μέμφομαι : τελευτὰς δ ' ἐν χρόνῳ πατὴρ ὁ παντόπτας πρευμενεῖς κτίσειεν . σπέρμα σεμνᾶς μέγα ματρός , εὐνὰς ἀνδρῶν
' ὡς πάρος δέσποινα Δήμητρος κόρη Ἥφαιστέ τ ' ἔστε πρευμενεῖς δόμοις ἐμοῖς . τάλαιν ' ἐγώ , τάλαινα ,
6973641 στυγνον
φεύγεις μακρόν , Ἄδωνι , καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ
σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ στυγνὸν καὶ σκυθρωπὸν γεγονός , μόνον δὲ τοὺς ὀδόντας φανεροὺς
6744572 Κυθηρης
ἀπ ' ἀργυρέου δὲ μετάλλου δίσκον χειρὶ φέρει καλύκων πλήσασα Κυθήρης . Καὶ βλοσυρὸν ζυγίης Φθινοπωρίδος ἔδρακον ὄμμα , ἥτε
ῥόδον τὰ νῦν , Ἀθήνη . Ὁ Ἔρως ὁ τῆς Κυθήρης , τὸ ῥόδον πάλιν Κυθήρης : κατέχω δύο κρατοῦντας
6532150 χαριεντας
καὶ κακοῦργος καὶ ἀπατηλὴ καὶ ἀνελεύθερος , ἡ δὲ οἵα χαρίεντας παρέχεσθαι καὶ δεξιούς ; καὶ δὴ καὶ φαίη τις
σχολὴ οὖν μοι διελθεῖν πάντα . μηδὲ γὰρ λανθάνοι τοὺς χαρίεντας τῶν ἀνθρώπων θεῖα οὕτω καὶ μεγάλα ὄντα . βέλτιον
6491170 νεκροισι
. Πρᾶγμα , πρᾶγμα μέγα κεκίνηται , μέγα ἐν τοῖς νεκροῖσι καὶ στάσις πολλὴ πάνυ . Ἐκ τοῦ ; Νόμος
σκοτεινὰ πράσσουσαι πόλεις σκοτεινὰ καὶ βλέπουσιν εὐλαβούμεναι . οὐκ εἶ νεκροῖσι καὶ γυναιξὶν ἀθλίαις προσωφελήσων , ὦ τέκνον , κεχρημέναις
6483256 εὐμενεως
, μάκαρ , λίτομαί σε κεκραμένον ἡδὺν ἱκάνειν σώζοντ ' εὐμενέως μύστας θείοισιν ἐπ ' ἔργοις . Κικλήσκω σε ,
τε καμόντων ἡρώων , γουνοῦτο δ ' ἀπήμονας εἶναι ἀρωγούς εὐμενέως καὶ νηὸς ἐναίσιμα πείσματα δέχθαι . αὐτίκα δ '
6444701 ἐλθετ
ἐν βίῳ τεύξω τῷ μετόπιν τάλας ; Ὦ ξένοι , ἔλθετ ' ἐπήλυδες αὖθις . Τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν
δμώεσσι καὶ υἱέϊ μῦθον ἔειπεν : “ ὑμεῖς μὲν νῦν ἔλθετ ' ἐϋκτίμενον δόμον εἴσω , δεῖπνον δ ' αἶψα
6421465 Λοξιας
. ἐν δὲ τῶι ἡλίωι ὁ Ἀπόλλων , ὃς καλεῖται Λοξίας ὑπὸ τῶν ποιητῶν , εἶναι πιστεύεται . ἄρχεται δὲ
] ! [ – – ἥκει ] γὰρ ὁ [ Λοξίας ] πρόφˈρων ] ? [ ] [ ] ἀθανάταν
6420464 τυχα
βοᾶι βαρβάρωι στενακτὰν ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς δάκρυσι θρηνήσω . σχεδὸν τύχα , πέλας φόνος : κρινεῖ ξίφος τὸ μέλλον .
μεταρρίπτει θεός . τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα , καλὸς δ ' ὁ πότμος , βωμὸς δ
6396986 βροτους
δεσμεύων αὐτοῦ τὰς φρένας . αὐονὰ ] ὁ ξηραίνων τοὺς βροτούς . διανταία ] ἡ διαμπὰξ τιμωρουμένη . αὐτουργίαις ]
' : εὔηθες δέ τοι τὸ καὶ δοκεῖν ὄρνιθας ὠφελεῖν βροτούς . ] Κάλχας γὰρ οὐκ εἶπ ' οὐδ '
6393420 πεμπεις
τοιαύτης δέομαι μαντικῆς , ᾗ πεισθεὶς βιώσομαι ἀσφαλῶς . Ποῖ πέμπεις τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ; τίνας ὁδούς ; ἐπὶ
προσπόλους φέρειν τάδε . τί δ ' οὐχὶ θυγατρὸς Ἑρμιόνης πέμπεις δέμας ; ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλόν .
6389968 φερους
θ ' , ἁρπαλέως ἀραμένη , ταῖσιν ἐμαῖς δημότισιν καομέναις φέρους ' ὕδωρ βοηθῶ . Ἤκουσα γὰρ τυφογέρον - τας
, ἐς Κέον [ ἱεράν ] , χαριτώνυμον [ ] φέρους ' ἀγγελίαν , ὅτι μάχας [ ] θρασύχειρος Ἀργεῖος
6387724 πραπιδων
Ζεύς , μὴ τὸν αὐτὸν δυστυχῆ καθιστάναι . πολλάκι μοι πραπίδων διῆλθε φροντίς , εἴτε τύχα τις εἴτε δαίμων τὰ
. . . πόροι ] πυκνοὶ γάρ εἰσιν οἱ τῶν πραπίδων αὐτοῦ τοῦ Διὸς πόροι . πανώλεις ] τοὺς τοῦ
6368494 Λυαιου
Φοίβου λάλον πιόντες ὕδωρ μεμηνότες βοῶσιν : ἐγὼ δὲ τοῦ Λυαίου καὶ τοῦ μύρου κορεσθείς καὶ τῆς ἐμῆς ἑταίρης θέλω
τέλος . παίξω , γελάσω , χορεύσω μετὰ τοῦ καλοῦ Λυαίου . Ἡ καλόν ἐστι βαδίζειν ὅπου λειμῶνες κομῶσιν ,
6367107 κλυτας
γὰρ [ ἐν ] φάρεϊ βορήϊαι πίτνον [ ] αὖραι κλυτᾶς ἕκατι πελεμαίγιδος [ ] Ἀθάνας [ : ] κνίσεν
? [ ἐπὶ νίκαις , αἷς ἐν ἀϊόνεσσιν Ὀγχηστοῦ [ κλυτᾶς ] ? , ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας αα ?
6324207 ματερος
ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς
ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον
6299192 μυσταις
παρ ' ἐμοῦ . ἱεροῖσι ] ὕμνοις . , τοῖς μύσταις , τοῖς ἀφιερωμένοις ἀνδράσιν ἡμῖν . . ἡ τοῦ
' ἐπίφαυσκον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη : μετὰ δ ' ὅρκια μύσταις : ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην καὶ Κρόνον
6290730 παμφαες
, πολυόργιον , Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα , παμφαὲς ἔρνος , ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην πάντη δινηθεὶς
τ ' ἀνθεμουργοῦ ] τῆς ἐξ ἀνθέων ἐργαζομένης μελίσσης . παμφαὲς ] λαμπρὸν , καθαρόν . . λιβάσιν ] σταλαγμοῖς
6276979 κουρα
ἐτέων ὢν πέντ ' ἐπὶ πεντήκοντα . κλυτομήτης Φλεγύα ] κούρα περιώνυμε μᾶτερ ἀλεξιπόνοιο [ ] [ ] θεοῦ ﹙
τοῖσιν ἂν δαίμων θέλῃ . Ταῦτ ' οὐκ ἐπιλεξαμένα Θεστίου κούρα δαΐφρων μάτηρ κακόποτμος ἐμοὶ βούλευσεν ὄλεθρον ἀτάρβακτος γυνά ,
6264939 ταισδ
, γελάσειας , ὦ Πάν , ἐπ ' ἐμαῖς εὔφροσι ταῖσδ ' ἀοιδαῖς κεχαρημένος . εʹ ἐνικήσαμεν ὡς ἐβουλόμεσθα ,
μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ ' Ἐλευθεραῖς τὸν μὲν κικλήσκω Ζῆθον : ἐζήτησε γὰρ
6264840 Χαριτεσσι
ἔτι λαμπρότερον Πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν ζαθέῳ με δέξαι χώρῳ
[ χέων ῥαθάμιγγα [ ] ? ? πλ ? [ Χαρίτεσσί μοι ἄγχι θ [ γλυκὺν κατ ' αὐλὸν αἰθερ
6262915 ὠλενας
ὃν ἐπὶ χέρνιβας μολὼν Κάδμος ὄλεσε μαρμάρωι κρᾶτα φόνιον ὀλεσιθῆρος ὠλένας δικὼν βολαῖς ] ὁ μὲν οὖν Ἑλλάνικος λίθωι φησὶν
βροτῶν , ὑμεῖς ἀθέσμους εἰς ὕβρεις ὁμοσπόρων τὰς μισαδέλφους ὁπλίσαντες ὠλένας Κάϊν μολῦναι φοινίῳ πρῶτον λύθρῳ ἐπείσατον γῆν , καὶ
6241841 πιμπλησι
πουλύπους , ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις , τῆς τροχηλάτου κόρης πίμπλησι λοπάδος στερροσώματον κύτος . Ὡς ὑπό τι νυστάζειν γε
Κυπρογενοῦς ζώοις Ζεὺς ὄλβον ὀπάζει παντοῖον , κτεάνων τε δόμους πίμπλησι βροτοῖσιν , αὐτοὺς δ ' αὖθ ' ἑτάρους ἢ
6235464 νυχια
, φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα ,
, φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα ,
6233489 γαιας
, κρύψω τόδ ' ἔγχος τοὐμόν , ἔχθιστον βελῶν , γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται : ἀλλ ' αὐτὸ
μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν ὠιδαῖς , ἅ ποτε Καδμογενῆ
6223739 γοους
δ ' ἀντὶ γάμου τε καὶ ἥβης κάλλιπες ἡδίστῃ ματρὶ γόους καὶ ἄχη . Εὐρύσορον περὶ σῆμα τὸ Φαιναρέτης ποτὲ
οἴχετ ' ἄϊστος ἄπυστος , ἐμοὶ δ ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν : οὐδέ τι κεῖνον ὀδυρόμενος στεναχίζω οἶον
6220792 χερος
μάχαιρα : γράφεται καὶ θείνετε : τὰ δύο : ἐκ χερὸς ἱέμενοι : ἀντὶ τοῦ ἱέντες . ἁπλούστερον δὲ ὡς
πέπλοις Ἐρινύων τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον , φίλως ἐμοί , χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς . Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς
6219414 μαινας
θαλερώτερος : Ἀνθεὺς Ἑρμείῃ ταχινῷ φίλος , ᾧ ἔπι νύμφη μαινὰς ἄφαρ σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρον : καί ἑ καθαψαμένη
θαλερώτερος : Ἀνθεὺς Ἑρμείῃ ταχινῷ φίλος , ᾧ ἔπι νύμφη μαινὰς ἄφαρ σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρων , καὶ ἓ καθαψαμένη
6206519 Νυκτος
καὶ ᾠδὰς εἰς τὰς Νύμφας , παλαιῶν ποιμένων ποιήματα . Νυκτὸς δὲ ἐπελθούσης αὐτοῦ κοιμηθέντες ἐν τῷ ἀγρῷ , τῆς
λοιπὸν εὐάνδροισι συμφοραῖς πρέπῃ . βᾶτε νόμῳ , μεγάλαι φιλότιμοι Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες , ὑπ ' εὐθύφρονι πομπᾷ , γᾶς
6201102 Δικης
ἄλλας πύλας Ἀληθείας , καὶ πλησίον τούτων εἴδωλον ἀκέφαλον ἑστάναι Δίκης . πολλὰ δὲ καὶ τῶν ἄλλων τῶν μεμυθοποιημένων διαμένειν
, θηλυκόν , πτερωτόν , ἀνθρωποειδές , τρυφῆρες : σχήματι Δίκης ἑστώς , δίσωμον , στειρῶδες , δουλελεύθερον , ἄγονον
6196974 πωλους
ὑπὸ ἱππείας πολλῆς περιληφθῶσιν , οὐ βούλονται φεύγειν καταλιπόντες τοὺς πώλους , ἀλλὰ μάχονται καὶ κέρατι καὶ λακτίσμασι καὶ δήγμασι
. φησί που Εὔβουλος : τὰς φειδωλοὺς κερμάτων παλευτρίας , πώλους Κύπριδος ἐξησκημένας γυμνὰς ἐφεξῆς ἐπικαίρους τεταμένας ἐν λεπτοπήνοις ὕμεσιν
6187809 Κυπριδος
. ” Ἦ , καὶ ἀναΐξασαι ἐπὶ μέγα δῶμα νέοντο Κύπριδος , ὅρρά τέ οἱ δεῖμεν πόσις ἀμφιγυήεις , ὁππότε
μέλεά τ ' ἔτλας . τὰ δ ' ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε πολὺ μὲν αἷμα , πολὺ δὲ δάκρυον †
6173852 Γας
ὦ Τελεσίκˈρατες , ἔμμεν , ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθˈλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις . ἐμὲ δ
Ἠμαθίς , ἃ τοίῳ κραίνεται ἁγεμόνι . Λεῦσσέ με τὸν Γᾶς τε βαθυστέρνου ἄνακτ ' , Ἀκμονίδαν τ ' ἄλλυδις
6170058 ἀμφεβαλεν
ἔτευξαν εἰ δὲ Κρόνος τοῖσιν μάρτυς πέλοι , αἴσχεσιν αἰνοῖς ἀμφέβαλεν : τοῖσιν γὰρ ἅδεν κύπρις στομάτεσσιν . εὖτ '
ἔχων περὶ χερσὶ θοῇσι , τούς οἱ ἐπισταμένως Εὐηνορίδης Ἀγέλαος ἀμφέβαλεν παλάμῃσιν ἐποτρύνων βασιλῆα . Ὣς δ ' αὕτως ἕταροι
6162857 εὐφημοις
πολέμου χαριστήρια θεοῖς ἀποδιδοῖεν , προθύοντες ἱερὰ τὰ νομιζόμενα , εὐφήμοις οἰωνοῖς τὰς ἀποικίας προπέμποντες : εἰ δ ' ἐπὶ
[ θαλπομένων ] ? ? ε ? [ ] [ εὐφήμοις ] ? [ ] ἐπέεσσιν [ ] ? [
6162743 ἀοιδων
διθυράμβοις αἱ Διονυσιάδες , μίτραισι δὲ καὶ ῥόδων ἀώτοις σοφῶν ἀοιδῶν ἐσκίασαν λιπαρὰν ἔθειραν , οἳ τόνδε τρίποδά σφισι μάρτυρα
ὤπασαν ὀμφήν . Καὶ πῶς ἐσσί , ὦ βέλτιστε , ἀοιδῶν αὐτοδίδακτος ; παρὰ θεῶν τὴν ὀμφὴν ἔχων , οἵπερ
6159307 κωμους
, ἑορτάς , πανηγύρεις , μουσικοὺς ἀγῶνας , ἱπποδρομίας , κώμους , παννυχίδας μετ ' αὐλῶν καὶ κιθάρας , τέρψεις
ἐκ παντὸς παυσάμενος καμάτου . Λέσβιος Ἀλκαῖος δὲ πόσους ἀνεδέξατο κώμους Σαπφοῦς φορμίζων ἱμερόεντα πόθον , γιγνώσκεις : ὁ δ
6148989 τοθεν
Θυνοί πάνδημοι , Φινῆι χαριζόμενοι , προΐαλλον . Ἐκ δὲ τόθεν μακάρεσσι δυώδεκα δωμήσαντες βωμὸν ἁλὸς ῥηγμῖνι πέρην καὶ ἐφ
νοῦ καὶ δυσσέβεια ἀκάθαρτος καὶ παράνομος μὴ πείθεσθαι τοῖς θεοῖςἔγνω τόθεν καὶ ἐκεῖθεν εἶναι τοῖς ἀνθρώποις τὸ φρονεῖν τὸ παντότολμον
6148695 Λατους
νιν ] ὁ Δαλογενὴς [ ] υἱὸς βαθυζώνοιο [ ] Λατοῦς δέκτο [ ] βλεφάρῳ [ ] : πολέες δ
φωνὰν ἀκαμάταν κατθεμένα πρὸ ποδῶν : „ Αἰθοπίᾳ με κόρᾳ Λατοῦς ἀνέθηκεν Ἀρίστα Ἑρμοκλειδαία τῶ Σαϋναϊάδα , σὰ πρόπολος ,
6145870 εὐκλεας
, ἄγε θυμέ : τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀϊστοὺς ἱέντες ; ἐπί τοι Ἀκˈράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι ἐνόρκιον
φερίστους . Ἠέλιος δ ' αὐτὸς μὲν ὑπὲρ χαροποῖο Λέοντος εὐκλέας ἐν βιότῳ καὶ ὑπείροχον εὖχος ἔχοντας ῥέζει : κέντρου
6134632 κοροις
δ ' ἐγείρω , πρευμενεῖς τοὺς νυμφίους νόμοισι θέντων σὺν κόροις τε καὶ κόραις . . . . [ ]
πολλάκις χρώμενοι μᾶλλον ἢ ὑγιαινούσῃ ἐπιστήμῃ , οὐ μόνον ἐν κόροις καὶ μελαγχολίαις καὶ παραφροσύναις ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ἄλλῳ
6134100 ἡβης
ἀπὸ ἄλλης ἀρχῆς : εἴ τίς ς ' ὑφ ' ἥβης : ὑπὸ ἀκμῆς καὶ προπετείας νεότητος θρασὺ καὶ ἰταμὸν
. καὶ Ἀγησίλαος μὲν λέγων ὅτι ὑπὲρ τετταράκοντα ἀφ ' ἥβης εἴη , καὶ ὥσπερ τοῖς ἄλλοις τοῖς τηλικούτοις οὐκέτι
6133931 θαλαμους
μοι κατέβα χροός , ἁνίκ ' ἔλειπον ἄστυ τε καὶ θαλάμους καὶ πόσιν ἐν κονίαις . ὤμοι ἐγὼ μελέα ,
, λιποῦς ' Ἀσίαν , Εὐρώπας θεραπνᾶν ἀλλάξας ' Ἅιδα θαλάμους . ποῦ τὴν ἄνασσαν δή ποτ ' οὖσαν Ἰλίου
6129710 Ἀθανας
καὶ πλεῖστα χώραν τήνδ ' ἀνὴρ καθυβρίσας : ὃς εἰς Ἀθάνας σηκὸν ἔννυχος μολὼν κλέψας ἄγαλμα ναῦς ἐπ ' Ἀργείων
. Θεσσαλαὶ αἱ βόες αἵδε : παρὰ προθύροισι δ ' Ἀθάνας ἑστᾶσιν καλὸν δῶρον Ἰτωνιάδος , πᾶσαι χάλκειαι , δυοκαίδεκα
6124228 λυσσης
ὄρος : τιμωρίαν λαμβάνουσαι ὑπὲρ αἵματος καὶ φόνου : τῆς λύσσης τῆς καὶ μαίνεσθαι ποιούσης καὶ φοιτᾶν , ὅ ἐστι
φόνου : κατὰ κοινοῦ τὸ διαφθείρουσά με : ἤρξω δὲ λύσσης πότε : καὶ τοῦτο πονηρῶς . θέλων γὰρ ἐλέγξαι
6121508 χερων
ἀμηχανεῖν τοὺς Πέρσας ὅποι φύγοιεν . πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν : πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν ἠράσσαντο πέτροισιν ἤγουν
ἐπωτίδων ἄγκυραν ἐξανῆπτον , οἱ δὲ κλίμακας σπεύδοντες ἦγον διὰ χερῶν πρύμνης τ ' ἄπο πόντωι διδόντες τῆι ξένηι καθίεσαν
6121010 Ἐρετρικον
ἐξαγωγῇ , τὴν φρόνησιν ἀγνοῶν . . . . Μειράκιον Ἐρετρικὸν προσεφοίτησε Ζήνωνι πλείονος χρόνου , ἔστ ' ἐς ἄνδρας
Ἀθήνησιν εἰκασμέναι ὅτι μάλιστα ταῖς Κίμωνος ἵπποις εἱστήκεσαν . Μειράκιον Ἐρετρικὸν προσεφοίτησε Ζήνωνι πλείονος χρόνου , ἔστ ' ἐς ἄνδρας
6120888 εἰσορων
σοῖς τεκμαίρομαι . τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμι ' εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς ; ἅτερος πρὸς τὸν ἕτερον ὑπαλείφεται
ἔχεις εὐδαίμονα , χαῖρ ' : ὕστατον γάρ ς ' εἰσορῶν προσφθέγγομαι . ἴτ ' , ὦ νέοι μοι τῆσδε
6119276 μελαθρων
τάσδ ' ἐσορῶ δὴ Καπανέως ἤδη τύμβον θ ' ἱερὸν μελάθρων τ ' ἐκτὸς Θησέως ἀναθήματα νεκροῖς , κλεινήν τ
ποῦ κυρεῖ βεβώς ; καλεῖτ ' ἀναπτύξαντες εὐγόμφους πύλας ἔξω μελάθρων τῶνδε κοίρανον χθονός . τί δ ' ἔστιν ,
6112058 δομους
ἐμὴν ἀγγείλατ ' ἐντολήν , ὅπως τὸν παῖδα τόνδε πρὸς δόμους ἐμοὺς ἄγων Τελαμῶνι δείξει μητρί τ ' , Ἐριβοίᾳ
τὸν πέλανον δὲ ἐπὶ τῆς θυσίας φασίν : εἰς τοὺς δόμους τῆς Κόρης καὶ τοῦ βασιλέως τῶν κάτω Πλούτωνος :
6109082 ποθους
ἐστίν ; Ἆρ ' ἀγγέλλεται χρηστόν τι ; Τοῦτο γὰρ ποθοῦς ' ἐγὼ πάλαι ἔνδον κάθημαι περιμένουσα τουτονί . Ταχέως
μολπαῖς , ἐγώ σοι παραβάλλομαι θρήνους , ἄπτερος ὄρνις , ποθοῦς ' Ἑλλάνων ἀγόρους , ποθοῦς ' Ἄρτεμιν λοχίαν ,
6100097 τετραορον
δικαιοσύνης , ζωῆς φῶς : ὦ ἐλάσιππε , μάστιγι λιγυρῆι τετράορον ἅρμα διώκων : κλῦθι λόγων , ἡδὺν δὲ βίον
ὑπηρετῶ : διὰ τί πλανᾶσαι : τέθριππον . ἀντὶ τοῦ τετράορον , ὅταν ὦσιν τέσσαρες ἵπποι ἐζευγμένοι . καὶ συνωρὶς
6094282 ὁδιος
μεθυστάδες γάμων μοναστραβὴς ὄχος νεόφθιτος κόρη χρόνου πολλοῦ νόστον προμαθόντες ὅδιος οἰωνός ὁμόπαιδα κάσιν Κασάνδρας ὀρείοις ποσί ὀρσίπους βοή ὁσίους
, φησίν , ἀσφαλές ἐστιν εἰς τὸ εὖ ποιεῖν . ὅδιος γὰρ ὁ θεός . σέβει . . . τύχηι
6081903 εὐφρονες
. τὸν ἐσόμενον οὖν τοῦ Πηλέως σύγγαμβρον . ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι : ἶλαι αἱ τάξεις καὶ αἱ συστροφαὶ τῶν
! [ – ⚕ – ⚕ – ] μμασιν ? εὔφρονες [ ] [ – × φῶς δεκ˘ ? [
6067338 ἠιθεοισιν
Ἀμύντιχος ἠὲ Μενάλκας [ ; ] κείνοις γὰρ κραδίην ἐπικαίεαι ἠιθέοισιν ? [ : ] ἠέ ? [ ] μιν
παρθενίων βριθομένην χαρίτων , καὶ πολλοὺς τότε χερσὶν ἐπ ' ἠιθέοισιν ὀιστοὺς τόξου πορφυρέης ἧκαν ἀφ ' ἁρπεδόνης . Πορφυρέην
6066915 θηρσιν
πάσης Ἑλλάδος καὶ ξυμμάχων βίον διώικης ' ὄντα πρὶν πεφυρμένον θηρσίν θ ' ὅμοιον . πρῶτα μὲν τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν
ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα θαλάσσης , κύμασι τερπόμενος θηρσίν θ ' ἅμα , πόντιε δαῖμον : ἕδρανα γῆς
6059087 σκοτου
Ἐς δεινὸν οὐδ ' ἀκουστὸν οὐδ ' ἐπόψιμον . Ἰὼ σκότου νέφος ἐμὸν ἀπότροπον , ἐπιπλόμενον ἄφατον , ἀδάματόν τε
. Νύξ . παρὰ τὸν γινόμενον ἐκ τῶν προκόψεων τοῦ σκότου νυγμόν . αὐτὸ δὲ τὸ νύξαι ἀπὸ τοῦ νύσσω
6055536 εὐφρον
ἀπόχρη μοι , μανίας μελάθρων ἀλληλοφόνους ἀφελούσῃ . ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας δικηφόρου . φαίην ἂν ἤδη νῦν βροτῶν τιμαόρους
δίμετρα ἀκατάληκτα , τὸ δὲ ιʹ ἑφθημιμερές . ὦ φέγγος εὖφρον ] εἴσθεσις διπλῆς μονοστροφικῆς καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ
6039151 ὀσσων
ὡς ἔχω , τὸν ἄθλιον ; ὁρῶ : κατ ' ὄσσων δ ' οὐ θέμις βαλεῖν δάκρυ . οὐκ ἔστι
Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα , παμφαὲς ἔρνος , ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην πάντη δινηθεὶς πτερύγων ῥιπαῖς κατὰ
6034288 μυσταισι
, καλυκώπιδες , ἱμερόεσσαι : ἔλθοιτ ' ὀλβοδότειραι , ἀεὶ μύσταισι προσηνεῖς . Ὦ Νέμεσι , κλήιζω σε , θεά
πρὸς Ὄλυμπον ἄγεις δέμας ὡριόκαρπον : ἐλθέ , μάκαρ , μύσταισι φέρων καρποὺς ἀπὸ γαίης . Κωκυτοῦ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον
6029584 εἰλαπιναις
' ἀπὸ χθονὸς ἤρατο βρῖθος , τετραέτη δαμάλην ἐν Διὸς εἰλαπίναις : ὤμοις δὲ κτῆνος τὸ πελώριον ὡς νέον ἄρνα
: ] ῥέπει γὰρ εἰς χρηστάχους ἀργυρήμερες . θάλλοις ἑορταῖς εἰλαπίναις εὐπρεπές , εὐδαιμονῶν , ἀεὶ φιλαίτατος πᾶσι . Χθὲς
6029044 Βρομιος
: ὡς ὁ θεὸς ἡμᾶς ἐνδίκως μὲν ἀλλ ' ἄγαν Βρόμιος ἄναξ ἀπώλες ' οἰκεῖος γεγώς . ὡς δύσκολον τὸ
νωγαλίζει . * * * * Ἡδύς γ ' ὁ Βρόμιος τὴν ἀτέλειαν Λεσβίου ποιῶν τὸν οἶνον εἰσάγουσιν ἐνθάδε ,
6024783 χορευσω
θέλω στέφεσθαι : πολιὸν δὲ γῆρας ἐκδύς νέος ἐν νέοις χορεύσω . Διονυσίης δέ μοί τις φερέτω ῥοὰν ὀπώρης ,
κύπελλον γλυκερῆς βρύον μελίσσης , ἵνα τὰς φρένας συνάπτων νεονυμφίον χορεύσω . Ο δ ' ἔρως , ὁ πάντα τίκτων
6020826 ἰαχαν
διαρρήδην προσκαλεῖσθαι τὸν Δία , τὰ ἑξῆς τὸν χορὸν λέγειν ἰαχὰν οἵαν ἁ δύστανος μέλπει νύμφα : εἰ δὲ μὴ
? ? πυθοχρηστ ? [ ! ! ! ! ] ἰαχὰν ! ! ! νεαι : εὐοῖ ὦ Ἰόβακχ '
6015302 δακρυοις
τε φερέσβιος ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ ' , ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον . ἀγένητα : στοιχεῖα . παρ
τὸν Ὀρέστην πῶς ἔχει , καὶ ἐθεάσατο αὐτὰς : † δακρύοις ἀδελφόν : προσεκτικῶς μετὰ ἤθους προενεκτέον τὸν λόγον :
6014953 θρονους
λαβοῦσα τόνδε παῖδα Κεκροπίαν χθόνα χώρει , Κρέουσα , κἀς θρόνους τυραννικοὺς ἵδρυσον . ἐκ γὰρ τῶν Ἐρεχθέως γεγὼς δίκαιος
ἵν ' οὐ πρέπει . οὐκ οἶσθα δῶμα τοὐμὸν ἢ θρόνους πατρός , οἷ χρῆν γεγωνεῖν ς ' εὐτυχοῦντα ποίμνια
6012941 ἀειδων
: Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ' ἀείδων ἔμολον , οὕνεκ ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι
ὁ Φοῖβός θ ' ὁ μάντις ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας ἀείδων ἄξει λιπαρὰν εὖ ς ' Ἀθηναίων ἐπὶ γᾶν .
6011342 βαλουσα
? ' ὕδωρ [ ] πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . [ ] ! ! [ ] [ μεσσηγὺς
αὐτὸν ἁδροκέφαλον , ἐπιθυμήσασα αὐτοῦ , φιμάριον εἰς τὸ πρόσωπον βαλοῦσα , ἵνα μὴ ἐπιγνωσθῇ , συνέπαιζεν αὐτῷ . ὁ
6009803 Παιαν
σεμνὸν ἄγαλμα καὶ Ζηνὸς ὑψίστου μακάρων βουλαῖς , ὢ ἰὲ Παιάν . Ἔνθ ' ἀπὸ τριπόδων θεοκτήτων , χλωρότομον [
ἐοαγεῖ Ὑγιείαι ἰὴ Παιάν , Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον , ἰὲ Παιάν . Παιᾶνα κλυτόμητιν ἀείσατε κοῦροι [ Λητοΐδην Ἕκατον ,
6008779 τουσδ
θεῷ : Τῷ Πλούτω . . ἀναθεῖναι : Ἀναθῆσαι . τούσδ ' οὓς ἔχω : Τούτους οὕστινας κρατῶ . .
ὦ Ζεῦ Νεμέας τῆσδ ' ἄλσος ἔχων , τίνος ἐμπορίαι τούσδ ' ἐγγὺς ὁρῶ πελάτας ξείνους Δωρίδι πέπλων ἐσθῆτι σαφεῖς
6006407 ἐντροφος
ἦλθον . σᾶς δ ' ἕνεκεν φιλίου μορφᾶς καὶ Ἀταρνέος ἔντροφος ἠελίου χήρωσεν αὐγάς . τοιγὰρ ἀοίδιμον ἔργοις ἀθάνατόν τέ
ἔπες ' ἔπεσε μελέοις Ἀτρείδαις . Ἦ που παλαιᾷ μὲν ἔντροφος ἁμέρᾳ , λευκῷ δὲ γήρᾳ μάτηρ νιν ὅταν νοσοῦντα
6002489 θαλος
ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος , ἔτι νέον , ἔτι θάλος ἐν χερσὶν ματρὸς πρὸς στέρνοις τ ' Ἄργει σκηπτοῦχον
, τινὰ δὲ τῶν ἀντιγράφων „ Ἀγκλείδη , ξείνων ἱερὸν θάλος , εἰ δ ' ἄγε σύν μοι / οὐρανίην
5997446 λεκτροις
τῶν ἀνδρῶν . καὶ ἀφεῖσαι καὶ καταλείψασαι τὰς ἐν τοῖς λέκτροις εὐνὰς τὰς ἁβροχίτωνας τὴν τέρψιν καὶ ἡδονὴν τῆς αὐτῶν
, ὧν δὴ μίαν Κριμισός , ἰνδαλθεὶς κυνί , ἔζευξε λέκτροις ποταμός : ἡ δὲ δαίμονι τῷ θηρομίκτῳ σκύλακα γενναῖον
5994028 Λοξια
καλῶς , ὅς νιν φονεῦσαι μητέρ ' ἐξηνάγκασα . ὦ Λοξία μαντεῖε , σῶν θεσπισμάτων οὐ ψευδόμαντις ἦσθ ' ἄρ
: σπένδομαι δὲ συμφοραῖς , Μενέλαε , καὶ σοῖς , Λοξία , θεσπίσμασιν . ἴτε νυν καθ ' ὁδόν ,
5990841 Φοιβου
ὀνείρασι καὶ τὸ ὁρῶ δὲ φεύγοντ ' αἰετὸν πρὸς ἐσχάραν Φοίβου . ὅμως δ ' ἐπειδὴ ἡ ὑμετέρα , τοῦ
ἄλλοι δ ' ἄλλο μέλαθρον ἀνίαχον : εἰ δέ με Φοίβου χρὴ λέξαι πινυτὰν ἀμφαδὰ μαντοσύναν , πάτρα τοι τελέθει
5990525 ἱλασκομαι
Μοισᾶν δὲ δόσιν , τὴν μουσικὴν καὶ τοὺς ὕμνους . ἱλάσκομαι , ἱλαροὺς ποιῶ . καρπὸν φρενός : τὴν ποίησιν
μὴ δέχεταί τις , οὐδεὶς ἡμῖν λόγος . τὸ δὲ ἱλάσκομαι εἶπεν ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἱκετευομένων , οὓς οἱ ἱκετεύοντες
5988885 βουτας
πολέμους , οὐ δάκρυα , Πᾶνα δ ' ἔμελπε καὶ βούτας ἐλίγαινε καὶ ἀείδων ἐνόμευε καὶ σύριγγας ἔτευχε καὶ ἁδέα
' : ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί . βούτας μὲν ἐλέγευ , νῦν δ ' αἰπόλῳ ἀνδρὶ ἔοικας
5984586 διᾳ
, ὅθεν νῦν ὁ τόπος Τραπεζεὺς Τ ἐν Ἀρκα - δίᾳ καλεῖται , Λυκάονα δὲ καὶ τοὺς υἱοὺς κεραυνοῖ πλὴν
ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν , Ἄπολλον , οἳ τεόν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν . ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ
5982966 βηταρμονας
, ἠὲ πολυτρήτοις λιγέως μέλποντας ἐν αὐλοῖς : ἄλλους ὀρχηθμοῦ βητάρμονας ἴδριας ἔρδει : παιδευτὰς δ ' ἄλλων τοίων ἔργων
, αὐλῶν ἢ κιθάρης ἢ ἀοιδῆς εὐρύθμοιο ἠὲ καὶ ὀρχηθμοῦ βητάρμονας ἴδριας ὄντας θήκαντ ' ἢ χλεύῃσι λάλοις μάχλοις τ
5979985 θυρσον
φιάλης γάλα πάλιν ἐκάθητο . εἶχε δὲ ἐν τῇ ἀριστερᾷ θύρσον ἐστεμμένον μίτραις . αὕτη δ ' ἐστεφάνωτο κισσίνῳ χρυσῷ
ἁμίλλαισιν ἀνάγκας ; μόλε , χρυσῶπα τινάσσων , ἄνα , θύρσον κατ ' Ὀλύμπου , φονίου δ ' ἀνδρὸς ὕβριν
5972525 Ἐρινυς
δὲ πανδαμάτωρ λοξῷ ἴδεν οἷον ἔρεξεν ὄμματι νηλειὴς ὀλοφώϊον ἔργον Ἐρινύς . ἥρως δ ' Αἰσονίδης † ἐξάρματα τάμνε θανόντος
τε βαρείης , τήν οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ δασπλῆτις Ἐρινύς . ἀλλ ' ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε
5972170 σωι
† βιον † ; θανοῦσα : τύμβωι δ ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται . . . μορφῆς ἐπωιδὸν μή τι τῆς
εἰσήκουσά τ ' Ἀργείων πάρα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων ἐνθένδ ' ἐκεῖσε δεῦρό τ ' αὖ
5972088 λιβασιν
ὁ δημιουργὸς τῆς ἀκρασίας πιέζει κραταιῶς , ἵνα ταῖς ἐκθλιβομέναις λιβάσιν ἡδίστῃ τροφῇ χρῷτο . Τοιοῦτος μὲν ἡμῖν ὁ βεβακχευμένος
ἐργαζομένης μελίσσης . παμφαὲς ] λαμπρὸν , καθαρόν . . λιβάσιν ] σταλαγμοῖς . παρθένου ] ἀμολύντου καὶ καθαρᾶς ,
5967091 νυμφιους
σύναγε ] ἥνωσε . θ σύναγε ] συνῆψε . Ξ νυμφίους ] γάμους . νυμφίους ] τὸν Οἰδίποδα καὶ τὴν
ἑνὸς ἐκείνων , παρήγγειλε ταῖς θυγατράσιν αὐτοῦ ἀνελεῖν νυκτὸς τοὺς νυμφίους . καὶ αἱ μὲν ἄλλαι πᾶσαι οὕτως ἐποίησαν ,
5965297 ὀσσος
? ? ? ? ? βούπρῳρον ἐπιτάξ μασχαλίσματα ὄμπνιος λειμών ὄσσος ἔξω ] βέβηκε [ κρατὸς ] ὀφθαλμοῦ [ κύκλος
μαγείαν μαδαγένειον μαίμακον μασχαλίσματα μοιρολογχεῖν νεηλάτης οἰκοδέγμων ὄμπνιος λειμών ὀροτύπους ὄσσος πέλλη περίστασις πολυβέλεμνοι ταλαπείριος χορταιοβάμων ψυχορροφεῖν ψυχορρόφους χώριζε θνητῶν
5964878 Δαλον
ἢ τὸν περίπατον . Πυρὸς βέλος : ἢ πῦρ . Δαλόν : λέγω . ἐϋδμήτων : μεγαλοδομήτων . Ἁλιεύς :
ἢ τὸν περίπατον . Πυρὸς βέλος : ἢ πῦρ . Δαλόν : λέγω . ἐϋδμήτων : μεγαλοδομήτων . Ἁλιεύς :
5963954 Ἐρωτων
τὸ πῦρ , τὸ κέντρον , τὸ βέλος τὸ τῶν Ἐρώτων , ὅ τι καὶ Κύπριν δαμάζει . Τὸ ῥόδον
τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' Ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν , ὑμῖν ἄνευθ '
5962281 ἐπασκων
ἀρχῇ , ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . ※ . ἐπασκῶν ] μετερχόμενος . ὡς ] ὄντως , λίαν .
τούτοις τῆς Ἀντιμάχου καταπυγοσύνης ἀναπλήσει . ὦ καλλίπυργον σοφίαν κλεινοτάτην ἐπασκῶν , ὡς ἡδύ σου τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔπεστιν ἄνθος
5954425 ματρι
τυ , παῖδα δ ' ἐᾶν σὺν παισὶ φιλοστόργῳ παρὰ ματρί παίσδειν ἐς βαθὺν ὄρθρον , ἐπεὶ καὶ ἔνας καὶ
ἆρα φίλιά μοι τεμεῖ καὶ τέκνοις ταφὰς ληψόμεσθα ; ἄμυνε ματρί , πόλις , ἄμυνε , Παλλάδος , νόμους βροτῶν
5954301 θΞ
σφαγὴν δεχομένης φλεβός . θΞ κορκορυγαὶ ] ἄσημοι βοαί . θΞ πτόλιν ] + ἐκ παραλλήλου . ὁρκάνη πυργῶτις ]
ἄρειον ] ἄρειον πεδίον προείρηται . ἄρειον ] κρεῖττον . θΞ ἐχθροῖσιν ] + ἤτοι τοῖς Ἀργείοις . ἀφέντες ]
5950555 ἁμετερας
τῆς τετρακτύος δηλούντων τὸν ἄνδρα : οὔ , μὰ τὸν ἁμετέρας σοφίας εὑρόντα τετρακτύν , παγὰν ἀενάου φύσεως ῥιζώματ '
' , ὁδῖτα , καὶ πῖθ ' ἆσσον ἰὼν πίδακος ἁμετέρας : μνᾶσαι δὲ κράναν καὶ ἀπόπροθι , ἃν ἐπὶ
5948781 υἱασιν
θηρεύοντ ' ἔλασεν σῦς λευκῷ ὀδόντι Παρνησόνδ ' ἐλθόντα σὺν υἱάσιν Αὐτολύκοιο . τὴν γρηῢς χείρεσσι καταπρηνέσσι λαβοῦσα γνῶ ῥ
ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι Παρνησόνδ ' ἐλθόντα σὺν υἱάσιν Αὐτολύκοιο . ” ] ὣς εἰπὼν ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθεν
5947134 ὑμνοισι
γάλακτι , μελισσορύτων ἀπὸ νασμῶν λοιβαῖς συμπροχέων , καὶ ἐμοῖς ὕμνοισι γεραίρων . Αὐτὸς δ ' Αἰσονίδης προυθήκατο πᾶσιν ἄεθλον
παρῆν , ὥστ ' ἢ κόρην Δήμητρος ἢ κείνης πόσιν ὕμνοισι κηλήσαντά ς ' ἐξ Ἅιδου λαβεῖν , κατῆλθον ἄν
5946945 Παφιη
καὶ μέλος ἔλεγον , ὅ τε παρὰ Παππᾶν γέγωνε γυνὴ Παφίη , ἔχουσα τὸν Ἄδωνιν , κλαίουσα νύμφιον ? [
γένος , ἔστι δ ' ἐν ἡμῖν Μήνη Ζεὺς Ἄρης Παφίη Κρόνος Ἥλιος Ἑρμῆς : τοὔνεκ ' ἀπ ' αἰθερίου
5946439 προσιουσαι
πανοῦργον . Γ λαίθαργον : λαίθαργοι κύνες λέγονται αἱ λάθρᾳ προσιοῦσαι καὶ δάκνουσαι . παρὰ δὲ τὴν παροιμίαν ἔπαιξεν ,
δίκαιον ἄγει καὶ ἔρως ὑμνεῖν : δμωσὶν γὰρ ἀνάκτων εὐαμερίαι προσιοῦσαι μολπᾶι θάρσος ἄγους ' ἐπιχάρματά τ ' : εἰ
5937416 νουσοις
' εὐσεβέες εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον : καὶ ὅσοι ἐν νούσοις θανατώδεσι μοίρῃ ἔχονται [ σοὶ εὐξάμενοι ταχέως σῆς ζωῆς
Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθαψε Γέλα , ὃς πλείστους κρυεραῖσι μαραινομένους ὑπὸ νούσοις φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης θαλάμων . Σῆμα Θεόγνιδός εἰμι Σινωπέος
5935485 οἰμης
οἱ κρημνώδεις τόποι . Προοίμιον . τὸ λεγόμενον πρὸ τῆς οἴμης . οἴμη δὲ ἡ ᾠδή . Πρᾶσις . διαπέρασίς
τοῦ ρ . ἐστὶ γὰρ φόρμιγξ παρὰ τὸ προηγεῖσθαι τῆς οἴμης . Φυτροί . κατὰ μετάθεσιν τοῦ υ εἰς ι
5932662 κασιγνητον
εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων
' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας
5921348 φονιον
; πῶς ἀγῶνος ἥκομεν ; οὐκ οἶδα πλὴν ἕν : φόνιον οἰμωγὴν κλύω . ἤκουσα κἀγώ , τηλόθεν μὲν ἀλλ
τεμῶ πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι παρῆιδί τ ' ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ † χροός † . μέγας γὰρ ἁγὼν καὶ
5916287 ἀοιδης
προσμαρτυρεῖν λέγοντα ἔνθα τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήικα παῦσαν ἀοιδῆς , καὶ ἔτι αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν ,
Μοῦσαι ἀριστεύουσι ? ? ? [ καὶ ] εἰ βασίλειαν ἀοιδῆς ? [ ] οὐ τέκε Καλλιόπην χαλκάσπιδα ? [
5902079 μειλιχον
κυσαμένη δἤπειτα θεὰ θεοῦ ἐν φιλότητι Λητὼ κυανόπεπλον ἐγείνατο , μείλιχον αἰεί , ἤπιον ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι , μείλιχον
τοῖς χείλεσιν αἱμύλιον οὐκ ἔξω γοητείας ἐδόκει . καὶ τὸ μείλιχον καὶ ἥμερον ἐπὶ τοῖς λεγομένοις ἐπήνθει καὶ συνεξεχεῖτο τοσοῦτον

Back