Περσέα εἰσάγει λέγοντα : τὰς γὰρ συμφορὰς τῶν κακῶς πεπραγότων οὐπώποθ ' ὕβρις ' , αὐτὸς ὀρρωδῶν παθεῖν . καὶ
εἴσῃ μοι χάριν ; τὰς συμφορὰς γὰρ τῶν κακῶς πεπραγότων οὐπώποθ ' ὕβρις ' , αὐτὸς ὀρρωδῶν παθεῖν . μή
5185167 βοᾳ
καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ
τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου
5179722 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
5073075 ἀκουσα
εἰσαΐουσι μόνον τιθασεύτορες ἄνδρες . θαῦμα δὲ καὶ τόδ ' ἄκουσα , κραταιοτάτους ἐλέφαντας μαντικὸν ἐν στήθεσσιν ἔχειν κέαρ ,
' ὥσπερ ταῖς σιπύαισι ταῖς κεναῖς . Λέξω μὲν οὐκ ἄκουσα , σοί τε γὰρ κλύειν ἐμοί τε λέξαι θυμὸς
5070586 ἠμελησεν
τῆς μητρὸς τῆς Δαρείου οὐδὲ τῆς γυναικὸς ἢ τῶν παίδων ἠμέλησεν . ἀλλὰ λέγουσί τινες τῶν τὰ Ἀλεξάνδρου γραψάντων τῆς
ὑπέλαβεν , τὰς ὀφρῦς ἐπάρας καὶ μέγα φρονήσας ἐμοῦ μὲν ἠμέλησεν , μᾶλλον δὲ τέλεον εἴασεν , αὐτὸς δὲ τὸν
5056080 τιτρωσκομενος
ἴσων ἐόντων καὶ ὁμοίων , καὶ μεζόνων , καὶ ὁμοίως τιτρωσκόμενος καὶ μᾶλλον , ταύτῃ τῆς κεφαλῆς τὸ ὀστέον ἧσσον
εἶχεν ἐνόπλους , περιέστησε τοῖς γυμνοῖς , τρισχιλίοις οὖσι , τιτρωσκόμενος δὲ δι ' ἐκείνων καὶ συνωθούμενος ἐπὶ τὸ τεῖχος
4977566 ἠσθ
; πόσα τοι ἔτε ' ἐστί , φέριστε ; πηλίκος ἦσθ ' , ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο ; εἷς
Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ ' ἡμῶν κἀμὸς ἦσθ ' ἀεί ποτε . ὧδ ' ἔχει : καὶ
4969881 Ἀγαμεμνονα
γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ λαβεῖν αὐτὴν τὸν Ἀγαμέμνονα , . , . * ? Βρισῇδες : εἴρηται
δῆλον ὅτι ἰσχύος , οὐχ ἡδονῆς ἕνεκεν . τὸν γοῦν Ἀγαμέμνονα τὸν ξυμπάντων βασιλέα καὶ πλουσιώτατον βοῦν ἀεί φησι θύειν
4969495 ᾀδων
ἐπιστήμην . οὐκ εἰκότως οὖν Μωυσῆς ἐπὶ τῇ τῶν ἀναβατῶν ᾄδων ἀπωλείᾳ τοῖς ἱππεῦσιν εὔχεται σωτηρίαν παντελῆ ; δύνανται γὰρ
σὺ ὁ δύστηνος ἐν Δελφοῖς καθέζῃ τὰ κενὰ καὶ μάταια ᾄδων ; τί δέ σου ὄφελος ἡμῖν ; τί δὲ
4955769 ἱεται
αὐχένα καὶ διασκάπτων τὴν ἐν ποσὶ γῆν ὡς ἐς ἐμβολὴν ἵεται καὶ ἀνδρὸς τούτου ἡμίθηρος , βούπρῳρα μὲν γὰρ αὐτῷ
ἐπὶ τὴν οὐσίαν , τὸ δὲ νόημα δι ' αὐτοῦ ἵεται , ἐπιπλέκεται δὲ τὸ νόημα τῇ διανοίᾳ : ἐλθόντα
4901906 ἐπαταξεν
δὲ Ξανθίας γνοὺς ἅτε καὶ αὐτὸς πρότερος τὰ αὐτὰ ποιῶν ἐπάταξεν ἄν με . τοῦ ' ρεβίνθου : Τοῦ αἰδοίου
ὑφείλετο , ἢ μητέρ ' ἠλόησεν , ἢ πατρὸς γνάθον ἐπάταξεν , ἢ ' πίορκον ὅρκον ὤμοσεν . Νὴ τοὺς
4893933 πιτνει
. πρὶν κακά . δυστυχία προτέρα . . Πένθος δὲ πιτνεῖ ] κρύπτεται , ἀφανίζεται , καταφέρεται , καταβάλλεται .
] τῶι ἀτρήτωι ἱματίωι . τύπτει ] ἤγουν σφάττει . πιτνεῖ ] πίπτει ὁ Ἀγαμέμνων ἐν τῶι λέβητι τῶι ἔχοντι
4867188 παιομενος
ὑμῶν ἀγνοεῖ ὅτι θᾶττον ἂν ἐγχειριδίῳ πληγεὶς ἀπέθανεν ἢ πὺξ παιόμενος . φαίνεται τοίνυν οὐδ ' αὐτὸς αἰτιώμενος τοιοῦτόν τι
γράμματα οὐκ οἶδεν καὶ ἀναιρεῖ με ; Δειλὸς πύκτης συνεχῶς παιόμενος ὑπὸ τοῦ ἀντιδίκου ἀνεβόησε : Δέομαι ὑμῶν , μὴ
4859246 οὐκεθ
' ὃν οὗτός με ἀποκηρῦξαι βούλεται , ἵν ' εἰδῇ οὐκέθ ' ὁμοίαν οὖσαν αὐτῷ νῦν τε καὶ πρότερον τὴν
τῶν λῃστῶν δόξης ἀνεπίμπλατο : Φίλιππος δὲ ὁρμηθεὶς ἐκ Μακεδονίας οὐκέθ ' ὑπὲρ Ἀμφιπόλεως πρὸς ἡμᾶς ἠγωνίζετο , ἀλλ '
4858437 ὀρρωδων
γὰρ τῶν κακῶς πεπραγότων οὐπώποθ ' ὕβρις ' , αὐτὸς ὀρρωδῶν παθεῖν . τὸ δὲ ἀρρωδεῖν τὸ ἐναντίον , τοῦτ
οὐχ εὑρίσκων τινὰς τῶν ὑῶν τέως μὲν ἔκλαιε τὰς πληγὰς ὀρρωδῶν τὰς παρὰ τοῦ πατρός , ἔπειτ ' ἐλθὼν ἐπὶ
4818932 Πατροκλον
Πάτροκλον , ὃν ἑταῖρον τοῦτο λέγουσιν εἶναι ἀμφιβολίαν , πότερον Πάτροκλον κελεύει σφαγιασθῆναι ἢ τῷ Πατρόκλῳ προσέταξε τοῖς θεοῖς θῦσαι
τὸν νεκρὸν τοῦ Σαρπηδόνος καὶ τὰ τεύχη , ἀντικομιζόμενοι τὸν Πάτροκλον : δοκοῦσι γὰρ τὸν Σαρπηδόνα ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν ἦρθαι
4778182 ἠλθ
ἀύτα Δαρδάνιον ] πέδιον κατῆχε : Αἴας δὲ λύσσαν ] ἦλθ ' ὀλόαν ἔχων ἐς ναῦον ] ἄγνας Πάλλαδος ,
γὰρ ν ? [ ὑπὸ μητρυῶν τε καὶ [ οὐκ ἦλθ ' ἀρήξων ἀλλ [ νῦν οὖν ἄποινα τ [
4777222 ἐπτοημενος
, ἀλλ ' οὐχ οἷα τὰ νῦν λεγόμενα , ὡς ἐπτοημένος , ὡς εὐχερής , τὰ μικρὰ θαυμάζων , ἥττων
διχόνους δίγλωσσος ἐπίβουλος ἐνεδρευτικὸς ῥᾳδιουργὸς ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος
4754455 ἀγνωμων
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής ,
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν
4752757 Ἀχιλλεα
ἐγώ : κατὰ διαδοχὴν ὁ τάλας δακρύω . μετὰ γὰρ Ἀχιλλέα δακρύει Νεοπτόλεμον : ἐμῷ κάρα : οὕτως ἡ γραφή
Πρίαμος ὑπὸ Νεοπτολέμου δικαίως , ἐπειδὴ καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἀχιλλέα ἐλθόντα ἐπὶ τὸν γάμον τῆς Πολυξένης οἱ περὶ Ἀλέξανδρον
4749945 τριβωνιῳ
] ἀνθρώπων ἐρημίαν : ἐγὼ δὲ ἄνθρωπος οὐδεὶς οὐδαμόθεν ἐν τριβωνίῳ φαύλῳ μήτε ᾄδειν ἡδὺς μήτε μεῖζον ἑτέρου φθεγγόμενος ,
φιλοσοφίαν αἰρόντων , ἀλλὰ καὶ σύνεδρον πολλάκις ἐποιήσατο ἐν τῷ τριβωνίῳ καὶ συντράπεζον καὶ συνοδοιπόρον , καὶ πράως ἤνεγκε νουθετοῦντα
4747012 διδαχθεις
σὺ μὲν οὖν με λυπεῖν οὐκ ἐθέλων τοῦτο ἔκρυψας , διδαχθεὶς δὲ αὐτὸς ὑφ ' ἑτέρων ἠρυθρίασα λογιζόμενος , τίς
χθονός , δελτογράφῳ δὲ πάντ ' ἐπωπᾷ φρενί . ἐγὼ διδαχθεὶς ἐν κακοῖς ἐπίσταμαι πολλοὺς καθαρμούς , καὶ λέγειν ὅπου
4737457 γεγονας
πρὸς τοὺς τῶν ἀντιπάλων ἡγεμόνας ἀποβλέπειν εἴ ποτε ἐκείνων βελτίων γέγονας , σκοποῦντα καὶ ἀσκοῦντα πρὸς ἐκείνους . Λέγεις δὲ
γάρ με λάβῃς ἀγνοοῦντα , τίς εἶ σὺ καὶ τίνων γέγονας , μαίνεσθαί με μᾶλλον ἢ τὸν Ὀρέστην λέγειν .
4731748 Πατροκλου
φάσκων Ἀχιλλέα Πατρόκλου ἐρᾶν , ὃς ἦν καλλίων οὐ μόνον Πατρόκλου , ἀλλὰ ἄρα καὶ τῶν ἡρώων ἁπάντων , καὶ
. εἴην εὑρεσιεπής : τοῦτό φησιν ὅτι ἔπλασε τὰ περὶ Πατρόκλου εἰρημένα εἰς ἔπαινον τοῦ Ἐφαρμόστου Ὀπουντίου ὄντος . γενοίμην
4722727 ἐσταλμενον
δὲ τόνδε πεύσεται λόγον . πῶς οὖν κελεύει νιν μολεῖν ἐσταλμένον ; ἦ πῶς ; λέγ ' αὖθις , ὡς
τοῖς ἑταίροις αἰδεσθεῖσι καὶ ἀναχωρήσασιν , ὅτε αὐτὸν εἶδον οὕτως ἐσταλμένον . Ἐν τῷ γράφειν καὶ ἀναγινώσκειν οὐ πρότερον ἄρξεις
4720260 θρηνων
οὐδετέρου μετέχον ἅπασιν ἡττᾶται τοῖς κριταῖς . ἀλλὰ τί ταῦτα θρηνῶν ἀπηχῶ ; βέλτιον ἡσυχάζειν , μὴ καὶ αὐτὸς παραπολαύσω
συμφορᾶς , καὶ τὰ τοιαῦτα : εἶτα ὅτι δυςφορῶν , θρηνῶν , δακρύων , τὸν παῖδα θρηνῶν κατ ' ἐμαυτὸν
4718571 σιγω
γάρ . ὡς φωνὴ φωνῶ , αὐδὴ αὐδῶ , σιγὴ σιγῶ , οὕτως ἅρπη ἁρπῶ . οὕτω Φιλόξενος Περὶ Ῥωμαίων
ἄνακτος οἴκων τῇδε βαστάσαι χερί . τὰ δ ' ἄλλα σιγῶ : βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν : οἶκος δ
4705277 ἀνεστησα
καί τινα τρόπον ἐσοφισάμην , ὅπως μὴ παντάπασιν ἀπείην . ἀνέστησα γὰρ ἀπὸ λύπης ἰσχυρᾶς Ὀλύμπιον καὶ πανηγυρίζειν ἔπεισα παυσάμενον
ἐγευσάμην , ἐν τάφῳ κατετέθην , καὶ τοὺς ἐκλεκτούς μου ἀνέστησα , τὸν Ἀδὰμ ἐκ τοῦ ᾅδου ἀνεκαλεσάμην , ἵνα
4687402 ἀφοσιουμενος
οἰκείαν ἀρετὴν προσφέρων , ἀλλ ' ἀπὸ τῶν ἐκτὸς αὐτοῖς ἀφοσιούμενος . ταῦτα δὲ οὐδὲ σπουδαίῳ ἀνδρὶ λαμβάνειν ἡδὺ εἰ
ῥᾴδιον εἴηἀλλ ' ἐνυπνίων τινῶν ἀποπειρώμενος τί λέγοι , καὶ ἀφοσιούμενος εἰ ἄρα πολλάκις ταύτην τὴν μουσικήν μοι ἐπιτάττοι ποιεῖν
4685846 διαφθαρεις
' ἄν , ἐκεῖνα προειρηκώς , ὁ αὐτὸς ἀνὴρ μὴ διαφθαρεὶς ἐτόλμησεν εἰπεῖν ; τί δ ' ; ἔσθ '
τις εὖ ζῇ , τηνικαῦτα τὸν βίον σκοπεῖν μάλιστα μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ . Οἴκτιρ ' , ἄναξ : πολλῶν ἔλε
4671692 εὐτυχεων
τιμώντων Τληπολεμίων ἐν Ἰσθμῷ εἰς τὰ Τληπολέμια οὗτος ἐνίκησε τετράκις εὐτυχέων . τῶν ἄνθεσι Διαγόρας : τῶν παρὰ Ῥοδίοις ἄθλων
Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς , κλεινᾷ τ ' ἐν Ἰσθμῷ τετˈράκις εὐτυχέων , Νεμέᾳ τ ' ἄλλαν ἐπ ' ἄλλᾳ ,
4666841 τολμᾳ
Μελίσσῳ , παγκρατίου στεφάνωμ ' ἐπάξιον , ἔρνεϊ Τελεσιάδα . τόλμᾳ γὰρ εἰκώς θυμὸν ἐριβˈρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ ,
δὲ ἐν τῷ ἔρνεϊ στίζουσι καὶ ἐπιφέρουσιν οὕτω : Τελεσιάδᾳ τόλμᾳ γὰρ εἰκώς , ὡς τοῦ Τελεσιάδου ἐναγωνίου προγόνου γενομένου
4653517 Πατροκλῳ
. ἀντὶ τοῦ ἐκδικήσεις , ἢ ἀντὶ τοῦ εἰ τῷ Πατρόκλῳ ἐκδίκησιν τοῦ φόνου παράσχῃς . τὸ τιμωρῶ δὲ σημειωτέον
καὶ πάθους , οἷον τίνας ἂν εἴποι λόγους Ἀχιλλεὺς ἐπὶ Πατρόκλῳ : καὶ γὰρ τὸ πάθος διὰ τὴν τοῦ Πατρόκλου
4651970 ἀπωλετο
δυστυχίαν ἐλεήσας : περιπαθεῖς ἄγαν αἱ Φοίνισσαι τῇ τραγῳδίᾳ . ἀπώλετο γὰρ ὁ Κρέοντος υἱὸς ἀπὸ τοῦ τείχους ὑπὲρ τῆς
ὄναρ ] ἐν Ἰσθμῷ γινόμενος τὸν ἴδιον υἱὸν ζητεῖν . ἀπώλετο ὁ υἱὸς αὐτοῦ διὰ τὸν μῦθον τὸν Μελικέρτειον .
4637266 ἐχρη
διὰ τὴν παράνομον ἐνοίκησιν : . παρανόμω ] . ς ἐχρη . ληκ . . κατεσκευάσαντο : κατασκευὰς ἐποιήσαντο .
διὰ τὴν παράνομον ἐνοίκησιν : . παρανόμω ] . ς ἐχρη . ληκ . . κατεσκευάσαντο : κατασκευὰς ἐποιήσαντο .
4637163 λοιδορειται
, ἵνα μὴ πάντας εἴπω , οὐδεὶς αὐτῶν ἅτερος θατέρῳ λοιδορεῖται , ἵνα βέλτιόν τι τῶν ὑμετέρων γίγνηται , ἀλλ
ὁ λοιδορῶν γάρ , ἂν ὁ λοιδορούμενος μὴ προσποιῆται , λοιδορεῖται λοιδορῶν . Πρόχειρον ἐπὶ τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν .
4619569 θρηνον
ὥσπερ αὐτὸς ὢν Ὅμηρος ὁ φυτευσάμενος , εἶτα ὁρῶν κείμενον θρῆνον εἰς τὸ ἔρνος ᾄδει : ἐρῶ καὶ ἔραμαί σου
νῦν δὲ καταβέβλημαι . . ἥσω ] ἥσω καὶ πέμψω θρῆνον καὶ λίαν πανόδυρτον , σεβίζων καὶ σεβάζων τὰ λαοπαθῆ
4617324 ἐφευγε
πλοῦν , ὅπως μὴ ἐκεῖσε φύγοι . Κόνων δ ' ἔφευγε ταῖς ναυσὶν εὖ πλεούσαις διὰ τὸ ἐκ πολλῶν πληρωμάτων
τόξον ἀπολείπει ἐπὶ τοῦ ἅρματος : αὐτὸς δὲ ἵππου ἐπιβὰς ἔφευγε : καὶ ἡ νὺξ οὐ διὰ μακροῦ ἐπιγενομένη ἀφείλετο
4611284 γελᾳ
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο
4609090 Ὀρεστην
' ἐπιών νιν βίοτος εὐδαίμων μένει . Ἄργους δ ' Ὀρέστην , Μενέλεως , ἔα κρατεῖν , ἐλθὼν δ '
ὁ χρήσας αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν , ὡς ταῦτ ' Ὀρέστην δρῶντα μὴ βλάβας ἔχειν . ὑμεῖς δ ' ἐμεῖτε
4597093 σκηπτρωι
' γὼ μολπὰν οὐ τὰν αὐτὰν † οἵαν ποτὲ δὴ σκήπτρωι Πριάμου διερειδομένου ποδὸς ἀρχεχόρου πλαγαῖς Φρυγίους εὐκόμποις ἐξῆρχον θεούς
καὶ [ – ˘ ˘ – παλικὴν ? ] ? σκήπτρωι ? [ ⋮ ˘ ˘ – ˘ ˘ –
4596254 ἐχθιστον
σίδηρον . καὶ ὁ ἔρως ταὐτόν ἐστιν . οἷς ἐκεῖνος ἔχθιστον καλεῖ τὸ θεῖον , περιτρέπων τὸ συμφυὲς ἀρρώστημα ἐς
ἐξικνούμενον : κατερχόμενον . ἐῢς πάϊς : ἀγαθὸς παῖς . ἔχθιστον : μεμισημένον . ἑστῶσαν : ἐπηρμένην , ἐξεστηκυῖαν .
4595693 ταραττομενος
τὸ μὲν διώκων τὸ δὲ φεύγων , καὶ διὰ τοῦτο ταραττόμενος , οὐδέποτε εὐδαιμονήσει . ἤτοι γὰρ πᾶν ὃ διώκει
ταύρῳ λασίῳ τὸ μέγεθος . οὗτος οὖν ὅταν διώκηται , ταραττόμενος ἀφίησι πυρῶδες καὶ δριμὺ ἀποπάτημα , ὡς ἀκούω ,
4593232 Ἑκτορος
τῆς Ἀχιλλέως ὠμότητος ἔργα , ταῦτα συγκρύψει , τάς τε Ἕκτορος ὕβρεις περὶ τὸ μνῆμα Πατρόκλου καὶ τὰς τῶν ζωγρηθέντων
καὶ τὰς σκηνὰς κατακαύσαντες καὶ τὸ ναύσταθμον ἁφθὲν ὑπὸ τοῦ Ἕκτορος καὶ τὸ τεῖχος αὐτῶν ἑαλωκός , καὶ ἀνάθημα ἀναθέντες
4590429 ὀδυρεται
ὀρφανὸς καταλέλειπται ἢ ὅτι ἀρίστου πατρὸς ἐστέρηται καὶ τὴν ἐρημίαν ὀδύρεται τὴν ἑαυτοῦ αὐτός . ἐὰν δὲ καὶ πόλεως τύχῃ
ἔχει , πρίν τι παθεῖν : τότε δ ' αὖτις ὀδύρεται : ἄχρι δὲ τούτου χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα .
4587499 Εὐμαιον
συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν Εὔμαιον . ρ καὶ ἅμα κολαφίζει καὶ τραχηλίζει † αὐτόν
, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός . Κτήσιππος δ ' Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ ὦμον ἐπέγραψεν : τὸ δ
4579158 ἐλεγειων
Ὑπερείδης ἐν τῷ κατ ' Αὐτοκλέους . δύο ἀναγράφουσιν Εὐήνους ἐλεγείων ποιητὰς ὁμωνύμους ἀλλήλοις , καθάπερ Ἐρατοσθένης ἐν τῷ περὶ
ἐπαγόμενος δηλονότι , ἀλλά τινα βλάβην : τὸ μέτρον ἐξ ἐλεγείων : τοῖς γὰρ ἐλεγείοις οὐ μόνον ἐπὶ θρήνων ,
4562482 ἐπαθεν
ἀστραπὴ διὰ τῆς βροντῆς . ἐξέλιπε τὰς ὁδούς ] ὑποσκίασιν ἔπαθεν , ὑπεσκιάσθη , ἀφῆκε . τὰς κινήσεις αὐτῆς .
ὦ φιλότας , ἀλλ ' ἀλλοπλατεῖς τὸ μέγιστον πάντ ' ἔπαθεν λιπαροντεσ εγχελεατινες ἄριστον γόγγροιτοιωνητεμων πλῆρες θεοτερπές . ἐπ '
4551367 Πολυμηστωρ
- νουσα τούτων τῶν βιαίων ἁλμάτων , καί φησιν ὁ Πολυμήστωρ : αὐτὴ ἐν τῷ ποδί σου ἐμβήσῃ , ἤγουν
κατάρξαντα . προλογίζει Πολύδωρος Ἑκάβης ὢν γνήσιος παῖς , ὃν Πολυμήστωρ ὁ τῆς Θρᾴκης βασιλεὺς ἀνεῖλεν . τὴν δὲ Ἑκάβην
4550904 ὀργιζομενος
ἐπέλθῃ , ἐπιπεσεῖ , ἀναβράσει . κελεύων : κεντῶν , ὀργιζόμενος . Βουτύπος : ὁ οἶστρος , τὸ κέντρον τοῦ
, τὸ δὲ Αἰσχίνου πως βλάπτει . σωφρονεῖ δὲ καὶ ὀργιζόμενος ὁ ῥήτωρ : κρύπτει γὰρ ἐν προοιμίοις τὴν προσηγορίαν
4542214 ἠνειχετο
. ἠνέγκατο : ἀντὶ τοῦ ἤνεγκεν . . , . ἠνείχετο καὶ ἠνώχλει καὶ ἠκηκόει καὶ ἠντεβόλει : κοινὸν τῶν
τύραννον θεὸν καὶ μέγαν καὶ αὐτὸς ἐδυναστεύετο : οὐ γὰρ ἠνείχετο χαλκὸς εἶναι τὰ πάντα , ἀλλ ' ὅσος ἦν
4540920 ἀδαμαστος
: ἀμείλικτον : δμηθήτω : Ἀΐδης τοι ἀμείλικτος ἠδ ' ἀδάμαστος . ἐν Ἅιδου ἀδάμαντα ἀκουστέον τὸν στερρότατον . ταῦτα
εἰδέναι λέοντα ὑπὸ ἀνθρώπου χαλινοῦσθαι , ἵνα μὴ κακὸς καὶ ἀδάμαστος ᾖς . „ [ πολλάκις οὖν τέχνης λόγος τρέχει
4539286 ὑβριζετο
γὰρ ἂν οὔθ ' οἱ νόμοι κατεφρονοῦντο οὔτε τὰ γένη ὑβρίζετο , πρὸ δὲ τούτων οὐδ ' ἂν τῶν τεθνεώτων
οὐκ ἤσθιεν , ἀλλ ' ὑπ ' αὐτῆς κατησθίετο καὶ ὑβρίζετο . διὸ καὶ ὅταν ἀναλώσῃ πάντα ὅσα ἔλαβε παρὰ
4523096 ἀθλιον
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας
4522403 ἐσηλθε
ἐθύετο ὅμως αὖθις , μέχρι βραδυνόντων αὐτῷ τῶν ἱερῶν δυσχεράνας ἐσῆλθε καὶ ἀνῃρέθη . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ Ἀλεξάνδρῳ
τὴν σφρηγῖδα ἔλεγον ὅτεῳ τρόπῳ εὑρέθη . Τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα , γράφει ἐς βυβλίον πάντα
4516958 τρεχων
' ἀνέῳξάς με φθάσας . Ἀλλ ' ἐκκάλει τὸν δεσπότην τρέχων ταχύ , ἔπειτα τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία ,
ἐν Ἀγκυλίωνι : λέγεις περὶ ὧν οὐκ οἶσθα : συγγενοῦ τρέχων Πλάτωνι καὶ γνώσῃ λίτρον καὶ κρόμμυον . Ἄμφις Ἀμφικράτει
4511404 Κλυταιμνηστρα
, Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδῃ παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . Κλυταιμνήστρα δὲ ἐτάφη καὶ Αἴγισθος ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ τείχους :
πολιχνίῳ τῶν Ἀθηνῶν γεννήσασαν Ἰφιγένειαν ἣν Ἰφιγένειαν θετὴν παῖδα ἡ Κλυταιμνήστρα ποιεῖ - ται . εἷς μὲν οὖν Ἑλένης νυμφίος
4508669 Κλεοδημος
; “ ” Σὺ μὲν παίζεις , “ ἔφη ὁ Κλεόδημος , ” ἐγὼ δὲ καὶ αὐτὸς ἀπιστότερος ὤν σου
” Καὶ αὐτός , “ ἦ δ ' ὃς ὁ Κλεόδημος , ” οὕτω πάλαι ἐγίγνωσκον , ἐλάφου χρῆναι τὸ
4505721 ζηλοτυπων
πυθόμενος ᾔτει λαβεῖν τὸν ἐλέφαντα . ὃ δὲ ὡς ἐρώμενος ζηλοτυπῶν καὶ μέντοι καὶ περιαλγῶν εἰ ἔμελλε δεσπόσειν αὐτοῦ ἄλλος
σοι τὰς θύρας ἀναπετάσας ἠφίει περινοστεῖν ἐλευθέρως οὔτε ἀποκλείων οὔτε ζηλοτυπῶν : ἄλλοτε δὲ τοὐναντίον ἠγανάκτεις κατὰ τῶν πλουσίων κατακεκλεῖσθαι
4503340 μισων
εὔλογον εἴπῃ σοῦ τὸ ἀπόρημα , πλὴν ἐγὼ τὴν πολυλογίαν μισῶν καὶ τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν λέγειν πολλάκις ,
ἀμφοτέροις χαρίζεται χάριν καὶ δοκῶν αἰδεῖσθαι φιλίαν αὑτόν τε κἀκείνους μισῶν οὐκ οἶδε . πολλὴν δὲ ἄρα βραδυτῆτα κατέγνως τῆς
4500548 ἀπωλεσεν
τοῦ πατρός σου ἔργον , ὃ ἂν μὴ ἐκπληρώσῃ , ἀπώλεσεν τὸν πατέρα , τὸν φιλόστοργον , τὸν ἥμερον .
λόγος , ξὺν παισὶ πεντήκοντα ναυτίλῳ πλάτῃ Ἄργος κατασχών ληκύθιον ἀπώλεσεν . Τουτὶ τί ἦν τὸ ληκύθιον ; Οὐ κλαύσεται
4492933 ἑκων
ἄνδρα ἐφεξῆς πρόθυμον εἶναι , καὶ ὅπως μηδεὶς μήθ ' ἑκὼν μήτ ' ἄκων ἀνατρέψει τοῦτο σκοπεῖσθαι , ἐπειδὰν δὲ
; Ἔμοιγε . Πότερον δὲ γραμματικώτερον κρίνεις , ὃς ἂν ἑκὼν μὴ ὀρθῶς γράφῃ καὶ ἀναγιγνώσκῃ ἢ ὃς ἂν ἄκων
4491957 ἐφιλει
Λακύδῃ τῷ περιπατητικῷ κτῆμα ἦν χηνός τι χρῆμα θαυμάσιον . ἐφίλει γοῦν τὸν τροφέα ἰσχυρῶς , καὶ βαδίζοντι μὲν συνεβάδιζε
. . . ἄη : ὥσπερ παρὰ τὸ φιλῶ γίνεται ἐφίλει καὶ κατὰ Αἰολεῖς ἄη : μῆνα δὲ πάντ '
4488738 ἀγος
δὲ μόνος ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τὸ δεύτερον καταστὰς τό τε ἄγος ἀφοσιοῦται τὸ περὶ τοὺς πρέσβεις γενόμενον προειπὼν τοῖς ἐργασαμένοις
ᾖ κριθιάσας , ἢ ὑψαυχενήσας καὶ ἀτιμαγέλης γεγονὼς παρὰ τὸ ἄγος ἀγοστής καὶ ἀκοστής κατὰ τροπὴν προηγεῖσθαι . . .
4488284 Ὀδυσσεα
ἐναντίον αὐτοῦ αὐτὸς ἑαυτῷ ἐτόλμα ἐναντία λέγειν καὶ ἐλάνθανεν τὸν Ὀδυσσέα : οὐδὲν γοῦν φαίνεται εἰπὼν πρὸς αὐτὸν ὡς αἰσθανόμενος
σκιὰν τοῦ ξίφους ὁ Διομήδης , ἐπιστραφεὶς καὶ βιασάμενος τὸν Ὀδυσσέα ἔδησε καὶ προάγειν ἐποίησε παίων αὐτοῦ τῷ ξίφει τὸ
4482956 Εὐριπιδης
οὐκ ἔδοξαν ἄθεοι , ἐπιστήσαντες περὶ θεοῦ . ὁ μὲν Εὐριπίδης ἐπὶ μὲν τῶν κατὰ κοινὴν πρόληψιν ἀνεπιστημόνως ὀνομαζομένων θεῶν
τοῦ παρακολουθοῦντος τὸ ὀρρωδεῖν εἴρηται ἐπὶ τοῦ εὐλαβεῖσθαι . καὶ Εὐριπίδης τὸν Περσέα λέγοντα εἰσάγει : τὰς γὰρ συμφορὰς τῶν
4477337 ἀγαθῃσι
ἐν πατρίδι γαίῃ : ἀλλὰ πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι σχέτλιος , αἰὲν ἀλιτρός , ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς :
ἔργον ἀεικές , δῖα Κλυταιμνήστρη : φρεσὶ γὰρ κέχρητ ' ἀγαθῇσι : πὰρ δ ' ἄρ ' ἔην καὶ ἀοιδὸς
4475238 μαργων
ὃς οὔτι καὶ οὐδαμῶς φοβηθεὶς βρόμον καὶ ἦχον φρυαγμάτων ἱππικῶν μάργων , οἱονεὶ μαινομένων καὶ ἐνθουσιώντων , ἐκ τῶν πυλῶν
] γενεά . σπαρτῶν ] τῶν γιγάντων . ὃς οὔτι μάργων : ὃς οὔτι καὶ οὐδαμῶς φοβηθεὶς βρόμον καὶ ἦχον
4465133 κατεκτανον
δ ' ἔτι παισὶ τοσαῦτα φεύγω , ἐπεὶ φίλον υἷα κατέκτανον Ἰδομενῆος , Ὀρσίλοχον πόδας ὠκύν , ὃς ἐν Κρήτῃ
γ ' ἂν οὖν δέξαιντό μ ' οἴκοις ὦν πατέρα κατέκτανον . ἔχει γὰρ οὕτω : τοῖς μὲν οἴκοθεν φίλοις
4453241 ὠφελεν
νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην , λύχνον , Ἔρωτος ἄγαλμα : τὸν ὤφελεν αἰθέριος Ζεὺς ἐννύχιον μετ ' ἄεθλον ἄγειν ἐς ὁμήγυριν
νέων ἀνδρῶν τῶν οἰχομένων ἐν Ἑλλάδι φησὶ ταῦτα , εἴθε ὤφελεν ὁ Ζεὺς κἀμὲ μετὰ τῶν φθαρέντων ἀνδρῶν κατακαλύψαι τῇ
4451578 ὑβρισθαι
δημίου θυγατέρα . διὰ τοῦτο βαρέως φέρων καὶ δοκῶν ὑπερβαλλόντως ὑβρίσθαι , πολὺς ἦν ἐπὶ τῇ κατ ' αὐτῶν τιμωρίᾳ
βιάσασθαι μὲν ἢ τὸν ἀγόμενον ἀφελέσθαι , καίτοι δεινὰ δοκοῦντες ὑβρίσθαι , ἀδύνατοι ἦσαν , ἐπεκαλοῦντο δὲ τὴν ἐκ τῶν
4450105 ὑποκρινεται
γάρ ἐστιν ἡ προσποίησις ἡ ἐκτὸς οὖσα τῆς ἀληθείας . ὑποκρίνεται ] ἢ διὰ τὴν τέχνην σκώπτει καὶ νῦν ,
ὅτι καὶ τῶν ἔργων ἤδη προειλήφασιν ἀμφότεροι καὶ ὁ Καῖσαρ ὑποκρίνεται , τέλος ἄρτι πέμψας ἐς τὸ Βρεντέσιον κωλύειν Ἀντώνιον
4432449 θρηνω
μὴ εἴη κατ ' Αἰολίδα διάλεκτον , περισπᾶται : σκηνῶ θρηνῶ σφηνῶ φωνῶ ὠνῶ κοινωνῶ . τὸ πώνω βαρύνεται ὡς
τυφθῆναί σε . Θ . οἰμώζειν : Οἰμώζω , τὸ θρηνῶ . ἀφ ' οὗ οἰμωγὴ , ὁ θρῆνος ,
4430007 ἀτιμον
γῆρας ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτίχ ' ὑπερκρέμαται , ἐχθρὸν ὁμῶς καὶ ἄτιμον , ὅ τ ' ἄγνωστον τιθεῖ ἄνδρα , βλάπτει
τὰ Πέρσου γράμματα κατά τινας μὲν ἀνεῖλον κατά τινας δὲ ἄτιμον ἐποίησαν ὡς καὶ Ἄρθμιον τὸν Ζελείτην ἠτίμωσαν χρυσίον βαρβαρικὸν
4429802 φθονουμενον
: τὸν δὲ Πυθαγορικὸν Ἀριστόξενός φησι μηδέποτε στρατηγοῦντα ἡττηθῆναι . φθονούμενον δ ' ἅπαξ ἐκχωρῆσαι τῆς στρατηγίας , καὶ τοὺς
, οὔτε ποιῆσαί τι ἀγαθόν : πάντοτε ὑποβάλλει ἀνελεῖν τὸν φθονούμενον : καὶ ὁ μὲν φθονούμενος πάντοτε ἀνθεῖ , ὁ
4427696 ἐχαιρεν
σοφὸν ἔκρινε , τὸ δὲ πιστεύοντας ἀνόσιον . ἐπαινούμενος δὲ ἔχαιρεν ὑπὸ τῶν καὶ ψέγειν ἐθελόντων τὰ μὴ ἀρεστά ,
Ἀνθίῳ , οἷς μάλιστα δὴ τῶν περὶ τὴν Ἰταλίαν βασιλείων ἔχαιρεν . Ἀφίκοντο δ ' αὐτῷ κἀξ Ἰωνίας οἱ ὁμιληταὶ
4419539 ἠναγκαζετο
πλῆθος τῶν βαρβάρων , ἀλλ ' ἅπαν τὸ ἀντιτεταγμένον ὑπείκειν ἠναγκάζετο : ἡμιλλῶντο γὰρ πρὸς ἀλλήλους οἱ τῆς Ἑλλάδος ἡγούμενοι
ὅλη ἀφωμοιώθην . ” καὶ δὴ ἐν μιᾷ ἀνάγκης ἐπελθούσης ἠναγκάζετο ἡ ἡμίονος τοῦ τρέχειν . ὡς δὲ τοῦ δρόμου
4417431 κακοδαιμων
ταῖς μυίαις ποιεῖν βοῦν τοῖς ἀκλήτοις προκατακόπτειν πανταχοῦ . Οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς ἔχω . Σφαῖραν λαβών τῷ
πάνυ ἀνεκτόν . τάδε μέντοι ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης
4414704 Βρισηιδα
τοῖς πράγμασιν : ἐξέτι τοῦ , ὅτε , διογενές , Βρισηίδα κούρην χωομένου Ἀχιλῆος ἔβης κλισίηθεν ἀπούρας οὔτι καθ '
. χρόνοι ἐν ῥήμασιν : ἐγὼ δέ κ ' ἄγω Βρισηίδα ἀντὶ τοῦ ἄξω . ἐν δὲ μετοχαῖς χρόνοι :
4413772 ἐπληξεν
καίτοι εἰ μὲν ἐπ ' ἐλέγχῳ παρῆν , πῶς οὐκ ἔπληξεν ; εἰ δὲ οὐδεὶς ἐξελήλεγκτο , τί παρῆν ;
λόγῳ λέγοντες : αἴθε γὰρ ἐπάγων συνεχῶς οὑτοσὶ τὰς χεῖρας ἔπληξεν , αἴθε τὴν ἄτιμον ἐπάταξε πληγὴν , ὡς εὐθέως
4411280 ἀποθνησκων
κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ θάνατον . δανειστὴς ἀποθνήσκων λύπης καὶ φροντίδος ἀπαλλάσσει . ἔτι δὲ καὶ δανειστὴς
ἐκείνωι . οὗτος δὲ ] / ἀπέδωκεν τὴν [ βασιλείαν ἀποθνήσκων Ἀττάλωι ] / τῶι τοῦ Εὐμένους [ / ἄρξαντ
4395184 ἐπλεθ
δείλ ' , οὔ νύ τοι ἦτορ ἀρηρέμενον φρεσὶ πάμπαν ἔπλεθ ' , ὃς οὐτιδανός περ ἐὼν μέγ ' ἀμείνονι
ἐξαπίνης Τρώων προπάροιθεν ἁπάντων Ἕκτορι πατρί τ ' ἐμῷ κεχαρισμένος ἔπλεθ ' ἑταῖρος . Τοῖο δ ' ἕκητί μ '
4394920 τεθνηκε
: τῷ δὲ τετάρτῳ Ἀλκίᾳ Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα , ὃς τέθνηκε : κᾆτα τρία ἔτη ὁμοίως καὶ Πρωτέας ἐμισθώσατο .
πέπραται ὁ υἱὸς αὐτοῦ , τὸ δὲ ψεῦδος , ὅτι τέθνηκε καὶ ὡς ὑπὸ θηρίων ἐξανάλωται , πληχθεὶς τὰ μὲν
4392764 διεδραμεν
οὕτως , ὡς μηδ ' αἰσθέσθαι τοὺς διώκοντας , ὅποι διέδραμεν . ὁ δὲ Καιπίων , ἐς Οὐέττωνας καὶ Καλλαίκους
καὶ στρατηγὸν αὐτοῖς ἐπιστήσας τῶν χιλιάρχων τινὰ Σκιπίωνα ἐς Ῥώμην διέδραμεν . ἡ δὲ πόλις , ἀπαγγελθείσης τῆς συμφορᾶς ,
4387363 ἠγριαινε
ἐκυματοῦτο . καὶ κύματα μετέρρει , μετέπιπτεν , ἐνέπιπτεν , ἠγρίαινε . φρικώδης ἦν ἡ θάλαττα , ταραχώδης . ἐπανιστάμενον
ἀνεφλέχθη μὲν ὑπὸ ὀργῆς πρὸς τὸν ἐπαινοῦντα Πυθαγόραν Ἄβαριν , ἠγρίαινε δὲ καὶ πρὸς αὐτὸν Πυθαγόραν , ἐτόλμα δὲ πρὸς
4386908 ληξειεν
ὡσεὶ ἔλεγον πυροῦντα , πυρὸν ἔχοντα . λωφήσειε παύσαιτο καὶ λήξειεν . μά . τοῦτο Ὅμηρος ὡς συλλαβῆς ἔχον τάξιν
λυσσομανῆ βούβρωστιν ἀναιδέϊ γαστρὶ φυλάσσει : οὐδέ ποτ ' ἂν λήξειεν ἐδητύος ἐγγὺς ἐούσης , εἰσόκεν οἱ νηδύς τε μέση
4386281 ἀμνημονω
καὶ ἴσως που καὶ τέθνηκεν : ἐγὼ δὲ καὶ ἐκείνων ἀμνημονῶ καὶ γαμοῦμαι δυστυχής , καὶ τὸν ὑμέναιον ᾄσει τις
μέλει δ ' ὁ σός μοι πόλεμος , οὐδ ' ἀμνημονῶ τιμῆς , ἐπαινῶ δ ' εὖ παθοῦσα πρὸς σέθεν
4380183 δυστυχων
κείμενον . Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν . Μηδέποτε σαυτὸν δυστυχῶν ἀπελπίσῃς . Μὴ ' μβαινε δυστυχοῦντι : κοινὴ γὰρ
αἱ δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι : εὐτυχῶν μὲν μέτριος ἴσθι , δυστυχῶν δὲ φρόνιμος : φίλοις εὐτυχοῦσι καὶ ἀτυχοῦσι ὁ αὐτὸς
4379969 ἐσωφρονισθη
γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη καὶ διὰ τοῦτο ἀπ ' ἐκείνου ἐσωφρονίσθη , ἡ νυκτερὶς εἶπεν : ” ἀλλ ' οὐ
ἡμέρας γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη , διὸ ἀπ ' ἐκείνου ἐσωφρονίσθη , [ καὶ ] ἡ νυκτερὶς εἶπεν : „
4379914 μεμηνως
. ‖ χάλις : ὁ ἄκρατος οἶνος . καὶ ὁ μεμηνὼς καὶ κεχαλασμένος τὰς φρένας . ‖ χαλίφρονας : παράφρονας
φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν ' ἐγώ : μεμηνὼς ἆρα τυγχάνει πόσις ; ἀρτίφρων , πλὴν ἐς σὲ
4379304 ἁνηρ
γε τὴν Μεγάλην πόλιν , τίς τε καὶ ἐκ τίνων ἁνὴρ καὶ ὡς ἄξιος τιμῆς Ἑλλήνων παισίν . ἀμφοτέροις γὰρ
Φίλιππον εὐμενῶς διδάξαι τε τὸν γενναῖον Σαλούτιον , τίς τε ἁνὴρ κἀκ τίνων , καὶ περὶ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ
4368051 ὀμμαθ
λέκτρα μητρώιων γάμων ὁ πάντ ' ἀνατλὰς Οἰδίπους παθήματα ἐς ὄμμαθ ' αὑτοῦ δεινὸν ἐμβάλλει φόνον χρυσηλάτοις πόρπαισιν αἱμάξας κόρας
” Ὧς φάτ ' ἀπηλεγέως . ὁ δ ' ἐσέδρακεν ὄμμαθ ' ἑλίξας , ὥστε λέων ὑπ ' ἄκοντι τετυμμένος
4367209 διαπεπραγμενου
ἑστιοῦχον ] τὴν Περσίδα τὴν ἔχουσαν αὐτῶν τὴν ἑστίαν . διαπεπραγμένου ] πεφονευμένου . φαύλως ] οὐκ ἀληθῶς . αὔτ
ἡ ἀθλία ἕνεκεν τοῦ ἀπολομένου καὶ ἀφανισθέντος στρατοῦ . . διαπεπραγμένου ] ἠφανισμένου . . ὑμεῖς δὲ φαύλως ] πρὸς
4360782 Σιμωνιδειον
οὐ κατ ' ἴσον σύστημα . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ Σιμωνίδειον ἐπίγραμμα Ἴσθμια δίς , Νεμέᾳ δίς , Ὀλυμπίᾳ ἐστεφανώθην
ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται . δοκεῖ δὲ τοῦτο πρὸς τὸ Σιμωνίδειον εἰρῆσθαι : ἐπεὶ ἐκεῖνος ἐλασσωθεὶς ὑπὸ Πινδάρου λοιδορίας ἔγραψε
4357274 δεδοικεν
πορεύσομαι δὴ εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς κληρονομίας ἡμῶν , ἀλλὰ δέδοικεν ἡ ψυχή μου , ὅτι χωρίζῃ ἀπ ' ἐμοῦ
νόμον βαίνειν ἐπιχειρεῖ καὶ παιδοσπορεῖν , καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν οὐδ ' αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων : ὁ
4356599 Σοφοκλης
Ἄγγαρος , διαφέρει . ὀροσάγγαι μὲν οἱ σωματοφύλακες , ὡς Σοφοκλῆς Ἑλένης γάμῳ καὶ Τρωίλῳ : Ἡρόδοτος δέ , ”
ἡ Πυθία δοκεῖ τὸν περὶ τοῦ Σωκράτους χρησμὸν εἰπεῖν σοφὸς Σοφοκλῆς , σοφώτερος δ ' Εὐριπίδης , ἀνδρῶν δὲ πάντων
4353282 συκοφαντημα
ὥραν καὶ διαφέρειν δοκεῖ τὴν ὄψιν , ἐρῶντα ἥκειν ἀναίσχυντον συκοφάντημα πλάσαντα , οὐκ ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ γνώμης , ἀλλὰ
κατέστρεψεν εἰς φιλανθρωπίαν τοὺς λόγους ὁ Φίλιππος , καὶ τὸ συκοφάντημα ὃ προειρήκει κατ ' ἐμοῦ πρὸς τοὺς συμπρέσβεις οὗτος
4352702 σχετλιος
Ἑλλήνων οἱ περὶ ποίησιν καὶ ἱστορίαν σοφοὶ περὶ μὲν Ἡρακλέους σχέτλιος , οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ ' οὐδὲ τράπεζαν τὴν
νύ ποθ ' Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν . καὶ οὕτω σχέτλιος ἦν καὶ ὑβριστὴς ὥστ ' οὐδὲ τοσοῦτον ἐνέμεινεν ἐκτελέσαι
4352255 πατρικος
πέμπουσιν οὖν Ἀγησίλαον πρεσβευτὴν πρὸς τοὺς Μαντινέας , ὅτι ἐδόκει πατρικὸς φίλος αὐτοῖς εἶναι . ἐπεὶ δὲ ἀφίκετο πρὸς αὐτούς
χρὴ συμβουλεύειν . δίκαιος δ ' εἶ : καὶ γὰρ πατρικὸς ἡμῖν φίλος τυγχάνεις ὤν : ἀεὶ γὰρ ἐγὼ καὶ
4349878 Ἱππολυτον
τελευταῖον : ἕπεσθ ' ᾄδοντες : τοῦτο ἔνιοι μὲν τὸν Ἱππόλυτον φασὶν ᾄδειν . ἄμεινον δὲ τοὺς ἑπομένους τῷ Ἱππολύτῳ
. Ἄκαιρος εὔνοι ' οὐδὲν ἔχθρας διαφέρει : ταύτην φασὶν Ἱππόλυτον εἰπεῖν πρὸς Φαίδραν φάσκουσαν φιλεῖν τε καὶ στέργειν αὐτὸν
4340842 Ἀνδρομαχης
, ἀλλ ' οὐδὲ τὸν νεώτερον τὸν Βυζάντιον , τὸν Ἀνδρομάχης υἱὸν , ἀποπεφασμένως εἴποιμι ὡς νενίκηκεν . Ὅμηρον δὲ
τοὺς χρόνους : ὕστερον γὰρ ἀπὸ Μολοσσοῦ τοῦ Νεοπτολέμου καὶ Ἀνδρομάχης τοὔνομα ἔλαβεν ἡ Μολοσσία . παρεκβαίνει δὲ εἰς τὰ

Back