ἀν - δρὸς φρόνημα τίς λέγοι καὶ γυναικῶν φρεσὶν τλημόνων παντόλμους ἔρωτας , ἄταισι συννόμους βροτῶν ; συζύγους δ ' | ||
καὶ τὰ ἐντὸς σημεῖα ἔχουσιν , ἀπίστους καὶ ἀδίκους καὶ παντόλμους τοὺς τοιούτους λέγουσιν ἄνδρας . Σκοτεινοὶ ὀφθαλμοὶ οὐ πολύφρονας |
ἔραζε αἰετοῦ ὠμηστέω κνημοῖς ἔνι Καυκασίοισιν αἱματόεντ ' ἰχῶρα Προμηθῆος μογεροῖο . τοῦ δ ' ἤτοι ἄνθος μὲν ὅσον πήχυιον | ||
ἥν τε νέον πάτρης ἀπενόσφισεν αἶσα , οὐδέ νύ πω μογεροῖο πεπείρηται καμάτοιο , ἀλλ ' ἔτ ' ἀηθέσσουσα δύης |
παρασφαλέες τεύχονται , ἠὲ νέον σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις | ||
εἰς τὰ χαλινὰ αὑτῶν ὅπερ ἂν αὐτοῖς ὑποπέσηται ἢ εὕρωσι ἀπειπάμενοι ] ἐκφυγόντες ὀλοήν ] τὸν χαλεπόν ὀλοὴν γὰρ ἑρπηδόνα |
παρρησιαστικούς , ῥιψοκινδύνους , θρασυδείλους , ἀνελεήμονας , τραχεῖς , δολίους , δυσμήνιδας , ὀχλοκόπους , τυραννικούς , πλεονέκτας , | ||
τὴν γλῶτταν εἶναί φασιν . Ὀφθαλμοὶ μικροὶ παλλόμενοι κακομηχάνους καὶ δολίους , μεγάλοι δὲ ἀνοήτους καὶ μάργους ἐλέγχουσιν . ὅσοι |
ἐπιχάριτας , εὐδιαγώγους , φιλεταίρους , ἡδυβίους , εὐφροσύνους , παιγνιώδεις , ἀφελεῖς , εὐρύθμους , φιλορχηστάς , ἐρωτικούς , | ||
, τῷ προσώπῳ νεύοντας κάτω , οὐλότριχας , δειλούς , παιγνιώδεις , αἰσχρολόγους , ὁ δὲ Ταῦρος σιμούς , δασεῖς |
πάντοθεν αὔτως στείνονται πίπτοντα περὶ σφίσινὧς ἄρα τοίγε λευγαλέως Βέβρυκας ὑπερφιάλους ἐφόβησαν . ὡς δὲ μελισσάων σμῆνος μέγα μηλοβοτῆρες ἠὲ | ||
' ἵππων ] Λαομέδοντος : ἐν Φλέγρηι δὲ ] Γίγαντας ὑπερφιάλους κατέπεφνε [ . Μήστρη δὲ προλιποῦσα ] Κόων ποτὶ |
, τῶν ἀλλοτρίων ἅρπαγας , ἀνοσίους , κακῶν συνίστορας , μιαιφόνους . προσήκει μέντοι τὰς μαρτυρίας τῶν ἀστέρων ἐπιβλέπειν : | ||
ἐμπρηστάς , θεατροκόπους , ἐφυβρίστους , λῃστρικούς , τοιχωρύχους , μιαιφόνους , πλαστογράφους , ῥᾳδιουργούς , γόητας , μάγους , |
μὴ χλωρὸν ἔφυσε θεὸς μέλι , πολλὸν ἔφασκον γλύσσονα σῦκα πέλεσθαι . κέρασον τὸ δένδρον ἐν τῶι Περὶ φύσεως Ξενοφάνους | ||
μὴ χλωρὸν ἔφυσε θεὸς μέλι , πολλὸν ἔφασκον γλύσσονα σῦκα πέλεσθαι . Καί ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτεῖραι |
οὐδ ' ἱεμένοισι πάρεστιν : ἀλλήλους δ ' ὀλέκουσιν ἀμοιβαίοισι φόνοισι . καί κέ τις ἀγρονόμων ἢ βουκόλος ἤ τις | ||
κεν ἑκὼν δελφῖσιν ἐπιφράσσηται ὄλεθρον . ἶσα γὰρ ἀνδρομέοισιν ἀπεχθαίρουσι φόνοισι δαίμονες εἰναλίων ὀλοὸν μόρον ἡγητήρων : ἶσα γὰρ ἀνθρώποισι |
ἕως κζʹ βόρεια , ἀπὸ κηʹ ἕως λʹ ὄνυχες . Ἀποτελεῖ δὲ λευκόχροας , εὔτριχας , πολυτρόπους , πολυπότας , | ||
τοῦ Δελφῖνος καὶ Πελαργός τις κάτωθεν ἐν τῇ δωδεκαώρῳ . Ἀποτελεῖ ὁ πρώτιστος ἀγαθοὺς , ζηλοτύπους , εὐχρηματίστους καὶ καλοὺς |
: φεύγειν . Στέλλοιντο : σφίγγοιντο . Τοίους : τοιούτους ἀγρευτῆρας , ἰοχέαιρα : ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς βέλεσιν . | ||
καὶ μῆτις ἐπίκλοπος , ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς πολλάκις ἐξεπάφησαν ἐπίφρονας ἀγρευτῆρας καὶ φύγον ἀγκίστρων τε βίας λαγόνας τε πανάγρων , |
ἀντεστράφη , φησὶν , ἡ τάξις , καὶ ἄνδρες μὲν δόλιοι καὶ ἄπιστοι γεγόνασι , γυναῖκες δὲ αἱ πρῴην διαβαλλόμεναι | ||
ἀλλοιώδεις δύστεκνοι δυσάδελφοι ὠμαὶ φθαρτικαὶ κατάψυχροι ἀσύγκλωστοι βάσκανοι μελλητικαὶ καὶ δόλιοι . αἱ δ ' ἐπὶ πᾶσιν δʹ Ἄρεως ὑψηλαὶ |
ἐστὶ παχέα καὶ στρογγύλα καὶ ἀνεστραμμένα εἰς τὸ ἔξω , ὑώδεις οὗτοι τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔργα . τὸ ἄνω | ||
: ἀντὶ τοῦ ” ἐτράφης “ . τοῖς Ἱπποκράτους : ὑώδεις τινὲς καὶ ἀπαίδευτοι κωμῳδοῦνται . καὶ τάχα ἂν εἴησαν |
χρῄζω , ξεῖν ' , ὀρθὸν ἄκουσμ ' ἀκοῦσαι . Ὤμοι . Στέρξον , ἱκετεύω . Φεῦ φεῦ . Πείθου | ||
' , ὦ κτανόντας τε καὶ θανόντας βλέποντες ἐμφυλίους . Ὤμοι ἐμῶν ἄνολβα βουλευμάτων . Ἰὼ παῖ , νέος νέῳ |
: λεπιδωτόν , ὃν καλοῦσί τινες κυπρῖνον . ΚΩΒΙΟΙ . πολύχυλοι , ὥς φησιν Ἱκέσιος , εὐστομίᾳ διαφέροντες , εὐέκκριτοι | ||
πελάγιος . εἰσὶ δὲ οἱ σκορπίοι σμηκτικοί , εὐέκκριτοι , πολύχυλοι , πολύτροφοι . χονδρώδεις γάρ εἰσι . τίκτει δ |
τῆς ἐναντίας ῥᾳθύμους , ἐρωτικούς , τεθηλυσμένους , γυναικώδεις , ἀτόλμους , ἀδιαφόρους , καταφερεῖς , ἐπιψόγους , ἀνεπιφάντους , | ||
κατα - λείποντας τὰς συμβιώσεις εὐγνώμονας μὲν δειλοὺς δὲ καὶ ἀτόλμους παρίστησιν . Εἰ δέ τι τῶν μὴ ἐπιπολαζόντων ἀλλὰ |
χλιαρῷ ἀνέμῳ οἱ καρποὶ χαίροντες πυκνοὶ καὶ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι θάλλουσιν . Διανοούμενος δὲ σκέπτου καὶ τὸν ὑπόλοιπον πόρον τῆς | ||
χλιαρῷ ἀνέμῳ οἱ καρποὶ χαίροντες πυκνοὶ καὶ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι θάλλουσιν . διανοούμενος δὲ σκέπτου καὶ ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν τὸν |
εὐμαθεῖς ἅμα καὶ μνήμονες , οὐδ ' ὅσοι συγγενεῖς , δυσμαθεῖς δὲ καὶ ἀμνήμονες , οὐδένες τούτων μήποτε μάθωσιν ἀλήθειαν | ||
προγάστορες , ἁπλοϊκοί , θυμώδεις , ὀλιγόβουλοι , θερμοὶ καὶ δυσμαθεῖς . . . . . . . . . |
βλέμμα ὑποκινεῖται , οὗτοι ἀνδρόγυνοι ὄντες ἄνδρες εἶναι βιάζονται . Ὀφθαλμοὶ ἀνοιγόμενοι ἐπὶ μέγα καὶ ἅμα ἱστάμενοι ὡς ἐννοοῦντές τι | ||
τὴν γλῶτταν καὶ τὸ σῶμα εἶναι τὸν ἄνδρα λέγουσι . Ὀφθαλμοὶ μικροὶ παλλόμενοι κακομηχάνους καὶ δολίους , μεγάλοι δὲ ἀνοήτους |
θρηνητικόν . πάσχεις ] ἀδημονεῖς , πιέζῃ . κάμνεις ] κακοπαθεῖς , κοπιᾷς . σκίμποδος ] σκάμνου . . δάκνουσί | ||
δέ . τοιγαροῦν οὐδὲν ] ἀδικεῖς ἡμᾶς , μάτην δὲ κακοπαθεῖς . οὐκ , εἰ λάβοιμι ] τὴν κόρην . |
οὐδὲ τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων | ||
κρεῖττον ἀπὸ ἀγαθοῦ ἢ φαύλου πάσχειν . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαῤῥεόντων |
τῆς Πηνελόπης , οἷον : ἀχρεῖον δ ' ἐγέλασεν , ἐπίπλαστον καὶ ἐπιπόλαιον , μέχρι τοῦ τὰ χείλη διανοίγειν , | ||
Πηνελόπης , οἷον : ἀχρεῖον ἥ δ ' ἐγέλασεν , ἐπίπλαστον διανοίγειν ' . . . . ἄχρι : ἕως |
τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων . | ||
. Αἰσχυνόμενος δὲ περιπλέκει τὴν συμφοράν . Θερμολουσίαις ἁπαλοί , μαλθακευνίαις ἁβροί . Ἀνόητά γ ' εἰ τοῦτ ' ἦλθες |
ἐπεὶ οἱ νικῶντες δοκοῦσιν εὐειδεῖς εἶναι . ποτιστάξῃ δὲ , ἐπιχαρίτους ποιήσῃ τοὺς νικῶντας . εἰ δ ' ἐτύμως ὑπὸ | ||
καὶ ἀδελφοῖς καὶ φίλοις , ἔτι δὲ καὶ πρὸς πάντας ἐπιχαρίτους , εὐπειθεῖς παρασκευάζει τοὺς φοροῦντας αὐτὸν καὶ εὐομίλους ποιεῖ |
ἱέμενοι νόστοιο . Νέας δ ' ἐς βένθεα πόντου εἷλκον καγχαλόωντες ἀνὰ φρένας , εἰ μὴ ἄρ ' αὐτοὺς ἐσσυμένους | ||
λέγει . Ἀσπασίως : χαριέντως . προφυγόντες : ἐκφυγόντες . καγχαλόωντες : γελῶντες , χαίροντες . Θρώσκους ' : πηδῶσιν |
δὲ λοιπαὶ τὰ πρὸς νότον . Ἀποτελεῖ δὲ εὐκράτους , μελανοφθάλμους , εὔτριχας , εὐφόρους , δικαίους . τούτων δὲ | ||
μάλιστα δ ' ἐμφαίνεσθαι τὸ ἐναντίον χρῶμα : διὸ τοὺς μελανοφθάλμους μεθ ' ἡμέραν καὶ τὰ λαμπρὰ μᾶλλον ὁρᾶν , |
δ ' ἅμα τοῖσι πέλοντο ὄβριμοι ἀλγινόεντας ὑπὸ βλοσυρῇσι γένυσσι θήγοντες καναχηδὸν ἐυκτυπέοντας ὀδόντας . Ἐν δ ' ἀγρόται μετόπισθε | ||
, Ὦ δαιμόνιοι ἀνδρῶν , μὴ μεγάλα λίαν λέγετε “ θήγοντες ὀδόντας κατ ' ἀνδρῶν θυμολεόντων πνεόντων δόρυ καὶ λόγχας |
μὲν ὁμοίως ἐπὶ τῶν ἀπηλιωτικῶν ὄντες κέντρων ἢ ἐπαναφορῶν , ἐπισινεῖς δὲ ἐπὶ τῶν δυτικῶν . Ἄρης μὲν γὰρ βλέψας | ||
, ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ τριώρῳ ἐκλείπων τοὺς καρποὺς βλαστήσαντας ἐπισινεῖς ποιήσει καὶ ἔνυδρα πολλὰ γενόμενα ἀπολεῖται , τῇ δὲ |
† ψαῦσαι χεροῖν λειμῶνος ὀρχηστύς θ ' ἅμα κακῶν τε λῆστις . εἶτ ' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , | ||
: πρὸς δ ' ὄμμ ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει , λῆστις δ ' ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων , νοῦς δὲ παρέσφαλται |
μὲν ἀγένητοι αἱ δὲ ἐν γενέσει , καὶ αἱ μὲν ἄψυχοι αἱ δὲ ἔμψυχοι , καὶ τούτων ἑκατέρων πλείους διαφοραί | ||
τάχα καὶ ἀποθανούμεθα φυγάδες ἀκμὴν μένοντες . ἦ μάλα γὰρ ἄψυχοι ἐμαχόμεθ ' ἂν τοῖς πολεμίοις , εἰ ταῦτά τις |
τὸ γῆρας ἐν κόποις ἀνηλώθη . Γλύψας ἐπώλει λύγδινόν τις Ἑρμείην . τὸν δ ' ἠγόραζον ἄνδρες , ὃς μὲν | ||
τ ' ἀκοίτας . ἐξ ὥρης δ ' ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην κατέναντα κοσμεῖ μὲν πλούτῳ μύθοισί τε καὶ σοφίῃσιν , |
. σκορπίοι τε ποικίλοι γλαῦκοί τε , σαῦροι πίονες . κὠξύρυγχοι ῥαφίδες ἵππουροί τε καὶ χρυσόφρυες . καρκίνοι θ ' | ||
. μνημονεύει δ ' αὐτῶν Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ : κὠξύρυγχοι ῥαφίδες ἵππουροί τε καὶ χρυσόφρυες . Νουμήνιος δ ' |
ἄλλα δ ' ἐνὶ πλευρῇς θλίβει πάλιν ἡμιδάϊκτα : καὶ φθίμενοι γὰρ ἔχουσιν ἔτι κρατεροῖσιν ὀδοῦσι , ῥινῷ δ ' | ||
. εὔθροα : εὔηχον . Ἰωήν : φωνήν . Καὶ φθίμενοι : οἶμαι , ὅτι διὰ τὸ βαρύηχον ὄλλυσι τὰ |
ἐπίθετον τοῦ Διονύσου αὐτῷ περιτιθέασιν . ἢ τολμηρόν : . τολμηροὺς γὰρ διέσυρε τοὺς Ἀθηναίους ἐν τοῖς δράμασι . βωμολόχοις | ||
οὐκ ἂν οὕτως γενναίους καὶ πρὸς τὸ ἔργον τοῦ πολέμου τολμηροὺς ἔκρινον εἶναι , μηδὲν τοιοῦτον μήτε πειραθέντας πάλαι μήτε |
πονεύμενοι , ἀλλ ' ἐς ἀκωκὴν ἀγκίστρου σπεύδουσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται . χαλκοῦ μὲν σκληροῖο τετυγμένον ἠὲ σιδήρου ἄγκιστρον πέλεται | ||
ἑτέρῳ πόρσυνεν ἐδωδήν . οἱ μὲν γὰρ γενύεσσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται χειροτέρους : τοῖς δ ' ἰὸν ἔχει στόμα : |
μορίων , ὡς πολὺ ὀγκοῖ τὰς φλέβας : ἔνθεν καὶ ὀξύθυμοί εἰσιν : εἰ γὰρ θερμὴ ἡ γαστὴρ , ἐκπεπύρωται | ||
παρὰ τὸν κότον ἴσως πεποίηται : καὶ γὰρ οἱ γέροντες ὀξύθυμοί εἰσιν . παρ ' Ἱπποκίωνι : Ἱπποκίων ὄνομα κύριον |
οὐ παραμένει : παρόσον οἱ ῥήτορες ἀνδρεῖοι θέλουσιν εἶναι . Ῥοιαὶ νυμφικαί : ἐπὶ τῶν δωρουμένων τοῖς καλλίστοις κάλλιστα . | ||
. συμφθείρεται γὰρ καὶ ταῦτα ἐνίοις μὴ ταχέως ἐκκρινόμενα . Ῥοιαὶ δὲ κοῦφον ἔδεσμα ἐν ὀπώραις καὶ λεπτοῦ γεννητικαὶ τελοῦσιν |
, οἱ δὲ τὰς πλείστας λέγοντες ἐν ταῖς ἑπτά φασιν ἀπανθεῖν . ἀλλὰ τῶν χεδροπῶν χρόνιος ἡ ἄνθησις : χρονιωτάτη | ||
' ἄλλα αἰσχυνούσας τὸ κάλλος , ὡς καὶ μόνον φθεγξαμένων ἀπανθεῖν αὐτὸ καὶ ἀπομαραίνεσθαι ἐλεγχόμενόν τε καὶ ἀσχημονοῦν καὶ παρ |
τρήρωνες ἐπιθύνουσι πελείαις , ἵπποι δ ' ἀγραύλοις ἐπὶ φορβάσιν ὁπλίζονται , ταῦροι δ ' ἀγροτέρας ἐπὶ πόρτιας ὁρμαίνουσι , | ||
ἀνέλκεται ἀνέρος ἀλκῇ . Πολλὰ δ ' ἐπὶ ξιφίῃ θηρήτορες ὁπλίζονται , ἔξοχα δ ' οἳ Τυρσηνὸν ἁλὸς πόρον ἀγρώσσουσιν |
βιότου τεύχουσι πρὸς οἴκους . ταῦτα δὲ καὶ δοιοῖς ἑτέροις τεύχουσιν ἐόντες ἀστέρες ἐν κέντροισιν , ὅς ' αὐτίκα δὴ | ||
ποθεῖσαι , δηγμὸν ἐμποιοῦσιν πλαδόωντι ] καθύγρῳ δηγμόν ] δῆξιν τεύχουσιν τότε ] ποιοῦσιν ποτέ περὶ στόμα νείατα ] παρὰ |
' αὖ μετόπισθεν ἔρως ἐδαμάσσατο δριμύς : οὐ γάρ τις κέντροισι δαμεὶς ἄγρης ἐρατεινῆς αὖθις ἑκὼν λείψειεν : ἔχει δέ | ||
; κἄπειθ ' ὑποβλεπώμεθ ' ὡς ἐγνωσμένοι , γλώσσης πικροῖς κέντροισι † κληιδουχούμενοι † : Οὐχ οὗτος ὁ Διός , |
Τ ῥαψῳδίας Ὀδυσσείας , “ ἡ δ ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἤκουσεν , ” συνεχῶς ᾀδουσῶν . ἐπὶ δὲ | ||
μειρακίων . . . . ἀληθινός : ζήτει εἰς τὸ ἀδινάων τὸν κανόνα . ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης |
εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων βαρέα στενάχοντα . ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ : τείρετο δ ' ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ ' | ||
ἄχος δ ' ἄρα δυσμενέεσσιν . Ὣς οἳ μὲν Δαναῶν ἀκαχήμενοι ἠγορόωντο . Μηλονόμοι δ ' ἀπάνευθε παρὰ Ξάνθοιο ῥεέθροις |
γυναικώδεις , ἀτόλμους , ἀδιαφόρους , καταφερεῖς , ἐπιψόγους , ἀνεπιφάντους , ἐπονειδίστους . τῷ δὲ τοῦ Ἑρμοῦ συνοικειωθεὶς ἐπὶ | ||
ἡγητέον τοὺς διδομένους ἀδελφούς , ἐὰν δὲ ἐναντίως ταπεινοὺς καὶ ἀνεπιφάντους , ἐὰν δὲ καθυπερτερήσωσι τοὺς διδόντας ἢ ἐπανενεχθῶσιν αὐτοῖς |
οἰκίσκον τῶν λαμπαδηφόρων τε πλείστων αἰτίαν τοῖς ὑστάτοις πλατειῶν . βλᾶκες φύγεργοι ἦν δ ' ἐγώ ἀναπηρίαν γραΐζειν ἐμπαίζειν ἐπικρούσασθαι | ||
. τὰ δὲ ἐναντία ἀστράτευτοι , ἀπόλεμοι , ἄθυμοι , βλᾶκες , βλακεύοντες , ἀμβλεῖς , βραδεῖς , ἀσθενεῖς , |
καὶ τοὺς ἱππικοὺς βουλομένους γενέσθαι οὐ τοὺς εὐπειθεστάτους ἀλλὰ τοὺς θυμοειδεῖς ἵππους κτωμένους . νομίζουσι γάρ , ἂν τοὺς τοιούτους | ||
, ἐπὶ τοὺς τρώσαντας φερόμενοι , ὅτι καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θυμοειδεῖς . ὁ γὰρ θυμὸς ὁρμητικόν ἐστι πρὸς τοὺς κινδύνους |
οἱ γινόμενοι περὶ τὴν Βαβυλωνίαν , οὕτω δὲ τοῖς τριχώμασι στίλβοντες ὥστε ἀπὸ τῶν αὐχένων ξανθότητα ἀπολάμπειν χρυσῷ παραπλησίαν . | ||
γὰρ ὤθουν , φαιδίμους βραχίονας ἥβῃ σφριγῶντες ἐμπορεύονται , νέῳ στίλβοντες ἄνθει καρτερὰς ἐπωμίδας : ἄδην δ ' ἐλαίου στέρνα |
εἰ δὲ Ἑρμῆς , κωφοὺς ἢ ἀλάλους ἢ βραγχοὺς ἢ τραυλοὺς ἢ ψελλοὺς ποιεῖ . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μετὰ | ||
χαρίτων εἰσίν . ὁ Κρόνος τὸν Ἑρμῆν διαμετρῶν δυσγλώττους ἢ τραυλοὺς σημαίνει , καὶ μάλιστα τοῦ Ἑρμοῦ ἐν ἀφώνῳ ζῳδίῳ |
ἀμφὶ Λοξίου ; οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν . ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ . ὦπολλον ὦπολλον . ἥδ ' αὖτε | ||
δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς . ὀτοτοτοτοῖ . βαρεῖά γ ' ἅδε συμφορά . οἴ , |
. ἀστεμφές ἀσφαλές , ἀμετακίνητον : ὅθεν καὶ τοὺς γερογνώμονας ἀστεμφεῖς λέγομεν , οἷον ἀστρεμβεῖς , τουτέστιν ἀστρεφεῖς . ἄστυ | ||
ἐν ἀρσενικοῖς ἄμφω κλυτὰ φέγγε ' ὁρῷτο , ὠμούς , ἀστεμφεῖς , ἠδ ' ἀτρέπτους ἐσίδοιο γεινομένους , οὐδ ' |
κομαρίδας τε καὶ κύνας , κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . Νουμήνιος δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ : ἄλλοτε δ | ||
: χαλκίδας τε καὶ κύνας κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . καὶ Σώφρων ἐν ἀνδρείοις : κέστραι βότιν κάπτουσαι |
κατατεθνήκασι : τῶν ὕπερ ἐνθάδ ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς , μὴ δὲ τρωπᾶσθε φόβον δέ . Ὣς | ||
ἄνακτα , τόξον μὲν πρὸς σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἔκλιν ' ἑστάμεναι , πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα , αὐτὸς δ ' ἀμφ |
, ἀλλά οἱ οὔ τι διήλασεν ἐς χρόα καλόν : ῥινοὶ γάρ μιν ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ | ||
ἀλυσθαίνοντος ἀνῖαι ἐχθόμεναι , χροιὴ δὲ μόγῳ αὐαίνεται ἀνδρός . ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν ἐπὶ χροΐ , τοῖά μιν ἰός ὀξὺς |
ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι , νωθροί , ἄθυμοι , | ||
περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί . καὶ οὐλοὸς αἶα |
τὰ χρόνια καὶ δυσαλθῆ σκληρώματα , σκευάζεται δὲ οὕτως . Βδελλίου , στέατος μοσχείου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , ἴρεως Ἰλλυρικῆς | ||
ὀποῦ μήκωνος ἴσα . θυμία ἐπὶ τῶν κυπαρισσίνων ξύλων . Βδελλίου # ζ , ἑλενίου # ζ , σχίνου ἄνθους |
πίμπραται , ἀμφὶ δὲ μήλοις ἄνθε ' ἅτε βρυόεντα κυλοιδιόωντος ἐφίζει . δὴ γὰρ ἐφωμάρτησεν ὀλιζοτέρη ῥύσις οὔρων , ἄλλοτε | ||
ἀμαυρότερον τεύχουσιν : πρὸς δ ' ὄμμ ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει , λῆστις δ ' ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων , νοῦς |
γ ' ὄντα καὶ γυναικὸς ἄζυγα ; οὔκ , ἀλλὰ δισσοὺς συνκατέκτεινεν [ ] κόρους . ἦ πᾶς ' ὄλωλε | ||
ἀρετᾶς ὅσοισιν μέτα , καὶ θανόντες εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους , ἁ δυσγένεια δ ' ἁπλοῦν |
ἄνακτι . Καὶ τὰ μὲν ἐννεσίῃσι φαεσφόρου Ἠριγενείης οἰωνοὶ τελέουσι θοοί . Τότε δ ' ἄμβροτος Ἠὼς οὐρανὸν εἰσανόρουσεν ὁμῶς | ||
κραδίην δειλοὶ καὶ γυῖα πέλους ' ἀμενηνοί , ἀλλὰ πόδεσσι θοοί : τοῖσιν δὲ θεὸς πόρε πάντα , βουλὴν κερδαλέην |
μὲν ἀνθρώπους ἀσθενεστέρους οἱ δυνατώτεροι συνεχέσι καὶ ἀδιαστάτοις ἐπιτάγμασιν , ἐβάρυναν δὲ καὶ τὰς ἀρούρας ἀεὶ κέρδη μεταδιώκοντες ἐκ πλεονεξιῶν | ||
ὁμόνοια ἡρμόζετο πάντα γὰρ δι ' ἑβδομάδος καὶ ἑβδομάς , ἐβάρυναν μὲν ἀνθρώπους ἀσθενεστέρους οἱ δυνατώτεροι συνεχέσι καὶ ἀδιαστάτοις ἐπιτάγμασιν |
κεντρωτὰ ὠμοβόινα δίκην τυμπάνων πλατεῖα διὰ τὰς χιόνας καὶ τοὺς κρυ - στάλλους . καταβαίνουσι δ ' ἐπὶ δορᾶς κείμενοι | ||
ἀποχωρήσεις , ὅπῃ ἐδύναντο , δι ' ὀρῶν ἢ δρυμῶν κρυ - φαίας ἐποιοῦντο , καὶ διέτριψαν μὲν ἄχρι τινὸς |
εὕρω , ἀγοράσω σοι ἕνα τριάκοντα ἐτῶν . Σχολαστικοὶ δύο πατραλοῖαι ἐδυσφόρουν πρὸς ἀλλήλους ἐπὶ τῷ τοὺς πατέρας αὐτῶν ζῆν | ||
ἕν . Παναγεῖς γενεάν , πορνοτελῶναι , Μεγαρῆς , δεινοὶ πατραλοῖαι . Ὑποδέχεσθαι καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις . * * |
, ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας . μὴ δὴν Αἰγιάλεια , περίφρων Ἀδρηστίνη , ἐξ ὕπνου γοόωσα φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ , καὶ | ||
ι ἀνεκφωνήτου ὄντος , . , . . αἱμ . Ἀδρηστίνη : [ τὰ διὰ τοῦ ] ινη μὴ γινόμενα |
, οὐ μακροῦ χρόνου . Ὕπεστί μοι θράσος , ἁδυπνόων κλύουσαν ἀρτίως ὀνειράτων . Οὐ γάρ ποτ ' ἀμναστεῖ γ | ||
. δωμάτων ἄτιμα ] ἀπεσπασμένους καὶ φυγαδευθέντας τῶν οἴκων . κλύουσαν ] ἀντὶ τοῦ κλυούσηι . καὶ τότε ] ὅτε |
. εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων γλώσσας τε λύουσιν εἰς αἰσχροὺς μύθους σῶμά τ ' ἀμαυρότερον τεύχουσιν : πρὸς δ | ||
, ἔφη , ὁμολογεῖν . Οὐκοῦν ὅλως οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῦνται , ὅταν φοβῶνται , οὐδὲ αἰσχρὰ θάρρη |
τοῦ εἴκω . ἢ παρὰ τὸ αἰκίζω τοῦ ε : εὐλὰς ἐγγείνωνται , ἀεικίσωσι δὲ νεκρόν . . . . | ||
τὰς πληγάς . μόνον οὐχί . σχεδόν , ἐγγύς . εὐλὰς καὶ κνώδαλα . εὐλαί εἰσιν οἱ ἐν τοῖς τραύμασι |
μὲν ἀνδρείᾳ νέους ὄντας ἔφη χρῆσθαι , τῇ δὲ φρονήσει γηράσκοντας ἀκμάζειν . τοσοῦτον διαφέρειν τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀρετῶν | ||
γίνεται . ἄδικον δὲ παρὰ φιλοσοφίᾳ καὶ τὸ τοὺς πατέρας γηράσκοντας κατασφάττειν , ὡς λύοντας τὸν φυσικὸν δεσμὸν παρὰ γνώμην |
καὶ στέφεσιν κύδηναν , ἀγακληεῖς τ ' ἐνὶ λαοῖς ἐξαίτοις γεράεσσιν ἀέθλων εἵνεκ ' ἔθηκαν . εἰ δ ' ἔτι | ||
ναέτας στενάχουσα πεσόντας , μηναμένους ὑπὲρ αἶσαν ἐπ ' Ἀλφειοῦ γεράεσσιν . Σαυνῖται δ ' ἐπὶ τοῖσι μέσην χθόνα ναιετάουσι |
φθονεῖτε , τοὺς δὲ πονηροτάτους τῶν ἐπὶ τὸ βῆμα παριόντων ἐπαινεῖτε καὶ νομίζετε δημοτικωτέρους εἶναι τοὺς μεθύοντας τῶν νηφόντων καὶ | ||
εἶναι ὥστε καὶ τῶν προγόνων τοὺς ταῦτα πράξαντας μάλιστ ' ἐπαινεῖτε . εἰκότως : τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀγάσαιτο τῶν |
οἰκίαν : νομίμη , γνησίων παίδων τροφός . οἱ γὰρ σκότιοι παῖδες ἐκρίπτονται : γνησίων ἐπὶ σπορᾷ παίδων [ . | ||
, δολεροί , ἐπίβουλοι , κακότεχνοι , παλίμβουλοι . ὀφθαλμοὶ σκότιοι ὑγροὶ κοῖλοι αὐτάρκως μεγέθους ἔχοντες εὐσταθεῖς φροντιστήν , πολυθεάμονα |
γλήχων , δίκταμνον , ἄσαρον , κόστος , κασία , ἀριστολοχίαι . μίσγεται δ ' ἑκάστῳ ἢ πυρῶν ἀφέψημα ἢ | ||
ἀσάρου ἡ ῥίζα , βρυωνία , ἀνθεμίς , ἀπαρίνη , ἀριστολοχίαι , ἀρνόγλωσσον ξηρόν , ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα , καὶ |
ἐσθιόμενοι δὲ ἐφθοὶ ὥσπερ ἰχθὺς οἱ κορκόδειλοι , ἀναιδεῖς καὶ ἀναισχύντους ποιοῦσι τοὺς ἀφυῶς φερομένους . Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ | ||
παραυτίκα . ” ἀπὸ δὴ τούτου συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοὺς ὑπ |
, εὐρυμετώπους , τρίχας ἔχοντας ἀνεσταλμένας , κρυψίφρονας , ὑποκρίσει ἐξαπατῶντας , ἐπίπλαστον ἐπιείκειαν ἔχοντας , τοὺς δὲ μυκτῆρας πλατεῖς | ||
, εὐρυμετώπους , τρίχας ἔχοντας ἀνεσταλμένας , κρυψίφρονας , ὑποκρίσει ἐξαπατῶντας , ἐπίπλαστον ἐπιείκειαν ἔχοντας , τοὺς δὲ μυκτῆρας πλατεῖς |
ἐκβάλοιεν , ἐφ ' οὗ καὶ τὸ κλώζειν καὶ τὸ συρίττειν . ἐκαλεῖτο δέ τι καὶ βουλευτικὸν μέρος τοῦ θεάτρου | ||
διαφυάς , ἀλλήλοις τε κηρῷ μαλθακῷ συναρτήσας , μέχρι νυκτὸς συρίττειν ἐμελέτα : καί ποτε δὲ ἐκοινώνουν γάλακτος καὶ οἴνου |
καὶ σοφοὺς εἰς ἅπερ ψευδεῖς ; Φημὶ γὰρ οὖν . Ἄλλους δὲ τοὺς ἀληθεῖς τε καὶ ψευδεῖς , καὶ ἐναντιωτάτους | ||
οὐδὲ φοιβάζει κλύδων οὐδ ' ὀμβρία σμήχουσα δηναιὸν νιφάς . Ἄλλους δὲ θῖνες οἵ τε Ταυχείρων πέλας μύρμηκες αἰάζουσιν ἐκβεβρασμένους |
ἀνίκητοι : τουτέστιν οὐδεὶς αὐτοὺς ἐνίκησεν . ἀνάσσατοι : ἤγουν ἰσοπαλεῖς ἢ ἀνίκητοι . Τὰ μὲν πράγματα ἐπὶ Σικελίας , | ||
ἡγούμενοι : ἤτοι ἐν ὁμοίῳ κινδύνῳ καταστήσοντας αὐτούς , ἢ ἰσοπαλεῖς δικαίως : τὸ δικαίως δύναται μὲν καὶ πρὸς τὸ |
] ὀξύθυμοι καὶ πρὸς μάχην καὶ φόνον θερμότατοι . θ ὀξυκάρδιοι ] τολμηροὶ καὶ ἀκάθεκτοι , ὀξέως καὶ ἀσκέπτως κινούμενοι | ||
ἐκεῖνος δὲ τούτου , καθάπερ καὶ πρόσθεν ἐγένετο . θ ὀξυκάρδιοι : ὀξύθυμοι ὄντες ἐμοιρήσαντο καὶ διενείμαντο τὰ κτήματα ὥστε |
τὰ ῥήματα διαφθείρει τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀπολλύει . οὗτοι οὖν κολοβοί εἰσιν ἀπὸ τῆς πίστεως αὐτῶν διὰ τὴν πρᾶξιν ἣν | ||
δεξιᾶς χειρός . διὰ τοῦτο οἱ φαλακροὶ οὐ λέγονται εἶναι κολοβοί , ἐπειδὴ ἐν ἄλλῳ τόπῳ φύονται τρίχες . Ἐντεῦθεν |
σκάφος : ὧδε γὰρ ἑσμοὶ ἄσπετοι ἀντήσουσι καὶ εὔβολος ἔσσεται ἄγρη . Τέτραχα δ ' εἰναλίης θήρης νόμον ἐφράσσαντο ἰχθυβόλοι | ||
' ὀστρείοισιν ἔασι λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι |
: ἐναντίαις πνοαῖς . ἔκελσαν : ὥρμισαν . καί μιν κυδαίνοντες : τὸν Δόλοπα . ὁ δὲ Δόλοψ Ἑρμοῦ υἱός | ||
' ἄρα τοίγε ἑσπέριοι ἀνέμοιο παλιμπνοίῃσιν ἔκελσαν : καί μιν κυδαίνοντες ὑπὸ κνέφας ἔντομα μήλων κεῖαν ὀρινομένης ἁλὸς οἴδματι , |
μὲν οὖν ἀθλητικούς , στεφηφόρους ἢ καὶ ἀσκητὰς σωμάτων , πολυΐστορας , φιλεκδημητὰς ἢ ἐπὶ ξένης πορίζοντας , τῶν δὲ | ||
ἀναστροφὰς ἔχοντας , καθαρίους περισσόφρονας κριτικούς , καλῶν ἐραστάς , πολυΐστορας , μύστας θείων , εὐεργετικοὺς φιλοσυνήθεις αὐτάρκεις θρασυδείλους , |
Ταύτην δ ' ἡμῖν ἀποπέμπει . Ἀλλ ' , ὦ Κρονικαῖς λήμαις ὄντως λημῶντες τὰς φρένας ἄμφω , ὁ Ζεὺς | ||
πτερυγίζεις ] κοῦφα διαλέγῃ φρονοῦντας ] νουθετοῦντας χαλεπὸν ] δύσκολον Κρονικαῖς ] ἀρχαίαις ] ἑλλανοδίκαι . ἀνεκήρυττεν ] ἐξύμνει . |
ἀγῶνος συντετελεσμένου ἠγγέλλοντο οἱ ἐν τῷ χώρῳ τῶν ἀσεβῶν κολαζόμενοι ἀπορρήξαντες τὰ δεσμὰ καὶ τῆς φρουρᾶς ἐπικρατήσαντες ἐλαύνειν ἐπὶ τὴν | ||
μάλ ' ἠέρθησαν , ἀμείλιχα φυσιόωντες , δεσμά τ ' ἀπορρήξαντες ἴτην μεγάλα χρεμέθοντες , οἷα θεοὺς μάκαρας μαρτυρόμενοι κακότητος |
ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί , γˈλεφάρων ἁδὺ κλάϊθˈρον , κατέχευας : ὁ δὲ κˈνώσσων ὑγˈρὸν νῶτον αἰωρεῖ , τεαῖς | ||
ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο ἐξαπίνης , καί κέν μοι ἐλεγχείην κατέχευας . καὶ δέ μοι ἄλλα θεοὶ δόσαν ἄλγεά τε |
αἱ γὰρ τῶν βαρβάρων λόγχαι παχέαι φαινόμεναι ἀγχέμαχοι μέν , ἄφοβοι δὲ ἐς τὸ ἐσακοντίζεσθαι ἦσαν . αὐτὸς δὲ τῶν | ||
προαγορευτικοὶ τοῖς φεύγουσι δὲ πονηροί , ἀπὸ δὲ θήρας ἐπανιόντες ἄφοβοι καὶ ἄπρακτοι τετήρηνται . ] Ἕπεται δὲ τῷ περὶ |
ἐσάκουσον ἀκηχεμένου μέγα θυμῷ : οὐ γὰρ τλήσομαι ἄστυ καταιθόμενον προσιδέσθαι οὐδ ' ἄρ ' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ | ||
στροφὴ κώλων γʹ . σέ - βομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] † πρὸς σὲ ἰδεῖν . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι |
ὧν τὸ μὲν δηλοῖ τὸ βριάει , τὸ δὲ τὸ βριάοντα χαλέπτει . οὐχ ἁπλῶς δέ , ἀλλὰ καὶ διὰ | ||
Ἡσιόδου συμβαίνει , Ῥεῖα μὲν γὰρ βριάει , ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει οὗτος ὁ δικαστής τε καὶ ἡγεμὼν , ὅπως |
αὐτούς . ὀφθαλμοὶ ἔνυγροι γοργὸν βλέποντες θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ | ||
ἔρχονται . ὀφθαλμοὶ γοργὸν βλέποντες ἔνυγρον θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ |
σκιρτεῦσιν μὲν πρῶτα χοροιτυπέουσιν ὁμοῖαι , εἶτα δέμας βαρύθουσι , προσώπατα δ ' ἐς χθόνα δῖαν ἠρέμα νευστάζουσι κάτω : | ||
λισσομένην ἀγορεύειν : ἆνερ , ἄνερ , τί νυ σεῖο προσώπατα τρηχύνονται , ὄμματα φοινίχθη δέ , τά τ ' |
Πέρσαι τοῦ φαρμακεύειν τοὺς ὀϊστούς . φαρμακτῆρες : φαρμακουργοὶ , φαρμακοί . μητίσαντο : ἐβουλεύσαντο , ἐφεῦρον . Ζωῇ : | ||
καὶ κράνος περιφαινόμενον ἐπέγραψε Βούτης . Θελγῖνες : γόητες , φαρμακοί . θεμισσέτω : νομοθετείτω , δικαζέτω . θεοὶ Μολοττικοί |
δὲ παρέσφαλται : δμῶες δ ' ἀκόλαστον ἔχουσιν ἦθος : ἐπεισπίπτει δ ' οἰκοτριβὴς δαπάνη . οἱ Λακεδαιμονίων δὲ κόροι | ||
καὶ ὅκως καὶ ὁκοίης ἐξ ἀνάγκης ὁ πυρετὸς μετὰ τοῦτο ἐπεισπίπτει , καὶ αἵτινες αἱ ἀρχαὶ τῶν νούσων εἰσὶ , |
ἱκνεῖται φόρτον γενύεσσιν ἀγινῶν . αὐτὰρ ὅ γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος | ||
τραπέζῃ τέρπονται κρητῆρος ἀμοιβαίοις δεπάεσσιν : ὣς ὁ μὲν ἀσπαλιεὺς κεχαρημένος ἐλπωρῇσι μειδιάᾳ , δείπνοις δὲ νέοις ἐπιτέρπεται ἰχθύς . |
φόρτοι ἀπώλεσαν , οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν | ||
. θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν . θ φέρει ] πάσχει . φέρει |
ἀλευόμενος , ὑβρίζηι πλούτωι κεκορημένος , οἱ δὲ δίκαιοι τρύχονται χαλεπῆι τειρόμενοι πενίηι ; Ταῦτα μαθών , φίλ ' ἑταῖρε | ||
Μήποτ ' ἐπὶ σμικρᾶι προφάσει φίλον ἄνδρ ' ἀπολέσσαι πειθόμενος χαλεπῆι , Κύρνε , διαβολίηι . εἴ τις ἁμαρτωλῆισι φίλων |
Ἀγωνοθέται καὶ ἀθλοθέται διαφέρει . ἀγωνοθέται μὲν οἱ ἐν τοῖς σκηνικοῖς , ἀθλοθέται δὲ οἱ ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν . | ||
ῥᾳστώνην θηλυδριῶτιν . ἔχαιρε γὰρ μίμοις καὶ θαυματοποιοῖς καὶ πᾶσι σκηνικοῖς ἀθύρμασι , καὶ τοῖς τοιούτοις διημερεύων αἰσχροῖς ἠλόγει πάμπαν |
τύμβος Ἀχιλλέος : οἳ δ ' ἀνὰ θυμὸν καί περ ἰαινόμενοι κταμένων μνησθέντες ἑταίρων ἀργαλέως ἀκάχοντο καὶ ἀλλοδαπῶν ἐπὶ γαῖαν | ||
τεκέων τροφός , οὐκέτι κώρα . Ὣς οἳ μὲν χλοεροῖσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον . ἀνίστατο φώριος εὐνή . χἢ |
ὕπερθε νεύει ἐπισκυνίοισι μεσόφρυα , καὶ πυρόεντες ὀφθαλμοὶ χαροπαῖσιν ὑποστίλβοντες ὀπωπαῖς : ῥινὸς ἅπας λάσιος : κρατερὸν δέμας : εὐρέα | ||
ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ νιφετοῖσι γεγραμμένα πάνθ ' ἅμ ' |
ἀλλ ' ὃ κόσμιον πεφύκει : ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . τόδ ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον , καλὸν ἄνθημα | ||
, ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ Ἀριστοτέλης δὲ ἔφη τοὺς ἐραστὰς εἰς |
⌈ ὁ Ἀριστοφάνης . . . θρασεῖς . τὸ δὲ βλέπος ἀντὶ τοῦ βλέμμα καὶ ὅρασις . τὴν ἕνην . | ||
. θρασεῖς καὶ ἑτοίμους προδήλως εἰς τὸ ἀδικεῖν . ἀττικὸν βλέπος : ἀττικόν . . . βλέπος ⌈ ἤτοι τὸ |
ὕπνος . χαμάδις : κεχυμένως . Εἰλαπίνῃσιν : πανδαισίαις . ἀφυσσάμενοι : ἐρυσάμενοι . Χνοάοντες : δείξαντες . Ἰούλους : | ||
ὅθεν „ τ ' ἀπὸ νῆας ἐίσας ἐς πόντον βάλλουσιν ἀφυσσάμενοι ” μέλαν ὕδωρ . „ ἀλλ ' οὔτε τὸ |
τῷ . ἐΐσκοι : ὁμοιοῖ . Θῶας : πτώκας , λάγους . ἐχίνοις : ῥοίτζοι . Λάρον : ὄνομα ἰχθύος | ||
τῷ . ἐΐσκοι : ὁμοιοῖ . Θῶας : πτώκας , λάγους . ἐχίνοις : ῥοίτζοι . Λάρον : ὄνομα ἰχθύος |
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν | ||
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν |