Τὸ Ἀγάθων Ἀγάθωνος φυλάττον τὸ ω καὶ ἐπὶ γενικῆς μηδεὶς οἰέσθω ἀπὸ συνθέτου τοῦ ἀγαθός γεγονέναι : οὐδὲ γὰρ τὸ | ||
ἀλευρομάντιδος , πρόμαντις προμάντιδος : τὸ δὲ μάντιδος Προπυθίας μηδεὶς οἰέσθω ἁπλοῦν εἶναι καὶ διὰ τοῦ δος κλίνεσθαι : σύνθετον |
εἰς ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες δικασταί . καὶ δέομαι καὶ ἀντιβολῶ καὶ ἱκετεύω , μὴ ὑπερίδητέ με καὶ τὰς θυγατέρας | ||
τοῦ δέους γὰρ τῶν ὅπλων εἰλιγγιῶ . Ἀλλ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα . Ἰδού |
εἰσεδέξατο δι ' εὐπετείας τειχέων ἔσω μολεῖν . ὃ καὶ δέδοικα μή με δικτύων ἔσω λαβόντες οὐκ ἐκφρῶς ' ἀναίμακτον | ||
Πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθεὶς ἐπὶ προφάνσει θηρός . Γυναῖκες , ὡς δέδοικα μὴ περαιτέρω πεπραγμέν ' ᾖ μοι πάνθ ' ὅς |
τοῦ χρησίμου τε καὶ ἀβλαβοῦς ἕνεκα ; Καὶ μή με ὑπολάβῃ τις μικρὸν ἔργον προθέμενον κοσμεῖν τῷ λόγῳ προαιρεῖσθαι : | ||
τῆς ἑαυτῶν ἀπαλλακτιῶντας κατέχει . οἵῳ δ ' ἄν τις ὑπολάβῃ θηρίῳ μιγῆναι , ἐὰν μὲν αὐτὸς ὀχεύῃ , ὠφεληθήσεταί |
λευκόν ἀπόφασις ἡ ἔστιν οὐ λευκόν , ἵνα μή τις νομίσῃ , ὅτι διὰ τὸ μὴ προσκεῖσθαι [ ἢ ] | ||
. τὴν δ ' ἄνω καὶ κάτω κοιλίαν μηδείς με νομίσῃ λέγειν ἀγνοοῦντα διότι μονοκοίλιός ἐστιν ὁ ἄνθρωπος , τὸ |
Ἄργου γηγενοῦς : † ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται | ||
τοῦ ἐμοῦ τάφου παρακαθημένην τὴν ἐμὴν ὁμόκοιτον γυναῖκα καὶ σύζυγον φοβοῦμαι μή τι κακὸν αὐτῇ ἐπιγέγονε . τὰς χοὰς δέ |
τροπῇ μὲν τοῦ ω εἰς ε δεύτερον πληθυντικὸν γίνεται , λεγέτω λέγετε , τετυφέτω τετύφετε , προσθέσει δὲ τῆς σαν | ||
γ ' οὐ λόγος : αὐτὸς θέτω , καὶ μὴ λεγέτω τοῦθ ' , ὡς οὐ θήσομεν ἡμεῖς . κάλλιον |
ποῦ δέ ἐστι καὶ τί γέγονε ; κἂν τοῦτο αὐτὸ μηνύσατε . ” νομίσας δὲ ἀκούειν ἀπῆλθον ἔνθα σε ὄψεσθαι | ||
πέρας γινώσκετε , τῶν δὲ ἱππικῶν μοι πατέρων τοὺς οἴκους μηνύσατε , ὦ ἔντιμοι πολῖται . κεφάλαια λόγων : τὰ |
Γαλάτεια , τὸν Σικελὸν τοῦτον ποιμένα φασὶν ἐπιμεμηνέναι σοί . Μὴ σκῶπτε , Δωρί : Ποσειδῶνος γὰρ υἱός ἐστιν , | ||
φάρμακον . . . Καὶ ἀλλαχοῦ φησὶν ἡ Μαρία : Μὴ θέλε ψαύειν χειροῖν : οὐκ εἶ γένους Ἀβραμιαίου : |
ποτε . Πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῦ μαστῆρα , κεἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθένει : ἐὰν γὰρ ὑμεῖς | ||
ἔγραψεν ἐν στήλῃ χαλκῆ . καὶ ἐν Βατράχοις [ ] κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν . Ἄλλως . |
αὐτῷ ἐξευρίσκειν ἄλλοτε ἄλλας , προσφόρους τῇ παρούσῃ τροφῇ . Μηδὲν οὖν ἡγοῦ τοὺς υἱέας τοὺς ἐμούς , τὸν Μαχάονα | ||
αἰαῖ . Ὦ παῖ , τί δακρύεις ; Φεῦ . Μηδὲν μέγ ' ἀΰσῃς . Ἀπολεῖς . Πῶς ; Εἰ |
κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἱκετεύω “ μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών , ὁ | ||
δοῦσι τίνα λόγον ἐρῶ , Λάχης ; γενοῦ γάρ , ἱκετεύω [ ς ' ] ἐγώ ? ? οἴμοι , |
συνηκολούθεις μόνος τῶν συναρχόντων δέκ ' ὄντων . καὶ μηδεὶς ὑπολαμβανέτω με λέγειν ὡς οὐ χρῆν εἰσπράττειν τοὺς ὀφείλοντας . | ||
' εἰ σύνηθες , καὶ οἰνάριον ὀλίγον . μηδεὶς δὲ ὑπολαμβανέτω , διότι , κἂν παραβαινούσης τινὸς ἔνια τῶν εἰρημένων |
ὠφελεῖ τὸν ζηλοῦντα μὴ βλάπτουσα τὸν ζηλούμενον . μικρὰ διδόναι βούλου μᾶλλον ἢ μεγάλα ἐγγυᾶν : ὅ τε γὰρ κίνδυνος | ||
ὁτὲ μὲν βασιλέως , ὁτὲ δὲ ἀλήτου . μὴ οὖν βούλου δευτερολόγος ὢν τὸ πρωτολόγου πρόσωπον : εἰ δὲ μή |
τὸ δὲ νηλής ἀπὸ τοῦ λῶ , ὃ σημαίνει τὸ θέλω , κατὰ στέρησιν ὁ φευκταῖος καὶ μὴ θελόμενος . | ||
αου , λείψαντα συναμφότερον , ποιεῖν Μο κδ . Ἐπεὶ θέλω τὸν ὑπὸ τοῦ αου καὶ τοῦ βου , λείψαντα |
ὁλόκληρος ἀρετὴ φύεται . καὶ σὺ δ ' , ὦ Χαρίκλεις , μηδὲν ἀχθεσθῇς , εἰ ταῖς Ἀθήναις ἡ Κόρινθος | ||
ἐκεχειροτόνησο καί σε χαλκῶν ἀνδριάντων ἐν ταῖς ἀγοραῖς , ὦ Χαρίκλεις , ἐτίμων . σχεδὸν γὰρ οὐδὲ αὐταὶ περὶ αὑτῶν |
καὶ τὸ διώκω , δίσω , δέδικα : ὁ μέσος δέδια : δεδιὼς ἡ μετοχὴ , καὶ δειδιὼς κατ ' | ||
' ἐλευθεροστομεῖς . ἐμὰς δὲ φρένας ἠρέθισε διάτορος φόβος : δέδια δ ' ἀμφὶ σαῖς τύχαις , πᾷ ποτε τῶνδε |
τάχα δ ' ἂν τούτοις συντάττοιτο ἐρῶ τοῦ πράγματος , ἀμφισβητῶ ὑπεραμφισβητῶ , μέτειμι , μεταδιώκω : ἡ γὰρ ἀμφισβήτησις | ||
ὁπότερος ἄμεινον λέγει . Ὦ Ἱππία , ἐγώ τοι οὐκ ἀμφισβητῶ μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον ἢ ἐμέ : ἀλλ |
δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι ; διὸ δή , ὡς ἔοικε , φήσει τίς με ἐξαμαρτάνειν . νῦν οὖν εἰ καὶ σοὶ | ||
καὶ φρέατα ἐκόμιζε , καὶ τῷ χειμῶνι μάχεσθαι προσέταττε , φήσει πᾶν ὡς ἀληθῶς περαιτέρω θαυμάτων εἶναι , καὶ τοῦ |
“ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω ” . ἄνεχε , πάρεχε : μετὰ λαμπάδων ἔρχεται | ||
ἔνθα κερδανεῖ . ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ |
τοῦ λίαν ἐστί : σὺ δὲ μὴ ἀκούων λίαν πλείστοις νομίσῃς λέγειν τὸν Προμηθέα μὴ ἐθέλειν μὲν λιάν πολλοῖς βλάβας | ||
καὶ ἐπιθήσω ἐπὶ τοὺς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους ” . ἀλλὰ μὴ νομίσῃς οὕτως ἀφαίρεσιν κατὰ ἀποκοπὴν καὶ διάζευξιν γίνεσθαι , ἀλλ |
. Θάσιοι δὲ νικηθέντες μάχῃ καὶ πολιορκούμενοι Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον ἐσβαλόντας ἐς τὴν Ἀττικήν . οἱ δὲ ὑπέσχοντο | ||
οὐδὲν ἐφρόντιζον , Μόλωνα δὲ τὸν γναφέα καὶ ἄλλους τινὰς ἐπαμύνειν ἐπιχειροῦντας συνέκοψαν . ἤδη δὲ αὐτοῖς οὖσι παρὰ τὴν |
εἰ δὲ ὕποπτος ἢ ἄπιστος ἐχθροῦ πᾶσα συμβουλή , οὐκ ὀκνῶ καὶ παρακαλεῖν σε μὴ τοὺς φιλοὺς τίνυσθαι τῆς ἐμῆς | ||
: οὐ γὰρ εὐσεβές . κόπτειν δὲ μέλλων τὴν θύραν ὀκνῶ πάλαι : οὐκ οἶδα γὰρ τὸν ἀδελφὸν εἰ νῦν |
ὄντες καὶ περὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀσχολούμενοι . . Ἐμὲ δ ' οὖν ἡ ψυχὴ διεγείρει εἰπεῖν , δόξαν | ||
μὲν οὖν καὶ ὕστερον ἀπόδειξις ἔσται συμπροϊόντι τῷ λόγῳ . Ἐμὲ δὲ ἐπῆρεν ἐπιχειρῆσαι τῷ συγγράμματι μάλιστα μὲν ἡ τῶν |
τοῦτο εἰρηκέναι : ἄνευ δὲ μητρὸς , ὦ κάθαρμ ' Εὐριπίδη : ἰδίοισιν ὑμεναίοισι : τοῖς οὐ νενομισμένοις . ἢ | ||
γὰρ ἂν ἀπέλθοιμ ' . Ἀλλὰ κόψω τὴν θύραν . Εὐριπίδη , Εὐριπίδιον , ὑπάκουσον , εἴπερ πώποτ ' ἀνθρώπων |
, ἢ κατὰ κρᾶσιν . οὐδέν . Ἀττικὸς ὁ τοῦ δεν πλεονασμός . Δαιδάλου . Δαιδάλου , ὡς ἔοικεν , | ||
πολυ [ . . . . . . [ ] δεν [ [ ] ! ! [ . . . |
οὐκ ἐπὶ σοί . ταῦτα ἂν ἀφῇς καὶ παρὰ μηδὲν ἡγήσῃ , τίνι ἔτι χαλεπαίνεις ; μέχρι δ ' ἂν | ||
ὅτι σὺ εἴθισαι τρέχειν ἀνὰ τὰ ὄρη , μήτι δρόμῳ ἡγήσῃ , ἀλλ ' ὡς ἂν δύνηταί σοι ὁ στρατὸς |
ἔργα κακήθους [ ? ] ! ! ! ! ! ατων ! ! ! ! ! ! ! ! ! | ||
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] ατων [ ! ! ! ! ! ! ! ! |
εἴκοσι κώπας ἐχούσαις . Πλαγχθέντα : πλανηθέντα . ᾐόνος : συνίζησις . Ἀγχιβαθεῖς : πολυβαθεῖς . ἐπί σφισιν : κατ | ||
φίλην . Ξ ἔθου ] ἐποίησας . Ξ θεοὶ ] συνίζησις . πολισσοῦχοι ] οἱ συνέχοντες τὴν πόλιν . πολισσοῦχοι |
ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ | ||
ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ ' |
πρὸς ἐκείνους γε ἦλθον οὐδὲ εἶπον φιλάνθρωπον οὐδὲν πρὸ τοῦ καταλλαγῆναι δημοσίᾳ τὴν πόλιν καὶ φίλους ὑμᾶς γενέσθαι . καίτοι | ||
τοὺς καρποὺς ἐλυμαίνοντο . Βουληθεὶς δέ ποτε ὁ θεὸς αὐτῷ καταλλαγῆναι πρὸς Ὄρδην τὸν ἀρχιβουκόλον αὐτοῦ παρεγένετο , παρ ' |
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ||
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν |
θεοὺς ἔχων τις ἂν φίλους ἀρίστην μαντικὴν ἔχοι δόμοις . εἶἑν : τὰ μὲν δὴ δεῦρ ' ἀεὶ καλῶς ἔχει | ||
νέλθοι . σὺ πρότερος , Μοσχίων , πρόσελθέ μου . εἶἑν : ὦ πάτερ ] , τί ποιεῖς ταῦτα ; |
πρὸ τῶν δύο λλ συστέλλεται , σκάλλω , θάλλω , σφάλλω , ἄλλος , μαλλός , φάλλος : ἐδείχθη καὶ | ||
γίνεται , ῥηματικὸν ὄνομα τρεερός , ὡς φαίνω φανερός , σφάλλω σφαλερὸς καὶ τήκω τακερός : καὶ κράσει τῶν δύο |
μεγάλα , μή πως καθ ' ἑαυτῶν χρήσωνται . Μὴ εἰκῆ τὴν Ἄβυδον : λείπει , παραπλεῖν . ἐπὶ τῶν | ||
τάττεται ἡ τῶν ὅλων ἐπιμέλεια ; Οὔ . Πάντα δὲ εἰκῆ φέρεται ; Ναί . Εἶτ ' ἄνθρωποι ταῦτα ἀκούοντες |
ἐμὴν συμφοράν , ἣν οὐκ ἀπεικὸς εἶναι καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἐλεεῖν ὑπελάμβανον , ἔπειτα δὲ εἰς τὸ τοῦ προσώπου σου | ||
: τίς γὰρ μεθ ' ἡμᾶς ὑποδέξεται ξένον , τίς ἐλεεῖν δυστυχοῦντας ἀνέξεται , πρόδηλον ἔχων ἐκ τῆς εὐσεβείας τὸν |
' Ἀκέστορ ' αὐτὸ τὸν στιγματίαν παθόντα : σκῶμμα γὰρ εἶπ ' ἀσελγές , εἶτ ' αὐτὸν ὁ παῖς θύραζε | ||
: ‚ Ἐπίχαρμοϲ ϲοφόϲ τιϲ ἐγένετο [ πόλλ ' ὃϲ εἶπ ] ? ' ἀϲτεῖα καὶ παντοῖα ? ? ? |
, ἐπεὶ οἱ Δωριεῖς διαιροῦσι Λητόα λέγοντες . Χ : αἲ γάρ πως αὐτόν με μένος καὶ θυμὸς ἀνείη ὤμ | ||
ἰότητι , βίῃ δ ' ὅ γε φέρτερος ἦεν . αἲ γάρ , Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον |
. Ἄνθρωπον ὄντα σαυτὸν ἀναμίμνησκ ' ἀεί . Ἀνεξέταστον μὴ κόλαζε μηδένα . Ἀφεὶς τὰ φανερὰ μὴ δίωκε τἀφανῆ . | ||
: διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους τριμέτρους ἀκαταλήκτους ηʹ . κόλαζε : ἀντὶ τοῦ ” παίδευε “ ; οἱ γὰρ |
ἐμμανής , ὅμως διὰ τὴν ἀλήθειαν ἔξω μανίας καὶ βακχευμάτων δόξω εἶναι , ἐπειδὴ τὸ τὴν ἀλήθειαν λέγειν οὐκ ἔστι | ||
δή . θαυμάσητε δὲ μηδὲν ἐὰν ὑμῖν ἄνωθέν ποθεν ἐπιχειρεῖν δόξω : σχολῆς γὰρ ἀπολαύομεν καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ |
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν , | ||
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι |
φίλα . [ καὶ δή ς ' ἐρωτῶ πρῶτον ὧν χρήιζω τυχεῖν : ] τί τὸ στέρεσθαι πατρίδος ; ἦ | ||
εἰδέναι , κἀγὼ λέγειν τὰ μὴ φίλ ' οὐ ] χρήιζω δόμοις . μή νύν με κρύψηις , εἴ τι |
. ἢ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ , γίνεται ἀλύω , ὡς πλήθω πληθύω καὶ ὀρῶ ὀρύω καὶ ὀρούω | ||
ἐκπληκτικὸν ἢ θαυμαστικὸν ἐπίρρημα τὸ ἔα : τί χρῆμ ' ἀλύω : διὰ ποίαν αἰτίαν ἀδημονῶ : ἄλλως : τί |
γεῖν ἀναγκάζεται καὶ ἐπιβάλλεσθαι δι ' ἐπιθυμίην τοῦ τι πρήσσειν ἀνήκεστον ὧν νόμοι κωλύουσιν . διόπερ τὰ μὲν μὴ δίζεσθαι | ||
λέγεται ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία , φαγέδαινα δὲ φῦμα ἀνήκεστον . φεύγει καὶ ἀποφεύγει διαφέρει . φεύγει μὲν γὰρ |
ὑπ ' ἀνθρώπων ἀπιστοῦμαι χρηστότητος . Θαυμάζειν διὰ τῆς ἐπιστολῆς ἔοικας τὴν παρὰ πολύ μου μεταβολὴν τοῦ βίου , ὅτι | ||
μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν ; Φέρε τοίνυν , ἐπειδὴ ἔοικας ἀγνοεῖν , διδάξομαί σε θρηνεῖν ἀληθέστερον , καὶ δὴ |
[ . ] ειν φθονων [ . ἀγαθοὶ ] ? ὀλίγ [ . ] ψε . [ Ἀντωνεῖνος : κύριε | ||
προσλαβὼν ἐξουσίαν καὶ τοὺς φρονεῖν δοκοῦντας ἀνοήτους ποιεῖ . Κρεῖττον ὀλίγ ' ἐστὶ χρήματ ' ἀνυπόπτως ἔχειν , ἢ πολλὰ |
θαυμάζων τῆς διαθέσεως καὶ τοῦ ἔρωτος . ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω : ὁ νοῦς : σὺ δὲ κρείττονα περὶ ἐμοῦ | ||
οὗ καὶ ἀρηγών ὁ βοηθός . ἄρειον κρεῖσσον , καὶ ἀρείω τὸν κρείσσονα . ἀρνειός κριός : “ ἀρνειῷ μιν |
οὐ τὰς φρένας ἔχεις ὁμοίας ἀλλὰ διαφόρους πολύ . κακῶς ὄλοιτο μηδ ' ἐπ ' Εὐρώτα ῥοὰς ἔλθοι : σὺ | ||
. λιπὼν δὲ ναὸς ποῦ πάρεστιν ἔκβολα ; ὅπου κακῶς ὄλοιτο , Μενέλεως δὲ μή . ὄλωλ ' ἐκεῖνος . |
: λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ δὲ πρώτη συλλαβὴ βραχέως ἐκφέρεται . Καὶ | ||
, διαβάλλειν , βλασφημεῖν , θανάτου τιμᾶσθαι , εἰσαγγέλλειν , κακολογεῖν τοὺς ἐπιτίμους αὐτὸς ὀφείλων τῷ δημοσίῳ : τούτου γὰρ |
αὐτοῦ βουλοίμην σταθμῶν ῥυτῆρα λιπέσθαι : ἀλλὰ τὸν αἰδέομαι καὶ δείδια , μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ : χαλεπαὶ δέ τ | ||
στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος οἴνου πινομένης , μή ς |
τοὺς χρησμοὺς ἐξηγοῦνται . ὦ μεγάλης ἀναισχυντίας καὶ γοητείας . Ἄνθρωπε , τί ποιεῖς ; αὐτὸς σεαυτὸν ἐξελέγχεις καθ ' | ||
καθίζου μαλακῶς , ἵνα μὴ τρίβῃς τὴν ἐν Σαλαμῖνι . Ἄνθρωπε , τίς εἶ ; Μῶν ἔγγονος εἶ τῶν Ἁρμοδίου |
μεγίστων ψευδόμενος δοκεῖς ἀληθῆ λέγειν , διὰ ταῦτά σε ἐγὼ ψέγω . ταῦτά μοι δοκεῖ , ὦ Πρόδικε καὶ Πρωταγόρα | ||
δ ' ἦν ἀτύχημα , τοῦτ ' ἐλε [ ] ψέγω οὐκοῦν ἔνεστι [ ταύτην ἀπολαβεῖν [ πολλαχοῦ ] οὕτως |
τὸν ἀγῶνα ὑμεῖς , ἐμοὶ παραλειπτέον ἐστὶν ἀδικουμένῳ . ὡς εἴθε καὶ τῶν ἄλλων ἀνεκόπησαν τότε αἱ τόλμαι εὐθὺς ἀρξαμένων | ||
ἐπικαθήμενος , μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν μελισσῶν . εἴθε φαύλως : εἴθε ἐκ τοῦ ῥᾴστου καὶ οὕτως εὐχεροῦς : ἐπεὶ μηδὲ |
ἢ κρέας , κἂν μὴ κατεσθίωσι καὶ τοὺς δακτύλους , ἐθέλω κρέμασθαι δεκάκις . οὐκ ἄκαιρον δ ' ἐστὶν μνημονεῦσαι | ||
τις δέξαιτ ' ἂν ὑμῶν ; ἐγὼ μὲν γὰρ πολλάκις ἐθέλω τεθνάναι εἰ ταῦτ ' ἔστιν ἀληθῆ . ἐπεὶ ἔμοιγε |
οἱ καλοὶ καὶ τὸν οὐρανὸν οἰκεῖτε ὡς πόλιν . μὴ φθονήσῃς ἐραστοῦ σεαυτῷ δοῦναι μὲν ἀθανασίαν οὐκ ἔχοντος , τὴν | ||
εἰπέ μοι : πόθεν ἔχεις ἐμοῦ παιδίου γνωρίσματα ; Μὴ φθονήσῃς μετὰ Δάφνιν εὑρεῖν τι κἀμέ . Κελεύσαντος δὲ τοῦ |
εἰς ἀγαθόν . εἰσὶν δ ' οἳ βουλῆι τ ' ἀγαθῆι καὶ δαίμονι δειλῶι μοχθίζουσι , τέλος δ ' ἔργμασιν | ||
ἡ δὲ τύχη νῦν ἐν εὐόπτωι κοίτηι , τουτέστιν ἐν ἀγαθῆι καταστάσει πρὸς τὸ ἰδεῖν τὰ νῦν γεγονότα καὶ ἑτέρων |
τῶν πανωλεθρίᾳ διαφθειρομένων . Οὐδὲν πέπονθας δεινὸν , ἂν μὴ προσποιῇ : ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων δεινὰ πεπονθέναι . Οὐδὲ κύαθον | ||
ἐν νέοις γέρων . Οὐδὲν πέπονθας δεινόν , ἂν μὴ προσποιῇ . Ὅπου βία πάρεστιν , οὐ σθένει νόμος . |
Ἀθηναῖοι ἀπὸ Ἴωνος τοῦ Ξούθου . ὡς βάρβαρος δὲ τὸ αυ ἔφη , βαρβαρικὸν ἀντὶ τοῦ ἑλληνιζομένου . Γ Ἴωνας | ||
ριτων [ [ ] [ [ ] [ [ ] αυ [ [ ] ! ρουπορφο ? [ [ ] |
ὅπερ Ὅμηρος εἴωθεν ἐπὶ πολλῶν ποιεῖν . εἰ γάρ τις ἔροιτο ὅντιν ' οὖν ἢ ποιητῶν ἢ ῥητόρων , τίνα | ||
πρὸς τὸ νόσους ἀπαλλάττειν . εἰ δέ τις ἡμᾶς πάλιν ἔροιτο τίνος ἂν ἡμῖν ἀπαλλαγέντος οὐδὲν δεοίμεθα χρημάτων , ἆρ |
, ἂν ἐπαινέσῃ τις ἐπ ' αὐτοῖς , ἀνέχου , δόξον δὲ μηδεὶς εἶναι καὶ εἰδέναι μηδέν . μόνον τοῦτο | ||
θορύβῳ ; ἐν πολλοῖς ἀνθρώποις ; καὶ τί χαλεπόν ; δόξον ἐν Ὀλυμπίᾳ εἶναι , πανήγυριν αὐτὸν ἥγησαι . κἀκεῖ |
] ἐμνημόνευσας . ἐπειδὴ εἶπε τὴν Ὀλυμπίαν . ἴθι μοι παράστηθ ' ἀντιβολῶ : γυνὴ ⌈ τις ὑβρισμένη ὑπὸ τοῦ | ||
' , ἐξέμαθές γε τὴν Ὀλυμπίαν . ἴθι μοι , παράστηθ ' , ἀντιβολῶ , πρὸς τῶν θεῶν . ὁδὶ |
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ . Εἰ μὲν οὖν ἠγνόουν ἔγωγε Μίκωνα , ἐζήτησα ἂν παραχρῆμα μαθεῖν , πότερον Ἕλλην ἢ Πέρσης ἦν | ||
προκειμένης δωρεᾶς μετὰ τὸ τρόπαιον οὐδαμῶς τι κατ ' ἐμαυτὸν ἐζήτησα . ἐν ᾧ καὶ ἠθοποιΐα , ὅτι βέλτιον προκρίνειν |
δ ' , ἔφη , οὐ πείσας σοι χρῆσαι οὐχ ἡμάρτηκας ; ὁ δέ , Τί γὰρ ἥμαρτον ; εἶπεν | ||
; ὃ μόνον ἦν κατὰ τὸν τόπον ἁμάρτημα , τοῦτο ἡμάρτηκας . ἐπεί τοι τοῦτ ' αὐτὸ καὶ ἐγὼ Ῥούφῳ |
χαλεπαίνεις ; μέχρι δ ' ἂν ταῦτα θαυμάζῃς , σεαυτῷ χαλέπαινε μᾶλλον ἢ ἐκείνοις . σκόπει γάρ : ἔχεις καλὰ | ||
ναιομένην ἀπένεικας νόσφι φίλων πάντων . ὃ δ ' ἐπεγρόμενος χαλέπαινε ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς , ἐμὲ δ ' ἔξοχα |
Τοῦ μὲν νόμου διαρρήδην ἀγορεύοντος τοὺς ἐν τῷ συνεδρίῳ λοιδοροῦντας ζημιοῦν ἀκηκόατε : ἐγὼ δ ' ὅτι μὲν οὐκ εἰσῆλθον | ||
καὶ τῷ Δράκοντι , οἳ τοὺς μὲν κλέπτοντας σταφυλὰς θανάτῳ ζημιοῦν ἐδικαίωσαν , τοὺς δὲ ἀνδραποδίζοντας ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς |
γὰρ πράττοντες καὶ σωφρόνως σύ τε καὶ ἡ πόλις θεοφιλῶς πράξετε . Εἰκός γε . Καὶ ὅπερ γε ἐν τοῖς | ||
μέμψασθαι πάντ ' ἀκονιτὶ προήσεσθε , πῶς οὐ πάντων ἀλογώτατα πράξετε ; ἔστι δ ' οὐχ ὅσον τις ἂν εἴποι |
] Τῷ πολέμῳ . Θεάομαι σαφὲς ] * Θεάομαι καὶ βλέπω πρᾶγμα σαφές , τὸν Ἀλκμαίωνα πρῶτον διεξάγοντα καὶ ἰθύνοντα | ||
: ποθεινός : ποθητός : πολυπόθητος . Βλέφαρον παρὰ τὸ βλέπω καὶ αἴρω , βλεπέαρόν τι ὄν : τὰ γοῦν |
ἔστ ' ἐκείνου τοῦ πονηροῦ κόμματος . Νὼ δ ' εἰσίωμεν , ἵνα προσεύξῃ τὸν θεόν . Ἆρ ' , | ||
παρακεχώρηκε τῆς εἰς τὴν πόλιν ὁδοῦ . ἡμεῖς δὲ θαρροῦντες εἰσίωμεν [ μηδὲν φοβούμενοι εἴσω ] , ἐννοούμενοι ὅτι οὗτοι |
: Ἡ γραῦς τὸ ἄροτρον ἐκπίνουσα , φησί , οἷα κακὸ τὴν γῆν ἀναστρέφει . Ἦδ ' ὅς : τίθεται | ||
: Ἡ γραῦς τὸ ἄροτρον ἐκπίνουσα , φησί , οἷα κακὸ τὴν γῆν ἀναστρέφει . Ἦδ ' ὅς : τίθεται |
παρέχει . ἔτι καὶ τὰ μὴ ἐξ ὁλοκλήρου μνημονευόμενα ἄκριτα νόμιζε , ἐάν τε τὸ μέσον ἐάν τε τὸ πέρας | ||
πάθος , ὥστε δακρύων παντοδαπῶν τὴν εἰκόνα γίνεσθαι πρόφασιν . νόμιζε τοίνυν , ἃς ἐκάθισας ἐν πένθει γυναῖκας , ἐνταῦθά |
ασθα [ [ ] μεθ ? [ [ ] ! μεμ ? [ . . . . . . [ | ||
] ενεσι ? και εγεννηθη [ ] [ αποκαθημενης ] μεμ [ ] [ ] ς εβδελοιχθημεν [ ] [ |
εἰς παράδειγμα παραγαγὼν τόδε Τρῶεςὄφιν . εἰ δὲ μείουρον τοῦτον νομίζεις , ἄκουσον καὶ τῶν κατὰ τοῦ Μνημῆ τοῦ ζωγράφου | ||
λογισμῷ ἐπ ' αὐτὰ στελλόμενος , ἀπόθου ταῦτα , ἃ νομίζεις σεμνὰ εἶναι , ἐν τοῖς δευτέροις , καὶ μήτε |
ἵνα μὴ φοβηθῶσιν οἱ ἰχθύες . ἐνείη : ἐμβάλοι . Δόναξ : κάλαμος . μετά : ἐν . Κούφης : | ||
. νοῦν ἔχεις . κρατοῦμεν . ὢ καλλίνικοι . παῖ Δόναξ , Σίκων σύ γε , αἴρεσθε τοῦτον , εἰσφέρετε |
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
ἐτῶν οὖσα τέξεται „ ; μὴ μέντοι νομίσῃς , ὦ γενναῖε , τὸ ” εἰπεῖν ” οὐχὶ τῷ στόματι , | ||
ἕκαστον βραβευόμενον ἐπαινετῶς ἐξορθοῦσθαι πέφυκεν . Ἔπειτ ' , ὦ γενναῖε , μὴ νομίσῃς ἀλυσιτελὲς ἐπίκαιρον εἶναι τυραννίδα . οὐδὲ |
. τούτῳ γάρ , ὡς ὁρῶ , καὶ τὸ δέρμα μέλλω προσδοῦναι . „ ὁ λόγος δηλοῖ , ὅτι τότε | ||
φησὶ γὰρ ὧδε : Βούλομαι δὲ πρὸ πάντων , ὧν μέλλω λέγειν , μνημονεύοντας ὑμῶν οἶδ ' ὅτι τοὺς πολλοὺς |
σύνθετα εὑρίσκονται ποιοῦντα οὐδετέρου παρασχηματισμόν , οἷον ὁ φυγόπολις τὸ φυγόπολι , ὁ λιπόπατρις τὸ λιπόπατρι : τὸ τρόφι ἁπλοῦν | ||
, οἷον ὁ εὔπατρις τὸ εὔπατρι , ὁ φυγόπολις τὸ φυγόπολι , ὁ εὔχαρις τὸ εὔχαρι : τὸ τρόφι ἁπλοῦν |
ὃς ἀναισθήτως ἔχω πρὸς τὸ φρονεῖν ; . φαῦλον . Ὤιμην δὲ ἔγωγε τοσαύτῃ φιλίᾳ συνηρμόσθαι τὴν ἐμὴν καὶ τὴν | ||
πρόσωπον καὶ ὑπέφριξεν , ἐπεὶ διακόψαι τὴν κεφαλὴν ἔφης . Ὤιμην ἐρασμιώτερος αὐτῇ φανεῖσθαι . ἀλλὰ καὶ σύ με προσαπολώλεκας |
ἀδικεῖ : ἐπεὶ δὲ καὶ φυσικὸς νόμος ἐστὶ τοὺς εὐεργέτας ἀντευποιεῖν , καὶ μὴ ἀγνοῶν , ἅτε φυσικὸν ὄντα , | ||
ἀντευποιήσει , λυθείη ἂν ἡ φιλία : διὰ γὰρ τὸ ἀντευποιεῖν καὶ ἀντιπάσχειν φιλοῦσι . τοῖς μὲν δὴ πρὸς χρῆσιν |
? ! [ κακ [ κ [ ε ! [ ελλ ? [ ἐπ ' ⌊ ἁρμάτων τε καὶ Θρεϊκίων | ||
Περσιδ ] [ ] [ ] ! [ ] [ ελλ ] [ του ] ? [ ] [ ] |
τὸν βίον , ἀμελοῦντι πάνυ ἄν τις οἰκείως ἐπείποι : δαιμόνιε , φθίσει σε τὸ σὸν μένος . Τοῦ δὲ | ||
οἶμαι , τύχῃ τινὶ βέβληται . στῆσον τοίνυν , ὦ δαιμόνιε , τὴν βλάβην καὶ μὴ ἐπίτρεπε βαδίζειν : ὡς |
. Ἀλλ ' ἄγ ' ἐμεῖο πίθεσθε , ἐπεί ῥα γεραίτερός εἰμι λίην , οὐκ ὀλίγον περ : ἔχω δ | ||
. Ἀλλ ' ἄγ ' ἐμεῖο πίθεσθε , ἐπεί ῥα γεραίτερός εἰμι λίην , οὐκ ὀλίγον περ : ἔχω δ |
καταμεμαθηκέναι : χρηστοῦ μέντοι πονηροὺς ἤδη εἶδον , οὐ μέντοι ἀζημίους γε . τὸν δὲ ἐπιμελητικοὺς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας καὶ | ||
μὴ δι ' αὐτῶν τὰς διαβάσεις ποιεῖσθαι καὶ τοὺς ὑποτελεῖς ἀζημίους φυλάττειν . εἰ δὲ ἀνάγκη πάντως δι ' αὐτῶν |
καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο , μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ , αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας . | ||
ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὣς ἑσταότες , μή πού τις ὑπερφιάλως νεμεσήσῃ : ἀλλὰ σύ γε κλισίην δὲ κιὼν ἕλευ ὄβριμον |
ἀπολλύμεθα : ἄλλως : διὰ ποῖον γὰρ ἄλλο ἤμελλέ τις βοᾶν ἐν τοῖς οἴκοις : ἀντὶ τοῦ : ἐν σοί | ||
: λείπει τὸ τινά : πάρεστι γάρ τινα στενάζειν : βοᾶν ἐκπλήττεσθαι : γράφεται μιᾷ μοίρᾳ : οὐκ ἐπ ' |
Λογισμοὺς παρὰ τῶν ἐπιμελουμένων Κρονίοις λαμβάνειν μηδὲ τοῦτο ἐξέστω . Μηδεὶς τὸν ἄργυρον ἢ τὴν ἐσθῆτα ἐξεταζέτω μηδὲ ἀναγραφέτω ἐν | ||
ὁ κεγχρίνας ἀπεργάζεται ἐπιὼν καὶ λυμαινόμενος τοῖς ἐκεῖ θρέμμασι . Μηδεὶς δὲ οὕτως ἔστω θρασὺς μηδὲ μὴν ἄοκνος ἐκ λογισμοῦ |
παριστῶσα : ἐνέργειαν μὲν ὅταν λέγω κολάζω : ἰδοὺ γὰρ ἐνεργῶ , πάθος δέ , ὅταν λέγω κολάζομαι : ἰδοὺ | ||
. ἐστὶ δὲ κατ ' ἐντίθεσιν . δρῶ γὰρ τὸ ἐνεργῶ , οὗ παράγωγον δρήθω . οἱ γὰρ κοιμώμενοι οὐδὲν |
. Οἶμαι πάντας ἂν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , φῆσαι , ἃ βέλτισθ ' ἕκαστος ἡγεῖται τῇ πόλει , | ||
ἑκατέρου τῶν ἀντιδίκων ὁδῷ προάγοντα , κατὰ μνῆμά τι στάντα φῆσαι τὸν ἐν τούτῳ κείμενον ἐπιεικῆ καθ ' ὑπερβολὴν γενέσθαι |
. νῦν μὲν οὖν σε ὅπῃ τε καὶ ὅπως ἔχω τιμῶ , ὡς ἂν μὴ ἀγέραστος τὸ γοῦν ἐμὸν παρέλθῃς | ||
. ἀντὶ τοῦ : πολλή τις οὖσα , τοὺς μὲν τιμῶ , τοὺς δὲ σφάλλω . πρεσβεύω δὲ τὸ προτιμῶ |
, ἀλλ ' ὅταν αὐτοῖς δοκήσῃ συμφέρειν . Ὁ αὐτὸς ὁρκίζοντός τινος παῖδα χρηστὸν γενέσθαι καὶ δίκαιον εἰς αὐτὸν εἶπεν | ||
, ἀλλ ' ὅταν αὐτοῖς δοκήσῃ συμφέρειν . Ὁ αὐτὸς ὁρκίζοντός τινος παῖδα χρηστὸν γενέσθαι καὶ δίκαιον εἰς αὐτὸν εἶπεν |
δέ τις γέρων λαγωὸς ἔφη πρὸς τοὺς ἑτέρους : „ στῆτε , φίλοι , καὶ μὴ ἑαυτοὺς ἀποπνίξωμεν . εἰσὶ | ||
πολεμίους ἐβόησας : „ τί φεύγετε , ὦ κακοδαίμονες ; στῆτε καὶ τὰς πόλεις ἀπόδοτε ἃς ἐληίσασθε . „ αὐτοὶ |
ἀλλὰ τὴν δίψαν πεφοβημένος . Οὐδὲ τὸν ἐλλέβορον , ὦ Μένιππε , ἀναίνομαι πιεῖν , γένοιτό μοι μόνον . Θάρρει | ||
Ὀδυσσέα ἢ Ὀρφέα . Ὡς δὴ τί τοῦτο , ὦ Μένιππε ; οὐ γὰρ συνίημι τὴν αἰτίαν οὔτε τοῦ σχήματος |
καὶ οἱ προστάντες αὐτῶν ἐγιγνώσκοντο , καλῶς εἶχε ταῦτ ' ὀνειδίζειν : εἰ δ ' ἔσθ ' ἕτερα ἀμείνω καὶ | ||
, ὦ Σώκρατες , Σιμωνίδην ἄλλο ἢ τοῦτο , καὶ ὀνειδίζειν τῷ Πιττακῷ ὅτι τὰ ὀνόματα οὐκ ἠπίστατο ὀρθῶς διαιρεῖν |
τρέσηις ἡμᾶς , Κρέον , ὥστ ' ἐς τυράννους ἄνδρας ἐξαμαρτάνειν . σὺ γὰρ τί μ ' ἠδίκηκας ; ἐξέδου | ||
τὸ παρελθόν . τὸ οὖν αἴτιον τοῦ νῦν μὲν μὴ ἐξαμαρτάνειν , τότε δέ , αὐτοὶ ἤδη ἱκανοί ἐστε γιγνώσκειν |
! [ ] τον ? [ ] αυ [ ] ενο [ ] ! [ ] ! ! [ ] | ||
] ο ? : ηστυ ! [ [ ] ! ενο ! ? [ . . . . . . |
. Οὗτος σύ , πῶς δεῦρ ' ἦλθες ; ἢ τοσόνδ ' ἔχεις τόλμης πρόσωπον ὥστε τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου | ||
' ὁ θὴρ τοσοῦτον εἶπε : Παῖ γέροντος Οἰνέως , τοσόνδ ' ὀνήσῃ τῶν ἐμῶν , ἐὰν πίθῃ , πορθμῶν |
αὐτόθι νεῖκος ὀρεῖται φυλόπιδος : μάλα δ ' ὦκα διακρινθέντας ὀΐω ἂψ ἴμεν Οὔλυμπον δὲ θεῶν μεθ ' ὁμήγυριν ἄλλων | ||
θεὸν εἶναι , γίνεται ὀϊστὶ ἀνωϊστί . ἐκ δὲ τοῦ ὀΐω ὀϊστός καὶ ἀνώϊστος κατ ' ἔκτασιν . ἢ ἐκ |
πλείους ] περισσότεροι , πλείονες . σκόπει ] ὅρα , λόγισαι . , στοχάζου . σκοπῶ ] βλέπω , λογίζομαι | ||
αὐτὸ λέγειν οὐκ ἐδόξαμεν : ἔστι δὲ τόδε σὸν εἶναι λόγισαι , πάτερ , τὸ παιδίον , οὐκ ἐμόν : |
τοὺς οἰκήτορας : ἡ δὲ Λάρισα ἐκ πολλῶν πάνυ χρόνων ἐρημωθεῖσα οὐδ ' εἰ πώποτε ᾠκήθη γνώρισμα φανερὸν οὐδὲν ἔχει | ||
. ἔνδοξος * κακὸν . ὄντα * πορσύνεται . παρεσκεύασται ἐρημωθεῖσα μετανοίᾳ συνδήσει φροντίδι : λογιζομένη οἷον ἐβουλεύσατο ἔργον τὴν |
' εἴρηκεν ὁ Κύνουλκος , ἀλλ ' ἐρωτικὸς μὲν εἶναι ὁμολογῶ , ἐρωτομανὴς δὲ οὔ . τίς δ ' ἔστ | ||
δείξῃ τις ἢ φωνήν τι ἢ ψυχὴν ἔχον , ἀδικεῖν ὁμολογῶ καὶ παραβαίνειν τὸν νόμον . Πῶς ἐπινεφεῖ τὸ πρῶτον |
λέγει , ὅτι οὐδείς ἐστιν ἐν νεότητι ἕτερος ἔπαινος ἢ θρασύνεσθαί τε καὶ κατατολμᾶν τοὺς πολέμους . πολλοὶ γὰρ νέοι | ||
λέγει , ὅτι οὐδείς ἐστιν ἐν νεότητι ἕτερος ἔπαινος ἢ θρασύνεσθαί τε καὶ κατατολμᾶν τοὺς πολέμους . Πολλοὶ γὰρ νέοι |