ᾖ ἀδελφός , οὐκ οἶδεν : ἐὰν προφήτης Κυρίου , παρακούει : ἐὰν δίκαιος , οὐ βλέπει : φίλον οὐ
τοῦ θυμοῦ ἀκρασίας . ὁ μὲν γὰρ θυμούμενος οὐ πάντῃ παρακούει τοῦ λόγου , ἀλλὰ κατά τι καὶ ὑπακούει καὶ
5172905 περιτρεψει
φησί ” ἄνδρες σοφοί , οὗτός με ταχὺ εἰς μανίαν περιτρέψει . ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω τοὺς φίλους ὑβρίζειν
ἄνδρες ἑταῖροι „ , φησίν ” οὗτος εἰς μανίαν με περιτρέψει ” . εἶτα στρα - φεὶς πρὸς τὸν Αἴσωπον
5088115 πειθεται
: ὅθεν καὶ Στράττις ἐν Φοινίσσαις εἶθ ' ἥλιος μὲν πείθεται τοῖς παιδίοις , ὅταν λέγωσιν ἔξεχ ' ὦ φίλ
δῶρα : νῦν ἐλπίδες : ἐκ τοῦ ἀπελθεῖν τὰ δῶρα πείθεται ὁ χορὸς ὅτι μέγα κακὸν γενήσεται ἐξ οὗ ἀναγκασθήσεται
4875547 δρων
καὶ τρόπον τινὰ τοῦ δημιουργηθέντος πατήρκαὶ δυνάμει : τὸ γὰρ δρῶν τοῦ πάσχοντος ἐπικυδέστερον . καὶ δέον , εἴπερ ἄρα
ἴσως ἀμφισβητοῦσιν , τὸ τίς ἐστιν ὁ ἀδικῶν καὶ τί δρῶν καὶ πότε . Ἀληθῆ λέγεις . Οὐκοῦν αὐτά γε
4715203 ἀποθνηισκει
μευ κατακλαίει καὶ ταταλίζει [ ] καὶ ? ? ποθέων ἀποθνήισκει . ἀλλ ' , ὦ τέκνον ? ? μοι
ὄρθιον κατὰ γῆς καὶ ἄνωθεν πέτρην ἐπιτιθεῖσιν σῆμα : καὶ ἀποθνήισκει : τοῦτ ' ἔστιν γὰρ ἴσως τὸ τῶι δόρατι
4670271 ματαιᾳ
, δρᾶν παρεσκευασμένος , θεοὺς ἀτίζων , κἀπογυμνάζων στόμα χαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸν πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ '
Θησέα ἱστορεῖ Θ . ἐν τοῖς πρώτοις καιροῖς . Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται : Αἰσχύλου : τὸ μὲν ἀπόφθεγμα Βίαντος
4630793 ἀχθεται
καταφρονῶν οὐ πάνυ ἄχθεται ἀδικούμενος καὶ ζημιούμενος . μᾶλλον γὰρ ἄχθεται εἴ τι προσῆκον ἀναλῶσαι οὐκ ἀνάλωσεν ἢ εἴ τι
οὐχ ὑποπίνεις ; οὐχ ὑπολύσεις σαυτόν ; ὁ δ ' ἄχθεται αὐτὸς ὁ θύων τῷ κατακωλύοντι καὶ εὐθὺς ἔλεξ '
4602596 τυπτεσθαι
ὁ Ἀνάξαρχος , συλλαβὼν αὐτὸν καὶ εἰς ὅλμον βαλὼν ἐκέλευσε τύπτεσθαι σιδηροῖς ὑπέροις . τὸν δ ' οὐ φροντίσαντα τῆς
φασι πάντα αὐτὸν λέγειν τὸν Πλούτωνα , ἀγανακτοῦντα ἐπὶ τῷ τύπτεσθαι τοὺς ἀκολούθους ὑπὸ Ξανθίου , ἀπὸ τοῦ εἶεν καὶ
4589243 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
4576366 ἀκρατης
] θαρρεῖ οιθ . , θάρρος εἶχεν . ἀκόλαστος ] ἀκρατής , τολμηρός , ἀκράτητος . , ἀναίσχυντος , ἀναιδής
ὁ κυρίως ἀκρατὴς ἀλλὰ περὶ τὰ ἀφροδίσια καταγίνεται ὁ κυρίως ἀκρατής , περὶ ἃ καταγίνεται καὶ ὁ ἀκόλαστος . οὔτε
4547112 φθεγγεται
' ἐπίφθονός ἐστι , καὶ ταχέως βαδίζει , καὶ μέγα φθέγγεται , καὶ βακτηρίαν φορεῖ : ταῦτα δ ' ἐστὶν
δ ' οὐδὲν ἤν τις δυστυχῇ . καὶ κάλλιστα μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνήρ . ἀναποδείκτως μὲν οὖν λεγομένων τῶν οὕτως
4543003 διεφθαρμενος
, εἴ μοι τοιοῦτος υἱὸς ἦν , θῆλυς οὕτω καὶ διεφθαρμένος ὑπὸ τῆς μέθης , μίτρᾳ μὲν ἀναδεδεμένος τὴν κόμην
. : “ διακεκναισμένος ” δὲ ἠμαυρωμένος , αἰσχρὸς καὶ διεφθαρμένος γενόμενος : οἱ γὰρ ἱππεῖς ἐν γυμνασίοις καὶ παλαίστραις
4542892 ἠκουσεν
: ὡς δὲ εἶδεν ἔλαφον ἐκπηδήσασαν , πάντων ἐπιλαθόμενος ὧν ἤκουσεν ἐδίωκεν οὐδὲν ἄλλο ὁρῶν ἢ ὅπῃ ἔφευγε . καί
ἐμπεσοῦσα ψυχῇ δυσέκλειπτόν ἐστιν . ἐθορυβήθη οὖν ὅτι τὴν κόρην ἤκουσεν εἶναί μου γυναῖκα , ὥστε ἐμίσει με μᾶλλον .
4536361 ἀμυνεται
: ἅπερ ἐπ ' ὠφελείᾳ ‖ γενόμενα , οὐδὲν ἧττον ἀμύνεται τοὺς πονηρούς : εἶτα καὶ τὴν ἀπὸ τῶν θηρίων
Κουρήτων αὐτῶν ἐκμαίνεται δεινῶς καὶ τοὺς τὸν πολέμιον αὐτῷ ζωογονήσαντας ἀμύνεται καὶ θηριοῖ μὲν αὐτίκα τοὺς ἄνδρας καὶ εἰς λεόντων
4519089 ἀκουων
διὰ . τῆς κολακεύσεως σου . * γινώσκω . * ἀκούων . λάβῃ * ἄνεσιν τῶν κακῶν καὶ τῆς λύπης
βλάβην καὶ συμφοράν . ἄελπτον ] ἀνέλπιστον . κλύων ] ἀκούων . Πέρσαι ] ὦ . φράσαιμ ' ἂν ]
4503213 λανθανει
ἰδόντες τῶν Αἰγυπτίων οἱ ἐν τέλει καὶ τῆς εὐμορφίας ἀγάμενοι λανθάνει γὰρ τοὺς ἐν ἐξοχαῖς οὐδένμηνύουσι τῷ βασιλεῖ . μεταπεμψάμενος
καὶ τὸ τοὺς εὐεργέτας βλάπτειν τοῦ τὸν τυχόντα ἀδικεῖν οὐδένα λανθάνει . καὶ τοίνυν καὶ τοὺς Ἐφεσίους , εἴ τις
4499478 τἀναιδες
τοῖς ἀργοῦσιν οὐ παρίσταται . κακὸν γὰρ αἰδώς , ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . αἰσχρόν γ ' ὅταν τις ἐπὶ γλώσσῃ
δὲ τοῖς ἀργοῦσιν οὐ παρίσταται κακὴ γὰρ αἰδώς , ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ αἰσχρόν γ ' ὅταν τις † ἐπὶ γλώσσῃ
4454863 γελωτα
ἄριστα ἐπιστάμενος αὐτὸς ὑπὲρ αὑτοῦ , τοὐναντίον οὗτος ἢ δοκεῖ γέλωτα ὀφλήσει , χρώμενος ὀνόματι ψευδεῖ δίχα πράγματος . καὶ
μετέωρος ἐπισκοπῶ τὰ γιγνόμενα , τοῦτο μὲν πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα , τοῦτο δὲ καὶ πεῖραν ἀνδρὸς ὡς
4449171 θυμος
πολλὰ κτεατίσσας . ὣς ἐφάμην , τοῖσιν δ ' ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ . ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκον μέγαν ἱστόν
ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέος βασιλῆος , τιμὴ δ '
4399652 λυπουμενῳ
ὅτι ἥμισυς ὁ βίος βιῶναι κρείττων ἀλύπως ἐστὶν ἢ διπλάσιος λυπουμένῳ , ὥσπερ οὗτος . Εἰς τοσοῦτον δὲ ἀναισχυντίας ἀφῖκται
ἡλικίας ἐκ τοῦ βίου μεθιστάμενος οὐχ ὅπως ὠλοφύρετο αὑτὸν ἢ λυπουμένῳ ἐῴκει , ἀλλὰ τοὐναντίον ἡμᾶς παρεμυθεῖτο . καὶ τά
4387954 σπουδαζων
αὐτάρκους οὐδὲ μεγαλοψύχου . οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων , ὡς ὁ περὶ πολλά . ἐκεῖνος γὰρ διὰ
δὲ τὸν πρῶτον τῶν Ὀλυνθιακῶν μεταχειριζόμενος οὐχ ὡς ὑπὲρ Ὀλυνθίων σπουδάζων προσποιεῖται λέγειν , ἀλλ ' ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἀκροατῶν
4366382 ἀγνοει
τῶν πραγμάτων μακρὰς καὶ μὴ ῥᾳδίους συλλαβὰς ταὐτὰ ταῦτα πάλιν ἀγνοεῖ ; Καὶ θαυμαστόν γε οὐδέν . Πῶς γάρ ,
ἀνθρώπινον τὸ ζητεῖν εἶναι : καταλέλοιπε δὲ τὸ διζημένη . ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ὁμοιωθεῖσα Λαοδόκῳ ἀνάγκην εἶχεν ἀνθρώπινα ἐπιτηδεύειν .
4362305 ἀνοητως
ὑπὸ σοῦ τιμωρίας τεύξεσθαι ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνῃ οὕτως ἀνοήτως διακείμενος , ὥστε οὐκ ἐξ ὧν εὖ πεποίηκας τὴν
συκοφαντουμένων . Δικτύῳ ἄνεμον θηρᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην καὶ ἀνοήτως τι ποιούντων . Δίκης δικαιότερος : ἐπὶ τῶν σφόδρα
4327069 τυφλος
, ἡσυχίαν ἄγειν ἠγάπησεν . Ἡκέτω δὲ ἡμῖν εἰς μέσον τυφλὸς ὁ παῖς περὶ οὗ ὁ λόγος , χειραγωγούμενος τῷ
τεκμαίρεσθαι τοῖς τοιούτοις , τί ἂν πάθοι τις , εἰ τυφλὸς ὢν ἐπιθυμοίη φιλοσοφεῖν ; τῷ διαγνῷ τὸν τὴν ἀμείνω
4315228 συνεις
γενομένης καὶ χωρούντων ἐπ ' αὐτόν , ὁ οἰκέτης εἵπετο συνεὶς καί τινα πρεσβύτην προοδεύοντα προδραμὼν ἀπέκτεινε καὶ τὴν κεφαλὴν
διαστατοῦ σώματος τοῦ φύσει πρῶτον αἰσθητοῦ . ὁ δὲ μὴ συνεὶς τὸ λεγόμενον ἔκ τινος παιδιᾶς εἴσεται πάνυ συνήθους .
4297486 τυπτει
καὶ συριγμοῖς προσέχει . δράκων ] ὄφις . θείνει ] τύπτει . θ Ξ ὀνείδει ] ἐν ὕβρει . ὀνείδει
αὑτὸν ὀνειδίσας τὴν ἀναίδειαν εἰσπηδᾷ , κέκραγεν , ἀπειλεῖ , τύπτει , πάντας ἡγεῖται καθάρματα , μισθὸν ἀξιοῖ νομίζεσθαι τὴν
4282088 ἀκαιρως
ἀναγκάζομαι ; ὦ κάλλος δικαίως ὑβρισμένον , τί γὰρ ἡμῖν ἀκαίρως παραμένεις ; Ἀλλὰ τί ταῦτα θρηνῶ καὶ οὐχ εὑρίσκω
ἀπαντήσῃ τόπος , μηδένα ἐλάσαι τὸν ἵππον αὐτοῦ ἢ τοξεῦσαι ἀκαίρως , ἀλλ ' , εἰ καὶ κινηθῇ κυνήγιν ,
4267076 σκηπτρωι
' γὼ μολπὰν οὐ τὰν αὐτὰν † οἵαν ποτὲ δὴ σκήπτρωι Πριάμου διερειδομένου ποδὸς ἀρχεχόρου πλαγαῖς Φρυγίους εὐκόμποις ἐξῆρχον θεούς
καὶ [ – ˘ ˘ – παλικὴν ? ] ? σκήπτρωι ? [ ⋮ ˘ ˘ – ˘ ˘ –
4264869 προῃρησαι
, σαφῶς ἡμῖν τοῖς πεπονθόσι κηρύττοντες : κατηγόρησον , ὅτε προῄρησαι , οὐκ ἐμπρόθεσμός ἐστιν ἡ γραφή : εἰ διὰ
αὐτῷ πειστέον . Οὐκοῦν ὑπὲρ ἐμοῦ σύ , Πρώταρχε , προῄρησαι λέγειν ; Πάνυ γε : νῦν μέντοι σχεδὸν ἀπορῶ
4240478 μαινεται
τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν
οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου
4234229 ἀδικουσαν
οὐδὲν τρέσας , τὴν δὲ τοῦ πράγματος ἐξετάζων φύσιν διετεινόμην ἀδικοῦσάν τε οὐδὲν ἀπέ - φαινον τὴν βουλήν . καίτοι
οὐδὲν τρέσας , τὴν δὲ τοῦ πράγματος ἐξετάζων φύσιν διετεινόμην ἀδικοῦσάν τε οὐδὲν ἀπέ - φαινον τὴν βουλήν . καίτοι
4231403 γινωσκων
. ὁ δὲ ἐν τοῖς δημιουργικοῖς μέτροις ἕκαστα ἀφορίζων καὶ γινώσκων τὰ ὄντα , ᾗ γέγονε , καὶ παραμετρῶν τῷ
διὰ τὴν τῶν ποδῶν πτέρωσιν . ληρεῖ , φλυαρεῖ μὴ γινώσκων τί γράφει ὡς καὶ τὸ ἡπατουργὸν : οὐ γὰρ
4228906 ἀλωπηξ
αὐτούς . ἄλλως : τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ ' αἴθων ἀλώπηξ : τούτοις ὑπακουστέον ὅτι οὐδὲ οἱ Λοκροὶ τὸ συγγενικὸν
ἐπειδὴ ἐκ τῆς πολλῆς μάχης ἐσκοτίσθησαν , ἔκειντο ἡμιθανεῖς . ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα ὡς ἐθεάσατο αὐτοὺς πεπτωκότας , τὸ δὲ
4224142 κυλινδειται
Φοίνικι , ἀλλὰ κλάει μὲν δι ' αἰχμάλωτον κόρην , κυλινδεῖται δὲ χαμαὶ δι ' ἑταίρου θάνατον ἀναγκαῖον , καὶ
εἴρηται , ὅτι παραπλησίως τῷ σκώληκι τῷ ζώῳ τὰ κύματα κυλινδεῖται . στρεβλός : ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς , ἀλλ
4210162 γελᾳ
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο
4206988 φοβειται
, καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀετοὺς φοβεῖται , καὶ ζῇ βίον ἄθλιον . οὐκ οἶσθα ,
μὲν ὥσπερ ἡ μήτηρ , αἰσχύνεται δὲ ὥσπερ υἱός , φοβεῖται δὲ ὡς ἂν οἰκέτης . τὸ δὲ μέγιστον τῶν
4206822 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
4199994 πλαναται
πολυσπερεῖ μέν , ὦ γέρον , καθ ' Ἑλλάδα φήμῃ πλανᾶται καὶ διέγνωσται πάλαι τὸ μὴ βεβαίους τὰς βροτῶν εἶναι
: οὐ γὰρ ὥσπερ ἐν γῇ . . . ἀλλὰ πλανᾶται διὰ τὸ ἀφ ' ὑγροῦ βεβηκέναι ἐφ ' ὁμαλῆ
4199285 γινωσκει
εἰσιν ἢ ἵπποι ἢ ἀστέρες , ἀλλὰ τὴν φύσιν αὐτῶν γινώσκει . τοῦτο οὖν βούλεται δηλοῦν τὸ φιλοσοφία ἐστὶ γνῶσις
ὑπ ' αὐτῶν , ὁ δὲ ἀκόλαστος οὐδ ' ὅλως γινώσκει , εἰ κακαί εἰσιν αἱ αἰσχραὶ ἐπιθυμίαι ἀλλ '
4190714 συναλγει
τὴν ἔρεισιν ποιουμένης . ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία συναλγεῖ τισι , καὶ τὰ τῆς συμπαθείας τῆς πρὸς τὴν
ἑαυτοῦ ἕνεκα πράττει καὶ συνήδεται ἑαυτῷ τὰ καλὰ πράττων καὶ συναλγεῖ δέ , εἴ πῃ συμβαίη μηδέν τι δέον πρᾶξαι
4189704 περιπεσῃ
, ἔχων τε ἀπέλθῃ τὴν ἀκίδα ὁ δελφὶς καὶ ἀθηρίᾳ περιπέσῃ αὐτός : ὅταν δὲ αἴσθηται καμόντα καί πως παρειμένον
ἰσχυρὴ , καὶ τὸ ἴκταρ ξηραίνεται . Ταῦτα ἢν ἐγκύμονι περιπέσῃ , θνήσκει , καὶ οὐκ ἂν δυνήσεται διαφυγεῖν .
4184952 ματην
οὐ δύνανται : μὴ κοπιᾶτε οὖν , φασίν , εἰς μάτην . Καὶ ἐτελέσθη ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἡ οἰκοδομή ,
Πολιτείας δευτέρῳ . Γραῶν ὕθλοι . ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γυμνοπαιδία . χοροὶ ἐν Σπάρτῃ τῆς Λακωνικῆς
4184194 πανουργως
ἄλλως δεικνύειν , οὐ κατά τινα ἁπλοῦν τρόπον , ἀλλὰ πανούργως . ἰδεῖν δὲ ψηφοπαικτοῦντά τινα , παραλογισθέντα καὶ ἐξαπατηθέντα
Γ κομψευριπικῶς : πανούργως ὡς ὁ Εὐριπίδης . κομψευριπικῶς ] πανούργως . Γ κομψευριπιδικῶς : ἀντὶ τοῦ εὐριπιδικῶς , δεινῶς
4178216 ἀδικει
φείδευ , λύκε , τᾶν τοκάδων μευ , μηδ ' ἀδίκει μ ' , ὅτι μικκὸς ἐὼν πολλαῖσιν ὁμαρτέω .
τὴν ναῦν καὶ ἐμοὶ πείθου καὶ μήτε σαυτὸν μήτε ἡμᾶς ἀδίκει μηδὲ ἀγαθὰ πολλά τε καὶ μεγάλα προσιόντα φεῦγε μηδ
4174062 ἐλεγχομενος
μισθωταῖς οἰκοῦσι ; καὶ ἀνάσχου μέντοι , ὦ σοφιστά , ἐλεγχόμενος . Νὴ Δί ' , ἔφη ὁ Σωκράτης ,
σπάνιον γὰρ τὸ ἀγαθόν . σοφὸν τίμα μετὰ θεόν . ἐλεγχόμενος ἵνα γένῃ σοφὸς χάριν ἴσθι τοῖς ἐλέγχουσιν . ὁ
4169068 κακομηχανιας
καὶ τοὺς ὀδόντας τῶν γελώντων ἐπιδεικνύειν εἰς τοσοῦτον ἤδη περιέστηκε κακομηχανίας καὶ ἐνέδρας , ὡς καὶ τὰ χείλη κρύπτειν τῶν
κατηγορεῖ . χροιὰ δὲ ἀνατετραμμένη ὑπόχλωρος δειλίας μεστὸν δείκνυσι καὶ κακομηχανίας , εἰ μὴ ὑπὸ νόσου γένοιτο . τὸ δὲ
4162143 δειλος
ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων
ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν
4157263 ἐπιβουλος
φῂς τὸν Ἀχιλλέα ψεύδεσθαι , ὃς ἦν οὕτω γόης καὶ ἐπίβουλος πρὸς τῇ ἀλαζονείᾳ , ὡς πεποίηκεν Ὅμηρος , ὥστε
, πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων , ἐπηρεάζων ,
4099662 λυπει
Μαραθῶνι τρόπαιον ἐγείρας , καὶ Ἀριστείδης ὁ δίκαιος ἐξωστρακίζετο . λυπεῖ δέ με οὐχ ἥκιστα πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ ἡ
ἐπὶ τὸ βέλτιον [ ἢ ] μεταφέρηται , διὰ ξενοπάθειαν λυπεῖ τὸν ὄγκον : οὐκ ἐπιγινώσκεται γὰρ τὸ μὴ προμελετηθέν
4099573 ἐθαυμασα
σε ποιῆσαι , γράμμασιν ἡμετέροις εἰ παρακληθείης . ἐγὼ δὲ ἐθαύμασα μὲν εἰ τοσοῦτον παρὰ σοὶ δυνήσομαι : τοῦ δὲ
γὰρ καὶ ἄλλα καὶ κύνας παρέχεται πλείστους . ὃ δὲ ἐθαύμασα ἐν τοῖς Μεθάνοις μάλιστα , γράψω καὶ τοῦτο .
4088077 τυπτειν
διώκοντος . Εἰ μὲν γὰρ ὁ μὲν ἄρξας τῆς πληγῆς τύπτειν καὶ μὴ ἀποκτείνειν διενοήθη , ὁ δὲ ἀμυνόμενος ἀποκτεῖναι
ἐπάτησαν , ἐκάκωσαν , ἔτυψαν . . ἀλοᾶν ἐστι τὸ τύπτειν . ὡς τῶν ὁμήρων οὖν ξύλῳ ἢ ὁπωσδήποτε κατακτανθέντων
4061468 σαινειν
; ” , ἵν ' ᾖ τὸ κινεῖν ἀντὶ τοῦ σαίνειν . ὡσεὶ ἔλεγε , τί μου καταπαίζεις καὶ λυπεῖς
ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων . αἴτιον γὰρ ἡ χαρὰ τοῦ σαίνειν τὰ ζῶα τὰς οὐράς . τῶν φίλων . εὐτυχούντων
4053214 ἀδικεις
. ] τὸ λαλεῖν σε ἐν ὕπνῳ τὸ ” Φίλων ἀδικεῖς “ , τοῦτο ἐστὶ τὸ κακόν , ὅτι ἀεὶ
τῶν νόμων γε μὴ πρότερον εἶναι θέλειν : σὺ τοίνυν ἀδικεῖς τοὺς νόμους ἀγαπῶν τὸν μιαιφόνον . ὁ δέ φησιν
4041261 ἀκουει
βοήσω . νέρθεν ] ὑποκάτω ὢν δηλονότι . κλύει ] ἀκούει . ἀντιστροφὴ κώλων ζʹ . γᾶ ] η .
ἐμφθορέων αἰζηῶν , ὕλη δ ' ἐχθομένοιο πυρὸς κατὰ θεσμὸν ἀκούει . . ἀτμεύειν δὲ δουλεύειν , ὑποκεῖσθαι : ἀτμένες
4032351 πασχει
δὴ ψυχὴ τὸ ἓν ἓν οὖσα καὶ αὐτὴ ἄλλῳ : πάσχει δὲ τοῦτο καὶ αὐτὴ ὑπ ' ἄλλου . Ἆρ
ἐν ὥρῃ μάλιστα γίνεται . Τάδε οὖν ἀπ ' αὐτοῦ πάσχει : βὴξ ἐμπίπτει ξηρὴ , καὶ ῥῖγος , καὶ
4028510 ἀκολαστος
ὁ μὴ λυπούμενος ἐπὶ τῇ τῶν αὐτῶν τούτων παρουσίᾳ , ἀκόλαστος δὲ ὁ ἐπὶ ἀπουσίᾳ τινῶν λυπούμενος , σώφρων δὲ
εἶναι : ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος : τοιοῦτος δὲ ὁ ἀκόλαστος : ὁ δὲ ἔλαττον τοῦ δέοντος τὰ τοιαῦτα ζητῶν
4020718 εἰδεν
, ζήσῃ δὲ ἀντιλαβὼν τὸν ἀθάνατον , ἴσως ὃ μηδέποτε εἶδεν ὄψεται . Αἱ φιλοσοφίαι πᾶσαι , κατά τε τὴν
: τοῦτο δ ' ἐστὶν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ ' εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ καὶ ὑπεριδοῦσα ἃ νῦν
4019052 προπετως
τοῦτο μὲν οὖν ἀποδιοπομπώμεθα , ἀντ ' αὐτοῦ δὲ λέγωμεν προπετῶς . Πηχῶν , πήχως : δεινῶς ἑκάτερον ἀνάττικον ,
καὶ δυεῖν μεσοπυργίων ἐρριμμένων τῶν μὲν Περδίκκου στρατιωτῶν τινες μεθυσθέντες προπετῶς νυκτὸς προσέβαλλον τοῖς τῆς ἀκροπόλεως τείχεσιν : οἱ δὲ
4017374 φιλοστοργος
φθόνου . εἴη δ ' ἂν ὁ τοιοῦτος εὐθὺς μὲν φιλόστοργος , φιλάνθρωπος , συνετός , ἐσθίειν δὲ καὶ πίνειν
τῆς ποιότητος κατὰ φύσιν πολλὴν ἔχομεν ἐνθυμημάτων χορηγίαν , ὅτι φιλόστοργος ὁ πατὴρ , καὶ οὐ μάτην εἰς τὸν παῖδα
4016747 ἀπροσωπον
ἀνέλπιστον τῆς ζωῆς ἄωτον , τουτέστι τὸν δυσέλπιστον , ὡς ἀπρόσωπον τὸν κακοπρόσωπον . γράφουσι δὲ ἔνιοι τὸν ἄλπνιστον ,
' ᾗ γέγονεν αἰτίας ἀνῃρημένης , ἵνα μήτε τὴν χώραν ἀπρόσωπον ἡμῖν ποιήσωσιν οἱ πολέμιοι κείραντες αὐτῆς τοὺς ἀγροὺς μήτε
4007130 ἀπιστει
ἀπεσταλμένος ὑπὸ τῶν Ἰώνων ἠρώτησε , δι ' ἣν αἰτίαν ἀπιστεῖ αὐτοῖς ὁ Ἀρταφέρνης : τοῦ δὲ εἰπόντος , μήποτε
φαίνωμαι μεμνημένος . Σιμμίας μὲν γάρ , ὡς ἐγᾦμαι , ἀπιστεῖ τε καὶ φοβεῖται μὴ ἡ ψυχὴ ὅμως καὶ θειότερον
3999220 ὑβρισμενῳ
πάσχειν , ἀνάγκη δέ τι καὶ τῷ στρατῷ γενέσθαι παραμύθιον ὑβρισμένῳ τε καὶ παρωξυμμένῳ καὶ πολεμίῳ πρὸς τῶν κοινῶν ἐχθρῶν
ταύτην τὴν ὑπερβολὴν τῆς τιμωρίας τῷ γε τὸ σῶμ ' ὑβρισμένῳ δεδωκέναι . τί οὖν ; ἐμοὶ τῷ τοσαύτῃ κεχρημένῳ
3989184 ἐξιστησιν
ὄν τί πως εἶναι , καθ ' ὃ τοῦ ὄντος ἐξίστησιν : ἀλλ ' οὐκ εἴ τινι συμβέβηκε μὴ ὄν
, ὅταν ἐπὶ κόρρης . ταῦτα κινεῖ , ταῦτ ' ἐξίστησιν ἀνθρώπους αὑτῶν , ἀήθεις ὄντας τοῦ προπηλακίζεσθαι . οὐδεὶς
3985991 θαρρει
ἐκείνοις , μὴ καρτερούντων δὲ πρὸς τὴν ἀντιμάχησιν ἀλλὰ τῷ θάρρει τῶν πολιτῶν τῆς πόλεως ἐνδιδόντων καὶ τῆς σφῶν σωτηρίας
πρός σε , Δημέα , πορεύομαι . ἐκποδὼν ἄπειμι . θάρρει . τουτονὶ τέθνηχ ' ὁρῶν . τί τὸ πάθος
3983853 γελως
ταῦτα συγχωρῆσαι . καίτοι εἰ τὰ ζητούμενα ὡς ὁμολογούμενα ὑποτίθεσθαι γέλως , πῶς εἰκὸς ἅ γε ζητεῖν γέλως , ταῦτ
γεγόναμεν εἰς τὸ διαλλάξαι χείρους . καίτοι τὸ πρᾶγμα ἀρχόμενον γέλως εἶναι ἐδόκει : μὴ γὰρ ἄν ποτε στῆναι φιλονεικίαν
3983601 Τηλεγονου
Τηλέμαχον , ἐμέμφετο τοῖς ὀνειροπόλοις . οἱ δὲ ἐπυνθάνοντο τοῦ Τηλεγόνου πόθεν εἴη καὶ τίνων γονέων , ὅτι τοιοῦτον ἄνδρα
ἐπιδεικνύντος καὶ ὅπερ ἔδωκε κέντρον θαλάσσιον τῆι Κίρκηι ὡς καὶ Τηλεγόνου αὐτὸν εἶναι τὸν πατέρα πεπίστευκε , καὶ ῥίπτει ἑαυτὸν
3983171 χαρᾳ
. κραιπνή : ταχεῖα . Γηθοσύνη : χαροπὴ , ἐν χαρᾷ . Λαῖτμα : βαθὺ , κῦμα . κατὰ λαῖτμα
δὲ τὸν ἄνδρα τοῦτον τὴν ἐσχάτην τραγῳδίαν εἰσαγαγόντα καὶ νικήσαντα χαρᾷ περιπεσεῖν ἀνυπερβλήτῳ , δι ' ἣν καὶ τελευτῆσαι .
3980662 πασχων
ἀτμούς . καὶ περιβαλλόμενος τὰ σάβανα πάλιν δεχέσθω ὕδωρ ὁ πάσχων ταῖς χερσὶ καὶ περινοτιζέσθω τὸ πρόσωπον αὑτοῦ . μετὰ
ποιῆσαι τὸ κριθὲν ἤδη . Φέρεται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ πάσχων ἀγνοῶν ἐφ ' ἃ παθεῖν προσήκει , ἀστάτῳ μὲν
3980244 ψευδομενος
ἀμφότερα ταῦτα , εἰ προαγορεύων ὡς ὑπὸ θεοῦ φαινόμενα καὶ ψευδόμενος ἐφαίνετο . δῆλον οὖν ὅτι οὐκ ἂν προέλεγεν ,
μόνον τῷ εἶναι ψευδεῖς : λέγεται γὰρ συκοφάντης οὐχ ὁ ψευδόμενος μόνον , ἀλλὰ καὶ ὁ πολυπραγμονῶν τὰ μὴ προήκοντα
3980028 ἀναπυνθανομενος
μὴ κατὰ πολλὴν σχολήν , συγγενόμενος καὶ παρὰ τῶν ἄλλων ἀναπυνθανόμενος ἔκ τε τῶν πολιτευμάτων αὐτῶν εἶχον θαυμάσας , οὐχ
ἐχεῖτο τῶν παρειῶν αὐτῆς , ἕως ὅτε τροφεὺς αὐτῆς πρεσβύτης ἀναπυνθανόμενος καὶ ἐπιγνοὺς τὸ πάθος , τῇ μὲν θαρρεῖν παρεκελεύσατο
3979758 διαθερμαινηται
μάλιστα καὶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς , ὅταν ἀπὸ τοῦ πλεύμονος διαθερμαίνηται . Τὰς ἀφορμὰς , ὁπόθεν ἤρξατο κάμνειν , σκεπτέον
: ἐν τοῖσι πυκνοσάρκοισι τῶν σωμάτων , ὅταν τὰ σιτία διαθερμαίνηται καὶ διαχέηται ἀπὸ πρώτου ὕπνου , θερμαινομένης τῆς σαρκὸς
3977311 ἡδεται
ἡ σωφροσύνη οὐ συνίσταται : ἄλλως τε ὁ μὲν σώφρων ἥδεται οἷς πράττει , ὁ δὲ ἐγκρατὴς ἐν ἀγῶνι ὢν
γεγονὼς καὶ ἀποκλίνας ἄλλος . Οὐ γὰρ δὴ τοτὲ μὲν ἥδεται ἐπὶ τοῦ κέντρου ὤν , τοτὲ δὲ λυπεῖται ἀποκλίνας
3963221 γιγνωσκων
αὐτῷ γὰρ γενεὴν ἄγχιστα ἐῴκει . Ἦ ῥ ' εὖ γιγνώσκων , Τρῶας δ ' ἄχος ἔλλαβε θυμόν . ἔνθ
ἔχοντος γελοῖον τὸν λόγον γίγνεσθαι , ὅταν λέγητε ὅτι πολλάκις γιγνώσκων τὰ κακὰ ἄνθρωπος ὅτι κακά ἐστιν , ὅμως πράττει
3956140 ἀνοητος
ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ
Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς
3956063 οὐπωποθ
Περσέα εἰσάγει λέγοντα : τὰς γὰρ συμφορὰς τῶν κακῶς πεπραγότων οὐπώποθ ' ὕβρις ' , αὐτὸς ὀρρωδῶν παθεῖν . καὶ
εἴσῃ μοι χάριν ; τὰς συμφορὰς γὰρ τῶν κακῶς πεπραγότων οὐπώποθ ' ὕβρις ' , αὐτὸς ὀρρωδῶν παθεῖν . μή
3951674 τιτρωσκεσθαι
ὡς δυνατοῖς , νομίζοντες ὡς ζῷον καὶ ὕδωρ κεντεῖσθαι , τιτρώσκεσθαι , κτείνεσθαι δύνασθαι , καὶ πάλιν ἀλγεῖν , δεδιέναι
ἔμπροσθεν τοῦ σώματος προβεβλῆσθαι , ἡ μὲν ἀσπὶς τοῦ μὴ τιτρώσκεσθαι , τὸ δὲ δόρυ τοῦ ἀμύνεσθαι , ὥστε ἐὰν
3948507 ὀνειδεσιν
' ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖς ' ὕπνῳ . ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν : τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται . σὺ δ
τε βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν . ἆρ ' ἐξεγείρῃ τοῖσδ ' ὀνείδεσιν , πάτερ ; ἆρ ' ὀρθὸν αἴρεις φίλτατον τὸ
3945431 ἐπαθεν
ἀστραπὴ διὰ τῆς βροντῆς . ἐξέλιπε τὰς ὁδούς ] ὑποσκίασιν ἔπαθεν , ὑπεσκιάσθη , ἀφῆκε . τὰς κινήσεις αὐτῆς .
ὦ φιλότας , ἀλλ ' ἀλλοπλατεῖς τὸ μέγιστον πάντ ' ἔπαθεν λιπαροντεσ εγχελεατινες ἄριστον γόγγροιτοιωνητεμων πλῆρες θεοτερπές . ἐπ '
3944925 σιγῃ
: καὶ γὰρ εἴ τι πάλαισμα θαύματος ἦν ἄξιον , σιγῇ τοῦτο ἐθαυμάζετο . τῆς βοῆς δὲ ἔδει τοὺς θεωμένους
ἐγὼ φράσομαι καὶ εἴσομ ' ἑκάστην . ἀλλ ' ἔχε σιγῇ μῦθον , ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσιν . ” ὣς ἄρ
3943696 ἐκνομως
, ἔκειτο , τῆς δίκης σφαγὰς ἰσαρίθμους τοῖς φόνοις τῶν ἐκνόμως ἀναιρεθέντων Ἰουδαίων ἑνὶ σώματι βουληθείσης ἐργάσασθαι . καὶ ὁ
κόραξ ἐσθίων νεκρῶν σῶμα βοᾷ , οὕτω καὶ ὁ δαίμων ἐκνόμως δικάσει , παρὰ τὸ δίκαιον . χερῶν ἄκρους κτένας
3943391 πεπονθα
. διότι . ἐχρῆν : Ἀντὶ τοῦ χρή . . πέπονθα : Ἔπαθα . . ἔπαθον . . δεινὰ :
προτέρων φρενῶν ἀπολειφθεὶς καὶ μανείς : † ἄλλως : τί πέπονθα ἀπολειφθεὶς τῶν πρὸ τῆς μανίας φρενῶν : † ἄλλως
3942138 βλαπτεται
βλάπτεται : ἴσον γάρ ἐστι τῷ εἴ τις μεθύει , βλάπτεται . τὸν τοιοῦτον λόγον ἀκριβέστερον ἐν τῷ περὶ συντάξεως
ὅλου τοῦ προσώπου : βαρεῖται γὰρ ὑπὸ τῶν καταπλασμάτων καὶ βλάπτεται πρὸς τῶν ἐμβροχῶν καταρρεουσῶν . καὶ ἐπὶ τῶν πολυκινήτων
3937053 χαλεπαινει
ἐπιλέλησαι , εἴγε ἄμεινον ἀγνοίας μᾶλλον ἢ κακίας κρίνεσθαι ; χαλεπαίνει γοῦν ὁ δικαστὴς οὐ πρὸς ἀγνοοῦντα ἀλλὰ πρὸς ἐθελοκακοῦντα
μὴ σωφρονεῖν ; οὔκουν ἐκείνους Ἀπόλλων ἀπεργάζεται μουσικούς , οἷς χαλεπαίνει , οὐδὲ θηρευτὰς Ἄρτεμις , οὓς ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ
3933673 δεινον
καὶ περιττὸν εἰς μέγεθος , σιμὸν μὲν τὴν πρόσοψιν , δεινὸν δὲ τὸ ἐπισκύνιον , πυρσωπὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ στίλβον
Φαλερίους , καὶ φθορᾶς γενομένης , χρησμὸς ἐδόθη λωφῆσαι τὸ δεινὸν , ἐὰν παρθένον τῇ Ἥρᾳ θύωσιν κατ ' ἐνιαυτόν
3933222 ἀποκρινεται
καὶ μηδένα τὸ παράπαν νοητὸν θεὸν ἔξω τῶν ὁρατῶν νομίζων ἀποκρίνεται πρὸς ὕβριν εἰπών : ” τίς ἐστιν οὗ χρή
, ὁ μὲν νοσῶν αὐτὸς σιωπᾷ , ὁ δαίμων δὲ ἀποκρίνεται , ἑλληνίζων ἢ βαρβαρίζων ὁπόθεν ἂν αὐτὸς ᾖ ,
3925627 διακειμενος
, τουτέστιν ὅτι οὐδὲ αὐτὸς ὁ ὀνειδίζων τὸ λογογραφεῖν οὕτω διακείμενος ὡς κακοῦ τοῦ πράγματος ὄντος διαβάλλει . ρεʹ Καὶ
. . . : Ἀμούλιος πρὸς Νομίτορα τὸν ἀδελφὸν τυραννικῶς διακείμενος , τὸν μὲν υἱὸν Αἴνιτον ἐπὶ κυνηγίᾳ ἀνεῖλε ,
3924994 παθοι
, τό τε πρὸς τελειότητα ἄγον , ὅπερ ἂν καὶ πάθοι καὶ νοῦς καὶ αἴσθησις , καὶ τὸ πρὸς φθοράν
διὸ , καὶ εἰ μὴ μεγάλως βιάσαιτο , οὐκ ἂν πάθοι . παθοῦσα δὲ λίαν πάσχει , καὶ πολλῶν συμπτωμάτων
3920644 εὐτολμον
τῶν πολεμίων γενομένης καὶ οὐδεμιᾶς ὑπαρχούσης ἐξόδου ἀναγκαῖον ἕξουσι τὸ εὔτολμον . γενομένης δὲ καθ ' ἓν χωρίον τῆς προσβολῆς
μεγάλην ἔχουσαι πρὸς τὸν βίον ῥοπήν , ἡ μὲν γὰρ εὔτολμον καὶ θαρραλέον πρὸς τὰ δεινὰ τὸ ἦθος τοῦ ἔχοντος
3918306 ὀργιζεται
ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν
καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει
3917606 ἐοικεν
ἀντὶ τοῦ ἀγχόνηι . ἀρτάναι ] ἀγχόναι . ἔοικεν ] ἔοικεν ὡς κύων εὔρις ἀναζητεῖν εἰ γέγονεν ἐνθάδε παλαιὸς φόνος
τῆς ζωῆς καὶ ἡ νοότης ἐπὶ νοῦ ; ἢ μᾶλλον ἔοικεν εἶναί τι μέσον στοιχείου τε καὶ τοῦ συνθέτου παντὸς
3917332 τρωσαντος
ἀλλ ' ἔφησεν ὁ πένης κεκαυκέναι δαλῷ κατὰ τρόπον τοῦ τρώσαντος , καὶ σὺ τὰ σημεῖα φέρεις ἐπὶ τοῦ προσώπου
ἀλλὰ τῷ ἐξ Αἰγύπτου . Ἔτι μὴν καὶ ἡ τοῦ τρώσαντος ὄφεως κεφαλὴ τὸν ὑπ ' αὐτοῦ τετρωμένον ἀπαλλάττει κακῶν
3913454 δεδοικε
δέοντι θεωρεῖν καὶ δράματα κωμικὰ παρα - σκευάζουσιν ἀπαγγέλλειν , δέδοικε δὲ οὐδείς , μὴ λάθῃ γύννις καὶ θηλυδρίας ὁ
εἰς δικαστήριον ἕλκειν : μερίζεται τὴν γνώμην ὁ χορὸς : δέδοικε γὰρ μὴ ὕστερον ἐγκληθῇ ὡς κρύψας : . ὁ
3906442 ὀδυνωμενη
καὶ θερμὴ καὶ τεταμένη , καὶ εἰ θίγοις αὐτῆς , ὀδυνωμένη . πληθωρικοῦ μὲν οὖν ὄντος ἢ κακοχύμου τοῦ παντὸς
εἰρημένοις , ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ μηδὲν ἔχειν ἀντειπεῖν πλέον ὀδυνωμένη συνετῆς οὕτως ἀποστερεῖσθαι παιδὸς μικρὸν ὕστερον μέλλουσα . τοιαύτης
3905250 ἠλγησε
εἰς ἐμπολὴν κερδαλέον ἑαυτῷ ἔχῃ ἅρπαγμα : ἡ δὲ ἄρα ἤλγησε πιεζομένη , καὶ παίει τῷ κέντρῳ διείρασα , καὶ
ἐξέκειραν , καὶ πᾶσαν λώβην προσέθεσαν . Ἐφ ' οἷς ἤλγησε μάλιστα Γύγης , καὶ πολλάκις μὲν εἰς τὴν Μαγνήτων
3905175 τεθνηκως
- ται . ἢ οὕτως : εἴ τις καὶ πρὶν τεθνηκὼς ἢ νῦν ὢν ἴσχεν ἐξαίρετόν τι , τοῦτο ἔσχον
λέγειν . ἔγνων ποτὲ καὶ Ἰόλαον : ὁ γὰρ Ἰόλαος τεθνηκὼς ἐπειδὴ ἔμαθεν Εὐρυσθέα ἐξαιτούμενον παρ ' Ἀθηναίων τοὺς Ἡρακλείδας
3902827 γνωριζει
δὲ τούτῳ πλείους τῶν φυλάκων συνέρρεον : καί τις αὐτῶν γνωρίζει τὴν σκάφην , αὐτὸς ἐν ἐκείνῃ τὰ παιδία κομίσας
καὶ ὁ εὐδαίμων εἰς τὸν φίλον ἀποβλέπων ἑαυτὸν ὁρᾷ καὶ γνωρίζει οἷός ἐστι , ὅτι ἀγαθὸς καὶ ἐράσμιος , καὶ
3901757 λογοισι
καὶ σὺ χὠ νέος τρόπος , ἐν οὐ πρέποντι τοῖς λόγοισι χρώμενος . ἐπεὶ δὲ πάντων ἡμᾶς εὐθύνας σοι διδόναι
τὸ μέτρον ὃ νῦν ἔχει , εἷμα δοὺς καὶ πορφυροῦν λόγοισι ποικίλας καλοῖς δυσπάλαιστος ὢν τὸς ἄλλως εὐπαλαίστως ἀποφανεῖ .
3891724 δελεαζεται
ὡς σταῖς , καὶ ἀναπλάσσεται κολλύρια , καὶ ἐν αὐτοῖς δελεάζεται . Σιλούρου ποταμίου δραχ . ιϚʹ : πηγάνου ἀγρίου
οὐδὲν δέλεαρ ἐσθίει ἔμψυχον , καὶ ἀνελκυσθεὶς δ ' οὐ δελεάζεται οὔτε σαρκὶ οὔτ ' ἄλλῳ τινὶ ἐμψύχῳ , ὡς
3886602 ἁνηρ
γε τὴν Μεγάλην πόλιν , τίς τε καὶ ἐκ τίνων ἁνὴρ καὶ ὡς ἄξιος τιμῆς Ἑλλήνων παισίν . ἀμφοτέροις γὰρ
Φίλιππον εὐμενῶς διδάξαι τε τὸν γενναῖον Σαλούτιον , τίς τε ἁνὴρ κἀκ τίνων , καὶ περὶ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ
3885818 ὁρᾳ
διὰ δυοῖν ττ λέγουσιν . κυνοφθαλμίζεται : ἀναιδῶς καὶ ἰταμῶς ὁρᾷ , τρόπον ματρύλλου . κέρκῳ σαίνειν : ἐπὶ τῶν
ἀπέκτειναν ; . αὐτόδηλα ] αὐτὰ δὲ ταῦτα φανερά . ὁρᾷ γὰρ αὐτὰ τὰ σώματα βασταζόμενα ὁ χορός . .
3884094 ἐλεγξειεν
οὔτε φόβος οὔτε κίνδυνος , οὐ κῦμα , οὐ σκηπτὸς ἐλέγξειεν ἂν ἐν καιρῷ καλοῦντι φίλων ἀνδρίαν . ἡ μὲν
εἰ δὲ οὐδεὶς ἐξελήλεγκτο , τί παρῆν ; ἢ ἵνα ἐλέγξειεν ; καὶ μὴν οὐδὲν ἤλεγξεν . ἢ τοῦτο μὲν

Back