τὴν ἔρεισιν ποιουμένης . ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία συναλγεῖ τισι , καὶ τὰ τῆς συμπαθείας τῆς πρὸς τὴν | ||
ἑαυτοῦ ἕνεκα πράττει καὶ συνήδεται ἑαυτῷ τὰ καλὰ πράττων καὶ συναλγεῖ δέ , εἴ πῃ συμβαίη μηδέν τι δέον πρᾶξαι |
γίνεται , οἶνον δὲ τὸν παλαιότατον σπουδάζομεν : ὁ μὲν δάκνει γάρ , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . | ||
τοῦ χυμοῦ , καὶ ἀρξάμενον φέρεσθαι ἐπὶ τὰ ἔξω , δάκνει καὶ ποιεῖ τὸ ῥῖγος . τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον |
διέτασσε . Καί οἱ ταῦτα διέποντι ἐπῆλθε πταρεῖν τε καὶ βῆξαι μεζόνως ἢ ὡς ἐώθεε : οἷα δέ οἱ πρεσβυτέρῳ | ||
; δότω τις εἰς τὴν χεῖρα πρὶν † χολη † βῆξαι . μή μ ' ἰκετεύω , Λαμπρίσκε , πρός |
; τὸ δὲ μειράκιον , ὥσπερ ἀφυπνίσαν τούς τε ὀφθαλμοὺς ἔτριψε καὶ πρὸς τὰς αὐγὰς τοῦ ἡλίου εἶδεν αἰδῶ τε | ||
ἀπογενόμενος δωδεκαταῖος , ἐπυρέτηνεν : προφάσιος δὲ , ὅτι σμήχων ἔτριψε τὰ περὶ τὸ ἕλκος , καὶ μετεψύχθη : ἐξήρθη |
' ἐπίφθονός ἐστι , καὶ ταχέως βαδίζει , καὶ μέγα φθέγγεται , καὶ βακτηρίαν φορεῖ : ταῦτα δ ' ἐστὶν | ||
δ ' οὐδὲν ἤν τις δυστυχῇ . καὶ κάλλιστα μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνήρ . ἀναποδείκτως μὲν οὖν λεγομένων τῶν οὕτως |
ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν τοῦ ἁγνός | ||
δ ' ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων , ἐπ ' ἄλγει δυσφορῶν μαινομένᾳ κραδίᾳ δίδυμα κάκ ' ἐτέλεσεν : πατροφόνῳ |
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς | ||
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα |
τὴν δ ' ἐγὼ οὐ λύσω πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ , τηλόθι πάτρης , | ||
καὶ τὰ αὑτοῦ θεραπεύοντος . ταυτὶ μὲν οὖν μοι παίζειν ἔπεισιν , ὅπως εἴη σοι βοᾶν καὶ γελᾶν , οἷάπερ |
ὑγιέα ποιέειν . Ἡ φύσις αὐτομάτη ταῦτα ἐπίσταται : καθήμενος πονέει ἀναστῆναι , κινεύμενος πονέει ἀναπαύσασθαι , καὶ ἄλλα τοιαῦτα | ||
ὁκόσῳ δ ' ἂν ὁ χρόνος τῇ νούσῳ ἀπομηκύνηται , πονέει ἅπαντα μᾶλλον , καὶ τὰ σκέλεα οἰδέει ὡς ἀπὸ |
μάλιστα τῶν ὑπ ' αὐτοῦ κατὰ σχῆμα προηγμένων ἡνία τε ἐμβέβληται τῷ λόγῳ καὶ τὸ ἐπαμφότερον αἱ διάνοιαι σώζουσιν . | ||
ἔπλευσε , κόμπου δὲ χάριν ἡ Ἀφροδίτη τοῖς λόγοις αὐτῆς ἐμβέβληται : καὶ τοῦτο γέλοιον , γελοιότερον δὲ ὃ ἀντερεῖ |
ἃ ἔμαθεν , φυλάττουσα δὲ χρῆται , χρωμένη δὲ οὐ σφάλλεται . Τοῦτο ἡ διατριβή , τοῦτο ἡ σχολή , | ||
τοῦ συμφέρειν ἢ καθήκειν σεαυτῷ τοῦτο ποιεῖν . Εἰ μὲν σφάλλεται , διδάσκειν εὐμενῶς καὶ τὸ παρορώμενον δεικνύναι . εἰ |
] ὑπὸ τοῦ Διός . δυσκλεὴς ] ἄδοξος . . σιδηρόφρων τε ] ὁ τῶν Ὠκεανίδων γυναικῶν χορὸς ἰδὼν τὸν | ||
ἤγουν ὑπὸ τοῦ Διός δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ |
κλαιούσης . κλαιομένας ] θρηνούσης . μινύθει ] ἐλαττοῦται . μινύθει ] σμικρύνεται . μινύθει ] σμικρύνεται , πάσχει . | ||
ματαία [ ] [ γλῶσς ' ] ⌊ ἀϊδὴς ⌋ μινύθει [ ] ἐλπίδι θυμὸν ἰαίν [ – ] τᾷ |
γάρ , ὥσπερ ἡ παροιμία , πόνος μονωθεὶς οὐκέτ ' ἀλγύνει βροτούς . πέλας δὲ ταύτης δεινὸς ἵδρυται Κράγος ἔνθηρος | ||
τὸν τυγχάνοντα . ἀλγύνει ] εὑρεθείς τινι ἀλγύνει ἐκεῖνον . ἀλγύνει ] λυπεῖ . θ ἀλγύνει ] λυπεῖ ἕτερον . |
καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ ῥιγώσαντα νοσεῖ , καθάπερ ἡ ἄμπελος : ἀμβλοῦνται γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ | ||
, οἷον ἐὰν εἴπω οὐχ ὑγιαίνει Ἄνυτος , δῆλον ὅτι νοσεῖ . ἐπὶ δὲ τῶν μὴ οὕτως ὄντων ῥημάτων πάντα |
ἄλλων : οἷον διόγκωσις , πόνοι συνεχεῖς , πυρώδης καὶ πελιὸς ὁ τόπος καὶ τρυγώδης : ἴλιγγος , ἐκλύσεις , | ||
αὐτὸς ἐμέοι , ὀλέθριον : τάχιστον δὲ θάνατον σημαίνει ὁ πελιὸς καὶ κακώδης : ἐστὶ δὲ θανάσιμος ὁ ἐρυθρὸς ἔμετος |
ἄστρων : τοῖς μὲν πρὸς ἀνατολὰς κειμένοις ὄμμασι βλέποντα , μύοντα δὲ τοῖς πρὸς δύσιν . θέλει γὰρ αὐτὸν οἷς | ||
ὀπισθίων μερῶν , δύο μὲν ἐγρηγορότα , δύο δὲ ἡσυχῆ μύοντα : καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων πτερὰ τέσσαρα , δύο |
ὀνόματος ἔτυχε , καὶ ἡ βατὶς δὲ εὔστομος . ἡ νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ | ||
, σηπίαι , τευθίδες καὶ τὰ τοιαῦτα . τῶν σελαχίων νάρκη μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι |
ἄνδρες οὐδ ' οἳ μᾶλλον ἐτετιμέατο : οὕτω οὐδὲ λόγος αἱρέει ἀναδεχθῆναι ἔκ γε ἀνδρῶν τούτων ἀσπίδα ἐπὶ τοιούτῳ λόγῳ | ||
πρῆγμα κατάσκοποι ἐγένοντο . Μετὰ δὲ ταῦτα Σάμον βασιλεὺς Δαρεῖος αἱρέει , πολίων πασέων πρώτην Ἑλληνίδων καὶ βαρβάρων , διὰ |
οἱ δὲ ἀσθματίαι , ὁπόσοις καθάπερ ἐκ δρόμου τὸ πνεῦμα ἐλαύνεται , ἄβουλοι , κακόθυμοι . . . . παντολόγοι | ||
γαίης . καὶ δρόμον ἰσοκέλευθον ὀπιπεύουσα τοκῆος , παρθένος ἀντιπρόσωπος ἐλαύνεται οὐδ ' ἀπολήγει λοξὰ παραΐσσουσα : φιλαγρύπνοιο δὲ κούρης |
πον ? ? [ ! ! ! ] ! [ τεύξῃ τιν ' Ἥρα ! [ νυρ [ ! ! | ||
πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος . Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ . Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν . Ξίφος |
ἐρατὸν σθένος ἐν κονίῃσι : τοὔνεκά οἱ κραδίην ὀλοαὶ κατέδαπτον ἀνῖαι , ὁππόσον ἀμφ ' ἑτάροιο πάρος Πατρόκλοιο δαμέντος . | ||
καὶ εὐκομόωντα κάρηνα τύμματ ' ἀπαλθαίνοντο , κατηπιόωντο δ ' ἀνῖαι . Ἀμφὶ δὲ τοξοσύνης Τεῦκρος καὶ Ὀιλέος υἱὸς ἕστασαν |
. εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες , αἱ δέ μεο φρένες ἐκκεκωφέαται , κνυζή τις ἤδη καὶ πέπειρα γίνομαι | ||
Ἑρκείου Διὸς τοῦδε , φράσαι μοι τὴν ἀληθείην , τίς μεο ἐστὶ πατὴρ ὀρθῷ λόγῳ . Λευτυχίδης μὲν γὰρ ἔφη |
) ὁ δ ' αὐτὸς οὗτος ποιητὴς καὶ περὶ τῶν ἐρώντων ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Τραυματίᾳ φησὶν οὕτως : τίς οὐχί | ||
: ὅμως δὲ ἥ γε αἰτία καὶ τὸ πάθος τῶν ἐρώντων τοῦτο ἐκεῖνο τυγχάνει ὄν . Τῶν μὲν οὖν Διὸς |
ποτοῦ τοῦ ] τοῦ πιόντος παχύνεται : ἡ γλῶσσα δὲ οἰδαίνεται , φυσᾶται καὶ τὸ οἰδαλέα : διῳδηκότα καὶ ἐξωγκωμένα | ||
ὕδρος : ὕδρα : σεσημείωται τὸ οἶδα : οἶδμα : οἰδαίνεται : Οἰδήπους , διὰ τῆς οι διφθόγγου γραφόμενα . |
γονεῖς . Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας . Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον . Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος | ||
γαμηλίους μολπὰς ἀϋτεῖ παρθένοις ἡγούμενος . οὐ θᾶσσον ; οὐ σταλαγμὸν ἐξομόρξετε , εἴ πού τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών |
, χείρονες , γλώσσης , γεύσιος , ἐξ οἵων οἷα προκαλέεται . εʹ . Πνεῦμα τὸ ταύτῃ θερμότερον , ψυχρότερον | ||
ἐκδιδοῖ , μετρίωϲ δὲ ἐρεθίζει τε καὶ παροιδίϲκει καὶ θερμαϲίην προκαλέεται . ἢν δ ' ἐπὶ μᾶλλον ἐθελήϲῃϲ τάδε τοι |
τυφλὰ τίκτει : παρὰ τὴν παροιμίαν “ ἡ κύων σπεύδουσα τυφλὰ τίκτει ” . Γ ὁ νοῦς τοιοῦτος : ὡς | ||
ἐρῶντες μένοντες μάχεσθε . μῶρον γὰρ τὸ κρατεῖν βουλομένους τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα ταῦτα ἐναντία τάττειν |
τὰ μὲν ἐσπάρακται τῶν μελῶν , τὰ δὲ συντέτριπται , πέφυρται δ ' ἡ κόμη , καὶ τὸ μὲν στέρνον | ||
κητείου λύθρου προσπέφυρται . λύθροιο : δι ' αἵματος . πέφυρται : μολύνεται , γίνεται , σμίγεται , γέμει . |
δὲ ἕπεται . πρότερον γὰρ ὀρέγεταί τις ἀντιλυπῆσαι , εἶτα ζέει αὐτοῦ τὸ περικάρδιον αἷμα ἐνδιδόντος τῇ ὀρέξει καὶ ἤδη | ||
Σκορπίζεται Ἰώνων , σκεδάννυται Ἀττικῶν . Ῥέει , πλέει , ζέει Ἰακά : ῥεῖ δὲ καὶ ζεῖ καὶ πλεῖ Ἀττικά |
. . , : ἅτινα καὶ ἐν ταῖς τοῦ Δίκτυος ἐμφέρεται συγγραφαῖς , ὅπερ πόνημα μετὰ πολλὰ ἔτη Ὁμήρου τελευτῆς | ||
τὸ περὶ τῆς ἱερᾶς ἑβδόμης , ᾧ μυρία καὶ ἀναγκαῖα ἐμφέρεται , τὰ εἴδη τῶν ἑορτῶν , αἱ τῶν φύσει |
τὴν γεῦσιν . τὰ τῶν πάνυ νέων ζῴων κρέα ῥᾷον ὑπέρχεται κατὰ γαστέρα ὁμοίως . τῶν σελαχίων νάρκη τε καὶ | ||
καὶ φυϲωδεϲτέρα τῶν κριθίνων ἄρτων ἐϲτίν , μέλιτοϲ δὲ προϲλαβοῦϲα ὑπέρχεται . ὁ δὲ βρόμοϲ θερμόϲ τε καὶ ὀλιγότροφοϲ . |
δ ' ἐποπίζεο μῆνιν , μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς Ἀργεϊφόντης : | ||
γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ ' ἀπαρέσσασθαι ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων |
ὡς ἐπιτοπλεῖστον ἀπὸ κυνάγχης ἐγίνετο . λοιπὸν ἄκουε , θαυμασίως κυνάγχη ἐγένετο . διετείνετο οὖν τὰ περὶ τὸν θώ - | ||
, τῶν δὲ ἐκτός , παρασυνάγχη . ὥσπερ δῆτα καὶ κυνάγχη μὲν τῶν ἐντὸς τοῦ λάρυγγος φλεγμαινόντων μυῶν , παρακυνάγχη |
οἷς δ ' ὁ γέρων μετέῃσιν ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει , ὅπως ὄχ ' ἄριστα μετ ' ἀμφοτέροισι γένηται | ||
〛 [ ] γανάενταχ ? [ [ ] ν : λεύσσει δ ! [ [ ] ! ᾽ὼν ? [ |
τοι αὐτὴ μὲν οὐδέν , ἡνίκ ' ἂν λέγῃ , πονεῖ , ὅταν δ ' ἁμάρτῃ , πολλὰ προσβάλλει κακά | ||
[ ] τὴν [ ] μέλιτταν , ὡϲ [ οὐδὲν πονεῖ ] ἔξωθεν , ἀλλ ' [ ἐϲ ] ταὐτὸ |
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν | ||
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι % |
Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν ὡς οὐχὶ μικροῖς ἥδεται ποτηρίοις . | ||
ἀρίστου βίου κατέστρεφεν . . Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν , ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ τὸ ἀλγοῦν κατ |
ἢ διαϲτρέφηται τὴν κάτω γνάθον ἢ τὼ χεῖρε καὶ τὰ ϲκέλεα ῥίπτηται καὶ ξύμπαν τιταίνηταί οἱ ὤψ , γυῖα ψηλαφίῃ | ||
ἐπικρούοιϲ , ἐνηχοῦν : χεῖρεϲ ἐν ἐκτάϲει κατόπιν κεκλαϲμέναι : ϲκέλεα ξυγκεκαμμένα : ἐναντίωϲ γὰρ ἰγνύϊ κατόπιν κάμπτεται . ἢν |
ἡ ἀναπνοή , ἆϲθμα καλεῖται . καὶ ἡ νοῦϲοϲ δὲ ὀρθόπνοια καὶ ἥδε κικλήϲκεται ἆϲθμα . ἐν γὰρ τοῖϲι παροξυϲμοῖϲι | ||
καὶ τὸ σῶμα , καὶ πόνος αὐτὴν κατέχει , καὶ ὀρθόπνοια γίνεται , καὶ ἀλγέει τοὺς κενεῶνας καὶ τὸ ὑπογάστριον |
: ἅπερ ἐπ ' ὠφελείᾳ ‖ γενόμενα , οὐδὲν ἧττον ἀμύνεται τοὺς πονηρούς : εἶτα καὶ τὴν ἀπὸ τῶν θηρίων | ||
Κουρήτων αὐτῶν ἐκμαίνεται δεινῶς καὶ τοὺς τὸν πολέμιον αὐτῷ ζωογονήσαντας ἀμύνεται καὶ θηριοῖ μὲν αὐτίκα τοὺς ἄνδρας καὶ εἰς λεόντων |
τὸν ἄνδρα δηλοῦσιν . ἕτεροι δὲ καὶ τὰ μέσα τῶν βλεφάρων συγκλείουσι καὶ καθέλκουσι , τὰ δὲ ἀμφοτέρωθεν ἀνασπῶσι καὶ | ||
λοιπὸν περίβλεπτοι , ὀφθαλμῶν δὲ βολαὶ καὶ γλῆναι κατακοιμηθεῖσαι , βλεφάρων δὲ ἕλικες οὐκέτι ἕλικες , ἀλλὰ συμπεπτωκότα πάντα . |
κέντρα κῶλον ] πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνει ὁ βοῦς : λακτίζει γὰρ κεντούμενος ὑπὸ κέντρου : ὥστε λακτίζων πρὸς κέντρον | ||
τοῦ φόβου . ἡ καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει , καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα |
συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις : βουλή . ἐπίκλοπος : δολία , δολερά . Ἐξαπάτησαν : ἐπλάνησαν . | ||
ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον : “ ἦ τις θηητὴρ καὶ ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων : ἤ ῥά νύ που τοιαῦτα καὶ |
Εἰς κυνὸς πυγὴν βλέπει καὶ τριῶν ἀλωπεκῶν : ἐπὶ τῶν ὀφθαλμιώντων καὶ αἰσχρῶν . Εἰς λατομίας : παροιμία ἐπὶ τῶν | ||
ϲταθμῷ Γρʹ δ καὶ πλεῖον . Ἀλοηδάριον Ὀριβαϲίου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμιώντων μάλιϲτα , κενοῖ δὲ μᾶλλον χολὴν ξανθὴν καὶ μέλαιναν |
τὸ τρίτον ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον : ἔβλητο πρὸς στῆθος : εἶτα ἀφαίρεσις βλῆτο , οἷον : | ||
τὸ δεύτερον ἐβέβλησο καὶ τὸ τρίτον ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον : ἔβλητο πρὸς στῆθος : εἶτα ἀφαίρεσις |
καταφρονῶν οὐ πάνυ ἄχθεται ἀδικούμενος καὶ ζημιούμενος . μᾶλλον γὰρ ἄχθεται εἴ τι προσῆκον ἀναλῶσαι οὐκ ἀνάλωσεν ἢ εἴ τι | ||
οὐχ ὑποπίνεις ; οὐχ ὑπολύσεις σαυτόν ; ὁ δ ' ἄχθεται αὐτὸς ὁ θύων τῷ κατακωλύοντι καὶ εὐθὺς ἔλεξ ' |
ψίλωθρον ἐλήφθη μὲν ἐκ κομμωτικῆς , ἐπιπολαίως δὲ τὴν σάρκα ἀμύσσει : δῆλον ἔκ τε τοῦ φοινιγμοῦ καὶ τῆς ὕλης | ||
. καί με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] |
καὶ ἦχοϲ τῶν ὤτων , καὶ βλάπτονται τινὲϲ μὲν τὴν ὄϲφρηϲιν , τινὲϲ δὲ τὴν γεῦϲιν : ὅϲοιϲ δὲ κατὰ | ||
' οὐδὲν ἧττον τῆϲ γεύϲεωϲ ἀνιᾷ τε καὶ δάκνει τὴν ὄϲφρηϲιν . οὕτω δὲ καὶ καθ ' ἕκαϲτον τῶν ἄλλων |
πολλὰ κτεατίσσας . ὣς ἐφάμην , τοῖσιν δ ' ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ . ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκον μέγαν ἱστόν | ||
ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέος βασιλῆος , τιμὴ δ ' |
Διὸς ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις χορευθέντ ' ἐναύλοις . βέβακεν ἐν δίφροισιν | ||
ποτέ . Οὔ φημ ' ἐάσειν . Ἀπό μ ' ὀλεῖς , ἢν προσθίγῃς . Καὶ δὴ μεθίημ ' , |
ταῦτ ' ἔχει ; οὐ γὰρ τόν γε τοῦ παντὸς ἐσφαλμένον ὡς ἀνέλοι σοφώτατον ἀνδρῶν πιστεῦσαι θεμιτὸν περὶ τοῦ θεοῦ | ||
κραδίην πτοίην βάλε , πᾶν δὲ νόημα ἔμπληκτον μεμόρηκε κακῇ ἐσφαλμένον ἄτῃ : αὐτὰρ ὁ μηκάζει μανίης ὕπο μυρία φλύζων |
μάρμαρα καὶ ὑποστάθμαι ὁ χρυσός , ὁ ἄργυρος , καὶ τριχία ἡ ἐσθὴς καὶ αἷμα ἡ πορφύρα , καὶ τὰ | ||
ἐμφέρεται μέντοι ἐνίοτε καὶ μάλιστα περὶ τὴν στεφάνην οἷόν τινα τριχία μείω μὲν πάνυ τῶν ἤδη ῥηθέντων , ἁδρότερα δ |
τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ | ||
καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς |
εἰσέτι παιδνὸν ἐόντα , μέλισσά τις ὡς ἐπὶ σίμβλῳ χείλεσι νηπιάχοισι τιθαιβώσσουσα ποτᾶτο . τῷ δὲ λιγυφθόγγων ἐπέων μελέων θ | ||
ἀνθρώποις μέγα κῦδος ἀέξεται ἠδὲ καὶ ἔργον , φύζα δὲ νηπιάχοισι μάλ ' εὔαδεν ἠδὲ γυναιξί : κείνῃς θυμὸν ἔοικας |
παρενείραντες οὖν τὸ Υ ἰδίῳ ἔθει , παρέσει τοῦ Β λεύσσω . ἐνεστῶτος δὲ εἶναι οἶμαι ὡς τὸ ἄξετε καὶ | ||
. ἔα ἔα : τίνας Ἰλιάσιν τούσδ ' ἐν κορυφαῖς λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας διερέσσοντας ; μέλλει Τροίαι καινόν τι |
: ἐπὴν μὲν τὰ ἐκχυμώματα τῶν φλεβῶν , καὶ τὰ μελάσματα , καὶ τὰ ἐγγὺς ἐκείνων ὑπέρυθρα γίνηται καὶ ὑπόσκληρα | ||
Σημεῖα τῶν παλιγκοτησάντων : ἢν τὰ ἐκχυμώματα , καὶ τὰ μελάσματα , καὶ τὰ περὶ ταῦτα ὑπόσκληρα καὶ ὑπέρυθρα ᾖ |
ἀφραδέως ] τοῖς γὰρ συνετοῖς ἀλάθητος ἔσται τοιοῦτος ὀπὸς προπινόμενος πάσηται ] γεύσηται , λείπει δὲ τὸ τίς ἐμπληγέες ] | ||
γε μὲν οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο δυσαλθές ἀφραδέως δεπάεσσιν ἀπεχθομένοισι πάσηται , οἱ μέν τ ' ἀφροσύνῃ ἐμπληγέες οἷά τε |
κρείττονος . εἰ μὲν οὖν τὸν Θεὸν φύσει ἀσθενῆ ὄντα τολμήσεις εἰπεῖν , περὶ τῆς σωτηρίας αὐτῆς κινδυνεύειν μοι δοκεῖς | ||
τί λέγεις , εἴποιμ ' ἂν πρὸς τὸν ἐπίορκον , τολμήσεις τινὶ τῶν σεαυτοῦ γνωρίμων φάναι προσελθών : ὦ οὗτος |
οἴμοι θανοῦμαι πρὸς δυοῖν ἀσύμμαχος . τὴν δ ' ἐν νεκροῖσιν οὐ στένεις δάμαρτα σήν ; ἦ γὰρ τέθνηκεν ; | ||
ποταινίου : ἰὼ δύστανος , οὔτ ' ἐν βροτοῖς οὔτε νεκροῖσιν μέτοικος , οὐ ζῶσιν , οὐ θανοῦσιν . Προβᾶς |
ἐρεθισμοὶ , ἐπιεικέως τὰ παρ ' οὖς ἐπάρματα . Φάρυγξ ἐπώδυνος , ἰσχνὴ , μετὰ δυσφορίης , ὀλέθριον ὀξέως . | ||
. Μέλεος , συνήθως μὲν ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐπίπονος καὶ ἐπώδυνος : παρ ' Ὁμήρῳ δὲ καὶ ὁ μάταιος . |
εὖ ζῆν γεγόνασι : καὶ πρὸς τὸ ζῆν ἐγκέφαλος , καρδία , κοιλία , ἧπαρ καὶ πνεύμων : ὧν παθόντων | ||
ἀρχαὶ δὲ τρεῖς , ὡς πολλάκις μεμαθήκαμεν , ἐγκέφαλος , καρδία καὶ ἧπαρ . ὁ μὲν οὖν ἐγκέφαλος οὐ πάνυ |
συγκριτικὸν τάσσων , καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ , θάσσων : ὡς παρὰ τὸ παχῦς πάσσων . παρὰ δὲ | ||
: ὡς παρὰ τὸ παχῦς πάσσων . παρὰ δὲ τὸ θάσσων θάττων . Θρησκεύειν . παρὰ τὴν Θρακῶν ἐπιμέλειαν τὴν |
τὴν τροφὴν οὐδὲ ἡ κοιλίη , καὶ βοᾷ , καὶ ἀναΐσσει , καὶ ὀδυνᾶται τό τε ἦτρον καὶ τοὺς βουβῶνας | ||
ἐνίοτε , καὶ οὐ δύναται ἑωυτὸν κατέχειν , ἀλλ ' ἀναΐσσει ἐνίοτε , ὅταν ἡ ὀδύνη ἔχῃ : ὅταν δὲ |
οὐδὲ μύροισιν ? ? ? ? ? [ ] [ κοιμᾶται ] μαλακὸν χρῶτα λιπαινόμενος [ ] , ἀλλὰ χάμευνα | ||
, ταῖς γινομέναις εἰς τὴν γῆν : ἐν αὐταῖς γὰρ κοιμᾶται ὁ κεράστης ἔχις . γράφεται ἁματροχιῇσι ἀντὶ τοῦ ἁρματροχιαῖς |
ἑκάεργος Ἀπόλλων , ἀλλὰ χολωσαμένη Διὸς αἰδοίη παράκοιτις νείκεσεν ἰοχέαιραν ὀνειδείοις ἐπέεσσι : πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας κύον ἀδεὲς | ||
μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν . ἥ ῥ ' Ὀδυσῆ ' ἐνένιπεν ὀνειδείοις ' ἐπέεσσι : “ ξεῖνε τάλαν , σύ γέ |
μοχθοῦσι κακοπαθοῦσι τρόμον : καὶ γὰρ μετὰ προειρημένα πάντα καὶ τρόμος τις τοῖς μέλεσι τοῦ κάμνοντος περιτρέχει καὶ γίνεται . | ||
, αἵ τε ναρκώδεις ἅπασαι κινήσεις καὶ παράλυσις καὶ προσέτι τρόμος . προαιρετικῆς μὲν οὖν ἐνεργείας βλάβη παράλυσίς τε καὶ |
ἑκατέρως δὲ πειρᾶσθαι τὴν φορὰν αὐτῆς ἐκκλίνοντα πρὸς τὸ ἄνω συρράπτειν οὕτως τὸ πέρας τῆς ὀθόνης ταῖς ὑποβεβλημέναις περιβολαῖς : | ||
τοῖς δυσὶ καιροῖς καὶ ὑπάρχουσιν ἄμφω ἀκάκωτοι , προσκείσεται τῷ συρράπτειν δόλους καὶ δολιεύεσθαι καὶ ἀδικεῖν καὶ ἀπὸ τῶν τοιούτων |
' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην , οὗ περὶ μὲν πρόφρων κραδίη , καὶ θυμὸς ἀγήνωρ ἐν πάντεσσι πόνοισι , φιλεῖ | ||
' ὑπὸ ποσσὶ πέδιλα , πέμψω δ ' ὅππῃ μιν κραδίη θυμός τε κελεύει . ” τὴν δ ' αὖ |
πόνοις καὶ κινήσεσιν καὶ ὑπαιθρίῳ διαίτῃ γεγυμνασμένα , τὰ δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ , ἐνσκιᾳτροφημένα καὶ λευκὰ αἵματος ἐνδείᾳ καὶ | ||
Ἀχιλλέα πεποίηκεν ὑστερίζοντα ἐν τῷ στρατοπέδῳ τῶν Ἀχαιῶν [ οὐκ ἔκλυτα ] οὐδὲ ἐρωτικὰ μέλη ᾄδοντα : καίτοι φησί γε |
καὶ οὐδέποτε , καθάπερ τὰ ἄλλα ζῶα , ἅπαξ ἡμερωθεὶς ἀγριοῦται . τὰ δὲ τικτόμενα ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἐκείνῳ ἐοικότα | ||
ψάμμον ὡς ὅριον , καὶ μέχρι ταύτης προβαῖνον , κἂν ἀγριοῦται τοῖς κύμασιν , ὅμως ὥσπερ αἰδεῖται καὶ νεμεσίζεται περαιτέρω |
γὰρ ἦν σκοπὸς τὰ χρήματα : μήτε νοσοῦντι τὴν ἀρρωστίαν ὀνείδιζε , εἴπερ ὑγιαίνει τὰ κρείττονα : μήτε ἡττωμένῳ τῶν | ||
μαλθακὸς καὶ χαῦνος , ἐμὲ δὲ ἕνεκα τῆς αὐθαδίας μὴ ὀνείδιζε . . ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς ] |
οἱ τῆς ἀνάνδρου καὶ διεσκατωμένης τρυφῆς ὑφ ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ πονεῖν θέλοντες οὐδὲ βαιά – ˘ – θέλω τύχης | ||
καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή μου |
ἐκ τοῦ ϲτόματοϲ καὶ τῶν ῥινῶν προβάλλει , καὶ πονηρὸν βλέπει καὶ ϲτυγνότερόϲ ἐϲτι τοῦ ϲυνήθουϲ : ἐφορμᾷ δὲ καὶ | ||
δυνάμεσι διοικεῖται , καὶ κάτω πρὸς τὰ τῆς φύσεως ἔργα βλέπει , συμπληροῖ τε τῆς εἱμαρμένης τὴν διοίκησιν , καὶ |
οὐκ οὐρέεται δέ . Γογγυλὶς καυσῶδες , ὑγραίνει δὲ καὶ ταράσσει τὸ σῶμα , οὐ μέντοι διαχωρέει , δυσουρέεται δέ | ||
λοχαγῶν , ὥς μοι ὑφ ' ἥπατι † χλωρὸν δεῖμα ταράσσει † τίν ' αὐδὰν τάνδε προσφέρεις νέαν ; στράτευμα |
ἐπιστολὴν ἔγραψα . ἣν δεξάμενος καὶ ψαύων χερσὶ γνώσῃ ὡς κρυερά τις αὐτὴ καὶ τὸν πέμψαντα χαρακτηρίζει ἐμφωλεύοντα καὶ μὴ | ||
ἐπιστολὴν ἔγραψα . ἣν δεξάμενος καὶ ψαύων χερσὶ γνώσῃ ὡς κρυερά τις αὐτὴ καὶ τὸν πέμψαντα χαρακτηρίζει ἐμφωλεύοντα καὶ μὴ |
Ἔτι γὰρ γρύζεις ; Ἔτι γὰρ γρύζεις ; Λαβὲ τὴ μιαρά . Λαβὲ τὴ μιαρά . Λάλο καὶ κατάρατο γύναικο | ||
ὕπερθε μήποτ ' αἴρεσθαι βροτούς : ἀπατήσαντος τὴν ξένην : μιαρά : τοῦ σώματος : μάτην εἶπας τοῦτο : γράφεται |
: ἤτοι τὰ φάρμακα σημεῖα * καρήασιν : κεφαλαῖς * ἐμπελάσειε : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων | ||
* ἰόν : τὸ φάρμακον * ἐχθρῶν . . . ἐμπελάσειε : ἠθικώτατα τοῦτο εἴρηται * τέρα : ἤτοι τὰ |
ἔφαθ ' , Ἕκτωρ δ ' αὖτις ἐδύσετο οὐλαμὸν ἀνδρῶν ταρβήσας , ὅτ ' ἄκουσε θεοῦ ὄπα φωνήσαντος . ἐν | ||
' οἴκτιρέ με . Τί δῆτα δράσω ; Μή με ταρβήσας προδῷς : ἥκει γὰρ αὕτη διὰ χρόνου , πλάνοις |
δίκαι ' ὡρισμένοι : ὃς ἐς ς ' ἀνελθὼν εἰ διαφθαρήσεται καὶ μὴ δίκην δώσουσιν οἵτινες ξένους κτείνουσιν ἢ θεῶν | ||
καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . ὁρᾶις ; σὺ χαίρεις , ὅταν ἐφεστῶσιν πύλαις |
ἐν γαστρί , οὐκ ἐξέρχεται ἡ γονή , ἀλλ ' ἐμμένει : ταῦτα ἀκούσασα συνῆκε , καί που ᾔσθετο οὐκ | ||
ἔλαττον ἢ δεῖ τὰ ἡδέα ζητεῖν : ὁ δὲ ἐγκρατὴς ἐμμένει τῷ ὀρθῷ λόγῳ καὶ οὐκ ἐξίσταται αὐτοῦ οὔτε διὰ |
καὶ συριγμοῖς προσέχει . δράκων ] ὄφις . θείνει ] τύπτει . θ Ξ ὀνείδει ] ἐν ὕβρει . ὀνείδει | ||
αὑτὸν ὀνειδίσας τὴν ἀναίδειαν εἰσπηδᾷ , κέκραγεν , ἀπειλεῖ , τύπτει , πάντας ἡγεῖται καθάρματα , μισθὸν ἀξιοῖ νομίζεσθαι τὴν |
ἐγγύθεν βλέπει . ὅστις λέγει κάκ ' εὖ φρονῶν σιγῇ στένει . ἄγει τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τὴν δίκην | ||
. στένει πόλισμα ] στενάζει , θρηνεῖ ἡ πόλις . στένει ] στενάζει . πόλισμα ] οἱ πολῖται : ἐκ |
δὲ πρὸς ἀλλήλους βεβαρβαρώμεθα , ἐπεὶ φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι . σκοπεῖν δὲ παρέχει | ||
καὶ τίσι λυπούμεθα . εὑρόντες δὲ πρὸς ποῖον τῶν ἄκρων πεφύκαμεν , ἐπὶ τὸ ἐναντίον αὐτοῦ διὰ σπουδῆς ἡμᾶς αὐτοὺς |
γὰρ εἴ τις ἄχθεται , πλανᾶται ἢ ἀδυνατεῖ πάντως καὶ ἀλύει . οἱ γοῦν ἀλύοντες ἄχθονται μὲν ἐν τῷ ὀδυνᾶσθαι | ||
, καὶ πνεύματος ἐμπίπλαται , καὶ ἀκούει οὐδὲν , καὶ ἀλύει , καὶ ῥιπτάζει αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης : |
συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ | ||
τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ |
ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν | ||
καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει |
βοήθειαν ὄφεων δήγματος ἢ εἰς τύμμα σκορπίου . ἢ ῥωγὸς πλῆγμα : ἀλλ ' ὁπόταν ἐξ αὐτοῦ διδόναι ἐθέλῃς τινί | ||
τοῦ βέμβικος . Ὁ γὰρ βέμβιξ οὗτος τυγχάνει μὲν τὸ πλῆγμα ὡς ὅτι μάλιστα ἐπώδυνος , ἀποθνήσκει δὲ παραυτίκα ὅτι |
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς | ||
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο |
ἄφρων δ ' , ὅς κ ' ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν : ἀμφότερον : νίκης τε στέρεται πρός τ ' | ||
σοὶ καὶ προλέγειν τὰ μέλλοντα , ἐρῶ . ἢ τὸ ἀντιφερίζειν ἀντὶ τοῦ ἐναντίον σου ἤγουν ἐνώπιόν σου φέρεσθαι καὶ |
ἐξ ἀπόρων εὐπόρους ἀποφήναντες ; ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἀπερίσκεπτονἵνα μὴ μανιῶδες ἐπ ' ἀνδρῶν , οὓς ἡ Ἑλλὰς ἐθαύμασεν , | ||
. ἡ δ ' ἔνθεον σχάσασα : αὕτη ἀνοίξασα τὸ μανιῶδες στόμα αὐτῆς καὶ μαντικόν . δοκεῖ γὰρ ὁ αὐτὸς |
τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα | ||
καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν , |
: οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ἄναξ δ ' ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος πάντων ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρθῶν ἑσταότων : τὸ δὲ | ||
δὲ Νεμειαίοιο βίη ἐτέτυκτο λέοντος ὀβρίμου Ἡρακλῆος ὑπὸ στιβαρῇσι χέρεσσι τειρόμενος κρατερῶς : βλοσυρῇς δέ οἱ ἀμφὶ γένυσσιν αἱματόεις ἀφρὸς |
κρυπτομένοισιν , ἄχρι κεν ἵζηνται μακάρων ἱεροῖς παρὰ βωμοῖς . γηθεῖ δ ' αὖ Φαέθων ἐν Καρκίνῳ , οὕνεκεν αὐτοῦ | ||
βίῃ θάνατος καὶ μοῖρα τελεῖται . οὐδὲ μὲν οὐδὲ Κύπρις γηθεῖ Μήνης ἐνὶ οἴκῳ : μάχλους γὰρ τεύχει καὶ τερπομένους |
ἕως κάμῃ , ποτὲ δὲ ἑστήκει . τὸ δέ ἵησι μύκημα , ὅτι καὶ οὗτός ποτε ἐβόα καλῶν τὸν Ὕλαν | ||
δὲ καὶ ὑισμὸν εἶπον καὶ ὑίζειν ὑίζοντες . βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι |
κριοῦ , ἣν Ἀθηναῖοι καλοῦσι τριττύν . ἔδακνε γὰρ τὰ βλέφαρα [ : μεταβολὴ ] παντός , εἰ ὁ μὲν | ||
ἀσυνέτους εἶναι νόει τοὺς ἄνδρας . εἰ δὲ καὶ τὰ βλέφαρα αὐτῶν κρατοῦνται , πλείονα τὴν ἄνοιαν αὐτοῦ σημαίνουσιν . |
καὶ ὄλπην κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπάοις εὐήρεα γυῖα , ἢ καὶ πευκεδάνοιο βαρυπνόου , ἄλλοτ ' ὀρείου αὖα καταψήχοιο λίπει ἔνι | ||
τὸ ὄρειον ἤ ἀγρίας ὀρεινοῦ * βαρυπνόου : δυσαέος * πευκεδάνοιο : τὰ φύλλα βοτάνης * καταψήχοιο : τρίβοις ἀποτρίβοις |
τερπωλὴν ἀκόρεστον : ὁ δ ' οὐ φρονέων περ ἕκαστα παπταίνει , μέγαρόν τε καὶ ἤθεα πάντα τοκήων : ὣς | ||
δ ' ἄϊσος : τὰ μακˈρὰ δ ' εἴ τις παπταίνει , βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν : ὅ τοι |
εἰ μὴ ἄρα διὰ μανίαν αὐτὸ ποιεῖ : ὁ δὲ ἐπικεκυφὼς τράχηλος δύναται μὲν μωρόν , δύναται δὲ ἔσθ ' | ||
. Μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν . Οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός , ὦ βέλτιστ ' , ἔσει : αὕτη |
ἑώρα τῆς κόρης ἐφ ' ἅρματος . ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον : οὐ | ||
ἴσως οὐκ εὔφημον ὄνομα : καλεῖται γὰρ ὑπὸ τοῦ ἀγωνοθέτου νάρκα . λέγεται γὰρ ὅτι ” ἐνάρκησε τὸ πλάτος ” |
τὴν θέσιν ὁρῶμεν , πρός τε τὴν ἐπέρεισιν τῶν δακτύλων ἐντυποῦται τὸ δέρμα εἰς παραμήκη κοιλότητα καὶ προσεπινύττεται : ῥαφανηδὸν | ||
τῶν νέων ψυχαῖς ῥᾳδίως ὥσπερ ἐν κηρίοις ἡ τῶν μύθων ἐντυποῦται παραίνεσις , ἀνεξάλειπτον φυλάττουσα τὴν ὠφέλειαν . Ζητεῖται δὲ |