συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
8357235 κουρα
ἐτέων ὢν πέντ ' ἐπὶ πεντήκοντα . κλυτομήτης Φλεγύα ] κούρα περιώνυμε μᾶτερ ἀλεξιπόνοιο [ ] [ ] θεοῦ ﹙
τοῖσιν ἂν δαίμων θέλῃ . Ταῦτ ' οὐκ ἐπιλεξαμένα Θεστίου κούρα δαΐφρων μάτηρ κακόποτμος ἐμοὶ βούλευσεν ὄλεθρον ἀτάρβακτος γυνά ,
8305264 ὠναξ
ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ
τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ
8229892 ταισδ
, γελάσειας , ὦ Πάν , ἐπ ' ἐμαῖς εὔφροσι ταῖσδ ' ἀοιδαῖς κεχαρημένος . εʹ ἐνικήσαμεν ὡς ἐβουλόμεσθα ,
μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ ' Ἐλευθεραῖς τὸν μὲν κικλήσκω Ζῆθον : ἐζήτησε γὰρ
8226978 ὁκ
] λαγετ ? ? [ [ ] ! ι σάλπιγγος ὅκ ' ἐν κε [ [ Κάστορι ] θ '
ῥα φίλυπνος ; ἦ ῥα πολύν τιν ' ἔπινες , ὅκ ' εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ ; εὕδειν μὰν σπεύδοντα καθ
8225426 ἁδεα
ἄμμε βαρύνει . εἴαρι πάντα κύει , πάντ ' εἴαρος ἁδέα βλαστεῖ , χἀ νὺξ ἀνθρώποισιν ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς
ῥήματα φράσδεις : ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις , ὡς ἁδέα χαίταν . ] χείλεά τοι νοσέοντι , χέρες δέ
8166082 εὐιε
ἐκεῖς ' ἄγε με , Βρόμιε Βρόμιε , πρόβακχ ' εὔιε δαῖμον . ἐκεῖ Χάριτες , ἐκεῖ δὲ Πόθος ,
πολυώνυμε , λύσιε δαῖμον , κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος , εὔιε Βάκχε , εὐτραφές , εὔκαρπε , πολυγηθέα καρπὸν ἀέξων
8114530 Γας
ὦ Τελεσίκˈρατες , ἔμμεν , ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθˈλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις . ἐμὲ δ
Ἠμαθίς , ἃ τοίῳ κραίνεται ἁγεμόνι . Λεῦσσέ με τὸν Γᾶς τε βαθυστέρνου ἄνακτ ' , Ἀκμονίδαν τ ' ἄλλυδις
8107540 κορα
Ἀλκαῖος ἐν πρώτῳ : τὸ δ ' ἔργον ἀγήσαιτο τέα κόρα : καὶ οἴκω τε περ σῶ καίπερ ἀτιμίαις ,
κατ ' ἄνδρ ' ἰών : τὰ δ ' οὖν κόρα τάδ ' οὐκ ἀπαλλάξει μόρου . Ἄμφω γὰρ αὐτὰ
8105085 Πιεριδων
' ὑπέροπˈλον ἥβαν δρέπων , σοφίαν δ ' ἐν μυχοῖσι Πιερίδων : τίν τ ' , Ἐλέλιχθον , ἄρχεις ὃς
αἰὲν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ καὶ μένος ἀείσουσιν ἐμῇ ἰότητι καὶ ἄλλων Πιερίδων . Σὺ δὲ μή τι κελαινῷ πένθεϊ θυμὸν δάμνασο
8075412 κασιγνητον
εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων
' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας
8054033 χοραγος
καὶ παιδδωἇν . Ἁγῆται δ ' ἁ Λήδας παῖς ἁγνὰ χοραγὸς εὐπρεπής . Ἀλλ ' ἄγε , κόμαν παραμπύκιδδε χερὶ
δ ' οὔτ ' ἐπαινῆν οὔτε μωμήσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς οὐδ ' ἁμῶς ἐῆι : δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα
8034815 στειχε
ἐπ ' Ἰνάχου ῥοάς , σὺ δ ' ἀμφὶ Θήβας στεῖχε τὰς Καδμηίδας εἰ μή σε Λητὼ καλλίπαις ἐγείνατο ἔα
ἐκλιπὼν θεοῦ δάπεδ ' ἀλητείαν τε σὴν ἐς τὰς Ἀθήνας στεῖχε κοινόφρων πατρί [ οὗ ς ' ὄλβιον μὲν σκῆπτρον
8028043 μολε
κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην .
ὁ Διὸς παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε .
8021358 κουρε
Ἱππόβοτός γέ τοί φησι λέγειν Ἐμπεδοκλέα , Τήλαυγες , κλυτὲ κοῦρε Θεανοῦς Πυθαγόρεώ τε . σύγγραμμα δὲ φέρεται τοῦ Τηλαύγους
' ἢ εἰ χρυσὸν ἔδωκεν . Ἤλυθες , ὦ φίλε κοῦρε : τρίτῃ σὺν νυκτὶ καὶ ἠοῖ ἤλυθες : οἱ
8005590 ἐμμι
πλῆον ἐπασχαλλ ! [ ! ! ] δ ' αἴματός ἐμμι τὼ σκ [ ! ! ] ιν οὐδὲν ἐπαίτιος
βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν . λάμβανε , Περσεφόνα
7998434 Ἀφροδιτηι
ἐργασίας γενόμενος , ζῶν μὲν ἐπηγγέλλετο τὴν οὐσίαν ἱερὰν τῆι Ἀφροδίτηι καταλεῖψαι , τελευτῶν δὲ τὰ ὄντα προύθηκεν εἰς ἁρπαγήν
[ ! ] εθε ? ? ? [ ] ως Ἀφροδίτηι ? δὴ φίλος [ ] χων ἅτ ' ὄλβιος
7980960 Βακχον
ἐβώστρεεν : ἐκέλευεν . Ἐλάεσκε : ἔκβαλεν . Βρόμιον : Βάκχον . Πενθηϊάδες : τοῦ Πενθῆος . Θιασώτισι : χορευτοῖς
θεὸν κροτοῦντες ἐπιληνίοισιν ὕμνοις , ἐρατὸν πίθοις ὁρῶντες νέον ἐσζέοντα Βάκχον . ὃν ὅταν πίνηι γεραιός , τρομεροῖς ποσὶν χορεύει
7976152 ἐμολες
κατασχήσει . Ὦ Πέλοπος ἁ πρόσθεν πολύπονος ἱππεία , ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ . Εὖτε γὰρ ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος
πάλλων δέρας [ ] ἐνθέοις [ σὺν οἴστροις - ] ἔμολες μυχοὺς [ Ἐλευσῖνος ] ἀν ' [ ἀνθεμώδεις ]
7972301 ἀλαινων
δ ' ὁ σὸς πρόπολος Κύκλωπι θητεύω τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι σᾶς χωρὶς φιλίας .
τε ζῶντος ἀλάτα , ὅς που γᾶν ἄλλαν κατέχει μέλεος ἀλαίνων ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν , τοῦ κλεινοῦ πατρὸς ἐκφύς .
7937691 μολπαι
καὶ μολπαὶ γινώσκουσιν αὐτόν , ἀντὶ τοῦ λύραι δὲ καὶ μολπαὶ δι ' ἡδέων λόγων ὑμνοῦσιν αὐτόν , ἤγουν τὸν
τ ' ἀνθεῦσι - ] [ ] [ ] καὶ μολπαὶ λίγειαι [ ] [ ] ονες ? , ὦ
7937249 ποχ
: ὁ γὰρ θεὸς οἶδε δικάζειν . Ἡρακλέα δεκάμηνον ἐόντα ποχ ' ἁ Μιδεᾶτις Ἀλκμήνα καὶ νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα ,
κατεφρύγετο τῆνον ἔρωτα . χἀμῖν τοῦτο δι ' ὠτὸς ἔγεντό ποχ ' ἁσυχᾷ οὕτως : οὐ μὰν ἐξήταξα , μάταν
7926544 μελημα
' ἀνθρώποις περισπούδαστος οὖσα , οὕτω καὶ θεοφιλής ἐστι καὶ μέλημα τοῖς κρείττοσιν ἐναργῶς ὡς τοὺς μὲν αὐτῶν πάλαι πρὸς
χαίταισιν ἵσδει : [ Ἀστυμέλοισα ] κατὰ στρατόν [ ] μέλημα δάμωι [ ] μαν ? ἑλοῖσα [ ] λέγω
7924835 μολπας
Μελάμποδα : † μάλα † τοι μάλιστα παιγμοσύνας τε φιλεῖ μολπάς τ ' Ἀπόλλων , κήδεα δὲ στοναχάς τ '
δὲ Βάκχον , τὸν ἐφευρετὰν χορείας , τὸν ὅλας ποθοῦντα μολπάς , τὸν ὁμότροπον Ἐρώτων , τὸν ἐρώμενον Κυθήρης :
7922722 Φοιβωι
Πυθὼ ἐς ἠγαθέην καί ῥ ' ἔφρασεν ἔργ ' ἀΐδηλα Φοίβωι ἀκερσεκόμηι , ὅτι Ἴσχυς γῆμε Κόρωνιν Εἰλατίδης , Φλεγύαο
' ; ὡς ἀπαντᾶι δάκρυά μοι τοῖς σοῖς λόγοις . Φοίβωι ξυνῆψ ' ἄκουσα δύστηνον γάμον . ὦ θύγατερ ,
7912816 ἀλαθεα
Αἰσιμίδα , λίθος οἶνος , ὦ φίλε παῖ , καὶ ἀλάθεα ἦρος ἀνθεμόεντος † ἐπάιον ἐρχομένοιο . . . ἐν
: ταῦτα δὲ σύμφωνα ποιητά , θεωρούμενα δι ' αὐτῶν ἀλάθεα . διωρισμένων δὲ τούτων τὰ μετὰ ταῦτα δεῖ νοῆσαι
7910663 φλεξον
οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις ; πυρί με φλέξον , ἢ χθονὶ κάλυψον , ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς
, μανικὴν καὶ παρακεκομμένην τὸν νοῦν τείρεις ] δαμάζεις πυρὶ φλέξον ] ἤγουν κεραύνωσον χθονὶ κάλυψον ] τῇ γῇ :
7906071 μεγασθενες
τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος
τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος
7896579 λιγαινειν
. δόλος ] πανουργία . . ὀρθῶς ] ἀληθῶς . λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . . δύσφρονες ] κακογνώμονες . .
. λιγαίνειν ] κλαίειν . λιγαίνειν ] ὀλολύζειν . θ λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . τροχαϊκὰ τὰ γʹ , τὸ δὲ
7867532 τεης
δὲ σπείρειν ξανθῇ Δημήτερι μίσγων : καί τοι λοιγὸν ἅπαντα τεῆς ἀπάτερθεν ἀρούρης , αὐχμούς τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος
' ἀνέρι φαρμακόοντα . πρὸς δ ' ἔτι τοῖς Δίκτυννα τεῆς ἐχθήρατο κλῶνας Ἥρη τ ' Ἰμβρασίη μούνη στέφος οὐχ
7866149 διακτορος
Ἑρμῆς , ὡς Ὀδυσσεύς : Ἑρμείας δ ' οὐκ ἔστι διάκτορος . . ὅπως παρευθὺς ὑπηρέτης καλὸς ὑπάρχειν φαίνῃς .
τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον : ἀγχίμολον δέ σφ ' ἦλθε διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδυσῆϊ δαμέντων . τὼ δ
7861854 Λατους
νιν ] ὁ Δαλογενὴς [ ] υἱὸς βαθυζώνοιο [ ] Λατοῦς δέκτο [ ] βλεφάρῳ [ ] : πολέες δ
φωνὰν ἀκαμάταν κατθεμένα πρὸ ποδῶν : „ Αἰθοπίᾳ με κόρᾳ Λατοῦς ἀνέθηκεν Ἀρίστα Ἑρμοκλειδαία τῶ Σαϋναϊάδα , σὰ πρόπολος ,
7861505 χαιρεις
δοῦναι χάριν ἐμοί . ἀλλὰ δός , ἑταίρων φίλτατε , χαίρεις γὰρ ἀκούων τοῦτο μᾶλλον ἢ τὸ τῆς ἀρχῆς ὄνομα
ἄνδρα τύραννον . Ἀλλ ' εὐπαράγωγος εἶ , θωπευόμενός τε χαίρεις κἀξαπατώμενος , πρὸς τόν τε λέγοντ ' ἀεὶ κέχηνας
7857653 νερτερων
τέκνα . ἀλλ ' , ὦ φίλοι , χοαῖσι ταῖσδε νερτέρων ὕμνους ἐπευφημεῖτε , τόν τε δαίμονα Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε ,
: πρίν , Ἔρως , ἐκεῖ μ ' ἀπελθεῖν ὑπὸ νερτέρων χορείας , σκεδάσαι θέλω μερίμνας . Μεσονυκτίοις ποτ '
7856895 ναας
μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] ,
. . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει ,
7852035 Δικα
ἡμᾶς , λέγουσα τάδε : σὺ δὲ στεφάνοις , ὦ Δίκα , περθέσθ ' ἐραταῖς φόβαισιν ὅρπακας ἀνήτοιο συνερραις ἁπαλαῖσι
κώλων ιβʹ . φιλεῖ ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . Δίκα ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . ἄγε δὴ βασιλεῦ ]
7842023 ἀνακτ
δοκῶν φορμὸν πλέκειν [ ] . ἀμφί μοι αὖτιϲ [ ἄνακτ ' ] . εἶτα μονῳδεῖν ἐκ Μηδείαϲ καὶ τἀξ
μὲν ἦν πάροιθεν ἐσχάρας Διὸς καθάρσι ' οἴκων , γῆς ἄνακτ ' ἐπεὶ κτανὼν ἐξέβαλε τῶνδε δωμάτων Ἡρακλέης : χορὸς
7841266 Ἀργεϊφοντης
εὐστέφανος , Παφίη , Κυθερία . Ἑρμῆς : Στίλβων , Ἀργεϊφόντης , διάκτωρ , Κυλλήνιος , ὀξύς , πινυτός ,
πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον : ἀγχίμολον δέ σφ ' ἦλθε διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδυσῆϊ δαμέντων . τὼ δ '
7839872 Φοιβον
ὡς ἂν ἔχοντες προμαχομένας αὑτῶν τὰς συλλαβὰς καὶ τὸν ἀκειρεκόμην Φοῖβον ἀποτοξεύοντα τὸν λοιμόν . Πευθῆνας μέντοι ἐν αὐτῇ Ῥώμῃ
μητιέτην καὶ ὑψιβρεμέτην καὶ τὸν Ἥλιον Ὑπερίονα καὶ τὸν Ἀπόλλωνα Φοῖβον καλῶν . μετὰ δὲ τὴν ὀνοματοποιίαν ἴδωμεν καὶ τοὺς
7831260 Δαφνι
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος
7823594 ὀπαζε
ἃς αὐτοὶ ἀγίνεον ἀντιπέρηθεν Θρηικίην δῃοῦντες : ἐπεὶ χόλος αἰνὸς ὄπαζε Κύπριδος , οὕνεκά μιν γεράων ἐπὶ δηρὸν ἄτισσαν .
φιλεῖ , στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν : τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο : ἄρχε δ ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα
7822363 Λυκιδα
Θεόκριτος Μυρτοῦς ὄνομα . λαμβάνει δὲ ὁ Θεόκριτος λαγωβόλον παρὰ Λυκίδα , καὶ οὕτω χωρίζονται ἀπ ' ἀλλήλων . προλογίζει
εἰς ἔτος ἄλλο δακρῦσαι . Λῇς νύ τί μοι , Λυκίδα , Σικελὸν μέλος ἁδὺ λιγαίνειν , ἱμερόεν γλυκύθυμον ἐρωτικόν
7819570 Δικας
Βρύας , Ἕλανδρος , Ἀρχέμαχος , Μιμνόμαχος , Ἀκμονίδας , Δικᾶς , Καροφαντίδας Συβαρῖται Μέτωπος , Ἵππασος , Πρόξενος ,
] , Ἕλανδρος , Ἀρχέμαχος , Μιμνόμαχος , Ἀκμονίδας , Δικᾶς , Καροφαντίδας [ ? ] . Συβαρῖται Μέτωπος [
7809159 ἀειδων
: Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ' ἀείδων ἔμολον , οὕνεκ ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι
ὁ Φοῖβός θ ' ὁ μάντις ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας ἀείδων ἄξει λιπαρὰν εὖ ς ' Ἀθηναίων ἐπὶ γᾶν .
7802306 ἰδοισα
τρίτην Θαλίαν λέγεσθαι . τὸ ἰδοῖσα κοινὸν ἐπὶ ὅλων : ἰδοῖσα ὦ Εὐφροσύνη , ἰδοῖσα ὦ Θάλεια , ἰδοῖσα ὦ
ὀλβίῳ ὄλβια πάντα . ὧν ἴδες , ὧν εἴπαις κεν ἰδοῖσα τὺ τῷ μὴ ἰδόντι . ἕρπειν ὥρα κ '
7801443 μολπα
βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , μολπά , κλαγγὰ θράττει , [ νεῖται ] πνεῖται .
ἀραρότα : ἡρμοσμένον παντὶ κράτει τοῦ Διός . χλιδῶσα δὲ μολπά : τρυφῶσα δὲ ἡ μολπὴ τῶν ἐπέων ἀντιάσει πρὸς
7801132 Κυπρι
ἔχοντα ] ἃς πῶς ποτ ' , ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι , βινεῖν δύνανται , τῶν Δρακοντείων νόμων ὁπόταν ἀναμνησθῶσι
πνέοισιν [ [ ] ἔνθα δὴ σὺ στέμματ ' ἔλοισα Κύπρι χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως ὀμμεμείχμενον θαλίαισι νέκταρ οἰνοχόαισον .
7797989 φραδαισι
ἀνεῖλεν ὁ Κάδμος : ὡς καὶ ἀνωτέρω [ ] Παλλάδος φραδαῖσι : κατήνυσας ἐφόνευσας : ἐν περιφράσει τὸν Κάδμον :
ὠλένας † δικὼν † βολαῖς : δίας ἀμάτορος † Παλλάδος φραδαῖσι † γαπετεῖς δικὼν ὀδόντας ἐς βαθυσπόρους γύας : ἔνθεν
7797493 ναιεις
Χρησμός : Πῖν ' οἶνον τρυγίαν , ἐπεὶ οὐκ Ἀνθηδόνα ναίεις , οὐδ ' ἱερὰν Ὑπέραν , ὅθι γ '
δηλοῖ , ἣν ἐδωρήσατο τῇ περσεφόνῃ ὁ ζεύς : ἥτις ναίεις καὶ οἰκεῖς ἐπὶ τοῦ μηλοβότου ἀκράγαντος , τοῦ ὁμωνύμου
7796296 σπλαγχνοισι
κάμπη δὲ τὰ κήτη . πολλῶν * γὰρ * ἐν σπλάγχνοισι καμπέων καὶ κητῶν τυμβευθήσεται νήριθμος καὶ ἀμέτρητος ἐσμὸς βρωθεὶς
Ὁκόταν τὸ τῆς ψυχῆς θερμὸν τῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τοῖσι σπλάγχνοισι καὶ τῇσι φλεψὶ γένηται πλέον τοῦ ἐν τούτοισι τοῖσι
7790201 ὐπα
δ ' ὤρα χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ
βασίλευς [ ἄνδρων πλεῖστα νοησάμενος [ ἀλλὰ καὶ πολύιδρις ἔων ὐπὰ κᾶρι [ διννάεντ ? ' Ἀχέροντ ' ἐπέραισε ,
7789948 ὑμεναιον
κατὰ ἀνάμνησιν ἀναστενάζει , τὸν ἐπὶ κακῷ τοῖς Τρῳσὶν [ ὑμέναιον ] ἐπιτελεσθέντα . ὅτι δὲ οὕτως ἔχει , ἐπιφέρει
εὐθὺς αὐτὸ τοῦτο ἐπισημαίνοιο , ὅτι οἱ μὲν ἄλλοι τὸν ὑμέναιον ᾄδουσιν , ἡμεῖς δὲ ἀντὶ τοῦ ὑμεναίου τὸν λόγον
7787211 ἐραται
τοῦ πολέμου . , , , : ἀφρήτωρ ἀθέμιστοςὃς πολέμου ἔραται . λεξάσθων παρὰ τάφρον : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ
' αὔτως σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει , ἀλλ ' ἔραται , θυμὸν δ ' οὐ δύναται τελέσαι . Ὦ
7785709 Ἀφροδιτᾳ
Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν ζαθέῳ με δέξαι χώρῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν .
. Ἀλλ ' οὐχὶ χοῖρος τἀφροδίτῃ θύεται , Οὐ χοῖρος Ἀφροδίτᾳ ; Μόνᾳ γα δαιμόνων . Καὶ γίνεταί γα τᾶνδε
7777123 μελπων
μ ' ἔκιχεν κιθάρην πολυδαίδαλον ἐντύνοντα , ὄφρα κέ σοι μέλπων προχέω μελίγηρυν ἀοιδήν , κηλήσω δέ τε θῆρας ἰδ
ὁ Πίνδαρος μεταφορικῶς εἰπεῖν ἔστην τῷ λόγῳ καὶ τῇ μολπῇ μέλπων αὐτὸν καὶ ὑμνῶν . ἐὰν μὲν οὖν ὁ χορὸς
7775755 θασσεις
' Ἀχιλλεῦ , δοριλυμάντους Δαναῶν μόχθους , οὓς σὺ προπίνων θάσσεις εἴσω κλισίας . . . . . . .
μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων ἀδύτων
7768405 ἀπολωλα
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς
7761511 Κλυθι
Δωδωναῖε . ” καὶ ὁ Λύκιος τὸν Ἀπόλλωνα , “ Κλῦθι ἄναξ , ὅς που Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ εἶς
ἵππου εὔχετ ' ἐπ ' ἀκαμάτῳ Τριτωνίδι χεῖρας ὀρέξας : Κλῦθι , θεὰ μεγάθυμε , σάου δ ' ἐμὲ καὶ
7760344 εὐφρονες
. τὸν ἐσόμενον οὖν τοῦ Πηλέως σύγγαμβρον . ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι : ἶλαι αἱ τάξεις καὶ αἱ συστροφαὶ τῶν
! [ – ⚕ – ⚕ – ] μμασιν ? εὔφρονες [ ] [ – × φῶς δεκ˘ ? [
7759666 ἱλαος
Δευκαλίωνες , οὐ Πελοπηιάδαι τε καὶ Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί . ἵλαος , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐς νέωτ
τέρμα δρόμου ἵππων φυτεῦσαι . καί νυν ἐς ταύταν ἑορτὰν ἵλαος ἀντιθέοισιν νίσεται σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας . τοῖς
7752919 χαιταν
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω
κάλαθον εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος . μηδ ' ἃ κατεχεύατο χαίταν : μηδ ' ἥτις ἄγαμός ἐστιν . μηδὲ ὅταν
7752723 Κικλησκω
εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν , εὐειδῆ Σεμέλην , ἐρατοπλόκαμον ,
πρὸς σὸν χῶρον , ἄνασσα , καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα . Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον , εὐαστῆρα , πρωτόγονον , διφυῆ ,
7746958 ἁδυ
τραύματα ἁλίκα ποιεῖς ; Εὐνίκα μ ' ἐγέλαξε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλᾶσαι καί μ ' ἐπικερτομέοισα τάδ ' ἔννεπεν :
καὶ πολεμικὸς ποιητὴς Ἀλκαῖος ἔφη : κὰδ δὲ χευάτω μύρον ἁδὺ καττῶ στήθεος ἄμμι . καὶ ὁ σοφὸς δὲ Ἀνακρέων
7743586 δερκομενα
τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα , τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα καχλάζοντος
τυγχάνῃ δεικτική . τὸ ἑξῆς : τὰν κύνα βάλλειεἰς ἅλα δερκομένα , ὥστε τὰ λοιπὰ διὰ μέσου . τᾶν ὀΐων
7743469 Δηω
Δηώ : γῆ : σωματοποιεῖ τὴν γῆν ὡς θεάν . Δηὼ ὁ θεὸς παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω , δηὼ
, ἁρπαγείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος , ἡ μήτηρ αὐτῆς ἡ Δηὼ νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν , καὶ δὴ περιερχομένη καὶ
7739661 ἁδιον
χαίρετ ' : ἐγὼ δ ' ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον ᾀσῶ . πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα ,
χιμάρω δὲ καλὸν κρέας , ἔστε κ ' ἀμέλξῃς . ἅδιον , ὦ ποιμήν , τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ
7739354 φεριστον
ἄλλος ἐπ ' ἄλλα : πέλει δ ' ἄρα κεῖνο φέριστον ἔργον , ὅ τι φρεσὶν ᾗσιν ἐπιστάμενος πονέηται .
' ἀπεμυθεόμην : σὺ δὲ σῷ μεγαλήτορι θυμῷ εἴξας ἄνδρα φέριστον , ὃν ἀθάνατοί περ ἔτισαν , ἠτίμησας : ἑλὼν
7738210 Δημητερι
ἄρουραν : νειὸς ἀλεξιάρη παίδων εὐκηλήτειρα . εὔχεσθαι Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ . σχόλιον : εὐσεβεῖν διδάσκει τὸν
γὰρ Ἡσίοδός φησιν [ . ] εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ , ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν
7732698 πατρωιαι
ὦ τεκοῦσα , καὶ σύ , σύγγονε , ἐν γῆι πατρώιαι , καὶ πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον , ὡς τοσόνδε γοῦν
: . . . . δημιουργὸν γὰρ γενέσθαι τὸν Σωκράτην πατρώιαι τέχνηι χρώμενον τῆι λατυπικῆι Ἀριστόξενος ἱστορεῖ : καὶ Τίμαιος
7728908 ποθεινον
ἀορτάς . Ἄριστον ἐπεχόρευσεν ἐκλελεγμένον , εἴ τι νέον ἢ ποθεινόν : ὀστρέων γένη παντοδαπά , λοπάδων παρατεταγμένη φάλαγξ ,
ἀστρίχοις . ἠκρόασο ὦ γῆρας , ὡς ἅπασιν ἀνθρώποισιν εἶ ποθεινόν , ὡς εὔδαιμον , εἶθ ' ὅταν παρῇς ἀχθηρόν
7718049 λαβ
καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς
καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς
7717900 ῥεζειν
. . νεκρὸν Ἀχαιοῖσιν δώσω πάλιν : ὣς δὲ σὺ ῥέζειν : ὅτι ἀντὶ τοῦ ῥέζε . . . .
σὺν αὐτῷ φραζομένη , καὶ μηδὲν ὑπίσχεο μηδὲ κέλευε σῇ ῥέζειν ἰότητι : τὸ γὰρ τέλος ἐστὶν ἀφαυρόν . κουρίδιος
7712894 στητας
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
7712625 ἀρηγονα
δὲ καὶ νεφροῖσι δεθεὶς κάμνοντα σαώσει . Δεύτερον εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν
? ? ? ! ! ! [ ] [ ] ἀρηγόνα χεῖρα γενε [ ] [ ] ανουσαν ? [
7711062 συγγονον
καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας ⌊ κορᾶν ⌋ ] Φόρκοιο , σύγγονον πατέρων , [ ] ν [ ] ποντ ?
πατέρ ' Ἀρκεσίλαν , καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτˈρεμίαν τε σύγγονον : εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους
7710916 κτεαρ
τὸ μὲν Ἠέλιος γέρας ἄφθιτον υἱέι τεύχων ἤλεκτρον ποίησε μέγα κτέαρ ἀνθρώποισι : τόν ῥα τότ ' εὐρυπέδοιο πυρῆς καθύπερθε
οἷον , ἔαρ : κέαρ : φρέαρ : στέαρ : κτέαρ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ δέλεαρ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς
7710434 ἐρυξας
. εἰ δ ' ἐθέλεις , σὺ κόμισσον ἐνὶ σταθμοῖσιν ἐρύξας : εἵματα δ ' ἐνθάδ ' ἐγὼ πέμψω καὶ
δῖος ἀμύμονα Βελλεροφόντην ξείνις ' ἐνὶ μεγάροισιν ἐείκοσιν ἤματ ' ἐρύξας : οἳ δὲ καὶ ἀλλήλοισι πόρον ξεινήϊα καλά :
7709705 ταμιην
τὸν Κυθέρηθεν , ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παίδευσάν τε Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς ὠρυγῇ ταύτης
δὲ τὸν Κυθέρηθεν ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παιδευθέντα Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς Ὀρτυγίηι ταύτης ἦλθε
7707273 στεφη
γῆ , χόρευε Ῥωμαίων ὅση , ὡς ηὐτύχησας εἰς ἀνακτόρων στέφη , ὡς ἐπλάτυνας εἰς τὰ πατρῷα πλάτη , ὡς
ὡς νόμος βροτοῖς , ἴς ' ἀντιδοῦναι τοῖσι πέμπουσιν τάδε στέφη , δόσιν γε τῶν κακῶν ἐπαξίαν ; ἢ σῖγ
7706678 γοοις
ἢ ὅτι σκυλευόμεναι θρῆνον ἐγείρουσι καὶ τὸ αὐτῶν ὄμμα ἐκτήκουσι γόοις κατ ' Εὐριπίδην , ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι
δίδυμα μέμονε φρήν , σὲ πάρος ἢ ς ' ἀναστενάξω γόοις . Πυλάδη , πέπονθας ταὐτὸ πρὸς θεῶν ἐμοί ;
7706433 λισσομενος
γὰρ ἂν πλάξιππος Οἰνεὺς παῦσεν καλυκοστεφάνου σεμνᾶς χόλον Ἀρτέμιδος λευκωλένου λισσόμενος πολέων τ ' αἰγῶν θυσίαισι πατὴρ καὶ βοῶν φοινικονώτων
ἄρ ' ὀξὺ νόησε περικλυτὸς Αἴσονος υἱός , καὶ τότε λισσόμενος θυμὸν κατερήτυ ' ἑκάστου . Αὐτὰρ ἐπεί τ '
7705452 Ἀφροδιταν
οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν , τὰν παρθένοις γαμήλιον Ἀφροδίταν . πότνια , σοὶ τάδ ' ἐγὼ νυμφεῖ '
κοινὰν τεκέων τύχαν οἴκοισι φυτεύσας δεσποίναι : πρὸς δ ' Ἀφροδίταν ἄλλαν θέμενος χάριν νόθου παιδὸς ἔκυρσεν . κλεινήν ,
7704175 ἁι
πέλταν Ἀθάνας περικίοσιν ἀγκρεμάσας θαλάμοις δέλτων τ ' ἀναπτύσσοιμι γᾶρυν ἇι σοφοὶ κλέονται . ἀνέγγυοι γάμοι ἀνέξοδον Ἐλευσίνιοι μετ '
λέκτρων σκότια νυμφευτήρια . ἦ τὰν τοῦ Φοίβου παρθένον , ἇι γέρας ὁ χρυσοκόμας ἔδωκ ' ἄλεκτρον ζόαν ; ἔρως
7703707 Κρονιδᾳ
χίμαρον . Οὗτος Φειδόλα ἵππος ἀπ ' εὐρυχόροιο Κορίνθου ἄγκειται Κρονίδᾳ μνᾶμα ποδῶν ἀρετᾶς . Πρηξιδίκη μὲν ἔρεξεν , ἐβούλευσεν
τετυχηκὼς Χαρίτων λέγηται ἐκ διανοίας συνετῆς . τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Διὶ καὶ Νεμέᾳ : ἐμοὶ εἴη ποιῆσαι :
7701787 χἀ
. ψυχρὸν ὕδωρ τουτεὶ καταλείβεται : ὧδε πεφύκει ποία , χἀ στιβὰς ἅδε , καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι . ἀλλ
οὐ θησῶ ποκα ἀμνόν , ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ χἀ μάτηρ , τὰ δὲ μῆλα ποθέσπερα πάντ ' ἀριθμεῦντι
7699858 παννυχιος
τοῦδε τάφου , ὡς ὁ φιλάκρητός τε καὶ οἰνοβαρὴς φιλόκωμος παννύχιος κρούων τὴν φιλόπαιδα χέλυν κἠν χθονὶ πεπτηὼς κεφαλῆς ἐφύπερθε
θυμῷ , ὄφρ ' ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν . παννύχιος φερόμην , ἅμα δ ' ἠελίῳ ἀνιόντι ἦλθον ἐπὶ
7699194 ματερος
ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς
ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον
7697517 ὐμμε
† Μαῖα γέννατο Κρονίδαι μίγεισα παμβασίληϊ τὸ γὰρ θέων ἰότατι ὔμμε λαχόντων † αφυτον θήσει γέρας τὸ δ ' ἔργον
θεῶν βουλομένων πολλαὶ ὁδοὶ γίνονται εἰς τὸ εὖ πράσσειν . ὔμμε δὲ κλάρωσεν : ὑμᾶς μέντοι , ὦ Τιμόσθενες ,
7697101 δανος
καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οὐτιδανοῖς ] ἀνευφράντοις τοῖς οὔ τι δάνος καὶ χαρὰν ἔχουσι : ἢ τοῖς οὐτιγανοῖς τοῖς μὴ
οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οἱ γὰρ Δωριεῖς τὸ γάνος
7696492 εὐμενει
. Σπερχειὸς ] Θετταλίας ποταμός . ἄρδει ] πιαίνει . εὐμενεῖ ] † ἱλαρῷ , γλυκεῖ . πόλισμ ' ]
, Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα : Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ
7692637 ἐμωι
ὦ ἄνδρες δικασταὶ ? ? τῷ τε πατρὶ [ τῶι ἐμῶι καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδείοις ] ἔλεγεν [ , ὡς
' ἄλλον ἄνδρα σωφρονέστερον ὄψεσθε , κεἰ μὴ ταῦτ ' ἐμῶι δοκεῖ πατρί . ἦ μέγα μοι τὰ θεῶν μελεδήμαθ
7692590 Κυπριδι
? ' ἐμῆι μορφῆι πλέον ἐρεῖ ποτ ' ἢ τῆι Κύπριδι τὸ Δαιδάλου μείμημα [ ] ? : φωνῆς ?
ὁρᾶν μόνον : ἦ ῥ ' ἀγρυπνήσω πολλάκι τῇ κενεῇ Κύπριδι χειρομαχῶν . Ὀρθὸν νῦν ἕστηκας , ἀνώνυμον , οὐδὲ
7692440 Διοσκορω
ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς ; αἱ μὲν γὰρ χάριτες , ὦ Διοσκόρω , πολλαί , καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς
. Εὖ γ ' , εὖ γε ποιήσαντες , ὦ Διοσκόρω . Ἴσως ἂν εὖ γένοιτο : θαρρεῖτ ' ,
7691046 γᾳ
] κατά . πρῶν ' ] ἐξοχήν . . τᾷδε γᾷ ] τῇ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι
ἀνδρῶν , εἰ θεοὶ θεοί , τούσδ ' ὀλέσειαν ἐν γᾷ . ἕκτον λέγοιμ ' ἂν ἄνδρα σωφρονέστατον ἀλκήν τ
7688926 δυσμορον
ἔσπασεν αἰχμήν : ὣς ἄρα καὶ μύραιναν ἕλεν χόλος ἀφραδίῃσι δύσμορον , αὐτοτύποισιν ὑπ ' ὠτειλῇσι δαμεῖσαν . τοίην που
' ἄφαντον ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς , ἐν ᾗ Κυφαίων δύσμορον στρατηλάτην ναύταις συνεκβράσουσι Βορραῖαι πνοαὶ τόν τ ' ἐκ
7687264 Μωσα
παθητικὴ χοόμενος , χούμενος καὶ δωρικῶς χώμενος , ὡς Μοῦσα Μῶσα , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο χωόμενος : ἢ παρὰ
Μνασάλκεος τὸ σᾶμα τῶ Πλαταιΐδα τῶ ' λεγῃοποιῶ : ἁ Μῶσα δ ' αὐτῶ τᾶς Σιμωνίδα πλάτας ἧς ἀποσπάραγμα κενά
7684971 εὐιον
τὸν Διόνυσον ᾄδειν ἔοικεν ἐν κορυφαῖς τοῦ Κιθαιρῶνος ὑποσκιρτῶν τι εὔιον . ὁ Κιθαιρὼν δὲ ὀλοφύρεται ἐν εἴδει ἀνθρώπου τὰ
ζάεντος φαμὶ ἰοπλοκάμων Μοισᾶν εὖ λαχεῖν . μισέω μνάμονα συμπόταν εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις Διόνυσον ἀνθέοντα τιμαῖς ὅτε Τυνδαριδᾶν ἀδελφῶν ἅλιον
7683073 ἀγκαλαι
μὲν γᾶ τρέφει δεινὰ δειμάτων ἄχη , πόντιαί τ ' ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βρύουσι , [ πλάθουσι ] βλαστοῦσι καὶ
τοι καὶ παθεῖν ὀφείλεται ἀρτίδροπος ὀπώρα νεάζουσα μάντις μυχθίζειν κυμάτων ἀγκάλαι ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας ζόης
7682387 ταιδ
δ ' ἐγώ . διὰ πυρὸς ἔμολον ἁ τάλαινα ματρὶ τᾶιδ ' , ἅ μ ' ἔτικτε κούραν . ἰὼ
ἐκ τοκάδων , πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους ; οὐ τᾶιδ ' ὑπήνεμος αὔρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα , δινᾶέν θ
7680042 μυσταις
παρ ' ἐμοῦ . ἱεροῖσι ] ὕμνοις . , τοῖς μύσταις , τοῖς ἀφιερωμένοις ἀνδράσιν ἡμῖν . . ἡ τοῦ
' ἐπίφαυσκον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη : μετὰ δ ' ὅρκια μύσταις : ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην καὶ Κρόνον
7679546 ἀγαλματ
' ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς , ἐξὸν τοσουτουὶ δύ ' ἀγάλματ ' ἀγοράσαι ; Ὁ πρῶτος εὑρὼν πολυτελὲς τμητὸν μέγα
' ἰδοῦσα . ” καὶ πληθυντικῶς “ πολλὰ δ ' ἀγάλματ ' ἀνῆψεν , ὑφάσματά τε χρυσόν τε . ”

Back