δὲ Ξανθίας γνοὺς ἅτε καὶ αὐτὸς πρότερος τὰ αὐτὰ ποιῶν ἐπάταξεν ἄν με . τοῦ ' ρεβίνθου : Τοῦ αἰδοίου
ὑφείλετο , ἢ μητέρ ' ἠλόησεν , ἢ πατρὸς γνάθον ἐπάταξεν , ἢ ' πίορκον ὅρκον ὤμοσεν . Νὴ τοὺς
7391089 παταξας
σιωπήσας καὶ παρελκύσας τὸ τόξον ἔβαλε , καὶ τὸν ὄρνιθα πατάξας ἀπέκτεινεν . ἀγανακτούντων δὲ τοῦ μάντεως καί τινων ἄλλων
καθῆκε : πίτνει δ ' ἐς πέδον πρὸς κίονα νῶτον πατάξας , ὃς πεσήμασι στέγης διχορραγὴς ἔκειτο κρηπίδων ἔπι .
7069971 πληγεις
' ὢν καὶ γενναῖος , ἐνέτυχεν ἀπαγομένῳ τῷ παιδί . πληγεὶς δ ' ἔρωτι καὶ πυθόμενος καθ ' ἥντινα πρόφασιν
ἐπαγομένων αὐτὸν τῶν ἐγχωρίων βοηθὸν συνίσταται αὐτῷ : ἔνθα δὴ πληγεὶς εἰς τὰ στέρνα παραχρῆμα πίπτει : ἀγάμενος δὲ τῆς
6902667 ὑποστας
: καὶ γὰρ τὸν ἡγεμόνα τῶν πολεμίων οὗτος ἀπέκτεινε μόνος ὑποστὰς καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . λυθέντος δὲ τοῦ
δυνάμει θαρρῶν λαός . . δόκιμος ] ἱκανὸς ἔσται . ὑποστὰς ] ὑπομείνας τοῦτο . . μεγάλῳ ῥεύματι ] σύναπτε
6896217 ἐπληξεν
καίτοι εἰ μὲν ἐπ ' ἐλέγχῳ παρῆν , πῶς οὐκ ἔπληξεν ; εἰ δὲ οὐδεὶς ἐξελήλεγκτο , τί παρῆν ;
λόγῳ λέγοντες : αἴθε γὰρ ἐπάγων συνεχῶς οὑτοσὶ τὰς χεῖρας ἔπληξεν , αἴθε τὴν ἄτιμον ἐπάταξε πληγὴν , ὡς εὐθέως
6835205 τρωθεις
βέβληται ἀβλής ἀβλῆτος , τέτρωται ἀτρώς ἀτρῶτος , ὁ μὴ τρωθείς . . . . , . ἄβρα : οὔτε
, ἤγουν τοῖς αὐτοῖς περιπεσὼν δικτύοις . πληγεὶς ] + τρωθείς , θανατωθείς . μάστιγι ] + τιμωρίᾳ . παγκοίνῳ
6726375 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
6598638 ἐδεδετο
καὶ τὸν Δία καθεζόμενον ἐπὶ θρόνου , ὑφ ' οὗ ἐδέδετο πυρρός τις ἄνθρωπος καὶ μέγας ἁλύσει καὶ κλοιῶι .
παρεστὼς ὁ παῖς ἐπερωτώμενος οὐκ ἔφησεν ἀνῃρηκέναι τὴν παῖδα , ἐδέδετο κατὰ τὸν νόμον , ἱερόσυλοι μεταξὺ ἑάλωσαν , βασανιζόμενοι
6594830 πληξας
ἄλλοις ὄφεσιν . * ἐγχρίμψας : δακών τινα πλησιάσας ἢ πλήξας προσεγγίσας * ἤλγυνε : ὀδύνας παρέδωκε ἐλύπει * ἔκπαγλα
πνεύσαντα καὶ τὰς ὁλκάδας περιγεγενημένας μεταβαλὼν εὐθὺς ἠνιᾶτο ὑπερβαλλόντως καὶ πλήξας τὸν ἵππον ἀνεχώρησε σιωπῶν . ἀπέθανον δὲ τῶν μὲν
6553003 καθημενος
εἰς τοὐπτάνιον οὐκ εἰσέρχομαι . ἀλλὰ τί ; θεωρῶ πλησίον καθήμενος , πονοῦσιν ἕτεροι δ ' , οἷς λέγω τὰς
ἐξηγητὴς [ ἐν μέσῳ ] τῆς γῆς ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καθήμενος ἐξηγεῖται . Καὶ καλῶς γ ' , ἔφη ,
6551338 ἀμυνομενος
καὶ μὴν ἔχοι γ ' ἄν τις τοὺς σοὺς λόγους ἀμυνόμενος διπλᾶ στρέφειν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ Σωκράτους , ὡς
αὐτόν . δαμῆναι : δαμασθῆναι . Νηός : πλοίου . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , τιμωρούμενος , ἀντιπαρατασσόμενος . κενεῶνα :
6542550 πεσων
ἀνελθεῖν . δεῖ σε οὖν , φησί , προσέχειν μὴ πεσὼν διαθραυσθῇς καὶ γένῃ τραγῳδία . εἶτα χωλὸς ὢν :
τοὺς κατηγόρους φανεροὺς ἀπὸ τῆς ὄψεως , μέλλων δαίρεσθαι , πεσὼν εἰς τὰ τοῦ δεσπότου γόνατα παρεκάλει μικρὸν ἐπισχεῖν .
6529522 πεσοντα
ἐστρατεύσατο γοῦν εἰς Ἀμφίπολιν : καὶ Ξενοφῶντα ἀφ ' ἵππου πεσόντα ἐν τῇ κατὰ Δήλιον μάχῃ διέσωσεν ὑπολαβών . ὅτε
πλανηθεὶς οὖν ὁ κόραξ ἤνοιξεν τὸ στόμα καὶ τὸν τυρὸν πεσόντα ἀλώπηξ ἁρπάσασα κατέφαγεν . οὕτως οἱ πολλοί , ὅ
6509072 καμων
' ἀσπίδος νωμῶντα πρῶτον ἐν Κάδˈμου πύλαις . ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως
' ἂν † παρά τι ποιήσῃ † μήτ ' ἂν καμὼν ἀμορφότερος γένηται , μειωθῆναι ἂν τὴν φιλίαν ; οἷς
6493499 τυπτων
ὡς ὁπότε ζέφυρος νέφεα στυφελίξῃ , ἀργεστᾶο νότοιο βαθείῃ λαίλαπι τύπτων . ” τὸν γὰρ δυσαῆ ζέφυρον νῦν λέγει ,
ἔστω φόνου , πλεονέκτημα εἰς ἀπολογίαν πεπορισμένος τὸ μήτε παραχρῆμα τύπτων ἀνελεῖν μήθ ' ὕστερον , ἔχων κατὰ τὴν οἰκίαν
6477275 δορατι
. φθόρον πότμον ἀντὶ τοῦ φθαρτικὸν θάνατον τῷ φοινικῷ κατασκευάσει δόρατι τῷ ἀπὸ ξύλου τμηθέντι φονευθεὶς ὁ Αἰτωλὸς ἤγουν ὁ
δι ' ἧς κτυπῶν φόβον αὐτῷ ἐμποιῶν . Ἐγχείῃ : δόρατι , ἔγχει . ταναηκέϊ : μακρῷ , μακρᾷ .
6477050 ὑπαγεται
αὐτῷ τοῦ πατρὸς ἀποδόμενος τὰ ὅπλα ἔθαψε τὸν πατέρα καὶ ὑπάγεται τῷ ἑτέρῳ τῶν νόμων : τῆς δὲ κατὰ ἕνα
εἰ οὕτως ἔχοι . συγκατέθετο ὁ ἐρωτηθεὶς καὶ ὡς ἐξειπὼν ὑπάγεται : τί γὰρ τὸ ἐξειπεῖν οὔσης τῆς ζητήσεως καὶ
6463135 ἀραμενος
, ὅτι ζῆλον τὸν ἀρετῆς λαβὼν καὶ πόλεμον πρὸς κακίαν ἀράμενος ὅλην ἀνέτεμε γένεσιν * * * ἑξῆς τοῖς βουλομένοις
Οὐδὲν οὖν τῶν μελλόντων ὑποπτεύσας ὁ Δάφνις εὐθὺς ἐγείρεται καὶ ἀράμενος τὴν καλαύροπα κατόπιν ἠκολούθει τῇ Λυκαινίῳ : ἡ δὲ
6448220 ληφθεις
ἄναξ , διαβολαὶ δεινὸν ἀνθρώποις κακόν , ἀγλωσσίαι δὲ πολλάκις ληφθεὶς ἀνήρ , δίκαια λέξας , ἧσσον εὐγλώσσου φέρει .
νέμων αὐτὰς Μενοίτης ὁ Κευθωνύμου προκαλεσάμενος εἰς πάλην Ἡρακλέα , ληφθεὶς μέσος καὶ τὰς πλευρὰς κατεαγεὶς ὑπὸ Περσεφόνης παρῃτήθη .
6420311 παισας
τῇ σκευῇ βουλόμενος λαθεῖν , φησὶν ὅτι τῷ κρωπίῳ τινὰ παίσας ἀπέκτεινεν . καὶ πλόκανον δὲ καὶ κόσκινον , καὶ
ὕδωρ πολύ . σὲ μέν , ὦ μοχθηρέ , παλινδορίαν παίσας αὐτοῦ καταθήσω . εὐτυχεῖς , ὦ δέσποτα . τί
6416559 ἀλγησας
τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον
καὶ μαθεῖν ἀξιώσας , οἷα τἀκείνου , καὶ μαθὼν καὶ ἀλγήσας καὶ τἄλλα προσθείς , λόγους τε , ὧν ὁ
6414670 λυκος
ἐλοιδόρησας . ” εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν : „ ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν
γνώσεως ἐπεμβαίνων τῷ Ἰσραὴλ ἐν σωτηρίᾳ . καὶ ἁρπάζων ὡς λύκος ἀπ ' αὐτοῦ , καὶ διδοὺς τῇ συναγωγῇ τῶν
6403076 προσηλθεν
δέ , ἐπειδὴ μὴ παρηνώχλει τὰ δασέα , τὸ θ προσῆλθεν ἐν τῷ τέλει . τυπήτω . Δυϊκά . Τύπητον
ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἦν καὶ οὐκ ἦσαν λείρια ἄνθη , προσῆλθεν ὁ τέττιξ τῷ μύρμηκι ζητῶν , ᾧ τραφήσεται .
6374639 ἀπεθανε
. ἦλθ ' εὐθέως ] ἐνθάδε εἰς τὸν οὐρανόν . ἀπέθανε γάρ . ἀοῖον : τὸν ἑῷον . οἳ καόμενοι
δὲ Μάρκελλος ὡς ἑπομένων αὐτῶν ἐμάχετο γενναίως , μέχρι κατακοντισθεὶς ἀπέθανε . καὶ αὐτοῦ τῷ σώματι ὁ Ἀννίβας ἐπιστάς ,
6323430 ξιφει
ἐλθοῦσαν καὶ τὸν ἑαυτῆς τε κἀκείνου ἔρωτα μεγάλων ἀξιῶσαι προσπεσοῦσαν ξίφει ὀρθῷ . τρίτον ἠρόμην : ἡ Ἑλένη , ὦ
τοῖς ἄμοτον κοτέων Ἀφαρήιος Ἴδας κόψε παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει : ἆλτο δ ' ἀκωκή ῥαιστὴρ ἄκμονος ὥστε παλιντυπές
6319119 ἐκαθητο
καὶ ἐπαλαιώθητε ταῖς λύπαις ὑμῶν . Διατί οὖν ἐν καθέδρᾳ ἐκάθητο , ἤθελον γνῶναι , κύριε . Ὅτι πᾶς ἀσθενὴς
οἱ ἐκ χαλκοῦ κατεσκευασμένοι ἰχθύες . Ἐπὶ δὲ τῷ αἰγιαλῷ ἐκάθητο ἁλιεὺς κατασκοπῶν τοὺς ἰχθύας . Ἐκράτει δὲ εἰς τὰς
6310013 ἁλους
ἄν : μᾶλλον δὲ πολὺ μετριώτερος ἐκεῖνος , ἔρωτι μὲν ἁλούς , ὡς ἔφασκεν ἀπολογούμενος , ἑκὼν δὲ μάλα εὐψύχως
. ἐπ ' ὀφθαλμοῖς , ἐπ ' αὐτῷ τῷ κλέμματι ἁλούς . παραγγέλσεις . παραγγέλσεις . τὸν βίον . .
6307090 ἀπεθανεν
ὁ δὲ Πελίας , ἄνθρωπος γέρων καὶ ἀσθενής , πυριώμενος ἀπέθανεν . ἐντεῦθεν ὁ μῦθος . Εἴρηται περὶ Ὀμφάλης ὡς
ἐς γυναῖκα ὄνομα Λέαιναν . ταύτην γάρ , ἐπεί τε ἀπέθανεν Ἵππαρχος , λέγω δὲ οὐκ ἐς συγγραφὴν πρότερον ἥκοντα
6293828 ἱππευς
Ἀλβανοὶ περὶ τὸ λαιὸν κέρας ἐς τὰ ὄρη προεχώρουν . ἱππεὺς διὰ τάχους Τύλλῳ προσδραμὼν ἤγγελλε τὴν προδοσίαν . ὁ
τὸ σὸν τρόπαιον ἀτεχνῶς , ὃ μήτε ὁπλίτης συνανέστησε μήτε ἱππεὺς μήτε τοξότης , ᾧ μάρτυρες ἦσαν οὐ συναγωνισταὶ οἱ
6278837 ἐλοιδορει
οὐδέν , τοῖς δὲ μηροῖς σου προσκεφαλᾴδιον . Εὐτράπελόν τις ἐλοιδόρει , ὅτι Σοῦ τὴν γυναῖκα δωρεὰν ἔσχον . ὁ
περὶ μουσικὴν διατετριφώς , ὁ δ ' ἕτερος , ὃν ἐλοιδόρει , περὶ γυμναστικήν . καί μοι ἔδοξε χρῆναι τὸν
6272851 ἀπεκτεινε
ἀδίκημα : εὐνοῦχόν τις εὑρὼν ἐπὶ τῇ γυναικὶ ὡς μοιχὸν ἀπέκτεινε καὶ κρίνεται φόνου : τοῦτο ὁριστικὴν ἔχει τὴν ζήτησιν
ἐνεγκὼν αὐτῷ γέροντος κεφαλὴν ἐγένετο δορυφόρος : καὶ μετὰ τοῦτο ἀπέκτεινε τὸν τύραννον καὶ κρίνεται πατροκτονίας : ἐνταῦθα γὰρ ἡ
6268662 εἱστηκει
καὶ πρόφασιν ἐκεῖθεν ληψόμεθα τὸν ἱερέα κοσμοῦσαν . πάλαι γὰρ εἱστήκει σαλεῦον οὔπω μὲν πεπτωκός , ἀεὶ δὲ τοῦτο παθεῖν
ἦρεν εἰς ὕψος . ] Ἐν ὁδῷ τις Ἑρμῆς τετράγωνος εἱστήκει , λίθων δ ' ὑπ ' αὐτῷ σωρὸς ἦν
6262092 ἰδων
τοῦ ψελλίζεσθαι . Σὲ δ ' οἰωνίσατ ' ἄν τις ἰδών : ἐπὶ τῶν εἰδεχθῶν : παρόσον οἱ παλαιοὶ οἰωνίζοντο
ἡδονήν . ὁ μὲν οὖν κατέχων τὰ τοιαῦτα τὴν ὥραν ἰδών τούτων ἑκάστοις ὡς προσῆκε χρήσεται : ὁ δ '
6208900 ἐξιων
, αἰσχύνεσθαι ἔφη , μὴ ὀφθῇ , ὥσπερ ἐκ πορνείου ἐξιών . ἰδὼν δὲ ἐν κυφῶνι δεδεμένους δύο ὡς μικροπολιτικόν
εὐθύς . ὡς ταχύ . ἦ τοῦτ ' ἐβεβούλευς ' ἐξιών , ἐρᾶν τινος ; σκώπτεις : ἐγὼ δὲ ,
6202122 διωκων
προσάγων : καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται , μέτˈρα μὲν γνώμᾳ διώκων , μέτˈρα δὲ καὶ κατέχων γλῶσσα δ ' οὐκ
τοῦ κλήρου : εἰ μὲν γὰρ τῷ ὡροσκόπῳ προσνεύσει ὁ διώκων ἰσχυρότερος ἔσται , εἰ δὲ τῇ δύσει ὁ φεύγων
6201742 κινησας
τρίβον , σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας , ὁποῖς κοῦρος δῶμα κινήσας καπνῷ : οἱ δ ' αὖ προγεννήτειραν οὐλαμωνύμου βύκταισι
: † θοίναν ἀγρίων θηρῶν : ποῦ , φησὶ , κινήσας τὸν πόδα κατάσχω ταύτας , δηλονότι τὰς μετὰ τῆς
6200856 ἀπεκτεινεν
λοιπὴν διήγησιν ἔληξεν εἰς τὰ τελευταῖα , μέχρι τοὺς μνηστῆρας ἀπέκτεινεν Ὀδυσσεύς , καὶ πρὸς τοὺς γονέας αὐτῶν φιλίαν ἐποιήσατο
Σωφάνης , ὃς τὸν Ἀργεῖόν ποτε πένταθλον Νεμείων ἀνῃρημένον νίκην ἀπέκτεινεν Εὐρυβάτην βοηθοῦντα Αἰγινήταις . στρα - τὸν δὲ ἔξω
6183018 θεραποντι
μοι χρήματα γράψαντας καὶ κατασημηναμένους δοῦναι τὴν ἐπιστολὴν τῷ Κροίσου θεράποντι φέρειν . ταῦτα δὲ ὅσα ἔλεγε καὶ γράψας καὶ
ἄνθρωπον , εἰ μὴ καὶ προσεπωφεληθῆναι , πιεῖν ἐνέδωκα τῷ θεράποντι , φήσας οὐ τὰ μέτρια λυσιτελεῖν τῷ σώματι .
6179423 τιτρωσκει
' ἑλκοποιά : ταῦτα παρ ' Ἀλκαίου εἴρηται : οὐ τιτρώσκει τὰ ἐπίσημα ὅπλα οὐδὲ αὐτὰ καθ ' ἑαυτὰ δύναμιν
πέλτη ἐμάρμαιρεν . Ἐπεὶ δὲ συνέστημεν , ὁ βάρβαρος πρότερος τιτρώσκει με ὀλίγον ὅσον ἐπιψαῦσαι τῷ δόρατι μικρὸν ὑπὲρ τὸ
6172900 ἀπωλετο
δυστυχίαν ἐλεήσας : περιπαθεῖς ἄγαν αἱ Φοίνισσαι τῇ τραγῳδίᾳ . ἀπώλετο γὰρ ὁ Κρέοντος υἱὸς ἀπὸ τοῦ τείχους ὑπὲρ τῆς
ὄναρ ] ἐν Ἰσθμῷ γινόμενος τὸν ἴδιον υἱὸν ζητεῖν . ἀπώλετο ὁ υἱὸς αὐτοῦ διὰ τὸν μῦθον τὸν Μελικέρτειον .
6166384 ἐτρωθη
γῆς κλάδον ἀμπέλου , ᾧπερ συμπλακεὶς Τήλεφος ὑπ ' Ἀχιλέως ἐτρώθη . Ἐνόρχης δὲ ὁ Διόνυσος , διότι μετ '
πρὸς πταρμὸν ἐπεγίνετο ἡ ἀρχή . Ἐν Λαρίσσῃ , ἀνὴρ ἐτρώθη ἐκ χειρὸς λόγχῃ πλατείῃ ὄπισθεν , καὶ τὸ ἄκρον
6161421 δεθεις
καὶ πάσης ἐπιβὰς τῆς οἰκείας χώρας , ἐν δημοσίῳ δεσμῷ δεθεὶς ὑπὸ τῶν νομοφυλάκων δύο ἐνιαυτούς , οὕτως ἀπαλλαττέσθω τῶν
ἵνα δὲ φανερὸς γένοιτο τοῖς βαρβάροις ὁ θάνατος αὐτοῦ , δεθεὶς τὰς χεῖρας ὀπίσω κατὰ τοῦ κρημνοῦ βάλλεται πρὸς αὐτούς
6144754 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
6142368 βασταζων
τὸ εὔχεται . εὔχεται πολλάκις τὴν πεποικιλμένην κιθάραν ἐν σοφοῖς βαστάζων καὶ μουσικευόμενος ἐν τοῖς πολίταις λοιπὸν ἐν ἡσυχίᾳ εἶναι
ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα αὐτὸς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος . ὄνος ξύλα βαστάζων διέβαινέ τινα λίμνην . ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν ,
6141481 παιομενος
ὑμῶν ἀγνοεῖ ὅτι θᾶττον ἂν ἐγχειριδίῳ πληγεὶς ἀπέθανεν ἢ πὺξ παιόμενος . φαίνεται τοίνυν οὐδ ' αὐτὸς αἰτιώμενος τοιοῦτόν τι
γράμματα οὐκ οἶδεν καὶ ἀναιρεῖ με ; Δειλὸς πύκτης συνεχῶς παιόμενος ὑπὸ τοῦ ἀντιδίκου ἀνεβόησε : Δέομαι ὑμῶν , μὴ
6137909 δεδηχθαι
ἢ εἰς Ἅιδου καταβεβηκέναι : * * ἢ ὑπὸ κυνὸς δεδῆχθαι ἢ παρακαταθήκην λαβεῖν ἢ φίλον ἰδεῖν ἢ δραπέτην εὑρεῖν
τοὺς συνήθεις . παραμυθία δέ τις ὑπῆν τὸ πολλὰ πολλάκις δεδῆχθαι . Ἀκακίου τοῦ σοφιστοῦ καὶ ἀδελφιδοῦς καὶ μαθητὴς Εὐτρόπιος
6137282 τρωσας
κοτύλην , ἢ ὠμοπλάτην , ἢ πόδα . βαλών : τρώσας . ἐπέδησεν : ἐκώλυσεν , ἔπαυσεν , ἐδέσμευσεν .
, τὸ μὲν θηρίον ἀνεχώρησεν , παρέδραμε δὲ καὶ ὁ τρώσας καὶ οἱ λοιποί . Ἐνιαυτοῦ γε μὴν διελθόντος ὁλοκλήρου
6125373 εἰδε
τοῦτο δὲ ἕτερον ἀμφοῖν . Πολλαχῇ δὲ καὶ ὁ λογισμὸς εἶδε τὸ ἐν ἑτέρῳ κρίμα καὶ σύνεσιν ἔσχεν ἑτέρου πάθους
αὐτῷ μένειν παρ ' ἑαυτόν . ὁ δὲ Κῦρος ὡς εἶδε πολλοὺς ἱππέας ἀντίους , ἤρετο : Ἦ οὗτοι ,
6091866 ἀπεκοψε
ἐπὶ τὸν τόπον τῷ μὲν ξίφει τὴν χεῖρα τοῦ προσαναβαίνοντος ἀπέκοψε , τῷ δὲ θυρεῷ πατάξας εἰς τὸ στῆθος ἀπεκύλισεν
ἡμέρας οὐδεὶς εὕρηται γεωργὸς ὃς τὴν βλαβερὰν ἐπίφυσιν αὐταῖς ῥίζαις ἀπέκοψε . τοιγαροῦν εἰδότες οἱ φρονήσεως ἀσκηταὶ τὸ κατάπλαστον τοῦτ
6070579 δολῳ
: ” ἐὰν δέ τις ἐπιθῆται τῷ πλησίον ἀποκτεῖναι αὐτὸν δόλῳ καὶ καταφύγῃ ” ἐπὶ τὸν θεόν , τὸν προειρημένον
λέγεται : ἤγουν χρήσιμον χρεῖ ' ἦ ] ἤγουν χρήσιμον δόλῳ ] ἤγουν μετὰ μηχανῆς καὶ ἐπιτηδειότητος ὑπερέχοντας ] τοὺς
6060026 παλτῳ
, τῇ δὲ ὕλῃ τὸ ξίφει τυχὸν ἢ λίθῳ ἢ παλτῷ ἢ καὶ ἄλλῳ τινὶ χρήσασθαι τοιούτῳ . Ἀρεταὶ δὲ
συνάπτει πρὸς αὐτόν . Καὶ πίπτει ἐν τῷ πολέμῳ Λυσίμαχος παλτῷ βληθείς : ὁ δὲ βαλὼν ἀνὴρ Ἡρακλεώτης ἦν ,
6054727 παιει
ἠλύγην . Ὁ δὲ νεανίας ἑαυτῷ σπουδάσας ξυνηγορεῖν εἰς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν : κᾆτ ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ
καὶ ἔριδας λύοντα καὶ οἰκοδομημάτων γῆρας ἀποξύοντα . καὶ οὓς παίει τε καὶ δεῖ , τούτους ἀπεύξαιτ ' ἂν μὴ
6053948 ῥιψας
οὗ γεγόνασιν † ἀπὸ Θερμοπυλῶν ἀπὸ τῆς πέτρας τὸν Λίχαν ῥίψας καὶ ἀνελών . τὰ δὲ τόξα αὐτοῦ Ἡρακλῆς τῷ
ἕψε , ἕως ἀποτριτωθῇ τὸ ὕδωρ , εἶθ ' οὕτω ῥίψας τὰ βοηθήματα πρόσβαλε τὸ μέλι καὶ τὸ ἕψημα καὶ
6045458 θεωμενος
σαυτόν . ἐτελεύτησεν δὲ μονήρης , γηραιός , γυμνικὸν ἀγῶνα θεώμενος , ὑπὸ καύματος ἐκλυθείς . Ἀναχάρσιος Ἀνάχαρσις Γνούρου υἱὸς
τόπος : ἐπ ' ἐρημίας , ἔνθα παρῆν οὐδεὶς ὁ θεώμενος , ὁ καταμαρτυρήσων , ὁ κρίνων : ὅθεν ἐπὶ
6030748 στρατιωτου
συνέστησαν μάχαι τινὲς Ἀγαμέμνονος τετρωμένου καὶ Διομήδους , βασιλέως καὶ στρατιώτου , τῇ σάλπιγγι τὰς τῶν πολεμούντων ἀκονῶντος ψυχάς .
ἀποροῦμεν αἰχμαλώτους δεχόμενοι . ταῦτα εἶπον ἀπολογίαν τε ὑπὲρ τοῦ στρατιώτου καὶ σοὶ διδοὺς ἥδεσθαι καὶ ἅμα ἐμαυτὸν εὐφραίνων .
6027416 δεδεμενος
αὐτὸν οὔτε ἔργου τινὸς κοινωνήσας ἢ λόγου , συναπηγόμην αὐτῷ δεδεμένος , ὡς τοῦ ἔργου κοινωνός . τὸ δὲ χαλεπώτερον
παχείας εἰργάζοντο τὰ Μιθριδάτου . Καλλιρόῃ δὲ ὄναρ ἐπέστη Χαιρέας δεδεμένος καὶ θέλων αὐτῇ προσελθεῖν , ἀλλὰ μὴ δυνάμενος :
6023224 δακνων
δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής .
τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ
6015721 λῃστης
. καὶ ψαλτής ἀττικῶς ὀξύνεται : καὶ ἔτι τὸ ληιστής λῃστής . τὸ δὲ δεσπότης ἀρσενικὸν , τὸ δεσπότις θηλυκόν
ηὐλίζετο , οὐδὲ λαθραίας ἐποιεῖτο τὰς ἐπιθέσεις ὡς φυγὰς καὶ λῃστής , ἀλλὰ φανερῶς τῶν ὑπαίθρων ἀντεποιεῖτο , προσρυϊσκομένων αὐτῷ
6006380 βληθεντι
ἡ δὲ στρεπτίνδα , ὄστρακον ὀστράκῳ ἢ νόμισμα νομίσματι τῷ βληθέντι τὸ κείμενον ἔστρεφον . ἡ δὲ πλειστοβολίνδα , οὐ
γένειον καὶ αἵματος : ἐρρύη γὰρ αὐτῷ ἐκ τῆς ῥινὸς βληθέντι . ἐπεὶ δὲ προσῆλθεν , ἤρετο αὐτὸν εἰ βληθείη
5998402 ἐδραξατο
ἡνίκα ἐνιδρύνθη τῷ θρόνῳ τοῦ οἰκείου πατρὸς Κρόνου , ἤγουν ἐδράξατο ὁ Ζεὺς τῆς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Κρόνου ἐξουσίας ,
παρέθηκε τροφὴν πάντη ἰχθὺν ἀπὸ πηγῆς πανμεγέθη καθαρόν , ὃν ἐδράξατο παρθένος ἁγνή : καὶ τοῦτον ἐπέδωκε φίλοις ἔσθειν διὰ
5992793 ἐβαλεν
δ ' ἀνελπίστου πράξεως γενόμενος αὐτόπτης διὰ λύπης ὑπερβολὴν ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς ποταμὸν Μῆδον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Εὐφράτης
ὁρμῆς ἐπὶ Ξάνθον τὸν ποταμὸν ἐνεχθεὶς , ἑαυτὸν εἰς τοῦτον ἔβαλεν , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Σκάμανδρος μετωνομάσθη . Γεννᾶται
5990574 ἀποκτεινας
. ταῦτα ἤδη Ἀχιλλέως καθάπτεται , ὅτι τὸν ἄνδρα αὐτῆς ἀποκτείνας ἔχει αὐτὴν συνοικοῦσαν , καὶ δεῖ αὐτῇ πολλῆς παραμυθίας
λέγοντι δὲ ἐπ ' ἀληθείᾳ Πάτροκλός ἐστιν ὁ τὸν Λᾶν ἀποκτείνας : οὗτος γὰρ καὶ ὁ μνηστευσάμενός ἐστιν Ἑλένην .
5971409 συναντησας
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα .
5969675 θεασαμενος
, ὡς ἂν εἴ τις τὰ τῶν ἀρχαίων ζωγράφων ἔργα θεασάμενος ἱκανὸς οἴοιτο ζωγράφος εἶναι καὶ προστάτης τῆς τέχνης .
παραφανεῖσι τῶν ὀρνέων . Οὑτοσὶ δὲ τὴν ἀσπίδα ἢν μόνον θεασάμενος ὁ ἰχνεύμων τύχῃ ἐν τῇ Αἰγύπτῳ ἐν χωρίῳ κατηρεφεῖ
5969587 στας
ς ' ἐς Ἑλλάδα πέμπει : ἐλεφαντοδέτων πάροιθεν θρόνων ὃς στὰς Ἑλένας ἐν ἀντωποῖς βλεφάροις ἔρωτά τ ' ἔδωκας ἔρωτί
οὔ : ἀλλ ' ἄν τίς σε δέρῃ , κραύγαζε στὰς ἐν τῷ μέσῳ ὦ Καῖσαρ , ἐν τῇ σῇ
5968640 καθηστο
οὐ λείπει τὴν φυλακήν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων
καθῆσθαι καὶ καθιεῖ καὶ καθίζειν , οὐ καθιζάνειν . καὶ καθῆστο , καθοίμην , καθήμην , καθῆντο . καθηγεῖσθαι ἀντὶ
5950729 λαθων
Λοξίου μαντεύματα γάμων ἀπείχεθ ' : ὅμως δέ γε τίκτει λαθών , πρὸς τοῦ παρόντος ἱμέρου νικώμενος . Δανάην δέ
διελέχθην καὶ πείθω μετὰ τῆς καλλίονος μοίρας γενέσθαι τὴν ἐναντίαν λαθών . τότε μόνον ἠπάτησα , Ξάνθιππε , τῆς ἀπάτης
5950631 δησας
γεγόνασιν . ὀργισθεὶς δὲ ὁ Ζεὺς ὑποπτέρῳ τροχῷ τὸν Ἰξίονα δήσας ἀφῆκε τῷ ἀέρι φέρεσθαι μαστιζόμενον καὶ λέγοντα : χρὴ
: τὰ δὲ ἐναντία πράττων πονηρός . περιπλακεὶς δὲ καὶ δήσας τινὰ * * καὶ δεσμὰ προαγορεύει καὶ τοῖς νοσοῦσιν
5946163 κλαιων
τοῦτο εἴρηκεν . ἀπόλωλα τὠφθαλμώ : ἀπώλεσα τοὺς ὀφθαλμούς μου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος τοὺς βόας . Γ ἀπόλωλα ] ὅλον
δειλὸν εἰσοίσεις λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ
5945732 τεθνηκε
: τῷ δὲ τετάρτῳ Ἀλκίᾳ Ἀντισθένους ἀπελευθέρῳ ἐμίσθωσα , ὃς τέθνηκε : κᾆτα τρία ἔτη ὁμοίως καὶ Πρωτέας ἐμισθώσατο .
πέπραται ὁ υἱὸς αὐτοῦ , τὸ δὲ ψεῦδος , ὅτι τέθνηκε καὶ ὡς ὑπὸ θηρίων ἐξανάλωται , πληχθεὶς τὰ μὲν
5939931 ἀδικησας
προτενθῶν Δορπία καλουμένη . ὅ τι ἂν τύχῃ ὁ μάγειρος ἀδικήσας , τὸν αὐλητὴν λαβεῖν πληγάς . ἐκ τᾶς πινακίδος
, συνεχεῖς ποιησάμενον τοὺς ὅρους : ἔστι γὰρ ὡς ὁ ἀδικήσας πρὸς τὸν ἠδικημένον , οὕτως ὁ δικαστὴς πρὸς τὸν
5931873 ἀποθνῃσκει
αὐτὸς βασιλεύσας συχνὰ ἔτη καὶ πλεῖστα τῆς Ἀσίας καταστρεψάμενος γηραιὸς ἀποθνῄσκει , καὶ θάπτεται πρὸ τῆς πόλεως . τὴν δὲ
χρόνῳ ἀποθνῄσκει οὔτε ἐν ᾧ μὴ ζῇ , οὐδέποτε ἄρα ἀποθνῄσκει . εἰ δὲ τοῦτο , ἀεὶ ζῶντες κατ '
5928726 καταλαμβανομενος
περιθετὴν πεζῇ διὰ τῆς Περικλέους χώρας ἐσώθη . Καλλιάδης κυβερνήτης καταλαμβανόμενος ὑπὸ νεὼς ταχυτέρας τὸ πηδάλιον ἔσχαζε συχνῶς , καθ
μετὰ δὲ οὗτος μὲν ἀπῇε τὴν ὁδὸν ὁ ὄνος , καταλαμβανόμενος δὲ ὑπὸ δίψης πικρῶς καὶ πνευστιῶν λίαν ἔρχεται ἐπὶ
5923111 ἐδιωκεν
θάλατταν . κατιδὼν δὲ αὐτὸν ἀναγόμενον ἅμα τῇ ἡμέρᾳ , ἐδίωκεν ὑποτεμνόμενος τὸν εἰς Σάμον πλοῦν , ὅπως μὴ ἐκεῖσε
Ἀλέξανδρος | δ ' ἐπιθυμῶν λαβεῖν | [ Δαρεῖον ] ἐδίωκεν μετὰ | [ δρόμου ] ? ? : πυθόμενος
5918686 διεφυγεν
τἄλλα καταπίνους ' ἀεί . οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν : ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη . οὐδενὸς
περικαθημένου , ὁ Λασθένης τὴν οἰκίαν χρημάτων πλήσας κατέφλεξε καὶ διέφυγεν ἀπὸ τῆς Κνωσσοῦ . καὶ οἱ Κρῆτες ἐς Πομπήιον
5915168 ἐκτεινεν
παίσας ἔδωκε νερτέροις καλὸν νεκρὸν Βοιωτός , ὅσπερ τὸν πρὶν ἔκτεινεν βαλών . κἀντεῦθεν ἡμεῖς οἱ λελειμμένοι φίλων κοῦφον πόδ
' ἔασκες , ὅτ ' ἄνδρ ' ἐμὸν ὠκὺς Ἀχιλλεὺς ἔκτεινεν , πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος , κλαίειν ,
5903177 κτειναι
ἀνύποπτον καὶ † τοῦ ὀμνύειν . Ἁρμόδιος γὰρ καὶ Ἀριστογείτων κτεῖναι θέλοντες Ἵππαρχον τὸν τύραννον , ἐν μύρτοις τὸ ξίφος
ἀληθὲς ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ] σε ἀνθρώπων ἠδύνατο / [ κτεῖναι ἀλκῆι διαφέροντα πάντων ] ? , ἀλλ ' ἡ
5902347 ὀργιζομενος
ἐπέλθῃ , ἐπιπεσεῖ , ἀναβράσει . κελεύων : κεντῶν , ὀργιζόμενος . Βουτύπος : ὁ οἶστρος , τὸ κέντρον τοῦ
, τὸ δὲ Αἰσχίνου πως βλάπτει . σωφρονεῖ δὲ καὶ ὀργιζόμενος ὁ ῥήτωρ : κρύπτει γὰρ ἐν προοιμίοις τὴν προσηγορίαν
5901114 ἀφαιρεθεις
Θησεὺς ἑπταετῆ ταύτην ἁρπάσας , καθά φησι Δοῦρις ὁ Σάμιος ἀφαιρεθεὶς δὲ αὐτὴν ἐν τῷ ἡττηθῆναι ὑπὸ Πολυδεύκους καὶ Κάστορος
γενόμενος ἄπαις , ὁ δὲ στερηθεὶς ἀδελφῶν , ἕτερος γύναιον ἀφαιρεθεὶς εὐπρεπές , τὴν ἐκ τῆς ἐπιβουλῆς ἀθυμίαν οὐ φέροντες
5897677 βληθεις
μὲν ] τοῦ δευτέρου χάρακος εἴσω παρελθεῖν βιαζόμενος αὐτὸς μὲν βληθεὶς πίπτει αὐτοῦ καὶ ἀποκομίζεται κακῶς ἔχων ἐπὶ τὸ στρατόπεδον
ἀπὸ μηχανῆς κατὰ τοῦ στέρνου διὰ τοῦ θώρακος διαμπὰξ καὶ βληθεὶς πίπτει αὐτοῦ καὶ ἀποκομίζεται ἐς τὴν ἰδίαν σκηνὴν κακῶς
5890888 πηρωσας
τοῦ ὄντος καταλέλοιπεν , τὸ ᾧ μόνῳ βλέπειν ἠδύνατο ἑκουσίως πηρώσας . Ἄξιον δὲ σκέψασθαι καὶ τὴν χώραν , εἰς
ἐπὶ τοῦ ἤθους , καὶ οὗτος , τουτέστιν ὁ ἑκὼν πηρώσας ἑαυτόν , τοῦ ἄκοντος . Ἐντεῦθεν λέγει ἡμῖν περὶ
5890211 ἀπαιτηθῃ
μαθὼν γὰρ ὁ Πολυμήστωρ ἐκεῖσε τοὺς Ἕλληνας ἐλθόντας φοβούμενος μὴ ἀπαιτηθῇ τὰ χρήματα , ἔσφαξε τὸν Πολύδωρον καὶ ἔρριψεν εἰς
ἐτιμωρήσατο δέον τοῦτο ποιεῖν , ἀλλ ' ἵνα μὴ δίκας ἀπαιτηθῇ τῆς μοιχείας , προτέρα ἐφόνευσεν : περὶ τοῦ φόνου
5886185 μαστιγιαν
προστεταγμένον : τὰ δὲ αὐτὰ καὶ ἐν τοῖς ἐπιβάταις , μαστιγίαν μέν τινα ἐν προεδρίᾳ παρὰ τὸν κυβερνήτην καθήμενον καὶ
ἱερὸν Ἡρακλέους . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Μελίτης νύμφης , . μαστιγίαν δὲ ὡς πρὸς δοῦλον . θεράπαινα Περσεφόνης λέγει ταῦτα
5880863 θεραπων
γενναῖός που κἀναφέρων ἐς τὴν ὑφ ' Ἡρακλεῖ τροφήν , θεράπων δὴ γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ ὁ Φιλοκτήτης ἐκ νηπίου ,
' ἴσως . Ἀλλ ' ἐκποδὼν πτήξωμεν , ὡς ἐξέρχεται θεράπων τις αὐτοῦ πῦρ ἔχων καὶ μυρρίνας , προθυσόμενος ,
5879697 πολεμιστης
] καὶ τροπαίων ἐπανελθὼν [ ] οἷα ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ . τάχα
καὶ τροπαίων ἐπανεληλυθὼς ? [ ] ὡς ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ · ,
5878903 χανων
ὡς σὺ χώραν ἔχῃς . ” εἰσῄειν οὖν μάτην λύκος χανὼν παρὰ μικρόν , αἰσχυνόμενος ὅτι ἐδόκουν ἐξεληλακέναι τοῦ συμποσίου
καὶ ἑαυτὸν χθαμαλωτέρᾳ τῇ πτήσει κατάγων πλησίον γίνεται , καὶ χανὼν ἀνεμεῖ λίθον ἐς τὸν τῆς Ἡρακληίδος κόλπον , καὶ
5873042 ἀσθμαινων
ἀνάγκην ἱστάμενοι σκιρτῶσι μεμηνότες : ἔξοχα δ ' ἄλλων δεξιὸς ἀσθμαίνων καὶ ἀριστερὸς ὠκέϊ δίνηι ἀμφότεροι θρώσκουσι παρηορίηισι δεθέντες τοῖοι
νέων δημοτικῶν καρτεράν . ὡς δὲ τῷ βήματι προσῆλθεν , ἀσθμαίνων ἔτι καὶ μετέωρος τὸ πνεῦμα λέγειν ἠξίου , τίς
5870321 κτεινας
ἔχων ὑπὸ τὴν ἀσπίδα λαθραίως περιέβαλε τὸν Φρύνωνα , καὶ κτείνας ἀνεσώσατο τὸ χωρίον . ὕστερον μέντοι φησὶν Ἀπολλόδωρος ἐν
περὶ τὰ τοιαῦτα μέχρι τούτων οὕτως : ὧν δὲ ὁ κτείνας ἐφ ' οἷς τε ὀρθῶς ἂν καθαρὸς εἴη .
5868900 παραδοθεις
Ἕρμων , τοὺς πλοκάμους περικέκαρκας χρυσοῦς ὄντας καὶ δώσεις δίκην παραδοθεὶς τῷ δημίῳ , σὺ δὲ τὴν Σωστράτου γυναῖκα τοῦ
τρισμυρίων σταδίων . Ῥωμαίων δὲ στρατηγὸς μὲν Παμφυλίας Κόιντος Ὄππιος παραδοθεὶς ἀκολουθεῖ δέσμιος , Μάνιος δὲ Ἀκύλλιος ὁ ὑπατευκώς ,
5868361 παριων
. Δημοκράτης ὁ παλαιστὴς καὶ αὐτὸς νοσήσας τοὺς πόδας , παριὼν ἐς τοὺς ἀγῶνας καὶ στὰς ἐν τῷ σταδίῳ ,
εἷς δυνήσεται ἁπλῶς διελθεῖν τὸν στενωπὸν τουτονί : ὁ δὲ παριὼν πᾶς εὐθέως πρὸς τὴν θύραν ἑστήξετ ' ἀχανής ,
5868227 τυψας
λαοῖς κατασχεῖν τὰς πύλας ἐπιτρέπει , καὶ τὸ πρόσωπον χερσὶ τύψας , ὁ δράκων , ἀφῆκε καπνὸν συμφορῶν ἐκ καρδίας
⌈ ἑαυτόν , [ σεαυτόν . / ] κόψας ] τύψας ἀττικῶς . κρημνός τις ἦν ἐν Ἀθήναις , ἐν
5865275 ἡλωκε
ῥάκος φορεῖ , ἢ τριηραρχῶν ἀπήγξατ ' , ἢ πλέων ἥλωκέ ποι , ἢ βαδίζων ἢ καθεύδων κατακέκοφθ ' ὑπ
τῷ χορῷ ῥάκος φορεῖ ἢ τριηραρχῶν ἀπήγξατ ' ἢ πλέων ἥλωκέ ποι ἢ βαδίζων ἢ καθεύδων κατακέκοφθ ' ὑπ '
5858710 λογχῃ
μακάρων θέμιν ἁγνὴν ἔκτεινεν Περσῶν τοξοφόρων βασιλεύς , οὐ φανερῶς λόγχῃ φονίοις ἐν ἀγῶσι κρατήσας , ἀλλ ' ἀνδρὸς πίστει
συμπλοκῆς καὶ μάχης πρὸς τοὺς ἐγχωρίους ὁ Ἀλθαιμένης ἐκβοηθῶν ἠκόντισε λόγχῃ καὶ δι ' ἄγνοιαν παίσας ἀπέκτεινε τὸν πατέρα .
5856362 ναυαγιῳ
ἀπῄεσαν : ἀλλὰ καὶ τούτοις χειμὼν διέφθειρε τὴν εὐπραγίαν , ναυαγίῳ περὶ τὸ πλεῖστον τοῦ στόλου χρησαμένοις . Αὗται τοίνυν
ποτίζειν τὴν γῆν : καὶ τὸν Πάριν εἰς Σπάρτην πλέοντα ναυαγίῳ περιπεσεῖν , ἀλλὰ μὴ τὴν Ἑλένην ἁρπάσαντα δίκας τῖσαι
5846631 πελεκυν
. Καὶ τίς ὁ ἀποκείρων ἔσται ; Μένιππος οὑτοσὶ λαβὼν πέλεκυν τῶν ναυπηγικῶν ἀποκόψει αὐτὸν ἐπικόπῳ τῇ ἀποβάθρᾳ χρησάμενος .
ἄρ ' Ἀγκαῖος Λυκοόργοιο θρασὺς υἱός αἶψα † μέλαν τεταγὼν πέλεκυν μέγαν ἠδὲ κελαινόν ἄρκτου προσχόμενος σκαιῇ δέρος ἔνθορε μέσσῳ
5845312 ἀκοντιωι
τιάρα τοῦ Κύρου . καὶ παρατρέχων νεανίας Πέρσης ὄνομα Μιθριδάτης ἀκοντίωι βάλλει τὸν κρόταφον αὐτοῦ παρὰ τὸν ὀφθαλμόν , ἀγνοῶν
, καὶ τιτρώσκει ἄχρι δακτύλων δύο , ὁ δὲ ὡσαύτως ἀκοντίωι τὸν τοῦ Οὐσίριος μηρόν : εἶτα βάλλει εἰς τὸν
5840278 παρεστως
τέ εἰσιν ἵπποι καὶ ἡνίοχοι δύο , ἑκατέρῳ τῶν ἵππων παρεστὼς ἀνὴρ ἡνίοχος : ὁ μὲν δὴ πρότερος τῶν ἵππων
. Ἐπειδὴ δὲ τὸν βίον μεταλλάττειν ἤμελλεν ὁ διδάσκαλος , παρεστὼς ὁ τυφλὸς ἐδεῖτο βοηθεῖν αὐτῷ ὅ τι ἔχοι .
5839849 ἀπωλεσεν
τοῦ πατρός σου ἔργον , ὃ ἂν μὴ ἐκπληρώσῃ , ἀπώλεσεν τὸν πατέρα , τὸν φιλόστοργον , τὸν ἥμερον .
λόγος , ξὺν παισὶ πεντήκοντα ναυτίλῳ πλάτῃ Ἄργος κατασχών ληκύθιον ἀπώλεσεν . Τουτὶ τί ἦν τὸ ληκύθιον ; Οὐ κλαύσεται
5839639 κἀκεινος
ἡρώων , καὶ τὸν σύνοικον ἀγαθὰ δαψιλῆ ποίει . ” κἀκεῖνος αὐτῷ νυκτὸς ἐν μέσαις ὥραις “ ἀγαθὸν μὲν ”
ὃν τοῖς νεωτάτοις συλλαβεῖν κελεύσας ἡγεμόνα ποιεῖται τῆς ὁδοῦ . κἀκεῖνος αὐτοὺς ἄγων περὶ τὸ ὄρος σὺν πολλῷ χρόνῳ καθίστησιν
5831154 ἀθλητης
Ὀλύμπιος ἢ αἰθέριος ὁ θεὸς ἀλλὰ χθόνιος . Ἔδοξέ τις ἀθλητὴς τὰ αἰδοῖα ἀποτεμὼν καὶ ἅμα τὴν κεφαλὴν δήσας ἐστεφανῶσθαι
καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ „ , ἴσον τῷ γέγονας μὲν ἀθλητὴς τέλειος καὶ βραβείων καὶ στεφάνων ἠξιώθης ἀγωνοθετούσης ἀρετῆς καὶ
5826095 διαφθαρεις
' ἄν , ἐκεῖνα προειρηκώς , ὁ αὐτὸς ἀνὴρ μὴ διαφθαρεὶς ἐτόλμησεν εἰπεῖν ; τί δ ' ; ἔσθ '
τις εὖ ζῇ , τηνικαῦτα τὸν βίον σκοπεῖν μάλιστα μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ . Οἴκτιρ ' , ἄναξ : πολλῶν ἔλε

Back