, καὶ τομὰς ὡς ἀπὸ βέλους . ἀλλὰ ταῖς γε ἀσπίσιν ἐκδεχόμενοι τοὺς λίθους ὀλίγον τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζον . ἐπεὶ
ὄρχησιν λέγει τὴν πυρρίχην . κτύπον γάρ τινα ἐν ταῖς ἀσπίσιν ἐποίουν οὗτοι πρὸς τὸ ὑπερηχεῖσθαι τὸν κλαυθμὸν τοῦ παιδίου
7991678 ἀκταις
τὴν πατρίδα τὸ πένθος αὐτοῦ παρεσήμηνεν . δειναῖσιν ταῖς δειναῖς ἀκταῖς δηλονότι τῆς θαλάσσης , παρὰ ταῖς ἀρχαῖς τοῦ ὕδατος
ἦλθες , ὦ παῖ Πηλέως . οὐ μὴν ἐπ ' ἀκταῖς γ ' ἐστὶ κωπήρης στρατός , οὔτ ' οὖν
7952240 πνοαις
ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : αἱ μεγάλαι ἀπαρχαὶ
. . . . ἀπαρκτίαις : ταῖς ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . .
7882706 ἀκραις
ἐκ θυμὸν ἕληται . ἡ διπλῆ ὅτι πρώτῃσι ἀντὶ τοῦ ἄκραις . πρώτῃσι δὲ πύλῃσι πρὸς τὸ ἄξαντ ' ἐν
ἃ νῦν ἡμῶν ὁ νοῦς ταῖς ἐμπαθέσι κηλῖσι μεθύων , ἄκραις ἐπαφαῖς τὸ τοῦ λόγου κατανοεῖ . ὁ δὲ δὴ
7692895 λογχαις
, οἱ δὲ τόξοις , οἱ δὲ σαυνίοις τε καὶ λόγχαις στοχαζόμενοι , τῷ πλήθει τῶν βελῶν ἅπαντας κατειργάσαντο .
ἐμῶν , οἳ νῦν σὺν ἑπτὰ τάξεσιν σὺν ἑπτά τε λόγχαις τὸ Θήβης πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν : οἷος δορυσσοῦς Ἀμφιάρεως
7634371 φαλαγξι
ἀλλήλων ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου τοῦ ἐν τῇ πόλει καὶ ὡς φάλαγξι γενομένου . Ὁπλισθέντες δ ' ἕκαστοι τοῖς προσήκουσιν ὅπλοις
καὶ πολιορκήσας ἅπας ὁ δῆμος ἐξαναστὰς , καὶ προαπαντήσας ταῖς φάλαγξι , τοῖς φόνοις , τῇ δίκῃ τῶν τροπαίων ,
7618718 κεφαλαις
, Ἀθάνα . Τὸν παρθενίοις ὑπό τ ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Ἄϊε λειβόμενον Σχάσον ] Στῆσον . Προχεόντων ] Πεμπόντων
πιαινόμενοι , εὐτραφεῖς δὲ τρίχας ὁμοίας τῷ ὑακίνθῳ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς αὐτῶν φέρουσι . Τῶν Ἰνδῶν δὲ οἱ μὲν τοῦ
7527528 χηλαις
[ ] , τὰς δὲ * ἰσημερίας ἐν κριῶι καὶ χηλαῖς . καθόλου δὲ ἐν ὧι ἂν ἦι ζωιδίωι ὁ
καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἄρεως : οἱ δὲ ἐν ταῖς χηλαῖς τῷ τε τοῦ Κρόνου καὶ τῷ τοῦ Ἑρμοῦ :
7501215 ἀσπισι
δ ' ἔμπεδον ἄλλος ὁμῶς ἐπαμοιβὸς ἄρηρεν ὧς οἵγ ' ἀσπίσι νῆα συναρτύναντες ἔρεψαν : οἵη δὲ κλαγγὴ δῄου πέλει
δόξαν ὄντα τῆς ἱππικῆς Κυρήνης . χαλκάσπιδα , ὅτι σὺν ἀσπίσι χαλκαῖς τὸν ὁπλίτην ἔτρεχον δρόμον . . τὸ ἑξῆς
7436545 χερσιν
πολύ . Τούτῳ γὰρ ὢν ἔχθιστος Ἀργείων ἀνὴρ μόνος παρέστης χερσίν , οὐδ ' ἔτλης παρὼν θανόντι τῷδε ζῶν ἐφυβρίσαι
ἀναΐξας ἐριούνιος ἅρμα καὶ ἵππους καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν , ἐν δ ' ἔπνευς ' ἵπποισι καὶ ἡμιόνοις
7431203 ἐπαλξεσιν
τοῖς πύργοις ὀξυβελεῖς τε καὶ λιθοβόλοι , ταῖς δ ' ἐπάλξεσιν παρέκειντο λίθοι καὶ βέλη καὶ ἀκόντια , τὰ δὲ
' ἐπεσσυμένων . Πονέοντο δὲ πάντες Ἀχαιοὶ ἄλλοι ὁμῶς ἄλλῃσιν ἐπάλξεσιν : ἔβραχε δ ' εὐρὺς αἰγιαλὸς καὶ νῆες ,
7424123 πετραις
δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ Λάμαχος . ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον . Γ ἔπαιξε πλάσας ὄνομα
. Κλινοπόδιον θαμνίον ἐστὶ φρυγανῶδες , δισπίθαμον , φυόμενον ἐν πέτραις , ἔχον φύλλα ἑρπύλλῳ παραπλήσια καὶ ἄνθη ὅμοια κλίνης
7387540 βολαις
ἔθεον ἀλαλάξαντες ὁμόσε , πρῶτον μὲν οἱ ψιλοὶ σαυνίων τε βολαῖς καὶ τοξεύμασι καὶ λίθοις ἀπὸ σφενδόνης μαχόμενοι , καὶ
Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ . μακέλλῃ : Δίκελλα πλατεῖα . . Λικυμνίαις βολαῖς : ἐν δὲ ἐνίοις τῶν σχολικῶν ὑπομνήμασι ταυτὶ γέγραπται
7330607 ἀρουραις
καὶ ἐπὶ σκοπὸν εἷναι ὀιστόν Εὔρυτος ἐκ πατέρων μεγάλαις ἀφνειὸς ἀρούραις . αὐτὰρ ἀοιδὸν ἔθηκε καὶ ἄμφω χεῖρας ἔπλασσεν πυξίνᾳ
Πύθια νικήσας . τρίτον ἐπὶ στέφανον πατρῴαν βαλὼν ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραις : ὅτι τὴν Φωκίδα χώραν ἀφνεὰν ἄρουραν Πυλάδου εἴρηκε
7316889 πτερυξιν
πέδιλα δυνηθῆναι βαλεῖν . Ἄλλως . ὄχῳ πτερωτῷ , ταῖς πτέρυξιν , αἷς ἐποχοῦνται οἱ ἱπτάμενοι . σύθην δ '
, φῶς δικαιοσύνης , καὶ ἴασις καὶ εὐσπλαγχνία ἐπὶ ταῖς πτέρυξιν αὐτοῦ . Αὐτὸς λυτρώσηται πᾶσαν αἰχμαλωσίαν υἱῶν ἀνθρώπων ἐκ
7285680 χερσι
, ὁ δὲ ἀπέγνω τὴν αἰτίαν ὡς μήτε ταῖς ἑαυτοῦ χερσὶ μήτε ταῖς τῶν ἑαυτοῦ δούλων τετυπτηκότος τὸν τεθνάναι λεγόμενον
καὶ Πλειάδες τε καὶ ὑποκάτω Κῆτος , Ὠρίων ξίφος ἐν χερσὶ κατέχων φασγανῶδες σὺν Ἅρμα τε Ἡνίοχος καὶ ὕπτιος Ὀσίρις
7252727 κωπαις
καὶ μαχαίραις τοὺς ἐξαλλομένους ἔπαιον : οἱ δὲ σκυτάλαις καὶ κώπαις ἅμα τῷ πηδήματι τὰς πληγὰς κατεφέροντο : οἱ δὲ
χαλκευθέντα ἐπιφερόμενοι σημαίνουσιν ἀλλήλοις σιγῇ τὰ πρακτέα , οὐδὲ ταῖς κώπαις σφόδρα ἐπικτυποῦντες : εἰ γὰρ γνοίη τὸ κῆτος ,
7250895 ὀιστοις
τόξα τε κράνινα καὶ ὀιστοὺς καὶ ὀστεΐνας ἀκίδας ἐπὶ τοῖς ὀιστοῖς : καὶ σειραῖς περιβαλόντες τῶν πολεμίων ὁπόσους καὶ τύχοιεν
ἔθελες κρυφίοισι κατατρύχειν φρένα κέντροις , ἀλλὰ πυριβλήτοισι δαμεὶς ἀδόκητον ὀιστοῖς οὐκ ἔθελες ζώειν περικαλλέος ἄμμορος Ἡροῦς . σὺν βλεφάρων
7246250 σειραις
λείπει τὸ εἰσίν : ποῖαί εἰσιν περὶ ἐμοῦ ἕνεκα ταῖς σειραῖς τοῖς σχοινίοις ὁ Δηίφοβος ὦ Ἑκάβη τῆς Ἑλένης ἐμελέτας
εἰπεῖν : οὐ γὰρ ἔχων ὁ ζωγράφος ὅθεν ἐξάψειε ταῖς σειραῖς τὰς ἀρχάς , ἅτε τῆς δεξιᾶς μὲν ἤδη τὸ
7229156 ὀφρυσιν
ἀγρολόφοισι : ἔξω ἐν ταῖς ὕλαι στῶντες . Ἐπισκυνίοισιν : ὀφρῦσιν . μεσόφρυα : μέτωπα . Χαροπαῖσι : εὐχαρίαις .
Τορόν : κυκλοτερές . πυρσωπόν : πύρινον . ἐπισκυνίοισιν : ὀφρῦσιν . δαφοινόν : μέλαν . Οὔατα : οὔτα .
7212036 ῥοαις
αἱ ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἐκπεμπόμεναι . γράφεται προσέλκοι . καλλιρόοισι ῥοαῖς : ταῖς ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἀναφερομέναις τῶν μετ '
πόντος : πέλαγος . ῥώμη : ἰσχύς , δύναμις . ῥοαῖς : τοῖς ῥέουσιν ὕδασιν . ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον .
7205437 γναθοις
πάτταλον , καὶ τὸ χρῶμα ξυλοειδές , πρὸς δὲ ταῖς γνάθοις ἀπὸ τοῦ στόματος ἀρξαμένην ἀντὶ πώγωνος μακρὰν σάρκα καὶ
; πώλους ἀπάξω κοιράνωι Τιρυνθίωι . οὐκ εὐμαρὲς χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις . εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο .
7201944 κομαις
ζυγὸν ὅταν θέλωσι , νυμφίους ἀρνούμεναι , τοὺς Ἑκτορείοις ἠγλαϊσμένους κόμαις , μορφῆς ἔχοντας σίφλον ἢ μῶμαρ γένους , ἐμὸν
νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις ὑμῶν , ὅτε μ ' οὐ φρονεῖν νομίζετ '
7181613 ἀπαρκτιαις
ἀπαρκτίαις : ταῖς ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα :
ὑπὲρ Καλυδνῶν λευκὰ φαίνουσαι πτίλα , ἄφλαστα καὶ φώσσωνας ὠργυιωμένους ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα
7174411 αἰχμαις
ὀργεών , εὐχαῖς δὲ σῴζοις δεσπότας παιωνίαις εἶδον καλπάζοντας ἐν αἰχμαῖς Οἶος αὔρας ὑπηκόοισιν ἐν ψυκτηρίοις πρὸς δ ' ἐπὶ
δὲ πάππων τῶν ἐμῶν αὖθις κλέος μέγιστον αὐξήσουσιν ἄμναμοί ποτε αἰχμαῖς τὸ πρωτόλειον ἄραντες στέφος , γῆς καὶ θαλάσσης σκῆπτρα
7158052 βωλοις
ἐσήμηνεν αὐτοῖς μάχεσθαι . ἐνταῦθα δὴ οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοις καὶ ἔστιν οἳ ἐτύγχανον καὶ θωράκων καὶ γέρρων ,
καὶ γείτοσιν οὐκ ἀγαθὸς πάροικος . βάλλεις γοῦν ἡμᾶς ταῖς βώλοις καὶ ταῖς ἀχράσι καὶ μέγα κέκραγας ἰδὼν ἄνθρωπον ὡς
7152280 καθεδραις
: καὶ τοὺς Κρόνου παῖδας βασιλεῖς ἐθεάσαντο ἐν ταῖς χρυσαῖς καθέδραις , καὶ δῶρα παρ ' αὐτῶν ἐδέξαντο . ἀλλ
γράφει . Ζειρά . μίτρα , ζώνη . Ζυγαῖς . καθέδραις . Ζώνη . πορφυροῦν ἔνδυμα . Ζάκορος . νεωκόρος
7130275 πομπαις
πηχῶν ἕξ . Πολλῶν οὖν καὶ ποικίλων εἰρημένων ἐν ταῖς πομπαῖς ταύταις , μόνα ἐξελεξάμεθα , ἐν οἷς ἦν χρυσὸς
γόους ἀγαγεῖν ἡμᾶς . πόμπιμον ] τὸν ἐν τοῖς ἐξοδίοις πομπαῖς γινόμενον . θ πόμπιμον ] προπέμπουσαι γὰρ τοὺς νεκροὺς
7071871 ὀχθαις
φάραγγα ἐσπίπτων ἀφανίζεται . φύεται δὲ αὐτοῦ πόα πρὸς ταῖς ὄχθαις : ἀστερίωνα ὀνομάζουσι καὶ τὴν πόαν : ταύτην τῇ
” καὶ πάλιν ” ναῖε δὲ Σατνιόεντος ἐυρρείταο παρ ' ὄχθαις Πήδασον „ αἰπεινήν . „ * Σατνιόεντα δ '
7048067 θηγοντες
δ ' ἅμα τοῖσι πέλοντο ὄβριμοι ἀλγινόεντας ὑπὸ βλοσυρῇσι γένυσσι θήγοντες καναχηδὸν ἐυκτυπέοντας ὀδόντας . Ἐν δ ' ἀγρόται μετόπισθε
, Ὦ δαιμόνιοι ἀνδρῶν , μὴ μεγάλα λίαν λέγετε “ θήγοντες ὀδόντας κατ ' ἀνδρῶν θυμολεόντων πνεόντων δόρυ καὶ λόγχας
7045943 κοιταις
. ἐπακτῆρες θηρευταὶ οἱ τοὺς κύνας ἐπάγοντες ταῖς τῶν θηρίων κοίταις . ἐπαλαστήσασα ἐπιχαλεπήνασα , ἐπιδεινοπαθήσασα . ἐπαλλάξαντες ἐπιπλέξαντες ,
ἐγκρατής . τῶν δ ' ἀνθρώπων οἱ μὲν ἐν ταῖς κοίταις ἔτι ὄντες κατεσφάγησαν , οἱ δ ' ἀνιστάμενοι ἀρτίως
7036509 σκυταλαις
ὅ γ ' ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλε . σκυτάλαις τε παίοντας τὰ μέτωπα τῶν ἱερείων καὶ τὰ πεσόντα
ἄνω τροχίλων , ἐπὶ τέλει τε καταφέρονται καὶ ἀποδίδονται ταῖς σκυτάλαις τοῦ ἄξονος , ὅτε κίνησις ἡ κατ ' ἀντιμετάληψιν
7034706 ὁπλαις
θωύξας γένει , ὁ τὴν πόδαργον Ψύλλαν ἡνιοστροφῶν καὶ τὴν ὁπλαῖς Ἅρπινναν Ἁρπυίαις ἴσην . τὸν δ ' αὖ τέταρτον
Θ τινὲς δὲ κοππατίαν ἐξηγήσαντο τὸν κόπτοντα καὶ κοιλαίνοντα ταῖς ὁπλαῖς τὸ ἔδαφος , οὐδὲν ὄντως ὑποτιθέμενοι : οὐδὲ γὰρ
7022816 κελευθοις
γὰρ κατὰ τὴν σελήνην ἐμέτρουν τὸν ἐνιαυτόν ἐνιχρίμπτουσα ] προσπελάζουσα κελεύθοις ] ταῖς ὁδοῖς θρόον ] λαλιάν θρόον ] θόρυβον
μελέεσσι καὶ ὄμμασιν ἀδρανέοντα ἐνδυκέως μεθέπων προσπτύσσεται , ἔν τε κελεύθοις χεῖρ ' ὀρέγων καὶ πᾶσιν ἐν ἔργμασιν αὐτὸς ἀμύνων
7020436 παμπρωτον
ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων : τοί μ ' , ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος , ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβˈριν , κᾶδος
] βραχείονι πάγχυ [ ] πιέζων . [ τελέσας ] πάμπρωτον ἀγῶνα [ μετόπισθε ] δυώδεκα πάντας ἀέθλους . [
7007664 ὀδαξ
κολῳὸν ἐν λέσχαις μέσον . καὶ πρῶτα μὲν μύθοισιν ἀλλήλους ὀδὰξ βρύξουσι κηκασμοῖσιν ὠκριωμένοι , αὖθις δ ' ἐναιχμάσουσιν αὐτανέψιοι
. τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος εὑρίσκεται ἐν τοῖς ἱεροῖς . ὀδὰξ : Ἤτοι τοῖς ὀδοῦσιν . . μετὰ τῶν ὀδόντων
7001946 εὐναις
καὶ λείαν τε πολλὴν ἔλαβε καὶ αὐτῶν ἔτι ἐν ταῖς εὐναῖς ὄντων πολλοὺς κατέκτεινεν : οἱ δὲ ἀπέφυγον ἐς τὰ
ὅτε καὶ περὶ βαθὺν ὄρθρον , ἔτι τῶν ἄλλων ἐν εὐναῖς ὄντων , μηδενὶ φανεὶς τὸ παράπαν ἔξω τείχους προῄει
6992230 κινυμενων
ἔμιμνον δούρατ ' ἀειράμενοι : περὶ δέ σφισι χαλκὸς ἀύτει κινυμένων . Πρώτη δ ' ἔβαλεν περιμήκετον ἔγχος ἐσθλὴ Πενθεσίλεια
εὐώδεσι θήκατο ποίαις , ἄνθεος εὐόδμου βοτανηφάγος : ἀντολικοῦ δὲ κινυμένων πτερύγων ἀντώπιος ἄνθορε δίσκου , καὶ φλογὸς ἁρπάζειν δεδοκημένος
6988067 ἀμφιγυοισιν
δ ' ἀντίοι υἷες Ἀχαιῶν νύσσοντες ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὃ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη .
εἶχον . ” ἄμφηκες τὸ ἐξ ἑκατέρου μέρους ἠκονημένον . ἀμφιγύοισιν τοῖς ἐξ ἑκατέρου μέρους γυῶσαι δυναμένοις , οἷον βλάψαι
6979541 πατρισι
ἂν εἰρήνη ; ἢ καὶ τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις ταῖς πατρίσι προθύμως βοηθοῦντας μέμφῃ ; Μὰ Δί ' οὐκ ἔγωγ
ἔτι ἀδικεῖ : ἀλλὰ νῦν οἱ μὲν πολιτευόμενοι ἐν ταῖς πατρίσι καὶ νόμους τίθενται , ἵνα μὴ ἀδικῶνται , καὶ
6972409 ἀμοιβαδον
ταῖς ὁλκάσι καθυπερτέρουν οἱ τοῦ στόλου διὰ πολυχειρίαν μάλιστα καὶ ἀμοιβαδὸν ἐκ διαδοχῆς ἀγωνιζόμενοι καὶ τῶν τετρωμένων ἢ καὶ ἀποθνῃσκόντων
χραισμήσειν ἐπιέλπομαι ἔθνεα Κόλχων . ” Ὧς οἵγ ' ἀλλήλοισιν ἀμοιβαδὸν ἠγορόωντο , μέσφ ' αὖτις δόρποιο κορεσσάμενοι κατέδαρθον .
6965328 κορυφαις
ἐπισκεψάμενος δὲ αὐτὸ ὅπη διανίσταται καὶ ὅπη θολοῦται καὶ ὁπόσαις κορυφαῖς ᾄττει καί που καὶ ἐφαπτόμενος τοῦ πυρός , ὅπη
ἄκουε τοῦ Πανός , ὡς τὸν Διόνυσον ᾄδειν ἔοικεν ἐν κορυφαῖς τοῦ Κιθαιρῶνος ὑποσκιρτῶν τι εὔιον . ὁ Κιθαιρὼν δὲ
6954932 πισυνοι
κελαινόν : ἄλλοι δ ' ἀλλαχόθεν μιν ἐπασσύτεροι κλονέουσι ῥινοῖσιν πίσυνοι σακέεσσί τε καὶ τελαμῶσι , τοὺς οὔτε κρατεροὶ γενύων
Ἀχιλλῆος , τοί ῥ ' ἔσχατα νῆας ἐΐσας εἴρυσαν ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν ἔνθα στᾶς ' ἤϋσε θεὰ μέγα
6948770 σελμασι
μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν νηῶν . σέλμασι ] ταῖς καθέδραις . σέλμασι ] ἀναβάσεσι . σέλμασι ] στάσεσι , καθέδραις .
. σέλμασι ] ταῖς καθέδραις . σέλμασι ] ἀναβάσεσι . σέλμασι ] στάσεσι , καθέδραις . θ σέλματα δὲ κυρίως
6914026 παγαις
τὸ Αἰσχύλου . τοῖς ἑαυτοῦ πτεροῖς περιπεσὼν καὶ ἐνσχεθεὶς ταῖς πάγαις , ἃς ἄλλοις ὑφῆκε , τὰ ἐκ τοῦ νόμου
τοῦ καλλιερῆσαι βουλεύονται . Ἀλλ ' οὐκ αὖθις ἀλώπηξ : πάγαις ἁλώσεται λείπει : παρόσον ἅπαξ διαφυγοῦσα πάγας , δεύτερον
6908971 αὐτοσχεδον
, ἵππους δ ' εἰσελάσαντες ἐπὶ πρύμνῃσι μάχοντο ἔγχεσιν ἀμφιγύοις αὐτοσχεδόν , οἳ μὲν ἀφ ' ἵππων , οἳ δ
θεὰν ἔχεν ἀμφιμεμαρπώς , λίσσετο δ ' αἶψα πορεῖν , αὐτοσχεδόν . ἡ δ ' ἀγανοῖσιν ἀντομένη μύθοισιν ἐπειρύσσασα παρειάς
6887725 μαχαιραις
κάλους ὧν ἐξήρτηντο τὰ τὸ φῶς ἐν νυκτὶ παρέχοντα , μαχαίραις ἐξέκοπτον δεικνύντες , ὅτι δεῖ τὸν ἐν τῇ πόλει
διαθέσεσιν . ἐπὶ δὲ κεφαλῆς ἀφαιρεῖν πρῶτον τὰς τρίχας δεήσει μαχαίραις , εἶτα ξυρᾶν , εἶτα καὶ τῇ ἀναξυρήσει χρῆσθαι
6870847 δονεων
ἀγῶνι σκοποῦ . Βαλεῖν ] Ῥίψειν τὸν λόγον . Παλάμᾳ δονέων ] Τῇ χειρὶ στρέφων . Ῥίψαις ] Τὸν λόγον
μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων , μακˈρὰ δὲ ῥ̄ίψαις ἀμεύσασθ ' ἀντίους . εἰ
6866206 πρεσβυταισιν
; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ
καλῶς , ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; καὶ Εὔπολις ἐν Εἵλωσι : καὶ
6864604 φυλαις
μηδεμίαν γνώμην ἐπιεικῆ γενέσθαι περὶ αὐτῶν , ἀλλὰ πάσαις ταῖς φυλαῖς ἁπάντων τῶν ἐν ταῖς αἰτίαις τὸν ἐπὶ τοῖς κακουργοῖς
Φιλόχορος ἐν εʹ Ἀτθίδος φησὶν ὡς οἱ ἐννέα ἄρχοντες ταῖς φυλαῖς ἀνέθεσαν Ἑρμῆν παρὰ τὸν πυλῶνα τὸν Ἀττικόν . Ἑρμίας
6861863 συστροφαις
τυγχάνει . εἰκὼς ἀνεμώκεσι δίναις : Ταῖς τοῦ ἀνέμου ὠκείαις συστροφαῖς ἐοικὼς , οἷον ταχύς . ἡ δὲ ὅλη σύστασις
τὸ συνεχὲς τῆς ἐπαναφορᾶς . εἰλίγγοισι : ταῖς εἱλήσεσι καὶ συστροφαῖς τοῦ σφοδροῦ καπνοῦ . ἐπήορος : μετέωρος . ἐξανιοῦσα
6856444 σαγαις
ἀδημονῶν , δυσχεραίνων ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . σάγαις ] πανοπλίαις . . κατασθμαίνων ] καταφρυαττόμενος . μένει
ἀλύων ] τοιαῦτα ἀλύων καὶ φωνῶν ταῖς ὑπερκόμποις καὶ κενοδόξοις σάγαις καὶ πανοπλίαις βοᾷ παρὰ τοῖς χείλεσι τοῦ Ἰσμηνοῦ ποταμοῦ
6852828 ὀθοναις
καὶ ὄξει , τὰ δ ' ἄλλα προβολαῖς ἱματίων ἢ ὀθόναις κεχαλασμέναις τῆς φορᾶς ἀνέλυον ὅλως τε οὐδὲν προθυμίας ἀνδρὶ
δαπάναις κατεσκευάζετο ἡ σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι , πεποικιλμένη παραπετάσμασι καὶ ὀθόναις λευκαῖς καὶ μελαίναις , βύρσαις τε παταγούσαις καὶ χειροτινάκτῳ
6849164 γλωχισιν
ἄγκιστρον κατέδυ τεθοωμένον εὐρέϊ λαιμῷ , ἐν δ ' ἐπάγη γλωχῖσιν : ὁ δ ' ἕλκεϊ θυμὸν ὀρινθεὶς πρῶτα μὲν
, ὧν τὸ σχῆμα τῆς συνθέσεως ἔοικε ταῖς τῶν βελῶν γλωχῖσιν . ταῦτά τοι καὶ τριγλώχινας αὐτὰς ὠνόμασαν ἔνιοι τῶν
6845812 ὠκεες
μένειν ἔτι δοῦπον ἀκόντων , λύετο καμπύλα τόξα , κατέρρεον ὠκέες ἰοί . ἵπποι δ ' οἱ μὲν ἄνευθεν ἀεργηλῆς
δ ' ἀνακυμβαλίαζον . ἀντικρὺ δ ' ἄρα τάφρον ὑπέρθορον ὠκέες ἵπποι ἄμβροτοι , οὓς Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα
6843014 καλυκεσσι
τοι ἐγών , Ἀμαρυλλὶ φίλα , κισσοῖο φυλάσσω , ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις . ὤμοι ἐγών , τί πάθω
νηῶν : ὁππότε γαῖα βροτοῖσι φυτηκομέουσι γέγηθεν : ὁππότε καὶ καλύκεσσι καὶ ἄνθεσιν ἅμματα λύει : ἢ πάλιν ἐσχατίῃσιν ὀπωρινῇσι
6841357 ἐμβολαις
δὲ οὕτως : ὡς νῆες μὲν ἀπώλεσαν αὐτοὺς ἐν πανωλέθροισιν ἐμβολαῖς , διὰ δὲ τὰς χεῖρας τῶν Ἰώνων ἐγένοντο αὗται
τὴν δὲ διάσπασιν τοῦ φράγματος καὶ τῶν κλείθρων ἢ ταῖς ἐμβολαῖς τῶν νηῶν ποιητέον ἐστὶν ἢ ταῖς ἐνάψεσι τῶν ἀγκυρῶν
6837773 προσπεπατταλευμεναι
Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι ἡ κοπὶς
τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ
6837213 λυγοισι
γίνεται , δῆλον : καὶ Ὅμηρος γὰρ λέγει δίδει μόσχοισι λύγοισι καὶ πάλιν δεῦρο νῦν τρίποδα περιδώμεθα . ἐς κόρακας
πλέξαιο περίδρομον ὅττι μέγιστον , τεύχων ἢ σπάρτοισιν Ἰβηρίσιν ἠὲ λύγοισι , ῥάβδους ἀμφιβαλών : λευρὴ δέ οἱ εἴσοδος ἔστω
6834839 φαλαγξιν
ξεστὰς στορέσαντο φάλαγγας : τὴν δὲ κατάντη κλῖναν ἐπὶ πρώτῃσι φάλαγξιν , ὥς κεν ὀλισθαίνουσα δι ' αὐτάων φορέοιτο .
βάρβαροι τῷ τείχει , διασπαρέντες καὶ κατά τινας τόπους ταῖς φάλαγξιν ἑαυτοὺς διελόμενοι , κατὰ δὲ τὰς διεξόδους τῶν πυλῶν
6832968 ἰθυς
ἅλυσιν . Φοιταλέας : ὁρμητικάς . ἀποῤῥήξειε : ἐκκόψειεν . ἰθύς : κατ ' εὐθεῖαν , ἢ εὐθύς . Αἱμάσσων
πρόθεσιν συγκείμενα προπαροξύνονται : οἷον , ἐγγύς : εὐθύς : ἰθύς : μεσσηγύς : τὸ ἄντικρυς : σύνεγγυς , παρὰ
6828675 ἐνεδραις
τῆς Ἰταλίας οὐκ ἦν ὅμοια τὰ Ῥωμαίων , Μαρκέλλου περιπεσόντος ἐνέδραις , ἃς ἔστησεν Ἀννίβας , καὶ τὴν τελευτὴν οὕτω
, ἕως ] ? συνέμειξε τοῖς ἐν ταῖς [ ] ἐνέδραις , καὶ κατεσκήνωσεν [ ] εἰς τὸ στρατόπεδον ,
6828322 μεσαις
ἐν μέσῃ εἶναι τῇ πόλει : οἱ γὰρ οἰκισταὶ ἐν μέσαις ταῖς πόλεσιν ἐθάπτοντο ἐξ ἔθους . ἄλλοι δὲ πολούμενον
' ἐν μὲν γενέσει πρωτοσπόρῳ ἐστὶ μεγίστη , ἐν δὲ μέσαις ἀκμαῖς μικρά , γήρᾳ δὲ πρὸς αὐτῷ μορφῇ καὶ
6825898 ταισι
τὰς διόδους σκοπιωροῦνται , τὼ δὲ δύ ' αὐτῶν ἐπὶ ταῖσι θύραις ὥσπερ με γαλῆν κρέα κλέψασαν τηροῦσιν ἔχοντ '
ἔπη πτερόεντ ' ὄνθ ' ὡς ἀληθῶς καὶ μάτην ἐν ταῖσι διατριβαῖς σκιαμαχούμενα . ἄπολις , ἄοικος , πατρίδος ἐστερημένος
6822574 σκηναις
χερσὶν ἐφελκόμενοι τοὺς κόλπους ἐπλήρουν , εἶτ ' ἐναποτιθέμενοι ταῖς σκηναῖς ἐφ ' ἑτέρων σύλληψιν ἐξῄεσαναἱ γὰρ ἄγαν πλεονεξίαι μέτρον
σε . . ἔταφον ἔταφον ] οὐχὶ ἑπόμενοι ὄπισθεν ἐν σκηναῖς τροχηλάτοις , οἷον ἔθανον , οὐκ εὐσχημόνως δὲ ἐτάφησαν
6815274 κατακρεμανται
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Καὶ Εὔπολις ἐν
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ βασιλεὺς
6814705 τιταινων
Κ . Τεῦκρος δ ' εἴνατος ἦλθε , παλίντονα τόξα τιταίνων : ἡ διπλῆ , ὅτι πάντων ὑποστρεψάντων μόνος ὁ
ἐς ἠέρα χεῖρας ἀείρων , αὐχένα δοχμώσας , πεπονημένα γυῖα τιταίνων , φόρτον ἐλαφρίζων πεφυλαγμένος . ὡς δ ' ἐπὶ
6814390 ἀμφοτερῃσι
φάτο : τὸν δ ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα , ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς ,
. εἴσατο γάρ μοι ἔχων μακέλην εὐεργέα χερσί παῖς ἐμὸς ἀμφοτέρῃσι , βίη Ἡρακληείη , τῇ μεγάλην ἐλάχαινε , δεδεγμένος
6809643 ἐφυπερθε
ὀκρυόεντι κεῖντο κατὰ πτολίεθρον ἐν αἵματι , τοὶ δ ' ἐφύπερθε πῖπτον ἀποπνείοντες ἑὸν μένος : οἳ δ ' ἄρα
καλύκεσσι ῥόδων πεπεδημένος ὕπνῳ εὗδεν μειδιόων : ξουθαὶ δ ' ἐφύπερθε μέλισσαι , κηροχυτοῦσαι ' ντός , λαροῖς ἐπὶ χείλεσι
6808449 δμηθεντες
ἐν τοῖς Παιᾶσιν αὐτοκτόνοις καὶ ταῖς ὑπ ' ἀλλήλων σφαγαῖς δμηθέντες καὶ τεθνηκότες αἰχμάσουσι καὶ πολεμήσουσι τὴν λοισθίαν βοήν .
κεῖνα μάχεσθαι . Καί ῥ ' οἳ μὲν πεύκῃσι πέρι δμηθέντες ἔκειντο , τὰς ἔχον ἐν χείρεσσι μάχης ἄκος :
6807763 πλεκτας
χὠ μέν τις ἐς θάλασσαν ὡρμήθη ποσίν , ἄλλος δὲ πλεκτὰς ἐξανῆπτεν ἀγκύλας . κἀγὼ μὲν εὐθὺς πρὸς σὲ δεῦρ
οἳ πλεκτὰς στέγας ] οἵτινες οἱ Σκύθαι ναίουσι καὶ κατοικοῦσι πλεκτὰς στέγας , πεδάρσιοι δηλονότι , καὶ ἀπὸ τῆς γῆς
6807538 ἀγκυραις
βέλεσί τε καὶ λίθοις ἔβαλλον , ἕτεροι δὲ ἀναρριχώμενοι καὶ ἀγκύραις καὶ σχοινίοις ἐκκρεμαννύμενοι ἐπιβαίνειν τῶν νεῶν ἐπειρῶντο , καὶ
συμφέρον ἐν χειμῶνι καὶ νυκτὶ [ τὴν νῆα ] δύο ἀγκύραις ἐπερείδεσθαι , οὕτως ἐπικερδὲς καὶ δύο πατρίδας ἔχειν [
6801490 ἐγχεσιν
Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός , τύπτον δὲ ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι . καί νύ κε δὴ πάντας ὄλεσαν καὶ
τέρας . ἵππους δ ' εἰσελάσαντες , ἐπὶ πρύμνῃσι μάχοντο ἔγχεσιν ἀμφιγύοις αὐτοσχεδόν , οἱ μὲν ἀφ ' ἵππων ,
6800331 ἀρυταιναις
κατάχυτλον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις , καὶ αὖ πάλιν εἶτα κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς
ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις . χαλκώματα , προσκεφάλαια . ἢν γὰρ ἕν '
6799096 λεσχαισι
μεταλαβεῖν . Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι
ἐλθοῦσιν ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ;
6798165 ὠμοισι
ἐναντίων τὰ σάκη πάλλων . καὶ τὸ “ σάκε ' ὤμοισι κλίναντες ” τὸ λεγόμενον κεραμιδῶσαι . Σάμοιό τε παιπαλοέσσης
πρὸς τούτοις φυτά : πρόσωπα μὲν ὥσπερ Ὅμηρος γυρὸς ἐν ὤμοισι , μελανόχροος , οὐλοκάρηνος : πράγματα δὲ ὡς ναυμαχίας
6796780 διναις
. φρεσὶν ] ἤγουν λογισμοῖς . τελεσφόροις ] τετελεσμένοις . δίναις ] στροφαῖς , ἤγουν πολλοὺς λογισμοὺς ἀνελίσσει καθ '
αὐτοῦ καθίησιν ἐς τὸ ὕδωρ , καὶ εἰλεῖται ἐν ταῖς δίναις στρεφόμενον , τό γε μὴν τέλος διὰ χειρῶν ἔχει
6794776 ἀστεμφεις
. ἀστεμφές ἀσφαλές , ἀμετακίνητον : ὅθεν καὶ τοὺς γερογνώμονας ἀστεμφεῖς λέγομεν , οἷον ἀστρεμβεῖς , τουτέστιν ἀστρεφεῖς . ἄστυ
ἐν ἀρσενικοῖς ἄμφω κλυτὰ φέγγε ' ὁρῷτο , ὠμούς , ἀστεμφεῖς , ἠδ ' ἀτρέπτους ἐσίδοιο γεινομένους , οὐδ '
6792519 βοοωσι
περικλύζονται ἄρουραι ὄμβρου ἐπεσσυμένοιο δυσηχέος , ἀμφὶ δὲ μακραὶ σμερδαλέον βοόωσι κατ ' οὔρεα πάντα χαράδραι : ὣς Μέμνων σεύεσκεν
ὠκείῃσιν , ὅθ ' ἱστία λευκὰ πετάσσῃ οὖρος ἐπειγόμενος , βοόωσι δὲ πάντοθεν ἄκραι πόντου ἐρευγομένοιο ποτὶ χθονὸς ᾐόνα μακρήν
6791845 πυλαις
τῶν κυάμων ἤτοι ὅτι αἰδοίοις εἰσὶν ὅμοιοι ἢ ὅτι Ἅιδου πύλαις . * * ἀγόνατον γὰρ μόνον : ἢ ὅτι
ἔχειν δὲ τὰ βασίλεια τῶν Κόλχων . προσελθοῦσαν δὲ ταῖς πύλαις κεκλειμέναις νυκτὸς τῇ Ταυρικῇ διαλέκτῳ προσφωνῆσαι τοὺς φρουρούς .
6789759 ἑστασαν
' ὅτε δή ῥ ' ἵκανον ὅθι πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἕστασαν ἀμφὶ βίην Διομήδεος ἱπποδάμοιο εἰλόμενοι λείουσιν ἐοικότες ὠμοφάγοισιν ἢ
ἐδύσετο κυμαίνοντα : αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας , ὅθ ' ἕστασαν ἐν ψαμάθοισιν , ἤϊα : πολλὰ δέ μοι κραδίη
6788396 γλωσσαις
μένος . Κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις . Παύεσκε μὲν γὰρ ἐνθέους γυναῖκας εὔιόν τε πῦρ
στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλητᾶς ἐν Ἀτάκτοις γλώσσαις ἀπέδωκεν ὄμπνιον στάχυν τὸν εὔχυλον καὶ τρόφιμον . Κυρηναίων
6787181 ἑκηβολοις
, ὅτιπερ ἄνευ θώρακος καὶ ἀσπίδος καὶ κνημῖδος καὶ κράνους ἑκηβόλοις τοῖς ὅπλοις διαχρώμενον , τοξεύμασιν ἢ ἀκοντίοις ἢ σφενδόναις
ἔκγονος , ἐπίσημ ' ἔχων οἰκεῖον ἐν μέσωι σάκει , ἑκηβόλοις τόξοισιν Ἀταλάντην κάπρον χειρουμένην Αἰτωλόν . ἐς δὲ Προιτίδας
6786210 εἰρεσιαις
δὲ τὰς στρατιωτικὰς καὶ τὰς ἱππηγοὺς ῥυμουλκουμένας ὑπὸ τῶν ταῖς εἰρεσίαις χρωμένων , ἐπὶ πᾶσι δὲ καὶ τὰ τῶν πειρατῶν
στόμα τοῦ λιμένος ἔρημον τῶν ἐφορμούντων , ἐξέπλευσεν ὀξείαις ταῖς εἰρεσίαις χρώ - μενος . εἶθ ' οἱ μὲν Καρχηδόνιοι
6780555 μελιῃσι
σκοπέλοισιν ἠλιβάτων ὀρέων : μέγα δ ' ἔβραχον ἀμφοτέρωθε θεινόμεναι μελίῃσι τότ ' ἀσπίδες . Ὀψὲ δὲ μακρὴ Πηλιὰς Εὐρυπύλοιο
σκορπίος ἐν Κλαρίοις , Φοῖβος ἐπεί ῥ ' αὐλῶνα βαθὺν μελίῃσι καλύψας ποιηρὸν δάπεδον θῆκεν ἑκὰς δακέτων . Ἀκούω λεγόντων
6780439 μηχαναις
, οἷοι οἱ λέοντες ἐν θηρσίν , ἐν δὲ ταῖς μηχαναῖς τεχνικὸς ὡς ἀλώπηξ , ἥτις καὶ τῶν ἀετῶν τὴν
αὕτη πολλάκις , βαθυτάταις κατατρωθεῖσα πληγαῖς , ἑαυτὴν ἰατρεύει πάσαις μηχαναῖς τῷ φλόμῳ τούτῳ ξηρὰν τὴν φύσιν ἔχοντι τὰς ὠτειλὰς
6771911 συκαις
αὐτά . διὸ καὶ οἱ γεωργοὶ περιάπτουσι τὰ ἐρινᾶ ταῖς συκαῖς , καὶ ἐγγὺς τῶν συκῶν ἐρινεοὺς φυτεύουσι . γίνεται
ψῆνας . Τούτων οἱ γεωργοὶ λαβόντες ἀφάπτουσι τῶν κλάδων ταῖς συκαῖς , ὅπως αὐτῶν ὁ καρπὸς μὴ ἀποῤῥέῃ . Ἐνδυόμενον
6763188 αὐραις
ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις τὴν ὥραν τοῦ ἔτους καὶ ἄλλως εὔχαριν οὖσαν ἡδίω
αὐτὰ ἄγαν ἁθρόως ποτίζῃ , οὐ δύναται ὀρθοῦσθαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι : ὅταν δ ' ὅσῳ ἥδεται τοσοῦτον πίνῃ
6753874 σαργοι
ἀκολουθοῦντας , ἕως ἂν εἰς τὴν ἄκατον εἰσέλθωσιν . Οἱ σάργοι ἱμείρονται τῶν αἰγῶν , οἱ δ ' ἁλιεῖς φέρουσιν
καὶ λαβὼν κρέας , φυρᾷ σὺν ἀλφίτῳ , καὶ ἐρχόμενοι σάργοι θηρεύονται ὑπ ' αὐτῶν : ἐρώμενοι δὲ τῶν θηλειῶν
6752507 κνημαις
Γαλάτειαν καταδαίσηται . τὸ δὲ ἐπὶ κνάμαισιν ὀρούσῃ ἀντὶ τοῦ κνήμαις ἐπιπηδήσῃ . φράζεο : ἢ βουλεύου περὶ τούτου ἢ
φάρυγγα ἐξέχουσαν ἔχοντας καὶ τοὺς ὤμους πλατεῖς , μακροὺς ταῖς κνήμαις καὶ ὠκεῖς , φθονεροὺς καὶ ἅρπαγας , τὰ δὲ
6751828 ἀμοτον
Ὣς δὲ καὶ Ἀργεῖοι μέγα καγχαλόωντες ἄγερθεν ἀμφὶ Νεοπτολέμοιο βίην ἄμοτον μεμαῶτες , λευγαλέοις σφήκεσσιν ἐοικότες , οὕς τε κλονήσῃ
ἀπλήρωτον : παρὰ τὸ μένω γίνεται μοτός καὶ ἄμοτος καὶ ἄμοτον , οἷον : ἄμοτον μεμαῶτι μάχεσθαι , † ἀνυπομόνητον
6749728 ἱμασι
ὅτε Τυδεΐδεω κλισίην εὔτυκτον ἵκοντο , ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ ' ἱππείῃ , ὅθι περ Διομήδεος ἵπποι
. . . , : τρητοῖσιν : Ἀπίων κυρίως : ἱμᾶσι γὰρ ἐνετείνοντο αἱ κλῖναι . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος εἰς
6749608 δρομαδες
, μάκτρας , Μοσσυνικὰ μαζονομεῖα . ἀγκαλίδες ξύλων ἁλμαίαν πιών δρομάδες ὁλκάδες παττάλους ἐγκρούειν σκυτάλιον ὑποσίδηρον ὕρχας οἴνου ἀπεσφακέλισεν δραχμιαῖον
Γ ] φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν ' ἔμμεναι : δρομάδες ὦ πτεροφόροι : πανταχοῦ περιτρέχουσαι καὶ τιμωρούμεναι τοὺς ἀνθρώπους
6739588 ταρφεα
τόπον διὰ τὴν τῆς ὕλης πυκνότητα : τὰ πυκνὰ γὰρ τάρφεα Ὅμηρος λέγει ” βαθείης τάρφεσιν ὕλης ” . καὶ
κόλπον ἱκέσθαι : πάντη γὰρ τέναγος , πάντη μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα , κωφὴ δέ σφιν ἐπιβλύει ὕδατος ἄχνη : ἠερίη
6738232 δειδιοτες
Ἕλληνες ἐξ ἐναντίας “ μένεα πνείοντες ” καὶ “ σιγῇ δειδιότες σημάντορας ” . τοιοῦτοι οἱ ἀνδρεῖοι , ὡς καὶ
δεινὸς ἀήτη ἱστίῳ ἐμβρέμεται , τρομέουσι δέ τε φρένα ναῦται δειδιότες : τυτθὸν γὰρ ὑπ ' ἐκ θανάτοιο φέρονται :
6737177 ὀλιγαρχιαις
τοιαύτη ἀρχὴ δι ' ἀρετήν , ἀλλὰ καθάπερ ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις διὰ πλοῦτον καὶ δύναμιν . τοιαύτη μὲν οὖν ἡ
, οἷον διὰ τί βέλτιον ἄρχεσθαι ἢ ἄρχειν ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις : ὅτι ἀσφαλέστερον . διὰ ταῦτα μὲν οὖν ἡ
6733902 βελεμνα
ὑπὸ λίμνῃ ὄσσαν : ἀπ ' οὖν χείρεσσι δύο ῥίπτεσκε βέλεμνα , ἠλιβάτου προθέλυμνα Καναστραίης πάρος ἀκτῆς . τῷ μὲν
Ἀντίνοον βασιλῆα . αὐτὰρ ἔπειτ ' ἄλλοις ' ἐφίει στονόεντα βέλεμνα ἄντα τιτυσκόμενος : τοὶ δ ' ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον .
6731310 ἑκατερθεν
κάμε τέχνῃ , πυκνὰ συναΐσσοντες : ἐπέψαυον δὲ λόφοισιν ἀλλήλαις ἑκάτερθεν ἐρειδόμεναι τρυφάλειαι . Ζεὺς δὲ μέγ ' ἀμφοτέροισι φίλα
θοῆς ἐπεβήσατ ' ἀπήνης , σὺν δέ οἱ ἀμφίπολοι δοιαὶ ἑκάτερθεν ἔβησαν . αὐτὴ δ ' ἡνί ' ἔδεκτο καὶ
6730532 ὁλκασι
μηχανῶν ἀφιεμένοις , ἔπειτα πολλῇ τῇ ῥύμῃ μέσαις ἐμβάλλει ταῖς ὁλκάσι : καὶ οἱ ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων ὁπλῖται εὐθὺς οἱ
νομαῖς , τῶν ἰχθύων ἐστὶν διάθεσιν ἐμπόροις ἔχων , ταῖς ὁλκάσι τε ναυσὶν ἀνάπλουν ἀσφαλῆ . Ὁμώνυμος δὲ τῷ ποταμῷ
6728520 ὠφελειαις
τῶν λαφύρων , ἢ τοῦ στρατηγοῦ συγχωρήσαντος ἅμα ταῖς ἄλλαις ὠφελείαις καὶ τοὺς δορυαλώτους τοῖς λαβοῦσιν ἔχειν ἢ πριαμένοις παρ
καὶ τοὺς παραταξαμένους ἐπί τε τοῖς κατορθώμασι καὶ ὅτι ταῖς ὠφελείαις οὐκ ἐπέδραμον τὴν λείαν μόνοι σφετερίσασθαι διανοηθέντες , ἀλλ
6728066 πτερυξι
πορευόμενος εἰς τὸ προάστειον , ὑπὸ κοράκων ἐπεσχέθη παιόντων ταῖς πτέρυξι . Φοβηθεὶς δὲ τὸν οἰωνὸν , εἰς Ῥώμην ὑπέστρεψεν
' ἐφ ' ἑνὸς σκέλους ἑστῶσαι καὶ τὰς κεφαλὰς ταῖς πτέρυξι ἐπικαλύπτουσιν . φύλακες δ ' εἰσὶν αὐταῖς πάντως καὶ

Back