γὰρ εὐνὰς τρεπόμενοι τῶν μεθ ' ἡμέραν ταραχῶν καὶ περιηχημάτων ἐξεκάθαιρον τὰς διανοίας ᾠδαῖς τισι καὶ μελῶν ἰδιώμασι καὶ ἡσύχους
ἱστία δ ' ἠΐθεοι : τὰ δὲ ἱστία μεσούσης νυκτὸς ἐξεκάθαιρον , ἐξήπλουν μένοντες τὸν Ἡρακλέα : τὸ γὰρ ἐξαπλῶσαι
7088556 χαρακας
καὶ τὸ πορφύρας γόνιμον συνελθόντες καλιὰς αὐτοῖς ᾠκοδομήσαντο καὶ περιβαλόμενοι χάρακας , ὡς ὑπήκουεν αὐτοῖς τὰ τῆς ἐργασίας , τεμνόμενοι
φυλακῆς δὲ μᾶλλον ἢ προεπιχειρήσεως πρόνοιαν ἐλάμβανον ὑψηλοτέρους ἐγείροντες τοὺς χάρακας , εἰσῄει τε αὐτῶν τοῖς χαριεστάτοις λογισμὸς ὡς οὐ
7063487 ἀκιδας
παλαιὰ καὶ δυσαλθῆ , ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα καὶ σκόλοπας καὶ ἀκίδας : ἔστι δὲ καὶ διαφορητικὴ καὶ ποιεῖ καὶ πρὸς
τοῦτο θαυμαστότερον , ὅσῳ μᾶλλον εὔλογον πηγὰς ἐκ γῆς ἢ ἀκίδας ἐκπηδᾶν . Σέλευκος δὲ ὁμοῦ τε ταύτην ἀνῃρεῖτο καὶ
7034467 πληττουσι
καταρῶνται μὲν τοῖς τέκνοις , λοιδοροῦνται δὲ ταῖς γυναιξί , πλήττουσι τοὺς οἰκέτας , ἀπειλοῦσι τοῖς πολλοῖς , μονονουχὶ τὸ
ἐπηρμένοι : τὸν ὕπνον ἐκτρέποντες ἐκ τῶν ὀμμάτων δάκνουσι καὶ πλήττουσι τὴν θυμηδίαν , ὡς ἐν θαλάσσηι τῆι ζάληι τῆς
7014103 μειρακας
. . . . μειρακίων ] παῖδας τοὺς ἀνήβους , μείρακας τοὺς ἀρξαμένους ἡβᾶν , ἕως ἂν ἐκ τῶν ἐφήβων
Ἀττικοί , μάλη Ἕλληνες . μειράκια τοὺς ἄρρενας Ἀττικοί , μείρακας τὰς θηλείας Ἕλληνες . μύλος ἡ τράπεζα τοῦ μύλου
6981171 βοας
Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος γεγεννημένος . πορευόμενος οὖν ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας διὰ τῆς Εὐρώπης , ἄγρια πολλὰ ζῷα ἀνελὼν Λιβύης
τὸν ἆθλον κελευσθεὶς , τὸ σιδηραῖς ζεύγλαις τοὺς πυριπνόους ζεῦξαι βόας καὶ σπεῖραι τοὺς δρακοντείους ὀδόντας , δι ' αὐτῆς
6979837 σχοινους
τάχος ὁμοῦ καὶ τὴν προθυμίαν θαυμάσει τις , τάς τε σχοίνους καὶ τὰ δίκτυα σὺν τοῖς ἰχθύσιν ἐφελκομένων . Αἱ
ἐπειρῶντο τούτου , οἱ μὲν κλίμακας ἐπιτιθέντες , οἱ δὲ σχοίνους ἐξαρτῶντες , οἱ δὲ πασσάλους ἐγκαταπηγνύντες τῷ τείχει ,
6954154 βαυνους
ἐλήλυθε δὲ τὸ ὄνομα ἀπὸ τῶν πρὸς πῦρ ἐργαζομένων : βαύνους γὰρ ἐκάλουν τὰς καμίνους , ἐντεῦθεν δὲ καὶ πάντας
ἃ μὴ δεῖ ἀναλίσκειν , οὐ μόνον οἱ περὶ τὰς βαύνους , τουτέστι τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . καὶ δῆλον
6904880 ἀπειπαμενοι
παρασφαλέες τεύχονται , ἠὲ νέον σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις
εἰς τὰ χαλινὰ αὑτῶν ὅπερ ἂν αὐτοῖς ὑποπέσηται ἢ εὕρωσι ἀπειπάμενοι ] ἐκφυγόντες ὀλοήν ] τὸν χαλεπόν ὀλοὴν γὰρ ἑρπηδόνα
6864819 ἐξανισταμενοι
ἐκ τούτου καὶ ὀλιγονείρους τε καὶ εὐονείρους τοὺς ὕπνους , ἐξανιστάμενοί τε ἐκ τῆς κοίτης νωχελίας πάλιν καὶ κάρους δι
ἐκ τούτου καὶ ὀλιγονείρους τε καὶ εὐονείρους τοὺς ὕπνους , ἐξανιστάμενοί τε ἐκ τῆς κοίτης νωχελίας πάλιν καὶ κάρους δι
6822503 κνημιδας
ἡ πλήμνη , ἔχει δὲ ἀπ ' αὐτῆς ἀνατεταμένας τὰς κνημῖδας πρὸς τὴν ἔξωθεν τῆς ἁψῖδος περιφοράν , οὕτω καὶ
δ ' ἄλλοι νευρίνοις κράνεσιν : οἱ πεζοὶ δὲ καὶ κνημῖδας ἔχουσιν , ἀκόντια δ ' ἕκαστος πλείω : τινὲς
6822203 σαργους
ἀνὴρ ὑπὸ κεύθεα πόντου ἐσσυμένως δύοιτο , περιφράζοιτο δὲ πάντῃ σαργούς , ἔνθα κάρη τε καὶ οὐραίη κλίσις αὐτῶν :
εἶναι τὰς σάρκας φησὶ σκορπίους , κόκκυγας , ψήττας , σαργούς , τραχούρους , τὰς δὲ τρίγλας ἧττον τούτων ξηροσάρκους
6802176 ὀρεινας
τὸ κτυποῦν κῦμα καὶ ῥεῦμα . Πλούταρχος δὲ βοιωτάζων τὰς ὀρεινὰς ὁδοὺς τὰς στενὰς καὶ δυσάντεις ῥόθους ὀνομάζεσθαί φησιν .
, καὶ Ἰσόνδαι , καὶ Γέῤῥοι : ὑπὸ δὲ τὰς ὀρεινὰς ῥάχεις Βοσπορανοὶ μὲν ἐφ ' ἑκατέρᾳ τοῦ Κιμμερίου Βοσπόρου
6799328 πωλους
ὑπὸ ἱππείας πολλῆς περιληφθῶσιν , οὐ βούλονται φεύγειν καταλιπόντες τοὺς πώλους , ἀλλὰ μάχονται καὶ κέρατι καὶ λακτίσμασι καὶ δήγμασι
. φησί που Εὔβουλος : τὰς φειδωλοὺς κερμάτων παλευτρίας , πώλους Κύπριδος ἐξησκημένας γυμνὰς ἐφεξῆς ἐπικαίρους τεταμένας ἐν λεπτοπήνοις ὕμεσιν
6765081 συροντες
πάλιν ἐς Ῥώμην ἐπρέσβευον οἱ Σαυνῖται , νεκρὰ σώματα ἀνδρῶν σύροντες , ὡς αἰτίους τοῦδε τοῦ πολέμου γεγονότας ἀνῃρηκότες ,
' ἄλλοι ἀσκοὶ ἐπαντέλλουσι καὶ ἀνδύνουσι θαλάσσης , βριθὺ πέλωρ σύροντες : ὁ δ ' ἕλκεται οὐλόμενος θὴρ οὐκ ἐθέλων
6729234 ἀχιτωνας
μωρόφρονας , λιτούς , ἀσχήμονας , αἰσχρογέλωτας , κρατοπλαγεῖς , ἀχίτωνας , ἀεὶ κορυφῇσι φαλακρούς , ὧν ὁ βίος χλεύῃ
ἔθνεα . αὐτίκα Λακεδαιμονίοις τὰς κόρας γυμνάζεσθαι καὶ ἀχειριδώτως καὶ ἀχίτωνας παρέρπεν καλόν : Ἴωσι δὲ αἰσχρόν . καὶ τοῖς
6715519 ἀγυιας
τούτων πανταχόθεν ἀποροῦντα τὸν δῆμον πρὸς τὴν φυγὴν περὶ τὰς ἀγυιὰς μόνον εἰλεῖσθαι καὶ πανταχοῦ τῷ θανάτῳ προσπίπτειν . σχεδὸν
. οὐχ ὁρᾶις ; φυλασσόμεσθα φρουρίοισι πανταχῆι . εἶδον ἄστεως ἀγυιὰς τεύχεσιν πεφαργμένας . ὡσπερεὶ πόλις πρὸς ἐχθρῶν σῶμα πυργηρούμεθα
6703595 περιβαλλοντες
λίπος . θρῖον δέ ἐστι τὸ τῆς συκῆς φύλλον ᾧ περιβάλλοντες τὸ λίπος ἕψουσι . κατασκευάζεται δὲ οὕτω . χόνδρος
ὁ Εὐφράτης ῥέοντες μὲν ἐξ Ἀρμενίας καὶ Ταύρου λήγοντος , περιβάλλοντες δὲ ἤπειρον , ἐν ᾗ καὶ πόλεις μέν ,
6693306 ἀσπιδας
ἀνὴρ πεδήτης ἰτέαν ἐνημμένος ἵστασθ ' ἐφεξῆς πάντες ἐπὶ τρεῖς ἀσπίδας . ὦ Ζεῦ , τὸ χρῆμα τῆς νεολαίας ὡς
ἑτοίμως ἔχωσιν αὐτοῖς χρῆσθαι . ΓΘ ταύτας ] ἤγουν τὰς ἀσπίδας . Γ τοῖς πόρπαξι ] ἤγουν τὰ ὀχάνικα .
6678071 αἰχμας
τούτοις καθαίρουσιν αὐτὸ πρὶν ἐμπεσεῖν τὸν ἰὸν ἐν τῇ καρδίᾳ αἰχμάς ] τὰ βέλη ῥόον ] τὸ ρεῦμα πολέοντες ]
ἥτις . Ἀνέχοιτο : ἀποτρέποιτο . χάσματος : στόματος . αἰχμάς : ὀξύτητας . αἰχμήν : τὸ ῥῆγμα τῆς πέτρας
6671076 ἱστους
ἀπελαύσαμεν , ἀλλὰ καὶ τῶν ἐκείνων γυναικῶν , αἳ τοὺς ἱστοὺς ὑπερβᾶσαι κρείττους ἐγένοντο τῆς φύσεως εἰς τὴν πόλιν ,
, καθίστη , ἐν δὲ ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος αὖ τοὺς ἱστοὺς ἀπὸ τούτων ἐσκοπεῖτο . πολὺ οὖν ἐπὶ πλέον οὗτοι
6665364 εἱλκον
καὶ τὸ πύργων ἔρυον ἀντὶ τοῦ ὡς ἐπὶ τοὺς πύργους εἷλκον . . . : κρόσσας κλιμακίδας . ἐν μὲν
' ἠιόνος κλύζεσκε : πολλὰς δ ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη ,
6661095 προθελυμνους
τῶν ἄλλων ῥεγκόντων ἐκεῖνος τί ποιεῖ ; πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας . καὶ αὐτὸς τί λέγει ; πλάζομαι
πρηνής ὁ ἐπὶ πρόσωπον πεπτωκώς , ἀπὸ τοῦ προνενευκέναι . προθελύμνους ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις : “ πολλὰς δ '
6657439 Δωδωνιδας
Πληιάδες εἴρηνται . Φερεκύδης δὲ . . . τὰς Ὑάδας Δωδωνίδας νύμφας φησὶν εἶναι καὶ Διονύσου τροφούς . . .
„ . καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι ” τὰς θεσπιῳδοὺς ἱερίας Δωδωνίδας ” . Ἀπολ - λόδωρος δὲ ἐν αʹ περὶ
6652841 ψυκτηρας
' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους ἔλαβεν ἕξ , εἶτα τοὺς δύο ψυκτῆρας . τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ
θαυμάσας ἠπείλησε τῷ καταθύσαντι ταῶν ἀπειλὰς βαρυτάτας . Ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν , ἀνανεῦσαι καὶ ἀνελθεῖν οὐ
6630128 ὁπλισαντες
' ἕνα προκαλούμενος πάντων περιεγένετο . οἱ δὲ πεντήκοντα ἄνδρας ὁπλίσαντες ἀπιόντα ἐνήδρευσαν αὐτόν : πάντας δὲ αὐτοὺς χωρὶς Μαίονος
πάτραν ἐμὴν στείλαις ἀρωγοὺς τῇ δισαρπάγῳ κρεκί . μηδὲ πτερωτὰς ὁπλίσαντες ὁλκάδας πρύμνης ἀπ ' ἄκρας γυμνὸν αἰψηρὸν πόδα εἰς
6623629 ὠτιδας
αὐτοῖς , καὶ ἔλαβον βρόχοις χῆνας ἀγρίους καὶ νήττας καὶ ὠτίδας , ὥστε ἡ τέρψις αὐτοῖς καὶ τραπέζης ὠφέλειαν παρεῖχεν
δὲ πτέρυξιν αἴρουσα , ὥσπερ ἱστίῳ χρωμένη . τὰς δὲ ὠτίδας ἄν τις ταχὺ ἀνιστῇ ἔστι λαμβάνειν : πέτονται γὰρ
6623512 πρυμνας
με κτείνειν δόξ ' Ἀργείων κεῖται μελέαν ; ἢ κατὰ πρύμνας ἤδη ναῦται στέλλονται κινεῖν κώπας ; ὦ τέκνον ,
τῆσδε δ ' οὐκ ἐφρόντισα . λέγω δὲ προσπόλοισι πρὸς πρύμνας νεῶν τήνδ ' ἐκκομίζειν , ἔνθα ναυστολήσεται . μή
6620286 σταλικας
καὶ τὰς κύνας παρορμήσας καὶ τοὺς θηρευτὰς διεγείρας καὶ τὰς στάλικας εὐτρεπίσας καὶ τὰ δίκτυα , ὡς ἂν μὴ ἐν
ἰσχύϊ τὴν τῶν λίνων μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας
6607032 διατορους
τιτρωσκούσας : ἤτοι τοὺς δεσμοὺς τοὺς σιδηροῦς . . : διατόρους ] Διατιτρωσκούσας : ἢ διατετορνευμένας . : Καὶ διαπεπερασμένας
τῷ βάθει τοὺς κρίκους ἐνέβαλες , νῦν τύπτε ἰσχυρῶς τὰς διατόρους πέδας , τὰς διαπειρούσας καὶ τιτρωσκούσας : ἤτοι τοὺς
6591844 ἐπιτηρησαντες
ἐρεοῦν . Κυματώγη . ὑπαγωγή , αἰγιαλός . Φυλάξαντες . ἐπιτηρήσαντες . Νεοχμῶσαι . νεωστὶ κινῆσαι . Φερέγγυος . βεβαιωτής
ἀγῶνα ἀμαυρῶσαι θελήσαντες . καθ ' ὃν γὰρ ἄγεται καιρὸν ἐπιτηρήσαντες ἄθλων ὑπερβολῇ ὡς αὐτοὺς καλεῖν ἐπεχείρουν τοὺς ἀθλητάς .
6589566 μαχαιρας
: „ καὶ γὰρ ἡ ἀκόνη αὐτὴ μὴ τέμνουσα τὰς μαχαίρας τμητικωτέρας ποιεῖ „ . Ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς τί ἐστιν
] εἶχον καὶ προμετωπίδια καὶ προστερνίδια : εἶχον δὲ καὶ μαχαίρας οἱ ἱππεῖς Ἑλληνικάς . καὶ ἤδη τε ἦν μέσον
6581435 ἀμιδας
εὑρέθησαν πύελοι ἐν αἷς κατακείμενοι ἐπυριῶντο . πρῶτοι δὲ καὶ ἀμίδας ἐξεῦρον , ἃς εἰσέφερον εἰς τὰ συμπόσια . καταγελῶντες
ἀποδόμενοι , τὰς δὲ βυθίσαντες , τὰς δὲ κατακόψαντες εἰς ἀμίδας : λέγεται γὰρ καὶ τοῦτο . μία δὲ μόνη
6571303 ἡμιονους
ἀναβάντι ἐπ ' ἀπήνην τετράκυκλόν τε καὶ ὑψηλὴν καὶ ζευγνυμένῳ ἡμιόνους ἄλλοτε ἄλλας , μᾶλλον δὲ ὁρμαθοὺς ἡμιόνων ζυγίων τε
τῶν ὑπερακρίων προστὰς μηχανᾶται τοιάδε : τρωματίσας ἑωυτόν τε καὶ ἡμιόνους ἤλασε ἐς τὴν ἀγορὴν τὸ ζεῦγος ὡς ἐκπεφευγὼς τοὺς
6562658 ἀθερας
δήδῳ τῷ κάτω ῥίπτουσιν : οἱ δὲ περιελθόντες τοὺς μὲν ἀθέρας ἀποκόπτουσιν , ἐκλέπουσι δὲ τὰς τὸν πυρὸν στεγούσας καὶ
ἀθερειγενέος , ἐπειδὴ τοῦ κυμίνου ὁ στάχυς καὶ ὁ καρπὸς ἀθέρας ἔχει , καθάπερ ἡ κριθή . * θερειγενέος :
6559597 ἡσυχους
ἡμερινῶν ταραχῶν καὶ ἐνηχημάτων διεκάθαιρέ τε συγκεκλυδασμένον τὸ νοητικόν , ἡσύχους τε καὶ εὐονείρους , ἔτι δὲ μαντικοὺς τοὺς ὕπνους
παθεῖν τὸ κατὰ τὴν παροιμίαν πάθος . Ποῖον ; Οὐχ ἡσύχους εὖ διαιροῦντας ἠνυκέναι βραδύτερον . Καὶ καλῶς γε ,
6546067 ἐριπνας
δὲ αἱ ἄκραι παρὰ τὸ μεγάλως καταπνέεσθαι : ἄλλως : ἐρίπνας : τὰς ἀκρωρείας . τὸ δὲ φυγάδας † ὥστε
Ἰνάχῳ φησί : . . . καὶ Τυρσηνοῖσι Πελασγοῖς . ἐρίπνας : ἀπορρῶγας κολώνας , σπήλαια κρημνώδη . λέγουσι δὲ
6539774 ἀγεσκον
δ ' ἄν μιν φάμενοι ἔχειν τὰ σφέτερα χρήματα ἀρνεόμενον ἄγεσκον ἐπὶ μαντήιον , ὅκου ἑκάστοισι εἴη : πολλὰ μὲν
, οἵ ῥά μιν ἄμφω λυγρὸν ἐπισκάζοντα ποτὶ χθόνα δῖαν ἄγεσκον ἀμφοτέρων κρατερῇσιν ἐπικλινθέντα χέρεσσιν , ἠύτ ' ἐνὶ ξυλόχοισιν
6534641 Ἐπιδαυριοι
εἰκάζω , τὸν Εὐαμερίωνα τοῦτον Περγαμηνοὶ Τελεσφόρον ἐκ μαντεύματος , Ἐπιδαύριοι δὲ Ἄκεσιν ὀνομάζουσι . τῆς δὲ Κορωνίδος ἔστι μὲν
, ἐβοήθησαν δὲ τοῖς Λακεδαιμονίοις Φλειάσιοί τε καὶ Κορίνθιοι καὶ Ἐπιδαύριοι καὶ Πελληνεῖς καὶ ἄλλαι δέ τινες τῶν πόλεων ,
6525057 ἐπιφαινομενους
πυρετόν . πεφυλάχθαι δὲ δεῖ καὶ τὰς δυσπνοίας καὶ τοὺς ἐπιφαινομένους ἱδρῶτας ἀτάκτως περὶ ὅλῳ τῷ σώματι ἢ περὶ τῷ
νεῶν ἐννέα , διακελευσάμενοι τοὺς ἀφηγουμένους πανταχῇ πλεῖν καὶ παραδόξως ἐπιφαινομένους ἃ μὲν βυθίζειν τῶν ἁλισκομένων πλοίων , ἃ δὲ
6524054 πρυμνῃσιν
τὰς γὰρ πρώτας πεδίον δὲ εἴρυσαν , αὐτὰρ τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν . οὐδὲ γὰρ οὐδ ' εὐρύς περ ἐὼν
ἐλόωσι , νῶτον ἁλὸς θείνοντες : ὁ δ ' ἐν πρύμνῃσιν ἄριστος ἰθυντὴρ ἀλίαστον ἄγει καὶ ἀμεμφέα νῆα χῶρον ἐς
6516861 ἀπορρηξαντες
ἀγῶνος συντετελεσμένου ἠγγέλλοντο οἱ ἐν τῷ χώρῳ τῶν ἀσεβῶν κολαζόμενοι ἀπορρήξαντες τὰ δεσμὰ καὶ τῆς φρουρᾶς ἐπικρατήσαντες ἐλαύνειν ἐπὶ τὴν
μάλ ' ἠέρθησαν , ἀμείλιχα φυσιόωντες , δεσμά τ ' ἀπορρήξαντες ἴτην μεγάλα χρεμέθοντες , οἷα θεοὺς μάκαρας μαρτυρόμενοι κακότητος
6496472 κανθαρους
ἂν οἴκοι σωφρόνως Χαιρέστρατος ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . .
ᾠὰ τῶν ἀετῶν οἱ κάνθαροι κυλίοντες διαφθείρουσιν . ἐπεὶ τοὺς κανθάρους οἱ ἀετοὶ ἀναλέγονται . . . Ἰσμηνία : Ὄνομα
6493335 λογχας
πρῶτον μὲν φυλακὴν κατεστήσατο περὶ ἑαυτὸν ἀνθρώπων θρασυτάτων ξίφη καὶ λόγχας φερόντων ἐπιχωρίων τε καὶ ἀλλοδαπῶν , οἳ νυκτός τε
ὁποῖος ; ὁ Βριάρεως , ὁ τοὺς καταπέλτας τάς τε λόγχας ἐσθίων , μισῶν λόγους ἄνθρωπος , οὐδὲ πώποτε ἀντίθετον
6492368 ἀναπινει
τὰ τηκτὰ κατὰ τῶν ξηρῶν . σφόδρα ἐστὶ καλόν , ἀναπίνει τὰς περὶ τὰ ἄρθρα συνισταμένας συλλογὰς καὶ ἀπαλλάττει τῶν
τὸ αὔταρκες . τοῦτο ὑπεκτήκει . Διαλύει πᾶσαν σκληρίαν , ἀναπίνει τὰς ἐν βάθει ἀποστάσεις . Κηροῦ , πιτυΐνης ,
6488947 κριους
δὲ πλευροκοπῶν δίχ ' ἀνερρήγνυ : δύο δ ' ἀργίποδας κριοὺς ἀνελών , τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥιπτεῖ
πρὸς δὲ τὰ μηχανήματα ὅταν ἐγγὺς ᾖ , καὶ τοὺς κριοὺς καὶ τὰς ἐπιβάθρας πρῶτον μὲν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον
6470963 ἀναβιβασαντες
αὐτοὺς ἐπὶ θοίνην μεθυσθέντες ἁρπάζουσιν αὐτῶν τὰς γυναῖκας , καὶ ἀναβιβάσαντες αὐτὰς ἐπὶ τοὺς ἵππους ᾤχοντο φεύγοντες εἰς τὴν οἰκείαν
κυνέῃ τε Κορινθίῃ καὶ πανοπλίῃ Ἑλληνικῇ καὶ ἐπ ' ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ . Ὁτέοισι δὲ τὸ πάλαι
6470510 φανους
καιρὸς καὶ βραχεῖα ῥοπὴ τύχης ταπεινοῖ πολλάκις τοὺς ὑπερη - φάνους . εἰ δ ' , ὅπερ εἰκός ἐστι ,
. ἐπεὶ δέξαντο : ἀντὶ τοῦ ἐπεδείξαντο τοὺς στε - φάνους οὓς ἔλαβον πᾶσιν . ἐπειδὴ καὶ αὐταὶ αἱ ἡμίονοι
6456906 ὠκυποδας
δὲ καὶ φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπανηρούς ,
δὲ καὶ φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπάνους ,
6454120 Ἱπποι
νομὸν τοῦτον ἀργυρίου μὲν προσήιε ἑκάστης ἡμέρης ἀρτάβη μεστή . Ἵπποι δέ οἱ αὐτοῦ ἦσαν ἰδίῃ , πάρεξ τῶν πολεμιστηρίων
ἦλθεν ἔχων πλοῖον , ἐπεγέγραπτο δὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ” Ἵπποι ὑπόπτεροι ” , ἁρπάσας δὲ τὴν κόρην ᾤχετο φεύγων
6451885 ἀνεσχον
ἀνέξω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἀνέχον , πλεονασμῷ τοῦ σ ἀνέσχον : ὁ μέσος δεύτερος ἀόριστος ἀνεσχόμην ἀνέσχου ἀνέσχετο ἀνασχέσθαι
ἔπειτα τὸ σημεῖόν τε τοῦ πυρός , ὡς εἴρητο , ἀνέσχον , καὶ διὰ τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν πυλῶν τοὺς
6441869 πλατας
τᾶς κλεινᾶς Ἀρεθούσας , Ἀχαιῶν στρατιὰν ὡς ἐσιδοίμαν Ἀχαιῶν τε πλάτας ναυσιπόρους ἡμιθέων , οὓς ἐπὶ Τροίαν ἐλάταις χιλιόναυσιν τὸν
μελπομένα , τοτὲ μὲν ταχύπλουν τοτὲ δ ' εἰλατίνας ἀνάπαυμα πλάτας . [ . . . ; ] Ἀργώ με
6431806 πρυμναια
Ἴλιον εἰσανάγωσιν ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες . οἱ δ ' ἄλλοι πρυμναῖα μεθίετε πείσματα νηῶν πῦρ ἴδιον πλεκτῇσιν ἐνὶ κλισίῃσι βαλόντες
, τὰ πλάγια , τὰ ἑκάτερα πλευρὰ τῆς νηός . πρυμναῖα χαλινά : πηδάλια ἰθύνοντα ναῦν , ὡς οἱ χαλινοὶ
6429964 καταφυγοντας
ἑτέρῳ ἐδέξατο τούτους φυγάδας ὁ τοῦ βασιλέως πατὴρ ἐς αὐτὸν καταφυγόντας καὶ ἔτρεφεν ἐν τοῖς βασιλείοις ἄγαν φιλοτίμως παῖδας ὄντας
ναῦν ὅπλοις καὶ λαφύροις . ἐπὶ δὲ τοὺς εἰς Σηστὸν καταφυγόντας Ἀθηναίους στρατεύσας τὴν μὲν πόλιν εἷλε , τοὺς δ
6429887 ἀπηνας
ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς χώρας ἵππους τε πολυτελεῖς καὶ τετρακύκλους ἀπήνας μετ ' οἰκετῶν στρατιωτικῶν περιήγετο : πρὸς δὲ τούτοις
πολὺ καπανικώτερα . οἷον τὰ ἁμαξιαῖα . Θετταλοὶ γὰρ τὰς ἀπήνας καπάνας ἔλεγον . Αἰγυπτίους δὲ Ἑκαταῖος ἀρτοφάγους φησὶν εἶναι
6429391 σαργοι
ἀκολουθοῦντας , ἕως ἂν εἰς τὴν ἄκατον εἰσέλθωσιν . Οἱ σάργοι ἱμείρονται τῶν αἰγῶν , οἱ δ ' ἁλιεῖς φέρουσιν
καὶ λαβὼν κρέας , φυρᾷ σὺν ἀλφίτῳ , καὶ ἐρχόμενοι σάργοι θηρεύονται ὑπ ' αὐτῶν : ἐρώμενοι δὲ τῶν θηλειῶν
6422122 κεδρους
ὄψιν ἀποκλίνας ἀπὸ τῶν ἡμέρων ἐν μέρει πάλιν αἰγείρους , κέδρους , πεύκας , ἐλάτας , δρυῶν ὕψη περιμηκέστατα ,
ὑποψίαι γνώμης ἀχλὺς καὶ δεσμὰ γλώττης . Ἱερὰς δὲ λέγεται κέδρους ἐκτεμὼν δημευθῆναι τὸ πολὺ τῆς οὐσίας , ὅτε δὴ
6420674 θηλεας
ἰδίῃ , πάρεξ τῶν πολεμιστηρίων , οἱ μὲν ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας ὀκτακόσιοι , αἱ δὲ βαινόμεναι ἑξακισχίλιαι καὶ μύριαι :
, παραλύεσθαι ἐπελκομένους , οὐκ ὁμοῦ ἀμφοτέρους : τὰς δὲ θηλέας ἀναμιμνησκομένας τῶν ἔλιπον τέκνων ἐνδιδόναι μαλακὸν οὐδέν . Τὸν
6412595 πηναις
κροκέωι πέπλωι ζεύξομαι ἆρα πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλους ' ἀνθοκρόκοισι πήναις ἢ Τιτάνων γενεάν , τὰν Ζεὺς ἀμφιπύρωι κοιμίζει φλογμῶι
ἀριστείας αὐτῆς ὑφαίνουσα [ ἢ ] τὴν Γιγαντομαχίαν : ἀνθοκρόκοισι πήναις : κροκωτοβαφέσιν : ἄνθος γὰρ τὸ βάμμα : ἄλλως
6409367 σκηνας
μέχρι τοῦ στρατοπέδου πλεύσαντες αὐτῶν καὶ ἐπεκβάντες ἐνέπρησάν τε τὰς σκηνὰς ἐρήμους καὶ τὰ χρήματα διήρπασαν . ταύτῃ μὲν οὖν
πλείω , διαφέροντα πολὺ τῶν ἄλλων τοῖς τάχεσι , καὶ σκηνὰς εἰς τὴν πανήγυριν διαχρύσους καὶ πολυτελέσι ποικίλοις ἱματίοις κεκοσμημένας
6407056 ἐκοπτον
μάχη χειροποίητος . οἱ μὲν γὰρ ἐπιβάντες ἤδη τὸν κάλων ἔκοπτον , ὃς συνέδει τὴν ἐφολκίδα τῷ σκάφει : τῶν
τῇ Κυρήνῃ διά τινων μελῶν ἔτρεψε τούτους , καὶ φεύγοντες ἔκοπτον ἀλλήλους μηδενὸς διώκοντος . Λεκτέον τὴν διαίρεσιν τοῦ πρακτικοῦ
6403734 ἀνεσπασαν
τὴν πόλιν καὶ τὰ πλεῖστα τῶν ὀρνέων αὐτοῦ κτείνουσιν : ἀνέσπασαν δὲ καὶ τὰ τρόπαια καὶ κατέδραμον ἅπαν τὸ ὑπὸ
οὓς Ῥωμαϊκοῖς ὅπλοις ἐσκεύασεν , τὰς μὲν πύλας ἐκ μηχανήματος ἀνέσπασαν ὡς δὴ Μαρκέλλου προσιόντος ἀσμενίζοντες , εἰσδεξάμενοι δ '
6400450 θευσεσθαι
λεγόμενα . θεύσεσθαι δραμεῖσθαι : “ περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι . ” θηεῖτο ἐθαύμασεν . θηλυτεράων . τὸ μὲν
ὄχεσφιν ἐλθόντες μετ ' ἄεθλα : περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι : τοὺς δ ' αὖθι ἄναξ ἀνδρῶν Αὐγείας κάσχεθε
6400008 δας
ἐν τῇ συναιρέσει πάλιν ὀξύνεται : ἑσταὼς ἑστὼς , δαῒς δὰς , καὶ τὰ τοιαῦτα . . . ΣΕΛΑΣ ΕΙΛΥΦΑΖΕ
δαίω τὸ καίω δαῒς καὶ δάς . Ὀξύνεται δὲ τὸ δὰς , ὅτι τὰ ὀξυνόμενα ἐν τῇ συναιρέσει πάλιν ὀξύνεται
6395782 λευκιππους
δαρὸν † δάραοι † χρόνον ἧστο τάφει πεπαγώς τούς τε λευκίππους κόρους τέκνα Μολιόνας κτάνον , ἅλικας ἰσοκεφάλους ἑνιγυίους ἀμφοτέρους
δὲ ἐν πέμπτῳ μελῶν περὶ Μολιονιδῶν φησι : τούς τε λευκίππους κόρους τέκνα Μολιόνας κτάνον , ἅλικας , ἰσοκεφάλους ,
6394771 ποιμνας
' αὐτοῖς μεγέθει μέγιστοι , ὧν οἳ μὲν ἁρπάζουσι τὰς ποίμνας καὶ σιτοῦνται , οἳ δὲ ἐκθηλάζουσι τὸ αἷμα ,
ἡλίου δυσμάς : εἶτα ἑαυτοὺς οἱ δράκοντες ἀποκρύψαντες ἐλλοχῶσι τὰς ποίμνας καὶ ἐκ τῆς νομῆς ἐπὶ τὰ αὔλια ἰούσας αἱροῦσι
6393217 θριγκους
' ἀνάγκη καὶ σιωπώντων κλύειν τειχέων καὶ δὴ τοὺς Ποσιδείους θριγκοὺς ⚕ – ἀποσεισαμένη × – ] τριταῖος ? ὥστε
: τίς ὅδ ' ὀρνίθων καινὸς προσέβα ; μῶν ὑπὸ θριγκοὺς εὐναίας καρφυρὰς θήσων τέκνοις ; ψαλμοί ς ' εἴρξουσιν
6391631 ὀρτυγας
ἤτοι κυβευτικὰ ὄργανα , ἢ τραχηπίθου , ἐν ᾧ τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἔβαλλον μάχεσθαι . Ἄπεισιν ἐκ τοῦ
καὶ τοῦ Θαμύρα , βλέποι δ ' αὐτὸν ἀλεκτρυόνας ἢ ὄρτυγας θεραπεύοντα καὶ τρέφοντα καὶ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ὡς
6390129 ἐπιβατας
τὸ παρακεῖσθαι αὐταῖς τὸν Πακτωλὸν ποταμόν . ἐπόχους ] * ἐπιβάτας . ἐξορμῶσιν ] ἐξώρμησαν . δίρρυμα ] * τέθριππα
νηὶ λῃτουργιῶν καὶ λοῦσθαι ἐν βαλανείῳ , τρυφῶντας δ ' ἐπιβάτας καὶ ὑπηρεσίαν ὑπὸ μισθοῦ πολλοῦ καὶ ἐντελοῦς ; κακῶν
6385716 κρατας
. Κρᾶθ ' ἑκατόν : τὰς ρʹ κεφαλὰς , τὰς κράτας , περιστυφελίζετο : συνετρίβετο , προσεκρούετο , ἐταράσσετο .
. Κρᾶθ ' ἑκατόν : τὰς ρʹ κεφαλὰς , τὰς κράτας , περιστυφελίζετο : συνετρίβετο , προσεκρούετο , ἐταράσσετο .
6382894 σκοτουνται
διακαῆ καὶ πυρώδη , πολύν . ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν
καὶ τοὺς τροχοὺς θεωροῦντες ἢ καὶ συμπεριφέροντες τὴν ὄψιν ταχὺ σκοτοῦνται : συμβαίνει γὰρ κινουμένην κύκλῳ τὴν ὄψιν κινεῖν τὰ
6380483 ἀνοιγουσι
μετὰ τοὺς ὕπνους : καὶ γὰρ τὰ βλέφαρα μόλις τε ἀνοίγουσι καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἀκίνητος μένει : καὶ λῆμαι
γάλα ἀλεαίνοντες εἶτα αὐ - τοῖς ἐγχέοντες , οἳ δὲ ἀνοίγουσι τὰ βλέφαρα , καὶ ὠφελούμενοι ἥδονταί τε καὶ αἰσθάνονται
6376753 χαιτας
: ἤδη προπετὴς ὤν : ἤδη προνενευκὼς ἐπὶ τὰς πολιὰς χαίτας καὶ πρόσω τοῦ βίου ὢν , ὅ ἐστιν ἤδη
ἔμπας ἔφερε κακὸν ἅλις , ἄτεκνος ὤν , πολιὰς ἐπὶ χαίτας ἤδη προπετὴς ὣν βιότου τε πόρσω . . .
6373944 κατεκοπτον
καὶ θυμῷ καὶ σχεδὸν τὴν φύσιν ἠγνοηκότες κατέκαινον ἀλλήλους καὶ κατέκοπτον ἀνοικτὶ βάλλοντες , βαλλόμενοι , τιτρώσκοντες , τιτρωσκόμενοι ,
καὶ μηχανή . Γ κατήσθιον : ἀντὶ τοῦ Γ “ κατέκοπτον ” . Γ # τὴν Γ κορώνεων Γ :
6371025 ἐθαδας
ἥκοντα σαίνειν τε αὐτὸν προσιόντες , ὡς μηδὲ τοὺς ἄγαν ἐθάδας . οἱ μὲν δὴ τοῦ ἱεροῦ προϊστάμενοι ξυλλαβόντες αὐτὸν
τις ἀθλητὴς προηγωνισμένος καὶ συλλεξαμένη τὴν ἰδίαν ἰσχὺν πρὸς τοὺς ἐθάδας ἄθλους ἐξ ὑπαρχῆς ἀπαντᾷ . γίνεται δὲ τοῦτο ταῖς
6362784 γερανους
κολασθέντων . Ἴβυκος γὰρ ὑπὸ λῃστῶν ἀναι - ρούμενος καὶ γεράνους ὑπεριπταμένας ἰδὼν ἐμαρτύρατο . Χρόνου δὲ προϊόντος οἱ λησταὶ
ἀναιρούμενος γεράνους ἰδὼν ἐμαρτύρατο . εἶτα οἱ λῃσταὶ ἐν θεάτρῳ γεράνους θεώμενοι , Αἱ Ἰβύκου γέρανοι , ἔλεγον , καὶ
6356612 κρυ
κεντρωτὰ ὠμοβόινα δίκην τυμπάνων πλατεῖα διὰ τὰς χιόνας καὶ τοὺς κρυ - στάλλους . καταβαίνουσι δ ' ἐπὶ δορᾶς κείμενοι
ἀποχωρήσεις , ὅπῃ ἐδύναντο , δι ' ὀρῶν ἢ δρυμῶν κρυ - φαίας ἐποιοῦντο , καὶ διέτριψαν μὲν ἄχρι τινὸς
6354629 φευγουσας
φασιν ἀδιάλειπτον , καὶ οὕτω καταστερισθῆναι τὰς Πληιάδας τὸν Ὠρίωνα φευγούσας . τὸ δὲ θέρμετο ἀντὶ τοῦ ἐθερμαίνετο . ὅτι
γεγενῆσθαι ἱστοροῦσι : εἰς δὲ δένδρα ταύτας ἀμειφθῆναι τὸν Βορρᾶν φευγούσας ἐρῶντα . Καὶ νῦν ἔτι , εἴ τις θίγοι
6353955 κλητους
στρατευόμενοι πρὸς τὸν Μῆδον πόρρω Ἐλευσῖνος ἐν ταῖς τριήρεσι , κλητούς τινας ἐκ τοῦ καταλόγου προαιρεῖται ἐπὶ τὰ δρώμενα καὶ
κλήδην τὸ καλέσαι : “ κλήδην εἰς ἀγορήν . ” κλητούς τοὺς ἐξ ὀνόματος καλουμένους . κληῖδας τὰ ξύλα ἐφ
6352842 ἀφικνεονται
ἐϲ ταὐτὰ παλινδρομέουϲι : οἱ δὲ ἐϲ δηρὸν τοῖϲι πέλαϲ ἀφικνέονται : ἄλλοι δ ' αὖ βοῶϲι ὀλοφυρόμενοι ἁρπαγὴν ἢ
μένουσιν ἐν τοῖσιν ὤμοισιν , ἢ καὶ ἐς τὸν νῶτον ἀφικνέονται , ταύτας πῦον ἐμέσαντες ἐκφυγγάνουσιν , ἢ μέλαιναν χολήν
6351445 δεχομενοι
ὀξεῖς , ὥσπερ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι , Ποτάμιοι δὲ ὡς ῥᾳδίως δεχόμενοι τοὺς παρεγγράφους [ νόμους ] . σχῆμα καὶ τριώβολον
τοίνυν τὴν Ἰώνην οἱ τότε , παῖδες ἀεὶ παρὰ πατέρων δεχόμενοι , καὶ δικαιοσύνῃ μὲν εἰς ἀλλήλους χρώμενοι , τὸν
6348643 λεσχας
. λέσχαι : Ἀ . ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . λέσχας ἔλεγον δημοσίους τινὰς τόπους , ἐν οἷς σχολὴν ἄγοντες
δὲ μόνον δακτύλους αὐλητικούς . ἀκλώστους στήμονας κοπραγωγοὺς γαστέρας λύω λέσχας παῦσαι δυσωνῶν αἰκῶς ἄκοος ἀκύκλιος ἀλλοκοτώτατον καὶ ἀλλοκοτώτερον ἀμφιμάσχαλος
6347943 λαμπαδας
ὅμοιόν ἐστι τὸ παρὰ Θεοπόμπῳ ὀβελισκόλυχνον . Φιλύλλιος δὲ τὰς λαμπάδας δᾷδας καλεῖ . οὐ παλαιὸν δ ' εὕρημα λύχνος
ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς ἀμπέλου λαμπάδα . Ὅμηρος δὲ τὰς λαμπάδας δετὰς ὀνομάζει : καιόμεναί τε δεταί , τάς τε
6342526 παραθαλασσιους
πτερὰ καὶ τοὺς πόδας καὶ τὴν κεφαλήν : ἔπειτα τριβόλους παραθαλασσίους σὺν τῇ ῥίζῃ τρίψας ὅσον κόγχην , καὶ τοῦ
Ἄνδρος ] νῆσος . ὑπὸ τὸ ἴδιον κράτος ἤγαγε . παραθαλασσίους . Λῆμνον ] νῆσος . Ἰκάρου θ ' ἕδος
6338763 ἀστακους
, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας . Ἐπίχαρμος δὲ γαμψωνύχους φησὶ τοὺς ἀστακούς . Διοκλῆς ὁ Καρύστιός φησι : καρῖδες , καρκίνοι
Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνης φησίν , ἔνθα καὶ πλατείας καρίδας λέγει τοὺς ἀστακούς , ὧν ἀστακῶν καὶ Ἀρχέστρατος μέμνηται : ἀλλὰ παρεὶς
6338628 ἐνεβαλλον
. χρὴ δὲ καὶ προκατατείνειν . ὅμως δὲ ἤδη τινὲς ἐνέβαλλον ῥηϊδίου πράγματος ἐπιτυχόντες . ὃν τρόπον δ ' ἄν
αὐτοῖς ἀνδράσιν : ταῖς δὲ λοιπαῖς ἐν τῇ γῇ καταπεφευγυίαις ἐνέβαλλον . αἱ δὲ καὶ πληρούμεναι ἔτι πρὶν ἀνάγεσθαι ἐκόπτοντο
6337454 καλιας
δὲ ἀπ ' ἐκείνου μνησικακῶν διετέλει παρατηρούμενος τοῦ ἀετοῦ τὰς καλιάς . καὶ εἴ ποτε ἐκεῖνος ἔτικτε , μετάρσιος αἰρόμενος
καθ ' ὕλην δέρκηται : πάσας γὰρ ὅγ ' ἠρήμωσε καλιάς , αὕτως ὀρνίθων τε τόκον κτίλα τ ' ὤεα
6332522 ἐπαλξεις
φρουροὶ λείπουσιν οἱ μὲν τὰς φυλακὰς , οἱ δὲ τὰς ἐπάλξεις . Καῖσαρ δὲ παρήγγειλεν ὁπλίσασθαι τότε καὶ παραχρῆμα τοῖς
Προπέποται τῆς παραυτίκα χάριτος . Ἀντὶ τοῦ προδέδοται . Τὰς ἐπάλξεις ἃς κονιῶμεν . Τὸ ἀσβεστοῦν καὶ χρίειν . Τί
6331910 σανιδας
, ἃ καὶ παραστάδας φασίν . αὐτὰς δὲ τὰς θύρας σανίδας Ὅμηρος καλεῖ . τὸ δ ' ὑπὲρ αὐτὰς ὑπερθύριον
, οἳ μὲν ὅπλα ἔχοντες , οἳ δὲ γυμνοί , σανίδας φέροντες ἐπετίθεσαν τῇ κατὰ σφᾶς τάφρῳ τοῦ Μανιλίου ,
6328948 αὐχενας
, δήσαντες δὲ τοὺς μὲν πόδας πρὸς ἀλλήλους τοὺς δὲ αὐχένας πρὸς κίονα εὖ πεπηγότα , δαμάζουσι λιμῷ : ἔπειτα
συντελεῖται δὲ οὕτως : ἡ μεσότης τοῦ ἐπιδέσμου κατ ' αὐχένας , αἱ δ ' ἀρχαὶ λοξαὶ κατὰ στέρνον εἰς
6327836 ὀθονας
ἠίθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι τῶν δ ' αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον καί ῥ ' αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον
πλεούσας , χαλκόν τε καὶ σίδηρον ἐς ταῦτα συνενηνεγμένον καὶ ὀθόνας καὶ κάλως καὶ ὕλην ποικίλην αἰχμαλώτων τε πλῆθος ,
6327305 λυχνους
προστετμημένον . Πατάνια , σεῦτλον , σίλφιον , χύτρας , λύχνους , κορίαννα , κρόμμυ ' , ἅλας , ἔλαιον
οἱ δοῦλοι τὰς χεῖρας . ἔρχεται εἰς οἶκον , εὑρίσκει λύχνους ἁπτομένους . ἀναβαίνει εἰς τὸ Καπιτώλιον , ἐπιθύει .
6322856 ἠγαγομεν
τῆς Ἀσίας τὸν βίον ποριζομένους ἐκεῖθεν ἀναστήσαντες ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας ἠγάγομεν . κἀκεῖνοι μὲν ἐλευθεροῦντες τὰς πόλεις τὰς Ἑλληνίδας καὶ
μάρτυρές ἐστε ἡμῖν . ὅμηρα ᾐτήσατε , καὶ τὰ κράτιστα ἠγάγομεν ὑμῖν . ὅπλα ᾐτήσατε , καὶ πάντα ἐλάβετε ,
6318802 βαρυτατας
ἃ καὶ τοῖς δημόταις καὶ ταῖς γυναιξὶ λήγοντες ἐπέγραψαν εἰσφορὰς βαρυτάτας , καὶ τέλη πράσεων καὶ μισθώσεων ἐπενόησαν . ἤδη
πλήρεις καὶ ἁδράς , προσφάτους τε καὶ λευκάς , καὶ βαρυτάτας , καὶ μὴ κεκομμένας . καὶ τὰ ἄλλα πάντα
6312700 ἀναξυριδας
ἐπ ' ἄνδρας τοιούτους παρασκευάζεαι στρατεύεσθαι , οἳ σκυτίνας μὲν ἀναξυρίδας , σκυτίνην δὲ τὴν ἄλλην ἐσθῆτα φορέουσι , σιτέονταί
τῶν γυναίων ἐπίνοιαν τιάραν πρώτην φορέσαι , πρῶτον δὲ καὶ ἀναξυρίδας , καὶ τὴν τῶν εὐνούχων ὑπουργίαν εὑρεῖν , καὶ
6312037 καμινους
. εἴρηται παρὰ τὸ τὰς βαύνους αὔειν , τουτέστι τὰς καμίνους καίειν . ἢ βάναυσος ἀπὸ τοῦ βαίνειν ἐν τῷ
, οὐ μόνον οἱ περὶ τοὺς βαύνους , τουτέστιν τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . ἢ ἐν μετρίοις κατ ' ἀξίαν
6310599 ἐξηλαυνον
βδελυκτὸν ἔβλεπον μεμηνότα . Ὡς τοὺς κακῶς τρωθέντας ἐξοπισθίως φεύγοντες ἐξήλαυνον οἱ λελειμμένοι , καὶ γῆ στολὴν εἴληφεν ἐκ τῶν
δή τινα τῷ τοιούτῳ καὶ μνημεῖον ἐν τῇ διατριβῇ χώσαντες ἐξήλαυνον ἂν τοῦ ὁμακοείου , φορτίσαντες χρυσοῦ τε καὶ ἀργύρου
6310516 ταναηκεϊ
φόβον αὐτῷ ἐμποιῶν . Ἐγχείῃ : δόρατι , ἔγχει . ταναηκέϊ : μακρῷ , μακρᾷ . δοχμόν : πλαγίως .
φόβον αὐτῷ ἐμποιῶν . Ἐγχείῃ : δόρατι , ἔγχει . ταναηκέϊ : μακρῷ , μακρᾷ . δοχμόν : πλαγίως .
6308653 ταρσους
καὶ βίας ἐλαθεισῶν τῶν νεῶν αἱ μὲν παρέσυρον ἀλλήλων τοὺς ταρσούς , ὥστε πρὸς φυγὴν καὶ διωγμὸν ἀχρήστους γίνεσθαι καὶ
δεξιῷ σκέλει τέμνομεν φλέβα , κατὰ σφυρὰ ἢ ἰγνύαν ἢ ταρσούς . μετὰ δὲ τὴν φλεβοτομίαν εἰ ἔτι παραμένοιεν αἱ
6307180 γαστερας
ἴσως οὐδὲ ποδῶν . αἰδοῖα μόνον ὑμᾶς ἔδει ποιῆσαι καὶ γαστέρας καὶ τροφὴν παραθεῖναι καὶ τἄλλα , ὧν ἔστιν ἀπολαύειν
: οἱ γὰρ ἄῤῥενες ἐν τῷ τρέχειν παρατρίβονται τὰς ἑαυτῶν γαστέρας , καὶ οὕτως ἀποσπερματίζουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ὀπίσω
6307056 Πλαγκτας
δῆσαι κελεύει ; . . . , . Πλαγκτάς . Πλαγκτὰς διὰ τὸ προσπλήσσεσθαι αὐταῖς τὰ κύματα : οἱ δὲ
οὐδ ' Ἀβίλυκα ὄρος οὐδὲ Μεταγώνιον ἔθνος . καὶ τὰς Πλαγκτὰς [ δὲ ] καὶ τὰς Συμπληγά - δας ἐνθάδε

Back