ὧν τὸ μὲν δηλοῖ τὸ βριάει , τὸ δὲ τὸ βριάοντα χαλέπτει . οὐχ ἁπλῶς δέ , ἀλλὰ καὶ διὰ
Ἡσιόδου συμβαίνει , Ῥεῖα μὲν γὰρ βριάει , ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει οὗτος ὁ δικαστής τε καὶ ἡγεμὼν , ὅπως
9209967 βριαει
δυνατῶς καθαιρεῖ τῆς δυνάμεως , ὧν τὸ μὲν δηλοῖ τὸ βριάει , τὸ δὲ τὸ βριάοντα χαλέπτει . οὐχ ἁπλῶς
εἰροπόκων ὀίων , θυμῷ γ ' ἐθέλουσα , ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν . οὕτω τοι καὶ μουνογενὴς
8419956 ἀριζηλον
βριάει , ῥεῖα δὲ βριάοντα χαλέπτει , Ῥεῖα δ ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης . . .
κορύμβοις . Ὁπλίζεο : ὅπλησον . Στικτόν : αἰόλον . ἀρίζηλον : φημούμενον . Ὤρυγγας : λιαὶ δίπουμά τι .
8358536 χαλεπτει
τε μοῦνον ὄλεθρος ἀντιάει , καὶ δή τις ἀπόπροθεν ἄμμε χαλέπτει , ὡς ὅγε , χάλκειός περ ἐών , ὑπόειξε
ἕκητι . ῥέα μὲν γὰρ βριάει , ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει , ῥεῖα δ ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει
8047257 ἀγηνορα
δίφρων ? ? ? ? , θεσμοφόρον δ ' ἐτέλεσσεν ἀγήνορα δῆμον Ἀθήνης . καὶ τὰ μὲν ἐν θυέεσσι :
ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει .
8043643 πανδαματωρ
ἕλκος ἀκέσσεται . οἷσι δ ' ἀνάσσει , αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν . αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε
' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει γνώμη τε φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες
8010291 ἀριγνωτος
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . .
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν :
7980840 κελαινος
† βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων , στένει βυθός , κελαινὸς [ δ ' ] Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς ,
] τῶν ὀρνέων ἀπὸ μέρους . βασιλεῦσι ] τοῖς . κελαινὸς ] ὁ μέλας . ὅ τ ' ἐξόπιν ]
7979571 λυσιμελης
. Δισσαί τοι πόσιος κῆρες δειλοῖσι βροτοῖσιν , δίψα τε λυσιμελὴς καὶ μέθυσις χαλεπή : τούτων δ ' ἂν τὸ
δ ' ἠώς , ὕπνος ὅτε γλυκίων μέλιτος βλεφάροισιν ἐφίζων λυσιμελὴς πεδάᾳ μαλακῷ κατὰ φάεα δεσμῷ , εὖτε καὶ ἀτρεκέων
7954495 βελεμνοις
' ἐπὶ νῆα καὶ ἠιόνας βαρυδούπους καγχαλόωντες ἔνεικαν ὁμῶς σφετέροισι βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος
. Κατάβηθι , Κύπρι , θᾶττον σὺν Ἔρωτι , σὺν βελέμνοις νεκύων κάτω πρὸς αὐλάς , ἵν ' ἀπαλλαγῶ φαρέτρης
7942364 παμβασιληος
! ! ! ! ! ! ] Αβαδιος ἐπὶ χθονὶ παμβασιλῆος ἔπλετο δωρσιεω ? ? ? ! ! ! !
? ? ? ὔμμι ? ? γενέθλῃ . ἐν χθονὶ παμβασιλῆος ? ? ? ? ? ? ? ? ?
7921662 ὁμοιιος
τοῖς γονεῦσι : διὰ τὰς μοιχείας δὲ ἡ ἀνομοιότης . ὁμοίιος : ὁμονοητικός , σύμφωνος ἢ ὅμοιος τῇ γνώμῃ ἢ
' εἴαρος ἁδέα βλαστεῖ , χἀ νὺξ ἀνθρώποισιν ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς . Μοίσας Ἔρως καλέοι , Μοῖσαι τὸν Ἔρωτα
7904395 ἐπισπειρει
ἀλλ ' ὃ κόσμιον πεφύκει : ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . τόδ ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον , καλὸν ἄνθημα
, ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ Ἀριστοτέλης δὲ ἔφη τοὺς ἐραστὰς εἰς
7895102 ερος
[ ] ! ! ! ! ! [ [ ] ερος ? ἵνα ? [ [ ] ν σπιλα [
εγο ? ? [ [ ] παν [ [ ] ερος : [ [ ] ! πο ? [ [
7876088 θαρσαλεον
καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι . Καὶ τότε Μυρμιδόνεσσιν Ἀχιλλέος ἄτρομος υἱὸς θαρσαλέον φάτο μῦθον ἐποτρύνων πονέεσθαι : Κέκλυτέ μευ , θεράποντες
ὁ τρίβων ἐμπνέοι . . . : ἒν δὲ τὸ θαρσαλέον τε καὶ ἐμμενές , ὅππη ὀρούσαι , φαίνετ '
7872772 Λαερταο
' ἀνὰ γαῖαν ἔμιμνον . Ἐυπτολέμοισι δ ' Ἀχαιοῖς υἱὸς Λαέρταο πύκα φρονέων φάτο μῦθον : Ὦ νύ μοι Ἀργείων
ἕδραι ἀγρομένων : πολλοὶ δ ' ἄρα θηήσαντο ἰδόντες υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα . τῷ δ ' ἄρ ' Ἀθήνη θεσπεσίην
7864570 ἠυ
' ἔνθα καὶ ἔνθα Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ ἠδ ' ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα
μόνον καὶ οὐδέτερον γένος , οἷον πολύς πολύ , ἠύς ἠύ : ταῦτα γὰρ οὐκ ἔχουσι θηλυκά : πρόσκειται ἐν
7859571 πελωρ
στιβαρὸν δ ' ἔχεν ὄζον ἐλαίης τόξα τε , τοῖσι πέλωρ τόδ ' ἀπέφθισεν ἰοβολήσας . ἤλυθεν οὖν καὶ κεῖνος
ὅπλά τε πάντα . Ἦ , καὶ ἀπ ' ἀκμοθέτοιο πέλωρ αἴητον ἀνέστη χωλεύων : ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί
7851884 ἀγρη
σκάφος : ὧδε γὰρ ἑσμοὶ ἄσπετοι ἀντήσουσι καὶ εὔβολος ἔσσεται ἄγρη . Τέτραχα δ ' εἰναλίης θήρης νόμον ἐφράσσαντο ἰχθυβόλοι
' ὀστρείοισιν ἔασι λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι
7848979 ἀεξει
βριάοντα χαλέπτει , ῥεῖα δ ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα
: ἠνορέη δὲ ἄπρηκτος τελέθει μέγεθός τ ' εἰς οὐδὲν ἀέξει ἀνέρος , εἰ μή οἱ πινυτὴ ἐπὶ μῆτις ἕπηται
7845394 λαμπε
, ἐπεὶ μόλ ' ἀδίαντος ἐξ ἁλὸς θαῦμα πάντεσσι , λάμπε δ ' ἀμφὶ γυίοις θεῶν δῶρ ' , ἀγλαόθρονοί
κλυτὰς ἰδὼν ἔδεισε Νηρέος ὀλβίου κόρας : ἀπὸ γὰρ ἀγλαῶν λάμπε γυίων σέλας ὧτε πυρός , ἀμφὶ χαίταις δὲ χρυσεόπλοκοι
7843529 βριθυς
παρὰ τὸ τάχος γίνεται † στάχυς , οὕτως καὶ βρῖθος βριθύς , καὶ βριθύ , καὶ βριθοσύνη καὶ τὸ βριάω
, καθὸ καὶ τὸ βριθέως μὲν ἐντελές , παρακείμενον τῷ βριθύς , καὶ ἐν ἀποκοπῇ βρῖ . . ) τούτῳ
7815916 ἀλληκτον
ἀλλά σφιν τότ ' ἀνέβραχε διψάδος αὔτως ἐκ κορυφῆς , ἄλληκτον : Ἰησονίην δ ' ἐνέπουσιν κεῖνο ποτὸν Κρήνην περιναιέται
θάρσος περὶ καρδίαν ἀποφαίνει ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι . τὸ δὲ ἐπιθυμητικὸν ὅπως περὶ
7802471 ἰαπτει
δαυλοὶ γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι . ἰάπτει δ ' ἐλπίδων ἀφ ' ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς ,
καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί τε τυπῇσιν ἀμυδροτέρῃσιν ἰάπτει . κέλευθος ὁμῶς : κατεναντίον τῷ κεράστῃ . ὁ
7789283 δολοισιν
μέλουσι , λόγχῃ δ ' ἄνδρες εὐστοχώτεροι . εἰ γὰρ δόλοισιν ἦν τὸ νικητήριον , ἡμεῖς ἂν ἀνδρῶν εἴχομεν τυραννίδα
, τοὺς δὲ σιδηρείοισι καταΐγδην στυφελίζων αἰχμαῖς τριγλώχισι καὶ ἀλλοίοισι δόλοισιν : οὐ γὰρ πρὶν φεύγουσιν ἀπότροποι , εἰσόχ '
7785555 ἐσεδρακεν
κατείχετο δὲ νεφέεσσιν . ἔνθ ' οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν , οὔτ ' οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ
. ” Ὧς φάτ ' ἀπηλεγέως . ὁ δ ' ἐσέδρακεν ὄμμαθ ' ἑλίξας , ὥστε λέων ὑπ ' ἄκοντι
7776009 θαμβησας
Ἀχιλλεύς . ” τοῦτο δὲ ἐτυμολογῶν ὁ Ἀπίων φησὶ ταφὼν θαμβήσας , κατὰ κοινωνίαν τοῦ θ πρὸς τὸ τ .
πῶϋ κομίζων , ἢ δρυτόμος πεύκης ὀλετὴρ ἢ θῆρας ἐναίρων θαμβήσας πόντου τε καὶ ᾐόνος ἐγγὺς ἱκάνει , στὰς δὲ
7766166 κορθυεται
τέλειον σκεδαιομένη . * κορθύεται : ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα *
' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , τὸ καθοπλίζεσθαι . κορθύεται διεγείρεται καὶ εἰς ὕψος αἴρεται . κόρσην κεφαλήν .
7759009 ἑπετ
ἀνθεσίχρως καὶ ὁ δημοτικὸς μελάνουρος , ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπετ ' ἰχθύσιν ἀθανάτοισιν . οἴη δ ' αὖ θύννου
ἀνθεσίχρως καὶ ὁ δημοτικὸς μελάνουρος , ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπετ ' ἰχθύσιν ἀθανάτοισιν . οἴη δ ' αὖ θύννου
7758837 ἀργαλεη
δ ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας : τὸν δ ' ἀργαλέη κίχε Μοῖρα . Ἄλλος δ ' ἄλλῳ τεῦχε φόνον
μιν θηρήτορες ἄνδρες ἀμφὶ θύρῃ λοχόωντες ὑπὸ βροχίδεσσιν ἄγωνται : ἀργαλέη γενύεσσι καὶ ἀντία δηρίσασθαι θηρσί τ ' ἀρειοτέροισι καὶ
7756069 ἐπλετ
. χροιὴν δ ' αἰθαλόεις , πλατύς , οὐ μέγας ἔπλετ ' ἰδέσθαι , καρφαλέῃ δ ' ἴκελον πεύκῃ φλόγα
τις [ ] ! ! τι ἶρον οὐδυ [ ] ἔπλετ ' ὄπποθεν ? [ ἄμμες ] ἀπέσκομεν , οὐκ
7751439 κεχαρημενος
ἱκνεῖται φόρτον γενύεσσιν ἀγινῶν . αὐτὰρ ὅ γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος
τραπέζῃ τέρπονται κρητῆρος ἀμοιβαίοις δεπάεσσιν : ὣς ὁ μὲν ἀσπαλιεὺς κεχαρημένος ἐλπωρῇσι μειδιάᾳ , δείπνοις δὲ νέοις ἐπιτέρπεται ἰχθύς .
7742410 τεης
δὲ σπείρειν ξανθῇ Δημήτερι μίσγων : καί τοι λοιγὸν ἅπαντα τεῆς ἀπάτερθεν ἀρούρης , αὐχμούς τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος
' ἀνέρι φαρμακόοντα . πρὸς δ ' ἔτι τοῖς Δίκτυννα τεῆς ἐχθήρατο κλῶνας Ἥρη τ ' Ἰμβρασίη μούνη στέφος οὐχ
7740135 στυγεει
ἐπὶ δὲ τοῦ μισεῖσθαι “ νῦν δ ' ἐμὲ μὲν στυγέει : ” ἀφ ' οὗ καὶ τὴν στυγερὴν μισητήν
Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα . νῦν δ ' ἐμὲ μὲν στυγέει , Θέτιδος δ ' ἐξήνυσε βουλάς , ἥ οἱ
7725312 ἀεικης
, ὁ μὴ εἴκων : εἴκω [ εἰκής ] καὶ ἀεικής , ἀφ ' οὗ τὸ ἀεικέα λοιγὸν ἀμῦναι ,
. Ἀεικίσσωσιν [ ] : ὡς εὐγενής εὐγενίζω , οὕτως ἀεικής ἀεικίζω , ὅπερ ἀπὸ τοῦ εἴκω . ἢ παρὰ
7712135 δοκευω
Ἔρωτα νικᾶν Διῒ τὴν μάχην συνάψει . Ὅπερ οὖν πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν
, Κυθήρη , φλογεροὺς πόνους προπέμπει . Μέγα θαῦμα νῦν δοκεύω , ὑπὸ τοῦ ῥόδου κρατεῖται Παφίη , κρατοῦσα πάντων
7711844 Ἐρις
τὴν τῶν χρημάτων ἐπιθυμίαν . ἐνικάτθεο : ἔμβαλε . * Ἔρις κακόχαρτος : ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ καὶ φιλοδικοῦντες καὶ
δηριόωντο υἱῆες μακάρων ἐρικυδέες οὐδ ' ἀπέληγον ἀλλήλοις κοτέοντες . Ἔρις δ ' ἴθυνε τάλαντα ὑσμίνης ἀλεγεινά . Τὰ δ
7706740 Πατροκλεις
τὴν μεγάλην . ἄλκαρ ἀλέξημα : “ οὐκ ἔτι διογενὲς Πατρόκλεις ἄλκαρ Ἀχαιῶν ἔσσεται . ” ἀλεξάνεμον τὴν ἀπαλέξουσαν τὸν
' ἀγεννῶς δακρύοντι ὀνειδίζει μετὰ ἐναργοῦς ὁμοιώσεως τίπτε δεδάκρυσαι , Πατρόκλεις , ἠύτε κούρη νηπίη ; Ἐτόλμησε δὲ καὶ τοῖς
7706172 ἰωχμοιο
δ ' ὑπέροπλον ὑποσχεσίῃ Κυθερείης φόρτον ἄγων ἔσπευδεν ἐς Ἴλιον ἰωχμοῖο . Ἑρμιόνη δ ' ἀνέμοισιν ἀπορρίψασα καλύπτρην ἱσταμένης πολύδακρυς
τοῖον δ ' ἔκφατο μῦθον ἐρυκανόωσα μάχεσθαι : Ἴσχεσθ ' ἰωχμοῖο δυσηχέος : οὐ γὰρ ἔοικε Ζηνὸς χωομένοιο μινυνθαδίων ἕνεκ
7706146 ἐποιχομενη
ἦν κεδνότατός τε : ὦ φίλοι , ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν καλὸν ἀοιδιάει , δάπεδον δ ' ἅπαν
: ἡ δ ' ἔνδον ἀοιδιάους ' ὀπὶ καλῇ ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ ' ὕφαινε , καὶ καλὸν ἀοιδιάει .
7704663 φευγους
, οἳ μεθύοντες ἀεὶ τὰς μάχας πάσας μάχονται ; τοιγαροῦν φεύγους ' ἀεί . Τούτῳ δ ' ὁπόταν ναέται χώρας
: οἳ μεθύοντες ἀεὶ τὰς μάχας πάσας μάχονται . τοιγαροῦν φεύγους ' ἀεί . Πολέμων δὲ παρατίθεται τόδε τὸ ἐπίγραμμα
7700496 βαλλετο
. . . . . πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεί καὶ φάλαρ ' εὐποίηθ ' .
δεινὴν δὲ περὶ κροτάφοισι φαεινὴ πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεὶ κὰπ φάλαρ ' εὐποίηθ ' :
7699767 ἀχνυτο
' ὀψείοντες ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο ἔγχει ἐρειδόμενοι κίον ἀθρόοι : ἄχνυτο δέ σφι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν . ὃ δὲ ξύμβλητο
ποτὶ τύμβῳ δῶρα πόρεν πάντεσσιν . Ἐπὶ σφίσι δ ' ἄχνυτο θυμὸν υἱὸς Λαέρταο δαΐφρονος , οὕνεκ ' ἄρ '
7696641 ὁσσοις
καὶ ἴδμονα μαντοσυνάων . ὣς δ ' αὕτως σκέψαιο καὶ ὅσσοις ἀστράσι Μήνη συμφέρετ ' , ἢ ὅσσοισι μέχρις φάσιος
, ἄφνω ἀπενόσφισαν ὄλβον . ἐν πενίῃ δὲ μογεῦσι καὶ ὅσσοις φῶτα δύ ' ὥρην μὴ λεύσσῃ , πάμπαν δέ
7694438 μινυθουσα
ὅσον ἐγγὺς ἄνασσα παρ ' ἴχνια πατρὸς ὁδεύει , τοσσάτιον μινύθουσα καλύπτεται : ὡς δ ' ἀποβαίνει , δίσκον ἀποστήσασα
ἤγαγεν ἀνέρ ' ἐς ἦμαρ . κρέσσων αὖ τούτοισι Σεληναίη μινύθουσα ἔσσεται , αὐξομένη δὲ χερειότερ ' ἔργα τελέσσει .
7686190 ἀπειρεσιη
φαίδρυνε τεὸν δέμας : ἐν δέ τοι ἀλκή ἔσσετ ' ἀπειρεσίη μέγα τε σθένος , οὐδέ κε φαίης ἀνδράσιν ἀλλὰ
ἕρκος πυκνὸν ὃ οὔτ ' ἀνέμοιο διέρχεται ὑγρὸν ἀέντος ῥιπὴ ἀπειρεσίη οὔτ ' ἐκ Διὸς ἄσπετος ὄμβρος : τοῖαι ἄρ
7684151 θαρσαλεος
σὺ μὲν μάλα πάγχυ μέγ ' εὔχεαι , οὕνεκα θυμὸς θαρσαλέος νέου ἀνδρὸς ἐλαφρότερόν τε νόημα : τῶ ῥα καὶ
. αὐτὸς δ ' ὑφ ' ἑὸν σάκος ἕζετο λάθρῃ θαρσαλέος : Κόλχοι δὲ μέγ ' ἴαχον , ὡς ὅτε
7683440 ἀατος
ἀντὶ τοῦ ἀκολουθοῦσιν . ἐψιόωνται : διὰ λόγου μετριάζουσιν . ἄατος : ἡ ἄγαν βλαπτική : τὸ γὰρ α τὸ
: ἀκηχέμενος καὶ ἀκηχεμένη . ἆτος σημαίνει τὸ ἀκόρεστον : ἄατος καὶ ἆτος : ἔστι δὲ ἄδω τὸ κορεννύω ,
7678324 χωομενος
ἀνδροφόνοιο θνήσκοντες πίπτωσι : σὺ δ ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος ὅ τ ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας . Ὣς
δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ . ” ὣς φάτο χωόμενος , ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ , δάκρυ '
7675605 μενεος
δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός , ἀχνύμενος : μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντ ' , ὄσσε δέ
οἶνον ἄειρε μελίφρονα πότνια μῆτερ , μή μ ' ἀπογυιώσῃς μένεος , ἀλκῆς τε λάθωμαι : χερσὶ δ ' ἀνίπτοισιν
7674971 ὑψικαρηνον
: [ ὡς ] στέφος ? ? ? ? [ ὑψικάρηνον ] ? ? [ ] ? ? ? ?
ἀστράπτουσι [ τεῆς ] περικαλλέος μορφῆς [ ὡς στέφος ] ὑψικάρηνον [ ] ? ! λαυτακαταφ ? ! ! ?
7672958 παναοιδιμον
] ἠδὲ γυναῖξιν [ . ] [ λώιόν ἐστιν ἑὸν παναοίδιμον οὔνομα μέλψαι ] , [ ὅττι χάρις καὶ ]
? ? ? ? ? ἀειρομένοισι , λαμπετόοντα ? βίον παναοίδιμον ? ? [ ] ? εἰρήναισιν ? ? ?
7668698 μινυθει
κλαιούσης . κλαιομένας ] θρηνούσης . μινύθει ] ἐλαττοῦται . μινύθει ] σμικρύνεται . μινύθει ] σμικρύνεται , πάσχει .
ματαία [ ] [ γλῶσς ' ] ⌊ ἀϊδὴς ⌋ μινύθει [ ] ἐλπίδι θυμὸν ἰαίν [ – ] τᾷ
7665136 ἐγγυαλιξεν
Καί κεν Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἀντίον αὐτῷ κῦδος Ἀθηναίη περ ἑλέπτολις ἐγγυάλιξεν : ἀλλ ' οὔ οἱ μοῖρ ' ἔσκε παραιφαμένοιο
: καί μιν ἔδεκτο Αἰήτης μεγάρῳ , κούρην τέ οἱ ἐγγυάλιξεν Χαλκιόπην ἀνάεδνον ἐυφροσύνῃσι νόοιο : τῶν ἐξ ἀμφοτέρων εἰμὲν
7664408 κἐς
: Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε
ἐς [ ποίμνια , κἐς λάϊα ] καρπῶν θόρε , κἐς τελεσφόρος [ ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε ,
7661597 Πολυκαστη
: διὸ ἡ διπλῆ . τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη . * ) ὅτι ὑπὸ παρθένων ἔθος ἦν τοὺς
ὀβελοὺς ἐν χερσὶν ἔχοντες . τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη , Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Νηληϊάδαο . αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν
7659052 πολλω
τε καὶ ἀφορμίοντι . μέμνασο δὲ καὶ τῆνο ὅτι περὶ πολλῶ ἐποιήσω τὰν ἄφιξιν αὐτῶ καὶ ἀγάπης ἐκ τήνω τῶ
τε καὶ ἀφορμίοντι . μέμνασο δὲ καὶ τῆνο ὅτι περὶ πολλῶ ἐποιήσω τὰν ἄφιξιν αὐτῶ καὶ ἀγάπης ἐκ τήνω τῶ
7651998 Χαρις
. Ἔστασας ] Στῆναι παρεσκεύασας . Εὕδει ] Σεσιώπηται . Χάρις ] Δόξα . Σοφίας ] Ποιήσεως . Ἀρετὰν ]
Ἀπολλωνία , ἐν δὲ τῇ Παρθυηνῇ Σώτειρα , Καλλιόπη , Χάρις , Ἑκατόμπυλος , Ἀχαΐα , ἐν δὲ Ἰνδοῖς Ἀλεξανδρόπολις
7650296 ὑπερθυμοιο
ἀμφίπολον κούρης , ὅτε κεν θέλγητρα παλύνῃ : καί μιν ὑπερθύμοιο τεκοκτόνος Αἰήταο κύδηνεν κούρη πολυμήχανος . αὐτὰρ ἔγωγε σῆς
ἠυκόμοις Χαρίτεσσιν . Ἐν δ ' ἄρ ' ἔσαν Νηρῆος ὑπερθύμοιο θύγατρες ἐξ ἁλὸς εὐρυπόροιο κασιγνήτην ἀνάγουσαι ἐς γάμον Αἰακίδαο
7647597 ὀλοφωιον
, θοὴν δὲ φέρει ἐπαρωγήν . μοῦνον μὴ στέρνοισιν ἔχοι ὀλοφώιον ἄλγος : δυσπονέως γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι .
. . . . . . . Καί τις κερτομέων ὀλοφώιον ἔκφατο μῦθον : Ὦ κούρη Πριάμοιο , τί ἤ
7646813 Ὑβρις
ἡ ψῆφος νικᾷ . Τῶν ἀχαρίστων αἱ δωρεαὶ ἀνατρέπονται . Ὕβρις ὕβριν ἔτικτε καὶ ψόγος ψόγον . Ὑγρὰ νύξ :
σκέλισμα βλέπε . Τὰ μεγάλα κέρδη μεγάλας ζημίας προξενοῦσιν . Ὕβρις ἔρωτα λύει . Ὕδωρ ἱστάμενον ὄζει . Φαγέτω με
7646670 πεπταται
δεύεται , . . . . ἀλλὰ μάλ ' αἴθρη πέπταται ἀννέφελος , λευκὴ δ ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη . Συγκεκλήρωται
ἵησιν ἀφρὸν ἐρευγόμενος : βορέῃ δ ' ἐπὶ πολλὸν ἰόντι πέπταται ἔνθα καὶ ἔνθα Προποντίδος οἶδμα θαλάσσης . ἔστι δέ
7643619 ἀτος
βραγχιᾶν : τὸ πάθος , καὶ τὸ τόσον ἔβραχεν Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἀφ ' οὗ βαρεῖαν ἰαχήν , τουτέστι
μὴ κεκορεσμένος : καί νύ κεν ἔνθ ' ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἔστι δὲ τοιοῦτον περὶ τοῦ Ὤτου καὶ
7640080 θηρεσσι
. ὅσσον γὰρ κούφοισι μετ ' οἰωνοῖσιν ἄνακτες αἰετοὶ ἢ θήρεσσι μετ ' ὠμηστῇσι λέοντες , ὅσσον ἀριστεύουσιν ἐν ἑρπυστῆρσι
κεύθονται δ ' αὐτοὶ πυμάτοις λασίοισί τε θάμνοις , αἰδόμενοι θήρεσσι καρήατα τοῖα φανῆναι , γυμνά , τά τοι προπάροιθε
7636863 ἐθελουργος
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος ,
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών ,
7633912 δοια
τινας . Καλλίμαχος : χαῖρε βαρυσκίπων , ἐπιτακτὰ μὲν ἑξάκι δοιά . ἐκ δ ' αὐταγρεσίης πολλάκι πολλὰ καμών ,
ἐπέοικεν ἀπειρεσίων ἐλεφάντων : κεῖνα γὰρ ἐν γενύεσσιν ὑπέρβια τεύχεα δοιά , εἴκελα χαυλιόδουσιν ἐπ ' οὐρανὸν ἀντέλλοντα , ἄλλοι
7633462 ὐμμι
σῴζοιτε Κλεώνυμον , ὃς τάδε καλὰ εἵσαθ ' ὑπαὶ πιτύων ὔμμι , θεαί , ξόανα . Ἷκτο μὲν ἐς Δωδῶνα
Χαίρετε , Λυγκῆος γενεὴ τηλεκλειτοῖο : νῦν δὴ Ζεὺς κράτος ὔμμι διδοῖ μακάρεσσιν ἀνάσσων Κύκνον τ ' ἐξεναρεῖν καὶ ἀπὸ
7633203 Ἀτρεϊδα
Ὣς εἰπὼν ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας , δοιὼ δ ' Ἀτρεΐδα μενέτην καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς Νέστωρ Ἰδομενεύς τε γέρων θ
Ἀπόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ , καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς , Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω κοσμήτορε λαῶν . ἔνθ ' ἄλλοι
7632542 φυζαν
ἄδην : αὐταρκῶς , δαψιλῶς . κρυερήν : φοβεράν . φύζαν : φυγήν . νέονται : πορεύονται . Θοαί :
Φοῖβε πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν σύγχεας Ἀργείων , αὐτοῖσι δὲ φύζαν ἐνῶρσας . Ὣς οἳ μὲν παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες
7630554 ἀνασσεις
ἠέρι σεμνῶι : πάντων γὰρ κρατέεις μούνη πάντεσσί τ ' ἀνάσσεις ἠερίοις ῥοίζοισι τινασσομένη κατὰ χεῦμα . ἀλλά , μάκαιρα
νόμος . Εἰνοδία θύγατερ Δάματρος , ἃ τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις , καὶ μεθαμερίων ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματ ' ἐφ
7630413 ἀλιαστον
δυσαής . πῶς δ ' ἄρ ' ἐν οἰωνοῖσι ποθὴν ἀλίαστον ἔχουσιν ὧν τεκέων φῆναί τε βαρύφθογγοί τε πέλειαι αἰετόεντά
ὑπέρμορον ἐξαλαπάξῃ . Ὣς ἔφατο Κρονίδης , πόλεμον δ ' ἀλίαστον ἔγειρε . βὰν δ ' ἴμεναι πόλεμον δὲ θεοὶ
7623833 ἐκπαγλως
ὢ πόποι , ἦ μάλα δὴ γόνον Ἀτρέος εὐρύοπα Ζεὺς ἐκπάγλως ἤχθηρε γυναικείας διὰ βουλάς ἐξ ἀρχῆς : Ἑλένης μὲν
' ἡμετέρην πανετώσιον οὕνεκα πατρός γηραιοῦ κάσιός τε , τὸν ἐκπάγλως : ὀλέσαντες , οὐδὲ γὰρ ὔμμε πάτρῃσιν οἴομαι ἆσσον
7617879 Μενος
οἶδας ὅσον σέο φέρτερος Ἕκτωρ ἔπλετ ' ἐνὶ πτολέμοισι ; Μένος δ ' ἀλέεινε καὶ ἔγχος ἡμέτερον : πινυτὸν γὰρ
τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο . Μένος δ ' ἐνέπνευσεν ἀνάγκη : φῆ δέ , καὶ
7611795 ἐκθορε
ὡς ἐπαφητά . δεσμῷ Ἔρωτος ἀγητοῦ , ὃς ἐκ νόου ἔκθορε πρῶτος ἑσσάμενος πυρὶ πῦρ συνδέσμιον , ὄφρα κεράσσῃ πηγαίους
δὲ τῶνδ ' ἑδράνων πάλιν ἔκτοπος αὖθις ἄφορμος ἐμᾶς χθονὸς ἔκθορε , μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς .
7609839 ἀμεμφεα
νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος
Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ '
7609002 τοκηος
κρατερόφρονος Αἰακίδαο ἵππους ἠδὲ καὶ υἷα πελώριον , οὔ τι τοκῆος μείονα : τοῦ δ ' ἄρα θυμὸς ὑπὸ φρεσὶν
τμηθεὶς οὐχὶ στονύχεσσι λεόντων , ἀλλ ' ἐχθραῖς γενύεσσι λεοντείῃσι τοκῆος . τοῖά τις ἂν πανάποτμον ἑὸν περὶ νήπιον υἷα
7607322 ἀισσουσα
οὐκ ἄν σε διατμήξειαν ἀκωκαί γηγενέων ἀνδρῶν οὐδ ' ἄσχετος ἀίσσουσα φλὸξ ὀλοῶν ταύρων . τοῖός γε μὲν οὐκ ἐπὶ
ὀρυμαγδὸς ἐπειγομένων ἐλάτῃσιν ἦεν ἀριστήων . ἡ δ ' ἔμπαλιν ἀίσσουσα γαίῃ χεῖρας ἔτεινεν , ἀμήχανος : αὐτὰρ Ἰήσων θάρσυνέν
7606568 νηλειης
σε πύργου ἠθάδα σημαίνουσα φαεσφορίην ὑμεναίων μαινομένης ὤτρυνεν ἀφειδήσαντα θαλάσσης νηλειὴς καὶ ἄπιστος . ὄφελλε δὲ δύσμορος Ἡρὼ χείματος ἱσταμένοιο
' ἐκόμισσαν . Ἔνθα καὶ Ἀμπυκίδην αὐτῷ ἐνὶ ἤματι Μόψον νηλειὴς ἕλε πότμος , ἀδευκέα δ ' οὐ φύγεν αἶσαν
7602326 ἐνισπω
ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς ἄλκαρ . Γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοίπινυτοῖσιν ἐνίσπω , οἷς ἀγαθὴ κραδίη καὶ πείθεται ἀθανάτοισι : νηπυτίοισι
ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ , καὶ
7601376 πελε
φάος πῦρ αἰθέρα κόσμους . Λαιῇς ἐν λαγόσιν Ἑκάτης ἀρετῆς πέλε πηγή , ἔνδον ὅλη μίμνουσα τὸ παρθένον οὐ προϊεῖσα
σθένος Ἰδομενῆος , ὤρνυτ ' , ἐπεί οἱ θυμὸς ἴδρις πέλε παντὸς ἀέθλου . Τῷ δ ' οὔ τις κατέναντα
7600326 ἀπατωρ
τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά -
οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ
7600135 κελαδεινη
τοῦθ ' ὑπεῖξαν ἀλλήλοις . Ἥρῃ δ ' ἀντέστη χρυσηλάκατος κελαδεινή Ἄρτεμις ἰοχέαιρα . Οὐδὲ τοῦτ ' ἀλόγως εἰσήγαγεν Ὅμηρος
δὲ κελαινεφὲς παραγώγως ἴσον τούτου . κελαρύζει ἰδίωμα ψόφου . κελαδεινή ἐπίθετον Ἀρτέμιδος . σημαίνει δὲ τὴν κυνηγόν : μετὰ
7599929 δειμ
γε , τοῦτ ' ἐγὼ σαφῶς ἔξοιδα , μὴ οὐχὶ δεῖμ ' ἐμοὶ φέρουσά τι . Ἐγὼ τὰ μὲν παθήμαθ
ἔσαν κρυεροῦ τε φόβοιο : αἰδὼς γὰρ κατέρυκεν ὁμῶς καὶ δεῖμ ' ἀλεγεινόν . Ὡς δ ' ὅτε παιπαλόεσσαν ὁδὸν
7596313 βουτας
πολέμους , οὐ δάκρυα , Πᾶνα δ ' ἔμελπε καὶ βούτας ἐλίγαινε καὶ ἀείδων ἐνόμευε καὶ σύριγγας ἔτευχε καὶ ἁδέα
' : ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί . βούτας μὲν ἐλέγευ , νῦν δ ' αἰπόλῳ ἀνδρὶ ἔοικας
7594878 ποδηνεμος
δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις : εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ
ἵκοντο θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον : ἔνθ ' ἵππους ἔστησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις λύσας ' ἐξ ὀχέων , παρὰ δ
7594442 ῥεζων
, παράνομα , ἄδικα : ὃς οὐκ ὄθετ ' αἴσυλα ῥέζων . παρὰ τὴν αἶσαν , ἢ παρὰ τὸ ἄσω
οὔ νύ τ ' Ὀδυσσεὺς Ἀργείων παρὰ νηυσὶ χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων Τροίῃ ἐν εὐρείῃ ; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο
7594179 ἀμπεχε
ἐς ἄγρην , οἳ δ ' ἐς δυσμενέας , τοὺς ἄμπεχε λοίγιον ὕδρου φάρμακον αἰνομόροιο : πάροιθε δέ οἱ μέγα
δ ' ἑσπόμενος κεράιζε μέχρις ἐπὶ πτολίεθρον , ἐπεὶ φόβος ἄμπεχε λαούς . Καί νύ κε πάντας ὄλεσσε , πύλας
7593323 ἀλεγεινης
Μενέλαον ἀρήϊον Ἀτρέος υἱὸν σῷ βέλεϊ δμηθέντα πυρῆς ἐπιβάντ ' ἀλεγεινῆς . ἀλλ ' ἄγ ' ὀΐστευσον Μενελάου κυδαλίμοιο ,
αἶψ ' ἄλλα κατὰ τρίτα θῆκεν ἄεθλα δεικνύμενος Δαναοῖσι παλαισμοσύνης ἀλεγεινῆς , τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ ' ἐμπυριβήτην ,
7592465 μογεροισι
δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ
υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . .
7590854 βελεεσσι
ἀΐξασθαι ἐϋδμήτους ὑπὸ πύργους , εἴ πως οἷ καθύπερθεν ἀλάλκοιεν βελέεσσι , τοσσάκι μιν προπάροιθεν ἀποστρέψασκε παραφθὰς πρὸς πεδίον :
οἷον Αἴας δ ' οὐκέτ ' ἔμιμνε , βιάζετο γὰρ βελέεσσι καὶ ὅλον τὸ παρ ' Ὁμήρῳ πνεῦμα : κατὰ
7588549 ῥεια
. . ῬΕΙΑ . Ῥᾳδίως , κοινῶς : ποιητικῶς δὲ ῥεῖα καὶ ῥηϊδίως . Ἀπὸ τοῦ βριάω βριαρόν : ὡς
, οὐδέ τις ἤδη φρυνὸς ἐνὶ ξηροῖς βοσκόμενος πεδίοις . ῥεῖα δὲ καὶ στομάχοιο φέροις ἄκος οἰδήναντος καὶ θοὸν ἰήσαι
7588425 μοθος
. Γάμμα δ ' ἄρ ' ἀμφ ' Ἑλένης οἴοις μόθος ἐστὶν ἀκοίταις . Δέλτα θεῶν ἀγορή , ὅρκων χύσις
. μόθος Η . . . . . , : μόθος : ὁ Ἀπίων πόνος , μάχη , φρύαγμα .
7588306 μητιετα
, ὅτε περὶ Κτησιφῶντα διῆγε , γηγενέων ποτὲ φῦλον ἐνήρατο μητιέτα Ζεὺς ἔχθιστον μακάρεσσιν Ὀλύμπια δώματ ' ἔχουσι . Ῥωμαίων
διὰ τὰ ποιητικά , οἷον ἱππότα ἀντὶ τοῦ ἱππότης καὶ μητιέτα ἀντὶ τοῦ μητιέτης καὶ νεφεληγερέτα ἀντὶ τοῦ νεφεληγερέτης :
7585030 βουλῃσι
ἕλκεος οὐλομένοιο πυθομένους ἰχῶρας ἀποπνείειν ἀλεγεινόν . Ἀλλὰ τὸ μὲν βουλῇσι θεῶν γένεθ ' : οἳ δ ' ἐπέτοντο Ἠοῦς
θ ' αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Διὸς βουλῇσι βαρυκτύπου : ἐν δ ' ἄρα φωνὴν θῆκε θεῶν
7583477 μανυει
ἀπερείδεται οἷσιν Ἀβύδου Ξέρξης καὶ Σηστοῦ δισσὸν ἔδησε πόρον . μανύει στιβαρᾶς κατ ' ἐπωμίδος ἀρτιχάρακτον γράμμα , τίς ἐκ
τὰν ἀχείμαντόν τε Μέμφιν καὶ δονακώδεα Νεῖλον χρυσὸν βροτῶν γνώμαισι μανύει καθαρόν ὀργαὶ μὲν ἀνθρώπων διακεκριμέναι μυρίαι πλήμυριν πόντου φυγών
7580748 ἀταλαντος
οἷα πάροιθεν χωομένη Διὶ τίκτεν : ὁ δ ' οὐρανίῳ ἀτάλαντος ἀστέρι Τυνδαρίδης , οὗπερ κάλλισται ἔασιν ἑσπερίην διὰ νύκτα
, τὸν δὲ μετ ' Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος Μηριόνης ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ . τῶν δ ' ἄλλων τίς κεν
7580152 στητας
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
7577664 ἀτειρεα
: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἄσσον πάντ ' ἐφόρει , χρυσὸν καὶ ἀτειρέα χαλκὸν εἵματά τ ' εὐποίητα , τά οἱ Φαίηκες
σωματικῶν τούτων λέγων ἐπήγαγεν : ἐξ ὧν ὄμματ ' ἔπηξεν ἀτειρέα δῖ ' Ἀφροδίτη . . , καὶ μετ '
7573466 ἀνδρεσσιν
πέτρῃ δὲ συνώλεσε καὶ δέμας ἰῷ . Δελφῖνες δ ' ἄνδρεσσιν ὁμῶς γάμον ἐντύνονται μήδεά τ ' ἀνδρομέοισι πανείκελα καρτύνονται
οὐ συνᾴδει . λέγει γάρ : Ζεὺς δ ' ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε . καὶ Σιμωνίδης : Οὔτις
7572896 ἠριπεν
χαλκὸν ἔλασσεν . ἤριπε δ ' ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωῒς ἠὲ πίτυς βλωθρή , τήν τ '
? νόον εἰσέτι Μοῖρα [ ] ω θ ' ὅθεν ἤριπεν Ἕκτωρ [ Πολυξείνης ] ὑμεναίους [ ] ἐάσομεν ,
7570453 παμβασιλεια
ἐσθλὸν ὀπάζων . Ἱμερόεσς ' , ἐρατή , πολυθάλμιε , παμβασίλεια , κλῦθι , μάκαιρ ' Ὑγίεια , φερόλβιε ,
, σὺ δέ κεν θυμηδέα νόστον ἕλοιο ; μὴ τόγε παμβασίλεια Διὸς τελέσειεν ἄκοιτις , ᾗ ἔπι κυδιάεις : μνήσαιο

Back