ποτὲ ἰδόντας ἔν τισιν ἀκρολοφίαις ψιλαῖς ἑστῶτας ἐν τάξει κατὰ μέτω - πον πολλοὺς στρατοπέδου λαβεῖν φαντασίαν καὶ ὁρμῆσαι μὲν
τοιοῦτοι . ὀφθαλμοὶ μειδιῶντες ἅμα ὑγρότητι , βλέφαρα ἀνειμένα , μέτω - πον μαλακόν , τὰ ἀμφὶ τὰ βλέφαρα λαγαρὰ
5867445 ἀκταινειν
ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω : καὶ ἀκτάζω . ἀκταίνειν περὶ τὸ ἀκτὴ , ἀκτός : καὶ ῥῆμα ἀκτῶ
† γίνεται δὲ παρὰ τὴν ἀκτήν . . . . ἀκταίνειν : τὸ μετεωρίζεσθαι ἦκται τρίτον πρόσωπον γίνεται ἀκτός ,
5688117 ἐπιτρεχοντων
τῶν Ζακανθαίων παρὰ οἷ καταβοᾶν ὡς τήν τε χώραν αὐτῶν ἐπιτρεχόντων καὶ πολλὰ σφᾶς ἄλλα ἀδικούντων . οἳ δ '
λιμῷ πιεζόμενοι , γλαυκωμάτων περὶ τὰ πεντήκοντα ἔτη τοῖς ὄμμασιν ἐπιτρεχόντων . Ὅτι μετὰ τοὺς εἰρημένους εἰσὶν οἱ παρὰ τοῖς
5388989 ἐπαραι
καὶ ἄλλους ὠνόμασαν . Ἀριστόβουλος μὲν λέγει ὅτι καὶ Καλλισθένην ἐπᾶραι σφᾶς ἔφασαν ἐς τὸ τόλμημα : καὶ Πτολεμαῖος ὡσαύτως
πολλὴν καταφρόνησιν τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως προελθόντας , ἔτι μᾶλλον ἐβούλετο ἐπᾶραι καὶ θρασυτέρους ποιῆσαι δόξαν οὐκ ἀληθῆ παρασχών , ὡς
5350751 λακτιζειν
ὡς γνόφος καὶ δνόφος 〛 . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ λακτίζειν , ὡς τὸ “ ἀπεπυδάρισα μόθωνα , περιεκόκκυσα ”
γὰρ τὴν καρδίαν αἱ φρένες εἰσί . τινὲς δὲ τὸ λακτίζειν φρένα φασὶν ἀντὶ τοῦ παραφρονεῖν ὑπὸ τοῦ πάθους .
5293831 σκηνουν
ἁρμοστὴν τούτων αἴτιον εἶναι . ὃ δὲ λέγεις βίᾳ παρελθόντας σκηνοῦν , ἡμεῖς ἠξιοῦμεν τοὺς κάμνοντας εἰς τὰς στέγας δέξασθαι
τοὺς θεοὺς οὐδὲ ἐν τοῖς στρατοπέδοις ζητοῦσιν ἄλλος ἄλλου ἀσφαλέστερον σκηνοῦν , ἀλλὰ πρὸς τοὺς πολεμίους αὐτοῖς ἡ φυλακή ἐστιν
5274972 καμαξ
μὲν ἔφη ἐν Ὁλκάσιν λόγχαι δ ' ἐκαυλίζοντο καὶ ξυστὴ κάμαξ , ἐν δὲ Σκηνὰς καταλαμβανούσαις καὶ τῶν πλατυλόγχων ,
' ἐπὶ ξύλα . λόγχαι δ ' ἐκαυλίζοντο καὶ ξυστὴ κάμαξ . πρὸς τί δὲ τὸν ὀρνίθειον οἰκίσκον φέρεις ;
5241499 δακνομενους
καταγματικούς , ἀπὸ ὕψους ἢ τετραπόδων πίπτοντας καὶ ὑπὸ θηρίων δακνομένους καὶ ὑπὸ συμπτώσεως ἢ ἐμπρησμοῦ σινουμένους , ἔτι καὶ
πλακούντων ἢ τραγημάτων οὐδὲν ὅλως προσφέρεσθαι δεῖ τοὺς ὑπὸ χολῆς δακνομένους καὶ ὀδυνωμένους τὸ κῶλον . Λουτρὰ δὲ τὰ ἀπὸ
5209811 διακενον
τούτου ἔλαθεν : τοῦ γὰρ κώδωνος παρενεχθέντος οὕτως ἐς τὸ διάκενον , πρὶν ἐπανελθεῖν τὸν παραδιδόντα αὐτόν , ἡ πρόσθεσις
ἀλόγου ψυχῆς ὑπὸ φανταστοῦ τινος γινόμενον : φάντασμα δὲ πάθος διάκενον ἐν τοῖς ἀλόγοις τῆς ψυχῆς μέρεσιν ἀπ ' οὐδενὸς
5198277 ἐγελασσε
περὶ χῶρος ἀγαλλομένῃσιν ἰωῇς νηπιάχων κέκληγε , νόος δ ' ἐγέλασσε βοτήρων , ὣς κεῖνοι κεραῇσι περισπέρχους ' ἀγέλῃσιν .
βάρους ἀμέτοχον . ἐπὶ δὲ Πηνελόπης . ἀχρεῖον δ ' ἐγέλασσε : ἐπίπλαστον καὶ ὑποκεκριμένον καὶ ἐπιπόλαιον μέχρι τοῦ τὰ
5182113 βαλλειν
μὲν ὑποστάσεις δεῖ ποιεῖν τριῶν πλινθίων , ἵνα ὑπὲρ αὐτῶν βάλλειν δύνωνται τοῖς προβόλοις οἱ φύλακες τοὺς πλησιάζοντας τῷ προτειχίσματι
, καὶ Ἥραν καὶ Ἀφροδίτην καὶ Ἀθηνᾶν οὐδὲ ἴκταρ ἔλεγε βάλλειν πρὸς τὸ αὐτῆς κάλλος . οὐκοῦν κατὰ χόλον Ἥρας
5152302 νυττει
: αἱ καταδύσεις . θράσσει : Βακχεῖός φησι κινεῖ , νύττει , Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος | ἐρεθίζει . ἔστι δὲ
. . . : Θράσσει . Βακχεῖός φησι κεντεῖ , νύττει . Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐρεθίζει . ἔστι δὲ ὀχλεῖ
5148850 στρεφειν
Ἡ ἀνὰ πρόθεσις περιττεύει , οὕτω γὰρ κέκληται παρὰ τὸ στρέφειν τὸ σημεῖον εἰς τὸ ἐναντίον : ἃ γὰρ ὁ
' , ὅτε γράφοι τοὺς λόγους , ἄνω καὶ κάτω στρέφειν τὰ μόρια τῆς λέξεως καὶ τὰ ἐκ τούτων συντιθέμενα
5145361 χωλων
Ἔνθεν ἐκεῖθεν οὐαὶ , οἷς περιστοιχίζεται κακά . Ἔσται καὶ χωλῶν δρόμος : τὸ ἄδηλον δηλοῖ . Ζητῶν Ἑρμῆν γλύψαι
Ἔνθεν ἐκεῖθεν οὐαί , οἷς περιστοιχίζεται κακά . Ἔσται καὶ χωλῶν δρόμος : τὸ ἄδηλον δηλοῖ . Ζητῶν Ἑρμῆν γλύψαι
5140978 ἀναστρεφειν
μὲν αὐτὸς διῄτα , τὰς δὲ τοῖς περὶ τὴν αὐλὴν ἀναστρέφειν καὶ διακρίνειν ἀπεδίδου ἀνθρώποις οὐθὲν ἕτερον ὁρῶσιν [ ἢ
μένοντας ἔτυπτον καὶ ἐσηκόντιζον καὶ διωκόντων ἔφθανον ἀποφεύγοντες καὶ πειρωμένοις ἀναστρέφειν αὖθις ἐπῄεσαν . ταῦτα δὲ ἔδρων σποράδην καὶ ἄλλοι
5134244 κροταφων
. εἰ δὲ ϲὺν τοῖϲ ἄνωθεν ἀγγείοιϲ καὶ ἐκ τῶν κροτάφων φέροιτο τὸ ῥεῦμα , μετὰ τὸ ἐμβαλεῖν τὴν εἰρημένην
ἔπειτα δύο σκέλη τὰ ἐμπρόσθια ἔμπροσθεν τῶν ὤτων διὰ τῶν κροτάφων ἀγαγεῖν ἐπὶ τὸ βρέγμα καὶ πρὸς ἄλληλα ἁμματίσαι ἅμματι
5117856 σπληνας
καὶ μάλιστα ἐν τούτῳ τῷ χειρίσματι , ὅτι τούς τε σπλῆνας πλείστους κατὰ τὸ ἐξέχον χρὴ τιθέναι , καὶ τοῖσιν
καὶ λεπτομερῆ δύναμιν ἔχει καὶ συμμέτρως θερμαίνει : διὸ καὶ σπλῆνας τήκει σκιρρουμένους , πινομένη τε καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη .
5105604 χαλινους
χαλινὸν , βιάζῃ σὺ καὶ ἀνθίστασαι , καὶ πρὸς τοὺς χαλινοὺς ἀντιμάχῃ , καὶ σφοδρύνῃ , καὶ θρασύνῃ ἐν οὐδαμινῷ
ἵν ' ᾖ τὰς ἵππους θυμοῦ πλήρεις οὔσας περὶ τοὺς χαλινοὺς ἀνακάμπτειν καὶ περιάγειν , ἤδη βουλομένας πρὸς ταῖς πύλαις
5069389 πλευρεων
ἡ γαστὴρ πεφύσηται , καὶ ψόφοι ἔνεισι , καὶ ὀδύνη πλευρέων καὶ ὀσφύος , διαχωρέει δὲ οὐδὲν κάτω , ἀλλ
τῶν πλευρέων , καὶ χρόνον αὐτῷ ὑπέστη πῦον κάτωθεν τῶν πλευρέων . Ὑπὸ τὸν σπλῆνα καυθεὶς , ἔμμοτος ὢν ,
5069100 ὠθειν
πρὸς μὲν τὰς ὑστέρας προσθεῖναι εἴριον πρὸς αὐλὸν , ὡς ὠθεῖν μάλιστα , τοῦ πτεροῦ περιελίξας , βάψας ἢ λευκῷ
ἐκ τοῦ μὴ δύνασθαι τὸ πνεῦμα εἰς ὅλον τὸ σῶμα ὠθεῖν τοσοῦτον ὑγρόν . ἑτέρα δὲ δόξα ἐστίν , ἐν
5056440 χεειν
εἶδός ἐστι ποτηρίου ἢ πᾶν ποτήριον κελέβη καλεῖται ἀπὸ τοῦ χέειν εἰς αὐτὸ τὴν λοιβὴν ἤτοι λείβειν : τοῦτο δὲ
. μάρναται : μάχεται : μάχη ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ αἷμα χέειν , ὡς καὶ πόλεμος ἀπὸ τὸ τοὺς πολλοὺς ἐμεῖν
5047218 γναθμοισιν
– ] τριταῖος ? ὥστε πῦρ ἀφί [ κρυμὸν φέρων γναθμοῖσιν ⌋ ? ἐξ ἀμφημέρου λόγῳ γὰρ ἕλκος οὐδὲν οἶδά
δέ οἱ ἔρρεεν ἀφρὸς ἐκ στόματος , βρυχὴ δὲ περὶ γναθμοῖσιν ὀρώρει , τεύχεα δ ' ἀμφ ' ὤμοισιν ἐπέβραχε
5041771 Ἀργαλεον
τροπὴν τοῦ λ εἰς ρ ἀργαλέον : ὡς ἀργαλέον : Ἀργαλέον τὸ βαρὺ καὶ δύσκολον καὶ λυπηρόν : ἀπὸ τοῦ
τῷ φάει σκοτεινός , ἐν δὲ τῷ σκότει φωτεινός . Ἀργαλέον φρονέοντα παρ ' ἄφροσι πόλλ ' ἀγορεύειν . Ἂν
5034210 πιπτοντας
γαπετεῖς δικών : μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος : εἰς τὴν γῆν πίπτοντας ὑπὸ Παλλάδος φραδαῖσιν : εἰς τὰς εὐκάρπους χώρας :
ὀλίγων ἀνδρῶν σαγὴ οἶδεν ἐκδειματῶσαι τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτοῖς πανταχόθεν ὁρῶντας πίπτοντας , τοὺς δὲ τὴν μέσην τάξιν ἔχοντας ἀβλαβεῖς ἑστῶτας
5033772 χαλασαι
μὲν ἐπὶ τῶν κοπωθέντων δαψιλῶς χρηστέον τῷ ἐλαίῳ , τοῦ χαλάσαι μόνον χάριν . κατὰ δεύτερον δὲ λόγον ἐπὶ τῶν
ταχὺ προσδραμόντων καὶ πᾶσαν τῶι βασανιζομένωι προσφερόντων τιμωρίαν εἰς τὸ χαλάσαι τὸ δῆγμα , πολὺ μᾶλλον προσενεφύετο . τέλος δ
5029085 σπαθη
γράμμαθ ' , ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν ,
δυναμένης ἐκ τοῦ τρήματος . μᾶλλον δ ' εὐθετεῖ ἡ σπάθη ἐπὶ τῆς ἔμπροσθεν διαφορᾶς . ταύτης καταρτιζομένης ὡσαύτως τοῦ
5024428 δακνεσθαι
ἡττᾶσθαι τῶν λυπηρῶν καὶ ὑποχωρεῖν οὐκ ἀνδρείου , τὸ δὲ δάκνεσθαι καὶ λυπεῖσθαι οὐκέτι : ὅσον γὰρ μᾶλλον λυπεῖται καὶ
, καὶ τότε στερρά ἐστιν ἡ ὕλη μὴ εἴκουσα τῷ δάκνεσθαι . πτόρθοιο : πτόρθος ἢ πόρθος παρὰ τὸ πορεύεσθαι
4984975 ἐξεχον
αὐτὴν ἐπιφάνειαν ἴσχουσα τοῖς πελάγεσι . συγκρύπτοιτο γὰρ ἂν τὸ ἐξέχον τῆς γῆς ἐν τῷ τοσούτῳ μεγέθει μικρὸν ὂν καὶ
δὲ αὐτοῦ ἥδε : κατατείναντα ἐς ἰθὺ , τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν , τὸ δὲ ἐναντίον ἀντωθέειν . Ἴησις δὲ
4975496 ὀρθωθεις
τὸ παρ ' ἡμῶν παρὰ τὸ Ὁμηρικόν [ Κ ] ὀρθωθεὶς δ ' ἄρ ' ἐπ ' ἀγκῶνος κεφαλὴν ἐπαείρας
ἀκήδεστος . . . . ἀκήριον : ἀσθενές οἷον : ὀρθωθεὶς δ ' εὐνῆθεν ἀκήριον ἠΰτ ' ὄνειρον : παρὰ
4962633 ἀφιεμενων
τοξεύματα καὶ ἀκόντια μετιέναι χρὴ εἰδότες , καὶ τῶν τε ἀφιεμένων ἀτυχήσουσι , καὶ ὑφ ' ὑμῶν ἔτι μᾶλλον κακώσονται
' ἄνωθεν κωλύειν τῆς ἐπὶ τῶν τειχῶν στάσεως διὰ τῶν ἀφιεμένων βελῶν καὶ παντὶ μηχανήματι πρὸς τὸ κρατῆσαι κεχρῆσθαι τῆς
4961354 ἀφθαι
ἀπόψυξις , καὶ γουνάτων ἀκρασίη , καὶ ἐν τῷ στόματι ἄφθαι , καὶ ὑστέρη παρὰ λόγον ἀνεστόμωται , καὶ ἐμπέπτωκεν
τοιάδε ξυμβαίνει : τοῖσι μὲν σμικροῖσι καὶ νεογνοῖσι παιδίοισιν , ἄφθαι , ἔμετοι , βῆχες , ἀγρυπνίαι , φόβοι ,
4956093 σκυτος
ἐπικλύζεσθαι τῷ θορύβῳ τῆς ἡλικίας . εἰ δέ τῳ ἢ σκῦτος παρῆν , ἢ δύναμις πατέρων , ἢ συγγενῶν ,
καὶ ὑμεῖς εἰσελθόντ ' ἀπεκτείνατε τοῦτον , Κτησικλέα , ὅτι σκῦτος ἔχων ἐπόμπευε , καὶ τούτῳ μεθύων ἐπάταξέ τιν '
4951264 κανθους
, παράλυσις , πρόπτωσις , ἐκτροπή . περὶ δὲ τοὺς κανθοὺς , ἐγκανθὶς ἀγκύλη , πτερύγιον , ῥοιὰς , πρόσφυσις
' ἰθὺ ᾗ αἱ ὀφρύες συγκλείονται καὶ τελευτῶσιν ἐς τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν , μία δὲ ἀπὸ τῆς κορυφῆς ἐς
4943961 γουνατων
ἄλλοι πόνοι μᾶλλον : ποτὶ καὶ ἐκλύϲιεϲ δυνάμιοϲ , ὑπολύϲιεϲ γουνάτων : καυϲώδεεϲ , διψαλέοι , ἀϲώδεεϲ : ναυτίη μελάνων
ναυτίλοισι χείματος λιμὴν φανεὶς Ἀγαμέμνονος παῖ , πρός σε τῶνδε γουνάτων οἴκτιρον ἡμᾶς ὧν ἐπισκοπεῖς τύχας , πράσσοντας οὐκ εὖ
4935330 τετρωμενους
† [ σὺν παρθένωι τε καὶ προθυμίαι ποδός ] . τετρωμένους δ ' ἰδοῦσα καιρίους σφαγὰς ὤιμωξεν : Ὦ τέκν
, εὐθὺς λύειν μὲν ἐκέλευσε τοὺς δεδεμένους , τοὺς δὲ τετρωμένους ἰατροὺς καλέσας θεραπεύειν ἐκέλευσεν : ἔπειτα δὲ ἔλεξε τοῖς
4933210 ἐξελεγξειε
οὗτός ἐστιν ὁ λόγος , ᾧ με καὶ ἂν παῖς ἐξελέγξειε , καὶ ἐγὼ ὑπὸ σοῦ νῦν , ὡς σὺ
ὅπη ὑγιές , ἵνα τὸ μὲν πρόσοιτο , τὸ δὲ ἐξελέγξειε . , . . Μαρῖνος οὗτος Πρόκλου διατριβὴν παραδεξάμενος
4933007 ῥυσηται
καὶ τὸν θεὸν ποτνιώμενος , ἵνα τοὺς μὲν ἐξ ἀμηχάνων ῥύσηται συμφορῶν , τοὺς δὲ μηδὲν παραλιπόντας τῶν εἰς ἐπήρειαν
ἀγριαίνεται ἡ θάλασσα . αἴκεν τὸν Λυκίδαν ὀπτεύμενον ἐξ Ἀφροδίτας ῥύσηται : τὸ αἴκεν ἀντὶ τοῦ ἵνα : ἵνα ,
4928124 συριττειν
ἐκβάλοιεν , ἐφ ' οὗ καὶ τὸ κλώζειν καὶ τὸ συρίττειν . ἐκαλεῖτο δέ τι καὶ βουλευτικὸν μέρος τοῦ θεάτρου
διαφυάς , ἀλλήλοις τε κηρῷ μαλθακῷ συναρτήσας , μέχρι νυκτὸς συρίττειν ἐμελέτα : καί ποτε δὲ ἐκοινώνουν γάλακτος καὶ οἴνου
4911829 τυπτοντα
τοῦ η . σημαίνει δὲ τὸ ἀλοᾶν καὶ τὸ ἐπιτρίβειν τύπτοντα : ἔνθεν καὶ πατραλοίας καὶ μητραλοίας , ὁ τὸν
, εἴ τι καὶ ἀγροικότερον εἰρῆσθαι , ἔξεστιν ἐπὶ κόρρης τύπτοντα μὴ διδόναι δίκην . ἀλλ ' ὠγαθέ , ἐμοὶ
4906009 βαινειν
, τουτέστι τὰς καμίνους καίειν . ἢ βάναυσος ἀπὸ τοῦ βαίνειν ἐν τῷ αὔσῳ , καὶ τῷ πυρί : ἀπὸ
, οὐ ταχὺς γινόμενος : ἥ τε ἀναβάδισις ἀναγκάζουσα στερεώτερον βαίνειν καὶ ἐπ ' ἄκρων τῶν ποδῶν ὑπὲρ τοῦ μὴ
4899708 προσδησαι
ἑτοίμην παρέχονται τὴν χορηγίαν τοῖς χρείαν ἔχουσιν ἱματίων ; ἐπέταξε προσδῆσαι τοῖς κίοσι καὶ πληγὰς ἐμφορήσας ἐξαπέστειλεν ὑπερηφάνως . Ὅτι
τὴν κλίμακα , τὰς δὲ χεῖρας παρατανύσαντα πρὸς τὸ σῶμα προσδῆσαι καὶ μὴ πρὸς τὴν κλίμακα . τὸ μέντοι ἄλλο
4889902 ἐρχομενους
ἐχθρῶν τοὺς πρωτεύοντας τῶν πολεμίων ἐπιζητεῖν δεῖ καὶ τούτους φιλοφρονεῖσθαι ἐρχομένους , ὥστε τοῖς πολεμίοις ὑπόπτους γίνεσθαι . Συγκαλύπτειν προσήκει
καὶ τὸν ὕπατον καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ἐρχομένους συλλαβεῖν , ὡς ῥύσια καθέξοντες ἀνθ ' ὧν Ταρκύνιον
4876319 τιτυσκων
ἐλαφροῖς , μικροῖς . πάγην : παγίδα , δόλον . τιτύσκων : κατασκευάζων . Πυρούς : σίτους : ἐκ τῶν
ἀληθῶς ὦτα ὄνου ἀπέκοψεν αὐτά , ὅθεν καὶ ἐπιφέρει δαπταῖς τιτύσκων αἱμοπώτῃσι φόβον οἷον διὰ τὸ αἷμα καὶ τὰ τραύματα
4875504 ἐσφαλμενον
ταῦτ ' ἔχει ; οὐ γὰρ τόν γε τοῦ παντὸς ἐσφαλμένον ὡς ἀνέλοι σοφώτατον ἀνδρῶν πιστεῦσαι θεμιτὸν περὶ τοῦ θεοῦ
κραδίην πτοίην βάλε , πᾶν δὲ νόημα ἔμπληκτον μεμόρηκε κακῇ ἐσφαλμένον ἄτῃ : αὐτὰρ ὁ μηκάζει μανίης ὕπο μυρία φλύζων
4875086 μηρους
, σημεῖον ἕξει περὶ τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα καὶ περὶ τοὺς μηροὺς τάσεις καὶ ὀλίγον χρόνον βιώσεται . εἰσὶ δὲ οἱ
μήκωνα τῇ δὲ ἑτέρᾳ μῆλον . τῶν δὲ ἱερείων τοὺς μηροὺς θύουσι πλὴν ὑῶν , τἄλλα δὲ ἀρκεύθου ξύλοις καθαγίζουσι
4874276 μειδιαμα
μὲν ἔπαινος ἢ κρότος πολὺς οὐκ ἂν ἀπαντήσειεν αὐτῷ , μειδίαμα δὲ παρὰ τῶν ἀκουόντων καὶ τὸ ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα
Σωσάνδρα δὲ καὶ Κάλαμις αἰδοῖ κοσμήσουσιν αὐτήν , καὶ τὸ μειδίαμα σεμνὸν καὶ λεληθὸς ὥσπερ τὸ ἐκείνης ἔσται : καὶ
4870130 οὐας
θάλασσά τε παμφανόωντα , καὶ θῆρες πτήσσουσιν , ὅταν κτύπος οὖας ἐσέλθηι : μαρμαίρει δὲ πρόσωπ ' αὐγαῖς , σμαραγεῖ
χαίρουσιν ἐφ ' ἵπποις ὠτίδες , αἷσι τέθηλεν ἀεὶ λασιώτατον οὖας : ψιττακὸς αὖτε λύκος τε σὺν ἀλλήλοισι νέμονται :
4867974 αὐχενας
, δήσαντες δὲ τοὺς μὲν πόδας πρὸς ἀλλήλους τοὺς δὲ αὐχένας πρὸς κίονα εὖ πεπηγότα , δαμάζουσι λιμῷ : ἔπειτα
συντελεῖται δὲ οὕτως : ἡ μεσότης τοῦ ἐπιδέσμου κατ ' αὐχένας , αἱ δ ' ἀρχαὶ λοξαὶ κατὰ στέρνον εἰς
4867628 κλιναντες
ἐπάλξεσιν : αὐτὰρ Ἀχαιοὶ τείχεος ἆσσον ἴσαν σάκε ' ὤμοισι κλίναντες . Ἕκτορα δ ' αὐτοῦ μεῖναι ὀλοιὴ μοῖρα πέδησεν
οἳ δὲ παρ ' αὐτὸν πλησίοι ἔστησαν σάκε ' ὤμοισι κλίναντες δούρατ ' ἀνασχόμενοι : τῶν δ ' ἀντίος ἤλυθεν
4863528 κωλυετω
βίον . ἀλλ ' εἷα χώρει : μὴ τὸ σὸν κωλυέτω . γυναῖκες , ὡς εὖ πατρὸς ἐξεῖλον φόβον ,
ἴῃ ἐπὶ κακῷ ἐπὶ Λακεδαιμονίους ἢ τοὺς ξυμμάχους , βασιλεὺς κωλυέτω . τροφὴν δὲ ταῖς ναυσὶ ταῖς νῦν παρούσαις Τισσαφέρνην
4860341 ἀντιτεινειν
: οὔκουν χρῆν ς ' ὁμοιοῦσθαι κακοῖς , οὐδ ' ἀντιτείνειν νήπι ' ἀντὶ νηπίων . παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς
τοῖς γεννήσασι πρὸς τὰ ἔκγονα , μάταιον δήπουθέν ἐστι τὸ ἀντιτείνειν καὶ μὴ παραιτεῖσθαι συγγνώμης τυχεῖν , εἰ δὲ μὴ
4859940 σκεπεσθαι
χεῖρας κοσμουμένους μέχρι τῶν ὀνύχων , ὡς ὑπὸ τῶν δακτυλίων σκέπεσθαι . τῶν ὀνύχων ἐπιμελουμένους καὶ ὁσημέραι ξύοντας αὐτοὺς ὑπὲρ
ὀνύχων , ⌈ ὡς [ ὥστε ] ὑπὸ τῶν δακτυλίων σκέπεσθαι ⌈ τοὺς δακτύλους [ αὐτούς : ἢ τοὺς ]
4848451 βιασομενος
αὐτὸς εὐρὺ πλησίον καταλαβὼν εὐθὺς ἐπῆγεν , ὡς καὶ ἄκοντα βιασόμενος ἐς μάχην Ἀρχέλαον : ἐν ᾧ σφίσι μὲν ὕπτιον
ὅπως ὁπλίτας ἀποβιβάσειεν εἴσω καὶ ἔξω τῶν πυλῶν , καὶ βιασόμενος τοὺς πολεμίους εἰ φυλάττοιεν ἐπὶ ταῖς Συρίαις πύλαις ,
4847430 ῥεπουσα
μὲν οὖν ῥὶς ἐς τὸ κάτω καὶ ἐς τὸ σιμὸν ῥέπουσα κατεαγῇ , ἢν μὲν ἐκ τοῦ ἔμπροσθεν μέρεος κατὰ
τῶν προτρεπόντων τὴν γαστέρα καὶ τῶν ἐπεχόντων , βραχύ τι ῥέπουσα πρὸς τὸ ἕτερον , ὅταν γε μὴ πάνυ τύχῃ
4823287 ἐρυκειν
θεὸς καλὸν ἀγώνισμα ποιούμενος τῆς ἑαυτοῦ τέχνης τὸ τὰς νόσους ἐρύκειν τοῦ Ἀντιόχου . Ἀκροατὴς ὁ Ἀντίοχος ἐν παισὶ μὲν
οἶος ἕπεσθαι . Ἦ μέν κέν μιν πολλὰ πατὴρ μενέαινεν ἐρύκειν , ἀσχαλόων ἑὸν υἷα φίλον θήρεσσι μάχεσθαι : καὶ
4814939 ἐπιδεδωκοτας
ὑπὸ σητός : ἐκέλευσεν ὁ ἄγγελος τοὺς τὰς τοιαύτας ῥάβδους ἐπιδεδωκότας χωρὶς ἱστάνεσθαι . ἕτεροι δὲ ἐπεδίδουν ξηράς , ἀλλ
ἄλλους δὲ ἀπέλυσεν εἰς τὸν πύργον , τοὺς τὰς ῥάβδους ἐπιδεδωκότας τὰς παραφυάδας ἐχούσας , καρπὸν δὲ μὴ ἐχούσας ,
4814773 ἀκροβολισμων
ἀνασκιρτώσας αὐτὰς ἰδοῦσα καί τινα τοῦ μέλλοντος πολέμου δι ' ἀκροβολισμῶν προάγωνα ποιουμένας , ἱκετεύει τὸν θεόν , τί τέ
γυμνάσιά τε καὶ εὐρυχώρια , τοξικῆς τε καὶ τῶν ἄλλων ἀκροβολισμῶν ἕνεκα διακεκοσμημένα , μαθήσεώς τε ἅμα καὶ μελέτης τῶν
4814265 ἐπισκυνιον
αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν
: πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν
4807982 συστρεφειν
, παυσαμένων δὲ τῶν ῥευμάτων , παύεται : διὸ σπουδαστέον συστρέφειν τὴν κοιλίαν , καὶ τόνον αὐτῇ ἐντιθέναι . Συνεμβλητέα
περὶ τὰς αὐξήσεις Ἰσοκράτη κατορθοῦν ἄμεινον ἐδόκουν . ἐν τῷ συστρέφειν τὰ νοήματα καὶ στρογγύλως ἐκφέρειν ὡς πρὸς ἀληθινοὺς ἀγῶνας
4804710 ἐπραυνε
Ἀχιλλέα , εἰ καὶ μὴ μικρῶν ἕνεκεν ἐγίγνοντο , πάσας ἐπράυνε τὰς μὲν ὡς ἂν ξυναλγῶν τις , τὰς δ
σκυθρωπὸν ἐπανῆκε καὶ τὰς φροντίδας ἐχάλασεν ὀργάς τε καὶ λύπας ἐπράυνε τά τε ἤθη πρὸς τὸ ἐπιεικὲς ἐπαιδαγώγησε καὶ τὰς
4804612 διαστρεφεσθαι
' ὑπερβολὴν δειλῶν . ῥικνοῦσθαι : τὸ διέλκεσθαι καὶ παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος : λέγεται δὲ καὶ [ ῥικνοῦσθαι
ἢ παρ ' ἀτροφίαν ἢ παρὰ καχεξίαν ἢ παρὰ τὸ διαστρέφεσθαι τὸν σχηματισμὸν ἢ διὰ παρασπασμόν . Διοκλῆς ἀγόνους τοὺς
4799626 μειδιωντες
, ἡδεῖς Αἰθίοπες ἐν τῷ τοῦ χρώματος ἀτόπῳ καὶ βλοσυρὸν μειδιῶντες καὶ οὐκ ἄδηλοι χαίρειν καὶ οἱ πλεῖστοι ὅμοιοι .
ὁρῶσα , αἰδουμένη ἑστῶτα τὸν Ἀλέξανδρον . Ἔρωτες δέ τινες μειδιῶντες : ὁ μὲν κατόπιν ἐφεστὼς ἀπάγει τῆς κεφαλῆς τὴν
4798690 βροχους
ἄκροις δὲ δακτυλίους ἐχέτωσαν , ὑφείσθωσαν δ ' ὑπὸ τοὺς βρόχους , τὸ δὲ ἄκρον αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν
εὑρών , οὗ καθεῖρξ ' ἡμᾶς ἄγων , τῶιδε περὶ βρόχους ἔβαλλε γόνασι καὶ χηλαῖς ποδῶν , θυμὸν ἐκπνέων ,
4795543 ἰσχια
τύχῃ ἐξιὸν τὸ λυποῦν ἐκεῖνο φλέγμα , ἤτοι δὲ πρὸς ἰσχία ἢ τὴν κύστιν αὐτὴν χωρήσῃ , τοὺς ἰσχιαδικοὺς καὶ
γὰρ λέγονται οἱ τοιοῦτοι ἀστράγαλοι . καὶ οἱ λίσποι τὰ ἰσχία . καὶ λίσποι οἱ ἐκτετριμμένοι ἀστράγαλοι ἐπιθετικῶς . Λίσφοι
4793869 προθεοντες
διὰ τῆς ἀγορῆς , οἱ μὲν ἑπόμενοι , οἱ δὲ προθέοντες ἑτέρωθεν ἕτεροι , σῶζε λέγοντες , βοήθει , θεράπευσον
περιάγοντος αὐτοῦ ἐπὶ τοῦτο τὸ χωρίον , ὡς εἶδον οἱ προθέοντες τοῦ Ἀρχιδάμου πελτασταὶ τοὺς ἐπαρίτους ἔξω τοῦ σταυρώματος ,
4791632 ὀρθους
ἡδονὴν τῇ ψυχῇ . δεῖ δὲ κατὰ μὲν τὰς ἀρχὰς ὀρθοὺς ἐλαύνειν τοὺς κρίκους , μετὰ δὲ τὸ ἀναθερμανθῆναι τὸ
τὴν διάνοιαν φυλάσσουσι καὶ τὴν ἐξέτασιν τῶν λόγων ἐπὶ τοὺς ὀρθοὺς κανόνας ἀναφέρουσιν , εἴ τε φυσικῆς τινος κρίσεως μετειληφότες
4787939 ταραττειν
φιλαπεχθημόνως . Ὑποκρούειν , ὑποσκελίζειν , ἐμποδίζειν , ἐπιστομίζειν , ταράττειν , καταθορυβεῖν , ἐκκρούειν , ἐνοχλεῖν , διακόπτειν ,
σύμπασαν τὴν ἀντίθεσιν ἑτέρως ἔχειν οὐδὲ ἀπὸ βασιλέως τοῦ προσώπου ταράττειν , ὡς ἂν ὑπολάβοι τις . τάχα γὰρ ἄν
4787249 δερκεσθαι
ἀλλήλους ἐς ἄεθλον κεκλομένων : φαίης κεν ἐνυάλιον πόνον ἀνδρῶν δέρκεσθαι : τοίη γὰρ ἐνὶ φρεσὶν ἵσταται ἀλκή , τόσσος
] θεάσηται πατήρ ] ὁ Ζεύς ψάλλια ] τὰ δεσμά δέρκεσθαι ] ὥστε βλέπεσθαι πάρα ] πάρεισι νιν ] αὐτά
4775635 παντολμους
ἀν - δρὸς φρόνημα τίς λέγοι καὶ γυναικῶν φρεσὶν τλημόνων παντόλμους ἔρωτας , ἄταισι συννόμους βροτῶν ; συζύγους δ '
καὶ τὰ ἐντὸς σημεῖα ἔχουσιν , ἀπίστους καὶ ἀδίκους καὶ παντόλμους τοὺς τοιούτους λέγουσιν ἄνδρας . Σκοτεινοὶ ὀφθαλμοὶ οὐ πολύφρονας
4773037 σφυρα
τοῖοί τοι Μενέλαε μιάνθην αἵματι μηροὶ εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ ' ὑπένερθε . Ῥίγησεν δ ' ἄρ '
ἐν χειρὶ , καὶ ἐν κνήμῃ , τοῖσι παρὰ τὰ σφυρὰ , καὶ ἐν πήχεϊ , τοῖσι παρὰ τοὺς καρποὺς
4769905 μολυνω
τῶν πόλεων ἀποβλέποντα σὺν ἀδόλῳ γνώμῃ . οὐ διὰ ψεύδους μολυνῶ τὸν λόγον , τουτέστιν οὐκ ἀποκρύψομαι τὴν ἀλήθειαν .
τῶν πόλεων ἀποβλέποντα σὺν ἀδόλῳ γνώμῃ . οὐ διὰ ψεύδους μολυνῶ τὸν λόγον , τουτέστιν οὐκ ἀποκρύψομαι τὴν ἀλήθειαν .
4769688 κρεμαμενον
δὲ ὑποδήματα πτερωτά : ἐν δὲ τοῖς ὤμοις ἔκειτο ξίφος κρεμάμενον ἀπὸ λώρου . . . ἹΠΠΟΤΑ . Ἤγουν ἱππότης
αὐτόν . τοῦτο δὲ ἐν Κόλχοις ἦν ἐν Ἄρεος ἄλσει κρεμάμενον ἐκ δρυός , ἐφρουρεῖτο δὲ ὑπὸ δράκοντος ἀύπνου .
4766818 τριζει
σπλάγχνοισι μύζει , καὶ ἐρεύγεται ὀξὺ , καὶ ἡ κοιλίη τρίζει , καὶ τὸ σῶμα ναρκᾷ , καὶ ὅταν ἐμέσῃ
ὑποπίπτει τὸ ὀστοῦν καὶ πρὸς τὴν παραγωγὴν διὰ τῆς ψαύσεως τρίζει , ὁ δὲ θώραξ φαίνεται στενότερος περιτροπῆς γενομένης ,
4762345 ἀποσπογγιζειν
, εἶτα τὸ ἐν αὐτῷ περιεχόμενον αἷμα θρομβῶδες ἐκθλίβειν καὶ ἀποσπογγίζειν ἐρίῳ ἐστραμμένῳ , ἔπειτα συμμέτροις ἁλσὶ καθ ' ἕνα
λήμας περιψῆν . ΓΘ περιψῆν : ἀντὶ τοῦ καταμάσσειν , ἀποσπογγίζειν . φιλονεικεῖ δὲ ἕκαστος ὑπερβαλεῖν ταῖς δωρεαῖς . ΓΘ
4759257 εὐχρηστει
τοῦ μολύβδου ἀρίστη . Ἐπειδὴ δὲ καὶ τὰ ἀντισπόδια ἱκανῶς εὐχρηστεῖ , ὑστερούσης πολλάκις σποδοῦ , τὰ ἰσοδυναμοῦντα ἀναγκαῖόν ἐστιν
δὲ τῶν ἀγκυλῶν διπλοῦν εὑρεθῇ τὸ τῆς καιρίας χάλασμα . εὐχρηστεῖ δ ' οὗτος ὁ βρόχος πρὸς τοὺς καταρτισμοὺς τῶν
4757453 πεπιεσμενος
περ νοτέουσαν ὑπὸ τριπτῆρσιν ἐλαίην . Ἢν δέ τις ἀζαλέῃ πεπιεσμένος αὐχένα δίψῃ ἐκ ποταμοῦ ταυρηδὸν ἐπιπροπεσὼν ποτὸν ἴσχῃ λεπτὰ
παραπέμποντος προεξέτρεχεν , ἅμα μὲν οἰήσει , κακῷ μεγάλῳ , πεπιεσμένος , ἅμα δὲ καὶ τῇ διανοίᾳ καταρᾶσθαι γλιχόμενος ,
4750684 δραμειται
πόλιν ἤ τινα ἄλλον , ὧν αὐτῷ διαφέρει , καὶ δραμεῖται καὶ μέγα βοήσει . χωρὶς δὲ τοιαύτης ἀνάγκης οὐ
ὧι μὴ δέδωκεν ἡ τύχη | κοιμωμένωι , | μάτην δραμεῖται , κἂν | ὑπὲρ Λάιδαν δράμηι . ἔθιζε ϲαυτὸν
4750673 διαπιπτει
μετὰ σκληρῶν τῶν ἀπὸ τῆς τροφῆς περισσωμάτων πρὸς τὴν ἀπόκρισιν διαπίπτει , οὐ συμμιγνύμενον αὐτοῖς . εἰ μὲν οὖν καὶ
ἐξ ἄλλων τόπων μετάκεινται . καὶ ἐν τοῖς κατὰ μέρος διαπίπτει , οὐκ ὀρθῶς χρώμενος ταῖς λέξεσιν , ὀδυσσαμένοιο τεοῖο
4746400 ἀναφαλαντιας
λεπτῇ κάμακι τὰ τηλικαῦτα πηδάλια περιστρέφων : ἐδείχθη γάρ μοι ἀναφαλαντίας τις , οὖλος , Ἥρων , οἶμαι , τοὔνομα
, ἔσθ ' ὅτε μέλανας ὡς πρὸς τὸ κλίμα καὶ ἀναφαλαντίας , τοὺς δὲ ὀδόντας πολλούς , ἔσθ ' ὅτε
4743114 ἐγκλιναι
. . . . . . οὔτε περισπᾶται διὰ τὸ ἐγκλῖναι τὸν ἴδιον τόνον : ἐπεὶ μὴ πέφυκεν ἡ περισπωμένη
αὐτοῖς ξὺν τῇ ἀμφ ' αὑτὸν ἵππῳ : τοὺς δὲ ἐγκλῖναι , ὡς Ἀλέξανδρόν τε αὐτὸν κατεῖδον καὶ τὸ στῖφος
4736106 μαχησομεθα
νεκρὸν ἀείραντες φέρετ ' ἐκ πόνου : αὐτὰρ ὄπισθε νῶϊ μαχησόμεθα Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι δίῳ ἶσον θυμὸν ἔχοντες ὁμώνυμοι
συνεῖναι ἀνθρώποις . ὕστερος λόγος : Ὅ ἐστιν ὕστερον αὐτῷ μαχησόμεθα . ὡς παρ ' Ὁμήρῳ [ . Α ,
4730546 ἀγκυλων
εἰ δὲ κρατήματος μεγάλα , ἵνα τις λαβόμενος τῶν δακτύλων ἀγκύλων κρατεῖν δύναται καὶ ἐν μέσῳ . Κεφ . ληʹ
τινὲς ὑπὸ θράσους μεταβαίνουσιν ἐκ τῶν τάξεων ἀναμὶξ δι ' ἀγκύλων ἱππόται . τάττετε οὖν αὐτοὺς ἵναπερ καὶ ἐτάχθησαν ἐξ
4728476 ὀδυρμος
δὲ ἐπὶ τελευτῆς ἔδει τὴν τῶν ὅπλων παράδοσιν ποιήσασθαι , ὀδυρμός τις εὐγενὴς ἦν καὶ παράστασις ψυχῆς πρὸς ἐλευθερίαν ἐνέπεσε
αἱμὸς ὁ ὀβελίσκος , ἢ ὁ ἀδελφὸς , ἢ ὁ ὀδυρμός : αἵμων ὁ ἐπιστήμων , ἢ ὁ συνετός :
4727264 ΖΑΗ
προηγήσεως μοιρῶν κϚ θ μθ , ἡ δ ' ὑπὸ ΖΑΗ τῶν τῆς φαινομένης ἀνωμαλίας μοιρῶν ια ια Ϛ :
τοῦ ἀστέρος προηγήσεως κη λα μϚ , ἡ δὲ ὑπὸ ΖΑΗ τῶν τῆς φαινομένης ἀνωμαλίας μοιρῶν ιδ γ μζ :
4727105 θορυβωδες
μελίχλωρον , τὸ ὄμμα ταραχῶδες , βλέφαρα ταχυκίνητα , ἆσθμα θορυβῶδες , σκέλη λεπτά , ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ
καὶ ἐξ ἑαυτῶν καὶ ἐξ ἐκείνων , ἐπειδάν τι συμπέσῃ θορυβῶδες . Τέτταρες δ ' εἰσὶν εἰς τὴν χώραν εἰσβολαί
4724893 ἐξιωσι
παρ ' Ἀθηναίων μὴ προσδέχεσθαι , ἢν μὴ ἐκ Πελοποννήσου ἐξίωσι τὰ τείχη ἐκλιπόντες , καὶ μὴ ξυμβαίνειν τῳ μηδὲ
ἡμῶν ἐγᾦδ ' ὅτι οὐδὲν παύονται . ὅταν δ ' ἐξίωσι , τότε δεῖ αὐτοῖς ἅμα φανερούς τε ἡμᾶς γενέσθαι
4719758 χαρακωματος
, ὅπου ἐπιφαίνοιτο ὁ Ἀγησίλαος , ἀντιπαρῇσαν αὐτῷ ἐντὸς τοῦ χαρακώματος ὡς ἀμυνούμενοι . καί ποτε ἀποχωροῦντος αὐτοῦ ἤδη τὴν
μάχην . οἱ δὲ Θηβαῖοι τοὺς μὲν ἱππεῖς ἐντὸς τοῦ χαρακώματος ἔταξαν , τοὺς δ ' ἐλευθερωθέντας οἰκέτας καὶ τοὺς
4711697 ἐγκρατει
ὥστε τῷ ἀκρατεῖ δι ' ἡδονὴν μᾶλλον ἐοίκασιν ἢ τῷ ἐγκρατεῖ . δι ' ἡδονὴν γὰρ ἁμαρτάνουσιν ἐνίοτε καὶ οὐ
φαύλας καὶ ἰσχυρὰς ἡδονὰς ἔχειν , ἐπηρεαζούσας αὐτὸν παραπλησίως τῷ ἐγκρατεῖ . ἐπεὶ δὲ οὐκ ἔχει φαύλας ἡδονάς , ἕτερος
4710061 ἀλγειν
ποδαλγής . τάχα δ ' ἂν τοῖς ἰατρικοῖς προσήκοι τὸ ἀλγεῖν , ἀλγεινόν ἐπαλγές , ὀδυνᾶσθαι ὀδυνηρόν ἐπώδυνον , ἀφ
τόπῳ , πῶ δὲ τὴν ἐκ τόπου . πονεῖν καὶ ἀλγεῖν διαφέρει . πονεῖν μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐνεργεῖν ,
4704047 ὀρθοστατας
ὃ μέρος θέλομεν προσνεύειν τὴν χελώνην . κατὰ μέσους τοὺς ὀρθοστάτας τούτοις ἄλλα ζυγὰ προσηλούσθω , καὶ ἐκ τοῦ ἔσωθεν
' ἔξωθεν ἐπιφανείᾳ σανίσι τὸ πάχος τετραδακτύλοις σκεπέσθω κατὰ τοὺς ὀρθοστάτας . Καὶ συντελεῖται τὸ σχῆμα . Καὶ ἀπὸ τοῦ
4700155 ἐκφροντισον
: ἐμοὶ δὲ δοκεῖ δευτέρου εἶναι ἀορίστου διὰ τὸ μέτρον ἐκφρόντισόν ] σκόπησον . τῶν . . . πραγμάτων ]
“ κατακλινεὶς ” κοινόν , τὸ δὲ κατακλιθείς ἀττικόν . ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων : ἀντὶ τοῦ “ σκέψαι
4699162 μελανοχροα
καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑπότρηχυν , στιβαρόν , μελανόχροα , πυκνόν : ἀμφὶ δέ μιν κύκλῳ περί τ
διΰγρους . γονάς : τέκνα , γενεάς . κυανόχροα : μελανόχροα , μέλανα , ἤως τὰς βδέλλας . Ἑρπετά :
4697131 ΖΕΔ
: καὶ βέβηκεν ἐπὶ μὲν τῆς ΖΑΒΓΔ περιφερείας ἡ ὑπὸ ΖΕΔ γωνία , ἐπὶ δὲ τῆς ΕΔΓΒΑ περιφερείας ἡ ὑπὸ
ἐμπέπτωκεν ἡ ΒΕΔ , ἴση ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ τῶν ΖΕΔ γωνία τῇ ὑπὸ τῶν ΑΔΓ γωνίᾳ : δοθεῖσα δὲ
4696603 ἐστενε
ἀγνοῶν ἕκαστος τὸ τοῦ πλησίον κακὸν ἐπὶ τῷ ἑαυτοῦ μόνον ἔστενε , προελθὼν δὲ καὶ γνοὺς τὰ τῶν ἄλλων διπλοῦν
κινυρομένη κενεῷ ἐπαΰτεε τύμβῳ ἐλπομένη τι καὶ ἄλλο κακώτερον : ἔστενε δ ' ἄτην ἀνέρος ἀφραδίῃ , μακάρων δ '
4689971 θυρῃσιν
Ἀχαιῶν . αὐτὸν δ ' ἂν πύματόν με κύνες πρώτῃσι θύρῃσιν ὠμησταὶ ἐρύουσιν , ἐπεί κέ τις ὀξέϊ χαλκῷ τύψας
. Α . Κ Ν . λίθον δ ' ἐπέθηκε θύρῃσιν . . , : λέγει θύρας ὡς καὶ προεδηλώθη
4685847 πειθωμεν
σοῦ , ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα καὶ τούτοις πείθωμεν αὐτόν , εἰ δὲ μή , καὶ τὰ τῶν
ἔφη , ἀλλ ' οὐ πείθομαι . Βούλει οὖν αὐτὸν πείθωμεν , ἂν δυνώμεθά πῃ ἐξευρεῖν , ὡς οὐκ ἀληθῆ
4683833 μωλωπας
ἦσαν οἱ καταβάλλοντες „ . Κλεάνθης ὁ Στωϊκὸς φιλόσοφος εἶπε μώλωπας ἔχειν ἐν τῇ ψυχῇ τὰς ὑπὸ Ζήνωνος νουθεσίας .
σὺν ὄξει καταχριόμενον . χρόνῳ δ ' αἴρει τοῦτο . μώλωπας δὲ ταχέως ὁμοχρόους ποιεῖ κρίθινον ἔλαιον ἐπαλειφόμενον συνεχῶς .
4683519 ἐπαγοντας
ἄλλοις ἀρρητοποιοῖς Δεινίαν σύρουσιν ἄγδην ἐπὶ τὴν ἀρχήν , ἔγκλημα ἐπάγοντας ὅτι ὠνόμαζεν αὐτούς , καὶ ταῦτα εὖ εἰδὼς ὅτι
δὲ τῶν Περσῶν ἱππεῖς κατιδόντες τοὺς ἀμφ ' Ἀλέξανδρον ὀξέως ἐπάγοντας ἔφευγον ἀνὰ κράτος . καὶ Ἀλέξανδρος διώκων ἐνέκειτο :
4683230 λυσατε
τοὺς ὑμετέρους ἀδικεῖν φίλους ἢ τὴν δοκοῦσαν ἐς ἡμᾶς φιλίαν λύσατε ἢ ἐς Ῥώμην ἐπὶ κρίσιν ἴωμεν . “ ὁ
, “ Λύσατε , ” λέγων , “ ἱκετεύω , λύσατε : οὐ φέρουσι δεσμὸν χεῖρες ἁπαλαί . ἐάσατέ με
4681688 πωγωνος
μὲν τῆς κεφαλῆς ὄπισθεν καθίενται , τὰς δὲ ἐκ τοῦ πώγωνος ἔμπροσθεν : ἔπειτα περιπυκασάμενοι τὰς τρίχας περὶ πᾶν τὸ
τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ πολέμου , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ πώγωνος . . . Θ . . σαρκασμοπιτυοκάμπται : Ὡς
4680371 κροταφους
τριόδοντι καὶ ἰφθίμοις ῥοπάλοισι δούρασί τε στιβαροῖσι καταΐγδην ἐλόωντες ἐς κροτάφους πέφνουσιν : ἐπεὶ φώκῃσιν ὄλεθρος ὀξύτατος κεφαλῆφιν ἱκάνεται οὐταμένῃσι
αὐτῆς ⌈ τιάραν καὶ ⌉ διάδημα ⌈ ἔσφιγξε περὶ τοὺς κροτάφους αὐτῆς καὶ θερίστρῳ κατεκάλυψε τὴν κεφαλὴν αὐτῆς ⌉ .

Back