| τοῦ ἰσχίου κοιλότης , καὶ αἱ τοῦ πολύποδος ἐν ταῖς πλεκτάναις ἐπιφύσεις παραγώγως κοτυληδόνες . καὶ τὰ κύμβαλα δὲ παρ | ||
| δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος * * καὶ τὸν πετραῖον πλεκτάναις ἀναίμοσι στυγῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός ἀλλ ' ὦ θυρέτρων |
| : σφίγγων . Οἱ : αὐτῆς , τοῦ καράβου . κοτυληδόσι : πλεκτάναις , καρφίοις . θερμόν : τὴν πνοὴν | ||
| ἐξ οὗ τίκτονται ἀρτηρίαι τινὲς καὶ φλέβες , συναναστομούμεναι ταῖς κοτυληδόσι τῆς μήτρας . κοτυληδόνες δέ εἰσιν αἱ ἀναστομώσεις τῶν |
| καθαροῦ τοῦ ος κλίνονται , οἷον ὄφις ὄφιος , ἔχις ἔχιος , πόσις πόσιος , μάντις μάντιος : προσηγορικά εἴπομεν | ||
| τὸν αἴτιον τῆς ἐς Κωκυτὸν ἀφίξεως θρῆνον * ἐχιναῖον : ἔχιος * ἐπικλείουσιν : ἀκούουσιν καλοῦσιν * τοῦ : τοῦ |
| οὐ κάρτος ἔχει : τοῖός μιν ἀθέσφατος ὄχλος αἰόλος ἀμφιέπει δυσπαίπαλος ἑρπηστήρων . δὴ τότε δὴ βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ | ||
| ἁπαλή τε : τάχ ' αἰγὸς ἂν ἀντιφερίζοι τρηχυτάτῃ χαίτῃ δυσπαίπαλος , οὐκ ὀΐεσσι . Τοίην που καὶ σοῦβος ἔχει |
| αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ | ||
| ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς |
| σκεύη ἄκμων ἀκμοθέτης , ῥαιστήρ , πυράγρα , φῦσαι φυσητήρ ἀκροφύσιον , χοάναι , ἀκόναι θηγάναι , ἐσχαρίδες , κροταφίδες | ||
| , καὶ ἐπ ' ἄκραν λέβητά τε ἤρτησαν ἁλύσεσι καὶ ἀκροφύσιον ἀπὸ τῆς κεραίας σιδηροῦν ἐς αὐτὸν νεῦον καθεῖτο , |
| Φάλαρος : ὄνομα ὄρους εἰς ἀνατολὴν κειμένου . ὡς ὁ φάλαρος : φάλαρον λέγει τὸν λευκὸν κριόν . καὶ Ὅμηρος | ||
| καὶ τὸν ἐν τῷ μετώπῳ λευκόν τι ἔχοντα ὁμοίως . φάλαρος : φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς |
| λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ : ἔστι γὰρ παρ ' Ἡροδότῳ τοὔνομα | ||
| τὸ καταπλασθὲν εἴρηκεν : τὸ γὰρ περιαπτὸν ἀλεξιφάρμακον . καὶ ποδοστράβη δ ' ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα ἐν τῇ κωμῳδίᾳ |
| : σάλη γὰρ ἡ φροντίς . . . + . ἀσάμινθος : πύελος : ἢ ὁ τόπος μινύθειν , ἤτοι | ||
| . Καὶ μέντοι τῶν ἐν αὐτῷ τῷ βαλανείῳ σκευῶν ὀνόματα ἀσάμινθος , πύελος , κρουνός , ἀρύταινα , ἀρύβαλλος , |
| Ἀγύριος , περὶ οὗ Φιλήμων φησί : Ἀγύριος δὲ παρατεθέντος καράβου , ὡς εἶδεν αὐτόν , χαῖρε πάππα φίλτατε εἴπας | ||
| ὀλίγον τῆς καρδίας τοῦ πτηνοῦ καὶ τὴν λεγομένην ἀφροδίτην τοῦ καράβου , καὶ φόρει ὡς βούλει . ποιεῖ γὰρ πρὸς |
| πεπαλαγμένον ἄζῃ , ἀντὶ τοῦ κεχρωσμένον ὑπὸ μελανίας . * περιστιγές : καὶ ἔχον γραμμάς αἰθαλέη δὲ ἤγουν τεφρώδης . | ||
| δὲ τοῦ πεπιλημένου δηλωθήσεται τὸ στερεόδερμον τοῦ θηρίου . * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν * |
| πόντον βροντῆς τε στεροπῆς τε πυρός τ ' ἀπὸ τοῖο πελώρου πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος : ἔζεε δὲ | ||
| νόημ ' ἐποτᾶτο : πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρη δεινοῖο πελώρου , Γοργοῦς : ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε , |
| . Γ ἰπνὸς δὲ ὁ φοῦρνος , κυρίως μὲν ἡ κάμινος . . . ἡ ἐσχάρα . καὶ ἴπνια τὰ | ||
| : πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον . οὐ γὰρ |
| καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , | ||
| τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη |
| μυδόεν τεκμήρατο νύγμα : γράφεται καὶ δῆγμα : τὸ γὰρ μυδόεν , ὅ ἐστι δίυγρον , ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ | ||
| παρέχουσα . * πιτναμένη : ἀραιουμένη * μυδόεν : σεσηπός μυδόεν τεκμήρατο νύχμα : τουτέστι δίυγρον ἐποίησε τὸ δῆγμα καὶ |
| σίδης δ ' ὑσγινόεντας : καὶ γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ | ||
| γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ ἐξῆς . ὀλόσχους δέ φησι τοὺς |
| πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς | ||
| λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον |
| . . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης . . . . . ἡ διπλῆ ὅτι ἅπαξ | ||
| ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου : |
| καταλιμπάνει ἔξωθεν ὀλίγην ὁ βάτραχος πρὸς δέλεαρ τῶν ἰχθύων . τιταίνει : ἄνω ἐξαπλοῖ , ἐξαπλοῖ , ἀναπέμπει . Γένυος | ||
| ; πόθεν ; Ἐξηκεστίδης ἔχων λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς |
| παρέχουσαι ποταμῶν τε πηγαί ] διὰ τούτων τὸ ὕδωρ καλεῖ ποντίων ] θαλασσίων ἀνήριθμον ] ἄπειρον γέλασμα ] διάχυμα , | ||
| δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαί , ποταμῶν τε πηγαί , ποντίων τε κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα , παμμῆτόρ τε γῆ , |
| φίλαι . προσεπηχύναντο : ἤγουν εἰς τοὺς πήχεις ἔλαβον . μελίαι : νύμφαι . Ἀδρήστεια : ἡ Νέμεσις . Ἀδρήστεια | ||
| ἐκφανεῖς ἀνακτόρων . × – τὸ μεθύειν πημονῆς λυτήριον καρύαι μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου |
| λάσιον Δρυάδων λέπας οἵ τ ' ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ πουλυμιγὴς τοκάδων , αὐτὸς ἐπεὶ σύριγγι μελίσδεται εὐκελάδῳ Πάν | ||
| . βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι . αἰγῶν δὲ μηκασμὸς μηκᾶσθαι μηκώμεναι : |
| ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος | ||
| ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ |
| ἀληθινόν . οὔνομα σωλήν : ὄνομα σωλῆνι . Ἐρσήεντα : δροσώδη , ἁπαλὰ , ὑγιῆ . τερσήεντα : τὰ σκληρά | ||
| ' ἱδρῶτα πηγῆς ; οἶνον εἰπὲ συντεμών . λιβάδα νυμφαίαν δροσώδη ; παραλιπὼν ὕδωρ φάθι . κασιόπνουν δ ' αὔραν |
| ἐπιάλτην ἐρρεντι ἐσύνηκε εὐρυδάμαν ϝρῆξις κάλιον κατώρης Κήτειος Κίκις κίνδυνι κόκκυγος κότυλοι μετρῆσαι ἐπὶ τοῦ ἀριθμῆσαι ΝΕΡΗ οἱ . . | ||
| : κοκκύζειν ⌈ γὰρ [ δὲ Γ ] ἐπὶ τοῦ κόκκυγος . Γ θἠρῷον : τὸ ἱερὸν τοῦ ἥρωος Λύκου |
| [ ] , τὰς δὲ * ἰσημερίας ἐν κριῶι καὶ χηλαῖς . καθόλου δὲ ἐν ὧι ἂν ἦι ζωιδίωι ὁ | ||
| καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἄρεως : οἱ δὲ ἐν ταῖς χηλαῖς τῷ τε τοῦ Κρόνου καὶ τῷ τοῦ Ἑρμοῦ : |
| ' , οὐδ ' ἔπειθέ νιν . λαβοῦσα δ ' ὠλέναις ' ἀριστερὰν χέρα , πλευροῖσιν ἀντιβᾶσα τοῦ δυσδαίμονος ἀπεσπάραξεν | ||
| ἀκινήτων βάθρων , Ἀγαμέμνονος παῖ , θεᾶς ἄγαλμ ' ἐν ὠλέναις ; ἄναξ , ἔχ ' αὐτοῦ πόδα σὸν ἐν |
| ' ὄξους , κάρδαμον ἄγριον καὲν καὶ σποδωθὲν , ἐχίδνης λεβηρὶς , καὶ λαπάθου ἀγρίου ῥίζα : τρίβειν δὲ μετ | ||
| λεβηρίδος : καὶ κενότερος λεβηρίδος : ἀμφότερα λέγεται . [ λεβηρὶς δὲ οἷον λεπηρὶς καὶ λέπος ] . τάττεται καὶ |
| δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν | ||
| ” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . |
| κύαμος , χόνδρος , τυρός , μέλι , σησαμίδες , βρυγμός , μνοῦς , μῆλον , κάρυον , γάλα , | ||
| : βοτάνης εἶδος , ὃ βηκίαν καὶ βήκιον καλοῦμεν . βρυγμός : ἰδίωμα ποιοῦ ψόφου . βλιχῶδες : οἱ δὲ |
| ! ! [ ἄβρωτος ἀγάζεις ἀγαί ἀγάμετος ἀγάσματα ἀγήρατον ἄγχαζε ἀγωγεύς ἀγωνοθήκη ἀδηφαγοῦσα ἀδικόχειρας ἀδρέπανον ἁδρῦναι ἄζειν Ἀζησία ἀθαυμάστως αἰγίζει | ||
| , ἡνία , φορβειά , κεκρύφαλος , ῥυτήρ ῥυταγωγεύς , ἀγωγεύς : ὁ γοῦν Στράττις ἐν Χρυσίππῳ λέγει πρόσαγε τὸν |
| τῆς δυνάμεως χρονιώτερον ἐχρῆν εἶναι . Τὸ γὰρ σήσαμον ἐπεὶ μονόρριζον καὶ βαθύρριζον ἄνω πᾶσαν ἀφίησι τὴν δύναμιν : ἀλλ | ||
| οὐχ ὥσπερ ὁ φέως καὶ ἱππόφεως ἀνάκανθα τοῖς φύλλοις : μονόρριζον δὲ καὶ ἐπίγειον καὶ χαμαίκαυλον : βλαστάνει δὲ καὶ |
| ὑπένερθεν τότ ' ἄν , ὥστε τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος | ||
| πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας , καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ μήλης κατουλοῖ . Ἄλλο ἴσχαιμον . Μίσυος |
| τὴν πόλιν ὀνομασθῆναι . πολεμήσουσι δὲ ποῦ ; ὑπὸ ταῖς πτέρναις καὶ τοῖς κάτω τόποις τῶν πύργων τῆς Μαργάσου . | ||
| εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς οἵας εἰρήκαμεν , ἔχουσιν ὑπὸ ταῖς πτέρναις ταῖς ἐν τοῖς ἐδάφεσιν ἐμπεφυκυίαις ὕδατα . σημαίνοι δὲ |
| κλίνεται τὸ ἁπλοῦν θήρ θηρός , οὕτω καὶ τὸ σύνθετον πάνθηρ πάνθηρος . Καν . λδʹ . Ὁ Νέστωρ λήγει | ||
| . κεφ . ιδʹ . περὶ πάνθηρος . ὅτι ὁ πάνθηρ ὡς ἐκ πολλῶν τῶν θηρίων τῆς μητρὸς συλλαβούσης τίκτεται |
| τὸν Ἄδμητον . ἄλλοι δὲ ἀνωτέρω τούτων ὑπὸ μὲν τὸ λουτήριον Λεώκριτός ἐστιν ὁ Πουλυδάμαντος τεθνεὼς ὑπὸ Ὀδυσσέως , ὑπὲρ | ||
| ψαλίς , μηλωτρίς μήλη , ὀδοντοξέστης ὀδοντάγρα , ἐξάλειπτρον , λουτήριον , σικύα , ὑπόθετον , λεκανίς , σπογγία , |
| τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ | ||
| εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ ' |
| μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης : | ||
| μοναύλου μνημονεύει Σοφοκλῆς μὲν ἐν Θαμύρᾳ οὕτως : οἴχωκε γὰρ κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύρᾳ μοναύλοις τε χειμωντεως ναος στέρημα |
| ' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα | ||
| , ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ . |
| ' ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο χειρὶ παχείῃ κείμενον ἐν πεδίῳ μέλανα τρηχύν τε μέγαν τε : τῷ βάλεν Αἴαντος δεινὸν σάκος | ||
| * ἐρυμνός : ἄκρος , ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * |
| κατάχυτλον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις , καὶ αὖ πάλιν εἶτα κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς | ||
| ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις . χαλκώματα , προσκεφάλαια . ἢν γὰρ ἕν ' |
| ἀδήκτωϲ . Ἀκαλήφηϲ ἢ κνίδηϲ ὁ καρπὸϲ καὶ τὰ φύλλα ἀμόργη ἀναγαλλίδεϲ ἀμφότεραι βρόμοϲ ἀρνόγλωϲϲον ἔλαιον γλυκὺ ἄναλον πλυθέν : | ||
| , ἢ ἔλαιον θερμὸν ὠμοτριβὲς , ἢ σχίνινον , ἢ ἀμόργη . ξηρὰ δὲ προσαπτόμενα συμφέρουσι , ἰὸς σιδήρου ἢ |
| Τυρσηνοῦ πόντοιο μέση πορθμοῖο διαρρὼξ εἰλεῖται , λάβροισιν ὑπ ' ἄσθμασι Τυφάωνος μαινομένη , δειναὶ δὲ τιταινόμεναι στροφάλιγγες κῦμα θοὸν | ||
| ἠχοῦντος . Διαῤῥώξ : σχίσις . Λάβροισιν : μεγίστοις . ἄσθμασι : πνοαῖς , φυσήμασιν . Τυφαῶνος : ἀνέμου . |
| τε μέγαν τε . τόν ῥ ' ἔβαλε πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ | ||
| ψυχρὸν γάρ . φαρακλὸς , ὁ τὸ ἄκρον ἔχων . φάλον ὅ ἐστι λευκόν : φολκὸς , παρὰ τὸ φάους |
| τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται | ||
| Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς |
| ἁδρύνω : τὸ αὐξάνω . Νίκανδρος † ἔνθα : ῥωγαλέον κοτίνοιο . . . . . ἀεθλεύειν : ἀγωνίζεσθαι τροπῇ | ||
| περὶ τοῦ νεκροῦ . μεγαλωστί : μεγαλοπρεπῶς . νηίου ἐκ κοτίνοιο : κότινός ἐστιν ὁ ἀγριέλαιος , ἀλλὰ καὶ ἡ |
| ' οὗ τὸ θαμέες γὰρ ἄκοντες . . . . ἄμαθος : ἡ ψάμμος : παρὰ τὸ ψάμαθος γίνεται ἀποβολῇ | ||
| ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ ἄμαθος . ἢ ἄμυθός τις οὖσα , τουτέστιν ἡ ἀνεπίγνωστος |
| καὶ θαλεροὺς γύμνωσε βραχίονας : ἁλλομένη δὲ δεξιτερῆι φαέθουσαν ἀνηέρταζεν ἱμάσθλην , καὶ δρόμον Ὡράων ἑξάζυγον ἡνιοχεύει πρωτοφανεῖς ἐλάουσα συνήθεας | ||
| ἱερείας προπολούσας . γέντο ἔλαβεν : “ γέντο δ ' ἱμάσθλην . ” τίθεται δὲ ἡ λέξις κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ |
| ἐπὶ τῶν δι ' ἐμπειρίαν πολλὰ πράγματα κινούντων . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων . | ||
| Τριχῇ δὲ ἀναγράφουσι τὴν παροιμίαν , καὶ οἱ μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος . |
| λίνων ἢ σχοίνων . στέψαντες : στεφανώσαντες , περικυκλώσαντες . δρίος : δάσος , ὄρος . Θοά : ταχύτατα . | ||
| ἀϋτεῖ : ἡ δὲ μάλ ' ἰάνθη , διά τε δρίος ἰθὺς ὀρούει . ὡς δ ' ὁπότ ' ἰχθυβόλοι |
| , ὃ λέγεται ἴτυς . „ ἄντυξ , ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης „ . ” ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας | ||
| δ ' ἐλάτην χαμάδις βάλεν , ἐς δὲ κέλευθον τὴν θέεν ᾗ πόδες αὐτοὶ ὑπέκφερον ἀίσσοντα . ὡς δ ' |
| φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ , εἰσόκε μιν χηλῇσιν ἐπαΐξας δολιχῇσιν κάραβος αὐχενίοιο λάβῃ μέσσοιο τένοντος : ἴσχει δ ' | ||
| ἀγρευτήρων σὺν κυσὶν εὐτόλμοισι ποτὶ χθόνα θῆρα βάλωνται , αἰχμῇσιν δολιχῇσιν ἐπασσύτερον δαμάσαντες , δὴ τότ ' ἀπ ' αὐχένος |
| καταντίον ἄρσενος αἴγλης μαρμαρυγὴν ἥρπαξεν : ἀπ ' αὐτογόνου δὲ λοχείης πλησιφαὴς ἥβησεν ἐϋτροχάλοισι προσώποις . καὶ Φαέθων μαίωσε καὶ | ||
| πυριτρεφέων ἀπὸ κόλπων ξανθοφαὲς μαίωσε φάος νέον : ἐκ δὲ λοχείης ὄρθριος ἀντέλλων ἀναπάλλεται ὠκὺς ὁδίτης , καὶ πάλιν ἡβήσαντα |
| ὁμοίων ὑφ ' ἑνὸς περιέχεσθαι πίνακος ἐν ἐλάττοσι τῶν κύκλων διαστάσεσιν . Οὐδὲν γὰρ ἔτι δεῖ καὶ πάντας τοὺς πίνακας | ||
| τῇ κορυφῇ , ἀλλὰ πάντη εἰσὶν ἐξηλλαγμέ - νοι ταῖς διαστάσεσιν . ὡς οὖν ἀκροτήτων δύο κύβου τε καὶ σκαληνοῦ |
| δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι : | ||
| οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς |
| ἀναστρέφων ἐσώθη . * λοῖσθον δὲ : ὕστερον δὲ ὡς λάρος κυματοδρομήσας , ὡς κόγχος * τε * περιτριβεὶς παντόθεν | ||
| διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη . λάρος ἐν νεμέσει : παροιμία ἐπὶ τῶν ταχὺ ἀποδιδόντων . |
| ἀντὶ τοῦ ἐκεῖ . κύπειρόν τινες τὸ παρ ' ἡμῖν βούτομόν φασι . ὧδε καλὸν βομβεῦντι : κατηγορούσας τῆς ἀκρασίας | ||
| ἀντὶ τοῦ ἐκεῖ . κύπειρόν τινες τὸ παρ ' ἡμῖν βούτομόν φασι . ὧδε καλὸν βομβεῦντι : κατηγορούσας τῆς ἀκρασίας |
| . ἀντὶ ἀκακίας , σχίνου χύλισμα . ἀντὶ ἀκάνθης , ἀκάνθου κεράτια . ἀντὶ ἀκάνθου κερατίων , ἀκάνθη . ἀντὶ | ||
| καὶ μέλαιναι : ἐπ ' αὐτῆισι στέφανοι ἐπιβέβληνται ἄνω τῆς ἀκάνθου τοῦ ἄνθεος καὶ ῥοιῆς [ ἄνθος ] καὶ ἀμπέλου |
| . οὕτως ἦν ἐν τῇ Κωμικῇ λέξει τῇ συμμίκτῳ . καλαύροπα : ἀντὶ τοῦ καλόροπον , ῥάβδον βουκολικήν . Ὅμηρος | ||
| τοὺς Ἑλλήνων λογίους οὐκ ἀπὸ τρόπου τῷ Πανὶ περιάπτειν τὸν καλαύροπα : τὸν γὰρ τῆς τοῦ παντὸς ἐμψυχίας ἐπώνυμον οὐκ |
| μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη . Ἀλλ ' οὐχ ὁππότε κοῖλος ἐειδόμενος περιτέλλῃ | ||
| Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . ἔνθ ' ἄρα |
| ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ , | ||
| τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών |
| ἔχ ' ἀτρέμας : ἐπίσχες τοῦ δρόμου : ποδαπή , εὐράξ , πατάξ ἐπιφθέγματά εἰσι τάχους . Τὸ ὄπ ἐπίῤῥημα | ||
| οἷον τὸ παρὰ πλευρὰν ἑστάναι πλάγιον εἶπεν ἐν ποιότητι Ὅμηρος εὐράξ „ στῆ δ ' εὐράξ „ ἀντὶ τοῦ πλευράξ |
| ἀθρήσειεν ὄρυξ κρατερόφρονα θῆρα , ἢ σῦν χαυλιόδοντ ' ἢ καρχαρόδοντα λέοντα ἢ κρυερῶν ἄρκτων ὀλοὸν θράσος , αὐτίκ ' | ||
| τριπόδων ἐριτίμων . Σῴζεσθαί ς ' ἐκέλευ ' ἱερὸν κύνα καρχαρόδοντα , ὃς πρὸ σέθεν χάσκων καὶ ὑπὲρ σοῦ δεινὰ |
| τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , . | ||
| Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια . |
| βληταί : ἤγουν βεβλημέναι ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος . τρώει : τρύχει , φθείρει . θυωρόν : θυωρὸς ἡ φιλικὴ τράπεζα | ||
| ἢ φυλάσσομαι πύλης ἄναξ θυρωρέ Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά ἐγὼ |
| ? [ - ] ἀντικρὺ δ ? ! [ ] ῥῆξε ? ! [ ] κδε [ ] ! [ | ||
| Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος Ἀχαιῶν Τρώων ῥῆξε φάλαγγα , φόως δ ' ἑτάροισιν ἔθηκεν , ἄνδρα |
| τούτοις : οὐδ ' ἀπὸ πασσαλόφιν κρέμασαν , ὅθι περ τετάνυστο σκινδαψὸς τετράχορδος ἀνηλακάτοιο γυναικός . μνημονεύει αὐτοῦ καὶ Θεόπομπος | ||
| δ ' ἀργύρεον νώμα βιόν , ἀμφὶ δὲ νώτοις ἰοδόκη τετάνυστο κατωμαδόν : ἡ δ ' ὑπὸ ποσσίν σείετο νῆσος |
| , πέρκην , σπάρον , ἐποίησά τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδι ' ἄττα , ποδάρια , ῥύγχη τινά | ||
| , οἷον ὁ Τυφῶς τοῦ Τυφῶ καὶ ὁ ταῶς τοῦ ταῶ , ὥσπερ ὁ ὀρφῶς τοῦ ὀρφῶ καὶ ὁ λαγῶς |
| οὐδὲ τοῖσιν εὐόργοις ἔπος . εὕδοντι δ ' αἱρεῖ κύρτος πύγαργος Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων . χρυσοέθειρ | ||
| ἐξόπιν ] ὁ ἐκ τοῦ ὄπισθεν λευκός , ἤτοι ὁ πύγαργος . ἴκταρ ] ἐγγύς . μελάθρων ] τῶν οἴκων |
| σκαπτοῦχος ὁ Δωρικός . ἀλλά , Πόσειδον , σῷζε διὰ γλαυκῶν σέλμα τόδε ῥοθίων . * Λύχνε , σὲ γὰρ | ||
| μὲν αὐτῶν τὰς οἰνάνθας οἱ πάρνοπες οὐ κατέδονται , ἀλλὰ γλαυκῶν λόχος εἷς αὐτοὺς καὶ κερχνῄδων ἐπιτρίψει . Εἶθ ' |
| καὶ περκάζειν ἔτι λέγομεν τὴν σταφυλὴν τὴν ἤδη μελαινομένην . περιτρέφεται περιπήσσεται : ὅθεν καὶ τροφαλὶς τὸ πεπηγμένον γάλα . | ||
| λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν ὑγρὸν ἐόν , μάλα δ ' ὦκα περιτρέφεται κυκόωντι , ὣς ἄρα καρπαλίμως ἰήσατο θοῦρον Ἄρηα . |
| τέλος . τέκτων πᾶς τεχνίτης , παρὰ τὸ τεύχειν . τέλσον πέρας . τεληέσσας ἤτοι τὰς τελείας καὶ ἐπιτελεστικὰς τῶν | ||
| αὔλακα : “ ἱεμένω κατὰ ὦλκα , τέμνει δέ τε τέλσον ἀρούρης ” καὶ πάλιν “ τῷ κέ μ ' |
| φέγγος οὐκ ἀποθνῄσκει . ” Νωθὴς χελώνη λιμνάσιν ποτ ' αἰθυίαις λάροις τε καὶ κήυξιν εἶπεν ἀγρώσταις : “ κἀμὲ | ||
| ὄρνις ἀπὸ τοῦ τοιοῦδε γέγραπται λόγου . οἱ ἄνθρωποι ταῖς αἰθυίαις ἐπιτίθενται μὰ Δί ' οὐ τῶν κρεῶν ἕνεκα : |
| , ὃν διὰ φαυλότητα ὀνόσαιτό τις . ψεύδεα ῥινός : φύσκαι ἐπὶ τῆς ῥινὸς λεπταὶ αἱ λεγόμεναι ἴονθοι ὡς κατὰ | ||
| τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν λιπαρὰν κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φύσκαι δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποταμοῖς σίζοντ |
| Ἐπιδαύρῳ . ἔστι δὲ καὶ ὄρος ὑπερκείμενον τῆς πόλεως τὸ Δίνδυμον , ἀφ ' οὗ ἡ Δινδυμηνή , καθάπερ ἀπὸ | ||
| , τιμῶντας ὡς ἥρωα . . . . , : Δίνδυμον δὲ , ὄρος Κυζίκου , ἱερὸν τῆς Ῥέας : |
| βαρυφθόγγων τε λεόντων . χροιὴ δ ' ἄλλοτε μὲν ψαφαρὴ ἐπιδέδρομε νώτοις , ἄλλοτε μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή | ||
| , ἢ καὶ τῇ ἰλύι τοῦ Νείλου ἐμφερές . * ἐπιδέδρομε : ἐπιτρέχει [ * ἐπιδέδορκε : ] ὁρᾶται * |
| ' ἐπ ' ἀνθράκων ὑδρίαν δανείζειν πεντέχουν ἢ μείζονα ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη κοπίδι τῶν μαγειρικῶν εἰ παιδαρίοις ἀκολουθεῖν δεῖ | ||
| ' ἀνθράκων . Ὑδρίαν δανείζειν πεντέχουν ἢ μείζονα . Ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη . Ὀξωτά , σιλφιωτά , βολβός , |
| πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος : | ||
| περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι |
| ἐντὸς ἐπιστύψας ἁλὶ κρύψαις . πολλάκι δ ' ἀσταφίδας προχέας τριπτῆρι λεήναις σπέρματά τ ' ἐνδάκνοντα σινήπυος . εἰν ἑνὶ | ||
| , ἕως ἂν καταναλώσωσι . τὸ δ ' ἀποξυόμενον ἐν τριπτῆρι τρίβουσι καὶ ἀπηθοῦσιν ἀεί , τὸ δ ' ἔσχατον |
| κατάγνυσθαι . καὶ λέπας : λέπας δὲ ἀκρωτήριον . * ὑλῆεν : σύνδενδρον ὑλῶδες ὕλην ἔχον * τόθι : ὅπου | ||
| δάκη , κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί καὶ λέπας ὑλῆεν , τόθι δίψιος ἐμβατέει σήψ . χροιὴν δ ' |
| ; ἢ κόψομεν τὴν μᾶζαν ὥσπερ ὄρτυγα ; Δίδου μασᾶσθαι Ναξίας ἀμυγδάλας , οἶνόν τε πίνειν Ναξίων ἀπ ' ἀμπέλων | ||
| , καὶ μάλιστα ὅταν τυρωθῇ τὸ γάλα . τὸ τῆς Ναξίας ἀκόνης ἀπότριμμα τιτθούς τε παρθένων κωλύει πρὸ ὥρας ἐμφυσᾶσθαι |
| ἐκ παλαχῆς ἐπαέξεται , ἀντία δ ' ἐχθρήν δῆριν ἄγει γενύεσσιν ὅταν βλώσκοντα καθ ' ὕλην δέρκηται : πάσας γὰρ | ||
| δυστερπέα πορσύνουσι ταύρειον μέλαν ἧπαρ ἀπόκριτον ἠὲ καὶ ὦμον ταύρειον γενύεσσιν ἐοικότα δαινυμένοιο . πολλαὶ δ ' ἀγρευτῆρσιν ὁμόστολοι ὥστ |
| ὀμφακίτις . ἀντὶ ἐρίκης καρποῦ , κισσὸς ὄμφαξ . ἀντὶ ἐρίνου φύλλων , φύλλα μορέας ἢ κόπρος ἴβεως . ἀντὶ | ||
| καὶ κλώθοντος * κλώθοντος : στρεφομένου καὶ ἠρτημένου ἐν ἀρπέζαισιν ἐρίνου : ἐρινεὸν Ἀθηναῖοι ὀνομάζουσιν : ἔστι δὲ ἡ ἀγρία |
| τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε , ὦ ἐπιθυμητά κύτταρος | ||
| Καὶ τῷ μὲν πρώτῳ δεκανῷ παρανατέλλει τάδε : Δαίμων τις κατακέφαλα Τάλας προσκεκλημένος καὶ Κόραξ ψαύων κεφαλῆς αὐτοῦ , λέγω |
| , ἀνδρόπαις ἀνήρ . στείχει δ ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων , ὥρας φυούσης , ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ . ὁ | ||
| . ἴουλος ἐνταῦθα ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν γενείων . Ξ παρηίδων ] τῶν παρειῶν . ὥρας φυούσης ] ἤτοι τῆς |
| τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον | ||
| ' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν |
| σκληροτέρα ἐστὶν ἡ σάρξ , καὶ ἔτι μᾶλλον τρυγόνος καὶ νήττης , καὶ πλέον ἡ τοῦ ταὼ καὶ ἡ τῶν | ||
| τὴν γαστέρα , μικρῷ μελαντέρα τὸν νῶτον . τῆς δὲ νήττης καὶ κολυμβάδος , ἀφ ' ὧν καὶ τὸ νήχεσθαι |
| δὲ ἡ λέξις , κειμένη καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει ἐν Ἀττικαῖς Λέξεσι καὶ παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σισύφωι καὶ Εὐριπίδηι ἐν Ἱππολύτωι | ||
| λέξεως καὶ Αἰσχύλος καὶ Ἀριστοφάνης ὁ γραμματικὸς ἐν ταῖς Ἀττικαῖς Λέξεσι . Ἐπιθέρσης δ ' ἐν β τῶν Λέξεων ἄμβωνά |
| ' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ κε τύχωμι . Ἦ ῥα καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος καὶ βάλε Τυδεΐδαο κατ ' ἀσπίδα | ||
| πεπαλών καὶ ἀμπεπαλών : Ὅμηρος : ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος . . . α . ἀμύνειν |
| , κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι χρύσεαι , ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς | ||
| ἔχων , οὐχ ὡς Φιλητᾶς ὄμματα . . καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι Χρύσεαι : νῦν καταχρηστικῶς αἱ χαῖται τῆς κόρυθος |
| . Ἀμφότεραι δ ' Ὄφιος πεπονείαται ὅς ῥά τε μέσσον δινεύει Ὀφιοῦχον : ὁ δ ' ἐμμενὲς εὖ ἐπαρηρὼς ποσσὶν | ||
| λαιὰ κεκλιμένον δήεις , Ἑλίκης δέ οἱ ἄκρα κάρηνα ἀντία δινεύει , σκαιῷ δ ' ἐπελήλαται ὤμῳ Αἲξ ἱερή , |
| τέλειον σκεδαιομένη . * κορθύεται : ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * | ||
| ' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , τὸ καθοπλίζεσθαι . κορθύεται διεγείρεται καὶ εἰς ὕψος αἴρεται . κόρσην κεφαλήν . |
| αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος | ||
| ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν |
| : σκληραῖς ξηραῖς * ἐπιφρικτήν : καὶ γὰρ ὀρθιάζουσαν * φολίδεσσι : λέπεσσι * φοινήεσσαν : ἐρυθράν αἱματόεσσαν ἀμυδρότατον : | ||
| πόδες ὑψιτενεῖς , ἴκελοι νωθροῖσι καμήλοις , ὁπποῖον θαμινῇσιν ἀρηράμενοι φολίδεσσι σκληρῇς ἄχρι διπλῆς ἐπιγουνίδος : ὕψι δ ' ἀείρει |
| χωρίον Βοιωτίας τοῦτο . στύρακος . κέντρον , κέρας , ἐπιδορατίς . ἐν τῷ Καρὶ . . . ὁ κίνδυνος | ||
| ἀμφιβαλλέσθω χροΐ . . . Α . : ἀθήρ : ἐπιδορατίς , μεταφορικῶς . Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . . |
| ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι , νωθροί , ἄθυμοι , | ||
| περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί . καὶ οὐλοὸς αἶα |
| νιφόεντι κράδης ἢ τρηχέι κνίδῃ χρῶτα μιαινομένοις ἢ καὶ σπειρώδεϊ κόρσῃ σκίλλης ἥ τ ' ἔκπαγλα νέην φοινίξατο σάρκα . | ||
| τοξευτῆρα πευκεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . τὸν μὲν ἐγὼ κόρσῃ μάλ ' ἐοικότα φημὶ βροτείῃ παύειν ὀξυτάτῳ τετριμμένον ἄμμιγα |
| Ἀρχέστρατός φησιν : σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνίᾳ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . Ἀριστοφάνης : ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . | ||
| , ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ ' αὐτῆς , ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων . τὴν δ ' |
| καὶ ἅμα ἀναφωνεῖ τὸ μέλος ἐκεῖνο . ἡ γὰρ κιθάρα κρουομένη τοιοῦτον μέλος ποιεῖ , θρεττανελὸ θρεττανελό . τινὲς ἀγροικικὴν | ||
| παρὰ τὰς προπόσεις μινυρίσματα , καὶ ἡ τοῖς ἐλεφαντίνοις δακτύλοις κρουομένη λύρα ἔρρει . κεῖται δὲ ἡ πάσαις μέλουσα Χάρισι |
| ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας | ||
| . Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ |
| τριχῶν , ἁπαλὸν καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται | ||
| , ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται |