κατὰ ἀνάμνησιν ἀναστενάζει , τὸν ἐπὶ κακῷ τοῖς Τρῳσὶν [ ὑμέναιον ] ἐπιτελεσθέντα . ὅτι δὲ οὕτως ἔχει , ἐπιφέρει
εὐθὺς αὐτὸ τοῦτο ἐπισημαίνοιο , ὅτι οἱ μὲν ἄλλοι τὸν ὑμέναιον ᾄδουσιν , ἡμεῖς δὲ ἀντὶ τοῦ ὑμεναίου τὸν λόγον
8251500 Ἰτυν
. τοῦτο δ ' ἂν ἔχοι οὕτως . ἀποκτείνασαι τὸν Ἴτυν καὶ πορθήσασαι τὸν οἶκον , εἴς τι πλοιάριον ἐμβᾶσαι
οὔτε Πρόκνης οὔτε Τειρέως μέμνηται καὶ τὸν παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἴτυν Ἴτυλον αὐτὸς λέγει . . καί τέ σφιν ἰαίνομαι
8023301 παιανα
κοινῇ μηδὲν ἀτυχούντων , συνῇδον μετὰ τῶν ἄλλων πρέσβεων τὸν παιᾶνα , ἡνίκα ὁ θεὸς μὲν ἐτιμᾶτο , Ἀθηναῖοι δὲ
ἀλλὰ γένος τι ὕμνου τὸν λίνον , ὥσπερ εἰ ἔλεγε παιᾶνα ᾖδεν ἤ τι τοιοῦτον . διὸ ἡ διπλῆ .
7817414 Ἰακχον
στενάζω τὸν νεκρὸν Ἴακχον , τὸν θρῆνον τὸν εἰς τὸν Ἴακχον , ὅν φασι Περσεφόνης εἶναι υἱόν : τλήμων ἰατρός
δὲ ὅστις μὲν ἀκούει καὶ πείθεται , πολὺν ἠχήσει τὸν Ἴακχον : τῷ δὲ ἀπειθοῦντι καὶ παρακούσαντι κρύψω τὸ πῦρ
7789947 Διονυσε
συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
7626606 Φοιβον
ὡς ἂν ἔχοντες προμαχομένας αὑτῶν τὰς συλλαβὰς καὶ τὸν ἀκειρεκόμην Φοῖβον ἀποτοξεύοντα τὸν λοιμόν . Πευθῆνας μέντοι ἐν αὐτῇ Ῥώμῃ
μητιέτην καὶ ὑψιβρεμέτην καὶ τὸν Ἥλιον Ὑπερίονα καὶ τὸν Ἀπόλλωνα Φοῖβον καλῶν . μετὰ δὲ τὴν ὀνοματοποιίαν ἴδωμεν καὶ τοὺς
7607347 Βακχον
ἐβώστρεεν : ἐκέλευεν . Ἐλάεσκε : ἔκβαλεν . Βρόμιον : Βάκχον . Πενθηϊάδες : τοῦ Πενθῆος . Θιασώτισι : χορευτοῖς
θεὸν κροτοῦντες ἐπιληνίοισιν ὕμνοις , ἐρατὸν πίθοις ὁρῶντες νέον ἐσζέοντα Βάκχον . ὃν ὅταν πίνηι γεραιός , τρομεροῖς ποσὶν χορεύει
7558514 Ἀδωνιν
ὡς ἀνεκὰς τὸ κρίβανον . Ἀδώνι ' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν . Ὑπέλυσε δήμαρχός τις ἐλθὼν εἰς χορόν .
ἔστιν ἐκφυγέειν , ὁπόσοι γῆν ἐπιφερβόμεθα . Ἢ ὡς θεῖον Ἄδωνιν ὀρειφοίτης Διόνυσος ἥρπασεν , ἠγαθέην Κύπρον ἐποιχόμενος . Ἐν
7520500 ᾀσαι
ἀναμεῖναι οὐκ ἂν ὑπομείναι πολὺν χρόνον οὐθένα . καὶ οὔτε ᾆσαι οὔτε ῥῆσιν εἰπεῖν οὔτε ὀρχήσασθαι ἂν ἐθελήσειεν : δεινὸς
χθονὸς ἀναγορευθῆναι , καὶ πρὸς τοὺς θεοὺς ὕμνον καὶ εὐχὴν ᾆσαι τοιαύτην , δοίητέ μοι , θεοὶ , πορθῆσαι τὰς
7359677 Ὑακινθον
συντελοῦσι , καὶ διὰ τὸ πένθος τὸ γενόμενον περὶ τὸν Ὑάκινθον οὔτε στεφανοῦνται ἐπὶ τοῖς δείπνοις οὔτε ἄρτον εἰσφέρουσιν ,
ἴσχει ἔρωτα , πρῶτος ἀρξάμενος ἐρᾶν ἀρρένων . ἀλλ ' Ὑάκινθον μὲν ὕστερον Ἀπόλλων ἐρώμενον ὄντα δίσκῳ βαλὼν ἄκων ἀπέκτεινε
7264186 ἐριβρομον
χῶρον , ἄνασσα , καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα . Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον , εὐαστῆρα , πρωτόγονον , διφυῆ , τρίγονον ,
Δᾶλον ἀμφιρρύταν εἰπόντες , ἢ Δία τερπικέραυνον , ἢ πόντον ἐρίβρομον , καὶ παρελθόντες ὡς Ἡρακλῆς εἰς Ὑπερβορέους ἀφίκετο ,
7246516 θεριζοντα
ὀψαμάτην τὸν Μίλωνα ὁ Βάττος καλεῖ , τουτέστι μέχρι ὀψίας θερίζοντα καὶ μὴ ἀποκάμνοντα . ὀψαμᾶτα : νωθρέ , ὀψὲ
ἄλλα γάρ σε διδάξομαι θαυμασιώτερα . Τὰ ποῖα ; Τὸν θερίζοντα καὶ τὸν κυριεύοντα καὶ ἐπὶ πᾶσι τὴν Ἠλέκτραν καὶ
7242069 Λατους
νιν ] ὁ Δαλογενὴς [ ] υἱὸς βαθυζώνοιο [ ] Λατοῦς δέκτο [ ] βλεφάρῳ [ ] : πολέες δ
φωνὰν ἀκαμάταν κατθεμένα πρὸ ποδῶν : „ Αἰθοπίᾳ με κόρᾳ Λατοῦς ἀνέθηκεν Ἀρίστα Ἑρμοκλειδαία τῶ Σαϋναϊάδα , σὰ πρόπολος ,
7233634 λιγαινειν
. δόλος ] πανουργία . . ὀρθῶς ] ἀληθῶς . λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . . δύσφρονες ] κακογνώμονες . .
. λιγαίνειν ] κλαίειν . λιγαίνειν ] ὀλολύζειν . θ λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . τροχαϊκὰ τὰ γʹ , τὸ δὲ
7211332 ἁνικ
: ὅτε γὰρ πλεῖν μέλλουσιν , ἀνάγουσι τὰς ἀγκύρας . ἁνίκ ' ἄγκυραν : τὸν Τρίτωνά φησιν αὐτοῖς συντετυχηκέναι ἀναγομένοις
δ ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκˈλαγξε βροντάν , ἁνίκ ' ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναῒ κριμνάντων ἐπέτοσσε , θοᾶς
7208776 Βακχε
ὅσον ζυγόν . Τευθράντιον δὲ σχῆμα Μυσίας χθονός δέσποτα φιλόδαφνε Βάκχε , παιὰν Ἄπολλον εὔλυρε θριάζειν Ζεὺς ὅστις ὁ Ζεύς
δράκων ἢ πυριφλέγων ὁρᾶσθαι λέων . ἴθ ' , ὦ Βάκχε , θὴρ ἀγρευτᾶι βακχᾶν προσώπωι γελῶντι περίβαλε βρόχον θανάσιμον
7207146 ὑποδμηθεισα
' ἔτεκ ' ἐν μεγάροις Ἀσκληπιὸν ὄρχαμον ἀνδρῶν , Φοίβῳ ὑποδμηθεῖσα , ἐϋπλόκαμόν τ ' Ἐριῶπιν . καὶ Ἀρσινόης ὁμοίως
: ἣ δή οἱ Μήδειαν ἐύσφυρον ἐν φιλότητι γείναθ ' ὑποδμηθεῖσα διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην . ὑμεῖς μὲν νῦν χαίρετ '
7182942 κουρα
ἐτέων ὢν πέντ ' ἐπὶ πεντήκοντα . κλυτομήτης Φλεγύα ] κούρα περιώνυμε μᾶτερ ἀλεξιπόνοιο [ ] [ ] θεοῦ ﹙
τοῖσιν ἂν δαίμων θέλῃ . Ταῦτ ' οὐκ ἐπιλεξαμένα Θεστίου κούρα δαΐφρων μάτηρ κακόποτμος ἐμοὶ βούλευσεν ὄλεθρον ἀτάρβακτος γυνά ,
7179851 Πενθεως
, ὅτι φιλοφρόνως αὐτὸν ὑπεδέξατο , τὴν ὕβριν φεύγοντα τοῦ Πένθεως . ΓΘ ἐκπίω ] πρὸς τὸ ὑπ ' ἐκείνου
, ὅτι φιλοφρόνως αὐτὸν ὑπεδέξατο , τὴν ὕβριν φεύγοντα τοῦ Πένθεως . ΓΘ ἐκπίω ] πρὸς τὸ ὑπ ' ἐκείνου
7178686 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
7172355 καλλινικον
Ἀσωπιάδες κόραι πατρὸς ὕδωρ βᾶτε λιποῦσαι συναοιδοὶ Νύμφαι τὸν Ἡρακλέους καλλίνικον ἀγῶνα . Πυθίου δενδρῶτι πέτρα Μουσᾶν θ ' Ἑλικωνίδων
, ταῦρον προηγητῆρα συμφορᾶς ἔχων . βάκχαι Καδμεῖαι , τὸν καλλίνικον κλεινὸν ἐξεπράξατε ἐς γόον , ἐς δάκρυα . καλὸς
7164564 μολε
κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην .
ὁ Διὸς παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε .
7162164 χορευσαι
ὡς ἂν μὴ λόγωι ' παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ
ὧν ἐχόρευσα . πῶς οὖν με κελεύεις καὶ νῦν αὐτῷ χορεῦσαι τῷ ἅπαξ καταφρονήσαντί μου : χάριν διδοῦσα ἧς χάριν
7130451 Κυπρι
ἔχοντα ] ἃς πῶς ποτ ' , ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι , βινεῖν δύνανται , τῶν Δρακοντείων νόμων ὁπόταν ἀναμνησθῶσι
πνέοισιν [ [ ] ἔνθα δὴ σὺ στέμματ ' ἔλοισα Κύπρι χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως ὀμμεμείχμενον θαλίαισι νέκταρ οἰνοχόαισον .
7126647 Χιρωνος
τράφειν πεδίον : ἰόντων δ ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ' ἀγγελίαι μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς
σιγᾷ κατερρύη * * * τροχὸν μέλος , ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί * * * αἴνιγˈμα παρθένοι ' ἐξ ἀγˈριᾶν
7124311 βαθυσκιον
μαλακῶ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι , ἄλλοκα δὲ σκαίρει τὸ βαθύσκιον ἀμφὶ Λάτυμνον . λεπτὸς μὰν χὠ ταῦρος ὁ πυρρίχος
ἐς ἐμὴν ὕβριν ἐκαρποφόρουν . ἄλσος δ ' ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιον , ηὕρομεν ἔνδον πορφυρέοις μήλοισιν ἐοικότα παῖδα Κυθήρης .
7117882 Βρομιον
βλέφαρον Κύκλωπος , ὡς πίηι κακῶς . κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω , Κύκλωπος λιπὼν ἐρημίαν : ἆρ
, Φοῖβόν τ ' οὐ καταισχύνεις λόγοις , τιμῶν τε Βρόμιον σωφρονεῖς , μέγαν θεόν . ὦ παῖ , καλῶς
7112831 χαριεντα
ἄλλυδις ἄλλος ἡμῶν μᾶζαν ἐπ ' ἀλλόφυλον , οὗ δεῖ χαρίεντα πολλὰ τὸν κόλακ ' εὐθέως λέγειν ἢ ' κφέρεται
ὡς χρημάτων ἥττων : ἀμέλει τὸν Τηλαύγη ἑταῖρον ὄντα καὶ χαρίεντα παρεώρα ἀθεράπευτον . Αἰσχίνης ὁ Σωκρατικὸς ἐν μὲν τῷ
7104813 κλαυθμον
διακρατείτω ἐρεθισμοῖς τισιν καὶ ψελλίσμασιν καὶ φωναῖς προσηνέσιν παρηγοροῦσα τὸν κλαυθμόν , μήτε δὲ ἐκφοβοῦσα μήτ ' ἐπιταράττουσα ψόφοις τισὶν
ἀπονιψαμένους ποιεῖ πάλιν δειπνοῦντας καὶ δόρπου ἐξαῦτις μεμνημένους μετὰ τὸν κλαυθμόν . τῷ δὲ μὴ αἴρεσθαι τὰς τραπέζας ἐναντιοῦσθαι δοκεῖ
7089580 Αἰγισθον
εὐσεβῶς διεπράξατο φονεύσας αὐτήν , ἔφη τὸ ἔθυσα : τὸν Αἴγισθον μὲν ἔκτεινα , ἐπὶ τούτῳ δὲ τὴν μητέρα ἔθυσα
πρὸς ἄνδρα νήπιον . στένω ] εὐγνωμόνως ἐλεοῦσι τοὺς περὶ Αἴγισθον . ἐπήκρισεν ] ἐπ ' ἄκρον ἦλθεν . διπλοῦς
7080850 θιασον
] χαριν ? [ . . . [ ἄγετε ] θίασον ? ? [ [ ] ! των νὺξ ?
ὀδόντων τοῦ δράκοντος τῶν ἑξῆς πάντων εἰσὶ πρόγονοι : ἀσπιδοφέρμονα θίασον ἔνοπλον : ποιεῖς δηλαδὴ θίασον ἀσπιδοφέρμονα : ἄλλως :
7072890 ἀοιδαν
τῶν ἀκουόντων . καὶ κέρτομος ὁ παραλογιστής . τὰν γὰρ ἀοιδάν : παροιμία ἐπὶ τῶν γινωσκόντων καὶ μὴ μεταδιδόντων .
ἁβροβιών ἄναξ Ἰώνων , τί νέον ἔκλαγε χαλκοκώδων σάλπιγξ πολεμηΐαν ἀοιδάν ; Ἦ τις ἁμετέρας χθονὸς δυσμενὴς ὅρι ' ἀμφιβάλλει
7067592 πεπλον
φέροντας , τήνδε μὴ φεύγειν χθόνα , ] λεπτόν τε πέπλον καὶ πλόκον χρυσήλατον : κἄνπερ λαβοῦσα κόσμον ἀμφιθῆι χροΐ
καὶ τὰ φάρη ὡς διαφέροντα , εἰ καὶ ἀλλαχοῦ τὸν πέπλον οὕτως προσηγόρευσεν , ε , . . : ὅτι
7064163 κωμους
, ἑορτάς , πανηγύρεις , μουσικοὺς ἀγῶνας , ἱπποδρομίας , κώμους , παννυχίδας μετ ' αὐλῶν καὶ κιθάρας , τέρψεις
ἐκ παντὸς παυσάμενος καμάτου . Λέσβιος Ἀλκαῖος δὲ πόσους ἀνεδέξατο κώμους Σαπφοῦς φορμίζων ἱμερόεντα πόθον , γιγνώσκεις : ὁ δ
7059881 ὁκ
] λαγετ ? ? [ [ ] ! ι σάλπιγγος ὅκ ' ἐν κε [ [ Κάστορι ] θ '
ῥα φίλυπνος ; ἦ ῥα πολύν τιν ' ἔπινες , ὅκ ' εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ ; εὕδειν μὰν σπεύδοντα καθ
7054495 ταισδ
, γελάσειας , ὦ Πάν , ἐπ ' ἐμαῖς εὔφροσι ταῖσδ ' ἀοιδαῖς κεχαρημένος . εʹ ἐνικήσαμεν ὡς ἐβουλόμεσθα ,
μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ ' Ἐλευθεραῖς τὸν μὲν κικλήσκω Ζῆθον : ἐζήτησε γὰρ
7048028 ἐπωμοσε
. . . ὣς φάτο , καί ῥ ' ἐπίορκον ἐπώμοσε , τὸν δ ' ὀρόθυνεν : τοῦτο ἔξωθεν ἐπιπεφώνηται
Φιλίππου , ἐπαινέτης ἦν ἡμῶν Δημοσθένης , καὶ τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν συγχαίρειν τῇ πόλει , ὅτι τοιούτους ἄνδρας
7038183 τικτεν
περικλυτός ὅν ποτε Βάκχῳ νύμφη ὑποκλινθεῖσα παρ ' Ἀσωποῖο ῥοῇσι τίκτεν , ἄμωμον ἔχοντα δέμας καὶ ἐπίφρονα μῆτιν . Κηφεύς
Διονύσου Βακχῶν : Θυὰς γὰρ ἡ Βάκχη . Μόνον ἀθανάτα τίκτεν ] * Ὅσους παῖδας ἡ Θέτις ἐγέννα , ἐν
7038060 Δευρ
τοῦ νόμου τοῦ ἀκινήτου ἐπὶ τὸν ἔμπνουν καὶ ζῶντα . Δεῦρ ' ἴτε οὖν , ὦ φίλαι Μοῦσαι , αἳ
. Πλάτων δὲ τὸ Δεσποτοῦν ἀντὶ τοῦ δεσπόζον εἴρηκε . Δεῦρ ' ἀεί , ἀντὶ τοῦ ἕως τούτου . Πλάτων
7031788 ἀνδροφοντην
καὶ Λυκωπέα . τὸν ἀνδροφόντην ] αὗται αἱ ὕβρεις . ἀνδροφόντην ] ἐπεὶ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας Ἀλκίθοον καὶ Λυκάνορα
, τὸν ἀνδροφόντην λέγων , τὸν τῆς πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας
7028837 κασιγνητον
εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων
' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας
7025098 ἁρματειον
τὸ ἀπὸ τοῦ ἅρματος τῆς Ῥέας γινόμενον . ἔνιοι δὲ ἁρμάτειον τὸ ὀξύφωνον ἀπὸ τῶν ὑπαξονίων ἤχων : ἄλλως :
τοὺς δὲ εὐνούχους ἐπιεικῶς ὀξυφώνους ὑπάρχειν . τὸ οὖν ὀξύτονον ἁρμάτειον αὐτὸν φάναι διὰ τὸ τὸν ὑπαξόνιον τῶν ἁρμάτων ἦχον
7024770 ποδ
! ! ! ! ! ﹙ ! ﹚ στείβοισα ] ποδ [ ! ! ! ! ! ! ] α
ἀκριβολογίαν ποιησόμεθα . † παντὸς μέτρου καὶ τοῦ ὀνομαζομένου κανὼν ποδ . ἐπιπέδου λιθικοῦ πήχ . , ἐφ ' ᾧ
7014738 καταρρακτηρα
τότε τοῖς περὶ τὸν Ἴδαν , ὅταν πλανήτην ὀρθάγην πικρὸν καταρρακτῆρα δέξωνται δόμοις . ὀρθάγην δὲ κατὰ γλῶσσαν τὸν ξένον
πλανώμενον ὀρθάγην καὶ ξένονλέγει δὲ τὸν Ἀλέξανδροντὸν σίντην καὶ βλαπτικὸν καταρρακτῆρα καὶ ἀετὸνδιὰ τὸ ἁρπακτικόνκαὶ πικρὸν οἱ Διόσκουροι καὶ οἱ
7012547 λελογχας
α ? ! [ Τίπτε , μόθων ἄτλητος , Ἐνυαλίοιο λέλογχας , Κύπρι ; τίς ὁ ψεύστας στυγνὰ καθᾶψε μάτην
. ἀκαχυνέμεν ἄργειτε τερέντερον Τίπτε , μόθων ἄτλητος , Ἐνυαλίοιο λέλογχας , Κύπρι ; τίς ὁ ψεύστας στυγνὰ καθᾶψε μάτην
6991461 Κηρα
φησιν , ὅτι ἡ Νὺξ ἐγέννησε τὸν Μόρον , τὴν Κῆρα , τὸν Θάνατον . ἐπεὶ γὰρ ἀφανῆ καὶ ἄδηλα
τοῦ πεπρωμένου καὶ εἱμαρμένου . ἐγέννησε δὲ ἡ Νὺξ καὶ Κῆρα καὶ τὸν Θάνατον , καὶ τὸν Ὕπνον καὶ τοὺς
6990385 γοον
διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω ] φέρω
δ ' Ἀγαμεμνόνιον κρᾶτ ' ἐνέγκοι Ἑλέναι κακόγαμβρον ἐς χέρας γόον , ὃς ἐπὶ πόλιν , ὃς ἐπὶ γᾶν Τροΐαν
6990358 Πανα
τῶν ὀρῶν μέδοντος τῷ ὕψει . ἢ Ὠρομέδοντά φησι τὸν Πᾶνα : ἀγροικικὸς γὰρ θεός . ὄρος δὲ αὐτοῦ ,
ὥριον ἄνθος . ἔνθεν ἐπωνυμίην σε βροτοὶ κλήιζουσιν ἄνακτα , Πᾶνα , θεὸν δικέρωτ ' , ἀνέμων συρίγμαθ ' ἱέντα
6986943 Ἀντιλοχον
Πατροκλείᾳ , εἰκάζων τὸν Μενέλεων τῷ ὄρνιθι , ὅτε ἀνεζήτει Ἀντίλοχον , ἵνα ἄγγελον ἀποστείλῃ τῷ Ἀχιλλεῖ , πικρὸν μέν
ἤδη τοῦ πολέμου ἐλθεῖν . νέον μὲν γὰρ εἶναι τὸν Ἀντίλοχον καὶ οὐκ ἐν ὥρᾳ τῶν πολεμικῶν , ὁπότε ξυνελέγοντο
6976959 γενεθλον
ὑμᾶς . διδαχθεὶς ἂν τόδ ' εἰδείην πλέον , ὅπως γένεθλον σπέρμα τ ' Ἀργεῖον τὸ σόν . κλῃδοῦχον Ἥρας
τὸν προμάτορος Ἰοῦς ποτ ' ἔκγονον Ἔπαφον , ὦ Διὸς γένεθλον , † ἐκάλες ' ἐκάλεσα βαρβάρωι βοᾶι , ἰώ
6974658 ϝοι
ἐςίδων , τὸν παμβασίληα πρὶν αὐγὰς ἀελίω χαίρην εἶπέ [ ϝοι ] ὠς δύνοτον : Τίταν δ ' ὄττ '
. γὰρ σέπτα [ ] μόρφα βασιλήιδος , [ αἴ ϝοι ἐλθοίσαι [ ] [ γ ' αὔται ] θήιον
6969928 ἡρωα
ἐπέθετο , καὶ ἔχρησεν ὁ θεὸς αἰώνιον τὴν εἰς τὸν ἥρωα τιμὴν ὑπάρχειν , καὶ στέφανον σελίνου διὰ τὸ καταχθόνιον
τρεῖς σοι κανόνας καὶ τούτων προτίθησι τὸν γέλωτα , τὸν ἥρωα καὶ τὸν Μενέλεων . Καὶ διὰ μὲν τοῦ γέλωτος
6967634 Σατνιον
” καὶ Λέλεγες καὶ Καύκωνες , „ καὶ πάλιν „ Σάτνιον ” οὔτασε δουρὶ Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε
εἶναι τοῦ ζῆν . * Θίγγρον : Θίγγρος πόλις Ἰκαρίας Σάτνιον δὲ ὄρος Ἰκαρίας χερσόνησον δὲ τὴν περὶ τὸ Δώτιον
6964487 μαινας
θαλερώτερος : Ἀνθεὺς Ἑρμείῃ ταχινῷ φίλος , ᾧ ἔπι νύμφη μαινὰς ἄφαρ σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρον : καί ἑ καθαψαμένη
θαλερώτερος : Ἀνθεὺς Ἑρμείῃ ταχινῷ φίλος , ᾧ ἔπι νύμφη μαινὰς ἄφαρ σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρων , καὶ ἓ καθαψαμένη
6958077 ἐποθησεν
: πασάων δ ' ἅτε Κύπρις ἀρειοτέρη γεγαυῖα μῆλον ἔχειν ἐπόθησεν , ὅτι κτέρας ἐστὶν Ἐρώτων : Ἥρη δ '
ἀλέγουσα : χολωομένης δ ' Ἀφροδίτης , τὸν πάρος οὐκ ἐπόθησεν , ἐνὶ κραδίῃ θέτο πάσῃ . πείθεο καὶ σύ
6957735 Ἀρη
, εἰσπεσών . ἐν δὲ Σφαττομένῃ : καλῶ δ ' Ἄρη Νίκην τ ' ἐπ ' ἐξόδοις ἐμαῖς , καλῶ
. Εἴην ὅθι δαΐων ἀνδρῶν τάχ ' ἐπιστροφαὶ τὸν χαλκοβόαν Ἄρη μείξουσιν , ἢ πρὸς Πυθίαις , ἢ λαμπάσιν ἀκταῖς
6956004 ἐπινικιον
μὲν θεοῖς τὰς ἀναγκαίους ἐψηφίσατο θυσίας , τὴν δ ' ἐπινίκιον τοῦ θριάμβου πομπὴν οὐκ ἐπέτρεψε ποιήσασθαι τοῖς ὑπάτοις .
ἵππων νίκη : δι ' ἣν καὶ τὸ παρὸν γέγραπται ἐπινίκιον . διὸ καὶ Θεοξένια ἐπιγέγραπται . . Φιλοξένους λέγει
6952899 υἱεα
καὶ υἷα : νὺξ δὲ μί ' ἧμιν ἔφηνε καὶ υἱέα πατρὶ γέροντι ἤπιον ἐκπάγλως καὶ ἀμεμφέα παιδὶ τοκῆα .
, οὐ μεῖον ἤ , ὡς λόγος , τὸν Κροίσου υἱέα . καὶ τὴν κύνα δὲ ἀνακαλεῖν ἀγαθόν : χαίρουσιν
6952878 ποτνι
καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς θεὸν οὖσαν . θ πότνι ' ] ἣν δι ' ἀρᾶς ἐπήγαγε τοῖς παισίν
ἀληθῆ ] τὰς ἀράς . ἀληθῆ ] τὰ πράγματα . πότνι ' ] σεβασμία . πότνι ' ] ἡ μεγάλη
6952404 μολπα
βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , μολπά , κλαγγὰ θράττει , [ νεῖται ] πνεῖται .
ἀραρότα : ἡρμοσμένον παντὶ κράτει τοῦ Διός . χλιδῶσα δὲ μολπά : τρυφῶσα δὲ ἡ μολπὴ τῶν ἐπέων ἀντιάσει πρὸς
6952096 Ἡρακλη
Διὸς τοιοῦτος γεγονώς ; * * ὁ Ἀπόλλων . πρὸς Ἡρακλῆ . . Δέον εἰπεῖν βροτῶν πρὸς τὸ θνησκόντων βρότεα
, πολλὰ χαιρέτω : ἐπὶ τῶν ἀπραγμόνων . Ὄρτυξ ἔσωσεν Ἡρακλῆ τὸν καρτερόν : ἐπὶ τῶν παρ ' ὧν οὐκ
6949736 Μαχαονα
περὶ Μαχάονος ὑπὸ Ἀγαμέμνονος εἰρημένα Ταλθύβι ' , ὅττι τάχιστα Μαχάονα δεῦρο κάλεσσον φῶτ ' Ἀσκληπιοῦ υἱόν , ὡς ἂν
δῖοι Ἀχαιοὶ εἰ μὴ Ἀλέξανδρος Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα ποιμένα λαῶν , ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον
6941825 ὀλβιαι
ἐκ τῶν Μυκηνῶν γ ' , αἵ ποτ ' ἦσαν ὄλβιαι . καὶ μὴν ποθεινός γ ' ἦλθες ἐξ Ἄργους
ἄδακρυν μοῖραν : μοῖραν τὸν καιρόν . καὶ Ἀριστοφάνης ὃν ὄλβιαι Μοῖραι ξυνάγουσιν ἐν Βατράχοις [ ] : λείπει ἡ
6941591 Παριν
ν ποιεῖ τὴν αἰτιατικήν , οἷον ἰχθύος ἰχθύν , Πάριος Πάριν , πλὴν τοῦ Διός Δία : αἱ μέντοι ἀπὸ
, ἀποθνῄσκων περ , ἀπίστει . Ἔκτανε δ ' ἠπεροπῆα Πάριν Ποιάντιος ἥρως , κεκλομένου Δαναοῖς Ἑλένου Τροίηνδε κομίσσαι λοιγὸν
6941322 ἀειδων
: Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ' ἀείδων ἔμολον , οὕνεκ ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι
ὁ Φοῖβός θ ' ὁ μάντις ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας ἀείδων ἄξει λιπαρὰν εὖ ς ' Ἀθηναίων ἐπὶ γᾶν .
6933113 γοοις
ἢ ὅτι σκυλευόμεναι θρῆνον ἐγείρουσι καὶ τὸ αὐτῶν ὄμμα ἐκτήκουσι γόοις κατ ' Εὐριπίδην , ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι
δίδυμα μέμονε φρήν , σὲ πάρος ἢ ς ' ἀναστενάξω γόοις . Πυλάδη , πέπονθας ταὐτὸ πρὸς θεῶν ἐμοί ;
6932347 τανδε
: ἀηδόνας τὸ γὰρ Ἄρευι κατθάνην κάλον χαῖρε καὶ πῶ τάνδε δεῦρο σύμπωθι ἀγέρωχος ἄγωνος ἀμάνδαλον ἔον , ἐπιάλτην ἐρρεντι
αὐτόχθονι κόσμῳ . Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ
6931636 Ἀμφιονα
τοῦ Ἀμφίονος ἔστιν ἔπη ποιήσεως Μινυάδος , ἔχει δὲ ἐς Ἀμφίονα κοινῶς καὶ ἐς τὸν Θρᾷκα Θάμυριν . ὡς δὲ
Κώπαις Εὔτρησιν τίθησι κωμίον Θεσπιέων : ἐνταῦθά φασι Ζῆθον καὶ Ἀμφίονα οἰκῆσαι πρὶν βασιλεῦσαι Θηβῶν . ἡ δὲ Θίσβη Θίσβαι
6931593 Δειμον
, δεινὸς θεός . αὐτὰρ Ἄρηι ῥινοτόρῳ Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῖμον ἔτικτε , δεινούς , οἵ τ ' ἀνδρῶν πυκινὰς
καὶ ὅτι ὁ Ἥφαιστος οὐκ ἐφοβήθη τὸν Φόβον καὶ τὸν Δεῖμον καὶ τὸν Κυδοιμόν . τραυματίαν δὲ λέγει τὸν Ἄρεα
6917621 ταμιην
τὸν Κυθέρηθεν , ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παίδευσάν τε Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς ὠρυγῇ ταύτης
δὲ τὸν Κυθέρηθεν ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παιδευθέντα Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς Ὀρτυγίηι ταύτης ἦλθε
6917232 Ἐρυξιμαχον
ἀλλ ' εἰπεῖν αὐτόνἐν τῇ κάτω γὰρ αὐτοῦ τὸν ἰατρὸν Ἐρυξίμαχον κατακεῖσθαιὮ ” Ἐρυξίμαχε , δίκαιος εἶ ἢ παῦσαί με
δ ' ἀπορήσοιμι ; Τὸ μὲν ἕτερον , φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον , μαντικῶς μοι δοκεῖς εἰρηκέναι , ὅτι Ἀγάθων εὖ
6916049 ἐτεχ
κέκληνται . παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα τούσδ ' ἔτεχ ' , οἱ δ ' ὧδ ' ἐτελεύτασαν ὑπ
φαῦλος , ἐτήτυμον ἀργυραμοιβοί . Οὐχ ἁμῖν τὸν Ἔρωτα μόνοις ἔτεχ ' , ὡς ἐδοκεῦμες , Νικία , ᾧτινι τοῦτο
6914663 καλλικομων
] ? ? πή ποθεν Αἰακίδην Πολυξείνης κάλλει θάπτειν . καλλικόμων ? ? ? ? ? ? ὁ πόθος ?
παρὰ τὰ Στησιχόρου ἐκ τῆς Ὀρεστείας τοιάδε χρὴ Χαρίτων δαμώματα καλλικόμων ὑμνεῖν φρύγιον μέλος ἐξευρόντας ἁβρῶς ἦρος ἐπερχομένου . Γ
6911380 καθαρμον
κελεύσας ἔθυσε τῷ κατέχοντι τὸ πεδίον Ἄρει . τοῦτον τὸν καθαρμὸν ἕως τῶν κατ ' ἐμὲ χρόνων Ῥωμαῖοι καθαίρονται μετὰ
πολλοῦ θ ' ἅμα τάφου , οἰκεῖον τελέειν κέλομαι λήροιο καθαρμὸν εὐαγέοντες , ὅπως σοφίαν καταναιετάητε , ὄλβον μὴ πατρίοισι
6909307 εὐιον
τὸν Διόνυσον ᾄδειν ἔοικεν ἐν κορυφαῖς τοῦ Κιθαιρῶνος ὑποσκιρτῶν τι εὔιον . ὁ Κιθαιρὼν δὲ ὀλοφύρεται ἐν εἴδει ἀνθρώπου τὰ
ζάεντος φαμὶ ἰοπλοκάμων Μοισᾶν εὖ λαχεῖν . μισέω μνάμονα συμπόταν εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις Διόνυσον ἀνθέοντα τιμαῖς ὅτε Τυνδαριδᾶν ἀδελφῶν ἅλιον
6906464 ὑμεναιων
οὐκ ἔμειν ' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν , οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων , ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ '
. . . . . . . [ καλῶν ] ὑμεναίων [ ] θιασείαις ? [ ἀνδράσι ] ? τερπνοῖς
6904281 Ἰφικληα
τῷ Θεοκρίτῳ . ἐκεῖνος γάρ φησι : καὶ νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς ,
βίην Ἡρακληείην : τὸν μὲν ὑποδμηθεῖσα κελαινεφέϊ Κρονίωνι , αὐτὰρ Ἰφικλῆα δορυσσόωι Ἀμφιτρύωνι , κεκριμένην γενεήν : τὸν μὲν βροτῶι
6903037 Μεσσηνιον
τὸν Εὐκλήτου Μεσσήνιον ἀνελόμενον πεντάθλου νίκην καὶ Δαμάρετον καὶ τοῦτον Μεσσήνιον κρατήσαντα πυγμῇ παῖδας , τὸν μὲν αὐτῶν Βοιώτιος Θήρων
Ῥέμον . [ . . . . ] Ὅτι Πολυχάρη Μεσσήνιον πλούτῳ καὶ γένει διαφέροντα συνθέσθαι ἀγελῶν κοινωνίαν πρὸς Εὔαιφνον
6902646 παυσαν
τούτοις προσμαρτυρεῖν λέγοντα ἔνθα τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήικα παῦσαν ἀοιδῆς καὶ ἔτι αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν ,
καὶ Δώριον , ἔνθά τε Μοῦσαι ἀντόμεναι Θάμυριν τὸν Θρήϊκα παῦσαν ἀοιδῆς Οἰχαλίηθεν ἰόντα παρ ' Εὐρύτου Οἰχαλιῆος : στεῦτο
6901387 θαλαμον
, οὐκέτι κεῖνον , ἀλλὰ θυγατρὸς ἑῆς προῖκά τε καὶ θάλαμον . ἔγνω δ ' , ὡς οὐκ ἔστι κακῶς
δεῖπνον κατεσκεύασεν ὁ Κότυς ὡς γαμουμένης αὐτῷ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ θάλαμον κατασκευάσας ἀνέμενεν μεθύων τὴν θεόν . ἤδη δ '
6900247 Ἀλκμηνα
πάρος κατέθηκε ποδοῖιν πατρὸς ἑοῦ θανάτῳ κεκαρωμένα δεινὰ πέλωρα . Ἀλκμήνα μὲν ἔπειτα ποτὶ σφέτερον βάλε κόλπον ξηρὸν ὑπαὶ δείους
ἔσχατον ὄρθρον ἄειδον , Τειρεσίαν τόκα μάντιν ἀλαθέα πάντα λέγοντα Ἀλκμήνα καλέσασα χρέος κατέλεξε νεοχμόν , καί νιν ὑποκρίνεσθαι ὅπως
6897753 ποχ
: ὁ γὰρ θεὸς οἶδε δικάζειν . Ἡρακλέα δεκάμηνον ἐόντα ποχ ' ἁ Μιδεᾶτις Ἀλκμήνα καὶ νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα ,
κατεφρύγετο τῆνον ἔρωτα . χἀμῖν τοῦτο δι ' ὠτὸς ἔγεντό ποχ ' ἁσυχᾷ οὕτως : οὐ μὰν ἐξήταξα , μάταν
6895886 Παλαμηδην
ὅτι ἡ δίκη πρὸς αὐτοῦ ἔσται . Ἔστι καὶ τὸν Παλαμήδην ἰδεῖν , ἀμπελουργέ , καθάπερ καὶ τὸν Νέστορα εἶδον
ὁ Ναύπλιος * . πτόρθου διαρραισθέντος : πτόρθον λέγει τὸν Παλαμήδην διὰ τὸ ἀκμαῖον . ἐν Μηθύμνῃ δὲ τέθαπται ὁ
6895240 ἀοιδον
ἐξείλετο θεσμὸν μέγαν . ” θέσπιν θεῖον : “ θέσπιν ἀοιδόν . ” θεσπιδαές θείως δαιόμενον , ὅπερ ἐστὶ καιόμενον
μαθημάτων αὐτοῦ , ἔφη : Πυθαγόρην πολέμων τε διάκτορον ἐσθλὸν ἀοιδόν . εἶτα μετ ' ὀλίγας ἡμέρας τοῦ παιδὸς ἀποθανόντος
6885551 ποτνα
φεύγων . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . χοὔτω τᾷ δώλᾳ τὸν ἀλαθέα μῦθον ἔλεξα
νύκτας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . καί μευ χρὼς μὲν ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι
6876282 ὑμνον
, τῇ περ πρυμνήσι ' ἀνῆπτο , Ὀρφείῃ φόρμιγγι συνοίμιον ὕμνον ἄειδον ἐμμελέως , περὶ δέ σφιν ἰαίνετο νήνεμος ἀκτή
Ἤγουν μέμψις καὶ ὁ ψόγος . Ἐπίνικον ] Ἤγουν ἐπινίκιον ὕμνον . Λιπαρὸν ] Ἤγουν λαμπρὸν καὶ ἐπίδοξον . Κόσμον
6874661 Μοισαν
ὅστις ἐρευνῇ ἶσον ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δόμον Ὠρομέδοντος , καὶ Μοισᾶν ὄρνιχες ὅσοι ποτὶ Χῖον ἀοιδόν ἀντία κοκκύζοντες ἐτώσια μοχθίζοντι
. πάντα τοι , ὦ βούτα , συγκάτθανε δῶρα τὰ Μοισᾶν , παρθενικᾶν ἐρόεντα φιλήματα , χείλεα παίδων , καὶ
6871374 Πολυξεινης
[ ἣν περὶ παιδὸς ἐμοῦ τοῦ σωιζομένου κατὰ Θρήικην ἀμφὶ Πολυξείνης τε φίλης θυγατρὸς δι ' ὀνείρων † εἶδον γὰρ
Μοῖρα [ ] ω θ ' ὅθεν ἤριπεν Ἕκτωρ [ Πολυξείνης ] ὑμεναίους [ ] ἐάσομεν , ἐκ γὰρ Ἐνυοῦς
6870913 Ἀλκαιον
Πυθικοὶ τὸν Ἡρακλῆ τὸν Διὸς καὶ Ἀλκμήνης παῖδα ἀπὸ γενεᾶς Ἀλκαῖον κεκλῆσθαι , χρόνῳ δὲ ὕστερον ἐλθόντα ἐς Δελφοὺς διά
: ἐγὼ δὲ Πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα Οἴνοπος υἱὸν , Ἀλκαῖον δὲ πάλῃ Πλευρώνιον , ὅς μοι ἀνέστη , Ἴφικλον
6868334 ἀγανοις
μὲν βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη , τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς . πρὸς τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς
? ? τρομευμένους ? ? [ = ] , [ ἀγανοῖς ' ἔπεσσι ] πάντα θάρσυνεν ? ? λεώ ?
6868071 στεναζω
συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω κατὰ πρόσθεσιν τοῦ α
πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ὁρῶσα στενάζω . ἢ οὕτως : πρὶν ἢ ἐν τῷ τάφῳ
6867412 ποθεουσιν
δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν εἰς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς . ῥίζας δ ' ἐν θοίνῃσιν ἀφεψήσας προτίθημι
εἰσὶν , ἐν ὅσῃ κακίῃ : οὐσίην μὴ ἔχοντες οὐσίην ποθέουσιν , ἔχοντες κρύπτουσιν , ἀφανίζουσιν . Καταγελῶ ἐφ '
6857582 ἱκου
τὴν διάλεκτον . φησὶν οὖν : ὦ ἀρχαῖε βασιλεῦ , ἱκοῦ καὶ παραγενοῦ καὶ ἐλθὲ ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον ὄχθου
ἐμβατεύων Ἄπολλον , ὦ Δία κεφαλά , μόλε τοξήρης , ἱκοῦ ἐννύχιος καὶ γενοῦ σωτήριος ἀνέρι πομπᾶς ἁγεμὼν καὶ ξύλλαβε
6856028 φορμιγξ
πῇ σοι ] πηκτὶς ἔβη , μηλόσκοπε , πῇ σεο φόρμιγξ [ ; ] πῇ ? [ ] μελέων ?
: ἑαυτῷ παρακελεύεται ὑμνεῖν τὸν νικηφόρον . βρομία δὲ ἡ φόρμιγξ , ἤτοι παρὰ τὸν βρόμον καὶ τὸν ἦχον τὸν
6849674 ὠναξ
ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ
τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ
6846273 νυχια
, φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα ,
, φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα ,
6842959 ἐφιλησε
τοῦ Δημοδόκου τοῦ κιθαρῳδοῦ φησιν : ὃν πέρι Μοῦς ' ἐφίλησε , δίδου δ ' ἀγαθόν τε κακόν τε :
ἅμα περιβάλλειν καὶ κατακλίνεσθαι χαμαί . Ὡς δὲ ἐκαθέσθη καὶ ἐφίλησε καὶ κατεκλίθη , μαθοῦσα ἐνεργεῖν δυνάμενον καὶ σφριγῶντα ,
6841288 μυσταις
παρ ' ἐμοῦ . ἱεροῖσι ] ὕμνοις . , τοῖς μύσταις , τοῖς ἀφιερωμένοις ἀνδράσιν ἡμῖν . . ἡ τοῦ
' ἐπίφαυσκον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη : μετὰ δ ' ὅρκια μύσταις : ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην καὶ Κρόνον
6839257 ἐπεξιακχασας
] ᾄσας . θ ἐπεξιακχάσας ] πρὸς θεοὺς ὕμνον . ἐπεξιακχάσας ] μετὰ χαρᾶς ᾄσας καὶ καυχασμοῦ . ἐπεξιακχάσας ]
τύχας : πύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί , ἁλώσιμον παιῶν ' ἐπεξιακχάσας , σοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλας , ἢ
6838369 ἀπημονα
κατεάξουσι καὶ ὑποθυμιῶντες τὰ ἑαυτῶν ὀρεσίτροφα ζῷα ἐκπέμπουσι καὶ διατηροῦνται ἀπήμονα ἀπὸ τῶν θηρίων . Ξίφιος πτηνόν ἐστιν , ἱέραξ
ἀγνώμοσιν ἐπιλογισθέντα , οὕτως καὶ ἀσεβοῦντες : ἀζήμια γὰρ καὶ ἀπήμονα τὰ θεῖα , τοῦ δὲ πλημμελεῖν εἰς αὐτὰ οἱ
6837243 συμποτην
: οὗτος μέν γελέγω δὲ ἰδώνξηράνας τὸν νεκρὸν σύνδειπνον καὶ συμπότην ἐποιήσατο . πολλάκις δὲ καὶ δεομένῳ χρημάτων ἀνδρὶ Αἰγυπτίῳ
ὁ ποιητής : ζείδωρον ἄρουραν . ἔνιοι πόσιν ἤκουσαν τὸν συμπότην . ἐν τοῖσιν ἀλέγονται : ἀριθμοῦνται . συγκαταλέγονται ἐν

Back