. . . διὰ τοῦτό σοι Ἕκτωρ σῆμα καὶ ἀγχέμαχοι θέντο Λυκαονίδαι „ . Ζεῦγμα , πόλις Συρίας ἐπὶ τῷ
νέκυν [ ἐν ] ? τάφῳ [ ] / πολυστόνῳ θέντο Πηλεΐδαν ? , ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ ἦλθον
8657343 δομοιο
καὶ ἠυκόμοις ἀλόχοισιν . Ὀψὲ δὲ δὴ Μενέλαος ἐνὶ μυχάτοισι δόμοιο εὗρεν ἑὴν παράκοιτιν ὑποτρομέουσαν ὁμοκλὴν ἀνδρὸς κουριδίοιο θρασύφρονος ,
νηὸν Ἀθηναίης γλαυκώπιδος ἐν πόλει ἄκρῃ οἴξασα κληῗδι θύρας ἱεροῖο δόμοιο πέπλον , ὅς οἱ δοκέει χαριέστατος ἠδὲ μέγιστος εἶναι
8550026 στονοεσσαν
γαλέην , οἵ μοι μέγα πένθος ἄγουσιν , καὶ παγίδα στονόεσσαν , ὅπου δολόεις πέλε πότμος : πλεῖστον δὴ γαλέην
πτόλιν ἔθνεα Τρώων ἀμφὶ πύλας καὶ τεῖχος ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκον Ἀργείων στονόεσσαν ὑποτρομέοντες ὁμοκλήν . Ἦμος δ ' ἤνυτο νυκτὸς ἀπὸ
8519424 παραι
Ἀρισταινέτου ῥίπτει ἐπὶ τὸν Ἕρμωνα , κἀκείνου μὲν ἅμαρτε , παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ ' ἄλλῃ , διεῖλε δὲ τοῦ
δὲ θάμβος ἐποίησε καὶ σιωπήν , πάντες δ ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι : καὶ εἴγε Μιθριδάτην ἔδει πρῶτον εἰπεῖν
8506105 ἱεμενοι
. ἀλλ ' οἱ πολλοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ τοῖς κυσὶν ἱέμενοι ἐπειδὰν ἐπιβλέψωσι τὸ χαλεπὸν αὐτῆς , φεύγουσι τοὺς ἐπιφωνοῦντας
ἀείδειν : κεῖθεν δ ' εἰρεσίῃ Μέλανος διὰ βένθεα Πόντου ἱέμενοι , τῇ μὲν Θρῃκῶν χθόνα τῇ δὲ περαίην Ἴμβρον
8501803 προπαροιθε
δηριόωντο Κήτειοι Τρῶές τε καὶ Ἀργεῖοι μενεχάρμαι , ἄλλοτε μὲν προπάροιθε νεῶν , ὁτὲ δ ' ἀμφὶ μακεδνὸν τεῖχος ,
περὶ πάντων ἔστ ' ἀνθρώπων . εἰ δέ κέ οἱ προπάροιθε πόλεος κατεναντίον ἔλθω : καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς
8458576 φορεουσιν
, σπεύδειν λισσομένη καί μιν πόδες οὐκέτ ' ὀπίσσω ἱεμένην φορέουσιν , ἔχει δ ' ἐπὶ πόντον ὀπωπάς : ὣς
. . Ἥμισυ δὲ Στεφάνοιο καὶ αὐτὴν ἔσχατον οὐρὴν Κενταύρου φορέουσιν ἀνερχόμεναι ἔτι Χηλαί . Τῆμος ἀποιχομένην κεφαλὴν μέτα δύεται
8439943 Εὐρυπυλοιο
τ ' εἶχον Κράπαθόν τε Κάσον τε καὶ Κῶν , Εὐρυπύλοιο πόλιν , Καλύδνας τε . . . ἈδράστειανΔημήτριος δ
Ἄλλα δ ' ἄρ ' Ἀλκείδαο θρασύφρονος ἄσπετα ἔργα ἄμπεχεν Εὐρυπύλοιο διοτρεφέος σάκος εὐρύ . Φαίνετο δ ' ἶσος Ἄρηι
8439267 πελωρα
τῇ φροντίδι : τὰ γὰρ μεγάλα φροντίδος εἰσὶν ἄξια . πελώρα : μέγιστα , ἢ τὰ πέλας ὄρη κατὰ τὸ
τῇ φροντίδι : τὰ γὰρ μεγάλα φροντίδος εἰσὶν ἄξια . πελώρα : μέγιστα , ἢ τὰ πέλας ὄρη κατὰ τὸ
8437183 ἀυτην
σκυλάκων ἠκούετο , πᾶσα δὲ σιγὴ εἱστήκει καλέουσα φόνον πνείουσαν ἀυτήν . ἤδη δὲ Τρώεσσιν ὀλέθριον εἷλκε τάλαντον Ζεὺς ταμίης
εἰσενόησεν παῖδα φίλον σπαίροντα διὰ φλογός , ἧκε δ ' ἀυτήν σμερδαλέην ἐσιδών , μέγα νήπιος : ἡ δ '
8422862 Ἀθηναιη
ἐστίν . Ὣς ἔφαθ ' , αἳ δ ' ἐπέμυξαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη : πλησίαι αἵ γ ' ἥσθην
καὶ ἄλλοι ἀνέρες ἠρήσαντο παρεστάμεναι , δύναται γάρ , Παλλὰς Ἀθηναίη : σὲ δ ' ὀδυρομένην ἐλεαίρει : ἣ νῦν
8421257 προφρονεως
δηριάασθαι : ἀλλά οἱ αὐτὸς ἔγωγε θεουδέα τεύχε ' ἀείρας προφρονέως ἂν ὄπασσα καὶ εἴ τί περ ἄλλο μενοίνα .
, Τρῶας ἐποτρύνοντες ἀνὰ μόθον : οἳ δὲ καὶ αὐτοὶ προφρονέως μάρναντο φίλης περὶ τείχεσι πάτρης . Ἐς πεδίον δὲ
8418144 Τρωιαδες
καιρός , ὦ βασίλεια † . ἔκβητ ' ἀπήνης , Τρωιάδες , χειρὸς δ ' ἐμῆς λάβεσθ ' , ἵν
ἀγγεῖον , καὶ ἐξέρχεται γάρος τὸ καλούμενον αἱμάτιον . Νύμφαι Τρωιάδες , ποταμοῦ Ξάνθοιο γενέθλη , αἳ πλοκάμων κρήδεμνα καὶ
8413885 τουσγε
τ ' ἐμῷ καὶ μητρὶ δύης ἄκος , ἢν ἄρα τούσγε τέτμῃ ἔτι ζώοντας , ἵν ' ἄνδιχα τοῖο ἄνακτος
κεῖνο καὶ εἰσέτι νῦν ἱερὸν κληίζεται Ἄντρον Μηδείης , ὅθι τούσγε σὺν ἀλλήλοισιν ἔμειξαν , τεινάμεναι ἑανοὺς εὐώδεας : οἱ
8403417 φερεν
οὗτος δέ κ ' εἴη ὁ εὐτυχίαν τε δυνάμενος καλῶς φέρεν καὶ πάλιν ἀτυχίαν , καὶ ὁ ἔν τε τοῖς
καὶ μέλιτι ξηρὸν περὶ χεῖλος ἔδευσεν , εὖτέ μιν Ἑρμείης φέρεν ἐκ πυρός : ἔδρακε δ ' Ἥρη , καί
8402602 ἐρατεινην
τέκε καλλιπαρῄους , Ἀγλαΐην τε καὶ Εὐφροσύνην Θαλίην τ ' ἐρατεινήν . κρατίστου παῖδες : οὐχ ὅτι κρατίστους ἔχουσι παῖδας
οὐ ῥίψας ἁπλῶν τὸ βέλος . . ὅτε Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν ἡγεόμην Τρώεσσι , φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ . ἡ
8390812 Ἀψυρτοιο
; τίνες σφέας ἤγαγον αὖραι ; Αὐτόν που μεγαλωστὶ δεδουπότος Ἀψύρτοιο Ζῆνα θεῶν βασιλῆα χόλος λάβεν οἷον ἔρεξαν , Αἰαίης
ἔσκεν ἔδεθλον : ἐν δ ' ἑτέρῃ , πληθὺν πεφυλαγμένοι Ἀψύρτοιο , βαῖνον : ἐπεὶ † κείνας πολέων λίπον ἔνδοθι
8375421 ἠλυθεν
' , ἵνα σῶμα σάοι : δαισάμενος δὲ γάμον πόλιν ἤλυθεν , ἥν ποθ ' ἑαυτῷ ἔκτισε καὶ δαπέδῳ Ζηνὸς
– ] [ ἁμέρᾳ ] Μίνως ἀρῇος [ ] [ ἤλυθεν ] αἰολοπρύμνοις ναυσὶ πεντήκοντα σὺν Κρητῶν ὁμίλῳ : Διὸς
8373443 ὑπεδεκτο
ἐπεί κεν πρῶτα βόες διαδηλήσονται ἄνδρα τὸν ὅς ῥ ' ὑπέδεκτο βαρὺν καμέεσθαι ἄεθλον , δρυμὸν ἀναρρήξας λασίης καθύπερθε κολώνης
' ἤματι δ ' αὖτις ἰοῦσαν νύχθ ' ἑτέρην : ὑπέδεκτο δ ' ἀπόπροθι παιπαλόεσσα Κάρπαθος . ἔνθεν δ '
8373432 ἐδαμασσε
τελέεσκον ἐέλδωρ , ἀλλ ' ὑπ ' ἐμοί ς ' ἐδάμασσε καὶ ἀκάματόν περ ἐόντα πατρὸς ἐμοῖο μέγ ' ἔγχος
κταμένοισιν ἐπ ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι . τούσδε δὲ μοῖρ ' ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα : οὔ τινα γὰρ τίεσκον
8369743 ἱκοντο
Φαληρεὺς εἰς σωφροσύνην ἔλεγεν ταῦτα ποιεῖν ἀσπάσιοι λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο . : Ἕρμιππος δὲ ὁ Σμυρναῖος ἐν τοῖς περὶ
δ ' ὅτε δή ῥ ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο , σύν ῥ ' ἔβαλον ῥινούς , σὺν δ
8367332 προτερωσε
ἔσω ἁλός . οἱ δέ μιν αὖθι ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν : σκαλμοῖς δ ' ἀμφὶς ἐρετμὰ κατήρτυον ,
δ ' ἀκτὴν Ἀφέτας Ἀργοῦς ἔτι κικλήσκουσιν . Ἔνθεν δὲ προτέρωσε παρεξέθεον Μελίβοιαν , ἀκτήν τ ' αἰγιαλόν τε δυσήνεμον
8362916 ὀχηας
Ἀργειφόντης πᾶσιν , ἄφαρ δ ' ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας , ἐς δ ' ἄγαγε Πρίαμόν τε καὶ ἀγλαὰ
δαμέντα , τότ ' Ἔρως ἐπισταθείς μευ θυρέων ἔκοπτ ' ὀχῆας . τίς ἔφην θύρας ἀράσσει , κατά μευ σχίσας
8361596 ὠρσεν
ὑπάτοισιν ? βουλεύμασιν : Ὀλυμπόθεν ] ? δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν ! [ καὶ πολίοχον ] ? Γλαυκώπιδα ]
δήσω . δάκος : θηρίον . Ἐτήτυμος : ἀληθής . ὦρσεν : διήγειρεν , ταράσσεσθαι . Λοίσθιος : ἔσχατος .
8361581 Ἀχιλληος
δουρὶ πόλιν πέρθαι Τρώων ἀγερώχων , οὐδ ' ὑπ ' Ἀχιλλῆος , ὅς περ σέο πολλὸν ἀμείνων . Ὣς φάτο
μέγ ' ἐγήθεεν , ἄλλοτε δ ' αὖτε ἄχνυτ ' Ἀχιλλῆος μεμνημένη : ἐν δέ οἱ ἦτορ ἀμφασίῃ βεβόλητο κατὰ
8355974 δεξατο
, εἰ μή οἱ Τρώων τις ἀνὰ κλόνον αἱματόεντα ἡνία δέξατο χερσὶ καὶ ἐξεσάωσεν ἄνακτα ἤδη τειρόμενον δηίων ὀλοῇσι χέρεσσιν
καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες : τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου
8351624 κεκλετο
' ἐσᾶλτο πύλας : πυρὶ δ ' ὄσσε δεδήει . κέκλετο δὲ Τρώεσσιν ἑλιξάμενος καθ ' ὅμιλον τεῖχος ὑπερβαίνειν :
ἀγλαὰ δῶρα , πρόσσω ἱέμενοι , ἐπὶ δ ' Ἕκτορι κέκλετο θυμός : ἵετο γὰρ βαλέειν : τὸν δ '
8349884 ἀπατερθε
κόλον δ ' ὑπεδέξατο γαῖα σῶμα : κάρη δ ' ἀπάτερθε κυλινδομένη πεφόρητο ἱεμένου φωνῆς : ταχέως δ ' ἅμ
. οἷον δ ' ἑλκομένας περὶ πόρτιας ἀσχαλόωσαι μητέρες οὐκ ἀπάτερθε γυναικείων στενάχουσι κωκυτῶν , αὐτοὺς δὲ συναλγύνουσι νομῆας .
8349579 ἐυσθενεων
Ἄρης , Τρώων μὲν ἐελδομένων ἀπερύξαι δυσμενέων στρατὸν αἰνόν , ἐυσθενέων δ ' Ἀργείων ἄστυ διαπραθέειν : ὀλοὴ δ '
δ ' ἀνεχάσσατο νυκτός , δὴ τότ ' ἀρήιοι υἷες ἐυσθενέων Ἀργείων , οἳ μὲν ἔβαν προπάροιθε νεῶν κρατερὴν ἐπὶ
8343583 ἠνεμοεσσαν
θύμα τοῖς ποσίν τὸ δὲ ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην : γράφεται καὶ ἠνεμόεσσαν ἐρείκην . ἐρείκη δέ ἐστι δένδρον , οὗ τὰ
, οἷον : ὄφρ ' ἂν ἐγὼ βέω προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν . ἢ παρὰ τὸ βέω , τὸ τρέφω ,
8339314 καρπαλιμως
λίσσοντ ' ἐπέεσσι τυρῶν αἰνυμένους ἰέναι πάλιν , αὐτὰρ ἔπειτα καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας σηκῶν ἐξελάσαντας
ἠμαθόεντ ' : ἐπὶ νύσσῃ δ ' ἔσταν ἕκαστοι : καρπαλίμως δ ' εὔληρα λάβον κρατερῇς παλάμῃσιν . Ἵπποι δ
8336639 πασσυδιῃ
ἑορτή , τὴν ἀνὰ Σηστὸν ἄγουσιν Ἀδώνιδι καὶ Κυθερείῃ . πασσυδίῃ δ ' ἔσπευδον ἐς ἱερὸν ἦμαρ ἱκέσθαι , ὅσσοι
συναίρεμα γνώσεων ἁπασῶν , καὶ μίαν γνῶσιν ἡνωμένην ἀπεργασάμενος , πασσυδίῃ , φαίη τις ἄν , ἐστέλλετο πρὸς τὸ ἀδιάκριτον
8333591 παρθενικη
ἴδοι : ἀττικῶς . πάροιθεν : ἐκτός . Γαμήλιος : παρθενική . αἴθεται : ἐκκαίεται , αὔξεται , ἐκπυροῦται ,
: τὴν δ ' ὧδε προσεφώνεεν ἠύκερως βοῦς : θάρσει παρθενική : μὴ δείδιθι πόντιον οἶδμα . αὐτός τοι Ζεύς
8331516 κατενευσεν
ἐνέδησε βαρείῃ σχέτλιος , ὃς τότε μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι , νῦν δὲ κακὴν
γαῖα καὶ οὐρανὸς ἐντὸς ἐέργει , μέσφ ' ὅτε μοι κατένευσεν Ὀλύμπιος υἱέα δῖον ἔκπαγλον θήσειν καὶ ἀρήιον . Ἀλλὰ
8331293 κιοντι
πέλε νηί : κεῖσε δ ' ὁμαρτήσουσιν ἔται δμῶές τε κιόντι . ” Ἦ , καὶ ὁ μὲν προτέρωσε δόμων
: Ἀπολλώνιος : χρύσειοι δὲ παρηϊάων ἑκάτερθε πλοχμοὶ βοτρυόεντες ἐπερρώοντο κιόντι , . , . * , ? Βοτήρ :
8323957 κελαδοντος
χορείαις , δεῦτε , θεμιστοπόλοιο νοήματα μηλοβοτῆρος εἴπατέ μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον
ἡσυχίην ἀγέμεν , καὶ λώιον εἴη . μὴ μὲν δὴ κελάδοντος ἀπ ' Ὠκεανοῖο φέροιτο Ἀστραίη κούρη σταχυηφόρος : ἦ
8319802 βαλοντο
τέκμαρ μετιοῦσιν ἄειρεν , Κολχίδος ἀγχόθι νηὸς ἑὴν παρὰ νῆα βάλοντο ἥρωες , Κόλχων δ ' ὄλεκον στόλον , ἠύτε
καὶ ἐπώνυμος ἔκθορε γαίης , τὴν ἐνιφυρήσαντες ἐπ ' ἀγκίστροισι βάλοντο . κεστρεὺς δ ' οὐ μετὰ δηρόν , ἐπεί
8319257 ἠκαχε
χαλκὸν ἔλασσε : δούπησεν δὲ πεσών , μέγα δ ' ἤκαχε λαὸν Ἀχαιῶν : ὡς δ ' ὅτε σῦν ἀκάμαντα
ἀλλ ' ἐδάμη κρατερός περ ἐών , μέγα δ ' ἤκαχε Τρῶας οἵ ἑ θεὸν ὣς πάντες ἀνὰ πτόλιν εἰσορόωντο
8309607 ἐκτοθι
τις ἐτήτυμος ἄγγελος ἐλθὼν ἤγγειλ ' ὅττί ῥά οἱ πόσις ἔκτοθι μίμνε πυλάων , ἀλλ ' ἥ γ ' ἱστὸν
, Ἀχιλλέος οὐκέτ ' ἐόντος , καὶ Τελαμωνιάδαο μέγα σθένος ἔκτοθι μίμνειν . Ἀλλ ' ἄγε , σὺν τεύχεσσι καὶ
8308876 εἰρεσιης
τὰς δὲ σάλπιγγας σημῆναι , καὶ τὸν κτύπον ἀπὸ τῆς εἰρεσίης ὡς ἐπὶ μήκιστον κατασχεῖν . οὕτω δὴ ὁρώμενα ἤδη
. βοόωσι : ὑμνοῦσιν . Ναύμαχον : ναυσὶ μαχόμενον . εἰρεσίης : διά . παιήονα : θεόν . Ἀχνύμενοι :
8308002 μιμνον
, ὡς τό : Ὃ μὲν οὔτι τόσον κακὸν ἔνδοθι μίμνον : καὶ ἀντὶ τοῦ ὅτι , ὡς τὸ :
ἀνάσσων μίμνεν ὑπὸ σκοπιὴν ὄρεος Χαλκωδονίοιο : οὐδ ' Ἀλόπῃ μίμνον πολυλήιοι Ἑρμείαο υἱέες εὖ δεδαῶτε δόλους , Ἔρυτος καὶ
8305970 μεμαοτες
ἔβησαν , λίμνης ἐκπρομολεῖν λελιημένοι εἰρεσίῃσιν , καὶ δὴ ἐπιπρονέοντο μεμαότες : αὐτὰρ ὁ τείως Τρίτων , ἀνθέμενος τρίποδα μέγαν
αἱματόεις θαλερὰς ἐρύθαινε παρειάς . Οἳ δ ' ἄμοτον πονέοντο μεμαότες : οὐδ ' ἄρ ' Ἐπειὸς λῆγεν , ἐπέσσυτο
8301538 ἑοις
. . . ἤλυθε δ ' , ὡς ὁ Κόιντος ἑοῖς ἐπέεσσιν ἀείδει / οὕνεκα ἣν κάσιν ἔκτανεν Ἱππολύτην ἐνὶ
τὴν μοῖραν ἔδυ χόλος αἰνὸς ἅπαντας . καὶ τότε κηρύκεσσιν ἑοῖς ἐκέλευσαν ὑπ ' ὄρθρον κηρύσσειν ἀγορήνδ ' ἐς δώματα
8300252 ἀμφινεμονται
' οὔνομα πᾶν ἀγορεύσω . Βένθεα κητώεντα πολυσκοπέλοιο θαλάσσης ἰχθύες ἀμφινέμονται ἀπείριτοι ἀργινόεντες παμμέλανες περκνοί τε καὶ αἰόλον εἶδος ἔχοντες
. . . καὶ Ἀπολλώνιος : δύω πεδίον τὸ Ἀρήϊον ἀμφινέμονται ταῦροι χαλκόποδες , στόματι φλόγα φυσιόωντες . σκίμψατο :
8293512 Ἀμφι
βριαρὴ δὲ περιθραυσθεῖσα καρήνῳ ἐθλάσθη τρυφάλεια καὶ ἐγκέφαλον συνέχευεν . Ἀμφὶ δ ' ἄρά σφισι φῦλα περικτείνοντο καὶ ἄλλων μυρία
Διαιτεομένη δὲ ἡ γυνὴ περιγίνεται , ἢν ἁρμοῖ μελεδαίνηται . Ἀμφὶ δὲ τῆς νούσου ταύτης ὧδε ἔχει . Ἢν δὲ
8287783 περιφρονι
. αὐτὰρ κήρυκα πρόεσαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος , ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ , οὕνεκα Τηλέμαχος μὲν ἐπ ' ἀγροῦ ,
. Ἠελίῳ γὰρ ἄγων ἱερήιον ἀντεβόλησα ἀγρόθεν ἄστυδ ' ἰόντι περίφρονι Θειοδάμαντι : καί μιν ἑλὼν χερὶ χεῖρα προσηύδων ὧδ
8286224 φορεοντες
ὄντως [ ] ! ! υραυτν ? ! [ ] φορέοντες [ ] [ ] σιν [ [ [ [
σφεας ἡνιόχευεν . Ἵπποι δ ' αὖτ ' ἐχάρησαν ἑὸν φορέοντες ἄνακτα εἴκελον Αἰακίδῃ : τῶν δ ' ἄφθιτον ἦτορ
8284321 μολοντες
, Ποσειδάωνι ἄνακτι : τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε δεῦρο μολόντες . αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι , ἣ
ἐν ἀγκυρουχίαις θαρσοῦσι ναῶν ποιμένες παραυτίκα , ἄλλως τε καὶ μολόντες ἀλίμενον χθόνα ἐς νύκτ ' ἀποστείχοντος ἡλίου . φιλεῖ
8280770 τοσσοι
ἄτην οὐ ῥεῖά κεν εὕροις . ἤτοι ὅσαι βοτάναι , τόσσοι λίθοι . Ἀλλὰ σύ γ ' ἥρως , λᾶϊ
ἄτην οὐ ῥεῖά κεν εὕροις . Ἤτοι ὅσαι βοτάναι , τόσσοι λίθοι . Ἀλλὰ σύ γ ' ἥρως , λᾶϊ
8277899 ἠνωγει
, αὐτὰρ ὅ γ ' υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι ἠνώγει , πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ ' αὐτῆς . αὐτὸς
. ἀνωγῶ οὖν , ὁ παρατατικὸς ἠνώγουν , τὸ τρίτον ἠνώγει , ὁ μέλλων ἀνωγήσω , ὁ ἀόριστος ἠνώγησα ,
8276297 Αἰσονιδης
ἠδὲ καὶ ὀδμήν θηρείην λευκῇσιν ἐνισκίμψασα βολῇσιν τῆμος ἄρ ' Αἰσονίδης κούρη τ ' ἀπὸ νηὸς ἔβησαν ποιήεντ ' ἀνὰ
. ἔνθ ' ὁ μὲν Ὑψιπύλης βασιλήιον ἐς δόμον ὦρτο Αἰσονίδης : οἱ δ ' ἄλλοι ὅπῃ καὶ ἔκυρσαν ἕκαστος
8273307 ἠλυθον
ἀμφιβόητον ἐπὶ χρόνον ἄσπετον ἔλθοι . τολμήεις γενόμην : πόθεν ἤλυθον εὐκλέα μορφῆς ὑμνεῦσαι Ἄδονιν πεφιλημένον ἠδ ' Ὑάκινθον ;
οὔ τινά φημι λελεῖφθαι . πεντήκοντά μοι ἦσαν ὅτ ' ἤλυθον υἷες Ἀχαιῶν : ἐννεακαίδεκα μέν μοι ἰῆς ἐκ νηδύος
8272812 πυλαων
ἀϋτμήν . Καί τις ἐπακτήρων πειρηθῆναι σκυλακήων ἱμείρων , προπάροιθε πυλάων αἰπεινάων ἢ νέκυν ἢ ζώοντα φέρει παλάμῃσι λαγωόν :
Ἕκτωρ οὐ λῆθε ποδώκεα Πηλεΐωνα . ὁσσάκι δ ' ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων ἀντίον ἀΐξασθαι ἐϋδμήτους ὑπὸ πύργους , εἴ πως
8270687 θαμβησαν
Ἀήταις ἀχλύι θεσπεσίῃ κεκαλυμμένοι . Ἀμφὶ δὲ Τρῶες καὶ Δαναοὶ θάμβησαν ἅμα σφετέρῳ βασιλῆι πάντας ἀιστωθέντας , ἀπειρεσίῃ δ '
, ὑποτρομέουσι δ ' ὅσαι σχεδὸν ἀμφινέμονται : ὣς Δαναοὶ θάμβησαν . Ὃ δ ' εἰσέτι λᾶας ὕπερθε βάλλεν ἐπασσυτέρους
8268892 κταμενοιο
τῶν τριχῶν . * ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδιλα βοὸς ἶφι κταμένοιο : ἐκ βοείων δερμάτων εἶναι κελεύει τὰ ὑποδήματα καὶ
ἔργα μετοιχόμενον , καί περ μέγα τειρόμενον κῆρ ἀμφὶ πατρὸς κταμένοιο : τὸ γὰρ προπάροιθε πέπυστο . Αἶψα δέ οἱ
8266561 εἰσοροωντες
ἔκταμεν , ὄφρα φοροίη αὐανθέν . τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν εἰσορόωντες ὅσσον θ ' ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης , φορτίδος
ἥδε καταρχή . ἐσθλοὶ δ ' αὖ Μαίης ὠκὺν γόνον εἰσορόωντες παίδων τέκμαρ ἔχουσιν ἐτήτυμον . ἐν τροπικῷ δέ ζῴῳ
8256461 ἀυτει
, δρέπων τερείνης μυρσίνης κάραι πλόκους : ἰδὼν δ ' ἀυτεῖ : Χαίρετ ' , ὦ ξένοι : τίνες πόθεν
σάνδαλα θείης . οὐκ ἀίεις , παίδων ὁ νεώτερος ὅσσον ἀυτεῖ ; ἢ οὐ νοέεις ὅτι νυκτὸς ἀωρί που ,
8255183 παμπρωτον
ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων : τοί μ ' , ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος , ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβˈριν , κᾶδος
] βραχείονι πάγχυ [ ] πιέζων . [ τελέσας ] πάμπρωτον ἀγῶνα [ μετόπισθε ] δυώδεκα πάντας ἀέθλους . [
8253550 βουλῃσι
ἕλκεος οὐλομένοιο πυθομένους ἰχῶρας ἀποπνείειν ἀλεγεινόν . Ἀλλὰ τὸ μὲν βουλῇσι θεῶν γένεθ ' : οἳ δ ' ἐπέτοντο Ἠοῦς
θ ' αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Διὸς βουλῇσι βαρυκτύπου : ἐν δ ' ἄρα φωνὴν θῆκε θεῶν
8248762 ἀνηλεα
καὶ ἀγχεμάχοισιν Ἀχαιοῖς . Τεῦχον δ ' ἀλλήλοισι φόνον καὶ ἀνηλέα πότμον νωλεμέως : οὐ γάρ τιν ' ἔχεν δέος
σφετέρας , καί περ ποσὶ καρπαλίμοισι κῆρας ἀλευόμενοι στυγερὰς καὶ ἀνηλέα πότμον . Πανσυδίῃ δ ' ἔντοσθε νεῶν φύγον :
8246887 ἀνακτες
' ἐκείνᾳ Μοῖραι μακραίωνες ἔσχον , ὦ παῖ . Θήβης ἄνακτες , ἥκομεν κοινὴν ὁδὸν δύ ' ἐξ ἑνὸς βλέποντε
κύνες ἀνδρῶν γίνοντ ' , ἀγλαΐης δ ' ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε
8245288 προεηκαν
ὣς ᾔδεε πάντα . Τῷ πίσυνοι στονόεντος ἀποσχόμενοι πολέμοιο Ἀτρεῖδαι προέηκαν ἐυκτιμένην ποτὶ Λῆμνον Τυδέος ὄβριμον υἷα μενεπτόλεμόν τ '
ἄρ ' Ἀτρέος υἷες ἐς ἄγκεα τηλεθάοντα Ἴδης ὑψικόμοιο θοοὺς προέηκαν ἱκέσθαι ἀνέρας . Οἳ δ ' ἐλάτῃσιν ἐπιβρίσαντες ἀν
8245160 ὑποκυσαμενη
ἐν φιλότητι τέκε Γραικὸν μενεχάρμην . . ἣ δ ' ὑποκυσαμένη Διὶ γείνατο τερπικεραύνωι υἷε δύω , Μάγνητα Μακηδόνα θ
δέ τοι μεθιᾶσιν ἐπήρατον ἐς φιλότητα : ἡ δ ' ὑποκυσαμένη πολυανθέα γείνατο παῖδα , νηδύϊ μὲν πόσιος γόνιμον θορὸν
8245033 ἐρετμοις
' ἠελίοιο βολῇσιν γνάμψαντες , παρὰ Πουλὺν ἔπειτ ' ἤλαυνον ἐρετμοῖς Αἰγιαλὸν πρόπαν ἦμαρ ὁμῶς καὶ ἐπ ' ἤματι νύκτα
πλευρὰν καὶ κορεσθέντες εὖ μάλα τροφῆς , εἶτα μέντοι τοῖς ἐρετμοῖς ἕκαστος ἐπιχειροῦσι , πλανώμενοι δεῦρο καὶ ἐκεῖσε . κάθηται
8243595 πτολεμοιο
ἐκόσμει φαίδιμος Ἕκτωρ . δή ῥα τότ ' αἰνοτάτην ἔριδα πτολέμοιο τάνυσσαν κυανοχαῖτα Ποσειδάων καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ , ἤτοι ὃ
' ἤυσε μέγας θεός , ὄφρ ' Ἀχιλῆα τρέψῃ ἀπὸ πτολέμοιο θεοῦ ὄπα ταρβήσαντα θεσπεσίην καὶ Τρῶας ὑπ ' ἐκ
8239797 ἀγχοθι
, μαψιδίην δὲ οἴσει ἄλην τῇ καὶ τῇ ἀλυσκάζοντι κέλευθον ἀγχόθι δεσποσύνων μεγάρων καὶ ὁμήθεος οἴκου . εἰ δὲ τύχοι
” . οὕτως οὖν αὐτὸς ἠπείγετο ἰδεῖν τὴν γαμετήν . ἀγχόθι δ ' αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές . ἱρὸν νυμφάων
8236667 ἐδρακον
: ὑπερβατὸν κατὰ λέξιν . τολμηρᾷ κραδίᾳ : ἐν . ἔδρακον : μετάθεσις : ἐνόησαν , εἶδον , ἰωνικῶς ,
δὲ δεύτερον ἴσατε καὶ ἴστε , τὸ τρίτον ἴσασιν . ἔδρακον : κατενόησαν , εἶδον , ἔμαθον . γίνεται ἀπὸ
8235236 περισταδον
: [ καὶ ] ἐξισουμένους . κείρω : κτείνω . περισταδόν : κύκλῳ περιεστῶτας . νῦν ἐπὶ τόπου τὸ πάρος
τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος συγχώσαντες , οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν . Λακεδαιμονίων δὲ καὶ Θεσπιέων τοιούτων γενομένων ὅμως λέγεται
8231529 πιθησας
οἶκον δὲ νέεσθαι : Μαίον ' ἄρα προέηκε θεῶν τεράεσσι πιθήσας . τοῖος ἔην Τυδεὺς Αἰτώλιος : ἀλλὰ τὸν υἱὸν
ἡμῖν ἱκάνει . ” πίσυρας τέσσαρας . πίσυνοι πεποιθότες . πιθήσας πιστεύσας . πίνακας τὰ θραύματα τῆς νεώς . πινυτήν
8230464 Ἑξειης
πάλιν ἀλδήσκουσι , καὶ πάλιν εὐπλόκαμοι δολιχὴν πλώουσι θάλασσαν . Ἑξείης ἐνέπωμεν ἐΰσφυρον , ἠερόεντα , κραιπνόν , ἀελλοπόδην ,
καῖε σιδήρῳ αἰθομένῳ : κρατερὴ δὲ κατήνυτο θηρὸς ὁμοκλή . Ἑξείης δ ' ἐτέτυκτο βίη συὸς ἀκαμάτοιο ἀφριόων γενύεσσι :
8230398 ἀπειρεσιοισι
τέκνα τέκωνται . κεῖνος γὰρ πάσης γλυκερώτερος Ἀμφιτρίτης κόλπος , ἀπειρεσίοισι καὶ εὐΰδροις ποταμοῖσιν ἀρδόμενος , μαλακαὶ δὲ πολυψάμαθοί τ
τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος ἐκπίνοντας ἀτηρήν τε χάλαζαν , ἀπειρεσίοισι βελέμνοις ἀγρῷ τραῦμα φέρουσαν ἀμήχανον ἐξακέσασθαι . Βρωτήρων τ
8226412 καταυτοθι
κεν ἄφαντος ἀεὶ μερόπεσσι πέλοιτο . οὐ μὲν ἔτι ζώοντα καταυτόθι τέτμον ἄνακτα Ὕλλον , ὃν εὐειδὴς Μελίτη τέκεν Ἡρακλῆι
βίην ὑπέροπλον ἰδόντες . Τὼ δ ' εἰς ἄστυ λιπόντε καταυτόθι πίονας ἀγρούς ἐστιχέτην , Φυλεύς τε βίη θ '
8224646 ὠκα
πολυφάρμακον ἀμφιβεβῶσα καπνὸν ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἀναΐσσοντα δέχηται , ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅς τε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων
' ἀποφθιμένοιο πάις Φυλῆος ἀγαυοῦ ὠρίνθη : μάλα δ ' ὦκα , λέων ὣς πώεσι μήλων , ἔνθορε : τοὶ
8224198 ἀποπροθι
ἐν τελετῇσι μυστικὸν ἀείδῃσιν ἐπώνυμον οὐρανιώνων . ἀρᾶσθαι δὲ Μέγαιραν ἀπόπροθι παφλάζοντος σευέμεναι τρίποδος κακομήχανον : ἐς δ ' ἄρα
ἀκηδέα νόστον ὀπάσσαι . Εὐχωλαὶ δ ' ἀνέμοισι μίγεν καὶ ἀπόπροθι νηῶν μαψιδίως νεφέεσσι καὶ ἠέρι συμφορέοντο . Αἳ δ
8222918 δουρατα
ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι . τῶ νῦν μὴ ἅμα πάντες ἐφίετε δούρατα μακρά , ἀλλ ' ἄγεθ ' οἱ ἓξ πρῶτον
πόλιν Ὀρχομενοῖο . τὴν γὰρ Ἀθηναίη τεχνήσατο καὶ τάμε χαλκῷ δούρατα Πηλιάδος κορυφῆς πάρα , σὺν δέ οἱ Ἄργος τεῦξεν
8222173 Μυρμιδονες
μελίαν , τὸ δόρυ τὸ πατρικόν . Ἀναλάβωμεν , ὦ Μυρμιδόνες , τὰ ὅπλα . ἂν ἴδῃ τὸ στρατόπεδον Ἀχιλλεὺς
οἵ τ ' εἶχον Φθίην ἠδ ' Ἑλλάδα καλλιγύναικα , Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί , τῶν αὖ
8220107 μεσφ
ἐφ ' Ἑλλήσποντον ὁδεύων καὶ ποτὶ μηκίστου νότιον ῥόον Αἰγαίοιο μέσφ ' αὐτῆς Συρίης τε καὶ Ἀραβίης ἐρατεινῆς . Χαλκιδέες
ἐμάχοντο ἀλλήλους ὀλέκοντες , Ἔρις δ ' ἐπετέρπετο χάρμῃ , μέσφ ' ὅτε δὴ Κάλχαντος ὑπ ' ἐννεσίῃσιν Ἀχαιοὶ ἐς
8218773 μενεαινε
ὃ ἐγένετο σφεδανόν , σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων . Π . μενέαινε δὲ κῦδος ἀρέσθαι . μενέαινε : Π . .
ἔγχεϊ , λύσσα δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή , μενέαινε δὲ κῦδος ἀρέσθαι . Ἔνθά κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον
8217823 κομισσαι
σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρων , καὶ ἓ καθαψαμένη γούνων ἀτέλεστα κομίσσαι πείσει : ὁ δὲ Ζῆνα Ξείνιον αἰδόμενος σπονδάς τ
' ἠπεροπῆα Πάριν Ποιάντιος ἥρως , κεκλομένου Δαναοῖς Ἑλένου Τροίηνδε κομίσσαι λοιγὸν ἀδελφειοῖο μιαιφόνον ἐκ Λήμνοιο . τῷ γὰρ Ἀπόλλων
8216333 μελιῃσι
σκοπέλοισιν ἠλιβάτων ὀρέων : μέγα δ ' ἔβραχον ἀμφοτέρωθε θεινόμεναι μελίῃσι τότ ' ἀσπίδες . Ὀψὲ δὲ μακρὴ Πηλιὰς Εὐρυπύλοιο
σκορπίος ἐν Κλαρίοις , Φοῖβος ἐπεί ῥ ' αὐλῶνα βαθὺν μελίῃσι καλύψας ποιηρὸν δάπεδον θῆκεν ἑκὰς δακέτων . Ἀκούω λεγόντων
8214943 κελευσε
ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ ' ἐλεαίρει : θωρῆξαί σε κέλευσε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς πανσυδίῃ : νῦν γάρ κεν ἕλοις
Ἦ ῥ ' , Ἀχιλεὺς δ ' ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε δέμνι ' ὑπ ' αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ
8211208 ἰαχε
δ ' ἐπαρηρότα θυμῶι . ” [ ] ε καὶ ἴαχε ? λαὸς ὁμαρτῆι . . . / . .
εἰσαΐοντες θάμβεον : ἐν δ ' ἄρα τοῖσι μέγ ' ἴαχε Νηλέος υἱός : Ὦ νύ μοι Ἀργείων σημάντορες ,
8211086 βασιληος
Ἡσίοδος ἐν τῇ ἡρωϊκῇ γενεαλογίᾳ Ἕλληνος δ ' ἐγένοντο φιλοπτολέμου βασιλῆος Δῶρός τε Ξοῦθός τε καὶ Αἰόλος ἱππιοχάρμης ΑἰολίδαιΠεριήρης .
προτέρω Καρμανίδος ἔκτοθεν ἄκρης Ὤγυρις , ἔνθα τε τύμβος Ἐρυθραίου βασιλῆος : ἐκ τῆς δ ' ἂν περάσειας ἐπὶ στόμα
8206603 Τιφυς
οὖρος , ἐν δ ' ἔπες ' ἀργενναῖς ὀθόναις , Τῖφυς δ ' ἐγεγώνει νηὸς ἔσω περάαν , θινὸς δ
τῆς Ἀργοῦς : καὶ γὰρ τὸ τηνικαῦτα τελευτήσας ἦν ὁ Τῖφυς . ἐχρῆν δὲ εἰπεῖν Ἀγκαῖον οὗ καὶ Ὅμηρος μέμνηται
8197780 ἀριστηων
λαιψηροῖσι πόδεσσιν , ὑπὲρ Παγασηΐδας ἀκτάς . Ἔνθα δ ' ἀριστήων Μινυῶν λόχος ἠγερέθοντο στεῖνον δὴ ψαμάθους ὁμάδῳ , ῥηγμῖνα
ἐπεὶ μάλα δεξιὰ Φοῖβος ἔχρη , ἀτὰρ μετέπειτά γ ' ἀριστήων ἐπαρωγῇ . ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν αὖθι μετ '
8196200 Αὐτικα
συνοψόμεθα καὶ τὴν ἐν τοῖς ἄλλοις τῶν γραμματικῶν ἐντρέχειαν . Αὐτίκα τοίνυν ὅταν τῶν ὀνομάτων τὰ μὲν ἀρσενικὰ φύσει λέγωσι
Αἰγιαλὸν πρόπαν ἦμαρ ὁμῶς καὶ ἐπ ' ἤματι νύκτα . Αὐτίκα δ ' Ἀσσυρίης ἐπέβαν χθονός , ἔνθα Σινώπην θυγατέρ
8189144 ἱκομεσθα
ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ : ἑβδομάτῃ δ ' ἱκόμεσθα Λάμου αἰπὺ πτολίεθρον , Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην , ὅθι ποιμένα
' ἐν μεγάροις ἠκούομεν ὡς ἐπέτελλε . Πηλῆος δ ' ἱκόμεσθα δόμους εὖ ναιετάοντας λαὸν ἀγείροντες κατ ' Ἀχαιΐδα πουλυβότειραν
8188810 ἀπανευθεν
' ἐσσυμένως : καί κεν πολὺ λώιον εἴη ἢ ζώειν ἀπάνευθεν ἀοσσητῆρος ἑοῖο . Ἦ ῥ ' ὁ γέρων ἀλίαστον
μάχης εἰρύατο νῆες „ . τὸ δὲ ” μὴ ἐμέο ἀπάνευθεν τιθειόμεναι ” , χωρίς . ἀπειλῆσαι δʹ : τὸ
8187200 τοσσους
Θεσσαλίας , . , . * . . Ἀπέκτονε : τόσσους γάρ μοι παῖδας ἀπέκτονε τηλεθόοντας , . , .
οὕνεκεν ὢν Πισίδας καὶ Παίονας ἠδ ' Ἀγριᾶνας καὶ Γαλάτας τόσσους ἀντιάσας στόρεσα . τὸ κτητικὸν Ἀγριανικός , ὡς Χάραξ
8187103 ὑπειρ
γηθόσυνοι δέ , Λύκοιο καταυτόθι παῖδα λιπόντες , λαίφεσι πεπταμένοισιν ὑπεὶρ ἅλα ναυτίλλοντο οὔρεα Παφλαγόνων θηεύμενοι : οὐδὲ Κάραμβιν γνάμψαν
ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα , τοί τ ' ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι ,
8186297 Κηρες
οὐρανῷ δὲ οὔτε Δεῖμος οὔτε Ἐνυὼ οὔτε μὴν Κυδοιμὸς οὔτε Κῆρες . ἵνα γὰρ πηγαὶ ζωῆς , ἵνα πηγαὶ εὐδαιμονίας
, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ τέτληκα παίδων ὀλλυμένων οὕς μοι περὶ Κῆρες ἔμαρψαν Ἀργείων παλάμῃσι κατὰ στόμα δηιοτῆτος : αἴδεο δ
8186238 ἐφεζετο
: [ ὁ πρέσβυς δ ' ἀνάειρε κάρη ] καὶ ἐφέζετο ποσσίν : τὸν ξεινὸν δὲ λαβὼν χερὸς ] ἤγαγε
αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος . Ὣς εἰπὼν αὐτὸς μὲν ἐφέζετο Περγάμῳ ἄκρῃ , Τρῳὰς δὲ στίχας οὖλος Ἄρης ὄτρυνε
8185447 Αἰηταο
Κυταῖος , ἐξ οὗ καὶ Κυταιεύς ” πύργους εἰσόψεσθε Κυταιέος Αἰήταο „ . τὸ θηλυκὸν Κυταιϊάς . καὶ Κυταία ,
νηοπόλον μύχιον ποιήσατο , δαίμονα δῖον . κούρην δ ' Αἰήταο διοτρεφέος βασιλῆος Αἰσονίδης βουλῇσι θεῶν αἰειγενετάων ἦγε παρ '
8185164 τειως
δέ Αἴολον ὠκείας ἀνέμων ἄικας ἐρύξειν νόσφιν ἐυσταθέος ζεφύρου , τείως κεν ἵκωνται Φαιήκων λιμένας . σὺ δ ' ἀκηδέα
λελιημένοι εἰρεσίῃσιν , καὶ δὴ ἐπιπρονέοντο μεμαότες : αὐτὰρ ὁ τείως Τρίτων , ἀνθέμενος τρίποδα μέγαν , εἴσατο λίμνην εἰσβαίνειν
8185008 ἐσσυμενως
αὐτῶν χρυσέῳ ἐν κρητῆρι θέσαν . Περὶ δέ σφισι σῆμα ἐσσυμένως τεύξαντο , θέσαν δ ' ἄρα δοιὼ ὕπερθε στήλας
τ ' ἀπὸ μεσσαύλοιο κύνες μογεροί τε νομῆες σεύοντ ' ἐσσυμένως , ἣ δ ' ἄγριον ἦτορ ἔχουσα ἐντροπαλιζομένη ἀναχάζεται
8182064 θυγατρα
ληγούσης . σημείωσαι τὸ γυναικός γυναῖκα καὶ θυγατρός θυγατέρα καὶ θύγατρα , ἀναβιβάζουσιν : ὅτι πᾶσα αἰτιατικὴ ἑνικῶν εἰς Α
ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων λυσόμενός τε θύγατρα φέρων τ ' ἀπερείσι ' ἄποινα , στέμματ '
8181247 λοισθιαν
ὑψόθεν ] εὐειδὴς ἄλοχος ! [ ˘˘ – – ] λοισθίαν ὥρμασεν Οἰν˘ [ – – – ] οὐδὲ τλαπενθὴς
. προπηδήσαντος δὲ τοῦ Πρωτεσιλάου καὶ εἰς θῖν ' ἐρείσας λοισθίαν : τελευταῖος γὰρ τῆς νεὼς ὁ Ἀχιλεὺς ἀπέβη διὰ
8180650 μαρναντ
θῖνα θαλάσσας : [ ναυσὶ ] δ ' εὐπρύμνοις παραὶ μάρναντ ' , ἐναριζομένων [ ] [ δ ' ἔρευθε
μέγαν Διὸς αἰθέρ ' ἱκ [ ] [ μὲν ] μάρναντ [ ' ] ἐπ ? ' ἀριστερὰ δαϊοτᾶτος [
8180134 δομονδε
νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι θεοῖσι , νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε , Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα , διάκτορον Ἀργεϊφόντην , νῆσον
μὲν ἔπειτ ' ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον , τετέλεστο δὲ ἔργον . αὐτὰρ ὅ γε
8177664 ἀνεχασσατο
δ ' ἄρ ' ἔβη , λιμένος χαροπὸν δ ' ἀνεχάσσατο κῦμα : Θῖνες δ ' ἀμφέκλυσθεν : ἐγήθει δὲ
' ἀσπασίως κατελέξατο μέχρις ἐς ἠῶ . Νὺξ δ ' ἀνεχάσσατο δῖα , φάος δ ' ἐρύθηνε κολώνας ἠελίου :
8177382 λιασθεις
νάσσατο νήσῳ , Πηλεὺς δ ' ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι ναῖε λιασθείς . ἄλλως . τί αἰδεῖται ὁ Πίνδαρος , καὶ
μέσου ἤματος ἀγρώσσοιεν , εὖτέ τις ἐν δρυμοῖσιν ὑπὸ σπήλυγγι λιασθείς , κάρφεα λεξάμενός τε καὶ ὠκύμορον φλόγα νήσας ,

Back