦ Δύρα φλέξας τὸν θρασὺν λυροκτύπον λέοντα ῥαιβῷ δράκοντι ἀφύκτων γομφίων χεῖρας
' ἑὰ τόξα τιταίνων ἀμφοτέραις πολίεσσιν ἕνα ξύνωσεν ὀιστόν ἠίθεον φλέξας καὶ παρθένον . οὔνομα δ ' αὐτῶν ἱμερόεις τε
7631052 κορυφαις
ἐπισκεψάμενος δὲ αὐτὸ ὅπη διανίσταται καὶ ὅπη θολοῦται καὶ ὁπόσαις κορυφαῖς ᾄττει καί που καὶ ἐφαπτόμενος τοῦ πυρός , ὅπη
ἄκουε τοῦ Πανός , ὡς τὸν Διόνυσον ᾄδειν ἔοικεν ἐν κορυφαῖς τοῦ Κιθαιρῶνος ὑποσκιρτῶν τι εὔιον . ὁ Κιθαιρὼν δὲ
7611146 νομαις
σφι νόον μέγα θάρσος ἱκάνει : οὐ γάρ πω κείνῃσι νομαῖς ἔνι κῆτος ἄαπτον , οὐ δάκος , οὐδέ τι
καὶ δριμὺ καὶ ὀξὺ καὶ αὐστηρὸν ἐπὶ ταῖς μοχθηραῖς ἔσται νομαῖς , ὁμοιούμενον ἀεὶ τῇ φύσει τῆς πόας : οὔτε
7575486 πρεσβυταισιν
; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ
καλῶς , ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; καὶ Εὔπολις ἐν Εἵλωσι : καὶ
7560314 ἀμπελοις
τοὺς ἑαυτῶν κωμήτας κακολογεῖν , ὅτε καὶ τὴν λυμαινομένην ταῖς ἀμπέλοις αἶγα ἆθλον τῆς ᾠδῆς προετίθεντο καὶ οἱ νικήσαντες ἐνήλλοντο
καλάμους . Γ τὰς χάρακας ] καλάμους πεπηγότας ἐν τοῖς ἀμπέλοις ἔκαιεν : ἤγουν τὰς ἀμπέλους ἀπὸ μέρους . ἐξέχει
7549797 ἀρυταιναις
κατάχυτλον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις , καὶ αὖ πάλιν εἶτα κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς
ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις . χαλκώματα , προσκεφάλαια . ἢν γὰρ ἕν '
7504790 κατακρεμανται
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Καὶ Εὔπολις ἐν
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ βασιλεὺς
7502159 προσπεπατταλευμεναι
Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι ἡ κοπὶς
τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ
7495025 λεσχαισι
μεταλαβεῖν . Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι
ἐλθοῦσιν ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ;
7489393 διναις
. φρεσὶν ] ἤγουν λογισμοῖς . τελεσφόροις ] τετελεσμένοις . δίναις ] στροφαῖς , ἤγουν πολλοὺς λογισμοὺς ἀνελίσσει καθ '
αὐτοῦ καθίησιν ἐς τὸ ὕδωρ , καὶ εἰλεῖται ἐν ταῖς δίναις στρεφόμενον , τό γε μὴν τέλος διὰ χειρῶν ἔχει
7453517 γοναις
, Εὐμενίδων γενέτειρα , ὑποχθονίων βασίλεια , ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην , μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος , Ὡρῶν
καὶ φρύγετρον , τὸ μὲν φρύγετρον Πολυζήλου εἰρηκότος ἐν Διονύσου γοναῖς , οὗπερ αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ φρύγετρόν γε
7450578 ὀφρυσιν
ἀγρολόφοισι : ἔξω ἐν ταῖς ὕλαι στῶντες . Ἐπισκυνίοισιν : ὀφρῦσιν . μεσόφρυα : μέτωπα . Χαροπαῖσι : εὐχαρίαις .
Τορόν : κυκλοτερές . πυρσωπόν : πύρινον . ἐπισκυνίοισιν : ὀφρῦσιν . δαφοινόν : μέλαν . Οὔατα : οὔτα .
7427375 παγαις
τὸ Αἰσχύλου . τοῖς ἑαυτοῦ πτεροῖς περιπεσὼν καὶ ἐνσχεθεὶς ταῖς πάγαις , ἃς ἄλλοις ὑφῆκε , τὰ ἐκ τοῦ νόμου
τοῦ καλλιερῆσαι βουλεύονται . Ἀλλ ' οὐκ αὖθις ἀλώπηξ : πάγαις ἁλώσεται λείπει : παρόσον ἅπαξ διαφυγοῦσα πάγας , δεύτερον
7420624 χαιταν
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω
κάλαθον εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος . μηδ ' ἃ κατεχεύατο χαίταν : μηδ ' ἥτις ἄγαμός ἐστιν . μηδὲ ὅταν
7416392 πλεκταναις
τοῦ ἰσχίου κοιλότης , καὶ αἱ τοῦ πολύποδος ἐν ταῖς πλεκτάναις ἐπιφύσεις παραγώγως κοτυληδόνες . καὶ τὰ κύμβαλα δὲ παρ
δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος * * καὶ τὸν πετραῖον πλεκτάναις ἀναίμοσι στυγῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός ἀλλ ' ὦ θυρέτρων
7412290 καλυκεσσι
τοι ἐγών , Ἀμαρυλλὶ φίλα , κισσοῖο φυλάσσω , ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις . ὤμοι ἐγών , τί πάθω
νηῶν : ὁππότε γαῖα βροτοῖσι φυτηκομέουσι γέγηθεν : ὁππότε καὶ καλύκεσσι καὶ ἄνθεσιν ἅμματα λύει : ἢ πάλιν ἐσχατίῃσιν ὀπωρινῇσι
7404016 ἰασπιν
χειμερίαν πάχνην , τέμνοις , εὑρήσεις δὲ καὶ τὴν πρασινίζουσαν ἴασπιν . Ἑξῆς δὲ ὁ Ἶρις ποταμὸς τὸ καθαρὸν ὕδωρ
δίδου δὲ πρὸς τὴν δύναμιν ἑκάστου . Εἰς δὲ τὸν ἴασπιν λίθον γλύψον ἰκτῖνα διασπαράσσοντα ὄφιν , καὶ ὑπὸ τὸν
7396560 ἀγυιαις
προσαγορεύοντες . ἀγυιεὺς δ ' ἐκλήθη δεόντως ἱδρυθεὶς ἐν ταῖς ἀγυιαῖς : καταυγάζει γὰρ ταύτας καὶ πληροῖ φωτὸς ἀνατέλλων ,
συνεχεῖς ζητήσεις , ἃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν ποιεῖται ἐν ταῖς ἀγυιαῖς , περιπάτοις , βιβλιοπωλείοις , βαλανείοις , ἔσχεν ὄνομα
7395887 χρυσεαις
εἴπω , τότε ἁρπάσαι σε τὸν ἀγλαοτρίαιναν Ποσειδῶνα ἀνὰ ταῖς χρυσέαις ἵπποις δαμέντα καὶ τρωθέντα τὰς φρένας ἐν ἱμέρῳ καὶ
θοὸν τάνυεν , ἀποπέμπων Αἰακόν δεῦρ ' ἀν ' ἵπποις χρυσέαις καὶ Κορίνθου δειράδ ' ἐποψόμενος δαιτικˈλυτάν . τερπνὸν δ
7395729 ἀκταις
τὴν πατρίδα τὸ πένθος αὐτοῦ παρεσήμηνεν . δειναῖσιν ταῖς δειναῖς ἀκταῖς δηλονότι τῆς θαλάσσης , παρὰ ταῖς ἀρχαῖς τοῦ ὕδατος
ἦλθες , ὦ παῖ Πηλέως . οὐ μὴν ἐπ ' ἀκταῖς γ ' ἐστὶ κωπήρης στρατός , οὔτ ' οὖν
7385588 χηλαις
[ ] , τὰς δὲ * ἰσημερίας ἐν κριῶι καὶ χηλαῖς . καθόλου δὲ ἐν ὧι ἂν ἦι ζωιδίωι ὁ
καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἄρεως : οἱ δὲ ἐν ταῖς χηλαῖς τῷ τε τοῦ Κρόνου καὶ τῷ τοῦ Ἑρμοῦ :
7384981 ὀδαξ
κολῳὸν ἐν λέσχαις μέσον . καὶ πρῶτα μὲν μύθοισιν ἀλλήλους ὀδὰξ βρύξουσι κηκασμοῖσιν ὠκριωμένοι , αὖθις δ ' ἐναιχμάσουσιν αὐτανέψιοι
. τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος εὑρίσκεται ἐν τοῖς ἱεροῖς . ὀδὰξ : Ἤτοι τοῖς ὀδοῦσιν . . μετὰ τῶν ὀδόντων
7384576 ἀνακτ
δοκῶν φορμὸν πλέκειν [ ] . ἀμφί μοι αὖτιϲ [ ἄνακτ ' ] . εἶτα μονῳδεῖν ἐκ Μηδείαϲ καὶ τἀξ
μὲν ἦν πάροιθεν ἐσχάρας Διὸς καθάρσι ' οἴκων , γῆς ἄνακτ ' ἐπεὶ κτανὼν ἐξέβαλε τῶνδε δωμάτων Ἡρακλέης : χορὸς
7382212 δροσοις
] κατ ' εἰρωνείαν . ἁ καλὰ ] Ἄρτεμις . δρόσοις ] ἤτοι τοῖς νεογνοῖς . ἀέπτοισι ] τοῖς μὴ
ὥσπερ καὶ φυτὸν ἐπαίρεται πρὸς αἰθέρα καὶ αὔξεται ταῖς χλωροποιοῖς δρόσοις . ἢ οὕτως : ὥσπερ δένδρον ὕδατι ποτιζόμενον εἰς
7379360 πτερυξιν
πέδιλα δυνηθῆναι βαλεῖν . Ἄλλως . ὄχῳ πτερωτῷ , ταῖς πτέρυξιν , αἷς ἐποχοῦνται οἱ ἱπτάμενοι . σύθην δ '
, φῶς δικαιοσύνης , καὶ ἴασις καὶ εὐσπλαγχνία ἐπὶ ταῖς πτέρυξιν αὐτοῦ . Αὐτὸς λυτρώσηται πᾶσαν αἰχμαλωσίαν υἱῶν ἀνθρώπων ἐκ
7367392 μηλεαις
ἀγέλη πᾶσα καὶ κοῦ - φοι διαπέτονται περιαρτήσαντες αὐτὰ ταῖς μηλέαις , αἱ δὲ ἐφεστρίδες αἱ ποικίλαι κεῖνται μὲν ἐν
μὲν ταριχείας ἰχθύων ἀστείας παρέχει , φύει δὲ δένδρα καρποφόρα μηλέαις ἐμφερῆ : χρῶνται δ ' Αἰγύπτιοι τῇ ἀσφάλτῳ πρὸς
7360243 πολιοχρωσι
' ἐπ ' ἀνθράκων ὑδρίαν δανείζειν πεντέχουν ἢ μείζονα ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη κοπίδι τῶν μαγειρικῶν εἰ παιδαρίοις ἀκολουθεῖν δεῖ
' ἀνθράκων . Ὑδρίαν δανείζειν πεντέχουν ἢ μείζονα . Ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη . Ὀξωτά , σιλφιωτά , βολβός ,
7359511 αὐραις
ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις τὴν ὥραν τοῦ ἔτους καὶ ἄλλως εὔχαριν οὖσαν ἡδίω
αὐτὰ ἄγαν ἁθρόως ποτίζῃ , οὐ δύναται ὀρθοῦσθαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι : ὅταν δ ' ὅσῳ ἥδεται τοσοῦτον πίνῃ
7353870 ἐτευξε
εὑρήματα τάξεις τε ταύτας οὐράνιά τε σήματα . κἀκεῖν ' ἔτευξε πρῶτος , ἐξ ἑνὸς δέκα κἀκ τῶν δέκ '
Καμπυλίωνι : ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν
7330096 πεπλοις
. πᾶσα μὲν ἐσφήκωτο καλυψαμένη [ ] χρόα [ ] πέπλοις [ ] , ποιμενίῳ ζωστῆρι περίπλοκος : ἐκ δὲ
ἄλλην ὀμπνίαν κειμηλίων , σὺν τῷ γεραιῷ πατρὶ πρεσβειώσεται , πέπλοις περισχών , ἦμος αἰχμηταὶ κύνες , τὰ πάντα πάτρας
7327832 Ἀθαναις
οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ' ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ ' εὐκλέ ' ἀγοράν : ἰοδέτων
κοὐ λήξω τοὺς βόσκοντας θεραπεύων . οὐκ ἐν ταῖς ζαθέαις Ἀθάναις εὐκίονες ἦσαν αὐλαὶ θεῶν μόνον οὐδ ' ἀγυιάτιδες θεραπεῖαι
7324267 νυμφαις
αἱ πανηγύρεις ἀμπελόεις ] τῆς ἀμπέλου ἕλικας ] τὰ κλήματα νύμφαις ] ὕδασι ἴσως καὶ βατόεντα : ὁμοίως καὶ τοὺς
μὲν καὶ νάπας Πανί , λειμῶνας δὲ καὶ τεθηλότα χωρία νύμφαις , ἀκτὰς δὲ καὶ νήσους πελαγίοις δαίμοσι , τῶν
7310974 στεροπην
, Νεστορίδη , τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ , χαλκοῦ τε στεροπὴν κατὰ δώματα ἠχήεντα χρυσοῦ τ ' ἠλέκτρου τε καὶ
κελεύθοις θραυομένων νεφέων , ἀνεμοθρόος εἰς τόκον ἕρπει , καὶ στεροπὴν τίκτουσα θοὴν ἀκίχητον ἐλαύνει , φαινομένην κρύπτουσα χαράγματα πυκνὰ
7310824 σαρξιν
εὔχυμα : οἱ δ ' ἀδένες πεφθέντες καλῶς ὁμοίως ταῖς σαρξὶν εὔχυμοι . καρδία οὐ κακόχυμος . βελτίους οἱ πόδες
τῶν δηγμάτων πληγὰς , εἴ τι δέ που περιλέλειπται ταῖς σαρξὶν ὀδὰξ ἐμφυόμενον , χαμαὶ πίπτειν εὐθὺς αὐτοκύλιστον . Μακρόβιον
7291356 σιαγοσιν
τοῖς ὄνυξι τοῖς ὠμὰ κρέα ἁρπάζουσι πρὸς σίτησιν : νῦν σιαγόσιν : ὠμὰ σιτουμένοις : ἐκ μέρους τὸ πᾶν :
μαστάζειν : ἀντὶ τοῦ μάσταζε , ἔστι δὲ μασῶ ταῖς σιαγόσιν . * ἀμελγόμενος : πιπίζων ἀποθλίβων * χυλόν :
7287607 μολπας
Μελάμποδα : † μάλα † τοι μάλιστα παιγμοσύνας τε φιλεῖ μολπάς τ ' Ἀπόλλων , κήδεα δὲ στοναχάς τ '
δὲ Βάκχον , τὸν ἐφευρετὰν χορείας , τὸν ὅλας ποθοῦντα μολπάς , τὸν ὁμότροπον Ἐρώτων , τὸν ἐρώμενον Κυθήρης :
7282175 ἰοις
γε μὴν κεφαλὴν ἀνθέμοις ἐρέπτομαι , λειρίοις ῥόδοις κρίνεσιν κοσμοσανδάλοις ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς ἑρπύλλῳ κρόκοις
παρ ' ἐμοὶ ἡθροισμένων , οὓς σὺ λαβὼν εὐθὺς ἂν ἴοις , καὶ αὐτὸς δ ' ἂν ἔχων τὴν ἄλλην
7281493 ὀρνισιν
οὖσι παρατιθέασι σάρκας τε καὶ ἶνας , ὅσα ἰσχυρὰν τροφὴν ὄρνισιν ἁρπακτικοῖς ἐργάζεται : τοῖς δὲ ἐν μεθορίῳ τῶν ἀρτιγενῶν
ἀηδόνος φησί . κλαυμάτων ἄτερ ] εἰ γὰρ καὶ ἐν ὄρνισιν οὖσα θρηνεῖ φωνῆι μόνηι καὶ οὐ θρήνοις . ἀμφήκει
7281144 χαλκεοις
ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ' ἐς κείνου γενεάν , ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν : τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς
] στᾶσαι φατίξωσιν [ ] φύξις , οὐδ ' εἰ χαλκέοις ? [ ] [ τείχεσιν ] μίμνησηι κε ?
7271108 ἠρασατο
ἔσω πόθος ἔσπασεν Ἰσθμοῦ δεινός , ὅτ ' Ἀπιδανῆς Λαΐδος ἠράσατο ὀξὺς Ἀρίστιππος , πάσας δ ' ἠνήνατο λέσχας φεύγων
διεχθρεύσειν . εἰ δὲ παραβαίη τὸν ὅρκον τοιαύτην αὑτῷ τελευτὴν ἠράσατο τοῦ βίου γενέσθαι καὶ τοῖς αὑτοῦ παισίν , οἵας
7269419 βραγχιοις
ὕψιστε θεῶν πόντιε χρυσοτρίαινε Πόσειδον γαιάοχε † ἐγκυμονάλμαν † : βραγχίοις δὲ περί σε πλωτοὶ θῆρες χορεύουσι κύκλωι κούφοισι ποδῶν
, κυανῷ δὲ εἴκασται τῷ βαθυτάτῳ , ἀναπνεῖ δὲ οὐ βραγχίοις , ἀλλὰ φυσητῆρι : τοῦτο γὰρ καὶ καλοῦσίν οἱ
7263304 μαλεραις
πόλιν ταύτην τὴν Ὀποῦντα φλέγων , ἀντὶ τοῦ λαμπρύνων ᾠδαῖς μαλεραῖς , τουτέστι λαμπραῖς , ταχύτερον καὶ ἵππου ἀγάνορος ,
αὕτη : ἐγὼ δὲ ταύτην τὴν φίλην πόλιν ἐν ἀοιδαῖς μαλεραῖς καὶ ἐκδήλοις καὶ φωτειναῖς ἐπιφλέγων καὶ καταυγάζων καὶ μεγαλύνων
7259654 πινναις
ὅρμους . γίνεται δ ' ἐν ὀστρέῳ τινὶ παραπλησίῳ ταῖς πίνναις , πλὴν ἐλάττονι . μέγεθος ἡλίκον ἰχθύος ὀφθαλμὸς εὐμεγέθης
πολυτελεῖς ὅρμους . γίνεται δὲ ἐν ὀστρέῳ τινὶ παραπλησίῳ ταῖς πίνναις , πλὴν ἐλάττονι . μέγεθος δὲ ἡλίκον ἰχθύος ὀφθαλμὸς
7254308 ῥανισιν
ἄντικρυς ἡλίου φαίνεσθαι : τότε γὰρ ἡ ὄψις προσπεσοῦσα ταῖς ῥανίσιν ἀνα - κλᾶται , ὥστε γίγνεσθαι τὴν ἶριν .
θ ' ἱεροῖς ἐσόδους Φοίβου καθαρὰς θήσομεν ὑγραῖς τε πέδον ῥανίσιν νοτερόν : πτηνῶν τ ' ἀγέλας , αἳ βλάπτουσιν
7254001 φολισιν
πλάγιός , φησιν , πορεύεται προβάλλων τὴν κοιλίαν καὶ ταῖς φολίσιν ὑποτρίβων τὴν γῆν . * ἐπισκάζων : πλαγίως καὶ
ἐλέφας εἵπετο , ζῷον Βρεττανοῖς οὐχ ἑωραμένον . τοῦτον σιδηραῖς φολίσιν ὀχυρώσας καὶ πύργον ἐπ ' αὐτοῦ μέγαν ὑψώσας καὶ
7251061 αἰθαλοεσσαν
αἰθαλόεσσαν δέ φησιν αὐτήν , ἐπεὶ μελανόγειός ἐστιν . * αἰθαλόεσσαν : ὑδατόεσσαν * βόσκει : τρέφει ἅρπην : ἅρπη
κεφαλῆςὅτι τὴν ἀπὸ πυρὸς τέφραν κόνιν λέγει . διὸ καὶ αἰθαλόεσσαν αὐτὴν λέγει . . δμωαὶ δ ' , ἃς
7250819 κριθαις
καὶ οἱ στάχυες δὲ τῶν μὲν μεγάλοι καὶ μανότεροι ταῖς κριθαῖς τῶν δὲ ἐλάττους καὶ πυκνότεροι , καὶ ἀπέχοντες δὲ
μὲν τοῖς χεδροποῖς ὅμοια τὰ δὲ τοῖς πυροῖς καὶ ταῖς κριθαῖς . ἐρέβινθος μὲν γὰρ καὶ φακὸς καὶ τἆλλα τὰ
7236243 κοραις
. Γῆ δὲ ἐλεοῦσα τὸ πάθος φυτὰ εὐθαλῆ ὅμοια ταῖς κόραις ἀνῆκε , τέρψιν ἀνθρώποις καὶ μνήμην ἐπ ' αὐταῖς
ἐκείνην εὐπρεπεστέρας . ἀλλὰ κἂν εἰ νόμος ἐδίδου φανῆναι ταῖς κόραις , ὡς μᾶλλον ἐντεῦθεν ἐμὲ πρὸς τὸν ἀγῶνα πλεονεκτεῖν
7233387 πλαγκτον
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
7224424 κελευθοις
γὰρ κατὰ τὴν σελήνην ἐμέτρουν τὸν ἐνιαυτόν ἐνιχρίμπτουσα ] προσπελάζουσα κελεύθοις ] ταῖς ὁδοῖς θρόον ] λαλιάν θρόον ] θόρυβον
μελέεσσι καὶ ὄμμασιν ἀδρανέοντα ἐνδυκέως μεθέπων προσπτύσσεται , ἔν τε κελεύθοις χεῖρ ' ὀρέγων καὶ πᾶσιν ἐν ἔργμασιν αὐτὸς ἀμύνων
7218501 κορακινους
εὔοψος ἀγορά ; τίς δὲ συνδειπνεῖ βροτῶν φρυκτοὺς καταλαβὼν ἢ κορακίνους ὠνίους ἢ μαινίδ ' ; ὡραῖον δὲ μειρακύλλιον ποίαις
δὲ ἡ σύνθεσις τοῦ δελέατος . θʹ . ἄλλο πρὸς κορακίνους μόνους ὑπερμεγέθεις διὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ δελέατος . ιʹ
7218105 συκαις
αὐτά . διὸ καὶ οἱ γεωργοὶ περιάπτουσι τὰ ἐρινᾶ ταῖς συκαῖς , καὶ ἐγγὺς τῶν συκῶν ἐρινεοὺς φυτεύουσι . γίνεται
ψῆνας . Τούτων οἱ γεωργοὶ λαβόντες ἀφάπτουσι τῶν κλάδων ταῖς συκαῖς , ὅπως αὐτῶν ὁ καρπὸς μὴ ἀποῤῥέῃ . Ἐνδυόμενον
7214057 ἀτιταλλε
εἰ ὡς πρός τι λαμβάνοιτο . γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλε : ἔτρεφε καὶ τὸν Ἀχιλλέα ἐν τοῖς ἁρμοδίοις καὶ
[ ] . [ κλεινότατον ] ? ? δ ' ἀτίταλλε θεοφραδέεσσιν [ ] βουλαῖς [ σώφρονος ] ? εὐσεβίης
7212037 ἀσπισιν
, καὶ τομὰς ὡς ἀπὸ βέλους . ἀλλὰ ταῖς γε ἀσπίσιν ἐκδεχόμενοι τοὺς λίθους ὀλίγον τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζον . ἐπεὶ
ὄρχησιν λέγει τὴν πυρρίχην . κτύπον γάρ τινα ἐν ταῖς ἀσπίσιν ἐποίουν οὗτοι πρὸς τὸ ὑπερηχεῖσθαι τὸν κλαυθμὸν τοῦ παιδίου
7205104 Βακχου
ἡδεῖ . ἰδίως δὲ τέταχεν . ἢ ἀντὶ τοῦ ἡδέως Βάκχου ] τοῦ οἴνου σιλφιόεσσαν δὲ λίτρην , ἀντὶ τοῦ
τάχιστα λέγων εὖ , οἵπερ καὶ ῥήιστης εἰσὶ διδασκαλίης . Βάκχου μέτρον ἄριστον ὃ μὴ πολὺ μηδ ' ἐλάχιστον :
7204019 χαιταις
τῶν μελλόντων στέλλειν τὸν κῶμον . ἀγλαόκωμον ἐπεὶ χαίταισι : χαίταις οὐ ταῖς τῶν ἵππων διὰ τὸ νικᾶν , ἀλλὰ
ἀπὸ γὰρ ἀγλαῶν λάμπε γυίων σέλας ὧτε πυρός , ἀμφὶ χαίταις δὲ χρυσεόπλοκοι δίνηντο ταινίαι : χορῷ δ ' ἔτερπον
7201596 Ἠοιαις
Ϛʹ φησί . πεπηρῶσθαι δὲ Φινέα φησὶν Ἡσίοδος ἐν Μεγάλαις Ἠοίαις , ὅτι Φρίξῳ τὴν ὁδὸν ἐμήνυσεν , ἐν δὲ
Ἑκάτην ἀλλὰ Κράταιιν . . . ἐν δὲ ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις Φόρβαντος καὶ Ἑκάτης ἡ Σκύλλα . Στησίχορος δὲ ἐν
7199847 ἐρνεα
, καὶ δὲ φυτοῖσιν ἐναίσιμος , ἔν τε βόθροισι βάλλειν ἔρνεα πάντα , τάτε δρυὸς ἄκρα λέγονται . οἴνας δ
πόδα νέμων πατˈροπάτορος ὁμαιμίοις . κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος ἔνεικεν ἀπ ' Ἀλφεοῦ , καὶ πεντάκις Ἰσθμοῖ
7199210 λαμπασιν
γηγενέτας δόμος οὐκέτι νύκτα δέρκεται , ἀελίου δ ' ἀναβλέπει λαμπάσιν . μῆτερ , παρών μοι καὶ πατὴρ μετασχέτω τῆς
, ὁ ταύτης πατὴρἡ γὰρ θάλασσα δυσχερῆ ταύτην ἐποίει , λαμπάσιν πάλιν αὐτὴν ἀνεζώωσεν ἤγουν ἡλίου κινήσεσι καὶ χρόνοις πάλιν
7194695 ἀπειρεσιοισι
τέκνα τέκωνται . κεῖνος γὰρ πάσης γλυκερώτερος Ἀμφιτρίτης κόλπος , ἀπειρεσίοισι καὶ εὐΰδροις ποταμοῖσιν ἀρδόμενος , μαλακαὶ δὲ πολυψάμαθοί τ
τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος ἐκπίνοντας ἀτηρήν τε χάλαζαν , ἀπειρεσίοισι βελέμνοις ἀγρῷ τραῦμα φέρουσαν ἀμήχανον ἐξακέσασθαι . Βρωτήρων τ
7193201 ἀγκαλαις
καὶ μάλα πεινῶσι συμμάχων : ὥστε μόνον οὐκ ἐν ταῖς ἀγκάλαις περιεφέρομεν αὐτοὺς ἀγαπῶντες . μετὰ δὲ τοῦτο ἐπεὶ ἑάλω
' ἠδὲ μέγας Ὠκεανός , ὃς πέριξ [ γᾶν ὑγραῖς ἀγκάλαις ] ἀμπέχει . Τότε λιπὼν Κυνθίαν νῆσον ἐπέβα [
7192685 αὐγαις
διαχυθῆναι . θεοῦ ] τοῦ ἡλίου . . φλέγων γὰρ αὐγαῖς ] ὁ γὰρ λαμπρὸς κύκλος τοῦ ἡλίου , περιφραστικῶς
' ἔθ ' ἅρματα λεύσσων ἀελίου τάδε σώματα νεκρῶν ὄμματος αὐγαῖς σαῖς ἐπενώμας ; τῶν μὲν ἐμῶν τεκέων φανερὸν κακόν
7189277 λιθοισι
καὶ τῶν ξύλων ὅσα μαλακώτερα . τὰ δὲ ἄλλα τοῖς λίθοισι τοῖσιν ὀξέσιν ἔκοπτον : σίδηρος γὰρ αὐτοῖσιν οὐκ ἦν
ἄκουσαν . ὡς δ ' ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίθοισι δώματος ὑψηλοῖο βίας ἀνέμων ἀλεείνων , ὣς ἄραρον κόρυθές
7181286 βολαις
ἔθεον ἀλαλάξαντες ὁμόσε , πρῶτον μὲν οἱ ψιλοὶ σαυνίων τε βολαῖς καὶ τοξεύμασι καὶ λίθοις ἀπὸ σφενδόνης μαχόμενοι , καὶ
Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ . μακέλλῃ : Δίκελλα πλατεῖα . . Λικυμνίαις βολαῖς : ἐν δὲ ἐνίοις τῶν σχολικῶν ὑπομνήμασι ταυτὶ γέγραπται
7175864 κελαδοντος
χορείαις , δεῦτε , θεμιστοπόλοιο νοήματα μηλοβοτῆρος εἴπατέ μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον
ἡσυχίην ἀγέμεν , καὶ λώιον εἴη . μὴ μὲν δὴ κελάδοντος ἀπ ' Ὠκεανοῖο φέροιτο Ἀστραίη κούρη σταχυηφόρος : ἦ
7171032 Ματρος
' εἰλαπίνας θεοῖς βροτείωι τε γένει , Ζεὺς μειλίσσων στυγίους Ματρὸς ὀργὰς ἐνέπει : Βᾶτε , σεμναὶ Χάριτες , ἴτε
[ [ πρῶτος ] δὲ ἰάτρευσε [ ] [ [ Ματρὸς ] ὀρείας δεῖξαν [ [ πρῶτος ] δένδρα [
7167755 λεπτοδομοις
ἀφριζομένης , δηλαδὴ τῇ κωπηλασίᾳ , πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις ἤτοι ταῖς ναυσί . πλὴν
, διὰ τοῦτο πόντιον εἶπεν . πίσυνοι ] θαρροῦντες . λεπτοδόμοις ] λεπτοῖς . πείσμασιν ] σχοινίοις . μηχαναῖς ]
7163136 ἀγραυλων
στυγνὴν Ἀχαιῶν εἰς Ἰάονας βλάβην λεῦσσον φόνον τ ' ἔμφυλον ἀγραύλων λύκων , ὅταν θανὼν λῄταρχος ἱερείας σκύλαξ πρῶτος κελαινῷ
λαγωῶν ἀπέχεσθαι . Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων , κεφάλων , ἀγραύλων , τριγλῶν , καὶ πάντων τῶν ἀλέπων καὶ τῶν
7161137 Δηους
νήησαν , ἀπειρεσίην χύσιν ἄγρης . οἷον δ ' ἐργατίναι Δηοῦς πόνον ἐκτελέσαντες , πνοιῇς χερσαίοις τε διακρίναντες ἐρετμοῖς καρπόν
Ἀχελωίῳ εὐνηθεῖσα γείνατο Τερψιχόρη , Μουσέων μία , καί ποτε Δηοῦς θυγατέρ ' ἰφθίμην , ἀδμῆτ ' ἔτι , πορσαίνεσκον
7158603 παμπρωτον
ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων : τοί μ ' , ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος , ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβˈριν , κᾶδος
] βραχείονι πάγχυ [ ] πιέζων . [ τελέσας ] πάμπρωτον ἀγῶνα [ μετόπισθε ] δυώδεκα πάντας ἀέθλους . [
7155090 δρεπαναις
ὡς φάσσα ὑπὸ γυπὸς ἀντὶ τοῦ Αἴαντος καὶ ὡς ἄμπελος δρεπάναις ἑλκυσθήσομαι τότε δηλονότι , ὅταν ἡ πόλις πορθηθῇ .
ὅτε ζάγκλῃσι : ταῖς δρεπάναις τῶν τρυγητῶν ζάγκλῃσι : ταῖς δρεπάναις παρὰ τὸ εἶναι λίαν ἀγκύλας ὀπώρην ] σταφυλήν ῥυσαλέην
7150370 κυσιν
γνωστὸς ἔσται ὅτι ἔχει . Πολλοὶ δὲ κατ ' Ἤπειρον κυσὶν ἐχρήσαντο ὧδε . Ἀπαγαγόντες δέσμιον περιέθηκαν περὶ τὸν αὐχένα
τὸ δεῖπνον εἰς τὸ σταῖς ἀπεψῶντο τὸ λίπος καὶ τοῖς κυσὶν ἐπέρριπτον . ΓΘ ἄλλως : τὸ σταῖς , ᾧ
7150006 φλεξον
οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις ; πυρί με φλέξον , ἢ χθονὶ κάλυψον , ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς
, μανικὴν καὶ παρακεκομμένην τὸν νοῦν τείρεις ] δαμάζεις πυρὶ φλέξον ] ἤγουν κεραύνωσον χθονὶ κάλυψον ] τῇ γῇ :
7149714 βουσιν
ἄνθρωπε , ἐν παντὶ γένει φύεταί τι ἐξαίρετον : ἐν βουσίν , ἐν κυσίν , ἐν μελίσσαις , ἐν ἵπποις
: βοτάνη συνουσιαστική τὰ δὲ σκύρα ὄρεξιν ἀφροδισίων παρέχει ταῖς βουσίν . ὡς οὖν τῶν βουκόλων ἐπεχόντων τὰς βοῦς καὶ
7143896 σπιλαδεσσι
τῷ καί μιν προτέροισι λεοντοδέρην ὀνομῆναι ἥνδανεν ἡμιθέοισι , κατάστικτον σπιλάδεσσι πυρσῇσιν λευκαῖς τε , μελαινομέναις χλοεραῖς τε . Τὸν
ἀναψαμένη : ἀναδήσασα , δήσασα , ἀναπετάσασα , ἀνακρεμάσασα . σπιλάδεσσι : πέτραις τραχείαις , πέτραις . Ὀλίγαι : μικραί
7143007 ἐσσυται
δρίος : ἡ δ ' ἀΐουσα πόρδαλις ἰάνθη τε καὶ ἔσσυται , ἴχνος ἀϋτῆς μαιομένη : τάχα δ ' ἷξε
ἥν περ ὑπέστης , οἴκαδε πεμψέμεναι : θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη ἠδ ' ἄλλων ἑτάρων , οἵ μευ φθινύθουσι
7142136 ὀχθαις
φάραγγα ἐσπίπτων ἀφανίζεται . φύεται δὲ αὐτοῦ πόα πρὸς ταῖς ὄχθαις : ἀστερίωνα ὀνομάζουσι καὶ τὴν πόαν : ταύτην τῇ
” καὶ πάλιν ” ναῖε δὲ Σατνιόεντος ἐυρρείταο παρ ' ὄχθαις Πήδασον „ αἰπεινήν . „ * Σατνιόεντα δ '
7141871 πετραις
δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ Λάμαχος . ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον . Γ ἔπαιξε πλάσας ὄνομα
. Κλινοπόδιον θαμνίον ἐστὶ φρυγανῶδες , δισπίθαμον , φυόμενον ἐν πέτραις , ἔχον φύλλα ἑρπύλλῳ παραπλήσια καὶ ἄνθη ὅμοια κλίνης
7136841 ἐρνεσιν
† , κισσὸς ὃν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν , βάκχιον χόρευμα παρθένοισι Θηβαΐαισι καὶ
δὲ περιέχον αὐτὴν ὕπαιθρον μυρρίναις καὶ δάφναις ἄλλοις τε ἐπιτηδείοις ἔρνεσιν ἐγεγόνει συνηρεφές . τὸ δ ' ἔδαφος πᾶν ἄνθεσι
7134043 Φοιβωι
Πυθὼ ἐς ἠγαθέην καί ῥ ' ἔφρασεν ἔργ ' ἀΐδηλα Φοίβωι ἀκερσεκόμηι , ὅτι Ἴσχυς γῆμε Κόρωνιν Εἰλατίδης , Φλεγύαο
' ; ὡς ἀπαντᾶι δάκρυά μοι τοῖς σοῖς λόγοις . Φοίβωι ξυνῆψ ' ἄκουσα δύστηνον γάμον . ὦ θύγατερ ,
7128491 ἀκραις
ἐκ θυμὸν ἕληται . ἡ διπλῆ ὅτι πρώτῃσι ἀντὶ τοῦ ἄκραις . πρώτῃσι δὲ πύλῃσι πρὸς τὸ ἄξαντ ' ἐν
ἃ νῦν ἡμῶν ὁ νοῦς ταῖς ἐμπαθέσι κηλῖσι μεθύων , ἄκραις ἐπαφαῖς τὸ τοῦ λόγου κατανοεῖ . ὁ δὲ δὴ
7122669 ἁνικ
: ὅτε γὰρ πλεῖν μέλλουσιν , ἀνάγουσι τὰς ἀγκύρας . ἁνίκ ' ἄγκυραν : τὸν Τρίτωνά φησιν αὐτοῖς συντετυχηκέναι ἀναγομένοις
δ ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκˈλαγξε βροντάν , ἁνίκ ' ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναῒ κριμνάντων ἐπέτοσσε , θοᾶς
7114748 δρομαδες
, μάκτρας , Μοσσυνικὰ μαζονομεῖα . ἀγκαλίδες ξύλων ἁλμαίαν πιών δρομάδες ὁλκάδες παττάλους ἐγκρούειν σκυτάλιον ὑποσίδηρον ὕρχας οἴνου ἀπεσφακέλισεν δραχμιαῖον
Γ ] φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν ' ἔμμεναι : δρομάδες ὦ πτεροφόροι : πανταχοῦ περιτρέχουσαι καὶ τιμωρούμεναι τοὺς ἀνθρώπους
7113107 ὀρειης
ὁ μαινόλης ὀδόντι σκυλακοκτόνωι Κύπριδος θάλος ὤλεσεν . Γάλλαι μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες αἷς ἔντεα παταγεῖται καὶ χάλκεα κρόταλα .
φύλλα ἤτοι φύλλον ἐχούσην κορυφήν * βρίθουσαν : θάλλουσαν * ὀρείης : τῆς ὀρεινῆς : ἢ εἶδος βοτάνης τῆς ὀρεινῆς
7107838 ποντιων
παρέχουσαι ποταμῶν τε πηγαί ] διὰ τούτων τὸ ὕδωρ καλεῖ ποντίων ] θαλασσίων ἀνήριθμον ] ἄπειρον γέλασμα ] διάχυμα ,
δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαί , ποταμῶν τε πηγαί , ποντίων τε κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα , παμμῆτόρ τε γῆ ,
7106877 θεουσαις
ἄλσος δ ' , Ἄρτεμι , τοῦτο καὶ ἂν Χαρίτεσσι θεούσαις εἴη ἐπ ' ἀνθεμίδων σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν . Χαῖρέ
λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα . τῆμος δ ' ἱππούρων ἀγέλαι πινάκεσσι θεούσαις ἑσπόμεναι μεθέπουσιν : ὁ δ ' ἐγκύρσας ἁλιήων πολλὴν
7106377 γυιοις
δὲ σαρκί πυθεδόνας κατέχευε δυσαλθέας , αἱ δ ' ἐπὶ γυίοις ἰοβόροι βόσκονται : ἀεὶ δ ' ὑπὸ νηδύσιν ὕδρωψ
τελίσκει : ἀντὶ τοῦ ὑγραίνων καὶ σκορπίζων τὸν σπόρον τοῖς γυίοις ἤγουν τοῖς μέλεσιν , ἀποτελεῖ ἀγόνους τοὺς φαρμακευθέντας ,
7105790 κιρκοι
ἀδελφιδοῦν . . ἐπτοημένοι ] περιεσπασμένοι καὶ πεφροντισμένοι . . κίρκοι πελειῶν ] πελείας τὰς νύμφας , ἤτοι τὰς τοῦ
ἁρπακτικὸν , λέγει . . καθὰ καὶ ἀετοί . . κίρκοι ] ὀξύπτεροι ἀετοί . πελειῶν ] περιστερῶν . οὐ

Back