ἡττᾶσθαι τῶν λυπηρῶν καὶ ὑποχωρεῖν οὐκ ἀνδρείου , τὸ δὲ δάκνεσθαι καὶ λυπεῖσθαι οὐκέτι : ὅσον γὰρ μᾶλλον λυπεῖται καὶ
, καὶ τότε στερρά ἐστιν ἡ ὕλη μὴ εἴκουσα τῷ δάκνεσθαι . πτόρθοιο : πτόρθος ἢ πόρθος παρὰ τὸ πορεύεσθαι
6154155 ἐχεως
καὶ δίδου πρὸς δύναμιν ἐν κράματι # γ . Πρὸς ἔχεως καὶ τῶν ἄλλων δηγμάτων κατάπλασμα . Σικύου ἀγρίου φύλλα
ὀδύνας ἀμβλυτέρας παρασκευάζουσι γίγνεσθαι , ἤ περ τὸ δῆγμα τοῦ ἔχεως παρέχειν τοῖς ἐξ αὐτῶν πληγεῖσιν ὀδύνην πέφυκεν . Οὐ
5970721 θερμανθηναι
τῶν ποδῶν , καὶ τὰ τῆϲ ἀνέϲεωϲ μετὰ τοῦ ϲφόδρα θερμανθῆναι τοὺϲ πόδαϲ ϲυμβαίνει . διὸ καὶ ἐξεργαζόμενοϲ τὸν τόπον
τί δὲ ἔνιοι αὐτῶν οἰνοπόται , ἢ ὅτι ψυχρὸν ὂν θερμανθῆναι χρῄζει ; διὰ τί δὲ ἀποκτενοῦϲι ϲφᾶϲ αὐτῶν ,
5908003 ἀλγειν
ποδαλγής . τάχα δ ' ἂν τοῖς ἰατρικοῖς προσήκοι τὸ ἀλγεῖν , ἀλγεινόν ἐπαλγές , ὀδυνᾶσθαι ὀδυνηρόν ἐπώδυνον , ἀφ
τόπῳ , πῶ δὲ τὴν ἐκ τόπου . πονεῖν καὶ ἀλγεῖν διαφέρει . πονεῖν μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐνεργεῖν ,
5905905 πονησαι
τὸ μεγαλόψυχον . πόνους ] κόπους . , ἄθλους . πονῆσαι ] κοπιᾶσαι , ἐνεργῆσαι . , τελέσαι . ἐνταῦθα
ᾖ , κἂν πρόσω ὄντα τυγχάνῃ . τὸ γὰρ σφόδρα πονῆσαι ἀκινδυνότερον ἢ πρὸς τοὺς κρείττους ἀγωνίζεσθαι . ἢν δέ
5903674 πετεσθαι
' ὅπως σιγήσομ ' , ἢν μή μοι φράσῃς ὅποι πέτεσθαι διανοεῖ . Τί δ ' ἄλλο γ ' ἢ
: ὅταν οὖν ὑπὸ τοῦ γήρως ἀσθενήσωσιν καὶ μηκέτι δύνωνται πέτεσθαι , φέρουσιν αὐτοὺς αἱ θήλειαι ἐπὶ τῶν πτερῶν λαβοῦσαι
5870195 ἀκταινειν
ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω : καὶ ἀκτάζω . ἀκταίνειν περὶ τὸ ἀκτὴ , ἀκτός : καὶ ῥῆμα ἀκτῶ
† γίνεται δὲ παρὰ τὴν ἀκτήν . . . . ἀκταίνειν : τὸ μετεωρίζεσθαι ἦκται τρίτον πρόσωπον γίνεται ἀκτός ,
5791953 ψοφουντος
γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦντος ἢ ἠχοῦντος ἢ ψοφοῦντος ἢ ὅπως δήποτε ἀκουστικὸν πάθος παρασκευάζοντος . τὸ δὲ
μὲν γὰρ ἔξω δι ' ἐκεῖνον ἀκούομεν , ἐκείνου δὲ ψοφοῦντος διὰ τί ; τοῦτο γὰρ αὐτὸ λείπεται ζητεῖν .
5783864 τριβεσθαι
τῆς μορφῆς ὑμῶν ἡ κακία τῶν τρόπων ὑμῶν διαδείκνυται . τρίβεσθαι μῦσος ] μῦσος προστρίβεσθαι . ἄνευ βοτῆρος ] μόναι
ἐκωπηλάτουν . ἐφράττοντο δὲ καὶ δερματίνοις τροποῖς πρὸς τὸ μὴ τρίβεσθαι τὰ σανιδώματα . Γ ἄλλως : ὁ ναυτικὸς στρατὸς
5774972 τιτρωσκομενον
ἐν τῷ δειπνεῖν . διὸ καὶ ποιεῖ αὐτὸν ὑπὸ Μενελάου τιτρωσκόμενον κατὰ τὴν γαστέρα : φησὶν δ ' ὁ Σκήψιος
αὐτὸν εἰσάγουσι τὸν βασιλέα Ταρκύνιον ἀγωνιζόμενον ἀφ ' ἵππου καὶ τιτρωσκόμενον , ἄνδρα ἐνενήκοντα ἔτεσι προσάγοντα . πεσόντος δὲ Τίτου
5767719 συρειν
? [ ποτ ' ] ὀφείλεις ? ? ? ? σύρειν ? ? | εἰς ζῴου [ ] ? φύσιν
Ἀγαύην : σύρειν δ ' αἰνομόροισιν ἐβώστρεεν οἷς ἑτάροισι , σύρειν τε κλείειν τε , χορόν τ ' ἐλάασκε γυναικῶν
5765658 πληττοντος
τῶν αἰτίων , εἴσθλασις γίνεται , τῆς μὲν ὀξύτητος τοῦ πλήττοντος διαιρούσης τὸ ὀστοῦν , τοῦ βάρους δ ' ὠθοῦντος
παρούσης αἰσθήσεως , καὶ βάκχης ἐκβακχεύων θειασμὸς ἐμηνύετο θειασμοῦ μὴ πλήττοντος καὶ ὅσα φέρει μανίας οἰστρῶσα ψυχὴ τοσαῦτα πάθους διέλαμπε
5717325 ἐρεθιζεσθαι
γυμνάσιον . ἔταττον γὰρ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐπὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι . Ἀνακρέων : καλλίκομοι κοῦραι Διὸς ὠρχήσαντ ' ἐλαφρῶς
: κἂν ὑποβιβασθῆναι τὸ δηλητήριον προσδοκηθῇ διὰ τοῦ δάκνεσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι τὴν κάτω γαστέρα , κλυστῆρσι δὴ δριμέσι χρῆσθαι ,
5711873 ἀνεπηδων
συνελάμβανον , οἱ δ ' ἐς τὸ τοῦ Κορνιφικίου στρατόπεδον ἀνεπήδων , καὶ αὐτοῖς ὁ Κορνιφίκιος ἐπιθέουσιν ἐπεχείρει , τοὺς
τε τῶν ἐλαυνόντων ἐπειγόμεναι καὶ τοῦ πυρὸς ἐκκαίοντος αὐτάς , ἀνεπήδων ἐπὶ τοὺς κρημνοὺς ἀφειδῶς καὶ βιαίως , εἶτα κατέπιπτον
5705355 ὑλακης
: ὅταν δὲ αἴσθωνται κυνηγετῶν κτύπου , καὶ ἀκούσωσι κυνῶν ὑλακῆς , ἀναθέουσιν ἐς τὰς ἀκρωρείας αὐτὰς ἀμάχῳ τῷ τάχει
ὅτι “ ὧδέ εἰμι ” . αὖ αὖν : μίμημα ὑλακῆς κυνῶν . πάρεστιν ἕτερος : ⌈ ἀντὶ τοῦ Γ
5699200 ληρουντα
τέρπει γυναῖκα . ” πρὸς τοῦτο οὐχ ὑπήνεγκεν ἡ Λευκίππη ληροῦντα τὸν Σωσθένην , ἀλλ ' : “ Ὦ κακὸν
σέ , ὃς ὑπ ' αἰδοῦς , οἶμαι , ἀνέχῃ ληροῦντα ἤδη τοσαῦτα ἔξω τοῦ πράγματος . Εἰπέ μοι ,
5696511 διατεθηναι
τοῖς Ἀθηναίοις συμφορὰν χαριέστερον : εἰ γὰρ αἴτιος τοῦ κακῶς διατεθῆναι τὰς πόλεις ὁ πόλεμος καὶ φύσει πονηρὸς ἐπὶ τὴν
τοῖς δεσπόταις βασιλεῦσι μεγιστᾶσι καὶ πᾶσι τοῖς ὑπερέχουσι , κακῶς διατεθῆναι σημαίνει πρὸς τῶν οἷς τις ἐμάχετο . Μισεῖν ἢ
5688139 κατασκηψαι
: ὦ δέσποτ ' αἴας τί ποτε δρασείειν δοκεῖς : κατασκῆψαι . βλάψαι * ποίῳ τρόπῳ ἐμαυτὴν ἀνέλω : .
πέλαγος , τὸ δ ' ἐκτεφρωθὲν τῆς γῆς μετεωρισμὸν λαβὸν κατασκῆψαι πάλιν τυφωνοειδῶς εἰς τὴν νῆσον , καὶ ἐπὶ τρεῖς
5680146 ἀνοητως
ὑπὸ σοῦ τιμωρίας τεύξεσθαι ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνῃ οὕτως ἀνοήτως διακείμενος , ὥστε οὐκ ἐξ ὧν εὖ πεποίηκας τὴν
συκοφαντουμένων . Δικτύῳ ἄνεμον θηρᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην καὶ ἀνοήτως τι ποιούντων . Δίκης δικαιότερος : ἐπὶ τῶν σφόδρα
5669369 ἀποφευγειν
πάλιν καταβαίνουσιν : ἐλαφροὶ γὰρ ἦσαν ὥστε καὶ ἐγγύθεν φεύγοντες ἀποφεύγειν : οὐδὲν γὰρ εἶχον ἄλλο ἢ τόξα καὶ σφενδόνας
αὐτὸν ἀδικοῦντα , οὐδ ' ἂν αὐτὸς ἠξίωσε τοιαῦτα ἀπολογούμενος ἀποφεύγειν , νυνὶ δὲ περὶ τῶν τῆς πόλεως κρινόμενος οἰήσεται
5664725 Παιε
φασὶν οὖν τοὺς Μεγαρεῖς ἐκβάλλοντας αὐτοὺς παίειν καὶ λέγειν : Παῖε τὸν Διὸς Κόρινθον . Διπλόον . ἐπὶ σιδήρου εἴρηται
ὁ Νέβιος ὑπὸ τοῦ τωθασμοῦ τε καὶ τοῦ θορύβου , Παῖε θαρρῶν , ἔφη , Ταρκύνιε , τὴν ἀκόνην ,
5648510 λυκου
δι ' οἴνου λευκοῦ καὶ λεπτοῦ μεγάλως ὠφελοῦσιν . ἧπαρ λύκου λειοῦται μετ ' ἀκριβείας καὶ δίδοται ⋖ α μετ
, , , ? : Κροκούττας δ ' ἐστὶ μίγμα λύκου καὶ κυνὸς , ὥς φησιν οὗτος . Ἃ δ
5643576 ὑβριστου
διέσχισε , διέκοψε τὸ βλέφαρον . καὶ λόγῳ ἐπὶ τοῦ ὑβριστοῦ , οὐ δυνάμενος κατέχειν παρ ' ἑαυτῷ τὼ χεῖρε
Ὁ Επίλογος προτρεπτικὸς εἰς τιμωρίαν , ὡς ἀσελγοῦς , ὡς ὑβριστοῦ , ὡς μηδὲν ἀνθρώπινον ἐπιδεικνυμένου . εἶτα ἡ διατύπωσις
5623693 δυσχερως
καθόλου , πῶς καὶ ὑστερογενὲς καὶ αἴτιον τοῦ μερικωτέρου , δυσχερῶς ἄν τις ἀποδείξειεν , εἰ δεῖ δυσχερὲς λέγειν τὸ
λόγων οὐκ ἀφανὴς ἦν τῷ Ἀπολλωνίῳ , ξυνίει γὰρ αὐτῶν δυσχερῶς διακειμένων , ἐπειδὴ ἤρα αὐτοῦ ὁ Νεῖλος , ἐξιστάμενος
5618886 τρεμειν
φυσῶντα καὶ γαυρούμενον . καθαρίζειν μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν , τονθορύζειν δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν . ἔρως
ἀρὰν ἐπηράσατο τῷ ἀδελφοκτόνῳ , ὡς | „ στένειν καὶ τρέμειν ἀεί „ , καὶ σημεῖον ἔθετο αὐτῷ μὴ ἀναιρεθῆναι
5613058 δηχθηναι
' ἐλαίου τριβόμενα . Ἐὰν δὲ ϲυμβῇ πληγῆναί τινα ἢ δηχθῆναι ὑπό τινοϲ ἰοβόλου παρ ' αὐτὰ μὲν ἐκμυζηϲμῷ κεχρῆϲθαι
κακούργῳ θηρίον βαστάσαι σημαίνει , καὶ εἰ μὲν βαρύνοιτο , δηχθῆναι καὶ ἀποθανεῖν : εἰ δὲ μή , αἰσθόμενον ἀποθέσθαι
5609444 ἀποπνιγεσθαι
μὲν τοῦ κρυμοῦ θάλπεσθαι , διὰ δὲ τοῦ θέρους μὴ ἀποπνίγεσθαι . Τί δαί ; Ὀρθαγόραν μνήμης ἄμοιρον ἐάσομεν ;
δυνατώτεροι τὰς τροφὰς τῶν ἀσθενῶν ἥρπαζον , καὶ συνέβαινε τούτους ἀποπνίγεσθαι , μὴ δυναμένους ἑαυτοῖς βοηθεῖν . Διὰ τοῦτο οὖν
5605876 πεπληχθαι
δὲ τὸ τὴν βουλὴν ⌊ ⌋ πεπηρῶσθαι ⌊ καὶ οἷον πεπλῆχθαι ὑπὸ δυσθυμίας ⌋ . βιοῦν καὶ ζῆν διαφέρει .
ταράσσονται διὰ τὴν ἀλγηδόνα καὶ δοκοῦσιν ὑπό τινος τῶν κακοήθων πεπλῆχθαι , ἀναγκαῖον πρῶτον διασαφηνίσαι τὰ παρακολουθοῦντα ταῖς τούτων πληγαῖς
5573187 ἰσχυροτερου
τὸ δὲ ὑπὸ φαντασίας σκιάζεται . τὸ δὲ ἀσθενέστερον τοῦ ἰσχυροτέρου καὶ τὸ ἔλαττον τοῦ κρείττονος διέστηκε τοσοῦτον , ὅσον
δυσμενοῦς ] ἐχθροῦ . δυσμενοῦς ] πολεμίου . ὑπερτέρου ] ἰσχυροτέρου . ὑπερτέρου ] κρείττονος . θ ἐλπίς ἐστι νύκτερον
5569855 θορυβειν
ὑμῶν πολλοὶ ἀκηκόασι , καὶ ἄλλοθι , μήτε θαυμάζειν μήτε θορυβεῖν τούτου ἕνεκα . ἔχει γὰρ οὑτωσί . νῦν ἐγὼ
δὲ ἑτέρων ὡς τὰ δίκαια αὐτοῦ εἰρηκότος , ἐπιφανεὶς Λάμαχος θορυβεῖν πειρᾶται . εἶτα γενομένου διελκυσμοῦ κατελεγχθεὶς ὁ χορὸς ἀπολύει
5559782 δακνομενου
, εἰ δὲ μηδ ' οὕτωϲ ὑπακούοι ἡ κοιλία , δακνομένου μὲν τοῦ ϲώματοϲ καὶ ὥϲπερ ἐκτρεπομένου λούειν ἀλείφονταϲ δαψιλεῖ
καὶ μέχρι τοῦ κάτω χείλους φέρεσθαι : τοῦ γὰρ στομάχου δακνομένου καὶ ἀνιωμένου , δῆλον καὶ ὁ ὑμὴν οὗτος διὰ
5559558 φριξασα
οἱονεὶ βέλη ἐκπέμπει , καὶ στοχῶς βάλλει πολλάκις τὰ νῶτα φρίξασα : καὶ ἐκεῖναί γε πηδῶσιν , ὥσπερ ἔκ τινος
βέλη ἐκπέμπει , καὶ εὐστόχως βάλλει πολλάκις , τὰ νῶτα φρίξασα : καὶ ἐκεῖναί γε πηδῶσιν , ὥσπερ οὖν ἔκ
5555963 καταλυεσθαι
. ἀλλ ' ὑπὲρ μὲν πολέμων λέγουσιν ὡς οὐ χρὴ καταλύεσθαι , ὑπὲρ στάσεως δ ' οὐδεὶς πώποτε ἐκ τοῦ
αὐτὴν ἀγρυπνίας τε γίνεσθαι καὶ πυρετοὺς ἐπιγίνεσθαι καὶ τὴν δύναμιν καταλύεσθαι . παρηγορεῖν οὖν τηνικαῦτα μᾶλλον , οὐ συμπράττειν τῇ
5550943 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
5541209 καταπονουμενος
, ἐκεῖνό ἐστι . Πλάτων ὁ Ἀρίστωνος ὑπὸ πενίας φασὶ καταπονούμενος ἔμελλεν ἐπὶ στρατείαν ἀποδημῆσαι : καταληφθεὶς δὲ ὑπὸ Σωκράτους
ἢ καὶ κακοδαιμονῶν ἢ καὶ μήτε οὗτος μήτε ὁ δηλωτικὸς καταπονούμενος χρηματίζει τῷ τόπῳ τῷ περὶ γονέως ἀλλ ' εἴη
5539866 ἀπαρασκευως
ἔργον ἐπὶ νοῦν λαβόντος τε καὶ ἐς πεῖραν ἔτι ἐμπληκτότερον ἀπαρασκεύως προαγα - γόντος . οὐ μὴν ὅ γε Κατιλίνας
δεῖ , μετὰ τοῦ καὶ αὐτοὶ παντάπασιν ἀπειροβίως διακεῖσθαι καὶ ἀπαρασκεύως ἔχειν πρὸς τὸ ἀγαγεῖν ὡς χρὴ τὴν ἐλευθέραν ἄγεσθαι
5530019 ὑφορασθαι
τῶν δορυφόρων πρὸς ἀλλήλους διαψιθυρίζοντες . τὸ δὲ μέγιστον , ὑφορᾶσθαι δεῖ μάλιστα τοὺς φιλτάτους κἀξ ἐκείνων ἀεί τι δεινὸν
μᾶλλον ἢ ἐγκλημάτων οὐδὲν ὁ Εὐμένης ἀπολιπὼν ἐκέλευε τὴν σύγκλητον ὑφορᾶσθαι νέον ἐχθρὸν εὐδοκιμοῦντα καὶ γειτονεύοντα . ἣ δ '
5528065 μαστιγων
ἦν . μαρτύρομαι δὲ ἦ μὴν καὶ ἱερέας αὐτοῦ ἀποδειχθήσεσθαι μαστίγων ἢ καυτηρίων ἤ τινος τοιαύτης τερατουργίας , ἢ καὶ
μόνα καὶ ῥῖνας καὶ ὄμματα καταλελοιπότες ἐλεύθερα προσβάλλουσι τῷ λέοντι μαστίγων ἤχῳ καὶ ἀερίοις τοῖς ἅλμασιν : ἐκεῖνος δὲ ἄτρομος
5520754 μαινομενων
θεοῦ μετά τε σωφροσύνας μετέσχον λέκτρων Ἀφροδίτας , γαλανείαι χρησάμενοι μαινομένων οἴστρων , ὅθι δὴ δίδυμ ' ὁ χρυσοκόμας Ἔρως
, ἀτελὴς αὐτός τε καὶ ἡ ποίησις ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη , πῶς οὐκ ἐξ ἀμφοῖν
5518325 ἀμβλυωττειν
' ἐπιτίθησιν εὐθὺς ὁ τῆς ἕω προστάτης ἰδίαν ἀνάγκην μὴ ἀμβλυώττειν πρὸς τὴν ἑσπέραν , πρὸς δὲ καὶ οἱ Σωκράτους
σκαιὸν ὄμμα παραβαλὼν θύννου δίκην : τῶι γὰρ ἑτέρωι δοκοῦσιν ἀμβλυώττειν . . Π . ζώιων : . . .
5510122 ἀποτρεπεσθαι
παραπέμπειν . τύμβῳ ] τάφῳ . δέον εἰπεῖν φοβεῖσθαι καὶ ἀποτρέπεσθαι , ὁ δὲ ἄλλως τὴν σύνταξιν ἔτρεψε , φοβοῦμαι
κάτω χωροῦντα δεῖ προσίεσθαι . τοὐναντίον δ ' αὖ , ἀποτρέπεσθαι : τὰ δὲ φαῦλα κρεῖττον ἀφίστασθαι τοῦ πυθμένος ἢ
5508954 σκνιπος
ἐπινοητὴς κακῶν . κατασκευαστής . . , . μικρολόγος : σκνιπός , φειδωλός . . . , . Ν Ναΐδες
τοὺς ἀδικοῦντας , καθὰ καὶ νῦν . τί γὰρ εὐτελέστερον σκνιπός ; ἀλλ ' ὅμως τοσοῦτον ἴσχυσεν , ὡς ἀπαγορεῦσαι
5503834 προοραν
γένεσίν τε καὶ οὐσίαν , τοῦτον μὴ μετὰ πάσης σπουδῆς προορᾶν , ὅπως ἔσται ὡς χαριεστάτη τῶν γινομένων ἡ εἰς
συμμάχους ποιήσεσθαι . εἶτ ' Ὀλύνθιοι μὲν ἴσασι τὸ μέλλον προορᾶν , ὑμεῖς δ ' ὄντες Ἀθηναῖοι ταὐτὸν τοῦτ '
5496218 τρωθηναι
τε διβολίας καὶ τὰ δόρατα ἐπισείειν , ὡς δέει τοῦ τρωθῆναι γυμνοί τε πρὸς ὡπλισμένους καὶ ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς μὴ
τετρώσῃ αὐτίκα μάλα πρὸς αὐτοῦ . βασιλικὸν γὰρ καὶ τὸ τρωθῆναι περὶ τῆς ἀρχῆς μαχόμενον . Εὖ λέγεις . ἐπιπόλαιον
5495728 αἰνεισθαι
ν ἠνής , καὶ ἀπηνής . ἢ ὁ ἄποθεν τοῦ αἰνεῖσθαι , ὅ ἐστιν ἐπαινεῖσθαι : αἶνος γὰρ ὁ ἔπαινος
οὐκ οἶδ ' ἐρίφου κρέα : πλὴν ὅ γε πέμψας αἰνεῖσθαι πάντων ἄξιος Ἱπποκράτης . οὐδετέρως δὲ Δίφιλος ἐν Ἀδελφοῖς
5487285 ἐμβα
ἀφίγμεθα χθόνα . σύντειν ' ποδὸς ὁρμάν : ὤ , ἔμβα ἔμβα κατακλαίουσα . ἰώ μοί μοι . ἐγενόμαν Ἀγαμέμνονος
καὶ χλευάζων . Ἠρίστηται δ ' ἐξαρκούντως . Ἀλλ ' ἔμβα χὤπως ἀρεῖς τὴν Σώτειραν γενναίως τῇ φωνῇ μολπάζων ,
5479956 ὀδυνασθαι
Ὁ μέντοι δηχθεὶς ὑπ ' αὐτοῦ πρὸς τῷ λίαν αὐτὸν ὀδυνᾶσθαι , οὐδὲ τὸν θάνατον διαφεύγει , νέμεται δὲ ὁ
γίνωνται σφοδρότεραι κατ ' αὐτούς , ἐπισκέπτου κατὰ τίνα διάθεσιν ὀδυνᾶσθαι συμβαίνει τὸν ὀφθαλμὸν ἐν ταῖς φλεγμοναῖς : ἤτοι γὰρ
5478199 πληττομενου
αἴσθησιν ; Ἢ καὶ δεῖ μὲν ἀέρος τὴν πρώτην τοῦ πληττομένου , τὸ δὲ ἐντεῦθεν ἤδη ἄλλως τὸ μεταξύ ;
φωνήν , καὶ κτύπος ὀψιτέλεστος ἐπὶ χρόνον ἦλθεν ἰωῆς , πληττομένου πρώτιστον ἀτέρμονος ἠέρος ἠχῆι . ἣ δ ' ἔτι
5473395 ἐρασθαι
ὡς νῦν ᾕρηκεν : οὐ γάρ μοι δοκεῖ ἐρᾶν τοῦ ἐρᾶσθαι . καὶ τὸ μὲν ἀνειλημμένον τῶν τριχῶν αἰδοῖ κεκόσμηται
, ἐῴκει γοῦν ἀθλητῇ καλῷ καὶ ἐλευθερίῳ τὸ εἶδος . ἐρᾶσθαι δὲ τὸν Μένιππον οἱ πολλοὶ ᾤοντο ὑπὸ γυναίου ξένου
5468362 ἀποτρεποι
ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνει ; εἰ δὲ τὸ μὲν μακάρων τις ἀποτρέποι , ἄλλα δ ' ὀπίσσω μυρία δηιοτῆτος ὑπέρτερα πήματα
ἀπὸ τοῦ ἕλκεος τοῦ στόματος ἴσχοιτο , ἢ εἴ τις ἀποτρέποι ὅκως μηδὲ μελλήσει διαπυῆσαι πλὴν τοῦ ἀναγκαίου πύου ὀλιγίστου
5467039 φλεγμαινειν
γίνεται , ἰσχναίνεται γάρ : καὶ τἄλλα πάντα δὲ τὰ φλεγμαίνειν ποιεῦντα , ἕως μὲν ἂν κρατέῃ τὸ σῶμα ,
καιρὸν καὶ τὰ κατὰ φύσιν ποιέουσιν ἕκαστον , τὰ φλεγματώδεα φλεγμαίνειν : ἐπὴν δὲ ὑπερβάλλῃ τὸν καιρὸν , τὰ ὑπεναντία
5465515 ἀνιασθαι
ἔρως . φοβεῖσθαι δὲ ἄμεινον τυχόντα ὧν βούλεταί τις ἢ ἀνιᾶσθαι ἀμελούμενον . λβʹ . Τὰ μὲν ὄμματά σου διαυγέστερα
τὴν λέξιν . καρδιαλγεῖν λέγεται τὸ μετὰ ναυτίας καὶ ὀδύνης ἀνιᾶσθαι τὸν στόμαχον . Βακχεῖος μὲν ἐν αʹ φησὶν ἀργεῖν
5463368 κατεσθιεσθαι
βούλοιτο ἢ μέλος τι τῆς μυσερᾶς τροφῆς ἀπορρίψειεν , αὐτὸν κατεσθίεσθαι τὸν μὴ φαγόντα ; πρὸς τούτοις ἀθεωτέρα τις φωνὴ
, ἔπειτα τοῦ πιόντος ἡ ψυχὴ πεπλανῆσθαι δοκεῖ , καὶ κατεσθίεσθαι μὲν τὴν γλῶτταν ὑπὸ τῶν ὀδόντων , ἔμπληκτος δέ
5454104 ἠχουντος
πνεῦμα πρῶτον μὲν † ἀπὸ τοῦ ἐν οἷς γίνεται προσημαίνειν ἠχοῦντος , εἶτα τὸ περὶ τὸν ἥλιον πάθος : ἀμαυρότερον
τοῦ κτύπον ἐν τῷ ὄρει ἐγείροντος τῇ φορᾷ ἢ τοῦ ἠχοῦντος ἐν τῷ ὀρούειν καὶ ὁρμᾶν . θΞ ὀροκτύπου ]
5453748 χαλεπου
λοιπὰς ὁρμάς τε καὶ διαθέσεις , ὅσαι τυγχάνουσιν οὖσαι τοῦ χαλεποῦ τε καὶ θορυβώδους γένους , ἐκ τῆς τοῦ ἀνδρὸς
σφύραις ἐπὶ τοῖς ἄκμοσιν ἐστηρικότες τῆς δεινῆς ταλαιπωρίας καὶ τοῦ χαλεποῦ κόπου οὐδαμῶς παύονται . Μετὰ δὲ τούτους τοὺς Χάλυβας
5444812 χαυνωσιν
. διερρυηκόσιν ] διακεχηνόσιν . κλῆσιν ] μαρτυρίαν . “ χαύνωσιν ἀναπειστηρίαν ” λέγει , ὅταν τοῦ ἀντιδίκου προβαλόντος λόγους
Εἰ δὲ ἐπιβλαβές ἐστι καὶ δι ' ὑπέρθεσίν τινος καὶ χαύνωσιν τοῦ ὄχλου λέγεται , τὰ ἐναντία φημίζειν , σκληρότερα
5442921 ἑλκεσθαι
αὐτάς , οἱ δὲ ἐπὶ ἁμαξίδων σύρεσθαι τεχνάζονται ὥστε μὴ ἕλκεσθαι αὐτὰς εἰς γῆν παρατριβομένας : εἶναι δὲ ἄλλας ὄϊς
: ἡ γὰρ φυσικὴ διοίκησις θέλει ἀπὸ τῶν ἔσω ἔξω ἕλκεσθαι τὴν τροφὴν , ἵνα παρέχηται ἡ τροφὴ ἐν γαστρὶ
5429950 σκωπτομενος
τε ξυνιέναι ὀξύτερος ᾖ καὶ ἀμείνων μνημονεύς . Ὁ αὐτὸς σκωπτόμενος ὑπό τινος ὅτι διὰ σμικρολογίας τοῦτο ποιεῖ εἶπεν :
νόμοις τῆς πατρίδος . Βίας ἔν τινι πότῳ σιωπῶν καὶ σκωπτόμενος εἰς ἀβελτερίαν ὑπό τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν
5424850 ἰχνους
ταρσός : γράφεται ἴχνος , ἡ ἔντασις καὶ ἐγχάραξις τοῦ ἴχνους τῶν ὀδόντων . ἴχνος : ἡ χάραξις , ἐγχάραξις
, αὑτοὺς δὲ τῆς ὠφελείας : οὐ γὰρ ἐπιμένει τοῦ ἴχνους ἡ φύσις λεπτὴ οὖσα πᾶσαν ὥραν . Τὴν δὲ
5420294 ἐξακουεσθαι
ὁ δὲ ὄχλος κατεβόα καὶ τὴν φωνὴν τοῦ κινδυνεύοντος ἐκώλυεν ἐξακούεσθαι : τὸ γὰρ πλῆθος τῶν δημοτικῶν , ἀπωσμένον τῆς
καὶ καχλάζει ἐπὶ μέγα , ὡς καὶ πόρρω ἔτι ὄντων ἐξακούεσθαι τὸν κτύπον τοῦ κύματος . καὶ ἦν μὲν προεξηγγελμένα
5415364 βραδυνειν
τῆς Χλόης πατέρας ἀναζητεῖν καὶ περὶ τὸν γάμον αὐτῶν μηκέτι βραδύνειν . Ἕωθεν οὖν ἐνσκευασάμενοι τῷ Δρύαντι μὲν ἔδωκαν ἄλλας
πόδα καὶ διασκοπεῖν σιωπῇ πανταχῇ . Μόνον δὲ χρὴ μὴ βραδύνειν , ὡς ὁ καιρός ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι .
5411116 μυζειν
τῶν μυκτήρων ἆσθμα καὶ τὸν ἐντεῦθεν ἦχον , παρὰ τὸ μύζειν , ἐξ οὗ καὶ ὁ μυκτήρ καὶ τὸ μυχθίζειν
ἐκκατιλλώψας ] χλεβάσας . ἡμέτερον + ἀπὸ τοῦ μυγμοῦ τὸ μύζειν παρήγαγεν . ἔοικε δὲ εἶναι ὁ μυγμὸς καὶ μωγμὸς
5409980 Στρεψιαδης
. , ἀδικώτατα , κάκιστα ψεύσματα . βουλήσεται ] ὁ Στρεψιάδης . φέρειν ] ὑπομένειν οἷός τ ' ] δυνατός
' ἐκείνου λέγειν διὰ τὸ μέγαν νομίζεσθαι αὐτόν . ὁ Στρεψιάδης ἄρχεται τοῦ μανθάνειν [ : μὴ μανθάνων δ '
5407261 τετυφωσθαι
ἄλλων ἄρα βούλεσθε , ποιήσησθε , ἂν δὲ ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι δοκῶ , μήτε νῦν μήτ ' αὖθις ὡς ὑγιαίνοντί
ἐστὶ τὸ „ ἐν γαστρὶ ἔχειν „ , οἰδεῖν καὶ τετυφῶσθαι καὶ ὄγκον πλείονα τοῦ μετρίου περιβεβλῆσθαι , δι '
5403686 ἑλκομενον
λαυκανίας , τῆς ἀρτηρίας , δι ' ἧς τὸ πνεῦμα ἑλκόμενον καταφέρεται . κουρὶξ δὲ κατὰ κόρρης , κατὰ κεφαλῆς
δ ' ἀσθενές , αὖθις ἀχθήσεται τῶν σκελῶν ἑκάτερον ὁμοτόνως ἑλκόμενον ἐπὶ τὸ πεπονθός . ὅταν δέ σοι ταῦτα κατὰ
5402684 δυσκινητα
εὐκίνητα γὰρ τὰ βραχέα , τὰ δὲ μακρὰ τῶν σωμάτων δυσκινητά . Τὸ ιδʹ τροχαϊκὸν ὅμοιον τῷ ζʹ . Τὸ
εὐκίνητα γὰρ τὰ βραχέα , τὰ δὲ μακρὰ τῶν σωμάτων δυσκινητά . Τὸ ιδʹ τροχαϊκὸν ὅμοιον τῷ ζʹ . Τὸ
5397959 πληγων
δὲ δεῖ πόσων μὲν τῶν μαθημάτων , πόσων δὲ τῶν πληγῶν , ἵνα ἢ μάθῃ ταῦτα εὖ καὶ καλῶς ἢ
συμβόλαιον γέγονεν : ὁ δὲ Παρμένων ἐδικάζετο τούτῳ τῶν τε πληγῶν ὧν ἔλαβεν ὑπὸ τούτου , ὅτε τῶν παίδων ἐξαγομένων
5397264 ψοφειν
τῆς λέξεως διαίρεσιν . διαψαίρειν δὲ τὸ ἡσυχῆ διακινεῖσθαι καὶ ψοφεῖν καὶ ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ ,
τὸ , τίς ἔσθ ' ὁ κόψας τὴν θύραν ; ψοφεῖν δὲ , ὅταν ἐξερχόμενός τις αὐτὴν ὑπανοίγοι καὶ ἦχον
5395745 δεους
πολλοὺς ἀκίνδυνα κέρδη διώκοντας , ὧν οὐδὲ κωλυόμενοι ὑπὸ τοῦ δέους ἀποστήσεσθαι ἔμελλον , ἐμπλῆσαι πολέμου λῃστρικοῦ τὴν ὅμορον .
θάψαι , τὸν αὐτοῦ Λυσιμάχου παῖδα , φυγόντα μὲν ὑπὸ δέους πρὸς Σέλευκον , ὅτε Λυσίμαχος Ἀγαθοκλέα , τὸν ἕτερον
5388873 δαμασαι
Ξενοφῶν ἀντιτίθησι τὸν ἤδη ἱππαζόμενονἀπαίδευτον , ἄγριον . πωλεῦσαι , δαμάσαι , πωλοδαμεῖν , ἐκπαιδεῦσαι , ἡμερῶσαι , ἀσκῆσαι ,
δὲ Αἴσωπος λαβὼν ἕψει . ὁ Ξάνθος οὖν θέλων εὐλόγως δαμάσαι αὐτόν , τοῦ Αἰσώπου διά τινα χρείαν εἰς τὸ
5382370 γαυριαν
δέ , μετεωρίζοντα τὴν κορυφήν 〛 . δηλοῖ δὲ τὸ γαυριᾶν . ὡς ἔλαφος , φησίν , ἠγάλλου τοῖς κέρασιν
τίκτω . κομᾶν τοῦ γαυριᾶν διαφέρει . κομᾶν μὲν τὸ γαυριᾶν ἐπί τινι ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι , φησὶ Τρύφων :
5380921 δεδραμενων
. οὔκουν τραφέντων τῶνδε τιμωροὺς ἐμοὶ χρήιζω λιπέσθαι , τῶν δεδραμένων δίκην . τῶι τοῦ Διὸς μὲν Ζεὺς ἀμυνέτω μέρει
: ἔχει γὰρ ἡδονὰς θνήισκων ἀνὴρ ἐχθρὸς τίνων τε τῶν δεδραμένων δίκην . μεταβολὰ κακῶν : μέγας ὁ πρόσθ '
5378010 ῥυπου
Πρὸϲ τὰϲ ἐν ὠϲὶν ὀδύναϲ διὰ πάχοϲ χυμῶν οη Πρὸϲ ῥύπου ϲκληρότητα οθ Περὶ τῶν ἐν ὠϲὶν ἤχων π Πρὸϲ
τῶν στεμφύλων μετὰ τὸ ἐκπιεσθῆναι τὸν οἶνον : ποιήσας δὲ ῥύπου στερεοῦ πάχος , κατάπλασσε τοὺς πάσχοντας τόπους , διασκεδάζει
5376490 ὀκνειν
δὲ πρὸς Ὀλύμπιον γράφεις . εἶτ ' οἴει με τιμῶν ὀκνεῖν , ἐγὼ δὲ ἀτιμάζεσθαι λέγω . τὴν μὲν οὖν
ἔγνω μηκέτι Ἀλέξανδρον ἐθέλειν προϊέναι τοῦ πρόσω , ἀλλ ' ὀκνεῖν γὰρ πυνθανόμενον ὅτι αὐτὸς προσάγοι : καταπατήσειν τε τῇ
5373716 ἀναγετε
τέθνηκ ' ἀδελφὴ σὴ δυοῖν παίδοιν μέτα . ἀνάγετ ' ἀνάγετε κωκυτὸν ἐπὶ κάρα τε λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν . ὦ
καὶ ἀναπαῦσαί ποτε αὐτοὺς τῆς ταλαιπώρου καὶ χαλεπῆς ἄλης , ἀνάγετε οὖν ἐπὶ πόδα ἔφη καὶ βουλεύσασθε : οὐ γὰρ
5367544 κεασαι
κόσμος κεφαλῆς . κεάσαι σχίσαι : “ διὰ δὲ ξύλα κεάσαι . ” σημαίνει καὶ τὸ καῦσαι . κεδνή σώφρων
καὶ ὀσφύος , καὶ ἀπὸ τοῦ ὀρχέεσθαι καὶ πτίσαι καὶ κεάσαι καὶ δραμεῖν πρὸς ἄναντες χωρίον καὶ πρὸς κάταντες ,
5360948 δυνατωτερας
ἄνισα , προμηθεῖται δὲ τῶν ἀσθενεστέρων , ὡς μὴ πρὸς δυνατωτέρας βίας θλίβηται καὶ προσπιέζηται : καίτοι τὸ μὲν ἀσθενέστερον
τοῦ πυρὸς ἀνωφοίτῳ συνεπελαφρισθεῖσα μετέωρος ἐξαίρεται καὶ κρατηθεῖσα μόλις ὑπὸ δυνατωτέρας τῆς ἐπικουφιζούσης ἰσχύος ἄνω πρὸς τὴν τοῦ πυρὸς ἕδραν
5359129 ὀφθαλμων
δὲ εἴσω τὰ κάλλιστα ἀποφαίνουσα καὶ παρασκευάζουσα ὧν οὔτ ' ὀφθαλμῶν κόρον ἦν λαβεῖν οὔτε χρόνου διατριβῆς : ἃ νῦν
δῆλα ἡμῖν ποιοῦσι . Τὸ γὰρ ἤτοι κώνους ἐξιόντας τῶν ὀφθαλμῶν ἐν ἀκαρεῖ τῆς ὥρας μέχρις αὐτῶν ἀντύγων τοῦ οὐρανοῦ
5355987 παλλεσθαι
σεσηρέναι καὶ διαχάσκειν ποιεῖ . ἢ παρὰ τὸ σείεσθαι καὶ πάλλεσθαι . ὁμοίως δὲ καὶ πάντα τὰ ἄστρα σείρια καλοῦσιν
πάλλεσθαι πρὸς τὴν ἄρσιν τοῦ λαγχάνοντος , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι τὴν καρδίαν τῶν κληρουμένων . ὅθεν ἁμαρτάνουσιν οἱ γράφοντες
5355071 στεργεται
καταγελᾶτε τοῖς ἐμοῖς παθημάτοις . Δυοῖν γυναικοῖν εἷς ἀνὴρ οὐ στέργεται . Οὗτοι δ ' ἀφεστήκασι πλεῖν ἢ δύο δόχμα
, ἔν γε τῇ παρούσῃ παιδίας ἀπορίᾳ στέργει τε καὶ στέργεται ὑπὸ τῶν γεννησάντων , καὶ φεύγων ἀεὶ πρὸς τοὺς
5354795 πειρωμενων
καὶ πρὸς τοὺς ὁμιλητὰς ἑπτὰ ὄντας ἀνέφηνε τὴν γνώμην . πειρωμένων δὲ αὐτῶν ξυμβουλεύειν ἕτερα , εἴ πη ἀφελχθείη τῆς
φανερά . τάττεται δὲ κατὰ τῶν διάστροφα ξύλα ἢ πράγματα πειρωμένων κατευθύνειν καὶ μηδὲν ὠφελούντων . τοῦ Διὸς τὸ σάνδαλον
5344091 θρασυνονται
μὲν τῶν πάλαι σοφῶν ἀντεῖπεν οὐδείς , οἱ δὲ νέοι θρασύνονται καὶ θείῳ Λόγῳ πολεμεῖν ἐπαίρονται , οἳ δὴ θείας
τὸ πυραύστου μόρος , ἐπὶ τῶν ταχὺ θανατουμένων οἷς ἀνοήτως θρασύνονται . . . : ἀλλὰ δεδοικὼς τῶν πυραυστῶν τὸν
5342919 ἀναισχυντου
καὶ Δημοσθένης ἐν τῷ Περὶ τοῦ στεφάνου ὡς ἰταμοῦ καὶ ἀναισχύντου ῥήτορος καθαπτόμενος Αἰσχίνου ” περίτριμμα ἀγορᾶς “ αὐτὸν καλεῖ
σφοδρᾶς . ἐὰν μὲν διὰ τῆς διφθόγγου γράφηται , τῆς ἀναισχύντου λέγει : ἂν δὲ διὰ τοῦ ε , ὅπερ
5338157 πωγωνος
μὲν τῆς κεφαλῆς ὄπισθεν καθίενται , τὰς δὲ ἐκ τοῦ πώγωνος ἔμπροσθεν : ἔπειτα περιπυκασάμενοι τὰς τρίχας περὶ πᾶν τὸ
τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ πολέμου , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ πώγωνος . . . Θ . . σαρκασμοπιτυοκάμπται : Ὡς
5336321 ἑλκομενας
, σύν τε νυοὺς θύγατράς τε μετὰ Τρῳῇσι καὶ ἄλλαις ἑλκομένας ἅμα παισὶ δορυκτήτῳ ὑπ ' ἀνάγκῃ . Ὣς φάτο
τοὺς τόπους ἐν οἷς ἐνεώλκηνται αἱ νῆες , παρὰ τὸ ἑλκομένας τὰς ναῦς ὀρούειν εἰς τὴν θάλασσαν . ὄφελες ὤφειλες
5332826 ἀποβαινοντων
ἢ τῶν ἐναντίων , ἔτι δὲ τῶν αἰτίων ἢ τῶν ἀποβαινόντων . ἔστι δ ' ὡρισμένα καὶ τεταγμένα τἀγαθὰ τῶν
] [ ] ! ! ! ουν [ ] [ ἀποβαινόντων ] κατὰ [ τὰς ] συνωσθείσας , ἀλλὰ [
5326679 τρωθῃ
λεπτὴ τοῦ ἐγκεφάλου ἁπτομένη , οὐκ ἔτι ἡ αὐτὴ ἐπὴν τρωθῇ . Φλέβες δὲ περαίνουσι μὲν ἐς τὴν κορυφὴν διὰ
ἤν τέ τι ἐμπέσῃ αὐτέῳ , καὶ ἢν αὐτὸς καταπεσὼν τρωθῇ , καὶ ὁκωσοῦν τρωθεὶς κατ ' ἀντίον γενομένου τοῦ
5317182 νιψεν
δάνος ὤπασεν Ἕκτωρ . Κώκυτός τοι μοῦνος ἀφ ' ἕλκεα νίψεν Ἄδωνιν . Τὸν δ ' ἐκάλυψε θάλασσα λιλαιόμενον βιότοιο
, ὃ καὶ νίπτεσθαι λέγεται , ὡς δηλοῖ τὸ „ νίψεν ἀπὸ χρωτός „ , φασὶν οἱ παλαιοὶ ὡς οἱ
5312351 δερεσθαι
οὐχὶ Ἀθηναίων μόνον ἢ Λακεδαιμονίων ἢ Νικοπολιτῶν , εἶτα καὶ δέρεσθαι δεῖ τὸν εἰκῇ ἐξελθόντα , πρὸ δὲ τοῦ δαρῆναι
ἐπειδὴ μέσου δευτέρου ἀορίστου ἐστίν . προπαρωξύνθη δὲ ὁμοίως τῷ δέρεσθαι καὶ φέρεσθαι ἐνεστῶτος : οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ λιτέσθαι
5311727 ἐξεκοπην
, τὸ “ κοππατίας ” καὶ “ ἐξεκόπην ” . ἐξεκόπην πρὸς “ τὸν κοππατίαν ” τὸ “ ἐξεκόπην ”
ἵππον , ⌈ ἐν ᾧ ἐκεχάρακτο τὸ κ . / ἐξεκόπην ] ἀφῃρέθην : ⌈ παρὰ τὸν κοππατίαν δὲ παίζει
5309463 ὡρμηκε
ἐστὶ τίς ; μάλ ' εὐφυὴς ἄνθρωπος . ἐπὶ τραγῳδίαν ὥρμηκε νῦν , καὶ τῶν μὲν ὑποκριτῶν πολὺ κράτιστός ἐστιν
. δηλώσεις γὰρ οὕτω τὴν φύσιν ἐπὶ τί μάλισθ ' ὥρμηκε . τουτὶ λαμβάνω . δεῖξον τί ἐστι πρῶτον .
5305447 παραφορας
μὲν ὑπὸ τῶν ἐπιπέδων καὶ αὐτοί , περὶ ἃ τὰς παραφορὰς τῶν ἐγκλίσεων γίγνεσθαί φαμεν : οὕτω γὰρ ἂν μόνως
ἀλλ ' οὐχ ὁμοίως , φησί , τὰς παρέσεις καὶ παραφορὰς ἐν ταῖς ψυχαῖς γινώσκομεν καὶ τοῖς σώμασιν , ἀλλ
5298819 καταφιλειν
δεινόν , ὦ Ἥρα , μειράκιον οὕτω καλὸν μεταξὺ πίνοντα καταφιλεῖν καὶ ἥδεσθαι ἀμφοῖν καὶ τῷ φιλήματι καὶ τῷ νέκταρι
γοῦν τοῦ εὐνούχου οὕτως ἥττητο ὡς ἐν ὄψει θεάτρου ὅλου καταφιλεῖν αὐτὸν ἀνακλάσαντα τῶν θεατῶν ἐπιφωνούντων μετὰ κρότου . ὅτι
5297302 ὀδυρμων
ὁ δὲ Πηλέως ἀλλ ' οὐδὲ τὴν πρόφασιν ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ
θρηνοῦσα τροφῆς , οὐκ ἀποπτήσεται δέ που τῆς καλιᾶς , ὀδυρμῶν δὲ πάντα ἐμπλήσει , καὶ γυναῖκά τις ἂν εἴποι
5293724 ἐκκρινεσθαι
κύστιν , ὥστε ποτὲ μὲν μυξώδη καὶ πεταλώδη καὶ παχέα ἐκκρίνεσθαι , καὶ ἤτοι πυκνῶς ἀποδίδοσθαι τὰ οὖρα , ἢ
ἐπὶ δὲ τῶν θυμουμένων ἀνάπαλιν : ἐν αὐτῷ μὲν τῷ ἐκκρίνεσθαι μᾶλλον μὲν θερμαίνει τὸ δακνῶδές τε καὶ δριμὺ οὐκ
5291839 ὁρμαν
ἄνευ λόγου , τῆς δόξης τῆς ἐπὶ τὸ ὀρθὸν πεφυκυίας ὁρμᾶν κρατήσασα καὶ πρὸς ἡδονὴν ἀχθεῖσα κάλλους σωματικοῦ καὶ τῇ
ἰσχύς . παρὰ τὸ κίειν , ὃ ἐστὶ πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾶν . Κίβησις : ἢ παρὰ τὸ κίειν , ὃ
5290663 ὀργιζεσθαι
τι καὶ ὑπώπτευον ἤδη ὡς οὐ σφόδρα καθεστηκότος πατρὸς ἀδίκως ὀργίζεσθαι καὶ ἐγκλήματα ψευδῆ καθ ' υἱοῦ συντιθέναι : καὶ
' οὐχ ἱστάνειν . ὀξυθυμεῖσθαι , οὐχὶ ὀξυθυμεῖν λέγουσι τὸ ὀργίζεσθαι ἀκραχόλως . ὁρκίζειν καὶ ὁρκοῦν : ἑκατέρως . ὁρκωτάς
5290257 ἀλγουντας
αἵματος ἀναγωγὰς ἐπέχει καὶ τὰ οἰδήματα καταπλαττομένη προσστέλλει καὶ ὀδόντας ἀλγοῦντας ὀνίνησιν , εἴ τις διακλύζοιτο τῷ ἀφεψήματι . τὸ
θυγατρὶ τρέμειν τε ἡμᾶς ἠνάγκασε καὶ οὐδὲν ἧττον τῆς καμνούσης ἀλγοῦντας ἔδειξεν . ἀλλ ' ἡ μὲν εὖ ποιοῦσα νοσημάτων
5287876 δερειν
προτέρου ἐστὶν τὸ γυμνάζω σέβούλομαι γυμνάζειν ἐμαυτόν , δέρω σέβούλομαι δέρειν ἐμαυτόν : τοῦ δὲ δευτέρου ἐστὶ πλουτῶ ἀδιαβίβαστον ,
' ὅλην τὴν νύκτα . καττύομαι τοὺς καρκίνους . κύνα δέρειν δεδαρμένην . κάδους ἀνασπῶν ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην
5285452 ἡρεμα
: καὶ θὲς εἰς καινὸν ἀγγεῖον περίφιμον πάντοθεν , ὑπόκαιε ἡρέμα ἕως μεσασθῇ . Εἶτα θὲς τὸ πέταλον εἰς τὸ
ἀγαγών : ἀντὶ τοῦ ὦ ὦ : λαθραίαν , ὡς ἡρέμα βαδιζουσῶν αὐτῶν : † σίγα κρυπτὰν βάσιν αἰσθάνομαι :
5279995 φοβου
διὰ τούτου τὸν Ξέρξην . βωμὸν . θυσίαν . ὑπὸ φόβου . ἐν τῷ . ἄφωνος . μετὰ τοῦτο .
: οὐ γὰρ ἀνέλπιστον αὐτοῖς , ἀλλ ' αἰεὶ διὰ φόβου εἰσὶ μή ποτε Ἀθηναῖοι αὐτοῖς ἐπὶ τὴν πόλιν ἔλθωσιν

Back