τοὺς ἑαυτῶν κωμήτας κακολογεῖν , ὅτε καὶ τὴν λυμαινομένην ταῖς ἀμπέλοις αἶγα ἆθλον τῆς ᾠδῆς προετίθεντο καὶ οἱ νικήσαντες ἐνήλλοντο
καλάμους . Γ τὰς χάρακας ] καλάμους πεπηγότας ἐν τοῖς ἀμπέλοις ἔκαιεν : ἤγουν τὰς ἀμπέλους ἀπὸ μέρους . ἐξέχει
8292162 συκαις
αὐτά . διὸ καὶ οἱ γεωργοὶ περιάπτουσι τὰ ἐρινᾶ ταῖς συκαῖς , καὶ ἐγγὺς τῶν συκῶν ἐρινεοὺς φυτεύουσι . γίνεται
ψῆνας . Τούτων οἱ γεωργοὶ λαβόντες ἀφάπτουσι τῶν κλάδων ταῖς συκαῖς , ὅπως αὐτῶν ὁ καρπὸς μὴ ἀποῤῥέῃ . Ἐνδυόμενον
8258610 σαρξιν
εὔχυμα : οἱ δ ' ἀδένες πεφθέντες καλῶς ὁμοίως ταῖς σαρξὶν εὔχυμοι . καρδία οὐ κακόχυμος . βελτίους οἱ πόδες
τῶν δηγμάτων πληγὰς , εἴ τι δέ που περιλέλειπται ταῖς σαρξὶν ὀδὰξ ἐμφυόμενον , χαμαὶ πίπτειν εὐθὺς αὐτοκύλιστον . Μακρόβιον
8202631 ἐργασιαις
προσόψει καὶ τὸ σισύμβριον εἰς μίνθαν μεταβάλλειν μὴ κατεχόμενον ταῖς ἐργασίαις καὶ μεταφυτευόμενον πολλάκις , ἔτι δὲ καὶ τὸν πυρὸν
ἀμεμφές , Κωρυκιῶτα , μάκαρ , ἐριούνιε , ποικιλόμυθε , ἐργασίαις ἐπαρωγέ , φίλε θνητοῖς ἐν ἀνάγκαις , γλώσσης δεινὸν
8117016 κεφαλαις
, Ἀθάνα . Τὸν παρθενίοις ὑπό τ ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Ἄϊε λειβόμενον Σχάσον ] Στῆσον . Προχεόντων ] Πεμπόντων
πιαινόμενοι , εὐτραφεῖς δὲ τρίχας ὁμοίας τῷ ὑακίνθῳ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς αὐτῶν φέρουσι . Τῶν Ἰνδῶν δὲ οἱ μὲν τοῦ
8106927 ῥισιν
μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ προσπηδήσεται ταῖς ῥισίν , ἀλλ ' ἄνω μάλ ' εἶσι καταφυγών .
μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ προσπηδήσεται ταῖς ῥισίν , ἀλλ ' ἄνω μάλ ' εἶσι καταφυγών .
8036070 βοταναις
. β . θλάσας τὸ πέπερι καὶ βαλὼν σὺν ταῖς βοτάναις , βρέχε ὅλην νύκτα : ἕωθεν δὲ ἑψήσας ἕως
τοῖς ὁμοίοις ἀναφαίνεται : ὑδατώδη δὲ ὁποία ἐν λαχάνοις καὶ βοτάναις καί τισι καρποῖς ἢ ῥίζαις ἀναφαίνεται , κατὰ μηδὲν
8008445 ὁπλαις
θωύξας γένει , ὁ τὴν πόδαργον Ψύλλαν ἡνιοστροφῶν καὶ τὴν ὁπλαῖς Ἅρπινναν Ἁρπυίαις ἴσην . τὸν δ ' αὖ τέταρτον
Θ τινὲς δὲ κοππατίαν ἐξηγήσαντο τὸν κόπτοντα καὶ κοιλαίνοντα ταῖς ὁπλαῖς τὸ ἔδαφος , οὐδὲν ὄντως ὑποτιθέμενοι : οὐδὲ γὰρ
7958231 γναθοις
πάτταλον , καὶ τὸ χρῶμα ξυλοειδές , πρὸς δὲ ταῖς γνάθοις ἀπὸ τοῦ στόματος ἀρξαμένην ἀντὶ πώγωνος μακρὰν σάρκα καὶ
; πώλους ἀπάξω κοιράνωι Τιρυνθίωι . οὐκ εὐμαρὲς χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις . εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο .
7956106 νομαις
σφι νόον μέγα θάρσος ἱκάνει : οὐ γάρ πω κείνῃσι νομαῖς ἔνι κῆτος ἄαπτον , οὐ δάκος , οὐδέ τι
καὶ δριμὺ καὶ ὀξὺ καὶ αὐστηρὸν ἐπὶ ταῖς μοχθηραῖς ἔσται νομαῖς , ὁμοιούμενον ἀεὶ τῇ φύσει τῆς πόας : οὔτε
7872759 ἀκραις
ἐκ θυμὸν ἕληται . ἡ διπλῆ ὅτι πρώτῃσι ἀντὶ τοῦ ἄκραις . πρώτῃσι δὲ πύλῃσι πρὸς τὸ ἄξαντ ' ἐν
ἃ νῦν ἡμῶν ὁ νοῦς ταῖς ἐμπαθέσι κηλῖσι μεθύων , ἄκραις ἐπαφαῖς τὸ τοῦ λόγου κατανοεῖ . ὁ δὲ δὴ
7853060 πετραις
δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ Λάμαχος . ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον . Γ ἔπαιξε πλάσας ὄνομα
. Κλινοπόδιον θαμνίον ἐστὶ φρυγανῶδες , δισπίθαμον , φυόμενον ἐν πέτραις , ἔχον φύλλα ἑρπύλλῳ παραπλήσια καὶ ἄνθη ὅμοια κλίνης
7851739 ὀψεσιν
ἀπὸ τῶν πραγμάτων ῥέοντα εἴδωλα , ἐνπείπτοντα ἡμῶν ταῖς ? ὄψεσιν , τοῦ τε ὁρᾶν ἡμᾶς ? τὰ ὑποκείμενα αἴτια
τὸ στέρεσθαι τῆς πατρίδος , ὅτι πάνδεινόν ἐστιν , αὐταῖς ὄψεσιν ὁρῶμεν ἐπὶ τῆς Μηδείας καὶ οὐκ ἐξ ἀκοῆς [
7845502 ἐκβολαις
ἐλεφάντων πρισθέντας ἀποξύουσιν , ἄλλοι δὲ ἐπὶ ταῖς προόδοις ἢ ἐκβολαῖς τῶν ξηροποτάμων ἢ τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ
ἐπὶ νεὼς τὸ ἄγαλμα καὶ γενόμενον ἐν ταῖς τοῦ Θύμβριδος ἐκβολαῖς ἔστησε θείᾳ δυνάμει τὸ σκάφος . ἐπὶ πολὺ δὲ
7805430 κριθαις
καὶ οἱ στάχυες δὲ τῶν μὲν μεγάλοι καὶ μανότεροι ταῖς κριθαῖς τῶν δὲ ἐλάττους καὶ πυκνότεροι , καὶ ἀπέχοντες δὲ
μὲν τοῖς χεδροποῖς ὅμοια τὰ δὲ τοῖς πυροῖς καὶ ταῖς κριθαῖς . ἐρέβινθος μὲν γὰρ καὶ φακὸς καὶ τἆλλα τὰ
7785547 εἰσοδοις
οἱ πάνυ δοκοῦντες : οὐ μὴν ταῖς γε ὡς αὐτὸν εἰσόδοις εἰς τὸ τοὺς μὲν μείζους ἢ προσῆκε ποιεῖν ,
, ἐγὼ δὲ τοῦτο αἰσθόμενος ἐπὶ μὲν προσηγορίᾳ χρῶμαι ταῖς εἰσόδοις αἳ τοῦ μηνὸς γίγνονται τετράκις , τοῦτο δὲ ποιήσας
7762298 καλουμεναις
τύμμα φυλαξαμένη . Ἐν δὲ ταῖς τῶν Λημνίων νήσοις ταῖς καλουμέναις Νέαις πέρδικες οὐ γίνονται , ἀλλὰ κἂν κομίσῃ τις
αὐτή . . . ναυσὶν , ἀπὸ Βάρεως πόλεως Περσῶν καλουμέναις . λέγει δὲ καταχρηστικῶς ἀπὸ μέρους : οὐ γὰρ
7742847 ἐρημιαις
δ ' ὠκυδρόμοις ἀελλὰς θρώισκηι πεδίον παραποτάμιον , ἡδομένα βροτῶν ἐρημίαις σκιαροκόμοιό τ ' ἔρνεσιν ὕλας ; † τί τὸ
ὅμως ἡ ἀηδὼν φιλόμουσος καὶ φιλόξενος . ἐν γοῦν ταῖς ἐρημίαις ὅταν ᾄδῃ πρὸς ἑαυτὴν ἁπλοῦν τὸ μέλος καὶ ἄνευ
7739949 ῥισι
' οἴνου πινομένη , λειποθυμοῦντάς τε ἀνακτᾶται σὺν ὄξει ταῖς ῥισὶ προσαγομένη . κρατύνει δὲ καὶ οὖλα ξηρὰ λεία κεκαυμένη
κελεῦσαι αὑτῷ προσφέρειν ἄρτους θερμοὺς ὁσημέραι . τούτους δὴ ταῖς ῥισὶ προσφέρων διεκράτησεν αὑτὸν τὴν ἑορτήν : ἐπειδὴ δὲ παρῆλθον
7731634 πηγαις
τί δῆτα μᾶλλον θεᾶς ἄγαλμ ' ἁλίσκεται ; πόντου σε πηγαῖς ἁγνίσαι βουλήσομαι . ἔτ ' ἐν δόμοισι βρέτας ἐφ
ἄνθος ἔχει τὸ νοεῖν πατρικὸν νοῦν καὶ νόον ἐνδιδόναι πάσαις πηγαῖς τε καὶ ἀρχαῖς καὶ δινεῖν αἰεί τε μένειν ἀόκνῳ
7729950 πτερυξι
πορευόμενος εἰς τὸ προάστειον , ὑπὸ κοράκων ἐπεσχέθη παιόντων ταῖς πτέρυξι . Φοβηθεὶς δὲ τὸν οἰωνὸν , εἰς Ῥώμην ὑπέστρεψεν
' ἐφ ' ἑνὸς σκέλους ἑστῶσαι καὶ τὰς κεφαλὰς ταῖς πτέρυξι ἐπικαλύπτουσιν . φύλακες δ ' εἰσὶν αὐταῖς πάντως καὶ
7706162 ῥιζαις
, καὶ τῶν φυκίων δὲ τῶν βαφικῶν τὰ πρὸς ταῖς ῥίζαις χλωρὰ καὶ πρὸς τούτοις τὰ ἐν ταῖς πέτραις τῆς
προσπεπηγὸς δάκρυον ὅμοιον τῷ λιβανωτῷ πρὸς τοῖς καυλοῖς καὶ ταῖς ῥίζαις . τοῦ δ ' ὀποῦ διαφέρει ὁ ἐν Σαρδόνι
7672896 αἰξι
μὲν οὕτως εἶναι κώμην τὸ ὄνομα λαβοῦσαν , ταῖς δὲ αἰξὶ ταῖς ἐπιχωρίοις ἔνδον ἐν τοῖς σηκοῖς παραβάλλειν τοὺς νομέας
γὰρ τὸ παλαιὸν αἶγας εὑρεῖν τὸ μαντεῖον : οὗ χάριν αἰξὶ μάλιστα χρηστηριάζονται μέχρι τοῦ νῦν οἱ Δελφοί . τὸν
7632926 ἁμαξαις
ὅλως τοῖς τοιούτοις . πρῖνος δὲ πρὸς ἄξονας ταῖς μονοστρόφοις ἁμάξαις καὶ εἰς ζυγὰ λύραις καὶ ψαλτηρίοις . ὀξύη δὲ
τῶν πλωτῶν ποταμῶν πλοίοις , διὰ δὲ τῆς πεδιάδος χώρας ἁμάξαις κομίζοντες τὸν οἶνον , ἀντιλαμβάνουσι τιμῆς πλῆθος ἄπιστον :
7606777 θερμαις
διδάσκει ἡ αἴσθησις . ἀμέλει τὸν μὲν ξηραῖς ἠλλοιωμένον ἢ θερμαῖς ποιότησιν , ὄρεξις τῶν ὑγρῶν ἢ τῶν ψυχρῶν ὀχλοίη
τέ ἐστι καὶ ἀσφαλτώδη , τῷ θερμαίνειν ἐναντιώτατα ταῖς φύσει θερμαῖς κεφαλαῖς , ὅσα δὲ στυπτηριώδη τῷ στεγνοῦν : μόνοις
7597677 ἀναγωγαις
, ῥίζης καππάρεως : θώρακι δ ' ἐν μὲν αἵματος ἀναγωγαῖς τὰ στύφοντα , οἷον τὰ διὰ στυπτηρίας , οἰνάνθης
τοιαῦτα ἐργάζονται , καταλείποντές τε ἔκ τινος ἐπιβουλῆς ἐν ταῖς ἀναγωγαῖς ἐρήμους , καὶ σφάλματα ποιοῦντες ἐν τοῖς πελάγεσιν ἐκβάλλουσιν
7593837 ἐλαιαις
καὶ τῶι κάλλει διαφέροντες , καὶ τὸ πλεῖστον τῆς χώρας ἐλαίαις κατάφυτον , ἐξ ἧς παμπληθῆ κομιζόμενοι καρπὸν ἐπώλουν εἰς
τῆς δεδολωμένης οἴνης ἐν τῷ ὄξει , ἔτι δὲ κολυμβάσιν ἐλαίαις οἷόν τι λίπος κολλῶδες . ἔνθεν οὖν λαπώδη ῥητέον
7577218 βωλοις
ἐσήμηνεν αὐτοῖς μάχεσθαι . ἐνταῦθα δὴ οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοις καὶ ἔστιν οἳ ἐτύγχανον καὶ θωράκων καὶ γέρρων ,
καὶ γείτοσιν οὐκ ἀγαθὸς πάροικος . βάλλεις γοῦν ἡμᾶς ταῖς βώλοις καὶ ταῖς ἀχράσι καὶ μέγα κέκραγας ἰδὼν ἄνθρωπον ὡς
7577049 ὀπαις
παχεῖα , καθ ' ἃ ψαύει τῶνδε τῶν ὀστῶν , ὀπαῖς λεπταῖς τέτρηται . καὶ διὰ ταύτης γέ τοι πρώτης
σαῦρον καὶ χύτραν κεραμέαν τῶν νεωστὶ εἰργασμένων διατρήσας πάνυ λεπταῖς ὀπαῖς , ὡς μὴ εἴργειν μὲν τὸ πνεῦμα , οὐ
7560313 ῥοαις
αἱ ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἐκπεμπόμεναι . γράφεται προσέλκοι . καλλιρόοισι ῥοαῖς : ταῖς ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἀναφερομέναις τῶν μετ '
πόντος : πέλαγος . ῥώμη : ἰσχύς , δύναμις . ῥοαῖς : τοῖς ῥέουσιν ὕδασιν . ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον .
7549203 σαρξι
χερσί , τοῖς δὲ χειρῶν ὀστέοις , ἀλλ ' οὐδὲ σαρξί , τοῖς δὲ σαρκῶν λειψάνοις : ἔκλαυσας , ἀντέκλαυσεν
] τὸ λίπος ἁλίοιο δὲ θαλασσίου ἤγουν ἐνύδρου γυίοις ] σαρξί ἣ ταχινῇσι : γράφεται ἥ τ ' ἄκρῃσι διαπλώει
7538847 Προιτισι
τὴν Γῆν εὐρύθμως τῇ δεξιᾷ ἄρας ἐνώμα . ἐν δὲ Προιτίσι : καὶ κύλικα . . . . θηρίκλειον εἰσφέρει
ὀξυτόνως . Προιτίσι ] οὕτω καλουμέναις ἀπὸ Προίτου τινός . Προιτίσι ] βασιλεὺς τοῦ Ἄργους ὁ Προῖτος . Προιτίσι ]
7527519 αἰξιν
: τράγοι . ἐφιππεύουσι : καλλικεύουσιν . χαμαίραις : ταῖς αἰξίν . Θαμαληπολέοντι : δουλέοντι . Ἄρμενα ἁρμόδια . ἔξοχα
προσελθόντα τῷ χάσματι καὶ κατιδόντα οἷόνπερ ἦν ταὐτὸ παθεῖν ταῖς αἰξίν : ἐκείνας τε γὰρ ὅμοια ποιεῖν τοῖς ἐνθουσιάζουσι καὶ
7521533 θριξι
τριχῶν , ἁπαλὸν καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται
, ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται
7502618 ἐπιμελειαις
ὄντες τῆς χώρας : ἐκ νηπίου δὲ συντρεφόμενοι ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις πολὺ προέχουσι τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις ἔθνεσι γεωργῶν ταῖς
δὲ προστιθέναι μηδέν , καὶ ἐπεὶ κοινὸν τοῦτο πάσαις ταῖς ἐπιμελείαις καὶ ταῖς σπουδαῖς , ταῖς τε κατὰ πρᾶξιν ταῖς
7499371 ἀμαις
ἵνα μᾶλλον αὐτὸν δείξῃ ἥττονα τοῦ λήμματος . Γ ταῖς ἄμαις : ἄμη γεωργικὸν ὄργανον . ※ φράζε δημιουργικῶς :
τὴν μετοπωρινὴν ἰσημερίαν ἐξημεροῦν χρή , οὐ δικέλλαις , οὐδὲ ἄμαις , ἀλλὰ ἀρότρῳ , καὶ εὐθέως ἐπικοπρίζειν . ταύτῃ
7498026 δυστοκουσαις
αὐτῆς ἐπὶ κεφαλῆς ἀγρυπνούντων τιθέμεναι ὕπνον ἐπάγουσιν , καὶ ταῖς δυστοκούσαις μέγιστον ἀγαθὸν ἐν λαιῷ μηρῷ περιαπτόμεναι . Τὸ δὲ
δὸς πιεῖν καὶ τέξεται παραχρῆμα . [ ιδʹ . Ὑποθυμίαμα δυστοκούσαις . ] Χαμαιπίτυν ἐπὶ τῶν ἀνθράκων θεὶς ἢ ἄσφαλτον
7477788 μεσαις
ἐν μέσῃ εἶναι τῇ πόλει : οἱ γὰρ οἰκισταὶ ἐν μέσαις ταῖς πόλεσιν ἐθάπτοντο ἐξ ἔθους . ἄλλοι δὲ πολούμενον
' ἐν μὲν γενέσει πρωτοσπόρῳ ἐστὶ μεγίστη , ἐν δὲ μέσαις ἀκμαῖς μικρά , γήρᾳ δὲ πρὸς αὐτῷ μορφῇ καὶ
7461355 χηλαις
[ ] , τὰς δὲ * ἰσημερίας ἐν κριῶι καὶ χηλαῖς . καθόλου δὲ ἐν ὧι ἂν ἦι ζωιδίωι ὁ
καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἄρεως : οἱ δὲ ἐν ταῖς χηλαῖς τῷ τε τοῦ Κρόνου καὶ τῷ τοῦ Ἑρμοῦ :
7447704 λαγοσιν
τοῖς βουσὶ πάσχοντες , ἡνίκα ὁ οἶστρος αὐτοῖς ἐν τοῖς λαγόσιν ἐγχρίψει : καὶ γὰρ τηνικάδε οὔτε βουκόλων φροντίζουσιν ,
τῆς νάρκης : ἡ νάρκη δύο κέντρα ἔχει ἐν ταῖς λαγόσιν αὐτῆς , καὶ εἴ τις αὐτῇ ἐπιψαύοι , νεκροῦται
7427797 μυιαις
. ] πρακτος † τοῖς κεκτημένοις . Ὁμοίως δὲ καὶ μυίαις ἀντιπάσχει ἄκρως : ἐαν γὰρ [ γάλακτι καὶ μέλιτι
οὐκ ἐγγίνεται , τοῖς μὲν ὅλως , ὥσπερ εὐλαῖς καὶ μυίαις καὶ ἐμπίσι , τοῖς δ ' ἀμυδρῶς καὶ ὀλίγων
7424602 κορυφαις
ἐπισκεψάμενος δὲ αὐτὸ ὅπη διανίσταται καὶ ὅπη θολοῦται καὶ ὁπόσαις κορυφαῖς ᾄττει καί που καὶ ἐφαπτόμενος τοῦ πυρός , ὅπη
ἄκουε τοῦ Πανός , ὡς τὸν Διόνυσον ᾄδειν ἔοικεν ἐν κορυφαῖς τοῦ Κιθαιρῶνος ὑποσκιρτῶν τι εὔιον . ὁ Κιθαιρὼν δὲ
7420925 κλιμαξιν
ἔνυλα καὶ φυσικὰ ἀναλέγεσθαι , μετ ' ἐκεῖνα τὰ μαθηματικὰ κλίμαξιν ἐοικότα ἢ γεφύραις : οὐδὲ γὰρ ἀθρόον ἀπὸ τῶν
πετροβόλων καὶ αὐτῶν πυρὸς πεπληρωμένων , καὶ ταῖς σκάλαις ἤτοι κλίμαξιν , εἰ ἐπιδέχεται ὁ τόπος , ἐπιβαίνειν , ἐν
7412909 κοιλιαις
τὰ ψυχικά . ὑγροῦ γὰρ καὶ πνεύματος ὄντος ἐν ταῖς κοιλίαις τοῦ ἐγκεφάλου , ἐπαναστᾶσα ἡ ἀποκριτικὴ ἐδίωξε καὶ ἠλευθέρωσε
ἀτμὴν διαλυομένην ἀναδίδοσθαι , περιττώματά τε μὴ ὑπολείπεσθαι ἐν ταῖς κοιλίαις καὶ δι ' ὅλης ἡμέρας ἀναδίδοσθαι τροφὴν ἅμα καὶ
7410607 κνημαις
Γαλάτειαν καταδαίσηται . τὸ δὲ ἐπὶ κνάμαισιν ὀρούσῃ ἀντὶ τοῦ κνήμαις ἐπιπηδήσῃ . φράζεο : ἢ βουλεύου περὶ τούτου ἢ
φάρυγγα ἐξέχουσαν ἔχοντας καὶ τοὺς ὤμους πλατεῖς , μακροὺς ταῖς κνήμαις καὶ ὠκεῖς , φθονεροὺς καὶ ἅρπαγας , τὰ δὲ
7394672 πτερυξιν
πέδιλα δυνηθῆναι βαλεῖν . Ἄλλως . ὄχῳ πτερωτῷ , ταῖς πτέρυξιν , αἷς ἐποχοῦνται οἱ ἱπτάμενοι . σύθην δ '
, φῶς δικαιοσύνης , καὶ ἴασις καὶ εὐσπλαγχνία ἐπὶ ταῖς πτέρυξιν αὐτοῦ . Αὐτὸς λυτρώσηται πᾶσαν αἰχμαλωσίαν υἱῶν ἀνθρώπων ἐκ
7389321 ἀνεσεσι
συνεκτείνουσα τῇ διανοίᾳ ἑαυτήν , ἐν δὲ ταῖς ἀναψύξεσι καὶ ἀνέσεσι συνανίεται καὶ χαλᾶται : καὶ προσιόντι μὲν φίλῳ προευαγγελίζεται
. τοιοῦτοι δέ εἰσιν οἱ ταῖς ἐπιτάσεσιν αὐταῖς ἢ ταῖς ἀνέσεσι κινουμέναις ἔτι συνηχοῦντες , καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ βαρύτερον
7384615 ὁδοις
βουτύρου κοπέντα καταχρίουσι . τινές , οὐρήσαντος ὄνου ἐν ταῖς ὁδοῖς , τὸ συστὰν πηλῶδες ἐπιχρίουσι . Κάλλιον δέ τινες
κινήματα καὶ πηδήματα : εἴωθε δὲ ταῦτα σκιρτᾶν ἐν ταῖς ὁδοῖς καὶ οὕτω τὴν πορείαν ἀνύειν : καὶ Ἰὼ τοίνυν
7361154 καλιαις
παρελθὼν ἐς καταγωγὴν ὀθνείαν ἐντίκτει . οὐ πάντων δὲ ὀρνίθων καλιαῖς ἐπιπηδᾷ οὗτός γε , ἀλλὰ κορύδου καὶ φάττης καὶ
τὰς φάττας δάφνης κλωνία ἀποτραγούσας λεπτὰ εἶτα μέντοι ταῖς ἑαυτῶν καλιαῖς ἐντιθέναι τῶν νεοττίων φειδοῖ : ἰκτῖνοι δὲ ῥάμνον ,
7359772 μηλεαις
ἀγέλη πᾶσα καὶ κοῦ - φοι διαπέτονται περιαρτήσαντες αὐτὰ ταῖς μηλέαις , αἱ δὲ ἐφεστρίδες αἱ ποικίλαι κεῖνται μὲν ἐν
μὲν ταριχείας ἰχθύων ἀστείας παρέχει , φύει δὲ δένδρα καρποφόρα μηλέαις ἐμφερῆ : χρῶνται δ ' Αἰγύπτιοι τῇ ἀσφάλτῳ πρὸς
7351175 λεγομεναις
Καὶ δοκεῖ μετενηνέχθαι ἀπὸ τῶν ταῖς ψήφοις παιζόντων , ταῖς λεγομέναις νῦν χώραις , τότε δὲ πόλεσιν . Πόλλ '
ἄλλῃ τοιαύτῃ συγκατάμεικτος ᾖ , ὁμοίως ταῖς ἡλι - κίαις λεγομέναις ἅμα κόσμον καὶ ἅμα ταῖς ἀκμαῖς δύναμιν ὑπάρχειν ,
7349819 ὁλκασι
μηχανῶν ἀφιεμένοις , ἔπειτα πολλῇ τῇ ῥύμῃ μέσαις ἐμβάλλει ταῖς ὁλκάσι : καὶ οἱ ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων ὁπλῖται εὐθὺς οἱ
νομαῖς , τῶν ἰχθύων ἐστὶν διάθεσιν ἐμπόροις ἔχων , ταῖς ὁλκάσι τε ναυσὶν ἀνάπλουν ἀσφαλῆ . Ὁμώνυμος δὲ τῷ ποταμῷ
7344879 ἀποριαις
αἰτίαν ἢ τύχηνἐῶ γὰρ τοῦτονῦν , ἐπειδὴ πρὸς ταῖς ἄλλαις ἀπορίαις καὶ τοῖς περιεστηκόσιν ἡμᾶς κινδύνοις καὶ ἡ τῶν ἐξ
σχέσιν . φανερὸν οὖν γέγονεν , ὅπερ καὶ ἐν ταῖς ἀπορίαις εἰρήκαμεν , ὅτι μιᾶς ἐπιστήμης ἐστὶ θεωρῆσαι περὶ τούτων
7343809 λευκαις
δ ' εἰπεῖν , Ἰνδοὺς ἐσθῆτι λευκῇ χρῆσθαι καὶ σινδόσι λευκαῖς καὶ καρπάσοις , ὑπεναντίως τοῖς εἰποῦσιν εὐανθέστατα αὐτοὺς ἀμπέχεσθαι
τὰς φρένας οὗτος εἶπεν . Λευκαῖς φρεσὶν ] * Τὸ λευκαῖς φρεσὶν ἐκαινοτόμησε Πίνδαρος ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ : εἰ γὰρ
7339655 θηλαζουσαις
διόλου . Οὗτος ὠφέλιμος ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις . Γλύφεται δὲ ἐν αὐτῷ Χνούβιος ἔχων κεφαλὰς τρεῖς
ὅλου : οὗτος ὠφέλιμος ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις : γλύφεται δὲ ἐν αὐτῷ Χνούβιος ἔχων κεφαλὰς τρεῖς
7332802 ἐμπλεκονται
οἷον αἴρει ἀπὸ τῆς γῆς , ὄφεις τε οἱ μὲν ἐμπλέκονται τοῖς θύρσοις , οἱ δ ' ὑπὸ τοῦ οἴνου
ἁμαρτήματα , προσέτι δὲ καὶ εἰς δουλικὰ πρόσωπα καὶ παῖδας ἐμπλέκονται , πολυκοιτοῦσι δὲ καὶ μοιχαίνουσι καὶ καταφημίζονται , ὑποφθοραί
7325169 ὑπωρειαις
τῶν τόπων γεγονότες Γαργαρεῦσιν ὁμόρους αὐτάς φασιν οἰκεῖν ἐν ταῖς ὑπωρείαις ταῖς πρὸς ἄρκτον τῶν Καυκασίων ὀρῶν , ἃ καλεῖται
γηλόφοις δὲ τό - ποις ἀνηπλωμένη , καὶ ἐν ταῖς ὑπωρείαις , ἁρμόζει ταῖς χαμαιζήλοις καὶ χαμαιπετέσιν ἀμπέλοις . ἐν
7322742 κομαις
ζυγὸν ὅταν θέλωσι , νυμφίους ἀρνούμεναι , τοὺς Ἑκτορείοις ἠγλαϊσμένους κόμαις , μορφῆς ἔχοντας σίφλον ἢ μῶμαρ γένους , ἐμὸν
νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις ὑμῶν , ὅτε μ ' οὐ φρονεῖν νομίζετ '
7288376 ὑπερβολαις
: πάντα γὰρ ὑμεῖς καὶ τὰ μέγιστα μικρότατα ἀπεφήνατε ταῖς ὑπερβολαῖς . ἐπεὶ ἐγὼ μὲν τὰ μέγιστα ἐκλέξας ἐρῶ ,
ἐτίμησαν , ἀλλ ' οὕτως ὥστ ' αὐτοὺς ἀγάλλεσθαι ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν τιμῶν αἷς ἐπεδείκνυντο . φανερὰ δὲ καὶ ἡ
7283952 ἐνεδραις
τῆς Ἰταλίας οὐκ ἦν ὅμοια τὰ Ῥωμαίων , Μαρκέλλου περιπεσόντος ἐνέδραις , ἃς ἔστησεν Ἀννίβας , καὶ τὴν τελευτὴν οὕτω
, ἕως ] ? συνέμειξε τοῖς ἐν ταῖς [ ] ἐνέδραις , καὶ κατεσκήνωσεν [ ] εἰς τὸ στρατόπεδον ,
7263643 πομπαις
πηχῶν ἕξ . Πολλῶν οὖν καὶ ποικίλων εἰρημένων ἐν ταῖς πομπαῖς ταύταις , μόνα ἐξελεξάμεθα , ἐν οἷς ἦν χρυσὸς
γόους ἀγαγεῖν ἡμᾶς . πόμπιμον ] τὸν ἐν τοῖς ἐξοδίοις πομπαῖς γινόμενον . θ πόμπιμον ] προπέμπουσαι γὰρ τοὺς νεκροὺς
7243332 θηλειαις
τῆς γῆς καὶ συνεκοιμήθησαν μετ ' αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν , καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας ,
καιρὸς ἐπιθόρνυσθαι , ὑπερπέτονται τὸν ὀχετόν , εἶτα ὁμιλήσαντες ταῖς θηλείαις ἐπανίασιν ἐς τὰ σφέτερα αὖθις παρὰ τὸν θεὸν ᾧ
7241473 κοιλασι
στρατὸν αὐτοῦ Τιρύνθιον , ἤτοι Ἀργεῖον , καθήμενον ἐν ταῖς κοιλάσι τῆς Ἤλιδος ἐπόρθησαν , ἀντὶ τοῦ ἔφθειραν . καὶ
: ἐπινεμόμενον γὰρ τὴν ὀρεινὴν ἄνθη παντοῖα δρέπεται καὶ ταῖς κοιλάσι πέτραις καὶ τοῖς κεραυνοβόλοις τῶν δένδρων ἐνδιατρῖβον κηροπλαστεῖ καὶ
7230629 θριξιν
' ἀπὸ τοῦ σώματος οἷον φλοιὸν ἢ τὰ βάλλοντα ταῖς θριξίν , οἷον αἱ ὕστριχες . . . . Μασσαγέται
, ἐπὶ μὲν ὑστερικῶν πνιγμῶν καστορίῳ ὄξει πεφυρμένῳ , κεκαυμένοις θριξίν , ἐρίοις κεκαυμένοις , σπόγγῳ ὁμοίως , ἐλλυχνίῳ ἄρτι
7217145 ἀναφοραις
σκεπτομένους τὸν περὶ χρόνων ζωῆς τόπον χρήσασθαι ταῖς τῶν ζῳδίων ἀναφοραῖς κατὰ Πτολεμαῖον οὗ καὶ τῇ μεθόδῳ ὡς ἀληθεστέρᾳ χρησόμεθα
σκεπτομένους τὸν περὶ χρόνων ζωῆς τόπον χρήσασθαι ταῖς τῶν ζῳδίων ἀναφοραῖς κατὰ Πτολεμαῖον , οὗ καὶ τῇ μεθόδῳ ὡς ἀληθεστέρᾳ
7213831 ἀρυταιναις
κατάχυτλον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις , καὶ αὖ πάλιν εἶτα κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς
ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις . χαλκώματα , προσκεφάλαια . ἢν γὰρ ἕν '
7205353 πτερναις
τὴν πόλιν ὀνομασθῆναι . πολεμήσουσι δὲ ποῦ ; ὑπὸ ταῖς πτέρναις καὶ τοῖς κάτω τόποις τῶν πύργων τῆς Μαργάσου .
εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς οἵας εἰρήκαμεν , ἔχουσιν ὑπὸ ταῖς πτέρναις ταῖς ἐν τοῖς ἐδάφεσιν ἐμπεφυκυίαις ὕδατα . σημαίνοι δὲ
7203899 γαμουμεναις
καὶ τοὺς γάμους δι ' ἁρπαγῶν γίνεσθαι καὶ πολλαχῇ ταῖς γαμουμέναις τοὺς βασιλεῖς πρώτους συνέρχεσθαι , παρ ' ἐνίοις δὲ
ἕδνα : ὅτι ἕδνα τὰ ὑπὸ τῶν γαμούντων διδόμενα ταῖς γαμουμέναις . . παρθένιος , τὸν ἔτικτε χορῷ καλὴ Πολυμήλη
7203292 Ὡραις
δὲ Κρατῖνος Σεριφίοις φησὶ δοῦλον καὶ πτωχόν , ἐν δὲ Ὥραις ἡταιρηκότα , εἰ ἄρα τὸν αὐτόν : Τηλεκλείδης δὲ
διδάσκειν οὐδ ' ἂν εἰς Ἀδώνια . ἐν δὲ ταῖς Ὥραις : ἴτω δὲ καὶ τραγῳδίας ὁ Κλεομάχου διδάσκαλος μετ
7197215 ψαμμοις
ἄνεμοι χαλεποὶ μὲν πνέοντες , χαλεπώτεροι δὲ ἐμπνέοντες ἅμα ταῖς ψάμμοις . καὶ οὐχ ὅπως αὐτὸς εἴκει οὐδὲ ἐνδίδωσι τοσούτῳ
τὴν εἰκόνα , ὅσον μὲν αὐτόματον ἐν τοῦ Ἠριδανοῦ ταῖς ψάμμοις εὑρίσκεται , σπανίζεται τὰ μάλιστα καὶ ἀνθρώπῳ τίμιον πολλῶν
7181001 ὀχθαις
φάραγγα ἐσπίπτων ἀφανίζεται . φύεται δὲ αὐτοῦ πόα πρὸς ταῖς ὄχθαις : ἀστερίωνα ὀνομάζουσι καὶ τὴν πόαν : ταύτην τῇ
” καὶ πάλιν ” ναῖε δὲ Σατνιόεντος ἐυρρείταο παρ ' ὄχθαις Πήδασον „ αἰπεινήν . „ * Σατνιόεντα δ '
7179490 λυσεσι
πρὸς ἑκάτερον σύμπτωμα ἐνεργεῖ . καταπλαστέον δὲ τούτους μιγνύοντας ὠμαῖς λύσεσι καὶ ἀψίνθιον καὶ πτέριν καὶ θέρμινον καὶ ἀβρότονον καὶ
δὲ κἀκεῖνο χρή σε εἰδέναι , ὅτι οὐ πάσαις ταῖς λύσεσι χρῆσθαι ῥᾴδιον , ἀλλὰ ταῖς ἐμπιπτούσαις . ἔστω δὴ
7175544 ἐμποριαις
ἐκείνῳ καὶ φιλιωθήσεται δυνάσταις καὶ ἐξουσιασταῖς καὶ κερδήσει ἐν ταῖς ἐμπορίαις καὶ ταῖς πράσεσι καὶ ταῖς ἀγορασίαις : καὶ εἰ
ἐπὶ πείρασι γαίης , πόντον τ ' ἐξανύοντας ὑπ ' ἐμπορίαις θαμινῇσιν , ἢ παίδων φύλακας φρουρούς θ ' ἥβης
7168152 ὁλκασιν
Ἐπεὶ γὰρ ἧκεν ὁ στρατὸς τοῦ δεσπότου , πολλαῖς ταχείαις ὁλκάσιν πεφραγμένος , ἡ γῆ μὲν ἐστέναζεν ἡ τῶν βαρβάρων
τε ταῖς νομαῖς , τῶν ἰχθύων διάθεσιν ἐμπόροις ἔχων ταῖς ὁλκάσιν τε ναυσὶν ἀνάπλουν ἀσφαλῆ . ὁμώνυμος δὲ τῷ ποταμῷ
7161585 τραπεζαις
' ἴοντες ἐξοπτῶντες σφᾶς αὐτοὺς ἂν παρέκειντ ' ἐπὶ ταῖσι τραπέζαις . ζωμοῦ δ ' ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς
καὶ ὁ Κάλανος , ἀκόλαστος ἄνθρωπος , καὶ ταῖς Ἀλεξάνδρου τραπέζαις δεδουλωμένος : τοῦτον μὲν οὖν ψέγεσθαι , τὸν δὲ
7157779 χυτραις
χειμῶνος ὄντος . τὸ δὲ ἐν ὀστράκῳ , ἐπεὶ ἐν χύτραις ἐξετίθεσαν τὰ παιδία . διὸ καὶ χυτρίζειν ἔλεγον .
Πρὸς ἀπαίδευτον καὶ πολλὰ βιβλία ὠνούμενον οὐκ ὤκνησεν εἰπεῖν “ χύτραις λημῶντες ” . . . , : ὕστερον δὲ
7155225 ὀδυναις
, αἰφνιδίου πάλιν δευτέρας πληγῆς ἐπῃσθόμην , πλέον ἢ πρότερον ὀδύναις βληθείς . ὁ γὰρ τολμηρὸς ἐκεῖνος , οὐκ οἶδ
καὶ εἰ ἑλκώσεως ἀρχὴ γένηται . Εἰ δὲ ἀγρυπνίαι ταῖς ὀδύναις παρέπονται , ὑποθετέον τῇ ἕδρᾳ κολλύριον τὸ πρὸς δυσεντερίας
7148398 ποταμιαις
ἀμπέλου μηδ ' εἰς πυρὰν σπένδοντας ἀλλὰ πολυπόνου καρπὸν μελίσσης ποταμίαις πηγαῖς ὁμοῦ : ἄβατον δὲ τέμενος παισὶ ταῖσδ '
. τούτῳ δέ φησι τῷ φαρμασσομένῳ σὺ τὸν γλήχωνα ταῖς ποταμίαις νύμφαις τεύξαις κυκεῶνα : τουτέστι γλήχωνα μετὰ ὕδατος γληχώ
7143522 περιστεραις
δέ , εἰ γυμνάζοιτό τις , οὐ κωλύω χρῆσθαι καὶ περιστεραῖς καὶ τρυγόσι , καὶ μάλιστα ταῖς ἐν ὄρεσι διαιτωμέναις
δέ , εἰ γυμνάζοιτό τις , οὐ κωλύω κεχρῆσθαι καὶ περιστεραῖς καὶ τρυγόσι , καὶ μάλιστα ταῖς ἐν ὄρεσι διαιτωμέναις
7133353 σκηναις
χερσὶν ἐφελκόμενοι τοὺς κόλπους ἐπλήρουν , εἶτ ' ἐναποτιθέμενοι ταῖς σκηναῖς ἐφ ' ἑτέρων σύλληψιν ἐξῄεσαναἱ γὰρ ἄγαν πλεονεξίαι μέτρον
σε . . ἔταφον ἔταφον ] οὐχὶ ἑπόμενοι ὄπισθεν ἐν σκηναῖς τροχηλάτοις , οἷον ἔθανον , οὐκ εὐσχημόνως δὲ ἐτάφησαν
7123879 ἐπιγραφομεναις
δὲ πλειόνων . Μάχων δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν ταῖς ἐπιγραφομέναις Χρείαις φησὶν οὕτως : ὑπερβολῇ δὲ τῆς Λεαίνης σχῆμά
Αἰθιοπικοὶ πλήθει πολλοί . Ἀρτεμίδωρος δὲ ὁ Ἀριστοφάνειος ἐν ταῖς ἐπιγραφομέναις Ὀψαρτυτικαῖς Γλώσσαις καὶ Πάμφιλος ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἐν τοῖς περὶ
7117337 παρακειμεναις
τήν τε ὑπὸ Αἴγυπτον , καὶ τὴν ἐντὸς σὺν ταῖς παρακειμέναις αὐταῖς νήσοις . Ὁ δὲ διὰ μέσου παράλληλος τὸν
ἑαυτὸν ὧν ἐστιν ἄξιος . οἱ δ ' ἐν ταῖς παρακειμέναις κακίαις οἱ μὲν ὑπερβάλλουσιν , οἱ δὲ ἐλλείπουσιν ,
7116383 προσβολαις
παρευρίσκων ὠνομάσθη μὲν πολιορκητής , τὴν δ ' ἐν ταῖς προσβολαῖς ὑπεροχὴν καὶ βίαν τοιαύτην εἶχεν ὥστε δόξαι μηδὲν οὕτως
τὸ Κομίνιον ἐκ πολιορκίας παραλαμβάνει χρόνον οὐ πολὺν ἐν ταῖς προσβολαῖς διατρίψας , ἔπειτα Οὐενουσίαν πολυάνθρωπον καὶ ἄλλας πόλεις πλείστας
7103538 λαγοσι
ἂν ἐν τῇ ἕδρῃ ἀτρεμίζῃ . Διαζώσας δὲ ἐν τῇσι λαγόσι , καὶ ὑφεὶς ταινίην ἐκ τοῦ ὄπισθεν , ἀναλαβὼν
μεῖζον ἐκπέσῃ καὶ μὴ μένῃ ἔνδον , διαζώσας ἐν τῇσι λαγόσι , καὶ ὑφεὶς ὄπισθεν ἐκ τοῦ διαζώματος ταινίην ,
7098929 ψοαις
πλείω ποθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . μολύβδου πλάτυσμα ταῖς ψόαις ὑποτιθέμενον τοὺς ὀνειρώττοντας ὀνίνησιν . νυμφαίας ἡ ῥίζα καὶ
ὕδατι ψυχρῷ πλειστάκις πεπλυμένη , τῷ τε αἰδοίῳ καὶ ταῖς ψόαις ἐπιτιθεμένη . Κατακλίνειν δὲ αὐτοὺς χρὴ ἐπὶ πλευρὰν καὶ
7098374 χελωναις
νήσους κατοικοῦντες βάρβαροι κατὰ τοῦτον τὸν καιρὸν ἠρέμα προσνήχονται ταῖς χελώναις : πρὸς ἑκάτερον δὲ μέρος πλησιάσαντες , οἱ μὲν
στρατευμάτων , ὁ σὸς στρατηγὸς καὶ πάλιν Νικηφόρος κριοῖς , χελώναις , σφενδόναις ἐπιτρέπει βάλλειν τὸ τεῖχος , τὰς ἐπάλξεων
7094737 νουμηνιαις
οὐ πάλαι τῆς πολιτείας τετυχηκότα ἀλλὰ νεωστί . ἐν ταῖς νουμηνίαις οἵ τε δοῦλοι ἐπωλοῦντο καὶ οἱ στρατηγοὶ ἐχειροτονοῦντο καὶ
ὥστ ' ἀλείφεσθαι ς ' ἀπ ' αὐτῶν κἀμὲ ταῖς νουμηνίαις . Ἀκούετε λεῴ : κατὰ τὰ πάτρια τοὺς Χοᾶς
7067267 κωμαις
ψύχους . ἡ πλείστη δὲ πεδιὰς οὖσα καὶ ἄξυλος πολλαῖς κώμαις διείληπται . αὗται δὲ τὰς τῶν οἰκιῶν στέγας ἔχουσιν
πρεσβύτεροι : οἱ δὲ νεώτεροι ἐν ταῖς ὑπὸ τὸ ὄρος κώμαις ηὐλίζοντο . καὶ ὁ Σεύθης καταμαθὼν ἐκέλευσε τὸν Ξενοφῶντα
7067031 γερανοις
φησίν , ὁμογενέσι ζώιοις συναγελάζεται ὡς περιστεραὶ περιστεραῖς καὶ γέρανοι γεράνοις καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀλόγων ὡσαύτως . ὣς δὲ
τοῦ στόματος : πρὸς δὲ τοὺς τρισπιθάμους πόλεμον εἶναι ταῖς γεράνοις καὶ τοῖς πέρδιξιν , οὓς χηνομεγέθεις εἶναι : τούτους
7060299 καθεδραις
: καὶ τοὺς Κρόνου παῖδας βασιλεῖς ἐθεάσαντο ἐν ταῖς χρυσαῖς καθέδραις , καὶ δῶρα παρ ' αὐτῶν ἐδέξαντο . ἀλλ
γράφει . Ζειρά . μίτρα , ζώνη . Ζυγαῖς . καθέδραις . Ζώνη . πορφυροῦν ἔνδυμα . Ζάκορος . νεωκόρος
7058425 ἀναβασεσι
τῶν νηῶν . σέλμασι ] ταῖς καθέδραις . σέλμασι ] ἀναβάσεσι . σέλμασι ] στάσεσι , καθέδραις . θ σέλματα
κατεσπαρμένας ἔχει παμπόλλας , τὰς μὲν καλυπτομένας ὅλας ἐν ταῖς ἀναβάσεσι , τὰς δ ' ἐκ μέρους , ἐποχετεύεται δὲ
7058107 μητραις
Τῶν δ ' ἡλικιῶν τὸ μὲν ἄρτι διαπλαττόμενον ἐν ταῖς μήτραις τῶν κυουσῶν ζῴων ὑγρότατόν ἐστι καὶ θερμότατον , εἴ
τὰς κατὰ τὰ σφυρὰ φλέβας . αἱ δὲ ἐν ταῖς μήτραις φλεγμοναὶ τῶν ἐν ταῖς σκέλεσι φλεβῶν τεμνομένων , ὄφελος
7057308 Λημνιαις
ἀμπελίνων τὰς λαμπάδας κατεσκεύαζον εἰς ἔξαψιν , ὡς καὶ ἐν Λημνίαις φησί . κριηδόν : Δίκην κριοῦ . κριὸς γὰρ
βαρυτόνως , ἡ πόλις τοῦ Ἀπόλλωνος ἐγγὺς Λήμνου . Σοφοκλῆς Λημνίαις „ ὦ Λῆμνε Χρύσης τ ' ἀγχιτέρμονες πάγοι „
7057043 ἀγελαις
ἔχουσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα παραπλησίως ταῖς τῶν θρεμμάτων ἀγέλαις , ἡδονῆς δὲ καὶ πόνου τὴν φυσικὴν μόνον ἀντίληψιν
ἐπιτρέπει τε ταῖς γνώμαις καθαραῖς ἀπολαύειν . αὗται φόβους νέων ἀγέλαις λύουσι διττούς , ὧν ὁ μὲν ἐκ διδασκάλων ,
7055671 ποιοτησιν
ἡ αἴσθησις . ἀμέλει τὸν μὲν ξηραῖς ἠλλοιωμένον ἢ θερμαῖς ποιότησιν , ὄρεξις τῶν ὑγρῶν ἢ τῶν ψυχρῶν ὀχλοίη ἂν
, σωματικὴ δὲ διὰ τὸ πάσαις ὥσπερ ἐκμαγεῖον ὑποκεῖσθαι ταῖς ποιότησιν : ὃν τρόπον γὰρ τὸ εἶδος τῆς ὕλης ἀφαιρεθὲν
7055307 χελιδοσιν
ὑακίνθῳ αἰαστῇ προσέοικε , χελιδονίοισι δὲ τέλλει ἄνθεσιν ἰσοδρομεῦσα , χελιδόσιν , αἵ τ ' ἀνὰ κόλπῳ φυλλάδα νηλείην ἐκχεύετον
θ ' ὑακίνθῳ αἰαστῇ προσέοικε χελιδονίοισι δὲ τέλλει ἄνθεσιν ἰσοδρομεῦσα χελιδόσιν , αἵ τ ' ἀνὰ κόλπῳ φυλλάδα νηλείην ἐκχεύετον
7054714 μηχαναις
, οἷοι οἱ λέοντες ἐν θηρσίν , ἐν δὲ ταῖς μηχαναῖς τεχνικὸς ὡς ἀλώπηξ , ἥτις καὶ τῶν ἀετῶν τὴν
αὕτη πολλάκις , βαθυτάταις κατατρωθεῖσα πληγαῖς , ἑαυτὴν ἰατρεύει πάσαις μηχαναῖς τῷ φλόμῳ τούτῳ ξηρὰν τὴν φύσιν ἔχοντι τὰς ὠτειλὰς
7051631 μελιτταις
σῖτος . καὶ δὴ ποδεῖα τριμίτινα ἀστραγαλωτή μάστιξ ὄνος ἐν μελίτταις ἐξ ὅτου ἦλθον ὁ γὰρ χρόνος μ ' ἔκαμψε
. θάλλει τὸ δένδρον καρποῖς : οὕτω καὶ ” βρύων μελίτταις “ : τοῦ ἀγροῦ γάρ ἐστι τὸ ἔχειν πλῆθος
7050315 ἀληθειαις
δὲ Ἀλωέως καὶ Ἰφιμεδείας κατ ' ἐπίκλησιν , ταῖς δὲ ἀληθείαις Ποσειδῶνος καὶ Ἰφιμεδείας ἔφη , καὶ Ἄλον πόλιν Αἰτωλίας
σκώπτει καὶ νῦν , ἢ ὑποκρίνεται εἶναι κατήγορος , ταῖς ἀληθείαις οὐκ ὤν . εἶτα ἡ ἀπόδειξις , κατηγορεῖ μὲν
7046351 σιαγοσιν
τοῖς ὄνυξι τοῖς ὠμὰ κρέα ἁρπάζουσι πρὸς σίτησιν : νῦν σιαγόσιν : ὠμὰ σιτουμένοις : ἐκ μέρους τὸ πᾶν :
μαστάζειν : ἀντὶ τοῦ μάσταζε , ἔστι δὲ μασῶ ταῖς σιαγόσιν . * ἀμελγόμενος : πιπίζων ἀποθλίβων * χυλόν :
7035282 φρατραις
τούς τε συναλλακτικοὺς καὶ τοὺς περὶ τῶν ἀδικημάτων ἐπεκύρωσε ταῖς φράτραις : ἦσαν δὲ πεντήκοντά που μάλιστα τὸν ἀριθμόν ,
τὰς φράτρας συγκαλούμενος : ὅ τι δὲ ταῖς πλείοσι δόξειε φράτραις τοῦτο ἐπὶ τὴν βουλὴν ἀνεφέρετο . ἐφ ' ἡμῶν

Back