τάχα δ ' ἂν τούτοις συντάττοιτο ἐρῶ τοῦ πράγματος , ἀμφισβητῶ ὑπεραμφισβητῶ , μέτειμι , μεταδιώκω : ἡ γὰρ ἀμφισβήτησις
ὁπότερος ἄμεινον λέγει . Ὦ Ἱππία , ἐγώ τοι οὐκ ἀμφισβητῶ μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον ἢ ἐμέ : ἀλλ
7436649 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
7041523 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
7021394 μισολογος
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ
6992932 χρῃζω
ἐνεστῶτος [ ] γὰρ φήτ ἀργήλιος ἀπὸ τοῦ φη [ χρῄζω ] σὺν τῷ ι ἐπὶ τοῦ δεομένου [ ]
' ἔρωμαι : δέδοικα δὲ μὴ , ὅπως ἔρωμαι ἃ χρῄζω , [ καὶ ] δάκω σοῦ τὴν φρένα :
6979743 ἐπιπληξαι
μὲν γὰρ ἐκείνοις ἐπιτιμᾶν ὀργὴν ἐργάζεται , τὸ δὲ σαυτῷ ἐπιπλῆξαι καὶ λέγειν ἐν τῷ λέγειν ἡμαρτηκέναι συγγνώμης ποιήσει τυχεῖν
εὔπορόν ἐστιν , γνῶναι δ ' ἰδόνθ ' ἕτερον καὶ ἐπιπλῆξαι ῥᾴδιον . ἀλλὰ τί τούτων ἐμοὶ πρὸς σέ ,
6954859 σιωπα
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ
6947860 σεπ
. . ! ] ! ! ! [ ] ! σεπ ? ? ? [ # ! οισαα ! !
? [ ] ἀλκιμώτατος [ : [ ] ἐξαναλώσω ? σεπ [ [ θυμὸς ] ? εὐτολμ ! ! [
6939095 χαλεπαινεις
καὶ δὴ καὶ νῦν εὖ οἶδ ' ὅτι οὐκ ἐμοὶ χαλεπαίνεις , γιγνώσκεις γὰρ τοὺς αἰτίους , ἀλλὰ ἐκείνοις .
ἔχει ἀκολουθῆσαι ἢ τῷ φαινομένῳ ; οὐδενί . τί οὖν χαλεπαίνεις αὐτῇ , ὅτι πεπλάνηται ἡ ταλαίπωρος περὶ τῶν μεγίστων
6932497 δανειστης
εἰ καὶ αἱ λοιπαὶ πόλεις ἔχουσι τοιαύτην σελήνην . Σχολαστικὸς δανειστὴς ναυκλήρῳ χρεώστῃ ἐνετέλλετο σορὸν αὐτῷ κομίσαι καὶ δύο παιδικὰς
δανειστὴς μετὰ κλήτηρός φησι ταῦτα . ἔοικε τοῦτο λέγειν ὁ δανειστὴς πρός τινα , ὃν ἦξε δῆθεν ὡς μάρτυρα ,
6923371 τἀπιλοιπ
, δαλοῦ πικρὸν μίμημ ' , Ἀλέξανδρον τότε . ἐνθένδε τἀπίλοιπ ' ἄκουσον ὡς ἔχει . ἔκρινε τρισσὸν ζεῦγος ὅδε
ἔχω ' ς τὸν Τάρταρον . τί δῆτα λέξεις , τἀπίλοιπ ' ἤνπερ πύθῃ ; ὀπταὶ κίχλαι γὰρ εἰς ἀνάβραστ
6921711 ἡγησῃ
οὐκ ἐπὶ σοί . ταῦτα ἂν ἀφῇς καὶ παρὰ μηδὲν ἡγήσῃ , τίνι ἔτι χαλεπαίνεις ; μέχρι δ ' ἂν
ὅτι σὺ εἴθισαι τρέχειν ἀνὰ τὰ ὄρη , μήτι δρόμῳ ἡγήσῃ , ἀλλ ' ὡς ἂν δύνηταί σοι ὁ στρατὸς
6918685 Γετα
νυνὶ γάρἀλλὰ ποῦ θεοὺς οὕτω δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν , ὦ Γέτα ; Λακωνικὴ κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα .
τι ληρεῖς . πέπλεγμαι ] πράγματι [ ] ἔφθαρμαι , Γέτα . [ ! ] μὴ καταρῶ , πρὸς τῶν
6914523 συμβουλευεις
συμβουλίη ἡ ἐς ἡμέας τείνουσα . Τοῦ μὲν γὰρ πεπειρημένος συμβουλεύεις , τοῦ δὲ ἄπειρος ἐών : τὸ μὲν γὰρ
ἧττον δὲ ἀντιθέσεως . ἀλλὰ λέξει τις : μισθοφορεῖν ἡμῖν συμβουλεύεις ; τοῦτο δ ' ἦν Ἀθηναίοις εὐδοξοῦσιν ἐπαχθές τε
6912858 ἀποτρεπομαι
δωροῦμαι , εἰς δῶρον αἱρῶ καὶ εἰς δῶρον αἱροῦμαι , ἀποτρέπομαι , εὐωχοῦμαι , καταρῶμαι , ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι ,
ἀθυμίαν παρέσχεν , ἅπαντ ' ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποτρέπομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων ὧν
6887726 ἐπιτρεψω
ἄν τις ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται , οὐκ ἐπιτρέψω , ἀμυνῶ δὲ καὶ μόνος καὶ μετὰ πάντων .
ἐς Ἀντώνιον ἀπεσταλμένην ἢ λαβόντας ἄγειν ἤδη πρὸς αὐτόν . ἐπιτρέψω δ ' ἐμαυτὸν ἐγὼ σοὶ μόνῳ , Φούρνιε ,
6878021 Χαρικλεις
ὁλόκληρος ἀρετὴ φύεται . καὶ σὺ δ ' , ὦ Χαρίκλεις , μηδὲν ἀχθεσθῇς , εἰ ταῖς Ἀθήναις ἡ Κόρινθος
ἐκεχειροτόνησο καί σε χαλκῶν ἀνδριάντων ἐν ταῖς ἀγοραῖς , ὦ Χαρίκλεις , ἐτίμων . σχεδὸν γὰρ οὐδὲ αὐταὶ περὶ αὑτῶν
6877327 χεσειν
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι .
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω
6874096 εἰσιτω
εἶπεν . μάθε ἔφην , Πενία ἐνθάδε κατοικεῖ , μηδὲν εἰσίτω κακόν . εὐφήμει εἶκεν , ἄνθρωπε , ἀλλ '
μὲν εἰκός τι νομίζοντες ἡμᾶς ἀπολαύειν ὧν εἰκὸς ἦν : εἰσίτω δὲ αὐτοὺς ἃ περὶ προσδοκιῶν Εὐριπίδης φιλοσοφεῖ , καὶ
6872312 Οὑτωσι
σοι μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν , ὅταν σὺ βούλῃ . Οὑτωσὶ τοίνυν , ὦ παῖ καλέ , ἐννόησον , ὡς
λέγω , τούτων ὑμῖν αὐτὸν τὸν Μεγακλείδην μάρτυρα παρέξομαι . Οὑτωσὶ μὲν οἰκείως φαίνεται χρώμενος , ὦ ἄνδρες δικασταί ,
6858060 δοξαιμι
μᾶλλον , ἢ λόγου τυχόντι καὶ μὴ πείσαντι ὑμᾶς : δόξαιμι γὰρ ἂν σὺν δίκῃ πάσχειν , ὅ τι ἄν
οὐδὲ τοσαυτάκις ἀγωνιζόμενος [ καὶ ] νικήσας δικαίως ἂν πάλιν δόξαιμι δι ' ἐκεῖνα ἐκπεσεῖν . Ἀλλὰ γὰρ ἴσως μετὰ
6851883 Ἡρακλειϲ
? ? [ ] , εὐτυχὴϲ ἄνθρωποϲ εἶ . } Ἡράκλειϲ , τί ποτ ' ἐϲτὶ [ ] τὸ γεγενημένον
[ ] λέγει γὰρ οὑτοϲὶ τὸν Δημέαν . ὦ [ Ἡράκλειϲ ] : ἀνθρωπίνωϲ ἂν οὐ λάβοι τὸ ϲυμβεβηκόϲ ;
6841947 βρεξω
σύνδεσμος , ἵν ' ᾖ οὕτως : νῦν τε γὰρ βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο ,
σῆς παιδός : νῦν μὲν γὰρ λέγων τέγξω , ἤγουν βρέξω , τοῖς δάκρυσι τοῦτο τὸ ὄμμα , πρὸς τάφῳ
6840460 πιθηκισμοις
δόξαν ἀπηνέγκατο ὁ Θεμιστοκλῆς , περὶ οὗ ἄνω ἐγράφη . πιθηκισμοῖς : ἀπάταις καὶ κολακεύμασιν . ΓΘ ἄλλως : μιμήμασιν
σὺ οὖν , ὦ Ἱέρων , μὴ πείθου διαβολαῖς μηδὲ πιθηκισμοῖς , ὅ ἐστιν ἀπάταις . ἄλλως : ὁ λόγος
6838047 βουλου
ὠφελεῖ τὸν ζηλοῦντα μὴ βλάπτουσα τὸν ζηλούμενον . μικρὰ διδόναι βούλου μᾶλλον ἢ μεγάλα ἐγγυᾶν : ὅ τε γὰρ κίνδυνος
ὁτὲ μὲν βασιλέως , ὁτὲ δὲ ἀλήτου . μὴ οὖν βούλου δευτερολόγος ὢν τὸ πρωτολόγου πρόσωπον : εἰ δὲ μή
6827975 πυθοιμην
δοκεῖ [ ἔχειν ] περὶ ὀνομάτων ὀρθότητος ἔτι ἂν ἥδιον πυθοίμην , εἴ σοι βουλομένῳ [ ἐστίν ] . Ὦ
ἕκαστος ; Ὥστε ἡδέως κἂν τῶν ἀντιδικούντων ἡμῖν τοῦ σεμνοτάτου πυθοίμην εἰ ἄλλοθέν ποθεν ἔχοι ἂν ἐπιδεῖξαι αὑτὸν Ἀθηναῖον ἢ
6822180 Ὠγαθε
μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο
τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ
6820661 ἀδικω
ἐθελήσῃ τις αὐτῷ ἐκβῆναι ἐκ τοῦ ” Τί ἐγὼ σὲ ἀδικῶ ἢ σὺ ἐμέ “ ; εἰς σκέψιν αὐτῆς δικαιοσύνης
εἶπε καθ ' ὑπόθεσιν : † ἄλλως : ἀλλ ' ἀδικῶ , φὴς , εἰς ἐπικουρίαν παρακαλῶν . οὐκοῦν καὶ
6816808 προσποιῃ
τῶν πανωλεθρίᾳ διαφθειρομένων . Οὐδὲν πέπονθας δεινὸν , ἂν μὴ προσποιῇ : ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων δεινὰ πεπονθέναι . Οὐδὲ κύαθον
ἐν νέοις γέρων . Οὐδὲν πέπονθας δεινόν , ἂν μὴ προσποιῇ . Ὅπου βία πάρεστιν , οὐ σθένει νόμος .
6787033 προφασιζομαι
. σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν . . τί δαί :
κατὰ θάλατταν ἐμπορίαν ποιούμενος . . σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν
6785499 Λυσια
Ἄτεγκτος ὁ Λυσίας ἐστίν . Ἀμέλει καὶ ἔλεγον , ὦ Λυσία . Φέρειν οὖν ἐθέλεις , ὦ Πυθιάς , Ἰόεσσαν
μοι χαλέπαινε . πλὴν τὸ δεῖνα , ὅρα , ὦ Λυσία , μή τινι εἴπῃς τὸ περὶ τῆς κόμης .
6781228 ἐπιθυμω
λόγον ἐρεῖς : ὅτι διὰ τοῦτο τοίνυν καὶ αὐτὸς ἀποθανεῖν ἐπιθυμῶ , ἵνα μὴ ἔργον γένωμαι πατρός : ἐν ᾧ
Ἡ ΛΥσις κατὰ συνδρομὴν , ὅτι διὰ τοῦτο μάλιστα θανάτου ἐπιθυμῶ , ὅτι ἀπάτῃ ζημιωθεὶς μετὰ τὴν πεῖραν ἔγνων τὴν
6780555 μανθανω
ἂν ἢ μόνῳ ἐκείνῳ ποιῇ τις ἢ ἄριστα ; Οὐ μανθάνω , ἔφη . Ἀλλ ' ὧδε : ἔσθ '
μανθάνειν σημαίνει καὶ τὸ νοεῖν , ὥσπερ εἰώθαμεν λέγειν ὅτι μανθάνω τὰ λεγόμενα ἀντὶ τοῦ νοῶ , σημαίνει δὲ τὸ
6778912 θανουμεθα
ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : ἕπου μοι , φάσγανον σπάσας χερί
ἐλεύθεροι γὰρ κοὐδὲν ἠδικηκότες τῆς σῆς ἕκατι ζημίας [ ] θανούμεθα . [ ] πολλοῖσι δῆλον [ ὡς θεήλατον ]
6763801 ἀρνησις
: ὁρίζεται δὲ αὐτὸν Μινουκιανὸς μὲν οὕτως : στοχασμός ἐστιν ἄρνησις παντελὴς τοῦ ἐπιφερομένου ἐγκλήματος , οὐκ εὖ δὲ ἔχει
πάντως : ὑφ ' ἓν ἀναγνωστέον καὶ περιττεύει ἡ μία ἄρνησις : οὐ δῆτα : ἀντὶ τοῦ : οὐδαμῶς [
6762150 αἱμυλος
τοῦ ποιητοῦ . Χρεμύλος γὰρ ἀπὸ τοῦ χρέος καὶ τοῦ αἱμύλος ὁ ἀπατεών , ὁ ἀπατῶν τοὺς χρεοφειλέτας : καὶ
δὲ ἦσαν ἐρασταὶ πάνυ πολλοί . εἷς δέ τις αὐτῶν αἱμύλος ἦν , ὃς οὐδενὸς ἧττον ἐρῶν ἐπεπείκει τὸν παῖδα
6760859 Τυλλιε
πρὸς αὐτούς : Ταρκύνιος μὲν ἡμῖν ὁ βασιλεύς , ὦ Τύλλιε , παρ ' ᾧ τροφῆς καὶ παιδείας ἔτυχες ,
ἕτερον τῶν ἑαυτοῦ γαμβρῶν , τὸ σὸν εἰποῦσα , ὦ Τύλλιε , ὄνομα ἔσται δ ' οὐκ ἄκουσι Ῥωμαίοις ,
6757325 Ὀρθως
γάρ που ἐν ἑαυτῷ ὅλῳ τὸ ἓν ἐφάνη ὄν . Ὀρθῶς . Οὐκοῦν καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις τὸ ἕν ;
μήτε πλῆθος μηδὲν μηδέποτε ἐᾶν δρᾶν μηδ ' ὁτιοῦν . Ὀρθῶς . Οὐκοῦν μιμήματα μὲν ἂν ἑκάστων ταῦτα εἴη τῆς
6756314 μιαρε
ἐπὶ τῶν πονηρῶν : καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται
ὁ καρτερός . Ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε , ὃς τὸν κύν '
6755878 διανοουμαι
Ἆρ ' οὖν δυνατὸς αὐτὸ ἂν γενοίμην , ὥσπερ καὶ διανοοῦμαι , διὰ λόγων ἐνδείξασθαί σοι ; Τί δ '
γιγνόμενα , οὐκ ἂν θαυμάζοιμι εἰ μὴ σαφῶς λέγων ἃ διανοοῦμαι τοῦτο ἐποίησα καὶ ἔπαθον : ἀλλ ' ἃ βούλομαι
6750339 ἡδω
δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσω ἥσασθαι , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α
Ὦρον καὶ Σωκράτην πτωχὸν ἀδολέσχην ἔφη . ἢ παρὰ τὸ ἥδω , τὸ εὐφραίνομαι , οὗ ὁ βʹ ἀόριστος ἄδον
6745448 Εἰπ
τὸν Ποσειδῶ , καὶ σὺ γὰρ τοὺς ἐκ Πύλου . Εἴπ ' , ἀντιβολῶ , πῶς ἐπενόησας ἁρπάσαι ; Τὸ
εἰπόντι τἀληθῆ φίλῳ σοὶ μηδὲν ἧσσον ἢ πάρος ξυνηρετεῖν ; Εἴπ ' : ἦ γὰρ εἴην οὐκ ἂν εὖ φρονῶν
6735445 γνωσω
ἀκτήμων ἀκτήμονος , Εὐκτήμων Εὐκτήμονος , τλήσω τλήμων τλήμονος , γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω
ἀγνοῶ , [ καὶ κατὰ συγκοπὴν γνῶ , ὁ μέλλων γνώσω καὶ προσθέσει τοῦ κ πρὸ τοῦ δευτέρου ω γνώσκω
6735067 τρεχε
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε ,
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν
6734098 δεσμω
ἀφ ' οὗ . Δόλου : παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμῶ τοὺς ἁλισκομένους , ὡς τό : ἀλλά σφωε δόλος
προστακτικόν ἐστι καὶ κανονίζεται οὕτω : δέω , δῶ τὸ δεσμῶ : δέομαι , δοῦμαι : ἐδεόμην , ἐδούμην :
6731699 Διοσκορω
ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς ; αἱ μὲν γὰρ χάριτες , ὦ Διοσκόρω , πολλαί , καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς
. Εὖ γ ' , εὖ γε ποιήσαντες , ὦ Διοσκόρω . Ἴσως ἂν εὖ γένοιτο : θαρρεῖτ ' ,
6730453 ἐρρωσο
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε
6725136 ἀσυνετος
; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται .
εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον
6718106 ἀκουσομαι
πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς περὶ ὧν προυθέμεθα : ἐγὼ δ ' ἀκούσομαι καὶ ἀκούσας αὖ μετὰ Μελησίου τοῦδε ποιήσω τοῦτο ὅτι
. Ἀλλ ' οὐ γὰρ οὔτ ' ἐν τοῖσδ ' ἀκούσομαι κακὸς γάμοισιν οὔθ ' οὓς αἰὲν ἐμφέρεις σύ μοι
6714086 Πωλε
. Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὅτι , ὦ Πῶλε , ἐρομένου Χαιρεφῶντος τίνος Γοργίας ἐπιστήμων τέχνης , ἐγκωμιάζεις
, ὦ Σώκρατες , ἐξελέγξαι . Οὐ δῆτα , ὦ Πῶλε , ἀλλ ' ἀδύνατον : τὸ γὰρ ἀληθὲς οὐδέποτε
6708950 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
6704276 φασω
κεφαλαλγεῖν , ὡς ἂν λυπηθῇ καὶ αὐτὴ ἡ Γαλάτεια . φασῶ τὰν κεφαλάν : προφασισθῶ καὶ πρόφασιν ποιήσομαι , φησί
γάρ μοι Μεγαρικά τις μαχανά : χοίρως γὰρ ὑμὲ σκευάσας φασῶ φέρειν . Περίθεσθε τάσδε τὰς ὁπλὰς τῶν χοιρίων :
6699207 ἡμαρτηκας
δ ' , ἔφη , οὐ πείσας σοι χρῆσαι οὐχ ἡμάρτηκας ; ὁ δέ , Τί γὰρ ἥμαρτον ; εἶπεν
; ὃ μόνον ἦν κατὰ τὸν τόπον ἁμάρτημα , τοῦτο ἡμάρτηκας . ἐπεί τοι τοῦτ ' αὐτὸ καὶ ἐγὼ Ῥούφῳ
6698040 Λιαν
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε :
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν
6696597 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει
6691202 ἀπωλομην
μὲν δι ' ἐμὲ ἐσώθης , ἐγὼ δὲ διὰ σὲ ἀπωλόμην . . . . : / [ ! ]
ζῶς ' ἥδ ' ἀνίης ' ἀτμὸν ἐμφανῆ . . ἀπωλόμην : οὐκ οἴσετ ' εἰς δόμους νέκυν ; νοεῖς
6681784 Ὁμως
φανέντα καὶ καταδόξαντα εἶναι τοῖς τότε ἀνθρώποις τὸν Καρνεάδην . Ὅμως δέ , καίτοι καὐτὸς ὑπὸ τῆς στωϊκῆς φιλονεικίας εἰς
νὴ τὸν Δία εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους τινάς . Ὅμως ἐπέγειρον αὐτόν . Οἶδα μὲν σαφῶς ὅτι ἀχθέσεται ,
6680275 κατεπτηχως
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος
6680235 ἀπολωλα
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς
6679528 προσφιλους
ἐγκοίτιον , καὶ ἐνευναίων τῶν ἐγκοιμησομένων . ἐνηέος προσηνοῦς , προσφιλοῦς . ἔνθα ἐπὶ μὲν τοῦ τότε χρονικῶς “ ἔνθ
. καὶ δὴ μιμουμένη τὸ ἐκείνης ἦθος ἀντὶ μὲν τοῦ προσφιλοῦς μειδιάματος ταπεινὸν ἐσεσήρει καὶ ὕπουλον , ἀντὶ δὲ τοῦ
6677825 κακοδαιμον
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ
6672876 ἐλεημων
ἐλεήμων : δέον εἰπεῖν “ ἥττων ” φησὶν Γ “ ἐλεήμων ” . Γ ὡς . . . ἀεὶ ]
τήνδ ' , ἵνα σπένδειν ἔχῃς . Οἴμ ' ὡς ἐλεήμων εἴμ ' ἀεὶ τῶν χρυσίδων . Ὑμέτερον ἐντεῦθεν ἔργον
6671777 δοκοιην
οὐκ ἂν ἔτι ἐφθεγξάμην , ἵνα δὴ μὴ τὰ ἑτέρου δοκοίην λέγειν . παραπλήσια δὲ καὶ τὰ νῦν ἐν Ἀσκληπιοῦ
ἐάσθω τὰ Μουσωνίου πλείω ὄντα καὶ θαυμασιώτερα , ὡς μὴ δοκοίην θρασύνεσθαι πρὸς τὸν ἀμελῶς αὐτὰ εἰπόντα . Χειμάσας δ
6670458 οὐπωποτ
καὶ ἀνάστατος αὐτῶν ἡ χώρα γέγονεν , οἱ δ ' οὐπώποτ ' ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ γενόμενοι Μακεδόνες καὶ βάρβαροι
. ἀτοπώτερον ] τούτου , μὰ τὼ θεώ , ξένον οὐπώποτ ] ' εἶδον . αἲ τάλας , τί βούλεται
6667091 νοημων
γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος
ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις
6666163 Φειδιππιδη
δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον
ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ
6665677 Ἀναχαρσιδι
, ὁμοῦ δὲ τοπικόν . Σόλων μὲν γὰρ ἅμα ἐγένετο Ἀναχάρσιδι τῷ Σκύθῃ , εἴπερ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἤκμασαν
νομάδων . κοινὸν δὲ ἦν τὸ νέμεσθαι ἐμοί τε καὶ Ἀναχάρσιδι : κοινὸν οὖν ἔσται καὶ τὸ βληχᾶσθαι νεμομένοις ,
6664444 βραδυνω
βραδύνω ἀπὸ τοῦ δὴν ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ θύνω τὸ βραδύνω . Φιλοφροσύνῃσιν : ἀγάπαις , δεξιώσεσι , φιλίαις .
, πιέζομαι δυσχεραίνων , θλίβομαι , διαλογίζομαι , καταπιέζομαι , βραδύνω . , ξέομαι ταῖς φροντίσι . ἤτοι στρέφων ταῦτα
6664434 ἀυτω
προοιμίοις οὐ καλοῖς , οὐκ εὐσχήμοσιν : ὦ τάλας δισσῶς ἀυτῶ : τὸ ὦ τάλας δεύτερον βοῶ διὰ τὸ μεγάλα
ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ : τί γάρ ; ἰοὺ ἰού . κωφοῖς ἀυτῶ καὶ καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω . ποῦ Κλυταιμήστρα ;
6663384 φιλοιην
φίλει δίδασκε ἀναγίγνωσκε , εὐκτική , οἷον φιλοίην καὶ εἴθε φιλοίην διδάσκοιμι ἀναγιγνώσκοιμι , συνζευκτικός , οἷον ὅταν φιλῶ διδάσκω
προστακτικός , οἷον φίλει δίδασκε ἀναγίγνωσκε , εὐκτική , οἷον φιλοίην καὶ εἴθε φιλοίην διδάσκοιμι ἀναγιγνώσκοιμι , συνζευκτικός , οἷον
6663332 παραμυθουμαι
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους
6661028 συνοιδα
ἕνα σε νομίζει καλῶς ὑπειληφώς . ἐγὼ γάρ σοι ταύτην σύνοιδα τὴν εὐχήν . ἀλλ ' οἶμαι , τὸ μὲν
προῖκα γὰρ ἐμαυτὸν ἐπαινεῖν ἀξιῶ , καὶ ταῦθ ' ἃ σύνοιδα : ὡς δ ' οὐ πολλάκις αὐτὸ δρῶ ,
6658614 ψευδοιτο
; πότερον διὰ τὸ μὴ εἰδέναι τὰ παλαιὰ ἀφομοιῶν ἂν ψεύδοιτο ; Γελοῖον μεντἂν εἴη , ἔφη . Ποιητὴς μὲν
ὅτι πρὸς ἀδικοῦσαν ἔρχεται πόλιν καὶ ἀρὰς τὰς μεγίστας εἰ ψεύδοιτο ἐπαρασάμενος ἑαυτῷ τε καὶ τῇ Ῥώμῃ , τότ '
6657812 ῥιγω
με , ἐγὼ δ ' οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε ῥιγῶ , ἀλλ ' ἀφ ' ὧν αὐτοὶ πεινῶσιν ἢ
ἤγουν τρέμοντος . Ῥιγόω , ῥιγῶ τὸ ψύχομαι : ῥιγέω ῥιγῶ τὸ φρίσσω . . . ΑΥΤΟΣ ΔΕ ΣΠΕΥΔΟΝΤΙ .
6645234 κακολογια
τὸ εἶναι δύο τὰς ἑταίρας . Κύδος : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ
. . . κακηγορῆϲαι ὡς Ὑπ . . , . κακολογία ὡς Ὑπ . . , . κακοπράγμων ὡς Ὑπ
6644940 βουλησομαι
γύναι : ἐκ τῆσδε μὲν γῆς οὔ ς ' ἄγειν βουλήσομαι . ] ἐκ τῆσδε δ ' αὐτὴ γῆς ἀπαλλάσσου
αὖθις , ἔς τε τὸν φίλον τοσαῦθ ' ὑπουργῶν ὠφελεῖν βουλήσομαι , ὡς αἰὲν οὐ μενοῦντα : τοῖς πολλοῖσι γὰρ
6642844 δεδρακεν
λέγων δὲ ἔπεισεν αὐτὸν ὡς χρή , εἰ μὴ καὶ δέδρακεν , αὑτόν τε ἄδειαν ποιησάμενον σῶσαι καὶ τὴν πόλιν
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους : ὕβρις δ ' , ἐπεὶ δέδρακεν , ἥδε δευτέρα , τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν
6640767 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου
6639748 δεου
καὶ νῦν , ἐὰν μή μοι ἐθέλῃ Ἱππίας ἀποκρίνεσθαι , δέου αὐτοῦ ὑπὲρ ἐμοῦ . Ἀλλ ' , ὦ Σώκρατες
” αὐτὰ „ εἶπεν „ αὐτὰ δηλώσει καὶ μηδὲν ἐμοῦ δέου , πέραινε δέ , ἃ ὀρθῶς ἐβουλεύσω ” .
6637189 σχησω
ξίφους Περσέως ἐκλήθη ἡ πόλις Μυκήνη . Μασχάλη . σχῶ σχήσω , ὡς στήσω στήλη , καὶ μεταθέσει τοῦ η
ὑποφ ? [ μή ] τι μέγαιρε , φίλη : σχήσω γὰρ ἐς ποηφόρους ? ? [ κήπους ] ?
6635216 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
6631102 σοφιζομαι
, διηγήσεις ποιήσεων , λόγων . εἰσφέρων ] φερνῶν . σοφίζομαι ] σοφόν τι ποιῶ . οὐδὲν ] ἄρσις .
καινὰς ] νέας . ἰδέας ] ⌈ ὑποθέσεις κωμῳδιῶν . σοφίζομαι ] σοφὸς φαίνομαι : ἢ μηχανῶμαι . ὃς ]
6627335 ἀποστρεφομαι
: περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι ἐπιφύομαι , ἐπιτυγχάνω , παραχρῶμαι , ἀποστρέφομαι , ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ]
, , : κολακεύω , ξενίζομαι , ἐναντοιοῦμαι ζημιῶ ἀντιδικῶ ἀποστρέφομαι , ζηλῶ φθονῶ , χαλκολογῶ , ἀλογοῦμαι , διαμάχομαι
6627179 μεθεστηκεν
δόμοισιν ἡ τὰ δείν ' εἰργασμένη Μήδεια τοισίδ ' ἢ μεθέστηκεν φυγῆι ; δεῖ γάρ νιν ἤτοι γῆς γε κρυφθῆναι
ἀλλοίους πόσει † . ἀλλ ' ἐς τὸ λῶιον σὸν μεθέστηκεν κέαρ , ἔγνως δὲ τὴν νικῶσαν , ἀλλὰ τῶι
6626737 προλεγω
ἐπιμείνῃς , μετανοήσεις : κατὰ σαυτοῦ τὴν ψῆφον οἴσεις . προλέγω σοι , Καλλιρόην ἀπολέσεις . οὐκ ἐμὲ βασιλεὺς ἀλλὰ
τ ' ἀγρίων ναίοιμι τρόπων . τὸ δ ' ἐρᾶν προλέγω τοῖσι νέοισιν μή ποτε φεύγειν , χρῆσθαι δ '
6626673 οχ
] ! οτο ? : ! [ [ ] ! οχ [ . . . . . . [ ]
“ . ] ” οὐκοῦν [ ] [ ! ] οχ ? [ ± ην ] λ ? [ ]
6621334 κακηγοριας
δ ' οὑτωσὶ , τίνας μάλιστ ' εἰκὸς ἐξωνεῖσθαι τὰς κακηγορίας ; ἆρ ' οὐ τοὺς τὰ τοιαῦτα συνειδότας ἑαυτοῖς
, ὅπως μὴ μείζους γίγνωνται , προείδοντο , οἷον εἰσὶ κακηγορίας δίκαι : φασὶ τοίνυν ταύτας διὰ τοῦτο γίγνεσθαι ,
6619784 ἐπικυρωσαι
οὐ γὰρ αὑτὸς οὔτε καιρὸς οὔτε τρόπος τοῦ τ ' ἐπικυρῶσαι τὰ δοκοῦντα καὶ τοῦ σκέψασθαι τί πρῶτον δοκεῖ συμφέρειν
πλήθους πολλὰ χαίρειν τῇ βουλῇ φράσας , ἣν οὐκ ἠξίωσεν ἐπικυρῶσαι τὰ τοῦ δήμου κρίματα , ὥσπερ αὐτῇ ποιεῖν ἔθος
6611546 Φευ
ἀναχθέντα γυμνὸν ἐπὶ τῆς χιόνος μένειν συμπεποδισμένον τὼ πόδε . Φεῦ τῶν κακῶν , ὀτοτοῖ , παππαπαιάξ . Τί τοῦτο
, ἔφθιτο . Καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ . Φεῦ φεῦ , τί δῆτ ' ἄν , ὦ γύναι
6607283 Σιμμια
δὴ καὶ μῦθον λέγειν καλόν , ἄξιον ἀκοῦσαι , ὦ Σιμμία , οἷα τυγχάνει τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ὑπὸ τῷ
δοκεῖ . ταῦτ ' οὖν ἐγώ , ἔφη , ὦ Σιμμία τε καὶ Κέβης , ἀπολογοῦμαι , ὡς εἰκότως ὑμᾶς
6604469 διαρραγησομαι
αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες
ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ”
6604019 ἀκουετ
ἡμέτερον + ἀκούετε : δέον εἰπεῖν οὐκ ἀκούετ ' οὐκ ἀκούετ ' , ὁ δὲ οὕτως εἶπε καί ἐστιν ὅμοιον
ἔχεσθαι : τί μέλλομεν ἀγάστονοι ; ἀκούετ ' ἢ οὐκ ἀκούετ ' ἀσπίδων κτύπον ; πέπλων καὶ στεφέων πότ '
6598186 ἐσθλ
[ ] σοτς ? ! [ ! ] ! ! ἐσθλ ? [ [ ] ! [ ! ] θειον
[ ] σοτς ? ! [ ! ] ! ! ἐσθλ ? [ [ ] ! [ ! ] θειον
6597804 Μηδεις
Λογισμοὺς παρὰ τῶν ἐπιμελουμένων Κρονίοις λαμβάνειν μηδὲ τοῦτο ἐξέστω . Μηδεὶς τὸν ἄργυρον ἢ τὴν ἐσθῆτα ἐξεταζέτω μηδὲ ἀναγραφέτω ἐν
ὁ κεγχρίνας ἀπεργάζεται ἐπιὼν καὶ λυμαινόμενος τοῖς ἐκεῖ θρέμμασι . Μηδεὶς δὲ οὕτως ἔστω θρασὺς μηδὲ μὴν ἄοκνος ἐκ λογισμοῦ
6595513 μεταμελησαι
, ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . καὶ τὰ ἀπαρέμφατα μετανοῆσαι , μεταμελῆσαι , μεταγνῶναι , γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι ,
καὶ τείχη ἡμῖν καὶ χώραν καὶ δύναμιν πειράσομαι ποιεῖν μὴ μεταμελῆσαι τῆς πρὸς ἐμὲ ὁδοῦ . καὶ τὸ μέγιστον δή
6593708 μαθω
καὶ φόνου συνεργάτιν λαβὼν τά γ ' εἴσω τειχέων σαφῶς μάθω . νῦν οὖν ἔξω τρίβου τοῦδ ' ἴχνος ἀλλαξώμεθα
τινές φασιν εἶναι τοῦ δαγκάνω , ἐπάγει ὡς τὸ δάκω μάθω λάχω ἅδω φύγω καὶ ὅσα τοιαῦτα ὑποτακτικὰ τρισὶ γράμμασι
6590775 θνῃσκων
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ
6590313 σκυτοδεψης
παρὰ ῥῆμα ἢ θηλυκά , οἷον ὀλυμπιονίκης μισογύνης μυροπώλης οἰνοπράτης σκυτοδέψης . Σεσημείωται τὸ ἀγκυλοχείλης : ἔχει δὲ ἀπολογίαν ,
, πανδοκεύς , πορθμεύς , μαστροπός , ὑπηρέτης , βυρσοδέψης σκυτοδέψης , ἀλλαντοπώλης . εἰ δὲ καὶ μὴ διὰ πασῶν
6590071 ἀποδειλιων
ἀπόκρισις . λόγοις . . . . . καταμαλθακισθεὶς καὶ ἀποδειλιῶν αἰσχύνης μετέσχον κακῆς . . . ὤκνει ὡς δὴ
, φιλοψυχεῖν φιλοσωματεῖν : καὶ ἀπ ' αὐτῶν αἱ μετοχαὶ ἀποδειλιῶν , εὐλαβούμενος , κατεπτηχώς , φιλοψυχῶν φιλοσωματῶν , ὀκνῶν
6589363 μαινομαι
δίμετρον Ἀνακρεόντειον , οἷόν ἐστι τὸ , καὶ μαίνομαι κοὐ μαίνομαι . ἐφ ' ἑκάστῳ συστήματι παράγραφος : ἐπὶ δὲ
βραχέος εἰς τὸ α μακρόν . . 〚 μᾶλλον ἢ μαίνομαι . οἱ μὲν , φασὶν , ἐκτείνουσιν : οἱ
6586870 Νικια
πείθειν καὶ σὲ καὶ τούτους . ἀλλ ' , ὦ Νικία , τί οὐ λέγει πότερος ὑμῶν ; Ἀλλ '
εὐνὰν ὀρθρευοίσᾳ . Οὐδὲν ποττὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο , Νικία , οὔτ ' ἔγχριστον , ἐμὶν δοκεῖ , οὔτ

Back