ἡλιόμορφος ζαθεοῖς ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . σὲ τὸν βολαῖς νιφοκτύποις δυσχείμερον ναίονθ ' ἕδραν , θηρονόμε Πάν , χθόν
ἔχει τοὺς † πόδας † , οἷον σὲ τὸν βολαῖς νιφοκτύποις δυσχείμερον ναίονθ ' ἕδος , θηρονόμε Πάν , χθόν
6178898 δυσχειμερον
δ ' Ἐνιῆνες ἕποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοὶ οἳ περὶ Δωδώνην δυσχείμερον οἰκί ' ἔθεντο , οἵ τ ' ἀμφ '
βουσὶ καὶ ποίμναισιν εὐβοτωτάτην , οὔτ ' ἐν πνοαῖσι χείματος δυσχείμερον οὔτ ' αὖ τεθρίπποις ἡλίου θερμὴν ἄγαν . .
5489601 βολαις
ἔθεον ἀλαλάξαντες ὁμόσε , πρῶτον μὲν οἱ ψιλοὶ σαυνίων τε βολαῖς καὶ τοξεύμασι καὶ λίθοις ἀπὸ σφενδόνης μαχόμενοι , καὶ
Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ . μακέλλῃ : Δίκελλα πλατεῖα . . Λικυμνίαις βολαῖς : ἐν δὲ ἐνίοις τῶν σχολικῶν ὑπομνήμασι ταυτὶ γέγραπται
4918550 ἡλι
! [ [ ] νυντ ? [ [ ] μεν ἡλι ? [ [ ] ιδε μὲν δυ [ [
ὁρᾶτε ὁπόση ἡ προσθήκη . τὸ γὰρ ἐν τῷδε τῆς ἡλι - κίας χρήσιμον ταῦτα διαπράττεσθαι οὐ μόνον διπλοῦ θαύματος
4667032 ὁρκιζω
Χερσαῖον ἢ Φαρισαῖον . λάλησον ὁποῖον ἐὰν ἦς , ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον ἀδάμαστον , τὸν τὰ ἐν καρδίᾳ
τὰ πάντα ἐκ τῶν οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι . ὁρκίζω δέ σε τὸν παραλαμβάνοντα τὸν ὁρκισμὸν τοῦτον χοίρειον μὴ
4634731 εὐεργεταν
ταῦτα βˈροτοῖς λέγειν ἐν πτερόεντι τˈροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον : τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι . ἔμαθε δὲ σαφές .
Παρνασσίῳ καθέσσαντο μ̄ονόδˈροπον φυτόν . ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι . Ἀλεξιβιάδα , σὲ δ ' ἠΰκομοι φλέγοντι
4615168 σοφῃ
, χθόν ' Ἀρκάδων , κλῄσω γραφῇ τῇδ ' ἐν σοφῇ πάγκλειτ ' ἔπη συνθείς , ἄναξ , δύσγνωστα μὴ
ἔχουσιν τὴν δύναμιν . ἀλλὰ μηδενὶ φράσῃς ἀλλ ' ὡς σοφῇ ψυχῇ χρῶ . Χρυσάνθεμος βοτάνη γινωσκομένη ὑπὸ πάντων .
4565014 ἐπισταμενον
καὶ ᾧ μὴ χαριζόμενος αἰσχυνοίμην ἄν , Παγκράτιον τὸν ἄρχειν ἐπιστάμενον καὶ λέγειν καὶ ᾧ τὸ τιμᾶσθαι κατὰ τοὺς τρόπους
ἢ τὸν ἄπειρον τοῦ κυβερνᾶν κυβερνήτην , ἢ τὸν οὐκ ἐπιστάμενον ἰᾶσθαι ἰατρόν ; οὐκ ἔστιν . καθάπερ οὖν οὐκ
4465251 στειχουσα
, σὺ δ ' , ὦ τάλαινα , διπτύχους νεκροὺς στείχουσα θάπτε : δεσποτῶν δ ' ὑμᾶς χρεὼν σκηναῖς πελάζειν
ἐν Ἑρμῇ ἡ χερνῆτις ἔριθος ἐφ ' ὑψηλοῦ πυλεῶνος δανδαῖτις στείχουσα καλὰς ἤειδεν ἰούλους . ἴουλος τὸ πολύπουν ζῶον ὅθεν
4448837 κευσω
σῆμα δέ μοι τόδ ' ἔειπεν ἀριφραδές , οὐδέ σε κεύσω : ὁππότε κεν δή μοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης φήῃ
: εἰ δέ κεν Εὐρώπης ἐθέλοις τύπον , οὔτι σε κεύσω : ωὐτὸς γὰρ Λιβύης ῥυσμός . Καὶ πάλιν :
4426027 κινεις
σκορπίον , Κόνιν φυ - σᾷς , Εὖ κείμενον κακὸν κινεῖς , Λέοντα νύσσεις , Ἀνάγυρον κινεῖς . Ἄδακρυς πόλεμος
θανόντας , τὴν δὲ τείσωμαι δίκην ] . τί τάσδε κινεῖς κἀναμοχλεύεις πύλας , νεκροὺς ἐρευνῶν κἀμὲ τὴν εἰργασμένην ;
4405106 φαναις
, Νύμφαι Κωρυκίοισιν ἄντροις , ἰὴ ἰὲ Παιάν , τριετέσιν φαναῖς Βρόμιος , σεμνὰ δ ' Ἄρτεμις εὐπόνοις κυνῶν ἐμ
: ἡδύ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι , φαναῖς θυμὸν ἀλδαίνουσαν ἐν εὐφροσύναις , φρίσσω δέ σε δερκομένα
4391360 μεθησομεν
καὶ τότε δὴ τὸν πλοῦτον τῶν δωμάτων ἐλεύθερον τῆι πόλει μεθήσομεν : ὁμοῦ τε μεθήσομεν τὸν κρεκτὸν γοήτων νόμον ,
πλοῦτον τῶν δωμάτων ἐλεύθερον τῆι πόλει μεθήσομεν : ὁμοῦ τε μεθήσομεν τὸν κρεκτὸν γοήτων νόμον , ὅ ἐστι , καὶ
4356921 δεικνυντα
Φησὶν ὅτι εἰ ἔσχε τινὰ ὁ Ἐμπεδοκλῆς χεῖρα ὀρέγοντα καὶ δεικνύντα ὅτι πάντα κατὰ τὸ εἶδος χαρακτηρίζεται , ἠγάπησεν ἂν
ἐπίσκεψιν . εἶτα λοιπὸν καὶ συλλογισμὸν πλέκει ἐν δευτέρῳ σχήματι δεικνύντα ὅτι ταὐτόν ἐστι τὸ ψυχῇ εἶναι καὶ τὸ ψυχὴν
4342987 ὁςτις
τε ἦν εὐκλεὴς ἔτι νέος , ὡς Ἀδριανὸν , σκοπούμενον ὅςτις αὐτῷ διαδέξεται τὴν βασιλείαν , ἐπειδὴ προτιμᾶν ἠναγκάζετο τὸν
, αὐτὸς Ἀχιλλεὺς ἐπεκδιδάσκει . ὅπερ Ὁμήρῳ ἔθος , καὶ ὅςτις ἄλλος μετεχειρίσατο τὸ εἶδος τοῦτο , παρ ' Ὁμήρου
4331928 Ἀλφα
ὅ τε χαρακτὴρ τοῦ στοιχείου καὶ τὸ ὄνομα , οἷον Ἄλφα : φωνήεντα δέ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά , α
δὲ τὸ φάγε : καὶ πάλιν : διάτι προτάσσει τὸ Ἄλφα τῶν ἑτέρων εἴκοσι τριῶν γραμμάτων ; διότι ἀφ '
4313058 φερβεται
γὰρ προϋπέλαβε πταῖσαι , ἀλλ ' ἀγαθῇσιν ἕκαστος τουτέων ἐλπίσι φέρβεται , τῶν δὲ χερειόνων οὐ μέμνηται : μή ποτ
ἐκπυρωθῇ ἅμα τῇ νούσῳ καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα φέρβεται . Θαυμαστὸς ὁ λόγος , πάνυ εὐφραίνει ψυχήν .
4297976 τυχεν
Μάρψεν : ἔλαβεν . ἐμάτησεν : ἐματαιώθη , ἀπέ - τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός
Μάρψεν : ἔλαβεν . ἐμάτησεν : ἐματαιώθη , ἀπέ - τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός
4295215 Ἀσιανον
Προῦσαν τὴν πόλιν ἡ Ῥωμαίων δύναμις : ὑπὸ δὲ τὸν Ἀσιανὸν Ὄλυμπον διέκειτο αὕτη . Ἐκεῖθεν ὁ Τριάριος ἐπὶ Προυσιάδα
Προῦσαν τὴν πόλιν ἡ Ῥωμαίων δύναμις : ὑπὸ δὲ τὸν Ἀσιανὸν Ὄλυμπον διέκειτο αὕτη . Ἐκεῖθεν ὁ Τριάριος ἐπὶ Προυσιάδα
4275026 κηδομενον
τὸν χῶρον , ὁ μὲν ἵππος πρῴ τε κομίζων τὸν κηδόμενον εἰς τὴν ἐπιμέλειαν καὶ ἐξουσίαν παρέχων ὀψὲ ἀπιέναι ,
δεῖ γάρ με φαίνεσθαι τῶν φίλων μᾶλλον ἢ τῶν ἐμαυτοῦ κηδόμενον . Ὅταν παρ ' ὑμῶν ἀφίκηταί τις , πρῶτον
4246170 ἀφορισας
ὀφθαλμῷ ὑγιεινὸν ὁρίζεται , ἀλλ ' ἢ παντὶ ἢ εἴδει ἀφορίσας . ἐπεὶ γὰρ τὸ καθόλου διττόν ἐστιν , ἢ
ναίειν διαπήλας , ἀντὶ τοῦ τάφου μοῖραν ἀπομοιράσας αὐτοῖς καὶ ἀφορίσας κατοικεῖν γῆν τοσαύτην , ὁπόσην καὶ τοῖς νεκροῖς ἔξεστι
4241555 Πιμπλειαν
: ἔχει δ ' ἡ πόλις τὸ Δῖον κώμην πλησίον Πίμπλειαν , ἔνθα Ὀρφεὺς διέτριβεν . . Ὅτι ὑπὸ τῷ
ὑπὸ τῷ Ὀλύμπῳ πόλις Δῖον . ἔχει δὲ κώμην πλησίον Πίμπλειαν : ἐνταῦθα τὸν Ὀρφέα διατρῖψαί φησι τὸν Κίκονα ,
4234054 ἀνιησῃ
μέτρον τῆς περὶ τὸ σῶμα τάξεως , ὃ μή σε ἀνιήσῃ , ὃ μὴ ἐμποδιεῖ τὴν φιλόσοφον πρόθεσιν , ἀλλ
βουλεύεσθαι πρὸ ἔργου παραγγέλλεται καὶ ταῦτα ἐκτελεῖν , ἃ μὴ ἀνιήσῃ ἡμᾶς , ἡμᾶς δὲ δῆλον , ὅτι τὴν ψυχήν
4212274 λιτομαι
διαλέκτῳ γέγονε λίττομαι , παρέσει δὲ τοῦ ἑτέρου τ γεγένηται λίτομαι . ὁ δ ' αὐτὸς καὶ περὶ τοῦ ἀνύτω
φρικώδη ἔχουσαι , πνεύμασιν ἀντίσπαστοι ἐπιδρομάδην παταγεῦσαι , ὑμᾶς νῦν λίτομαι , δροσοείμονες , εὔπνοοι αὔραις , πέμπειν καρποτρόφους ὄμβρους
4144138 πληρωσω
Εἰ δ ' ἐθέλεις ἕτερόν τοι ἐγὼ λόγον ἐκκορυφώσω καὶ πληρώσω : ἢ ἐξ ἀρχῆς ἄρξομαι , ἢ συντόμως ἐρῶ
, ὁ μέλλων σώσω , σωτὸς , ἄσωτος : ὡς πληρώσω πληρωτὸς , ἀπλήρωτος . Ἅμαξα , ἄξω , ἄξα
4133721 λευρον
πόνου . καὶ δή σφε λείπω χειρία λόγοις σέθεν . λευρὸν κατ ' ἄλσος νῦν ἐπιστρέφου τόδε . καὶ πῶς
' εἰς ἀέρα ἐφέρετο , διὰ τοῦτο τὸ ψαίρει τὸν λευρὸν οἷμον τοῖς πτεροῖς εἶπεν . ἴσθι δ ' ὅτι
4121503 κατεσκευακεν
Λάμπιν , ὃς μέγιστα ναυκλήρια κέκτηται τῶν Ἑλλήνων , καὶ κατεσκεύακεν τὴν πόλιν αὐτοῖς καὶ τὸ ἐμπόριον , μηδέπω καὶ
καὶ ταῖς στρατείαις , ἔτ ' ἐπισφαλεστέραν ἢ ὑπῆρχε φύσει κατεσκεύακεν αὑτῷ . μὴ γὰρ οἴεσθ ' , ὦ ἄνδρες
4109772 χερσαιᾳ
ῥάκη πρέμνον ἑστίας . . προσαιθρίζουσα πόμπιμον φλόγα νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ Πυθίων ἀνακτόρων σαρκήρη στάχυν σαυροβριθὲς ἔγχος σηματίζονται πέδον
τοῦ Διὸς ἄθυρμα αὐτοὺς εἶναι . Ὕαινα ἰχθὺς ὁμώνυμος τῇ χερσαίᾳ ὑαίνῃ ἐστί . ταύτης οὖν τὴν δεξιὰν πτέρυγα εἰ
4084264 ὑποζευξω
, ἀλλὰ σὺν τῇ γυναικί . κριθῶντα πῶλον ] οὐχ ὑποζεύξω τὸν μὴ πειθαρχοῦντα ὡς κριθῶντα πῶλον , ἤγουν πίονα
Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος , ὄφρα τοι αὐτὸς ἕπωμαι , ὑποζεύξω δέ τοι ἵππους , ἄστεα δ ' ἀνθρώπων ἡγήσομαι
4073766 σεμνοτατον
. Κήρυττε δή . Τὸν ἄριστον βίον πωλῶ , τὸν σεμνότατον . τίς ὠνήσεται ; τίς ὑπὲρ ἄνθρωπον εἶναι βούλεται
τοῦ λαθεῖν . ὀρθῶς δὲ προσέταξας : ἀνείληφας γὰρ τὸ σεμνότατον πρόσωπον τοῦ δικαστοῦ καὶ θέλεις παρὰ Πέρσαις εὐδοκιμεῖν .
4062490 τεχναισιν
μὲν ἔχει γαῖαν Μεσσηνίδα λαός , ταῖς δ ' αὐταῖς τέχναισιν ἁλώσεται αἷσπερ ὑπῆρξεν . ἔστι δὲ τὸ νοούμενον μὴ
μὲν ἔχει γαῖαν Μεσσηνίδα λαός , ταῖς δ ' αὐταῖς τέχναισιν ἁλώσεται αἷσπερ ὑπῆρξεν . [ ὁ ] πρὸς ταῦτα
4061108 φρενι
? ? τοῦτο κἀξεπίϲταμαι ? ? ? ? ? ? φρενὶ ? ? ] ! οορφανιμαλιϲνιων ? ! ! !
δέ τ ' ἀκούει . ἀλλ ' ἀπάνευθε πόνοιο νόου φρενὶ πάντα κραδαίνει . αἰεὶ δ ' ἐν ταὐτῶι μίμνει
4058020 ἀπογυμνουν
ἐστι . Τρίτον σχῆμα τῆς παρὰ φύσιν κατακλίσεώς ἐστι τὸ ἀπογυμνοῦν τοὺς πόδας καὶ ἀσκεπάστους ἔχειν καὶ τὰς χεῖρας καὶ
ἀνοιγὲν τῷ πολέμῳ φυλάττειν ἀνάγκην ἔχοντες ἠναγκάζοντο τὰς ἄλλας ἐπάλξεις ἀπογυμνοῦν καὶ μετακομίζειν ἐνταῦθα τοὺς ἄνδρας : ὅπερ ἦν κίνδυνος
4042990 φαμι
, ταῦτα γὰρ ὀνυμαίνω καθ ' ἑκατέρων : τοῦτο δὲ φαμὶ εἶμεν τῶν μὲν πρακτικῶν τὸ κράτιστον , τῶ δὲ
κελαδέων . νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων : ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν , τὰ μὲν
4038257 δαψει
τὸ δαρδάπτειν , ὅ ἐστι καταφαγεῖν μετὰ σπαραγμοῦ . “ δάψει . ” ὅταν δὲ λέγῃ “ χρήματα δαρδάπτουσι ,
' , ὦ τάλαινα καρδία , κακόν , ἐκεῖνο γ δάψει β πημάτων ε ὑπέρτατον , δ εὖτ ' ἂν
4037123 ἰαψειν
] εἰκονισμένον . . δαροβίοις ] τοῖς ἀϊδίοις . . ἰάψειν ] ῥίψειν : φονευθεὶς γὰρ πεσεῖται . . Βορραίαις
εἴκασμα βροτοῖς τε καὶ δαροβίοισι θεοῖσιν , πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν . οὕτως γένοιτο . τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω
4032541 ἰθυνει
ἦθος , διὰ τὸ κολάζειν αὐτὸν ἐπὶ τῇ πανουργίᾳ . ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει : εὐθύφρονα ποιεῖ τὸν ταπεινωθέντα
ἀέξει : ἀφανῆ πλουτεῖ . * ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιόν : τὸν ποικίλον τὸ ἦθος διὰ πανουργίαν σκολιὸν
4024638 ἀποφραδι
τὴν φωνὴν ἐπ ' αὐτῷ , εἰπόντα ὑπὲρ σοῦ ὡς ἀποφράδι ὅμοιος εἴης , εἰ μὴ καὶ παντάπασιν ἀνήκοος ἦσθα
κύφωνα , βάραθρον , μὴ φύγῃ μηδ ' εἰκάσῃ τοῦτον ἀποφράδι ἡμέρᾳ ; Ἀλλ ' οὐχὶ σὺ τοιοῦτος ; οὐκ
4022774 εἰδες
, τὴν δὲ αἰτοῦμεν . ὅτι μὲν γὰρ ἡδέως τε εἶδες τουτονὶ Κυριακὸν καὶ πρὸς ἅπαντα συνέπραξας καὶ οὐδὲν ἀργῶς
τὴν Κυνίσκαν : οὐ φθεγξῇ , οὐ λαλήσεις . λύκον εἶδες , ὡς σοφὸς εἶπεν , ἤγουν ὡς ὁ παροιμιαστὴς
4018377 αἰνησαις
πάλῃ νίκης τοῦ ἀνδρὸς τοῦ ἐκ τῆς ἐνδόξου Ὀποῦντος . αἰνήσαις , ἀντὶ τοῦ ἐπαίνεσον , ὕμνησον αὐτὴν τὴν πόλιν
καὶ τὴν ἡρωίδα λέγειν , υἱὸν δὲ τὸν Ὀποῦντα . αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν : ἕ ἀντωνυμία : κεῖται γὰρ
4015312 ἀναξ
] χθονὸς μοναρχίαν ἑκόντα δοῦναι [ τοῖσδε Καδμείας ] , ἄναξ . ὅταν δὲ θάπτηις ἄλοχον εἰς πυρὰν τιθεὶς σαρκῶν
, πολύμορφον αἶσχος ἔγνων χθονίοις γάμοισι χαίρων , ὁ θεῶν ἄναξ ἐπαίχθην : τὸ δίκης σέβας σε βάλλει . Τί
4013802 κερασφορον
γὰρ αὐτὴν προσειρήκασι , πλέον μετέχουσαν θηλύτητος , καὶ τὸν κερασφόρον αὐλὸν ἀνῆψαν αὐτῇ τῷ τε μηνοειδεῖ τοῦ σχήματος παραπλήσιον
. * δολόεντα : ἐπιβάλλοντα * κεράστην : διὰ τὸ κερασφόρον * μάθοις : ἔμαθες * ἠύτ ' : καθάπερ
4005996 ἐσσειται
ὃν τὰ τετράγωνα τὰ ἀπὸ τᾶν ἐπιψαυουσᾶν : ὁμόλογον δὲ ἐσσεῖται τὸ περιεχόμενον ὑπὸ τῶν τᾶς ἑτέρας γραμμᾶς τμαμάτων τῷ
: περὶ δὲ χρηστότατος νῦν ὑποθέσθαι πειρασοῦμαι . χραστὸς γὰρ ἐσσεῖται πᾶς βασιλεὺς τὸ μὲν καθόλω δίκαιός τ ' ἐὼν
4005951 τιμιωτατον
τιμιώτατον εἶναι τὸ γεννῶν τὰ ἐφεξῆς : δεῖ δὴ καὶ τιμιώτατον εἶναι τὸ γεννώμενον καὶ δεύτερον ἐκείνου τῶν ἄλλων ἄμεινον
ἀνθρώπων δὲ γονῆς τὸ λάχος , χρῆμα παντὸς μάλιστα θεοῖς τιμιώτατον , ὀφείλεσθαι : εἰ δὲ δὴ καὶ τούτων λάβοιεν
4001974 ὑδει
γὰρ ὅτι ὁ Ζεὺς ἐκέλευσεν Ἥφαιστον περικλυτὸν ὅττι τάχιστα γαῖαν ὕδει φύρειν . Ζεὺς Κρονίδης ποίησε : ἔστω δὲ ἡ
τε : Ἥφαιστον δ ' ἐκέλευσε περικλυτὸν ὅττι τάχιστα γαῖαν ὕδει φύρειν , ἐν δ ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν καὶ
3989085 ιας
οἷον Φιλιᾶς . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα διὰ τοῦ ιας διὰ βραχέος τοῦ ι γράφεται , πλὴν τοῦ Θείας
? [ ! ] ? ? ? ! [ ] ιας ? τόνδε ? ? ? ? ? προσπεσεῖν ?
3977664 ἑσπερον
τὸν ἀγῶνα διαθέμενος τοῦτο τότε ἐπήνεγκεν . ἐν δ ' ἕσπερον ἔφλεξε : τὸ ἑσπερινὸν φάος . ὅτι ἐν πανσελήνῳ
δεδηγμένος , τηλοῦ προθεῖναι θηρσὶν ὠμησταῖς βορὰν μολόντας εἰς γῆν ἕσπερον Λαιστρυγόνων , ὅπου συνοικεῖ δαψιλὴς ἐρημία . αἱ δ
3975876 ὀτρυνεις
ἠξίου παρὰ τὸ Ὁμηρικόν : τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις ; . . μεθεστηκότων ] ἤτοι μεταστάντων τοῦ εἰπεῖν
ὀρθὸν οὖς ἵστησιν , ὡσαύτως δὲ σὺ ἡμᾶς τ ' ὀτρύνεις καὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπῃ . Τοιγὰρ τὰ μὲν δόξαντα
3971332 χορηγον
ἐλεύθερον , τὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἅπαντα πολιτευσάμενον , τὸν χορηγὸν πολλάκις ἐκ Διονύσου γεγενημένον , τὸν ὅλης φυλῆς ἑστιάτορα
οὐδὲ αὐτὴ ψυχὴν ἐντίθησι . Δεῖ ἄρα τι εἶναι τὸ χορηγὸν τῆς ζωῆς , εἴτε τῇ ὕλῃ ἡ χορηγία ,
3967496 ἱπποτεκτων
τὸ βρέτας καὶ τὸ εἴδωλον ἤτοι τὸν δούριον ἵππον ὁ ἱπποτέκτων καὶ Ἐπειὸς ὁ ποδαπός ; ὁ πεφρικὼς καὶ φοβούμενος
φησιν . ἡ δὲ σύνταξις οὕτως : ὁ δ ' ἱπποτέκτων Ἐπειὸς ὃς καὶ οὗτος ἀμφὶ Κῖριν καὶ Κυλιστάρνου γάνος
3965191 ἐχην
φίλη δ ' , ἆς κε ζόης , τὸν ὔμοιον ἔχην ἄει . † αἰ γὰρ ὦδε πόῃς , ἄγαθος
. . . [ ] ! [ παιαειον ! ! ἔχην πο ! [ αἰκεη ? ! ? ποικιλασκ !
3960499 θοηι
διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ θοῆι μάστιγι φιλήμερος Ὄρθος ἀνέστη , ἐννύχιον γλυκὺν ὕπνον ἀκοντίζων
καὶ τὸν Δία σέβεσθαι αὐτήν : ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῆι ἀποθύμια ῥέζοι [ Ξ ] . ἀλλ ' Ὅμηρος
3943690 Δαρειαν
τοῦ Ξέρξου . ὡς ἐπῳδῇ δὲ κέχρηται τῷ βάσκε πάτερ Δαρειάν . ἐπιτετάνυσται γὰρ καὶ ἐξήπλωται στυγερὰ καὶ μισητή τις
ἀπὸ τῶν εἰς ΗΝ βαρυτόνων , οἷον : παιάν Ἰάν Δαρειάν Ἀλκμάν τιτάν πελεκάν . Τὰ εἰς ΑΝ σύνθετα ἀπὸ
3938852 γεωργικον
ἐλάττω τὰ ἐνδέοντα ᾖ . Καὶ ἴδοις ἂν τὸν μὲν γεωργικὸν μακαρίζοντα τοὺς ἀστικούς , ὡς συνόντας βίῳ χαρίεντι καὶ
: οὐδὲ ἀμείβειν ἐξ ἑτέρου γένεος εἰς ἕτερον , οἷον γεωργικὸν ἐκ νομέος γενέσθαι , ἢ νομέα ἐκ δημιουργικοῦ .
3938706 ἀπερινοητον
ἀ [ . ] ωτον ἄτρεπτον ? ? [ ] ἀπερινόητον [ ] , ᾧ [ δουλεύει - ] καὶ
ὅτι ἀπόρρητον , ὅτι οὐδέν ἐστι τῶν πάντων , ὅτι ἀπερινόητον περιτρεπόμεθα τῷ λόγῳ , εἰδέναι χρὴ ὅτι ταῦτα ὀνόματά
3937412 ἱπποτην
μείνας ἡμερῶν τριῶν κύκλους , τὴν ἵππον ἡτοίμαζε καὶ τὸν ἱππότην , καὶ γῆν σκοπήσας ἀμφιδεξίῳ τρόπῳ ἔστησε πλῆθος χιλίανδρον
ὁ γὰρ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεὺς δύναμιν παραλαβὼν οὐκ εὐκαταφρόνητον , ἱππότην καὶ πεζὸν στρατόν , ἐπεξέθει διώκων καὶ σπεύδων καταλαβεῖν
3927671 ἀρειον
ῥύεσθε . ποῖον δ ' ἀμείψεσθε γαίας πέδον τᾶσδ ' ἄρειον , ἐχθροῖς ἀφέντες τὰν βαθύχθον ' αἶαν , ὕδωρ
γῆς δηλονότι . Ξ ἄρειον ] ἄρειον πεδίον προείρηται . ἄρειον ] κρεῖττον . θΞ ἐχθροῖσιν ] + ἤτοι τοῖς
3925273 ἀναγκα
ἀνάγκα καὶ ἥμισυ ἦμεν , εἰ δὲ καὶ ἡμίσεον , ἀνάγκα καὶ διπλάσιον , καὶ ἔστιν καὶ τὸ διπλάσιον αἴτιον
κινέεται τὸ κινεόμενόν ἐστι τὸ πράτως κινέον . ὥτ ' ἀνάγκα τρεῖς εἶμεν τὰς ἀρχάς , τάν τε ἐστὼ τῶν
3918227 κλιβανιτην
πρὸς τὰ ἀφροδίσια . ὁ δὲ Φλωρεντῖνός φησι , τὸν κλιβανίτην ἄρτον ἰσχνῶς πεπλασμένον καὶ ἐν ἡλίῳ ἐξηραμμένον , εὔπεπτον
κάλλιστ ' ὠπτημένον , ἄριστα δὲ ἐζυμωμένον καὶ μάλιστα τὸν κλιβανίτην , οἷον δέχεται : οὗτος γὰρ ἀπέριττος καὶ ἧττόν
3917001 καλυψει
λέων καὶ τὰ λοιπὰ , ὡς εἴρηται , ζῶα ποιοῦσι καλύψει χρώμενα . ἧκε : ἔξω ἔπεμψεν , ἔπεμπε ,
φύλαττε σώματος δίχα ῥύψας μέλανσιν ἔνδον ὡς κεκρυμμένην . αὕτη καλύψει κάλλος ἔκλαμπρον σκότει . ῥείθροις κάθαιρε ὡς χιόνα δ
3911645 ἀνακτα
ἐν μέσοισι Θέμις , εἵνεκεν πεπρωμένον ἦν , φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν , ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον
ἀμφιάνακτας αὐτοὺς ἐκάλουν ἔστι δὲ τοῦ Τερπάνδρου ἀμφ ' ἐμοὶ ἄνακτα ἑκατηβόλον . λείπει δὲ τὸ ἔσο ἢ τὸ χόρευε
3911497 λιποι
κᾶδος , Ἱέρων , μερίμναισιν : εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι , ἔτι γˈλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλεΐξειν
ὑφ ' ὧν θάνοι μὲν αὐτός , τὴν δὲ τίκτουσαν λίποι τοῖς οἷσιν αὐτοῦ δύστεκνον παιδουργίαν : γοᾶτο δ '
3905168 ἁδιστον
ἰσωνία κόγχος , ἃν τέλλιν καλέομες : ἐστὶ δ ' ἅδιστον κρέας . τὴν τελλίναν δὲ λεγομένην ἴσως δηλοῖ ,
δαιμόνων . Καὶ γίνεταί γα τᾶνδε τᾶν χοίρων τὸ κρῆς ἅδιστον ἂν τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον . Ἤδη δ ' ἄνευ
3897804 σεβομεν
γάμον φυγὴν ἀνδρῶν ἡμῖν ἐμποιοῦντα . ἀσεβῆ ] ὃν οὐ σέβομεν ἡμεῖς οὐδὲ τιμῶμεν . στασίαρχος ] τῆς συστάσεως ἡμῶν
] , οὔτε ἐπιστάμε ? [ ] - θα οὔτε σέβομεν . ἐν τούτῳ [ ] οὖν πρὸς ἀλλήλους βεβαρβαρώμεθα
3896882 ἀνδρ
' Ἑρμῆ , μὴ λέγε , ἀλλ ' ἔα τὸν ἄνδρ ' ἐκεῖνον οὗπέρ ἐστ ' εἶναι κάτω : οὐ
τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας δαίνυται , ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ ' ἀλεγύνειν : πάντες γὰρ καλέουσι . πατὴρ δὲ
3896230 τελεθειν
οὗτος : τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν , τὸ σὲ τέκνα τ ' ὀνήσει . μηδὲ
τῶν κεν κατὰ δῆμον ἵκηαι , ἄλλοτε δ ' ἀλλοῖος τελέθειν καὶ χώρωι ἕπεσθαι . εἵματα λυγρὰ φέρων σὺν Ἀρίονι
3892349 σον
ἀποκλῖναι ; Τὸν σόν τοι παράδειγμ ' ἔχων , τὸν σὸν δαίμονα , τὸν σόν , ὦ τλᾶμον Οἰδιπόδα ,
λυπεῖν τὸν Δία . στέλλου κομίζου : Πορεύου εἰς τὸν σὸν οἶκον , καὶ φύλαττε τὸν παρόντα νοῦν , ἤγουν
3886884 καθεξω
ὄντως : † ὡς οὐ καθέξω : καὶ δὴ οὐ καθέξω τὸν στρατὸν ἔσω τῶν τειχῶν : καὶ μὴν τὸ
πύλαι στόματος τὰ χείλη . οὐκέτι οὖν , φησὶ , καθέξω τὸν λόγον ἐντὸς τοῦ στόματός μου , τουτέστιν οὐκέτι
3886626 σκολιαις
, ἵνα μετέλθω καθάπερ λύκος ἐνεδρεύων , οὐκ εὐθείαις ἀλλὰ σκολιαῖς ὁδοῖς , τουτέστιν οὐχ ἑνὶ τρόπῳ ἀλλὰ παντοῖος ἔσομαι
πραπίδων καρπόν κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν , δίχα μοι νόος
3886431 ἀτιμασῃς
ῥύου με κἀκφύλασσε : μηδέ μου κάρα τὸ δυσπρόσοπτον εἰσορῶν ἀτιμάσῃς . Ἥκω γὰρ ἱερὸς εὐσεβής τε καὶ φέρων ὄνησιν
] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ κωμικοὶ ποιηταί ,
3884276 ἀδαμαντινον
τῇ λήψει τοῦ δέρματος ἀροτριάσαι μετὰ τῶν πυριπνόων ταύρων ἐχόντων ἀδαμάντινον ἄροτρον καὶ σπείρειν ὀδόντας δράκοντος : ἐκ δὲ τῶν
στῦλος ἑδραῖός ἐστιν ἐν μέσῳ αὐτῆς , καὶ ὡς τεῖχος ἀδαμάντινον περικυκλοῦν αὐτήν . νῦν οὖν ἀναστάντες ἐξέλθατε πρὸ τοῦ
3883807 ριον
τὸ ἐκφοβοῦν σε : προσδέχου : μανιοποιοὶ πότνιαι χωρά - ρίον ἐστὶ βοιωτίας . . ? . παρόσον ἄοινα καὶ
τὸ ἐκφοβοῦν σε : προσδέχου : μανιοποιοὶ πότνιαι χωρά - ρίον ἐστὶ βοιωτίας . . ? . παρόσον ἄοινα καὶ
3879675 ἀφανισειεν
ἄν τις διὰ φθόνον , ὕμνον δ ' οὐκ ἂν ἀφανίσειεν . τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα : ταῦτα οὖν τὰ
δὲ στεναγμὸς ἀχά τ ' ἦν ὅμοιος , ὁπότε πόλεος ἀφανίσειεν ἁ πτεροῦσσα παρθένος τιν ' ἀνδρῶν . χρόνωι δ
3861717 πιοτατην
τοὺς διανειμαμένους τὴν Ἀσίαν καὶ πόλεις οἰκοδομήσαντας πιοτάτην ] λιτρώδη πιοτάτην γεωμορίην ἠπείρου : περίφρασίς ἐστιν : ἤγουν γῆν πιοτάτην
τοὺς Ἴωνας λέγει τοὺς διανειμαμένους τὴν Ἀσίαν καὶ πόλεις οἰκοδομήσαντας πιοτάτην ] λιτρώδη πιοτάτην γεωμορίην ἠπείρου : περίφρασίς ἐστιν :
3860050 ἀγλαϊᾳ
στεφάνων τάν τε ἀριδρέπτων ἀοιδάν : Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαΐᾳ ἴδετε πορευθέντες ἀοιδαῖς δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ,
εἶπεν , ἀντὶ τοῦ θάλλουσιν , καὶ ἐν εὐθυμίᾳ καὶ ἀγλαΐᾳ καὶ χαρᾷ διάγουσι . . ΚΟΥΡΟΤΡΟΦΟΣ . Κουροκτόνος μὲν
3857211 ἁγνον
παρὰ Περσεφόνης ἱεροῖσι δόμοισιν ἰαύων κοιμίζει τριετῆρα χρόνον , Βακχήιον ἁγνόν . αὐτὸς δ ' ἡνίκα τὸν τριετῆ πάλι κῶμον
ἔρρειν τοῦδ ' ἀπόξενος πέδου . ἀλλ ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας , γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ
3856780 πολυμορφον
φασὶν ἀντὶ τῆς ἐκτμηθείσης κεφαλῆς ἀναβλαστάνειν ἄλλην , αἰνιττόμενοι τὸ πολύμορφον καὶ πολύγονον τῆς ἀθανάτου κακίας δυσάλωτον γένος . μηδὲν
βίον ἕνα καὶ τὸν αὐτόν , τὸ δέ ἐστιν χρῆμα πολύμορφον καὶ παντοδαπόν , πολλαῖς μὲν τύχαις , πολλοῖς δὲ
3852985 πρατον
ἐς ὅ τι πρᾶτον μόλοι . οὐκ ἄρ ' ἔμολε πρᾶτον οὐθέν ; οὐδὲ μὰ Δία δεύτερον τῶνδέ γ '
ἔχον γ ' ἀπό τινος μηδ ' ἐς ὅ τι πρᾶτον μόλοι . οὐκ ἄρ ' ἔμολε πρᾶτον οὐθέν ;
3849513 ἐρητυσασκε
καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη , τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς . πρὸς τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς τὸ ἀντίσιγμα
βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς : δαιμόνι ' οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς
3843549 συνεφαπτομενος
κλέος ὕμνῳ ὡσανεὶ μέλιτι πιαίνων τὴν πόλιν . ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ : καὶ αὐτὸς δὲ ἐγὼ τῇ σπουδῇ συνεφαπτόμενος
εὐρύ , ἤγουν ἐπὶ πολὺν τόπον παραπεμπόμενον . ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος , ἤγουν συνεργῶν , συλλαμβανόμενος αὐταῖς ταῖς Μούσαις δηλονότι
3837244 τανδε
: ἀηδόνας τὸ γὰρ Ἄρευι κατθάνην κάλον χαῖρε καὶ πῶ τάνδε δεῦρο σύμπωθι ἀγέρωχος ἄγωνος ἀμάνδαλον ἔον , ἐπιάλτην ἐρρεντι
αὐτόχθονι κόσμῳ . Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ
3837075 δραμω
κύπασσιν ἐς μηρὸν μέσον ἐσταλμένος ὅταν δὲ πόντου πεδίον Αἰγαῖον δράμω τύπτου τὸν αὑτοῦ κρᾶτα οὐ γὰρ λόγοις Λάκαινα πυργοῦται
βακχείῳ , οἷον Τίν ' ἀκτάν , τίν ' ὕλαν δράμω ; ποῖ πορευθῶ ; οὗτοι δώδεκα ῥυθμοί τε καὶ
3835376 Ἰαονων
χορὸς , τὸν ναυτικὸν ἡμῶν λαὸν τὸν ἡττηθέντα παρὰ τῶν Ἰαόνων λέγεις παθεῖν πῆμα ἄελπτον ; ὁ δέ φησι πρὸς
' : εὔδηλα γάρ : νέᾳ νέᾳ δύᾳ δύᾳ : Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες οὐκ εὐτυχῶς . δυσπόλεμον δὴ γένος τὸ
3834916 δησω
καὶ ἡμᾶς τὸν αὐτὸν ἐξάγοις τρόπον . Γ οἶόν σε δήσω τῷ ξύλῳ : μόνον , ἵνα ᾖ λέγων ,
καὶ μὴ καλῇ , λέγω τίνι ἀπειλεῖ ; ἂν λέγῃ δήσω σε , φημὶ ὅτι ταῖς χερσὶν ἀπειλεῖ καὶ τοῖς
3826653 γρυπα
οἰωνὸν τόνδε , τὸν ἐν τοῖς πτεροῖς ταχύτατον οἰωνὸν τὸν γρῦπα , διευθύνων καὶ ἄγων γνώμῃ καὶ θελήσει οἰκείᾳ ,
καὶ τοῦτο ἴσμεν . . . . , : τὸν γρῦπα ἀκούω τὸ ζῶιον τὸ Ἰνδικὸν τετράπουν εἶναι κατὰ τοὺς
3825410 ὁπλιτην
ὄντα καὶ σπεύδοντα τιμωρήσασθαι τὸν ἐχθρόν . οὐκ ἄνδρ ' ὁπλίτην ] οὐ χρή , φησί , ζητεῖν περὶ ἀγαθῆς
γεγόνασιν Ἀρκάσιν ὑπερῆρκε τῇ δόξῃ Δαμάρετος Ἡραιεύς , ὃς τὸν ὁπλίτην δρόμον ἐνίκησεν ἐν Ὀλυμπίᾳ πρῶτος . ἐς δὲ τὴν
3821012 ἐπιλεγειν
οὐκ Ἰσθμικοὺς ἀγῶνας , ἀλλὰ συμμίκτους , οὓς καὶ αὐτὸν ἐπιλέγειν Πίνδαρον , ἐν μὲν Θήβαις Ἰόλεια ἢ Ἡράκλεια ,
Ἀλεξάνδρου . Ἀλέξανδρος δὲ ἐπὶ τοῖσδε μαστιγοῦν ἐκέλευεν αὐτὸν καὶ ἐπιλέγειν τὸν κήρυκα ταὐτὰ ἐκεῖνα ὅσα αὐτὸς τῷ Βήσσῳ ἐν
3819809 ἡβησαντα
ὄντα ἀνεῖλεν ὁ Πέλοψ ταῖς τοῦ Μυρτίλου βουλαῖς . δὶς ἡβήσαντα τουτέστιν ἀναζήσαντα . φησὶν οὖν ὅτι μετὰ τὴν κρεουργίαν
, σὺ δ ' ἄρσενα παῖδα τέκηαι , πέμπε μιν ἡβήσαντα Πελασγίδος ἔνδον Ἰωλκοῦ πατρί τ ' ἐμῷ καὶ μητρὶ
3817472 ἀγανοις
μὲν βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη , τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς . πρὸς τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς
? ? τρομευμένους ? ? [ = ] , [ ἀγανοῖς ' ἔπεσσι ] πάντα θάρσυνεν ? ? λεώ ?
3816221 ἑσμον
τὴν πολυτέλειαν εἰσαγαγόντες εἰς τὰς θυσίας , ὅπως ἅμα ταύτῃ ἑσμὸν κακῶν εἰσήγαγον , δεισιδαιμονίαν , τρυφήν , ὑπόληψιν τοῦ
Ἀκραιφνίου πόλεως Σάωνοὗτος δὲ ἦν καὶ ἡλικίᾳ τῶν θεωρῶν πρεσβύτατοςεἶδεν ἑσμὸν μελισσῶν , καὶ παρέστη οἱ , ὅποι ποτ '
3808710 ἀνιους
ἰοῦσα , νῦν δέ σε τεθνηῶτα κιχάνομαι ὄρχαμε λαῶν ἂψ ἀνιοῦς ' : ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί
μέρος ἐξαίρετον ἔνειμεν ἡ φύσις τὸ πρόσωπον αἰσθήσεσιν , ἡ ἀνιοῦς ' ἀφ ' ἡγεμονικοῦ πηγὴ σχιζομένη πολλαχῇ καθάπερ τινὰς
3808015 ἀφνεων
οἰχομένων Ἑλλάδ ' ἐς αἶαν πιστὰ καλεῖται , καὶ τῶν ἀφνεῶν καὶ πολυχρύσων ἑδράνων φύλακες , κατὰ πρεσβείαν οὓς αὐτὸς
τοῦ Πίστειρα κατὰ συγκοπὴν παντὶ δῆλον ὅτι ληροῦσι . . ἀφνεῶν ] ὀλβίων . . ἑδράνων ] κατοικήσεων . πρεσβείαν
3807354 Δαρειων
, συνημμένως ἐρεῖς οὕτω τὸν Δαρεῖον τὸν μόνον τῶν ἄλλων Δαρείων ἄνακτα ὡς ἐκείνων πολλῷ τῷ μέτρῳ ταῖς ἀρεταῖς ὑπερφέροντα
ἐκείνων πολλῷ τῷ μέτρῳ ταῖς ἀρεταῖς ὑπερφέροντα : δέον δὲ Δαρείων εἰπεῖν , Δαρειᾶν εἶπε Δωρικῶς . ἡμέτερα . †
3806665 οἰκουντα
Ἑρκύνιος δρυμὸς καὶ τὰ τῶν Σοήβων ἔθνη , τὰ μὲν οἰκοῦντα ἐντὸς τοῦ δρυμοῦ , ἐν οἷς ἐστι καὶ τὸ
Πῶς δὲ τρία γένη τῶν Ἑλλήνων ἐστὶ τὰ τὴν χερρόνησον οἰκοῦντα ; εἰ γάρ , ὅτι τὸ παλαιὸν οἱ αὐτοὶ
3804963 θαυμαστοτατον
μὴ ὄν , πῶς ἂν ὑποβάθρα ἐκεῖνο ; Πάντων τε θαυμαστότατον τὸ τῇ αἰσθήσει πιστουμένους ἕκαστα τὸ μὴ τῇ αἰσθήσει
τελειότερον αὐτῶν καὶ ἐμψυχότερον : τοῦτο γάρ ἐστι τὸ πάντων θαυμαστότατον , εἰ ἐμψυχότερόν ἐστι τὸ σῶμα τούτων , οἷς
3804549 τῃδ
. οὐχ ὡς δοκεῖ γυναῖκα λαμβάνει μόνον , ὁμοῦ δὲ τῇδ ' ἐπεισκομίζεται λαβών καὶ δαίμον ' ἤτοι χρηστὸν ἢ
ἐπίγραμμα , κεραυνωθῆναι αὐτόν , λέγον οὕτως : Θρήϊκα χρυσολύρην τῇδ ' Ὀρφέα Μοῦσαι ἔθαψαν , ὃν κτάνεν ὑψιμέδων Ζεὺς
3804228 κλησω
ῥῆμα μονοσύλλαβον , ἀπὸ τοῦ καλῶ συγκοπέν : οὗ μέλλων κλήσω . ὄνομα κλῆρος : ὁ καλῶν ἐφ ' ἑαυτὸν
' ἕδραν , θηρονόμε Πάν , χθόν ' Ἀρκάδων , κλήσω γραφῇ τῇδ ' ἐν σοφῇ πάγκλειτ ' ἔπη συνθείς
3802203 γεωργικῃ
τροφόν , εἰ μή τι κάλλιον ἔχομεν ἄλλο θέσθαι : γεωργικῇ δὲ καὶ θηρευτικῇ καὶ γυμναστικῇ καὶ ἰατρικῇ καὶ μαγειρικῇ
βίον καὶ βουλόμενος τοὺς παῖδας αὐτοῦ ἐμπείρους ποιῆσαι ἐν τῇ γεωργικῇ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἔφη : ” τεκνία , ἐγὼ τοῦ
3802133 νοησαι
Δαίδαλος δὲ ποιήσας πτέρυγας προσθετὰς ἐξῆλθε μετὰ τοῦ Ἰκάρου : νοῆσαι δὲ ἄνθρωπον πετόμενον ἀμήχανον καὶ ταῦτα πτέρυγας ἔχοντα προσθετάς
ἀνδρὸς . δρόμος τοῦ ἀνδρὸς . ὁ δρόμος . φαίνεται νοῆσαι . φέρει ] ἡμῖν . πρᾶγμα . ἀγαθὸν .
3801803 ὀμβροφοροι
ὑβρίζει : τοῦτο δὲ ἐποίουν οἱ κωμικοὶ ποιηταί . παρθένοι ὀμβροφόροι : ἡ ἀντῳδὴ . . . τῇ ᾠδῇ δεκαέξ
ἐστὶν ιδʹ ὁμοίων κατὰ πάντα τοῖς τῆς ἄνωθεν ᾠδῆς . ὀμβροφόροι ] αἱ φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον
3795900 εὐηνιον
ἀρρήτοις , αἷς χρῆται , ἀχαλίνωτον μὲν διὰ μέγεθος , εὐήνιον δὲ κινεῖται καὶ εὐάγωγον . καὶ παράδειγμα μὲν οὐκ
ἐκεῖνον εἰκὸς μεταβεβληκέναι τοὺς τρόπους , ἀλλ ' ἡμᾶς οὐκ εὐήνιον παρεσχῆσθαι τὴν πόλιν . Οὕτως ἐξετάζων , ὦ ἄνδρες

Back