ἀπολλύμεθα : ἄλλως : διὰ ποῖον γὰρ ἄλλο ἤμελλέ τις βοᾶν ἐν τοῖς οἴκοις : ἀντὶ τοῦ : ἐν σοί
: λείπει τὸ τινά : πάρεστι γάρ τινα στενάζειν : βοᾶν ἐκπλήττεσθαι : γράφεται μιᾷ μοίρᾳ : οὐκ ἐπ '
6853497 κλαιειν
παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ὕπνον .
' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον ; ἄκου ' ,
6742318 παιζειν
φιλημάτων . . . . . . ἀγεννῶς οὐκ ἐῶ παίζειν . τίθημι κοττάβεια σφῷν ἐγὼ τασδί τε τὰς κρηπῖδας
Ἄρτι . πρὸ ὀλίγου χρόνου πεποιημένος . Ἀρτιάζειν , τὸ παίζειν ἄρτια ἢ περιττὰ καρύοις ἢ ἀστραγάλοις τοιούτοις . Πλάτων
6469214 σιγαν
ἐκ τοῦ σύνεγγυς τρῶσαι , βαλεῖν δὲ τὸ πόρρωθεν : σιγᾶν ἐφ ' οἷσι νῦν : ἐλεγκτικὸν τὸ ἦθος .
λόγῳ μόνον εἰρημένον τὸ περὶ ὀρφανίας τῶν παίδων : λίσσομαι σιγᾶν : τὸ ἑξῆς : καί σε πρὸς θεῶν λίσσομαι
6394932 θρηνειν
ἐπὶ στρατοπέδου διαμαρτάνοντας ἐκέλευσεν πρὸ τοῦ στρατοῦ λυσιζώνους ἑστάναι καὶ θρηνεῖν δι ' ὅλης ἡμέρας , ἐνίοτε δὲ καὶ γυναικῶν
λέγονται θρηνεῖν τὸν Ἴτυν : τοὺς δὲ ἀνθρώπους εἰκὸς ἦν θρηνεῖν καὶ θέρους καὶ χειμῶνος . πόσῳ δὲ βέλτιον τοὺς
6340908 λαλειν
μοι . Ὁμηρικῶϲ γὰρ διανοεῖ μ ' ἀπολλύναι ; οὕτω λαλεῖν εἴωθα . μὴ τοίνυν λάλει οὕτω παρ ' ἔμοιγ
εἶτα ἑξῆς τὸ διήγημα . ἐμὲ γοῦν ἀναστήσασα δευρὶ προάγεται λαλεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πάντα τὸν ἐμαυτοῦ βίον . Διήγησιν
6324949 μισω
ἀλλ ' ἔγωγε τοῦ τὰ δέοντ ' ἔχειν τὰ περιττὰ μισῶ : τοῖς ὑπερβάλλουσι γὰρ τέρψις μὲν οὐκ ἔνεστι ,
ἡγούμενον γυναῖκα τὴν μὲν θάπτειν , τὴν δὲ γαμεῖν , μισῶ τε καὶ βάρβαρος εἶναί μοι δοκεῖ καὶ θηρίον καὶ
6318263 φλυαρειν
χρησαμένους ἀρετῇ , ἥδεσθαί τε συνόντας , ἐς ἀλλήλους τε φλυαρεῖν [ ] , καὶ σκώπτειν τοιαῦθ ' οἷα γέλωτα
Πύγελα λέγοντας τοὺς Ἀμαζῶνας μεταξὺ Ἐφέσου καὶ Μαγνησίας καὶ Πριήνης φλυαρεῖν φησὶν ὁ Δημήτριος : τὸ γὰρ ” τηλόθεν „
6299921 αἰδεισθαι
συστρατεύοντας καὶ κατεσκεύαζεν αὑτὸν ἴσον ἅπασιν , ὥσθ ' ἕκαστον αἰδεῖσθαι καὶ τὸ παράβολον τῆς τόλμης ἑκουσίως ὑπο - μένειν
πρᾶξαί τι αἰσχρὸν φαύλου ἂν εἴη , τὸν μέντοι πράξαντα αἰδεῖσθαι ἐπ ' αὐτῷ ἐπιεικοῦς . ἐξ ὑποθέσεως εἶπεν .
6166778 συνεριθος
, ἡ δὲ εὐβουλία ὥσπερ τις συνεργός ἐστιν αὐτῆς καὶ συνέριθος , ἡ δὲ σύνεσις καὶ ἡ γνώμη ὥσπερ τινές
ἐδέσματα ἐπύργωσεν : ὕψωσεν κολάκων : εἰρώνων ἔδεισεν : ἐφοβήθη συνέριθος : συνεργός μηχανοδίφας : μηχανὰς ζητοῦντας κελαδῇ : ὑμνῇ
6151892 ἐοικας
ὑπ ' ἀνθρώπων ἀπιστοῦμαι χρηστότητος . Θαυμάζειν διὰ τῆς ἐπιστολῆς ἔοικας τὴν παρὰ πολύ μου μεταβολὴν τοῦ βίου , ὅτι
μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν ; Φέρε τοίνυν , ἐπειδὴ ἔοικας ἀγνοεῖν , διδάξομαί σε θρηνεῖν ἀληθέστερον , καὶ δὴ
6151355 Ἐμε
ὄντες καὶ περὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀσχολούμενοι . . Ἐμὲ δ ' οὖν ἡ ψυχὴ διεγείρει εἰπεῖν , δόξαν
μὲν οὖν καὶ ὕστερον ἀπόδειξις ἔσται συμπροϊόντι τῷ λόγῳ . Ἐμὲ δὲ ἐπῆρεν ἐπιχειρῆσαι τῷ συγγράμματι μάλιστα μὲν ἡ τῶν
6136691 κακολογειν
: λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ δὲ πρώτη συλλαβὴ βραχέως ἐκφέρεται . Καὶ
, διαβάλλειν , βλασφημεῖν , θανάτου τιμᾶσθαι , εἰσαγγέλλειν , κακολογεῖν τοὺς ἐπιτίμους αὐτὸς ὀφείλων τῷ δημοσίῳ : τούτου γὰρ
6128271 ἐπαμυνειν
. Θάσιοι δὲ νικηθέντες μάχῃ καὶ πολιορκούμενοι Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον ἐσβαλόντας ἐς τὴν Ἀττικήν . οἱ δὲ ὑπέσχοντο
οὐδὲν ἐφρόντιζον , Μόλωνα δὲ τὸν γναφέα καὶ ἄλλους τινὰς ἐπαμύνειν ἐπιχειροῦντας συνέκοψαν . ἤδη δὲ αὐτοῖς οὖσι παρὰ τὴν
6122510 ἡγου
Τὸ μὴ δικαίως εὐσεβεῖν φέρει ψόγον . Τὴν ἐπιμέλειαν παντὸς ἡγοῦ κυρίαν . Τὸ μηδὲν ἀδικεῖν καὶ καλοὺς ἡμᾶς ποιεῖ
δ ' ἐς τυράννους ἐστί σοι λελεγμένα , πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῆι . κἀγὼ μὲν αἰεὶ βασιλέων θυμουμένων ὀργὰς
6112839 Διονυσε
συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
6104287 σαινειν
; ” , ἵν ' ᾖ τὸ κινεῖν ἀντὶ τοῦ σαίνειν . ὡσεὶ ἔλεγε , τί μου καταπαίζεις καὶ λυπεῖς
ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων . αἴτιον γὰρ ἡ χαρὰ τοῦ σαίνειν τὰ ζῶα τὰς οὐράς . τῶν φίλων . εὐτυχούντων
6076837 γελαν
. . Βοᾶν : ἰστέον , ὅτι τὸ βοᾶν καὶ γελᾶν ἀπαρέμφατα οὐκ ἔχουσιν τὸ ι προσγεγραμμένον , πρῶτον μὲν
βόθροις , παίειν σχίζαις καὶ κατακρημνίζειν : φθειρομένους δὲ αὐτοὺς γελᾶν διὰ τὴν ἀπὸ τῶν τέκνων ἀδικίαν καὶ δόξαν τοῦ
6058653 κλυουσα
τι περιπίτνει κρύος . ἔτευξα τύμβῳ μέλος θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας : ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός .
, γύναι , ἥτις , τυράννων ἑστίαν ἠικισμένη , χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῆι τὰ τοιάδε ; ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι
6023462 παρεσυρας
τὸ τῆς βροντῆς ἤχημα , τλητὸν καὶ ὑπομονητὸν καὶ καρτερητὸν παρέσυρας καὶ παρέρριψας καὶ παρήγαγες εἰς τὸ πεῖσαι καταλεῖψαι τὸν
. λητὸν , ἤγουν λαθαστόν . . ἀνεκτὸν ἡμῖν . παρέσυρας ] ἐξήνεγκας . . παρέρριψας . . πῶς με
6019952 ἀπειλειν
ἢ σκαφηφόρον : διὰ δὲ τὸ ἀπαρρησίαστον εἶναι συστομώτερον ποιήσειν ἀπειλεῖν σκάφης . Ὅτι οἱ ἁλόντες ἐπ ' ἀκουσίῳ φόνῳ
τοῖς Ἕλλησιν ὑφίστατο , καὶ ᾧ τοσοῦτον περιῆν ὥστ ' ἀπειλεῖν ἀπειλὰς κοινὰς τοῖς τε Ἡρακλέους παισὶ καὶ ταῖς πόλεσι
5985525 κεκραγεναι
θεωρεῖν , ἑστιᾶσθαι , κοτταβίζειν , συβαριάζειν , ἰοῦ ἰοῦ κεκραγέναι . Εἰ γὰρ ἐκγένοιτ ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν
καὶ οἱ ἄλλοι μετεβάλλοντο , ὡς ἅπαντας ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ κεκραγέναι , κτείνειν τὸν κοινὸν λυμεῶνα , τὸν ἀφ '
5937132 κροτειν
αὐτὸν ᾖδε τοὺς ἀλεκτρυόνας μιμούμενος τοὺς νενικηκότας , οἱ δὲ κροτεῖν τοῖς ἀγκῶσιν αὐτὸν ἠξίουν ἀντὶ πτερύγων τὰς πλευράς .
κτυπῶ καὶ ἠχῶ . Ἀριστοφάνης τὸ τοῖς ποσὶ σκιρτᾶν καὶ κροτεῖν . . . . . , : Κροαίνειν φησὶν
5936927 οἰκτιρας
ἐκεῖ φίλοις , δέλτον τ ' ἐνεγκεῖν , ἥν τις οἰκτίρας ἐμὲ ἔγραψεν αἰχμάλωτος , οὐχὶ τὴν ἐμὴν φονέα νομίζων
συμφοραῖς εἴκειν ἐμαῖς . σῶσον νεκρούς μοι τἀμά τ ' οἰκτίρας κακὰ καὶ τῶν θανόντων τάσδε μητέρας τέκνων , αἷς
5928782 δεδοικοτα
δὲ κρεῖσσόν ἐστι μὴ δεδοικότα παθεῖν τὸ μέλλον δεινὸν ἢ δεδοικότα . πάσης μὲν ὠμότητος ἀνάπλεων φόνον , παντὸς δὲ
ὁ παιδαγωγός , οἷα πάσχειν ἀνάγκη ; ταῦτ ' οὖν δεδοικότα ἐπιθαρρεῖν οἷόν τ ' ἔτι ἐξ ὅλης ψυχῆς ἐπιστατεῖν
5894677 πειρωμενων
καὶ πρὸς τοὺς ὁμιλητὰς ἑπτὰ ὄντας ἀνέφηνε τὴν γνώμην . πειρωμένων δὲ αὐτῶν ξυμβουλεύειν ἕτερα , εἴ πη ἀφελχθείη τῆς
φανερά . τάττεται δὲ κατὰ τῶν διάστροφα ξύλα ἢ πράγματα πειρωμένων κατευθύνειν καὶ μηδὲν ὠφελούντων . τοῦ Διὸς τὸ σάνδαλον
5875471 ἱκετευω
κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἱκετεύω “ μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών , ὁ
δοῦσι τίνα λόγον ἐρῶ , Λάχης ; γενοῦ γάρ , ἱκετεύω [ ς ' ] ἐγώ ? ? οἴμοι ,
5854844 θρηνω
μὴ εἴη κατ ' Αἰολίδα διάλεκτον , περισπᾶται : σκηνῶ θρηνῶ σφηνῶ φωνῶ ὠνῶ κοινωνῶ . τὸ πώνω βαρύνεται ὡς
τυφθῆναί σε . Θ . οἰμώζειν : Οἰμώζω , τὸ θρηνῶ . ἀφ ' οὗ οἰμωγὴ , ὁ θρῆνος ,
5853822 ᾀδειν
Εὐρώπην τε καὶ Λιβύην . Προθέμενος δὲ θάλασσαν καὶ ποταμοὺς ᾄδειν , οἰκείως προτίθησιν ὠκεανὸν , ὃς γένεσίς ἐστι τοῖς
” ἢ ὑμεῖς : ὑμεῖς γὰρ ἡγεῖσθε αὐτὸν ἄξιον τοῦ ᾄδειν , ἐγὼ δὲ ἄξιον τοῦ σιωπᾶν . „ ἐκπλαγεὶς
5849684 μελλω
. τούτῳ γάρ , ὡς ὁρῶ , καὶ τὸ δέρμα μέλλω προσδοῦναι . „ ὁ λόγος δηλοῖ , ὅτι τότε
φησὶ γὰρ ὧδε : Βούλομαι δὲ πρὸ πάντων , ὧν μέλλω λέγειν , μνημονεύοντας ὑμῶν οἶδ ' ὅτι τοὺς πολλοὺς
5833908 ὑποκρινεσθαι
Ὑπερείδης δὲ ἀντὶ τοῦ ἔχειν . καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ ὑποκρίνεσθαι καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ τιμᾶν καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ
πάντα λέγοντα Ἀλκμήνα καλέσασα χρέος κατέλεξε νεοχμόν , καί νιν ὑποκρίνεσθαι ὅπως τελέεσθαι ἔμελλεν ἠνώγει : μηδ ' εἴ τι
5828631 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
5822869 σιγηι
τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται . ἐὰν δὲ σὺν σιγῆι τι βουλεύηις κακόν , τοῦτ ' οὐχὶ λήσει τοὺς
σὴν δούς τωι πολιτῶν , εἶτ ' ἔπασχε τοιάδε , σιγῆι καθῆς ' ἄν ; οὐ δοκῶ : ξένης δ
5808734 ἀχθομαι
μήποτ ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον : οὕτω τοῖς παροῦσιν ἄχθομαι . Οὐκ εἶ κακὸς σύ , πρὸς κακῶν δ
νῦν δ ' ἴσον ἀπέχομεν εὐπορίας καὶ κολακείας καὶ οὐκ ἄχθομαι τῷ μὴ πλουτεῖν , ἀλλὰ φιλοτιμοῦμαι τῷ μὴ δουλεύειν
5796569 λοιδορεισθαι
, χείρων ἐστὶν ἑτέρου καὶ δεῖ τοῦτο προφέρειν αὐτῷ καὶ λοιδορεῖσθαι : βαφεὺς δὲ ἢ σκυτοτόμος ἢ τέκτων ἐάν ,
πῶς ὁ τιμοκρατικὸς γίνεται ἀνήρ . ὑμνεῖν . μέμφεσθαι , λοιδορεῖσθαι , κατ ' εὐφημισμόν : σημαίνει δὲ καὶ ὀδύρεσθαι
5795597 ὑβριζεις
ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ
ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ '
5784705 ἰθ
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ '
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν
5782416 ἀποστρεφομαι
: περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι ἐπιφύομαι , ἐπιτυγχάνω , παραχρῶμαι , ἀποστρέφομαι , ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ]
, , : κολακεύω , ξενίζομαι , ἐναντοιοῦμαι ζημιῶ ἀντιδικῶ ἀποστρέφομαι , ζηλῶ φθονῶ , χαλκολογῶ , ἀλογοῦμαι , διαμάχομαι
5777419 παραινειν
καλῶν τούτων ἐγίγνωσκον , οὔτ ' ἂν τοὺς νομοθέτας τἀναντία παραινεῖν εἰ μὴ λυσιτελεῖν ὑπελάμβα - νον . ἐπεὶ δὲ
, τὸ μηδετέροις οἰκείως ἔχουσι τὰ ὑμέτερ ' αὐτῶν πράττειν παραινεῖν ὑμῖν : οὗ λυσιτελέστερον οὐδέν ἐστι τῇ πόλει ,
5763768 σηι
? ? ἀετῶι ἐν [ τῆι ] θαλάσ - [ σηι γέγονεν ] ? λεγετε ? [ ! ! !
* οιγεγρα * * / * * * / * σηι ? ? * / * εσ ? ? *
5755339 ἡδομαι
μοι φακούς , μὰ τὸν Δί ' : οὐ γὰρ ἥδομαι . ἢν γὰρ τράγῃ τις , τοῦ στόματος ὄζει
ἐν Ναυπλίῳ νυμφικὸν Ἐλύμνιον . Γ # ἥδομαί γ ' ἥδομαι : κορωνίς . εἰσελθόντων τῶν ὑποκριτῶν ὁ χορὸς μόνος
5748483 διαβαλει
αἱ θεραπαινίδες δηλονότι : οὔκουν ἀπαιτήσει τοὺς μάρτυρας , ἀλλὰ διαβαλεῖ , ὅτι μὴ δεῖ πιστεύειν : φύσει γὰρ ἐχθρὸν
παυσώμεθα τοίνυν λαλοῦντες , μὴ καὶ τῇ βασιλίδι τις ἡμᾶς διαβαλεῖ . ” καὶ ἡ μὲν ἀπέδραμεν , ἔστη δὲ
5747100 Προμηθευ
. . . ἐπιβαίνοντας . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ † λεύσσω Προμηθεῦ : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη . τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς
οὐκ ἀκούσαις καὶ μὴ βουλομέναις ἡμῖν τοῦτο εἶπας , ὦ Προμηθεῦ , δηλονότι τὸ , ἔλθετε καὶ ἀκούσατε , ἵνα
5744142 καθημενους
. ἐπὶ τοῦ μὴ χρῆναι ἐπὶ ταῖς τῶν θεῶν ἐλπίσι καθημένους ἀργεῖν . Βαλανεὺς εἶ : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος :
οὕτως ἀνιχνεῦσαι τὸ πρᾶγμα πολλάς τε ἡμέρας ἐπ ' αὐτῷ καθημένους καὶ οὐκ ἀνιέντας καὶ τοὺς ἔχοντας μὲν ἐλέγχειν ,
5743043 παιειν
καθαιρεῖν : δυνήσομαι δὲ θηρία διώκων τὰ μὲν ἐκ χειρὸς παίειν καταλαμβάνων , τὰ δὲ ἀκοντίζειν ὥσπερ ἑστηκότα : [
τὴν χεῖρα . Οἱ μὲν οὖν παρόντες ἄγχειν με καὶ παίειν ἐπειρῶντο ὡς ἱερόσυλον , καὶ πρότερον ἔτι ἀγανακτήσαντες ὅτι
5742653 ὀνειδιζειν
καὶ οἱ προστάντες αὐτῶν ἐγιγνώσκοντο , καλῶς εἶχε ταῦτ ' ὀνειδίζειν : εἰ δ ' ἔσθ ' ἕτερα ἀμείνω καὶ
, ὦ Σώκρατες , Σιμωνίδην ἄλλο ἢ τοῦτο , καὶ ὀνειδίζειν τῷ Πιττακῷ ὅτι τὰ ὀνόματα οὐκ ἠπίστατο ὀρθῶς διαιρεῖν
5740716 κελευε
, ὡς ἐλάχιστον καὶ ὑδαρέστατον δίδου , καὶ περιπατέειν ὀλίγα κέλευε : ἢν δὲ δυνατὸς ᾖ , πλεῖστα . Ξυμφέρει
δεῖ : στεῖχ ' ἐπ ' Ἠλέκτρας ἰὼν πύλας : κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους ἵππων τ ' ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτας πέλτας
5732697 δοτε
προῆχθαι . ἐὰν δὲ ἐπισημήνῃ ὥσπερ ὁ Αἰσχίνης , οἷον δότε μοι εἰπεῖν κίναιδον αὐτόν , οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς
δότε ἡμῖν ” ἐφώνουν „ λίθους , δότε κονίαν , δότε ξύλα , καὶ τἄλλα τῶν πρὸς οἰκοδομὴν ἐπιτηδείων .
5723536 συνιζησις
εἴκοσι κώπας ἐχούσαις . Πλαγχθέντα : πλανηθέντα . ᾐόνος : συνίζησις . Ἀγχιβαθεῖς : πολυβαθεῖς . ἐπί σφισιν : κατ
φίλην . Ξ ἔθου ] ἐποίησας . Ξ θεοὶ ] συνίζησις . πολισσοῦχοι ] οἱ συνέχοντες τὴν πόλιν . πολισσοῦχοι
5723530 κἀμε
νικήσαντα δέ , εἰ μὲν ἐχθρὸς εἶ τῆς πατρίδος , κἀμὲ ἡγεῖσθαι πολέμιον , ἃ ἔδοξα συνοίσειν αὐτῇ , βουληθέντα
Παναίτιος : ὅς ῥ ' ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν
5722023 κλυω
ἒ ἕ , ἒ ἕ , ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω : ὦ πότνι ' Ἥρα . ἔλακον ἀξόνων βριθομένων
! ! ! ! ! ! ] Φοῖβε , τίνα κλύω τὸν α ? [ ὁ θυηπόλος [ ! !
5721792 γεροντας
ἰδίας καὶ ἐφύλαττε μή τις αὐτὰς μοιχεύσῃ λαθών . Καὶ γέροντας ὁρῶντας ἐξώρμησεν εἰς ἀφροδίτην τὰ τοιαῦτα θεάματα : οἱ
αἰτιωμένοις ] ὡς ἐξ ἀνάνκης [ | ] [ τοὺς γέροντας ] [ οὐχ ] ? οὗτος ? ? [
5710966 τεχναζειν
παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος . Κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος , καὶ τοὺς ἀγαγόντας αὐτὸν ἐκέλευσε μάστιγάς τε
καταμαθεῖν ὧδε , ἵνα μή τι καὶ νῦν ἡμᾶς ἔτι τεχνάζειν ὑπονοῇς : αὐτός τε γὰρ ὁ βασιλεὺς σὺ τῷ
5708863 καθαροισι
. καλὸν μὲν δέμας ἁγνὸν ἔχειν ἀδμῆτά τε μίμνειν παρθενικὴν καθαροῖσί τ ' ἀεὶ μελεδήμασι χαίρειν , μήτε βαρυτλήτων λαγόνων
. καλὸν μὲν δέμας ἁγνὸν ἔχειν ἀδμῆτά τε μίμνειν παρθενικὴν καθαροῖσί τ ' ἀεὶ μελεδήμασι χαίρειν , μήτε βαρυτλήτων λαγόνων
5707899 ἐξεστ
σύ : πῶς γάρ ; ᾗ γε μηδὲ πρὸς θεοὺς ἔξεστ ' ἀκλαύτῳ τῆσδ ' ἀποστῆναι στέγης : ἄλλ '
† ἀπωλόμην παλίμπους τύχη ἐν γῆς φίλης ὄχθοισι κρυφθῆναι καλόν ἔξεστ ' ἐρωτᾶν πότνιά ς ' ἢ σιγὴν ἔχω ;
5707722 χαιρω
γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως
εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ]
5706926 εἰσορων
σοῖς τεκμαίρομαι . τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμι ' εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς ; ἅτερος πρὸς τὸν ἕτερον ὑπαλείφεται
ἔχεις εὐδαίμονα , χαῖρ ' : ὕστατον γάρ ς ' εἰσορῶν προσφθέγγομαι . ἴτ ' , ὦ νέοι μοι τῆσδε
5705887 λευσσω
παρενείραντες οὖν τὸ Υ ἰδίῳ ἔθει , παρέσει τοῦ Β λεύσσω . ἐνεστῶτος δὲ εἶναι οἶμαι ὡς τὸ ἄξετε καὶ
. ἔα ἔα : τίνας Ἰλιάσιν τούσδ ' ἐν κορυφαῖς λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας διερέσσοντας ; μέλλει Τροίαι καινόν τι
5694769 αὐλειν
αὐλοῖς τὸ ἐπίταγμα : ἡ γάρ μοι τέχνη ἐστὶν ἀνθρώποις αὐλεῖν . Δωρίων μὲν οὖν θεοῖς αὐλεῖν ἐδεδοίκει , ἐγὼ
ἢ τὴν Μήδων καὶ Ἀράβων στολὴν λάβωσιν , ὥσπερ οὐδὲ αὐλεῖν ἱκανοὶ ἔσονται τὰ τῶν αὐλητῶν ἐνδεδυκότες . οὐδὲ γὰρ
5692460 φιλταθ
ἀρσένων νόσον ταύτην νοσοῦμεν , ἀλλὰ προύστημεν καλῶς . ὦ φίλταθ ' Ἕκτορ , ἀλλ ' ἐγὼ τὴν σὴν χάριν
. ιγʹ αἰεὶ σφῷν κλέος ἔσσεται κατ ' αἶαν , φίλταθ ' Ἁρμόδιε καὶ Ἀριστόγειτον , ὅτι τὸν τύραννον κτανέτην
5685049 χαιροντας
τοὺς βίῳ νήφοντι συζῶντας ἀήθης ἄκρατος , οὕτως καὶ τοὺς χαίροντας μέθῃ νῆψις ἐξαπιναῖος . . . . Ἐκ τοῦ
φίλων διατριβή , καθόσον εἰσὶ φίλοι , καὶ ὅτι βλέπουσι χαίροντας τοῖς αὐτῶν ἀγαθοῖς , ὃ τῆς μεγίστης εὐνοίας τεκμήριόν
5684715 θυρασιν
κατάδηλόν ἐστιν , εἴ γε χρὴ τεκμήρασθαι τοῖς παροῦσιν . θύρασιν ] ἀντὶ τοῦ “ ἐξ ἑτοίμου ” . #
πρᾶγμ ' ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον ἥκει : ἑσμὸς γυναικῶν οὑτοσὶ θύρασιν αὖ βοηθεῖ . Τί βδύλλεθ ' ἡμᾶς ; Οὔ
5683743 οὐλε
) ἡ πολλοῖς δώροις γαμηθεῖσα . . . . . οὖλέ τε καὶ μάλα χαῖρε . οὖλε ἅπαξ εἰρημένον .
καρπῷ χαίτην ] τὸ φύλλον οὐλάδα δὲ τὴν ὑγιαστικήν : οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε πολλάκι δὲ καὶ φηγοῖο :
5671610 ἀλαζονας
, καὶ τὴν σωφροσύνην , αὐτῆς ἐπιστατοῦσαν , τοὺς μὲν ἀλαζόνας ἀποτρέπειν , τοὺς δὲ ὡς ἀληθῶς μάντεις καθιστάναι ἡμῖν
τοῦ σοφωτάτου Χείρωνος πεπαιδευμένον , ὥστε ὀλίγον πρότερον λοιδοροῦντα τοὺς ἀλαζόνας τῇ ἐσχάτῃ λοιδορίᾳ αὐτὸν παραχρῆμα πρὸς μὲν τὸν Ὀδυσσέα
5671413 σιωπῃ
ἔφαθ ' , οἱ δ ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ μῦθον ἀγασσάμενοι : μάλα γὰρ κρατερῶς ἀγόρευσεν . ὅτι
, ἀπὸ τῆς ἀκτῆς λέγων , ὁρᾷς , ἐγὼ κάθημαι σιωπῇ . καί μοι δοκεῖς κατὰ τὴν παροιμίαν τὸν ὑπὸ
5668948 τουσδ
θεῷ : Τῷ Πλούτω . . ἀναθεῖναι : Ἀναθῆσαι . τούσδ ' οὓς ἔχω : Τούτους οὕστινας κρατῶ . .
ὦ Ζεῦ Νεμέας τῆσδ ' ἄλσος ἔχων , τίνος ἐμπορίαι τούσδ ' ἐγγὺς ὁρῶ πελάτας ξείνους Δωρίδι πέπλων ἐσθῆτι σαφεῖς
5668567 Θησευ
? ? [ ] προσεφώνεε μειλιχίοισι : [ ] [ Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? ,
ἀμειβόμενος ? ? [ ] προσεφώνει μειλιχίοισι : [ ” Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? ,
5667345 δοξεις
' εἰς ἄγνοιαν τῶν πραττομένων καταφεύξῃ , οὔτ ' εἰκότα δόξεις λέγειν τήν τε αἰτίαν οὐδὲν μᾶλ - λον ἀποφεύξῃ
? ? χεῖρας ? ? ? , οὐχὶ Κέρδωνος , δόξεις . ἐγὼ [ ] μὲνδύο ? γὰρ ἦλθ '
5662696 ἀγρυπνειν
δὲ καὶ τοὺς συντελεστὰς ἀνεπηρεάστους . Τὸ συμμέτρως διαιτᾶσθαι καὶ ἀγρυπνεῖν καὶ ἐν ταῖς νυξὶ βουλεύεσθαι τὰ περὶ τῶν ἀναγκαίων
ἱεροὺς αὐτῆς νομισθῆναι πρός τε τὰς θήρας ἔχοντας ἐπιτηδείως καὶ ἀγρυπνεῖν ἐν ταῖς νυξὶ καὶ ὑλακτεῖν πεφυκότας . κυνηγίᾳ δ
5661496 ἀθλιον
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας
5653486 ἀπαγε
ὑπουργούντων τινὶ πρὸς κόνεως κυλίστραν τὸν ἵππον ἐξαγαγεῖν κυλισθῆναι . ἄπαγε ] ὦ δοῦλε . ἐξαλίσας ] κυλισθῆναι ποιήσας .
; τίς μ ' εἰς ] τὸ πρόσθεν κατατέθηκεν ; ἄπαγε δὴ σύ . καὶ δή . παῖ , παιδίον
5648110 βραδυνειν
τῆς Χλόης πατέρας ἀναζητεῖν καὶ περὶ τὸν γάμον αὐτῶν μηκέτι βραδύνειν . Ἕωθεν οὖν ἐνσκευασάμενοι τῷ Δρύαντι μὲν ἔδωκαν ἄλλας
πόδα καὶ διασκοπεῖν σιωπῇ πανταχῇ . Μόνον δὲ χρὴ μὴ βραδύνειν , ὡς ὁ καιρός ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι .
5647187 ἀντιβολω
εἰς ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες δικασταί . καὶ δέομαι καὶ ἀντιβολῶ καὶ ἱκετεύω , μὴ ὑπερίδητέ με καὶ τὰς θυγατέρας
τοῦ δέους γὰρ τῶν ὅπλων εἰλιγγιῶ . Ἀλλ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα . Ἰδού
5645875 πρεπει
γὰρ πλείονας λέγων ὄψει μᾶλλον τὰ συμφέροντα . μεγάλῃ περιστάσει πρέπει ψεῦδος . μηδένα ἀπάτα , μάλιστα δὲ τὸν συμβουλίας
θεραπεία τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν διάδηλος γίνεται : ὡς φῶς δὲ πρέπει τὸ αἰνολαμπὲς αὐτῶν σέλας . ἡμέτερον + ἤγουν ὥσπερ
5645103 κἀτι
Δία τὸν Πηλέα γε καὶ τὸν Αἴολον καὶ τὸν Μελέαγρον κἄτι μάλα τὸν Τήλεφον . Σὺ δὲ δὴ τί βουλεύει
] πρᾶϋ λάβολον ? ? πάτερἀγκ ? ? ? [ κἄτι τὸν [ ] κήνω πάτερα [ τωῦτο [ !
5642046 τειν
. Ἐχρῆν δὴ λογίσασθαι ὡς οὐκ ἔστι δυνατὸν προτάτ - τειν ἁπάντων ὄγκον , ἀλλὰ τὸ ἄογκον καὶ τὸ ἕν
οὔτε ἐπὶ βωμοῦ καίειν αὐτοὺς οὔτε ἐν ἰπνοῖς φυλάτ - τειν , ἀλλ ' ὥσπερ τὰς αὐγάς , αἳ ἐξ
5628946 λογοισιν
ἱερὴν καλεομένην νοῦσον τοῦτο εἶναι τὸ παρεχόμενον : οἷσι δὲ λόγοισιν ἐμαυτὸν ἔπεισα , τούτοισιν αὐτέοισι καὶ τοὺς ἀκούοντας πείσειν
με φρουρῇ περιβαλὼν γυναικείῃ . τί δὴ ' πὶ σοὶ λόγοισιν εἶμι κοὐκ ἔργον ποιῶ βίαιον ; ” τῷ δὲ
5626917 φερετε
Κἀγώ , ἔφη , αἰσχύνομαι ζημιουμένων ὑμῶν . αὔριον οὖν φέρετε τοὺς στεφάνους : τοῦτον γὰρ ὡς ἂν ἔχῃ ἐξοίσω
' οὕτως ὁ ῥήτωρ : θαυμάζω δὲ εἰ μὴ βαρέως φέρετε ὅτι Κι - νησίας ἐστὶν ὁ τοῖς νόμοις βοηθός
5624840 εὐφραινειν
μὲν τοῖς ἔργοις τῶν ἄλλων , αὐτὸν δὲ μὴ σπεύδειν εὐφραίνειν οἷς ἔχει . ὑμῖν μὲν οὖν ἴσως τοῖς θεωμένοις
οὖν οἴει σύμφωνα ταῦτα ποιεῖν οἷς περὶ ζῶσαν ἔπραττες , εὐφραίνειν γὰρ δὴ καὶ νῦν ὥσπερ καὶ τότε : δοκεῖς
5618640 νῳν
πονηρίαν οὔσας τοιαύτας ὀλίγον ὕστερον ἐροῦμεν , ἂν ἔτι δοκῇ νῷν : τὰς δὲ ψευδεῖς κατ ' ἄλλον τρόπον ἐν
κατ ' εἰρωνείαν χ ' ἅτεροι ] ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις νῷν ] ἡμῖν ἄλφιτα ] ἄλευρα πονήρους ] ἐπιπόνους ,
5618191 ἐπισχες
ἔνθεν ῥυῇ , καὶ ἠσθένησε τὰ τῆς δυνάμεως , ἐκεῖ ἐπίσχες . οὐ γὰρ πᾶν τὸ σῶμα ἠσθένησεν , ἀλλὰ
, τῶι δὲ πεῖσαι τὸν τρόπον . μικρὸν δ ' ἐπίσχες : οὐ μάτην γὰρ ἥκομεν , ἀλλ ' ὥσπερ
5617919 κελευω
παῖδας : οὐ μὴν ψυχροῦ πόματος εἰς τὸ παντελὲς εἴργειν κελεύω τοὺς τοιούτους παῖδας , ἀλλ ' ἐπὶ τοῖς σιτίοις
τὸ μεῖζον ἦλθε : τὰς θνητῶν δ ' ἐγώ χαίρειν κελεύω θεῶν ἄτερ προθυμίας ὦ δύστηνοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδῃ
5617371 θυμουσθαι
καλὸν μὲν εἶναι τὸ χρῆμά φημι καὶ ὑπάρχων πρεσβύτης οἶδα θυμοῦσθαι τοῖς ἁμαρτάνουσιν , οὐ μὴν ἐπαινῶ γε θυμὸν ἔξω
πυργοῦσιν αἱ κακαί τε συμφοραί . τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών : μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν : ἀλλ '
5617161 κασιγνητον
εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων
' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας
5617003 θυμε
χλοερὸν δρέπων δὲ φύλλον ἐδόκει τελεῖν Κυθήρην . ἄγε , θυμέ , πῆι μέμηνας μανίην μανεὶς ἀρίστην : τὸ βέλος
μέροϲ λόγου κ ! [ τοῦδε ϲυμπλέκειν [ ἔγειρε , θυμέ , γλῶτταν [ εὐκέραϲτον ὀρθουμένην εἰϲ ὑπόκριϲιν λόγων .
5616022 Ἐα
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι
5613935 Συ
περὶ τῆς ὁδοῦ ἐπεθύμει δὲ ὥσπερ καὶ ὁ πατήρ . Σὺ δ ' αὐτῷ λέγεις , Νίκην σοι φαίνουσι θεοὶ
πάσχουσιν , οἱ μὲν ἐπιπηδήσαντες , αἱ δὲ κατανωτισάμεναι ; Σὺ δέ με ἀξιοῖς συγκατακλινῆναι καὶ ταῦτα γυμνήν ; Καίτοιγε
5611553 δυστηνε
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν ,
5609630 πρευμενεις
μέμφομαι : τελευτὰς δ ' ἐν χρόνῳ πατὴρ ὁ παντόπτας πρευμενεῖς κτίσειεν . σπέρμα σεμνᾶς μέγα ματρός , εὐνὰς ἀνδρῶν
' ὡς πάρος δέσποινα Δήμητρος κόρη Ἥφαιστέ τ ' ἔστε πρευμενεῖς δόμοις ἐμοῖς . τάλαιν ' ἐγώ , τάλαινα ,
5608289 σωφρονεις
τὴν παρθένον : σὺ δὲ ὀκνεῖς καὶ αἰδῇ καὶ ἀκαίρως σωφρονεῖς : μὴ κρείττων εἶ τοῦ θεοῦ ; ” Ὡς
ἔβλεπεν ὁ Πλοῦτος μέλει ] φροντίς ἐστιν κἀπιτέτριμμαι ] ἠφάνισμαι σωφρονεῖς ] καλῶς λέγεις ἕωθεν ] ἀπὸ τῆς πρωΐας οἰνοῦτταν
5607486 στενειν
δὲ τῶν μεγίστων ἑτέροις χρῆσθε διδασκάλοις καὶ ὧν κεκλειμένων ἔδει στένειν , ἀνεῳγμένα φεύγετε . εἶθ ' ὅταν Πλάτωνος καὶ
ἐσμέν , εἰ καὶ δοκοῦμεν : τὸ γὰρ ὀδύρεσθαι καὶ στένειν οὐκ ἦν τῶν εἰωθότων , ἡμεῖς δὲ ἐν τούτοις
5605788 θαρρειν
τῇ πατρίδι κινδυνευούσῃ καθὰ καὶ περικτωμένῃ τὴν ἡγεμονίαν αἴσιος . θαρρεῖν δὲ χρὴ τοῖς τε θεοῖς καὶ αὐτῷ τῷ λογισμῷ
, οἶμαι , κἂν αὐτὸς ἐπαινέσαις : ἀλλὰ καὶ σοὶ θαρρεῖν ἔχω , τούτου δὲ αἴτιος ὁ σὸς τρόπος .
5603998 ὠναξ
ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ
τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ
5601939 σπεισαντας
πάλιν εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ πάντα κομίζειν ὀρχησαμένους καὶ σπείσαντας καὶ Ὑπέρβολον ἐξελάσαντας , κἀπευξαμένους τοῖσι θεοῖσιν διδόναι πλοῦτον
θεὸν ὑμνεῖν εὔφρονας ἄνδρας εὐφήμοις μύθοις καὶ καθαροῖσι λόγοις : σπείσαντας δὲ καὶ εὐξαμένους τὰ δίκαια δύνασθαι πρήσσεινταῦτα γὰρ ὦν
5600489 ματαν
εἴδους διὰ τὴν παρθενίαν . ἑξῆς τέ φησιν : ἀλλὰ μάταν ἀναχόρευτος ἅδε ματαιολόγων φήμα προσέπτατο Ἑλλάδα μουσοπόλου σοφᾶς ἐπίφθονον
ἄκεά τ ' οὐ βέβαια τλάμων [ δέ τις ] μάταν παρηγορεῖ . μηδέ τις κικλῃσκέτω ξυμφορᾷ τετυμμένος , τοῦτ
5595248 αἰρε
κομίζει προσπόλων ὅδ ' ἐγγύθεν . Αἶρ ' αὐτόν , αἶρε δεῦρο : ταρβήσει γὰρ οὔ , νεοσφαγῆ που τόνδε
δέδρακεν , ὀρχούμενος ὅστις ἀπήλλαξεν χορὸν τρυγῳδῶν . Αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς
5595031 εὐφημουντας
νῦν περὶ αὑτὸν ἔχων κύκλῳ τὸ γένος τῶν ὑπηκόων , εὐφημοῦντας ἅπαντας , ἐπικροτοῦντας , προηγείσθωσαν ἐν τῷ πίνακι καὶ
καὶ τοὺς βλασφημοῦντας ἢ πολλῷ ἀμείνους ἐπιδεικνύντα τοὺς ἀγαπῶντας καὶ εὐφημοῦντας . ἐπεὶ καὶ Σωκράτης ἐκεῖνος πρὸ μὲν τοῦ οὐκ
5594864 πρασσοντας
ἐλαφρὸν ] ῥᾴδιον ὅστις ] ἐκείνῳ ὑπάρχει πημάτων ] συμφορῶν πράσσοντας ] πάσχοντας ἤγουν τοὺς κακοπραγοῦντας ἠπιστάμην ] ἐγίνωσκον ἀρήγων
Τοὺς δὲ πλησιάζοντας , καὶ πολλῷ μᾶλλον τοὺς ἀφειδέστερον τοῦτο πράσσοντας , ἐπιμελέστερον ἑαυτῶν προνοητέον , ἵνα ὡς ὅτι ἄριστα
5582182 κλεπτειν
, μὴ ἄρα τοιοῦτοί τινες εἶεν . ἀλλὰ καὶ τὸ κλέπτειν παρ ' ἡμῖν μὲν ἄδικον καὶ παράνομόν ἐστιν :
τῶν δ ' ἐν ἀμφοτέραις ὄγδοον , περὶ τοῦ μὴ κλέπτειν . ὃς ἂν ἄγῃ ἢ φέρῃ τὰ ἑτέρου ,
5580512 ἀγχειν
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον
5578637 Λυαιου
Φοίβου λάλον πιόντες ὕδωρ μεμηνότες βοῶσιν : ἐγὼ δὲ τοῦ Λυαίου καὶ τοῦ μύρου κορεσθείς καὶ τῆς ἐμῆς ἑταίρης θέλω
τέλος . παίξω , γελάσω , χορεύσω μετὰ τοῦ καλοῦ Λυαίου . Ἡ καλόν ἐστι βαδίζειν ὅπου λειμῶνες κομῶσιν ,

Back