ὡς ὁπότε ζέφυρος νέφεα στυφελίξῃ , ἀργεστᾶο νότοιο βαθείῃ λαίλαπι τύπτων . ” τὸν γὰρ δυσαῆ ζέφυρον νῦν λέγει , | ||
ἔστω φόνου , πλεονέκτημα εἰς ἀπολογίαν πεπορισμένος τὸ μήτε παραχρῆμα τύπτων ἀνελεῖν μήθ ' ὕστερον , ἔχων κατὰ τὴν οἰκίαν |
ἠλύγην . Ὁ δὲ νεανίας ἑαυτῷ σπουδάσας ξυνηγορεῖν εἰς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν : κᾆτ ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ | ||
καὶ ἔριδας λύοντα καὶ οἰκοδομημάτων γῆρας ἀποξύοντα . καὶ οὓς παίει τε καὶ δεῖ , τούτους ἀπεύξαιτ ' ἂν μὴ |
χερός , διά μ ' ἔφθειρας , κατὰ δ ' ἔκτεινας . φεῦ φεῦ : πρὸς θεῶν , ἀτρέμα , | ||
τί μ ' ἐδέχου , τί μ ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας ; καὶ πάλιν Ἡρακλέα που διαλεγόμενον πεποίηκε πρὸς τοὺς |
; Τὸ σόφισμα : ἆρ ' ᾧ εἶδες σὺ τοῦτον τυπτόμενον , τούτῳ ἐτύπτετο οὗτος ; τῇ ῥάβδῳ δὲ εἶδες | ||
' , ὡς ἔμοιγε κρεῖττόν ἐστιν ἵππων τρέφειν τέθριππον ἢ τυπτόμενον ἐπιτριβῆναι . ἐκεῖσε δ ' ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ |
καὶ συριγμοῖς προσέχει . δράκων ] ὄφις . θείνει ] τύπτει . θ Ξ ὀνείδει ] ἐν ὕβρει . ὀνείδει | ||
αὑτὸν ὀνειδίσας τὴν ἀναίδειαν εἰσπηδᾷ , κέκραγεν , ἀπειλεῖ , τύπτει , πάντας ἡγεῖται καθάρματα , μισθὸν ἀξιοῖ νομίζεσθαι τὴν |
τὸ εὔχεται . εὔχεται πολλάκις τὴν πεποικιλμένην κιθάραν ἐν σοφοῖς βαστάζων καὶ μουσικευόμενος ἐν τοῖς πολίταις λοιπὸν ἐν ἡσυχίᾳ εἶναι | ||
ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα αὐτὸς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος . ὄνος ξύλα βαστάζων διέβαινέ τινα λίμνην . ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν , |
ἄλλοις ὄφεσιν . * ἐγχρίμψας : δακών τινα πλησιάσας ἢ πλήξας προσεγγίσας * ἤλγυνε : ὀδύνας παρέδωκε ἐλύπει * ἔκπαγλα | ||
πνεύσαντα καὶ τὰς ὁλκάδας περιγεγενημένας μεταβαλὼν εὐθὺς ἠνιᾶτο ὑπερβαλλόντως καὶ πλήξας τὸν ἵππον ἀνεχώρησε σιωπῶν . ἀπέθανον δὲ τῶν μὲν |
καίτοι εἰ μὲν ἐπ ' ἐλέγχῳ παρῆν , πῶς οὐκ ἔπληξεν ; εἰ δὲ οὐδεὶς ἐξελήλεγκτο , τί παρῆν ; | ||
λόγῳ λέγοντες : αἴθε γὰρ ἐπάγων συνεχῶς οὑτοσὶ τὰς χεῖρας ἔπληξεν , αἴθε τὴν ἄτιμον ἐπάταξε πληγὴν , ὡς εὐθέως |
γάρ ἐστιν ὁ τύπτων τινά , ὁ στρεβλῶν , ὁ ἄγχων , ὁ τὴν ἐσθῆτα καταρρηγνύς : ὁ ταῦτα καὶ | ||
, καὶ Ἀρραχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀρραχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν |
σιωπήσας καὶ παρελκύσας τὸ τόξον ἔβαλε , καὶ τὸν ὄρνιθα πατάξας ἀπέκτεινεν . ἀγανακτούντων δὲ τοῦ μάντεως καί τινων ἄλλων | ||
καθῆκε : πίτνει δ ' ἐς πέδον πρὸς κίονα νῶτον πατάξας , ὃς πεσήμασι στέγης διχορραγὴς ἔκειτο κρηπίδων ἔπι . |
δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής . | ||
τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ |
τὸ δὲ πῶς , εἰ αὐτὸς ᾤετο ἠρέμα παίειν , ἔπαισε δὲ σφοδρῶς ὥσπερ οἱ γυμναζόμενοι . περὶ πάντα δὴ | ||
θυμὸν εἶχεν ἡ πληγή . ὡς δὲ καὶ τρίτην ἀπροφυλάκτως ἔπαισε , λανθάνει μου τῷ στόματι περὶ τοὺς ὀδόντας προσπταίσας |
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες | ||
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ |
Πληθ . τύπτομεν τύπτετε τύπτουϲι Παρατατικοῦ Ἑν . ἔτυπτον ἔτυπτεϲ ἔτυπτε Δυ . ἐτύπτετον ἐτυπτέτην Πληθ . ἐτύπτομεν ἐτύπτετε ἔτυπτον | ||
παρατατικοῦ τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλον προστακτικὸν γίνεται , ἔτυπτε τύπτε , ἐποίει ποίει , ἐβόα βόα . τυπτέτω |
λαοῖς κατασχεῖν τὰς πύλας ἐπιτρέπει , καὶ τὸ πρόσωπον χερσὶ τύψας , ὁ δράκων , ἀφῆκε καπνὸν συμφορῶν ἐκ καρδίας | ||
⌈ ἑαυτόν , [ σεαυτόν . / ] κόψας ] τύψας ἀττικῶς . κρημνός τις ἦν ἐν Ἀθήναις , ἐν |
τῇ σκευῇ βουλόμενος λαθεῖν , φησὶν ὅτι τῷ κρωπίῳ τινὰ παίσας ἀπέκτεινεν . καὶ πλόκανον δὲ καὶ κόσκινον , καὶ | ||
ὕδωρ πολύ . σὲ μέν , ὦ μοχθηρέ , παλινδορίαν παίσας αὐτοῦ καταθήσω . εὐτυχεῖς , ὦ δέσποτα . τί |
Μένανδρος δὲ Ὀργῇ : ὁ λιμὸς ὑμῶν τὸν καλὸν τοῦτον δακὼν Φιλιππίδου λεπτότερον ἀποδείξει νεκρόν : ὅτι δὲ καὶ πεφιλιππιδῶσθαι | ||
πατρὸς ὠμόφρονος : ζῇ γὰρ προπετής : ἀλλ ' ἴσχε δακὼν στόμα σόν . Πῶς φῄς , γέρον ; ἦ |
δημόσια σφετερισαμένου καὶ πλουτήσαντος . ὁ αὐτὸς δὲ καὶ ὡς φαλακρὸς κωμῳδεῖται . σίμβλον δέ φασι : σίμβλοι κυρίως εἰσὶν | ||
γένειον βαθὺ καθειμένος ὀλίγον τράγου διαφέρων ἐστίν , ὁ δὲ φαλακρὸς γέρων , σιμὸς τὴν ῥῖνα , ἐπὶ ὄνου τὰ |
τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον | ||
καὶ μαθεῖν ἀξιώσας , οἷα τἀκείνου , καὶ μαθὼν καὶ ἀλγήσας καὶ τἄλλα προσθείς , λόγους τε , ὧν ὁ |
δὲ Ξανθίας γνοὺς ἅτε καὶ αὐτὸς πρότερος τὰ αὐτὰ ποιῶν ἐπάταξεν ἄν με . τοῦ ' ρεβίνθου : Τοῦ αἰδοίου | ||
ὑφείλετο , ἢ μητέρ ' ἠλόησεν , ἢ πατρὸς γνάθον ἐπάταξεν , ἢ ' πίορκον ὅρκον ὤμοσεν . Νὴ τοὺς |
ὡς νεοζυγὴς πῶλος βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ . ἀτὰρ σφοδρύνῃ γ ' ἀσθενεῖ σοφίσματι . αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι | ||
ἡνίας ] ἤγουν τὴν ἰσχὺν τοῦ Διός ἀτὰρ ] δὲ σφοδρύνῃ ] θρασύνῃ , κομπάζεις ἀσθενεῖ ] ἀδυνάτῳ σοφίσματι ] |
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι | ||
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς |
ἠκόντιζεν , οὔτε τοῦ σκοποῦ ἁμαρτών , εἰς τοὺς ἀφεστῶτας ἀκοντίσας , τοῦ παιδὸς ἔτυχεν , ἀλλὰ πάντα ὀρθῶς ὡς | ||
βαλεῖν . μακρὰ δὲ ῥίψας : ἐλπίζω μακρῶς καὶ δυνατῶς ἀκοντίσας παρελθεῖν καὶ νικῆσαι τοὺς ὑπεναντίους . εἰ γὰρ ὁ |
καὶ ὁ δελφὶς σὺν αὐτῷ εἰς τὴν νῆσον ἐξῆλθεν . ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ θύννος καὶ τὸν δελφῖνα λειποψυχοῦντα θεασάμενος ἔφη | ||
πρὶν εἰς τὴν οἰκίαν αὑτοῦ παραγενέσθαι : ὁ δὲ ἀπιστῶν ἐπιστραφεὶς ἐθεάσατο τὴν γυναῖκα , ἡ δὲ πάλιν ὑπέστρεψεν . |
καὶ γεωργὸς ὀνομαζόμενος , τὰς ἀμπέλους ἀποδράς , εἰς ἄστυ δραμών , ἑταίραν ἐξαίφνης κα - ταμαθὼν κάλλει καὶ χρυσῷ | ||
. καίτοι κρύπτειν μὲν ἐπιχειρεῖ τὸ πάθος ὡς ὑπὲρ εἰσφορῶν δραμών , ἐμὲ δὲ οὐ λέληθε σὲ μὲν ἔργον θέμενος |
πλησίον κείμενον . * κρατήσας . τὸν θαυμασίως ἀναφανέντα αὐτῷ χαλινόν . . Σύναπτε τὸ Κοιρανίδᾳ πρὸς τὸ μάντιν . | ||
ἡνία , κατεχρήσατο δὲ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος : οὐ γὰρ χαλινόν φησιν . . . . μοῦ συγκατεψεύσατο ] σὺν |
, καὶ μὴ ὀρθὸς ᾖ , ἀλλὰ πρὸς τὸ ἰσχίον ἀπεστραμμένος τὸ ἕτερον , ἢ ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ ἢ | ||
εἰσελθὼν εἰς τὰ βασίλεια , συγκαλέσαντος τοῦ Πολυδέκτου τοὺς φίλους ἀπεστραμμένος τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος ἔδειξε : τῶν δὲ ἰδόντων |
' ἑλκοποιά : ταῦτα παρ ' Ἀλκαίου εἴρηται : οὐ τιτρώσκει τὰ ἐπίσημα ὅπλα οὐδὲ αὐτὰ καθ ' ἑαυτὰ δύναμιν | ||
πέλτη ἐμάρμαιρεν . Ἐπεὶ δὲ συνέστημεν , ὁ βάρβαρος πρότερος τιτρώσκει με ὀλίγον ὅσον ἐπιψαῦσαι τῷ δόρατι μικρὸν ὑπὲρ τὸ |
. ἐτετύπειμεν ἐτετύπειτε ἐτετύπειϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . ἔτυψα ἔτυψαϲ ἔτυψε Δυ . ἐτύψατον ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν | ||
τὸν ἀόριστον ἐκ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τρίτου προσώπου γίνεσθαι , ἔτυψε ἐκεῖνος τύψε σύ , ἀλλ ' ἐκρατήθη Συρακουσίῳ ἔθει |
νέος . Μάρψηται : καταλάβῃ . μάρψῃ : κρατήσῃ . γέλων : γέλωτα , εὐφροσύνην . ἐπιθήσεται : ποιήσει , | ||
καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος , ὦ Ζεῦ φίλτατε , γέλων πάρεσχεν , ἣν προσέρραινον κύκλῳ . τὸ τριώβολον δῆτ |
δείπνῳ . Τῶν δὲ συνήθων τις αὐτῷ ἐνέβη τῷ ποδὶ λακτίσας κείμενον τὸν ταῦρον . καὶ ἀκούω τὸν πόδα ἐκεῖνον | ||
Λυθεὶς δὲ πόνου , καὶ χάσκοντος τοῦ λύκου , τοῦτον λακτίσας καὶ τοὺς ὀδόντας θλάσας , χείλη , μέτωπον , |
προσάγων : καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται , μέτˈρα μὲν γνώμᾳ διώκων , μέτˈρα δὲ καὶ κατέχων γλῶσσα δ ' οὐκ | ||
τοῦ κλήρου : εἰ μὲν γὰρ τῷ ὡροσκόπῳ προσνεύσει ὁ διώκων ἰσχυρότερος ἔσται , εἰ δὲ τῇ δύσει ὁ φεύγων |
. Καὶ τίς ὁ ἀποκείρων ἔσται ; Μένιππος οὑτοσὶ λαβὼν πέλεκυν τῶν ναυπηγικῶν ἀποκόψει αὐτὸν ἐπικόπῳ τῇ ἀποβάθρᾳ χρησάμενος . | ||
ἄρ ' Ἀγκαῖος Λυκοόργοιο θρασὺς υἱός αἶψα † μέλαν τεταγὼν πέλεκυν μέγαν ἠδὲ κελαινόν ἄρκτου προσχόμενος σκαιῇ δέρος ἔνθορε μέσσῳ |
. διὸ καὶ βακτηρίαν ἔχων περιῄει , δι ' ἧς ἠμύνετο τοὺς ἐπερχομένους αὐτῷ . Ἀνόητος νεοττὸς ἑκὼν δείκνυσι τὴν | ||
μὲν ὑπὸ τῇ κεφαλῇ βύσσινα παραλουργῆ , δι ' ὧν ἠμύνετο τὸ κάλυμμα , δύο δ ' ὑπὸ τοῖς ποσὶν |
Διασωθεὶς δὲ εἰς τὸ στρατόπεδον οὐκ ἠρέμησεν , ἀλλὰ κύκλῳ περιθέων τοῦ χάρακος τὰ φρονήματα τῶν στρατιωτῶν ἐπερρώννυεν ὡς μηδέν | ||
ἀναιρῶν : λέοντας δὲ καὶ παρδάλεις ὅσα τε ζῷα γενναῖα περιθέων ἄνωθεν κατηκόντιζεν . οὐδέ τις εἶδεν ἀκόντιον δεύτερον οὐδὲ |
ὀρθῷ τῷ θυρεῷ πατάξας εἰς τὸ πρόσωπον ἀνατρέπει καὶ κείμενον ἀποσφάττει , ἔπειτα τοὺς ἄλλους τεταραγμένους ἤδη ἐλαύνων ὑπὸ πόδας | ||
μετὰ τῶν μονομαχούντων ζῇ , μονομαχεῖ δὲ καὶ αὐτὸς καὶ ἀποσφάττει . „ ὑπολαβὼν οὖν ὁ Ἀπολλώνιος ” εἶτα ” |
παιδὸς ἰωήν , κραιπνὰ θέων ἀκάτοιο φίλης ἄγχιστος ἵκανε , σαίνων τ ' οὐραίῃ κεφαλήν τ ' ἀνὰ γαῦρος ἀείρων | ||
ἐπιγινώσκων φωνὴν πλησίον τάχιστα ἀφικνεῖτο τοῦ σκάφους τῇ τε οὐρᾷ σαίνων καὶ τὴν κεφαλὴν ὑψῶν καὶ γαυρούμενος καὶ ψαῦσαι τοῦ |
γεγόνασιν . ὀργισθεὶς δὲ ὁ Ζεὺς ὑποπτέρῳ τροχῷ τὸν Ἰξίονα δήσας ἀφῆκε τῷ ἀέρι φέρεσθαι μαστιζόμενον καὶ λέγοντα : χρὴ | ||
: τὰ δὲ ἐναντία πράττων πονηρός . περιπλακεὶς δὲ καὶ δήσας τινὰ * * καὶ δεσμὰ προαγορεύει καὶ τοῖς νοσοῦσιν |
δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ | ||
δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ |
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν , | ||
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι . |
κατὰ τὸν βασιλέα πάθους ὁ τοῦ πολέμου φόβος παρὰ πόδας ἑστὼς καταμαραίνων ἀπήμβλυνεν . τὸ μὲν γὰρ γεγενημένον ἦν φανερόν | ||
τῇ αὑτοῦ οὐσίᾳ οὐδαμῇ ἀποκλίνων οὐδὲ περὶ αὑτὸν στρεφόμενος , ἑστὼς πάντη καὶ οἷον στάσις γενόμενος . Οὐδὲ τῶν καλῶν |
ἰσχύϊ πρὸ δίκης χρῆσθαι , μόνον οὐκ ἄντικρυς βοῶν καὶ κεκραγὼς τοῖς ὦτα ἔχουσιν ἐν ψυχῇ , μηδένα τῶν ἑτεροεθνῶν | ||
λέγων ἕκαστος αὐτῶν , ἀλλὰ μόνον πλούσιον εἶναι τὸν σοφὸν κεκραγὼς μικρὸν ὕστερον προσελθὼν αἰτεῖ καὶ ἀγανακτεῖ μὴ λαβών , |
. καὶ ψαλτής ἀττικῶς ὀξύνεται : καὶ ἔτι τὸ ληιστής λῃστής . τὸ δὲ δεσπότης ἀρσενικὸν , τὸ δεσπότις θηλυκόν | ||
ηὐλίζετο , οὐδὲ λαθραίας ἐποιεῖτο τὰς ἐπιθέσεις ὡς φυγὰς καὶ λῃστής , ἀλλὰ φανερῶς τῶν ὑπαίθρων ἀντεποιεῖτο , προσρυϊσκομένων αὐτῷ |
, . Σ σκανδαλήθρα : καὶ σκάνδαλα λέγουσιν σκανδαλήθρ ' ἱστὰς ἐπῶν . Ἀριστοφάνης καὶ Κρατῖνος . . , . | ||
οἶκον οὗ τὰ συσσίτια , καὶ παρὰ τὴν θύραν ἔνδον ἱστὰς ἔλεγεν : ἀπὸ τῆς θύρας ταύτης λόγος οὐκ ἐξέρχεται |
κρατούμενον ἀνάγκῃ ἀφύκτῳ , τὸν δὲ Φουφέττιον ἀγανακτοῦντα ἔτι καὶ κεκραγότα μόνον τάς τε συνθήκας ἀνακαλούμενον , ἃς αὐτὸς ἐξηλέγχθη | ||
πήραν ἔχοντα , ἀντὶ δὲ τῆς βακτηρίας ὕπερον , καὶ κεκραγότα καὶ λέγοντα ὅτι Ἀντισθένους καὶ Κράτητος καὶ Διογένους ἐστὶ |
ἐλοιδόρησας . ” εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν : „ ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν | ||
γνώσεως ἐπεμβαίνων τῷ Ἰσραὴλ ἐν σωτηρίᾳ . καὶ ἁρπάζων ὡς λύκος ἀπ ' αὐτοῦ , καὶ διδοὺς τῇ συναγωγῇ τῶν |
Αἴσωπος : ” οὐ πάρεστί σοι παιδία οἴκοι ἀτακτοῦντα καὶ κλαίοντα ; τούτοις ἐπίστησόν με παιδαγωγόν , καὶ πάντως αὐτοῖς | ||
, καὶ εὗρον αὐτὴν νεκράν , τὰ δὲ περιεστῶτα ζῷα κλαίοντα ἐπ ' αὐτήν . καὶ οὕτως προκομίσαντες αὐτὴν ἐκήδευσαν |
δὲ συνεχῶς καταπονούμεναι ἔγνωσαν δεῖν τὸν ἐπὶ τῆς οἰκίας ἀλέκτορα ἀποπνῖξαι : ἐκεῖνον γὰρ ᾤοντο τῶν κακῶν αἴτιον εἶναι νύκτωρ | ||
τιν ' ἀστραπή , φέρειν τιν ' ἄρας ἄνεμος , ἀποπνῖξαι βρόχος , θύρας μοχλεύειν σεισμὸς , εἰσπηδᾶν ἀκρίς , |
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ | ||
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ |
καλουμένου βασιλίσκου ῥητῶς οὕτω φησίν : ὅταν δὲ ὁ βασιλίσκος δάκῃ , πληγὴ ὑπόχρυσος γίνεται . Τὰ μὲν οὖν ἐν | ||
ἡ πάθη : διψὰϲ δὲ τὸ ἑρπετὸν θηρίον , ἢν δάκῃ τινά , ἄϲχετον δίψοϲ ἐξάπτει , πίνουϲί τε ἄδην |
εἰς τοὐπτάνιον οὐκ εἰσέρχομαι . ἀλλὰ τί ; θεωρῶ πλησίον καθήμενος , πονοῦσιν ἕτεροι δ ' , οἷς λέγω τὰς | ||
ἐξηγητὴς [ ἐν μέσῳ ] τῆς γῆς ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καθήμενος ἐξηγεῖται . Καὶ καλῶς γ ' , ἔφη , |
. ἐπεὶ δὲ ἀπηγόρευον ἤδη παιόμενός τε καὶ τῷ φορτίῳ ἀχθόμενος καὶ τὰς ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος , ἔγνων | ||
μὲν τὸν Δάφνιν φιλῶν ὡς ἀγαθὸν νεανίσκον , τὰ δὲ ἀχθόμενος εἰ Γνάθωνος ἐμπαροίνημα γενήσεται τοιοῦτον κάλλος , αὐτίκα καταλέγει |
βέλεμνα , παῖδας ἑοὺς κατέπεφνε καὶ ἐκ φίλον εἵλετο θυμόν μαινόμενος κατὰ οἶκον , ὃ δ ' ἔμπλεος ἔσκε φόνοιο | ||
. Τί μοι συμβάλλεται πρὸς ὠφέλειαν ὁ κατὰ τὸν Εὐριπίδην μαινόμενος καὶ τὴν Ἀλκμαίωνος μητροκτονίαν ἀπαγγέλλων , ᾧ μηδὲ τὸ |
πυρίπνοοι ταῦροι περὶ τὸ τέμενος ὑπῆρχον , δράκων δ ' ἄυπνος ἐτήρει τὸ δέρος , ἀπὸ μὲν τῶν Ταύρων μετενεχθείσης | ||
τροπὴν δὲ καὶ τὸ μὴ κοιμῶν ὕπνῳ τὰ βλέφαρα : ἄυπνος γάρ ἐστι ὁ κυβερνήτης . δεῖ δὲ καὶ τὸν |
τοῦ μανθάνειν ποιεῖν : καὶ τὸ πρᾶγμα περιβόητον ἦν , ὄνος ὁ τοῦ δεσπότου , οἰνοπότης , παλαίων , ὄνος | ||
δὲ λύκος ἄκροις ὀδοῦσι δακὼν τὸν σκόλοπα ἐξεῖλεν . ὁ ὄνος δὲ λυθεὶς τοῦ πόνου ἔτι τὸν λύκον χάσκοντα λακτίσας |
Ἀλβανοὶ περὶ τὸ λαιὸν κέρας ἐς τὰ ὄρη προεχώρουν . ἱππεὺς διὰ τάχους Τύλλῳ προσδραμὼν ἤγγελλε τὴν προδοσίαν . ὁ | ||
τὸ σὸν τρόπαιον ἀτεχνῶς , ὃ μήτε ὁπλίτης συνανέστησε μήτε ἱππεὺς μήτε τοξότης , ᾧ μάρτυρες ἦσαν οὐ συναγωνισταὶ οἱ |
τι ἀμέλει ὁ Αἴσωπός φησι ποιῆσαι τὸν ἐν τῇ Κύμῃ ὄνον , ὃς λεοντῆν περιβαλόμενος καὶ τραχὺ ὀγκώμενος ἠξίου λέων | ||
τῶν τὴν ἰσχὺν ἀνίσων , ἀλλ ' ἐν ταὐτῷ καταζεύξαντας ὄνον τε καὶ μόσχον ἀροτριᾶν ἐκώλυσεν , ἵνα μὴ περιττῇ |
ὁ μύρμηξ , ὁ σφήξ , ὁ βάτραχος , ἡ μυῖα διελάνθανεν . Οὐ γὰρ ἄνευ σώματος οὔτ ' Ὀδυσσεὺς | ||
ὅπερ καλεῖται ἀγρώστης , ὅμοιον δὲ λύκῳ . ἔστι δὲ μυῖα ὁ λύκος μέλαινα , μεγάλη , μακροσκελής , δίπους |
κἀκεῖνος συμπλέκεται αὐτῷ καὶ ἐκ τῶν ποδῶν εἰς τὴν ὁδὸν ὑποσπάσας ἐκτείνει , καὶ κείμενον ἔπαιεν οὕτω καὶ χειρὶ καὶ | ||
ἥκω φέρων σοι τῶν ἐμῶν βοσκημάτων ποίμνης νεογνὸν θρέμμ ' ὑποσπάσας τόδε στεφάνους τε τευχέων τ ' ἐξελὼν τυρεύματα , |
καὶ μὴν ἔχοι γ ' ἄν τις τοὺς σοὺς λόγους ἀμυνόμενος διπλᾶ στρέφειν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ Σωκράτους , ὡς | ||
αὐτόν . δαμῆναι : δαμασθῆναι . Νηός : πλοίου . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , τιμωρούμενος , ἀντιπαρατασσόμενος . κενεῶνα : |
ὁ μοιχὸς καὶ ὁ μέθυσος καὶ ὁ κατάλαλος καὶ ὁ ψεύστης καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ ἀποστερητὴς καὶ ὁ τούτοις | ||
κατὰ τῶν πλησίον . ὅτι μὲν οὖν ἐστι φιλαπεχθὴς καὶ ψεύστης καὶ τολμηρός , σχεδὸν ἱκανῶς ἐκ τῶν προειρημένων ὑπεδείχθη |
' ἀσπίδος νωμῶντα πρῶτον ἐν Κάδˈμου πύλαις . ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως | ||
' ἂν † παρά τι ποιήσῃ † μήτ ' ἂν καμὼν ἀμορφότερος γένηται , μειωθῆναι ἂν τὴν φιλίαν ; οἷς |
γὰρ εἰς ἀχάριστον καταθήσῃ τὴν χάριν , ἀλλ ' εἰς βοῶντα καὶ κηρύττοντα ὃ λάβοι . οὔκουν ἐσίγησε πρὸς ἡμᾶς | ||
πρὸς τὰς βλασφημίας θρασύτατος . καίτοι τὸν διατεινόμενον αὐτὸν καὶ βοῶντα καὶ κατηγοροῦντα τῶν ἄλλων ἢν ἔρῃ , Σὺ δὲ |
αὐτούς . ἄλλως : τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ ' αἴθων ἀλώπηξ : τούτοις ὑπακουστέον ὅτι οὐδὲ οἱ Λοκροὶ τὸ συγγενικὸν | ||
ἐπειδὴ ἐκ τῆς πολλῆς μάχης ἐσκοτίσθησαν , ἔκειντο ἡμιθανεῖς . ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα ὡς ἐθεάσατο αὐτοὺς πεπτωκότας , τὸ δὲ |
ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον ὀρχηστοῦ σφυρόν . τρίτος δὲ τοῦ | ||
' αὐτὸν μοῦνον ἀνθρώπων δόλῳ ἔκτεινεν : εἰ γὰρ ἐμφανῶς ἠμύνατο , Ζεύς τἂν συνέγνω ξὺν δίκῃ χειρουμένῳ : ὕβριν |
Σῦκα . Θ . ἐσθίειν : Τρώγειν . . . ἀναβάδην : ἄνω [ φησὶν ] ἔχω τοὺς πόδας ἐν | ||
κεκοσμημένον γυναικιστὶ , καὶ μετὰ τῶν παλλακίδων ξαίνοντα πορφύραν , ἀναβάδην τε μετ ' αὐτῶν καθήμενον , γυναικείαν δὲ στολὴν |
τοῦτο εἴρηκεν . ἀπόλωλα τὠφθαλμώ : ἀπώλεσα τοὺς ὀφθαλμούς μου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος τοὺς βόας . Γ ἀπόλωλα ] ὅλον | ||
δειλὸν εἰσοίσεις λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ |
ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
: κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
διώκοντος . Εἰ μὲν γὰρ ὁ μὲν ἄρξας τῆς πληγῆς τύπτειν καὶ μὴ ἀποκτείνειν διενοήθη , ὁ δὲ ἀμυνόμενος ἀποκτεῖναι | ||
ἐπάτησαν , ἐκάκωσαν , ἔτυψαν . . ἀλοᾶν ἐστι τὸ τύπτειν . ὡς τῶν ὁμήρων οὖν ξύλῳ ἢ ὁπωσδήποτε κατακτανθέντων |
εἰ λέγοιμεν ὀξύτερον εἶναι τὸ γραφεῖον τοῦ οἴνου καὶ τὸ ξίφος τῆς νήτης . ἀλλ ' ἴσως ἐρεῖ τις , | ||
καταβαλὼν εἰσῆλθε . σπωμένου δὲ ἐπ ' αὐτὸν Ἡρακλέος τὸ ξίφος Τελαμὼν παρατηρήσας τούτου ἕνεκα δυσχεράναντα τὸν Ἡρακλέα λίθους περὶ |
καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει | ||
κόπτει , εὕει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ , |
κόπτει αὐτούς , πολλῶν δὲ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξέκοψεν ὁ κόραξ . μάχεται δὲ καὶ ὄρνιθι ἰσχυρῷ , τῷ καλουμένῳ | ||
κατὰ φαυλότητα ἴσας τὰς ψυχὰς ἔχουσι . κόρακος ] ὡς κόραξ ἐσθίων νεκρῶν σῶμα βοᾷ , οὕτω καὶ ὁ δαίμων |
“ δὲ διὰ τὴν τραχύτητα . ἀλλ ' ἔχ ' ἀτρέμας : μένε ἐφ ' ἡσυχίας . βαλλόμενος γὰρ ὁ | ||
, χὤσπερ βροντὴ τὸ ζωμίδιον παταγεῖ καὶ δεινὰ κέκραγεν , ἀτρέμας πρῶτον , παππὰξ παππάξ , κἄπειτ ' ἐπάγει παπαπαππάξ |
μικρότητος αὐτοῦ . ὁ δὲ μετ ' ὀργῆς τῇ πτέρυγι ῥαπίσας τὸν κάνθαρον τὸν λαγωὸν ἁρπάσας κατέφαγεν . ὁ δὲ | ||
καὶ τούτων ὑπομιμνῄσκουσαν καὶ ἀξιοῦσαν εὖ παθεῖν τὸ μὲν πρῶτον ῥαπίσας καὶ ἀπειλήσας ἀπέπεμψεν ἀπὸ τῆς οἰκίας , ὡς δ |
ἀγριαίνοντα καὶ ἀγανακτοῦντα , ἱπποκόμον τε ἐπέστησεν ἰδίᾳ καὶ παιδεύει ψήχων τε καὶ ἡμερῶν , καὶ πάντα προσήκοντα ἀποδιδοὺς τῇ | ||
ἄθεοι , καθάπερ Εὐήμερος , γέρων ἀλαζών , ἄδικα βιβλία ψήχων , καὶ Διαγόρας ὁ Μήλιος καὶ Πρόδικος ὁ Κεῖος |
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων | ||
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν |
ὁ Ἀνάξαρχος , συλλαβὼν αὐτὸν καὶ εἰς ὅλμον βαλὼν ἐκέλευσε τύπτεσθαι σιδηροῖς ὑπέροις . τὸν δ ' οὐ φροντίσαντα τῆς | ||
φασι πάντα αὐτὸν λέγειν τὸν Πλούτωνα , ἀγανακτοῦντα ἐπὶ τῷ τύπτεσθαι τοὺς ἀκολούθους ὑπὸ Ξανθίου , ἀπὸ τοῦ εἶεν καὶ |
τὸν βασιλικὸν κοιτῶνα : καὶ ἐμὲ κατὰ τὴν καρδίαν ἔσωθεν κόπτει φροντίς : εἰς ὑμᾶς δὲ εἴπω λόγον οὐδαμῶς ἐμαυτῆς | ||
τὸ κομίσασθαι καὶ ἀπολαβεῖν . κόπτει καὶ ψοφεῖ διαφέρει . κόπτει μὲν γὰρ τὴν θύραν ὁ ἔξωθεν , ψοφεῖ δὲ |
πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους , | ||
κύων . ἐπιβαίνει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας , καθάπερ ὁ λέων : ἔστι γὰρ καὶ οὗτος τῶν ὀπισθουρητικῶν ζῴων . |
κοτύλην , ἢ ὠμοπλάτην , ἢ πόδα . βαλών : τρώσας . ἐπέδησεν : ἐκώλυσεν , ἔπαυσεν , ἐδέσμευσεν . | ||
, τὸ μὲν θηρίον ἀνεχώρησεν , παρέδραμε δὲ καὶ ὁ τρώσας καὶ οἱ λοιποί . Ἐνιαυτοῦ γε μὴν διελθόντος ὁλοκλήρου |
τὸ θέρος ἐπὶ ναμάτων ἐκόμιζε χρείαν . ἀφικόμενος δὲ καὶ παραστὰς ἑαυτὸν ἐθεᾶτο τοῖς νάμασι καὶ τὸ μὲν κέρας τῆς | ||
, εἰ μὴ ἄρ ' Αἰνείᾳ τε καὶ Ἕκτορι εἶπε παραστὰς Πριαμίδης Ἕλενος οἰωνοπόλων ὄχ ' ἄριστος : Αἰνεία τε |
' ἀνέῳξάς με φθάσας . Ἀλλ ' ἐκκάλει τὸν δεσπότην τρέχων ταχύ , ἔπειτα τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία , | ||
ἐν Ἀγκυλίωνι : λέγεις περὶ ὧν οὐκ οἶσθα : συγγενοῦ τρέχων Πλάτωνι καὶ γνώσῃ λίτρον καὶ κρόμμυον . Ἄμφις Ἀμφικράτει |
τινα προσώπου ἐπὶ πρόσωπον δηλοῦσα , ἐμὲ Διονύ - σιος ἔπαισεν , ἐγώ σε ἐδίδαξα : ἀλλὰ μὴν καὶ αἱ | ||
εἶεν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ . ὁ δὲ Χειρίσοφος αὐτὸν ἔπαισεν , ἔδησε δ ' οὔ . ἐκ δὲ τούτου |
Χλωθομῆρος κατὰ Βουργουζιώνων ἐπιστρατεύσας , ἐν αὐτῷ δὴ τῷ πολέμῳ ἀκοντίῳ τὰ στέρνα τυπεὶς ἀνῃρέθη . πεσόντος δὲ αὐτοῦ ἐπειδὴ | ||
τρυγόνος κέντρῳ καὶ παραυτίκα θανάτῳ καθυποβάλλει . αἰγανέῃ : ἐν ἀκοντίῳ , κονταρίῳ , δόρατι καὶ ἀκοντίῳ : αἰγανέαν νῦν |
ἀνοίας : προὐκαλούμην γὰρ ἐγὼ λέοντα , ὀλίγος δέ με ἤγρευσεν ἀράχνης χιτών . ” ταῦτα εἰπών , “ Ὥρα | ||
ἀνείλατο τὸ ἀμφίβληστρον καὶ βαλὼν κατὰ τοῦ ὕδατος πολλοὺς ἰχθύας ἤγρευσεν . ἐκβαλὼν δὲ αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ δικτύου ὡς εἶδεν |
ἐπέλθῃ , ἐπιπεσεῖ , ἀναβράσει . κελεύων : κεντῶν , ὀργιζόμενος . Βουτύπος : ὁ οἶστρος , τὸ κέντρον τοῦ | ||
, τὸ δὲ Αἰσχίνου πως βλάπτει . σωφρονεῖ δὲ καὶ ὀργιζόμενος ὁ ῥήτωρ : κρύπτει γὰρ ἐν προοιμίοις τὴν προσηγορίαν |
γε τὸν ἄρχοντα , ταὐτὸ τοῦτο , ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃ τις ἢ κακῶς εἴπῃ , ἄτιμος , ἐὰν δ | ||
μὲν ὡς ἐπὶ σκορπίου ἢ σφηκὸς ἤ τινος τοιούτου ὅταν πατάξῃ : ἐναλεῖψαι δὲ ἐπὶ ὀφθαλμῶν . εἰκὼν μέν ἐστιν |
ταύτην ἐγὼ τοῖς νόμοις ἔχρησα τὴν φωνήν . τί οὖν θρασύνῃ κατὰ τοῦ δεδωκότος σοι τὴν ἐξουσίαν τοῦ λέγειν οὔτε | ||
ἀλλὰ δηλονότι ἂν ἐβόας . . εἰ τοσούτοις συνὼν κακοῖς θρασύνῃ , τί ποτ ' ἂν ἔδρασας εὐτυχῶν ; φορητὸς |
τῶν συνεχῶν κεχώρισται ἀλλήλων τῷ τόπῳ , καὶ τὸ μὲν ἐνθαδὶ ἀνάγκη εἶναι , τὸ δὲ ἐνθαδί , οἷον ἐπὶ | ||
' ἀπορίας κινηθέντες ἐκτησάμεθα . θαρσοῦντες : ψιλόν τις ἐξώρθωσεν ἐνθαδὶ βλέπεις , χρεὼν τὸ λοιπὸν καὶ τὸ θαρσοῦντες τόδε |
ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι | ||
μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν , |
ὁ τύπτων ὡς δερόμενον καὶ φροντίζοντα τῶν μυστηρίων . 〚 τυπτόμενος γὰρ θείας τελετῆς μέμνηται . 〛 τὸ ἰοὺ ἰού | ||
τοῦ ἀρσενικοῦ , οἷον τὸν τυπτόμενον τὸ τυπτόμενον . Ὁ τυπτόμενος χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος παθητικοῦ καὶ παρατατικοῦ , γίνεται |
ἀληθές : ὅταν γὰρ δάκνωσι σφόδρα ὕδατος σημεῖον . Σπίνος φθεγγόμενος ἕωθεν μὲν ὕδωρ σημαίνει ἢ χειμῶνα , δείλης δὲ | ||
ἔστιν αὕτη ἡ αἰτιατικὴ πρὸς τὸ φθέγξαιο : ὁ γὰρ φθεγγόμενος ἔγκαιρα , καιρὸν φθέγγεται . τῶν λόγων . καταβάλλει |
πεποίηται . Ἐπὰν δὲ τῷ θαλάμῳ πελάσειεν , ἵνα τὸν λαγωὸν πεπίστευκεν ἀτρεμεῖν , ἀθρόον ὡς ἀπὸ τόξου βέλος ἐξέθορεν | ||
γαστέρα σχῇς , ἡλίκην ὅτ ' εἰσῄεις . ” Κύων λαγωὸν ἐξ ὄρους ἀναστήσας ἐδίωκε , δάκνων αὐτὸν εἰ κατειλήφει |
δέ , ἐπειδὴ μὴ παρηνώχλει τὰ δασέα , τὸ θ προσῆλθεν ἐν τῷ τέλει . τυπήτω . Δυϊκά . Τύπητον | ||
ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἦν καὶ οὐκ ἦσαν λείρια ἄνθη , προσῆλθεν ὁ τέττιξ τῷ μύρμηκι ζητῶν , ᾧ τραφήσεται . |
καὶ τὸν Δία καθεζόμενον ἐπὶ θρόνου , ὑφ ' οὗ ἐδέδετο πυρρός τις ἄνθρωπος καὶ μέγας ἁλύσει καὶ κλοιῶι . | ||
παρεστὼς ὁ παῖς ἐπερωτώμενος οὐκ ἔφησεν ἀνῃρηκέναι τὴν παῖδα , ἐδέδετο κατὰ τὸν νόμον , ἱερόσυλοι μεταξὺ ἑάλωσαν , βασανιζόμενοι |
καὶ προσιόντι καὶ σαίνοντι παρέβαλλεν . ὁ δὲ ὄνος φθονήσας προσέδραμε καὶ σκιρτῶν ἐλάκτισε τὸν δεσπότην . καὶ οὗτος ἀγανακτήσας | ||
δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν καὶ ἀνέβη . προσέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῇ καὶ εἶπε : |
κόρδαχ ' εἵλκυσεν : οὐδὲ πρεσβύτης ὁ λέγων τἄπη τῇ βακτηρίᾳ τύπτει τὸν παρόντ ' , ἀφανίζων πονηρὰ σκώμματα : | ||
ἀμέλει σε , ἢν μόνον ἡμέρα γένηται , συντρίβων τῇ βακτηρίᾳ : νῦν δέ μοι πράγματα παρέξεις μεταπηδῶν ἐν τῷ |
ἡνίκα ἐνιδρύνθη τῷ θρόνῳ τοῦ οἰκείου πατρὸς Κρόνου , ἤγουν ἐδράξατο ὁ Ζεὺς τῆς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Κρόνου ἐξουσίας , | ||
παρέθηκε τροφὴν πάντη ἰχθὺν ἀπὸ πηγῆς πανμεγέθη καθαρόν , ὃν ἐδράξατο παρθένος ἁγνή : καὶ τοῦτον ἐπέδωκε φίλοις ἔσθειν διὰ |
] ἀνθρώπων ἐρημίαν : ἐγὼ δὲ ἄνθρωπος οὐδεὶς οὐδαμόθεν ἐν τριβωνίῳ φαύλῳ μήτε ᾄδειν ἡδὺς μήτε μεῖζον ἑτέρου φθεγγόμενος , | ||
φιλοσοφίαν αἰρόντων , ἀλλὰ καὶ σύνεδρον πολλάκις ἐποιήσατο ἐν τῷ τριβωνίῳ καὶ συντράπεζον καὶ συνοδοιπόρον , καὶ πράως ἤνεγκε νουθετοῦντα |
. καὶ οὗτος ἀγανακτήσας ἐκέλευσε παίοντας αὐτὸν ἀπαγαγεῖν καὶ τῇ φάτνῃ προσδῆσαι . ὁ λόγος δηλοῖ , ὅτι οὐ πάντες | ||
ζυγόν , οὓς ὃ γεραιὸς αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ . Τὼ μὲν ζευγνύσθην ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι κῆρυξ καὶ |
τὸν Ἱέρωνα . διὰ Ἀναξίλαος . ὤν . ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . διὰ κολακείας ὑπελθὼν ἐποίησε φίλον . . Οἱ | ||
οὐδενὶ πρόσωπον . . . τὰ χρήματα ] τὰ πράγματα σοβαρός ] ἐπηρμένος ὦ Δάματερ ] παίζει τοὺς Δωριεῖς ἀντὶ |