| ἀπολλύμεθα : ἄλλως : διὰ ποῖον γὰρ ἄλλο ἤμελλέ τις βοᾶν ἐν τοῖς οἴκοις : ἀντὶ τοῦ : ἐν σοί | ||
| : λείπει τὸ τινά : πάρεστι γάρ τινα στενάζειν : βοᾶν ἐκπλήττεσθαι : γράφεται μιᾷ μοίρᾳ : οὐκ ἐπ ' |
| παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ὕπνον . | ||
| ' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον ; ἄκου ' , |
| φιλημάτων . . . . . . ἀγεννῶς οὐκ ἐῶ παίζειν . τίθημι κοττάβεια σφῷν ἐγὼ τασδί τε τὰς κρηπῖδας | ||
| Ἄρτι . πρὸ ὀλίγου χρόνου πεποιημένος . Ἀρτιάζειν , τὸ παίζειν ἄρτια ἢ περιττὰ καρύοις ἢ ἀστραγάλοις τοιούτοις . Πλάτων |
| ἐκ τοῦ σύνεγγυς τρῶσαι , βαλεῖν δὲ τὸ πόρρωθεν : σιγᾶν ἐφ ' οἷσι νῦν : ἐλεγκτικὸν τὸ ἦθος . | ||
| λόγῳ μόνον εἰρημένον τὸ περὶ ὀρφανίας τῶν παίδων : λίσσομαι σιγᾶν : τὸ ἑξῆς : καί σε πρὸς θεῶν λίσσομαι |
| ἐπὶ στρατοπέδου διαμαρτάνοντας ἐκέλευσεν πρὸ τοῦ στρατοῦ λυσιζώνους ἑστάναι καὶ θρηνεῖν δι ' ὅλης ἡμέρας , ἐνίοτε δὲ καὶ γυναικῶν | ||
| λέγονται θρηνεῖν τὸν Ἴτυν : τοὺς δὲ ἀνθρώπους εἰκὸς ἦν θρηνεῖν καὶ θέρους καὶ χειμῶνος . πόσῳ δὲ βέλτιον τοὺς |
| μοι . Ὁμηρικῶϲ γὰρ διανοεῖ μ ' ἀπολλύναι ; οὕτω λαλεῖν εἴωθα . μὴ τοίνυν λάλει οὕτω παρ ' ἔμοιγ | ||
| εἶτα ἑξῆς τὸ διήγημα . ἐμὲ γοῦν ἀναστήσασα δευρὶ προάγεται λαλεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πάντα τὸν ἐμαυτοῦ βίον . Διήγησιν |
| ἀλλ ' ἔγωγε τοῦ τὰ δέοντ ' ἔχειν τὰ περιττὰ μισῶ : τοῖς ὑπερβάλλουσι γὰρ τέρψις μὲν οὐκ ἔνεστι , | ||
| ἡγούμενον γυναῖκα τὴν μὲν θάπτειν , τὴν δὲ γαμεῖν , μισῶ τε καὶ βάρβαρος εἶναί μοι δοκεῖ καὶ θηρίον καὶ |
| χρησαμένους ἀρετῇ , ἥδεσθαί τε συνόντας , ἐς ἀλλήλους τε φλυαρεῖν [ ] , καὶ σκώπτειν τοιαῦθ ' οἷα γέλωτα | ||
| Πύγελα λέγοντας τοὺς Ἀμαζῶνας μεταξὺ Ἐφέσου καὶ Μαγνησίας καὶ Πριήνης φλυαρεῖν φησὶν ὁ Δημήτριος : τὸ γὰρ ” τηλόθεν „ |
| συστρατεύοντας καὶ κατεσκεύαζεν αὑτὸν ἴσον ἅπασιν , ὥσθ ' ἕκαστον αἰδεῖσθαι καὶ τὸ παράβολον τῆς τόλμης ἑκουσίως ὑπο - μένειν | ||
| πρᾶξαί τι αἰσχρὸν φαύλου ἂν εἴη , τὸν μέντοι πράξαντα αἰδεῖσθαι ἐπ ' αὐτῷ ἐπιεικοῦς . ἐξ ὑποθέσεως εἶπεν . |
| , ἡ δὲ εὐβουλία ὥσπερ τις συνεργός ἐστιν αὐτῆς καὶ συνέριθος , ἡ δὲ σύνεσις καὶ ἡ γνώμη ὥσπερ τινές | ||
| ἐδέσματα ἐπύργωσεν : ὕψωσεν κολάκων : εἰρώνων ἔδεισεν : ἐφοβήθη συνέριθος : συνεργός μηχανοδίφας : μηχανὰς ζητοῦντας κελαδῇ : ὑμνῇ |
| ὑπ ' ἀνθρώπων ἀπιστοῦμαι χρηστότητος . Θαυμάζειν διὰ τῆς ἐπιστολῆς ἔοικας τὴν παρὰ πολύ μου μεταβολὴν τοῦ βίου , ὅτι | ||
| μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν ; Φέρε τοίνυν , ἐπειδὴ ἔοικας ἀγνοεῖν , διδάξομαί σε θρηνεῖν ἀληθέστερον , καὶ δὴ |
| ὄντες καὶ περὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀσχολούμενοι . . Ἐμὲ δ ' οὖν ἡ ψυχὴ διεγείρει εἰπεῖν , δόξαν | ||
| μὲν οὖν καὶ ὕστερον ἀπόδειξις ἔσται συμπροϊόντι τῷ λόγῳ . Ἐμὲ δὲ ἐπῆρεν ἐπιχειρῆσαι τῷ συγγράμματι μάλιστα μὲν ἡ τῶν |
| : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ δὲ πρώτη συλλαβὴ βραχέως ἐκφέρεται . Καὶ | ||
| , διαβάλλειν , βλασφημεῖν , θανάτου τιμᾶσθαι , εἰσαγγέλλειν , κακολογεῖν τοὺς ἐπιτίμους αὐτὸς ὀφείλων τῷ δημοσίῳ : τούτου γὰρ |
| . Θάσιοι δὲ νικηθέντες μάχῃ καὶ πολιορκούμενοι Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον ἐσβαλόντας ἐς τὴν Ἀττικήν . οἱ δὲ ὑπέσχοντο | ||
| οὐδὲν ἐφρόντιζον , Μόλωνα δὲ τὸν γναφέα καὶ ἄλλους τινὰς ἐπαμύνειν ἐπιχειροῦντας συνέκοψαν . ἤδη δὲ αὐτοῖς οὖσι παρὰ τὴν |
| Τὸ μὴ δικαίως εὐσεβεῖν φέρει ψόγον . Τὴν ἐπιμέλειαν παντὸς ἡγοῦ κυρίαν . Τὸ μηδὲν ἀδικεῖν καὶ καλοὺς ἡμᾶς ποιεῖ | ||
| δ ' ἐς τυράννους ἐστί σοι λελεγμένα , πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῆι . κἀγὼ μὲν αἰεὶ βασιλέων θυμουμένων ὀργὰς |
| συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω . | ||
| ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι |
| ; ” , ἵν ' ᾖ τὸ κινεῖν ἀντὶ τοῦ σαίνειν . ὡσεὶ ἔλεγε , τί μου καταπαίζεις καὶ λυπεῖς | ||
| ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων . αἴτιον γὰρ ἡ χαρὰ τοῦ σαίνειν τὰ ζῶα τὰς οὐράς . τῶν φίλων . εὐτυχούντων |
| . . Βοᾶν : ἰστέον , ὅτι τὸ βοᾶν καὶ γελᾶν ἀπαρέμφατα οὐκ ἔχουσιν τὸ ι προσγεγραμμένον , πρῶτον μὲν | ||
| βόθροις , παίειν σχίζαις καὶ κατακρημνίζειν : φθειρομένους δὲ αὐτοὺς γελᾶν διὰ τὴν ἀπὸ τῶν τέκνων ἀδικίαν καὶ δόξαν τοῦ |
| τι περιπίτνει κρύος . ἔτευξα τύμβῳ μέλος θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας : ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός . | ||
| , γύναι , ἥτις , τυράννων ἑστίαν ἠικισμένη , χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῆι τὰ τοιάδε ; ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι |
| τὸ τῆς βροντῆς ἤχημα , τλητὸν καὶ ὑπομονητὸν καὶ καρτερητὸν παρέσυρας καὶ παρέρριψας καὶ παρήγαγες εἰς τὸ πεῖσαι καταλεῖψαι τὸν | ||
| . λητὸν , ἤγουν λαθαστόν . . ἀνεκτὸν ἡμῖν . παρέσυρας ] ἐξήνεγκας . . παρέρριψας . . πῶς με |
| ἢ σκαφηφόρον : διὰ δὲ τὸ ἀπαρρησίαστον εἶναι συστομώτερον ποιήσειν ἀπειλεῖν σκάφης . Ὅτι οἱ ἁλόντες ἐπ ' ἀκουσίῳ φόνῳ | ||
| τοῖς Ἕλλησιν ὑφίστατο , καὶ ᾧ τοσοῦτον περιῆν ὥστ ' ἀπειλεῖν ἀπειλὰς κοινὰς τοῖς τε Ἡρακλέους παισὶ καὶ ταῖς πόλεσι |
| θεωρεῖν , ἑστιᾶσθαι , κοτταβίζειν , συβαριάζειν , ἰοῦ ἰοῦ κεκραγέναι . Εἰ γὰρ ἐκγένοιτ ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν | ||
| καὶ οἱ ἄλλοι μετεβάλλοντο , ὡς ἅπαντας ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ κεκραγέναι , κτείνειν τὸν κοινὸν λυμεῶνα , τὸν ἀφ ' |
| αὐτὸν ᾖδε τοὺς ἀλεκτρυόνας μιμούμενος τοὺς νενικηκότας , οἱ δὲ κροτεῖν τοῖς ἀγκῶσιν αὐτὸν ἠξίουν ἀντὶ πτερύγων τὰς πλευράς . | ||
| κτυπῶ καὶ ἠχῶ . Ἀριστοφάνης τὸ τοῖς ποσὶ σκιρτᾶν καὶ κροτεῖν . . . . . , : Κροαίνειν φησὶν |
| ἐκεῖ φίλοις , δέλτον τ ' ἐνεγκεῖν , ἥν τις οἰκτίρας ἐμὲ ἔγραψεν αἰχμάλωτος , οὐχὶ τὴν ἐμὴν φονέα νομίζων | ||
| συμφοραῖς εἴκειν ἐμαῖς . σῶσον νεκρούς μοι τἀμά τ ' οἰκτίρας κακὰ καὶ τῶν θανόντων τάσδε μητέρας τέκνων , αἷς |
| δὲ κρεῖσσόν ἐστι μὴ δεδοικότα παθεῖν τὸ μέλλον δεινὸν ἢ δεδοικότα . πάσης μὲν ὠμότητος ἀνάπλεων φόνον , παντὸς δὲ | ||
| ὁ παιδαγωγός , οἷα πάσχειν ἀνάγκη ; ταῦτ ' οὖν δεδοικότα ἐπιθαρρεῖν οἷόν τ ' ἔτι ἐξ ὅλης ψυχῆς ἐπιστατεῖν |
| καὶ πρὸς τοὺς ὁμιλητὰς ἑπτὰ ὄντας ἀνέφηνε τὴν γνώμην . πειρωμένων δὲ αὐτῶν ξυμβουλεύειν ἕτερα , εἴ πη ἀφελχθείη τῆς | ||
| φανερά . τάττεται δὲ κατὰ τῶν διάστροφα ξύλα ἢ πράγματα πειρωμένων κατευθύνειν καὶ μηδὲν ὠφελούντων . τοῦ Διὸς τὸ σάνδαλον |
| κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἱκετεύω “ μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών , ὁ | ||
| δοῦσι τίνα λόγον ἐρῶ , Λάχης ; γενοῦ γάρ , ἱκετεύω [ ς ' ] ἐγώ ? ? οἴμοι , |
| μὴ εἴη κατ ' Αἰολίδα διάλεκτον , περισπᾶται : σκηνῶ θρηνῶ σφηνῶ φωνῶ ὠνῶ κοινωνῶ . τὸ πώνω βαρύνεται ὡς | ||
| τυφθῆναί σε . Θ . οἰμώζειν : Οἰμώζω , τὸ θρηνῶ . ἀφ ' οὗ οἰμωγὴ , ὁ θρῆνος , |
| Εὐρώπην τε καὶ Λιβύην . Προθέμενος δὲ θάλασσαν καὶ ποταμοὺς ᾄδειν , οἰκείως προτίθησιν ὠκεανὸν , ὃς γένεσίς ἐστι τοῖς | ||
| ” ἢ ὑμεῖς : ὑμεῖς γὰρ ἡγεῖσθε αὐτὸν ἄξιον τοῦ ᾄδειν , ἐγὼ δὲ ἄξιον τοῦ σιωπᾶν . „ ἐκπλαγεὶς |
| . τούτῳ γάρ , ὡς ὁρῶ , καὶ τὸ δέρμα μέλλω προσδοῦναι . „ ὁ λόγος δηλοῖ , ὅτι τότε | ||
| φησὶ γὰρ ὧδε : Βούλομαι δὲ πρὸ πάντων , ὧν μέλλω λέγειν , μνημονεύοντας ὑμῶν οἶδ ' ὅτι τοὺς πολλοὺς |
| Ὑπερείδης δὲ ἀντὶ τοῦ ἔχειν . καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ ὑποκρίνεσθαι καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ τιμᾶν καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ | ||
| πάντα λέγοντα Ἀλκμήνα καλέσασα χρέος κατέλεξε νεοχμόν , καί νιν ὑποκρίνεσθαι ὅπως τελέεσθαι ἔμελλεν ἠνώγει : μηδ ' εἴ τι |
| καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ | ||
| „ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω |
| τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται . ἐὰν δὲ σὺν σιγῆι τι βουλεύηις κακόν , τοῦτ ' οὐχὶ λήσει τοὺς | ||
| σὴν δούς τωι πολιτῶν , εἶτ ' ἔπασχε τοιάδε , σιγῆι καθῆς ' ἄν ; οὐ δοκῶ : ξένης δ |
| μήποτ ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον : οὕτω τοῖς παροῦσιν ἄχθομαι . Οὐκ εἶ κακὸς σύ , πρὸς κακῶν δ | ||
| νῦν δ ' ἴσον ἀπέχομεν εὐπορίας καὶ κολακείας καὶ οὐκ ἄχθομαι τῷ μὴ πλουτεῖν , ἀλλὰ φιλοτιμοῦμαι τῷ μὴ δουλεύειν |
| , χείρων ἐστὶν ἑτέρου καὶ δεῖ τοῦτο προφέρειν αὐτῷ καὶ λοιδορεῖσθαι : βαφεὺς δὲ ἢ σκυτοτόμος ἢ τέκτων ἐάν , | ||
| πῶς ὁ τιμοκρατικὸς γίνεται ἀνήρ . ὑμνεῖν . μέμφεσθαι , λοιδορεῖσθαι , κατ ' εὐφημισμόν : σημαίνει δὲ καὶ ὀδύρεσθαι |
| ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ | ||
| ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ ' |
| εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ||
| ' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν |
| : περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι ἐπιφύομαι , ἐπιτυγχάνω , παραχρῶμαι , ἀποστρέφομαι , ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ] | ||
| , , : κολακεύω , ξενίζομαι , ἐναντοιοῦμαι ζημιῶ ἀντιδικῶ ἀποστρέφομαι , ζηλῶ φθονῶ , χαλκολογῶ , ἀλογοῦμαι , διαμάχομαι |
| καλῶν τούτων ἐγίγνωσκον , οὔτ ' ἂν τοὺς νομοθέτας τἀναντία παραινεῖν εἰ μὴ λυσιτελεῖν ὑπελάμβα - νον . ἐπεὶ δὲ | ||
| , τὸ μηδετέροις οἰκείως ἔχουσι τὰ ὑμέτερ ' αὐτῶν πράττειν παραινεῖν ὑμῖν : οὗ λυσιτελέστερον οὐδέν ἐστι τῇ πόλει , |
| ? ? ἀετῶι ἐν [ τῆι ] θαλάσ - [ σηι γέγονεν ] ? λεγετε ? [ ! ! ! | ||
| * οιγεγρα * * / * * * / * σηι ? ? * / * εσ ? ? * |
| μοι φακούς , μὰ τὸν Δί ' : οὐ γὰρ ἥδομαι . ἢν γὰρ τράγῃ τις , τοῦ στόματος ὄζει | ||
| ἐν Ναυπλίῳ νυμφικὸν Ἐλύμνιον . Γ # ἥδομαί γ ' ἥδομαι : κορωνίς . εἰσελθόντων τῶν ὑποκριτῶν ὁ χορὸς μόνος |
| αἱ θεραπαινίδες δηλονότι : οὔκουν ἀπαιτήσει τοὺς μάρτυρας , ἀλλὰ διαβαλεῖ , ὅτι μὴ δεῖ πιστεύειν : φύσει γὰρ ἐχθρὸν | ||
| παυσώμεθα τοίνυν λαλοῦντες , μὴ καὶ τῇ βασιλίδι τις ἡμᾶς διαβαλεῖ . ” καὶ ἡ μὲν ἀπέδραμεν , ἔστη δὲ |
| . . . ἐπιβαίνοντας . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ † λεύσσω Προμηθεῦ : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη . τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς | ||
| οὐκ ἀκούσαις καὶ μὴ βουλομέναις ἡμῖν τοῦτο εἶπας , ὦ Προμηθεῦ , δηλονότι τὸ , ἔλθετε καὶ ἀκούσατε , ἵνα |
| . ἐπὶ τοῦ μὴ χρῆναι ἐπὶ ταῖς τῶν θεῶν ἐλπίσι καθημένους ἀργεῖν . Βαλανεὺς εἶ : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος : | ||
| οὕτως ἀνιχνεῦσαι τὸ πρᾶγμα πολλάς τε ἡμέρας ἐπ ' αὐτῷ καθημένους καὶ οὐκ ἀνιέντας καὶ τοὺς ἔχοντας μὲν ἐλέγχειν , |
| καθαιρεῖν : δυνήσομαι δὲ θηρία διώκων τὰ μὲν ἐκ χειρὸς παίειν καταλαμβάνων , τὰ δὲ ἀκοντίζειν ὥσπερ ἑστηκότα : [ | ||
| τὴν χεῖρα . Οἱ μὲν οὖν παρόντες ἄγχειν με καὶ παίειν ἐπειρῶντο ὡς ἱερόσυλον , καὶ πρότερον ἔτι ἀγανακτήσαντες ὅτι |
| καὶ οἱ προστάντες αὐτῶν ἐγιγνώσκοντο , καλῶς εἶχε ταῦτ ' ὀνειδίζειν : εἰ δ ' ἔσθ ' ἕτερα ἀμείνω καὶ | ||
| , ὦ Σώκρατες , Σιμωνίδην ἄλλο ἢ τοῦτο , καὶ ὀνειδίζειν τῷ Πιττακῷ ὅτι τὰ ὀνόματα οὐκ ἠπίστατο ὀρθῶς διαιρεῖν |
| , ὡς ἐλάχιστον καὶ ὑδαρέστατον δίδου , καὶ περιπατέειν ὀλίγα κέλευε : ἢν δὲ δυνατὸς ᾖ , πλεῖστα . Ξυμφέρει | ||
| δεῖ : στεῖχ ' ἐπ ' Ἠλέκτρας ἰὼν πύλας : κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους ἵππων τ ' ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτας πέλτας |
| προῆχθαι . ἐὰν δὲ ἐπισημήνῃ ὥσπερ ὁ Αἰσχίνης , οἷον δότε μοι εἰπεῖν κίναιδον αὐτόν , οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς | ||
| δότε ἡμῖν ” ἐφώνουν „ λίθους , δότε κονίαν , δότε ξύλα , καὶ τἄλλα τῶν πρὸς οἰκοδομὴν ἐπιτηδείων . |
| εἴκοσι κώπας ἐχούσαις . Πλαγχθέντα : πλανηθέντα . ᾐόνος : συνίζησις . Ἀγχιβαθεῖς : πολυβαθεῖς . ἐπί σφισιν : κατ | ||
| φίλην . Ξ ἔθου ] ἐποίησας . Ξ θεοὶ ] συνίζησις . πολισσοῦχοι ] οἱ συνέχοντες τὴν πόλιν . πολισσοῦχοι |
| νικήσαντα δέ , εἰ μὲν ἐχθρὸς εἶ τῆς πατρίδος , κἀμὲ ἡγεῖσθαι πολέμιον , ἃ ἔδοξα συνοίσειν αὐτῇ , βουληθέντα | ||
| Παναίτιος : ὅς ῥ ' ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν |
| ἒ ἕ , ἒ ἕ , ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω : ὦ πότνι ' Ἥρα . ἔλακον ἀξόνων βριθομένων | ||
| ! ! ! ! ! ! ] Φοῖβε , τίνα κλύω τὸν α ? [ ὁ θυηπόλος [ ! ! |
| ἰδίας καὶ ἐφύλαττε μή τις αὐτὰς μοιχεύσῃ λαθών . Καὶ γέροντας ὁρῶντας ἐξώρμησεν εἰς ἀφροδίτην τὰ τοιαῦτα θεάματα : οἱ | ||
| αἰτιωμένοις ] ὡς ἐξ ἀνάνκης [ | ] [ τοὺς γέροντας ] [ οὐχ ] ? οὗτος ? ? [ |
| παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος . Κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος , καὶ τοὺς ἀγαγόντας αὐτὸν ἐκέλευσε μάστιγάς τε | ||
| καταμαθεῖν ὧδε , ἵνα μή τι καὶ νῦν ἡμᾶς ἔτι τεχνάζειν ὑπονοῇς : αὐτός τε γὰρ ὁ βασιλεὺς σὺ τῷ |
| . καλὸν μὲν δέμας ἁγνὸν ἔχειν ἀδμῆτά τε μίμνειν παρθενικὴν καθαροῖσί τ ' ἀεὶ μελεδήμασι χαίρειν , μήτε βαρυτλήτων λαγόνων | ||
| . καλὸν μὲν δέμας ἁγνὸν ἔχειν ἀδμῆτά τε μίμνειν παρθενικὴν καθαροῖσί τ ' ἀεὶ μελεδήμασι χαίρειν , μήτε βαρυτλήτων λαγόνων |
| σύ : πῶς γάρ ; ᾗ γε μηδὲ πρὸς θεοὺς ἔξεστ ' ἀκλαύτῳ τῆσδ ' ἀποστῆναι στέγης : ἄλλ ' | ||
| † ἀπωλόμην παλίμπους τύχη ἐν γῆς φίλης ὄχθοισι κρυφθῆναι καλόν ἔξεστ ' ἐρωτᾶν πότνιά ς ' ἢ σιγὴν ἔχω ; |
| γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως | ||
| εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ] |
| σοῖς τεκμαίρομαι . τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμι ' εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς ; ἅτερος πρὸς τὸν ἕτερον ὑπαλείφεται | ||
| ἔχεις εὐδαίμονα , χαῖρ ' : ὕστατον γάρ ς ' εἰσορῶν προσφθέγγομαι . ἴτ ' , ὦ νέοι μοι τῆσδε |
| παρενείραντες οὖν τὸ Υ ἰδίῳ ἔθει , παρέσει τοῦ Β λεύσσω . ἐνεστῶτος δὲ εἶναι οἶμαι ὡς τὸ ἄξετε καὶ | ||
| . ἔα ἔα : τίνας Ἰλιάσιν τούσδ ' ἐν κορυφαῖς λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας διερέσσοντας ; μέλλει Τροίαι καινόν τι |
| αὐλοῖς τὸ ἐπίταγμα : ἡ γάρ μοι τέχνη ἐστὶν ἀνθρώποις αὐλεῖν . Δωρίων μὲν οὖν θεοῖς αὐλεῖν ἐδεδοίκει , ἐγὼ | ||
| ἢ τὴν Μήδων καὶ Ἀράβων στολὴν λάβωσιν , ὥσπερ οὐδὲ αὐλεῖν ἱκανοὶ ἔσονται τὰ τῶν αὐλητῶν ἐνδεδυκότες . οὐδὲ γὰρ |
| ἀρσένων νόσον ταύτην νοσοῦμεν , ἀλλὰ προύστημεν καλῶς . ὦ φίλταθ ' Ἕκτορ , ἀλλ ' ἐγὼ τὴν σὴν χάριν | ||
| . ιγʹ αἰεὶ σφῷν κλέος ἔσσεται κατ ' αἶαν , φίλταθ ' Ἁρμόδιε καὶ Ἀριστόγειτον , ὅτι τὸν τύραννον κτανέτην |
| τοὺς βίῳ νήφοντι συζῶντας ἀήθης ἄκρατος , οὕτως καὶ τοὺς χαίροντας μέθῃ νῆψις ἐξαπιναῖος . . . . Ἐκ τοῦ | ||
| φίλων διατριβή , καθόσον εἰσὶ φίλοι , καὶ ὅτι βλέπουσι χαίροντας τοῖς αὐτῶν ἀγαθοῖς , ὃ τῆς μεγίστης εὐνοίας τεκμήριόν |
| κατάδηλόν ἐστιν , εἴ γε χρὴ τεκμήρασθαι τοῖς παροῦσιν . θύρασιν ] ἀντὶ τοῦ “ ἐξ ἑτοίμου ” . # | ||
| πρᾶγμ ' ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον ἥκει : ἑσμὸς γυναικῶν οὑτοσὶ θύρασιν αὖ βοηθεῖ . Τί βδύλλεθ ' ἡμᾶς ; Οὔ |
| ) ἡ πολλοῖς δώροις γαμηθεῖσα . . . . . οὖλέ τε καὶ μάλα χαῖρε . οὖλε ἅπαξ εἰρημένον . | ||
| καρπῷ χαίτην ] τὸ φύλλον οὐλάδα δὲ τὴν ὑγιαστικήν : οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε πολλάκι δὲ καὶ φηγοῖο : |
| , καὶ τὴν σωφροσύνην , αὐτῆς ἐπιστατοῦσαν , τοὺς μὲν ἀλαζόνας ἀποτρέπειν , τοὺς δὲ ὡς ἀληθῶς μάντεις καθιστάναι ἡμῖν | ||
| τοῦ σοφωτάτου Χείρωνος πεπαιδευμένον , ὥστε ὀλίγον πρότερον λοιδοροῦντα τοὺς ἀλαζόνας τῇ ἐσχάτῃ λοιδορίᾳ αὐτὸν παραχρῆμα πρὸς μὲν τὸν Ὀδυσσέα |
| ἔφαθ ' , οἱ δ ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ μῦθον ἀγασσάμενοι : μάλα γὰρ κρατερῶς ἀγόρευσεν . ὅτι | ||
| , ἀπὸ τῆς ἀκτῆς λέγων , ὁρᾷς , ἐγὼ κάθημαι σιωπῇ . καί μοι δοκεῖς κατὰ τὴν παροιμίαν τὸν ὑπὸ |
| θεῷ : Τῷ Πλούτω . . ἀναθεῖναι : Ἀναθῆσαι . τούσδ ' οὓς ἔχω : Τούτους οὕστινας κρατῶ . . | ||
| ὦ Ζεῦ Νεμέας τῆσδ ' ἄλσος ἔχων , τίνος ἐμπορίαι τούσδ ' ἐγγὺς ὁρῶ πελάτας ξείνους Δωρίδι πέπλων ἐσθῆτι σαφεῖς |
| ? ? [ ] προσεφώνεε μειλιχίοισι : [ ] [ Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? , | ||
| ἀμειβόμενος ? ? [ ] προσεφώνει μειλιχίοισι : [ ” Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? , |
| ' εἰς ἄγνοιαν τῶν πραττομένων καταφεύξῃ , οὔτ ' εἰκότα δόξεις λέγειν τήν τε αἰτίαν οὐδὲν μᾶλ - λον ἀποφεύξῃ | ||
| ? ? χεῖρας ? ? ? , οὐχὶ Κέρδωνος , δόξεις . ἐγὼ [ ] μὲνδύο ? γὰρ ἦλθ ' |
| δὲ καὶ τοὺς συντελεστὰς ἀνεπηρεάστους . Τὸ συμμέτρως διαιτᾶσθαι καὶ ἀγρυπνεῖν καὶ ἐν ταῖς νυξὶ βουλεύεσθαι τὰ περὶ τῶν ἀναγκαίων | ||
| ἱεροὺς αὐτῆς νομισθῆναι πρός τε τὰς θήρας ἔχοντας ἐπιτηδείως καὶ ἀγρυπνεῖν ἐν ταῖς νυξὶ καὶ ὑλακτεῖν πεφυκότας . κυνηγίᾳ δ |
| ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς | ||
| καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας |
| ὑπουργούντων τινὶ πρὸς κόνεως κυλίστραν τὸν ἵππον ἐξαγαγεῖν κυλισθῆναι . ἄπαγε ] ὦ δοῦλε . ἐξαλίσας ] κυλισθῆναι ποιήσας . | ||
| ; τίς μ ' εἰς ] τὸ πρόσθεν κατατέθηκεν ; ἄπαγε δὴ σύ . καὶ δή . παῖ , παιδίον |
| τῆς Χλόης πατέρας ἀναζητεῖν καὶ περὶ τὸν γάμον αὐτῶν μηκέτι βραδύνειν . Ἕωθεν οὖν ἐνσκευασάμενοι τῷ Δρύαντι μὲν ἔδωκαν ἄλλας | ||
| πόδα καὶ διασκοπεῖν σιωπῇ πανταχῇ . Μόνον δὲ χρὴ μὴ βραδύνειν , ὡς ὁ καιρός ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι . |
| εἰς ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες δικασταί . καὶ δέομαι καὶ ἀντιβολῶ καὶ ἱκετεύω , μὴ ὑπερίδητέ με καὶ τὰς θυγατέρας | ||
| τοῦ δέους γὰρ τῶν ὅπλων εἰλιγγιῶ . Ἀλλ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα . Ἰδού |
| γὰρ πλείονας λέγων ὄψει μᾶλλον τὰ συμφέροντα . μεγάλῃ περιστάσει πρέπει ψεῦδος . μηδένα ἀπάτα , μάλιστα δὲ τὸν συμβουλίας | ||
| θεραπεία τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν διάδηλος γίνεται : ὡς φῶς δὲ πρέπει τὸ αἰνολαμπὲς αὐτῶν σέλας . ἡμέτερον + ἤγουν ὥσπερ |
| Δία τὸν Πηλέα γε καὶ τὸν Αἴολον καὶ τὸν Μελέαγρον κἄτι μάλα τὸν Τήλεφον . Σὺ δὲ δὴ τί βουλεύει | ||
| ] πρᾶϋ λάβολον ? ? πάτερἀγκ ? ? ? [ κἄτι τὸν [ ] κήνω πάτερα [ τωῦτο [ ! |
| . Ἐχρῆν δὴ λογίσασθαι ὡς οὐκ ἔστι δυνατὸν προτάτ - τειν ἁπάντων ὄγκον , ἀλλὰ τὸ ἄογκον καὶ τὸ ἕν | ||
| οὔτε ἐπὶ βωμοῦ καίειν αὐτοὺς οὔτε ἐν ἰπνοῖς φυλάτ - τειν , ἀλλ ' ὥσπερ τὰς αὐγάς , αἳ ἐξ |
| ἱερὴν καλεομένην νοῦσον τοῦτο εἶναι τὸ παρεχόμενον : οἷσι δὲ λόγοισιν ἐμαυτὸν ἔπεισα , τούτοισιν αὐτέοισι καὶ τοὺς ἀκούοντας πείσειν | ||
| με φρουρῇ περιβαλὼν γυναικείῃ . τί δὴ ' πὶ σοὶ λόγοισιν εἶμι κοὐκ ἔργον ποιῶ βίαιον ; ” τῷ δὲ |
| Κἀγώ , ἔφη , αἰσχύνομαι ζημιουμένων ὑμῶν . αὔριον οὖν φέρετε τοὺς στεφάνους : τοῦτον γὰρ ὡς ἂν ἔχῃ ἐξοίσω | ||
| ' οὕτως ὁ ῥήτωρ : θαυμάζω δὲ εἰ μὴ βαρέως φέρετε ὅτι Κι - νησίας ἐστὶν ὁ τοῖς νόμοις βοηθός |
| μὲν τοῖς ἔργοις τῶν ἄλλων , αὐτὸν δὲ μὴ σπεύδειν εὐφραίνειν οἷς ἔχει . ὑμῖν μὲν οὖν ἴσως τοῖς θεωμένοις | ||
| οὖν οἴει σύμφωνα ταῦτα ποιεῖν οἷς περὶ ζῶσαν ἔπραττες , εὐφραίνειν γὰρ δὴ καὶ νῦν ὥσπερ καὶ τότε : δοκεῖς |
| πονηρίαν οὔσας τοιαύτας ὀλίγον ὕστερον ἐροῦμεν , ἂν ἔτι δοκῇ νῷν : τὰς δὲ ψευδεῖς κατ ' ἄλλον τρόπον ἐν | ||
| κατ ' εἰρωνείαν χ ' ἅτεροι ] ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις νῷν ] ἡμῖν ἄλφιτα ] ἄλευρα πονήρους ] ἐπιπόνους , |
| ἔνθεν ῥυῇ , καὶ ἠσθένησε τὰ τῆς δυνάμεως , ἐκεῖ ἐπίσχες . οὐ γὰρ πᾶν τὸ σῶμα ἠσθένησεν , ἀλλὰ | ||
| , τῶι δὲ πεῖσαι τὸν τρόπον . μικρὸν δ ' ἐπίσχες : οὐ μάτην γὰρ ἥκομεν , ἀλλ ' ὥσπερ |
| παῖδας : οὐ μὴν ψυχροῦ πόματος εἰς τὸ παντελὲς εἴργειν κελεύω τοὺς τοιούτους παῖδας , ἀλλ ' ἐπὶ τοῖς σιτίοις | ||
| τὸ μεῖζον ἦλθε : τὰς θνητῶν δ ' ἐγώ χαίρειν κελεύω θεῶν ἄτερ προθυμίας ὦ δύστηνοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδῃ |
| καλὸν μὲν εἶναι τὸ χρῆμά φημι καὶ ὑπάρχων πρεσβύτης οἶδα θυμοῦσθαι τοῖς ἁμαρτάνουσιν , οὐ μὴν ἐπαινῶ γε θυμὸν ἔξω | ||
| πυργοῦσιν αἱ κακαί τε συμφοραί . τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών : μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν : ἀλλ ' |
| εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων | ||
| ' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας |
| χλοερὸν δρέπων δὲ φύλλον ἐδόκει τελεῖν Κυθήρην . ἄγε , θυμέ , πῆι μέμηνας μανίην μανεὶς ἀρίστην : τὸ βέλος | ||
| μέροϲ λόγου κ ! [ τοῦδε ϲυμπλέκειν [ ἔγειρε , θυμέ , γλῶτταν [ εὐκέραϲτον ὀρθουμένην εἰϲ ὑπόκριϲιν λόγων . |
| οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν | ||
| , ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι |
| περὶ τῆς ὁδοῦ ἐπεθύμει δὲ ὥσπερ καὶ ὁ πατήρ . Σὺ δ ' αὐτῷ λέγεις , Νίκην σοι φαίνουσι θεοὶ | ||
| πάσχουσιν , οἱ μὲν ἐπιπηδήσαντες , αἱ δὲ κατανωτισάμεναι ; Σὺ δέ με ἀξιοῖς συγκατακλινῆναι καὶ ταῦτα γυμνήν ; Καίτοιγε |
| θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα | ||
| δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν , |
| μέμφομαι : τελευτὰς δ ' ἐν χρόνῳ πατὴρ ὁ παντόπτας πρευμενεῖς κτίσειεν . σπέρμα σεμνᾶς μέγα ματρός , εὐνὰς ἀνδρῶν | ||
| ' ὡς πάρος δέσποινα Δήμητρος κόρη Ἥφαιστέ τ ' ἔστε πρευμενεῖς δόμοις ἐμοῖς . τάλαιν ' ἐγώ , τάλαινα , |
| τὴν παρθένον : σὺ δὲ ὀκνεῖς καὶ αἰδῇ καὶ ἀκαίρως σωφρονεῖς : μὴ κρείττων εἶ τοῦ θεοῦ ; ” Ὡς | ||
| ἔβλεπεν ὁ Πλοῦτος μέλει ] φροντίς ἐστιν κἀπιτέτριμμαι ] ἠφάνισμαι σωφρονεῖς ] καλῶς λέγεις ἕωθεν ] ἀπὸ τῆς πρωΐας οἰνοῦτταν |
| δὲ τῶν μεγίστων ἑτέροις χρῆσθε διδασκάλοις καὶ ὧν κεκλειμένων ἔδει στένειν , ἀνεῳγμένα φεύγετε . εἶθ ' ὅταν Πλάτωνος καὶ | ||
| ἐσμέν , εἰ καὶ δοκοῦμεν : τὸ γὰρ ὀδύρεσθαι καὶ στένειν οὐκ ἦν τῶν εἰωθότων , ἡμεῖς δὲ ἐν τούτοις |
| τῇ πατρίδι κινδυνευούσῃ καθὰ καὶ περικτωμένῃ τὴν ἡγεμονίαν αἴσιος . θαρρεῖν δὲ χρὴ τοῖς τε θεοῖς καὶ αὐτῷ τῷ λογισμῷ | ||
| , οἶμαι , κἂν αὐτὸς ἐπαινέσαις : ἀλλὰ καὶ σοὶ θαρρεῖν ἔχω , τούτου δὲ αἴτιος ὁ σὸς τρόπος . |
| ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ | ||
| τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ |
| πάλιν εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ πάντα κομίζειν ὀρχησαμένους καὶ σπείσαντας καὶ Ὑπέρβολον ἐξελάσαντας , κἀπευξαμένους τοῖσι θεοῖσιν διδόναι πλοῦτον | ||
| θεὸν ὑμνεῖν εὔφρονας ἄνδρας εὐφήμοις μύθοις καὶ καθαροῖσι λόγοις : σπείσαντας δὲ καὶ εὐξαμένους τὰ δίκαια δύνασθαι πρήσσεινταῦτα γὰρ ὦν |
| εἴδους διὰ τὴν παρθενίαν . ἑξῆς τέ φησιν : ἀλλὰ μάταν ἀναχόρευτος ἅδε ματαιολόγων φήμα προσέπτατο Ἑλλάδα μουσοπόλου σοφᾶς ἐπίφθονον | ||
| ἄκεά τ ' οὐ βέβαια τλάμων [ δέ τις ] μάταν παρηγορεῖ . μηδέ τις κικλῃσκέτω ξυμφορᾷ τετυμμένος , τοῦτ |
| κομίζει προσπόλων ὅδ ' ἐγγύθεν . Αἶρ ' αὐτόν , αἶρε δεῦρο : ταρβήσει γὰρ οὔ , νεοσφαγῆ που τόνδε | ||
| δέδρακεν , ὀρχούμενος ὅστις ἀπήλλαξεν χορὸν τρυγῳδῶν . Αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς |
| νῦν περὶ αὑτὸν ἔχων κύκλῳ τὸ γένος τῶν ὑπηκόων , εὐφημοῦντας ἅπαντας , ἐπικροτοῦντας , προηγείσθωσαν ἐν τῷ πίνακι καὶ | ||
| καὶ τοὺς βλασφημοῦντας ἢ πολλῷ ἀμείνους ἐπιδεικνύντα τοὺς ἀγαπῶντας καὶ εὐφημοῦντας . ἐπεὶ καὶ Σωκράτης ἐκεῖνος πρὸ μὲν τοῦ οὐκ |
| ἐλαφρὸν ] ῥᾴδιον ὅστις ] ἐκείνῳ ὑπάρχει πημάτων ] συμφορῶν πράσσοντας ] πάσχοντας ἤγουν τοὺς κακοπραγοῦντας ἠπιστάμην ] ἐγίνωσκον ἀρήγων | ||
| Τοὺς δὲ πλησιάζοντας , καὶ πολλῷ μᾶλλον τοὺς ἀφειδέστερον τοῦτο πράσσοντας , ἐπιμελέστερον ἑαυτῶν προνοητέον , ἵνα ὡς ὅτι ἄριστα |
| , μὴ ἄρα τοιοῦτοί τινες εἶεν . ἀλλὰ καὶ τὸ κλέπτειν παρ ' ἡμῖν μὲν ἄδικον καὶ παράνομόν ἐστιν : | ||
| τῶν δ ' ἐν ἀμφοτέραις ὄγδοον , περὶ τοῦ μὴ κλέπτειν . ὃς ἂν ἄγῃ ἢ φέρῃ τὰ ἑτέρου , |
| κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν | ||
| , δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον |
| Φοίβου λάλον πιόντες ὕδωρ μεμηνότες βοῶσιν : ἐγὼ δὲ τοῦ Λυαίου καὶ τοῦ μύρου κορεσθείς καὶ τῆς ἐμῆς ἑταίρης θέλω | ||
| τέλος . παίξω , γελάσω , χορεύσω μετὰ τοῦ καλοῦ Λυαίου . Ἡ καλόν ἐστι βαδίζειν ὅπου λειμῶνες κομῶσιν , |