τῶν αἰτίων , εἴσθλασις γίνεται , τῆς μὲν ὀξύτητος τοῦ πλήττοντος διαιρούσης τὸ ὀστοῦν , τοῦ βάρους δ ' ὠθοῦντος
παρούσης αἰσθήσεως , καὶ βάκχης ἐκβακχεύων θειασμὸς ἐμηνύετο θειασμοῦ μὴ πλήττοντος καὶ ὅσα φέρει μανίας οἰστρῶσα ψυχὴ τοσαῦτα πάθους διέλαμπε
8275940 πληττομενου
αἴσθησιν ; Ἢ καὶ δεῖ μὲν ἀέρος τὴν πρώτην τοῦ πληττομένου , τὸ δὲ ἐντεῦθεν ἤδη ἄλλως τὸ μεταξύ ;
φωνήν , καὶ κτύπος ὀψιτέλεστος ἐπὶ χρόνον ἦλθεν ἰωῆς , πληττομένου πρώτιστον ἀτέρμονος ἠέρος ἠχῆι . ἣ δ ' ἔτι
7149918 πταρμου
πνεύματος , τοῦ ἑνὸς καθ ' ἕνα πόρον γενομένου τοῦ πταρμοῦ , συνδιατίθεται καὶ ὁ ἕτερος . Ζητήσειεν ἄν τις
ἐπιτείνει ἐπὶ τὸ κακὸν τὴν περιπνευμονίαν : ἐπὶ δὲ τοῦ πταρμοῦ καὶ τῆς κορύζης ἔξω φέρεται ἡ ὕλη διὰ τῶν
6810276 ἠλεματον
καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ τοῦ γῆ καὶ πέδον γήπεδον , τὸ
εἰσκατέδυνεν . οἱ δέ μιν ἠΰτε γλαῦκα πέρι σπίζαι τερατοῦντο ἠλέματον δεικνύντες , ὁθούνεκεν ὀχλοάρεσκος . οὐ μέγα πρῆγμα ,
6803653 πληττομενον
πάλιν ἡδονῆς αἴσθησις αὐτὸν κατελάμβανεν ὑπ ' ἀμφοτέρων τῶν παθῶν πληττόμενον καὶ ἡ μὲν φύσις τὴν λίθων γένεσιν ἄφθογγον παρήγαγε
' ἐλαχίϲτηϲ ὑγρότητοϲ ἀθροίζεται μεταξὺ περιτοναίου καὶ ἐντέρων , ὥϲτε πληττόμενον τὸ ἐπιγάϲτριον ἠχεῖν δίκην τυμπάνου : διὸ καὶ τυμπανίαϲ
6757916 πεπληγμενος
τῆς φωνῆς . Τί ἐστι φωνή ; φωνή ἐστιν ἀὴρ πεπληγμένος ἢ τὸ ἴδιον αἰσθητὸν ἀκοῆς . Ἀλλ ' ἐπειδὴ
, ἐν οἷς φησιν [ ] Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνῳ πεπληγμένος : ἀντὶ τοῦ κέκριται εἵμαρται . γράφεται πέπρωται :
6590972 ψοφουντος
γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦντος ἢ ἠχοῦντος ἢ ψοφοῦντος ἢ ὅπως δήποτε ἀκουστικὸν πάθος παρασκευάζοντος . τὸ δὲ
μὲν γὰρ ἔξω δι ' ἐκεῖνον ἀκούομεν , ἐκείνου δὲ ψοφοῦντος διὰ τί ; τοῦτο γὰρ αὐτὸ λείπεται ζητεῖν .
6438902 πελιδνος
] συρόμενον ἆσθμα ] ἡ ἀναπνοή πολλάκι δ ' ἠὲ πελιδνός : πολλάκις δὲ καὶ οἱ ὄνυχες πελιδνοὶ γινόμενοι ὡς
τροπὰς ὑπαυγάζουσα , ἀλλ ' ὕπωχρος καὶ ἐν τῷ δαφοινῷ πελιδνός . τὸ δὲ τῆς Ἀλκμήνης εἶδος ἀνασκοποῦντι ἀναφέρειν μὲν
6412331 κλινιδιου
. προκοπῆς δὲ γενομένης περὶ τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τὴν διὰ κλινιδίου κρεμαστοῦ δοκιμαστέον κίνησιν . παρακμαζούσης δὲ τῆς διαθέσεως εὐθέως
. ἔτυχεν δὲ ἐν ἀρχῇ δείπνου ὢν καὶ κατέκειτο ἐπὶ κλινιδίου στενοῦ , γυνὴ δὲ αὐτοῦ καθῆστο πλησίον , καὶ
6369135 ἡϲυχιη
ὁρῆϲθαι τὰ πάντα ἡδέωϲ . λαλιὴ τῶν παρεόντων φιλομειδήϲ : ἡϲυχίη , θυμηδίη τοῦ νοϲέοντοϲ . ὀϲμαὶ εὐώδεεϲ , ἀβαρέεϲ
μηδὲ βαθείη , ἄθερμοϲ : ὄρθιον δὲ τὸ ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη .
6359617 ἀναπνεει
ἄχριϲ ἥβηϲ : μάλιϲτα γὰρ παιδία καὶ μέγα καὶ ψυχρὸν ἀναπνέει : πλεῖϲτον γὰρ τὸ θερμὸν ἐν τουτέοιϲι : ἀκρατέα
ἰδοὺ συριγμοὺς ὁ δράκων χειᾶς μέσον κήρυκας ὀργῆς καὶ σφαγῆς ἀναπνέει : φυσᾷ τὸν ἰὸν καὶ βιάζει τὴν φύσιν :
6338735 ψοφου
τὸ ὕδωρ ἐπήγαγεν ἀθρόον μᾶλλον μετὰ ἰσχυροῦ τῶν βροντῶν τοῦ ψόφου καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐναντίαις ταῖς ἀστραπαῖς ἐξέπλησσε .
κινεῖ τὴν αἴσθησιν , ἀλλ ' ὑπὸ μὲν ὀσμῆς καὶ ψόφου τὸ μεταξὺ κινεῖται , ὑπὸ δὲ τούτων τὰ αἰσθητήρια
6328043 ὀροκτυπου
ἵν ' ᾖ τοῦ τὰ ὄρη ῥηγνύντος τῇ σφοδρότητι . ὀροκτύπου ] τοῦ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος ἐν
τρόπον ὕδατος ἀμαχέτου καὶ ἀπολεμήτου καὶ ἰσχυροῦ διὰ τὸ ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς
6312447 ἀφροντιστου
πάνυ ἐπιεικῶν . Πρὸς σῆμα μητρυιᾶς κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν
Παιᾶσιν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου καὶ φιληδονοῦντος . Εὐχερὴς γὰρ ὁ πρὸς τὴν Δῆλον
6304511 ἐκπνειται
. σξβʹ . Δυσπνοϊκοί εἰσιν ἐφ ' ὧν οἱονεὶ στενοχωρούμενον ἐκπνεῖται τὸ πνεῦμα καὶ εἰσπνεῖται . ἢ δύσπνοια βλάβη τις
καλάμων ἀραιὰν ἐπέστησαν , καὶ μέντοι καὶ δι ' αὐτῶν ἐκπνεῖται ἡ τοῦ κρέως τοῦ προειρημένου ὀσμὴ διαρρέουσα . αἴσθονται
6296163 Σπασμος
ἐπικαλῶν τινὰ ἐλθεῖν εἰς ἔλεον . . : σφάκελος ] Σπασμὸς τοῦ ἐγκεφάλου . : σφάκελος : Ἰστέον ὅτι ὁ
αὐθημερὸν , ἢ τῇ ὑστεραίῃ , ἢ τῇ τρίτῃ . Σπασμὸς ἐν πυρετῷ γενόμενος καὶ παυόμενος αὐθημερὸν , ἀγαθόν :
6293214 ἐπαφωμενος
τὸν στροφέα παρεισῆλθον ἀψοφητί . ἐκάθευδον δὲ πάντες , εἶτα ἐπαφώμενος τοῦ τοίχου ἐφίσταμαι τῇ κλίνῃ . Τί ἐρεῖς ,
οὐκ ἐμμένει , ἀλλὰ πάλιν οἴχεται , καὶ τὸ στόμα ἐπαφώμενος τῷ δακτύλῳ ὄψει λεῖον , καὶ ἀδυναμίη αὐτὴν λαμβάνει
6287232 ἰχωρος
Ἀντωνίνου ἀδελφός , βασιλεὺς Ῥωμαίων , ἀδοκήτως διαφθείρεται , πλήθους ἰχῶρός τε καὶ πνεύματος ἐπισχόντος οἱ τὴν πνοήν : ὃ
: Μάρκος Ἀντωνίνου ἀδελφὸς βασιλέως Ῥωμαίων ἀδοκήτως διαφθείρεται , πλήθους ἰχῶρός τε καὶ πνεύματος ἐπισχόντος οἱ τὴν ἀναπνοήν : ὃ
6283599 βαδισματος
, παρολκὰς δὲ καὶ βραδύτητας ἐργάζονται διὰ τὸ νωθὲς τοῦ βαδίσματος . Ἡμίονοι δὲ πρὸς πάντα ἐπιτήδειοι διὰ τὸ ὑπομονητικὸν
διὰ τῆς ὄψεως ἐμφαίνει τὴν εὐγένειαν : τῇ τρυφῇ τοῦ βαδίσματος . ἢ τῆς ὄψεως : ὦ χιλιόναυν στρατὸν ὁρμήσας
6280056 φραγμου
τὰ μέσα που τοῦ κινδυνώδους τόπου πεφθακότος τοῦ τοιούτου διαποντίου φραγμοῦ καὶ πᾶσαν ἡμῶν ὑπόνοιαν ἐπίφοβον καὶ πονηρὰν ὑποτέμνοντος ,
δ ' ἀμφισβητήσεων μεταξὺ γενομένων βάτος ἐκ τοῦ πλησίον ἀκούσασα φραγμοῦ „ παυσώμεθα „ , εἶπεν , ” ὦ φίλαι
6278967 λελουσθαι
, ψυχῆς ἱλαρία , ὄμμα δίυγρον καὶ συναίσθησις τοῦ καλῶς λελοῦσθαι καὶ πρὸς τὸν οἶνον ἔχειν ἐπιτηδείως , μετὰ δὲ
νοητέον : ἢ διότι ἔθος ἦν τοῖς παλαιοῖς μετὰ τὸ λελοῦσθαι ἐλαίῳ δι ' ὅλου τοῦ σώματος ἀλείφεσθαι , ἵνα
6267999 κερατοειδουϲ
φλυκταίνηϲ φαίνεται , διὰ τὸ ἐν τῷ βάθει κατακρύπτεϲθαι τοῦ κερατοειδοῦϲ χιτῶνοϲ . ἡ γὰρ κατὰ φύϲιν χρόα τῆϲ φλυκταίνηϲ
ἐπὶ τοῦ μέλανοϲ τοῦ ὀφθαλμοῦ λευκαὶ φαίνονται , πυκνουμένου τοῦ κερατοειδοῦϲ χιτῶνοϲ καὶ μὴ διαυγοῦντοϲ τὴν ὑποκειμένην αὐτῷ κυανῆν χρόαν
6225353 ἐνοχλουμενος
ἔνθα χειροτονήσειν ἔμελλον , καὶ τὰ μέσα τῆς ἐκκλησίας . ἐνοχλούμενος δ ' ὑπὸ τῶν δημάρχων καὶ τῶν πλουσίων ,
καὶ Ἀριοβαρζάνης , εἴθ ' ἑκών , εἴτε πρὸς τινῶν ἐνοχλούμενος , οὐκ ἀπολαμβάνειν Καππαδοκίαν , ἀλλὰ τὸ πλέον αὐτῆς
6222244 ῥιγω
με , ἐγὼ δ ' οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε ῥιγῶ , ἀλλ ' ἀφ ' ὧν αὐτοὶ πεινῶσιν ἢ
ἤγουν τρέμοντος . Ῥιγόω , ῥιγῶ τὸ ψύχομαι : ῥιγέω ῥιγῶ τὸ φρίσσω . . . ΑΥΤΟΣ ΔΕ ΣΠΕΥΔΟΝΤΙ .
6218203 σιελου
κίνδυνον ἔχοντες πνιγμοῦ περὶ μὲν τὴν ἀρχὴν τῆς καθάρσεως ὀλίγον σιέλου ἀποπτύουσι , προθυμίας δ ' αὐτοῖς σφοδρᾶς πρὸς ἔμετον
μετὰ ἐλαίου , ἄλειφε τοὺς βόας , ἢ ἐκ τοῦ σιέλου τοῦ βοὸς κατάχριε τούτους . ταῦροι τοὺς μυκτῆρας ῥοδίνῳ
6214353 μονομαχια
κατ ' αὐτήν . ιζʹ . Ἡ γενομένη ἐν Ἀρείοις μονομαχία καὶ παράληψις τοῦ ἔθνους . ιηʹ . Βήσσου τοῦ
γάμον τὸν Ἁρμονίας δῶρα κομίζουσιν οἱ θεοί . καὶ Ἀχιλλέως μονομαχία πρὸς Μέμνονα ἐπείργασται , Διομήδην τε Ἡρακλῆς τὸν Θρᾷκα
6208430 ἀναιϲθηϲια
ὁ κάροϲ ἐπιγίγνεται μετὰ πυρετοῦ βληχροῦ : παρέπεται δὲ αὐτοῖϲ ἀναιϲθηϲία καὶ ἀκινηϲία τοῦ παντὸϲ ϲώματοϲ μετὰ βλάβηϲ τῶν ἡγεμονικῶν
ξυμπαθείῃ τῆϲ καρδίηϲ πιέζονται : διὰ τόδε καρηβαρίη τε καὶ ἀναιϲθηϲία ξύνεϲτι καινῷ κάρῳ . γίγνεται δὲ καὶ ἄλλο πάθοϲ
6197037 σεσηρος
πόθεν δῆλον , ὅτι λεπὶς μέλλει ἀποστῆναι ; ἐκ τοῦ σεσηρὸς εἶναι τὸ ἕλκος καὶ ἐκ τοῦ ὡς ἐπὶ τὰ
θερμοῦ δ ' ἐκφυγοῦσα κινδύνου κερδὼ παχείης ἐξέκυπτεν αἰγείρου , σεσηρὸς αἰκάλλουσα . τῇ δ ' ὁ πρεσβύτης “ ζωαγρίους
6190892 ἀναπαλλεται
ἐρχόμενος ἐπὶ τὸν ἐρώμενον , ὡς ἀπὸ λείων καὶ λαμπρῶν ἀναπάλλεται , καὶ ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀκτίνων ἀντανακλᾶται καὶ τίκτει
. . ὡς δ ' ὅθ ' ὑπὸ φρικὸς Βορέω ἀναπάλλεται ἰχθύς . φρίξ : Φ , . . ὄρνυσθ
6186302 τρομον
. ” βάλλεν ἔβαλλεν . βάζειν λέγειν . βαμβαίνων διὰ τρόμον οὐκ ἠρεμοῦσαν τὴν βάσιν ποιούμενος . ὁ δὲ Ἀπίων
, φλεγμαίνει . χρῶμα γὰρ οὐ μεταβάλλει οὐδὲν ἄλλο οὐδὲ τρόμον ποιεῖ οὐδὲ ψόφον τῶν ὀδόντων οὐδὲ μετοκλάζει καὶ ἐπ
6180871 εἰρυσεν
' ἔβραχεν αἰόλα τεύχη . Εὐρύπυλος δέ οἱ αἶψα πολύστονον εἴρυσεν αἰχμὴν ἐκ χροὸς οὐταμένοιο καὶ εὐχόμενος μέγ ' ἀύτει
νύξ ' ἔγχεϊ ὀκριόεντι αἰδοίων ἐφύπερθε : θοῶς δέ οἱ εἴρυσεν αἰχμὴ ἔγκατα : τοῦ δ ' ὤκιστα ποτὶ ζόφον
6176047 δαμασαι
Ξενοφῶν ἀντιτίθησι τὸν ἤδη ἱππαζόμενονἀπαίδευτον , ἄγριον . πωλεῦσαι , δαμάσαι , πωλοδαμεῖν , ἐκπαιδεῦσαι , ἡμερῶσαι , ἀσκῆσαι ,
δὲ Αἴσωπος λαβὼν ἕψει . ὁ Ξάνθος οὖν θέλων εὐλόγως δαμάσαι αὐτόν , τοῦ Αἰσώπου διά τινα χρείαν εἰς τὸ
6167530 τρωθεντοϲ
οὔτε τούτων οὐδὲν παρεμποδίζει τῇ διαιρέϲει . ἐπὶ δὲ ὀϲτέου τρωθέντοϲ ὁ κατ ' ἐφελκυϲμὸν μόνον παραλαμβάνεται τρόποϲ . εἰ
, καὶ χωρὶϲ ἀναβολῆϲ ὁ θάνατοϲ ἐπακολουθεῖ . πνεύμονοϲ δὲ τρωθέντοϲ εὐρυχωρίαϲ μὲν οὔϲηϲ διὰ τῆϲ τρώϲεωϲ ἀφρῶδεϲ αἷμα κενοῦται
6162990 Μελανιππου
, : Φασὶν ἐν τῷ Θηβαϊκῷ πολέμῳ Τυδέα τρωθέντα ὑπὸ Μελανίππου τοῦ Ἀστακοῦ σφόδρα ἀγανακτῆσαι . Ἀμφιάρεων δὲ φονεύσαντα αὐτὸν
στρέφει θεός . εἰς ἀνδροβρῶτας ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . ἀντήλιοι θεοί καθωσίωσε οὐρὰν δ ' ὑπίλας
6152772 ἠχουντος
πνεῦμα πρῶτον μὲν † ἀπὸ τοῦ ἐν οἷς γίνεται προσημαίνειν ἠχοῦντος , εἶτα τὸ περὶ τὸν ἥλιον πάθος : ἀμαυρότερον
τοῦ κτύπον ἐν τῷ ὄρει ἐγείροντος τῇ φορᾷ ἢ τοῦ ἠχοῦντος ἐν τῷ ὀρούειν καὶ ὁρμᾶν . θΞ ὀροκτύπου ]
6144559 ἀμαυρωϲιϲ
, ὑπέρμετρα δὲ τὴν ἀμαύρωϲιν . γίγνεται δὲ ἐνίοτε ἡ ἀμαύρωϲιϲ καὶ ἐπὶ πληγαῖϲ ἰϲχυραῖϲ κατὰ τῆϲ κεφαλῆϲ ἢ καταπτώϲεϲιν
οὐ πολύ , βραχὺ δὲ μέλαν ἀποϲτάζει , ταχεῖα δὲ ἀμαύρωϲιϲ ὀμμάτων καταλαμβάνει , πόνοϲ τε τοῦ ϲώματοϲ πολυειδὴϲ παντάπαϲιν
6144101 χρυσηλατου
μαντικῶν μυχῶν , μὴ καὶ λαβοῦσα πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν , χρυσηλάτου θώμιγγος ἐξορμώμενον , ἀνῇς ὑπ ' ἄλγους μέλανα πλευμόνων
ἐς ὑγρὸν πόντιον πέσῃ βάθος ; ὃς θεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου τί δῆτα Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων ; τῆς
6139955 χειροτονους
δηλοῖ . χειροτόνους ] μετὰ χειρῶν τάσεως γενομένας . θ χειροτόνους ] ἀπὸ τοῦ τείνω καὶ τοῦ χείρ . Ξ
πατρίδος αὐτῶν φερομένας . χειροτόνους ] τὰς διὰ χειρῶν . χειροτόνους ] τὰς διὰ τάσεως τῶν χειρῶν γινομένας . χειροτόνους
6138085 Νυκτιμου
δὲ καὶ τοὺς υἱοὺς κεραυνοῖ πλὴν Νυκτίμου τοῦ νεωτέρου . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν λαβόντος ὁ ἐπὶ Δευκαλίωνος γίνεται κατακλυσμὸς
καὶ ἡ Ἴλιος καὶ ἡ Τροία μία πόλις γεγόνασι . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος ὁ κατακλυσμὸς ὡς ληροῦσι ,
6137088 ἑρπῃ
ποδῶν δὲ μᾶλλον . ἢν δὲ ἐπὶ μέζον τὸ κακὸν ἕρπῃ , πυρετοὶ λυγγώδεεϲ : ϲφυγμοὶ ἀταξίῃ πυκνοὶ καὶ ϲμικροί
ἐϲ ἀναπνοὴν ἑτοίμη . ἢν δὲ ἐπὶ μέζον τὸ κακὸν ἕρπῃ , μῆλα ἐρυθρά : ὀφθαλμοὶ προπετέεϲ , ὡϲ ἐπ
6134977 φλυαρου
ἢ λήρους καθολικῶς εὐτελῆ τινα ἐκ τοῦ λήρου , τοῦ φλυάρου καὶ περιττοῦ . λήρους ] οἱ μέν φασι τοὺς
παρὼν δείξεις ἐάν τις αὐτὰ βούληται σκοπεῖν . ὄχλος εἶ φλυάρου μεστός , ὦ πόνηρε σύ , δίκαια τὸν κλάοντα
6130438 πτωματος
βελῶν . τοῦ δὲ Πολυπέρχοντος ἀνακαθαίροντος πάντα τὸν τόπον τοῦ πτώματος καὶ τοῖς θηρίοις ἀθρόοις διὰ τούτου τὴν ἔφοδον ποιουμένου
τὴν συνουσίαν ἐποίησεν οὐκ ἀργήν . ὀλίγον οὖν πρὸ τοῦ πτώματος ἡ γυνὴ συνέλαβεν . ἀλλὰ διὰ τοὺς κινδύνους καὶ
6127660 σπαται
ὡς ἄνοπλος ὑπ ' οὐθενὸς κωλυόμενος ἐπὶ τὸ βῆμα , σπᾶται τὸ ξιφίδιον , ὃ τῆς περιβολῆς ἐντὸς ἔκρυπτε ,
καὶ τὰ στήθεα , [ καὶ ] οἰμώζει . Οὗτος σπᾶται σφόδρα , ὥστε μόλις κατέχεται ὑπὸ τῶν παρεόντων ,
6127642 ἀνακρουων
χαλκῷ : ἀγκίστρῳ . Πεῖρεν : ἐσούβλισεν , ἐκέντησεν . ἀνακρούων : ἀνελκύων . ἐέργων : κωλύων . Ἀναγκαίῃσι :
: τῶν δὲ ἐν Ὀδυσσείᾳ διὰ μουσικῆς παιδευόντων ὁ μὲν ἀνακρούων τοὺς μνηστῆρας τῆς τε ἐς τὴν Πηνελόπην ὕβρεως καὶ
6126638 κλυδωνιου
ἡσυχίᾳ . εὐδίᾳ ] + ἤγουν ἐκτὸς ταραχῆς γέγονεν . κλυδωνίου ] τῆς προσβολῆς τῶν πολεμίων καὶ τῆς ἐκ τούτων
, οἷος πλέων τὰς ἄκρας φάσκειν ἡμιολίας εἶναι : καὶ κλυδωνίου γενομένου ἐρωτᾶν , εἴ τις μὴ μεμύηται τῶν πλεόντων
6125229 τραγικου
, ἀθανατίζεται μᾶλλον ἢ φθείρεται κατὰ τὸ φιλοσοφηθὲν ὑπὸ τοῦ τραγικοῦ ” θνῄσκει δ ' οὐδὲν τῶν γιγνομένων , διακρινόμενον
, ὅτε κακῶς τὴν Ὑψιπύλην ὑπεκρίνατο : μή με Λεοντῆος τραγικοῦ κεναρηφαγον ηχος λεύσσων Ὑψιπύλης ἐς κακὸν ἦτορ ὅρα .
6122361 μελαγχρως
δὲ μεθῆκεν : τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ
, εἰκῇ συμπεφορημένος , κρατεραύχην , βραχυτράχηλος , σιμοπρόσωπος , μελάγχρως , γλαυκόμματος , ὕφαιμος , ὕβρεως καὶ ἀλαζονείας ἑταῖρος
6119398 Μισος
εὐπαράγωγον φύσει τῶν αἰσθήσεων , αἷς μόλις ἴσχυσα ἐπιβῆναι . Μῖσος μὲν δὴ τοῦ λεχθέντος δρασμοῦ γέγονεν αἴτιον , φόβος
τῶν ἰχθύων . ἔχθεα : μίση , τὰς ἔχθρας . Μῖσος τὸ μῖ ι δηλονότι ἀπὸ τοῦ μισῶ , μῦσος
6117557 ἀπομορξατο
: τὴν δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκε , καί ῥ ' ἀπομόρξατο χερσὶ παρειὰς φώνησέν τε : “ ἦ με μάλ
Γάλλος ἐρημαίην ἤλυθ ' ὑπὸ σπιλάδα , ὑετὸν ἄρτι κόμης ἀπομόρξατο , τοῦ δὲ κατ ' ἴχνος βουφάγος εἰς κοίλην
6115374 φοιτος
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ
6114613 Ἀκταιων
ἐγκύμων ἐγκύμονος , κατάπυγος καταπύγων καταπύγονος : διὰ τοῦτο τὸ Ἀκταίων ἀναλογώτερόν ἐστι φυλάττον τὸ ω ἐν τῇ γενικῇ ,
ὀλίγου δεῖν ὑπὸ τῶν Κυνικῶν ἐγώ σοι διεσπάσθην ὥσπερ ὁ Ἀκταίων ὑπὸ τῶν κυνῶν ἢ ὁ ἀνεψιὸς αὐτοῦ ὁ Πενθεὺς
6108088 ἐπαυσω
οὐδεπώποτε ἐμαυτὸν ἡγησάμην ῥητορικόν , σὺ δ ' οὐδεπώποτέ με ἐπαύσω τοῦτο καλῶν . εἰ δὴ σὺ μὲν θεῖος καὶ
, τὸν ἐκ τοῦ τάφου περιβόητονεὖ οἶδα ὅτι οὐκ ἂν ἐπαύσω γελῶν , οὕτω ταπεινὸς ἔρριπτο ἐν παραβύστῳ που λανθάνων
6107337 γεγωνοτερον
προφητεύειν ἑαυτοῦ καὶ τοῦ περὶ τῷ στέρνῳ τρίποδος συνιέντα . γεγωνότερον γὰρ οὕτω καὶ ἀληθέστερον τὰ λόγια ἐκδώσει : ὅθεν
' ἔβαλες : ἀγρίως βοήσασα . τὸ γὰρ ὦ τάλας γεγωνότερον εἶπεν ὁ χορός : θωΰξασα : θηριώδει βοῇ χρησαμένη
6106722 ἠκονημενος
. συθεὶς ] ὁρμηθεὶς , κατασκευασθείς . . θηκτὸς ] ἠκονημένος . πικρὸς ] ὑπῆρξε . . δατητὰς ] μεριστής
οὐκ ἤκουσάς μου : ἐπινοιῶν καὶ μηχανημάτων χρεία ἐστίν : ἠκονημένος ὑπὸ τῆς ὀργῆς : ἀντὶ τοῦ ὀργισθείς : ὄλοιο
6097997 χαροπου
πελάγιζεν : ἐπεὶ πολὺς αἰὲν Ὀρόντης ἵετ ' ἐπειγόμενος , χαροποῦ δ ' ἐπελήθετο πόντου , δαιόμενος Νύμφης κυανώπιδος Ὠκεανίνης
φιλομειδὲς ἐν παρειᾷ μάλιστακαὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κέκρανται μὲν ἀπὸ τοῦ χαροποῦ ἐς τὸ μέλαν , παρέχονται δὲ τὸ μὲν ἱλαρὸν
6093793 ὑφαιμος
περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος , ἔθανεν . Ἐκ
: ἡ δὲ ῥίζα δακτύλου πάχος , τὴν δὲ χρόαν ὕφαιμος ἐν τῷ θέρει γινομένη καὶ βάπτουσα τὰς χεῖρας .
6081270 κνησμου
δ ' ἔστιν ὄγκος χαῦνος ὕδατι ἐοικὼς ἐξαίφνης ἐπιγενόμενος μετὰ κνησμοῦ κατὰ τὸν μέγαν κανθὸν , μάλιστα δὲ προηγησαμένου μυίας
. οὕτως Ὠρίων . . . . αἱμωδεῖν : τὸ κνησμοῦ , ὡς καὶ αἱμάσσεσθαι . παρὰ νάρκη . οὕτως
6078908 παλλεσθαι
σεσηρέναι καὶ διαχάσκειν ποιεῖ . ἢ παρὰ τὸ σείεσθαι καὶ πάλλεσθαι . ὁμοίως δὲ καὶ πάντα τὰ ἄστρα σείρια καλοῦσιν
πάλλεσθαι πρὸς τὴν ἄρσιν τοῦ λαγχάνοντος , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι τὴν καρδίαν τῶν κληρουμένων . ὅθεν ἁμαρτάνουσιν οἱ γράφοντες
6075668 ἀρδις
παρωνύμως προφῆτις , οἰκέτης οἰκέτις , οὕτως ἄρτης ἄρτις καὶ ἄρδις . ἢ παρὰ τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν
τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν σίδηρον , ἄρις καὶ ἄρδις . οὕτως Ἐπαφρόδιτος , . , , . .
6075301 ὠτειλαι
οὖρα δὲ ἀφίησιν ὕφαιμα ἡ κύστις . εἰ δὲ καὶ ὠτειλαί εἰσί τινες παλαιαὶ περὶ τὸ σῶμα , ῥήγνυνται καὶ
τῶν πληγέντων ὑπὸ αἱμορροΐδος ῥήγνυσθαι καὶ τὰς οὐλάς . * ὠτειλαί : ἤτοι οἱ τύποι οἱ δηχθέντος αὐτόματα τραύματα .
6057402 μισουμενον
εὔνουν τὸν ἄνδρα ποιεῖ : τὸν γὰρ ὑπ ' ἐκείνου μισούμενον οἴεται προσήκειν εὖ πάσχειν ὑφ ' ἑαυτοῦ . τὰ
μουσῶν ὀνόματα : παράδοξον δὲ τὸ δι ' ὑπερβολὴν ὠμότητος μισούμενον , οἷον πένης καὶ πλούσιος ἐχθροί , κατεγνώσθη ὁ
6050479 λακτιζει
κέντρα κῶλον ] πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνει ὁ βοῦς : λακτίζει γὰρ κεντούμενος ὑπὸ κέντρου : ὥστε λακτίζων πρὸς κέντρον
τοῦ φόβου . ἡ καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει , καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα
6047276 ἐβοησεν
χάριν ὁμολογοῦντι τῆς σωτηρίας . Πάλιν οὖν ἡ Χλόη μέγα ἐβόησεν , ὁ δὲ Δάφνις ἐγέλασε : καὶ προφάσεως λαβόμενος
χαλεπῶς , φοβερά . . κέκραγεν ] βοᾷ . , ἐβόησεν , ἠχεῖ , ἤχησεν . . ἀτρέμας ] ἡσύχως
6043516 ἀλδαινειν
κατὰ τὴν αὔξησιν . οὕτω Μεθόδιος . . . . ἀλδαίνειν : τὸ αὐξάνειν : παρὰ τὸ ἅλλεσθαι κατὰ τὴν
] στωμυλευομένην . ῥέουσαν ] + χέουσαν , πέμπουσαν . ἀλδαίνειν ] αὔξειν . ἀλδαίνειν ] αὐξάνειν . θΞ τὸ
6042491 μανιωδως
σεδιὰ μέσου γὰρ ὁ στίχος τοῦ ἄρχετε . φορήται : μανιωδῶς φέρεται . καθόλου τὰ εἰς ται ῥήματα , ὅταν
καὶ ἐπιθυμητικαῖς ὁρμαῖς τῆς ἀφροδίτης . Οἰστρηδόν : ἐρωτικῶς , μανιωδῶς , μετ ' οἴστρου ἤγουν ἔρωτι κινούμενοι . Εἱλομένων
6041996 πρωκτου
καὶ ὀρθοπύγιον λεγόμενον : τοῦτο δέ ἐστι τὸ ἐπάνω τοῦ πρωκτοῦ ἤγουν τοῦ κώλου ἱστάμενον τῶν ὀρνίθων , ἰδίως δὲ
ἁλοὺς : Κρατηθείς . . διασείεται , τὰς τρίχας τοῦ πρωκτοῦ τίλλεται : αὕτη γὰρ ὥριστο δίκη τοῖς μοιχοῖς πένησιν
6041930 συριγμου
κατέπεσον καὶ ἀπέθανον , ὁ δὲ εἷς δράκων εἰσῆλθε μετὰ συριγμοῦ καὶ βοῆς . δηλοῖ δὲ τὴν ἅλωσιν τὴν τότε
ἐκ τῶν ὄφεων πρὸς μίμησιν τοῦ θρήνου καὶ τοῦ γινομένου συριγμοῦ ἐκ τῶν ὄφεων ἐπενόησε τὴν αὐλητικὴν , ἣν καὶ
6041406 ἐκχυσιν
. ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς ἀβύσσου πάντων ὑδάτων . ἴδον τὸ στόμα τῆς
ἥβῃ , ἀπὸ φλεβέων τε καὶ νεύρων πλέγμα , οὔρων ἔκχυσιν ποιεύμενον , συνουσίης ὑπουργὸν , φύσιος ὕπο δεδημιούργηται ,
6038797 κρουνος
δίκην , αἰσθητικῆς ἔκαμνε πεντάδος μέτρον : τῶν ὀμμάτων γὰρ κρουνὸς ἔρρει δακρύων , ὀσφρήσεως πῦρ , ἦχος ἐκ τῶν
κλύω δ ' ἐπάρας κρᾶτα μυχθισμὸν νεκρῶν : θερμὸς δὲ κρουνὸς δεσπότου παρὰ σφαγῆς βάλλει με δυσθνήισκοντος αἵματος νέου .
6037440 συνηγορουσιν
, δίμετρον ἀκατάληκτον καὶ τὸ βʹ πενθημιμερές , τὸ ” συνηγοροῦσιν ἐκ τίνων “ καὶ τὸ ” ἐξ εὐρυπρώκτων “
ἰαμβεῖα καὶ μονόμετρα ἑξῆς κʹ , ὧν τὸ πρῶτον ” συνηγοροῦσιν ἐκ τίνων “ δίμετρον ἀκατάληκτον : τὸ βʹ ”
6036547 ἐμειται
καὶ ϲιτία νεωϲτὶ προϲενεγκάμενοι τύχοιεν καὶ μάλιϲτα ποτόν , ταχέωϲ ἐμεῖται ” ὠφελιμώτατοϲ δέ ἐϲτιν ἔμετοϲ φλέγματοϲ καὶ χολῆϲ ϲυμμεμιγμένων
, τοῦ δ ' ἐκτὸς περιστελλομένου τε καὶ συνεπωθοῦντος , ἐμεῖται δὲ θατέρου μόνου τοῦ ἔξωθεν ἐνεργοῦντος , οὐδενὸς ἕλκοντος
6034773 σκωληκος
τρέφει ὄμβριος αἶα τὰ ἔντερα τῆς γῆς . ἕλμινς εἶδος σκώληκος , ἀπὸ σήψεως τῇ γαστρὶ ἐγγινόμενον . . *
γὰρ οὕτως ταῦτα ἔχει , βαλὼν κάθευδε καὶ τὰ τοῦ σκώληκος ποίει , ὧν ἄξιον ἔκρινας σεαυτόν : ἔσθιε καὶ
6034616 δηγμου
ποθέντα , τὰ αὐτὰ ἀλγήματα κοιλίας καὶ ἐντέρων ἐπιφέρει μετὰ δηγμοῦ σφοδροῦ : ὅθεν προςφέρειν δεῖ ἅπαντα , ὅσα μετὰ
διεφθορότων ὁ λυγμὸς γίνεται , ὃ καὶ διὰ καύσεως καὶ δηγμοῦ τοῦ στομάχου αἰσθάνοιτο , ὕδωρ χλιαρὸν πίνοντας κέλευε πολυεμεῖν
6034427 ὑπορρεοντος
λειπόμενα κατὰ τὴν ποίησιν . τοῦ γὰρ κόσμου κατὰ μικρὸν ὑπορρέοντος εἰς τοῦτο ἔδει τὸ ἁμάρτημα κατενεχθῆναι καὶ δοκεῖν λαλεῖν
. τὸ θηρίον τοῦτο τί ἐστιν , ὁ τόκος ; ὑπορρέοντος ] προβαίνοντος , ἀναλισκομένου . τί δῆτα τὴν θάλατταν
6033249 λαιμων
: ἀλλ ' ἄσπετον χέασα παμμιγῆ βοὴν δαφνηφάγων φοίβαζεν ἐκ λαιμῶν ὄπα , Σφιγγὸς κελαινῆς γῆρυν ἐκμιμουμένη . τῶν ἅσσα
Λιβυσσᾶν γένος . ἴτω δίκα φανερός , ἴτω ξιφηφόρος φονεύουσα λαιμῶν διαμπὰξ τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος γόνον γηγενῆ :
6028461 εἱλκετο
θρῆνόν φασι τὸν ἐπὶ τῷ ἅρματι γενόμενον , ἐξ οὗ εἵλκετο ὁ Ἕκτωρ . ἀναιρεθέντος γὰρ Ἕκτορος τὸ Ἴλιον ἀπώλετο
προσθεὶς τὸ μετ ' αἰσχύνης . καὶ γὰρ ἤγχετο καὶ εἵλκετο , καὶ φυλακαὶ καὶ ὕπνος νικώμενος , ἔκειτό τε
6027465 Βενιαμην
ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον
ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον
6026425 ἐπειγομενου
, ἐπὴν Νότος ὑγρὸς ἄῃσιν : ἐς Νοτίην δὲ θάλασσαν ἐπειγομένου Βορέαο : Εὔρου δ ' ἱσταμένοιο ποτὶ Ζεφύροιο κέλευθα
λόγους καὶ Βοιωτῶν , οὐχ ὥσπερ νῦν συντέμνοντος οὐδ ' ἐπειγομένου , ἀλλ ' ὡς ἐδυνάμην κατὰ ῥῆμα ἀκριβέστατα ,
6022917 θεραπευμα
δεσμοῖς . Ἀμφιβαλών : περικυκλώσας , περικρατήσας . ἄκος : θεράπευμα . ἀλεωρή : ἐκφυγὴ , ἀποφυγή . Ἀμφιπεσόντος :
αἱρετόν . Ἀθανασία οὐσία ἔμψυχος καὶ ἀίδιος μονή . Ὅσιον θεράπευμα θεοῦ ἀρεστὸν θεῷ . Ἑορτὴ χρόνος ἱερὸς κατὰ νόμους
6021057 μηνιγγες
μυχῷ εἱλεῖσθαι ἢ αὐλίζεσθαι . οἱ δὲ σκέποντες ὑμένες αὐτὸν μήνιγγες λέγονται διὰ τὸ μένειν ἐν αὐτοῖς τὸν ἐγκέφαλον .
, προνεύων εἰς τὸ πρόσθεν . περιειλήφασι δ ' αὐτὸν μήνιγγες δύο , ἡ μὲν ἔνδοθεν ἐρυθροτέρα , ἡ δὲ
6017955 κατεμηνυσεν
λευκαίνεται . μέθη δὲ αὐτὸν ἐξίστη καὶ τὸ μεμεθυσμένον οὐ κατεμήνυσεν ἡ τοῦ λίθου χρόαοὐ γὰρ ἦν αὐτῷ μηχάνημα τὰς
συμμάχοις . ὁ γὰρ δὴ μαντικώτατος Φρυγῶν Ἕλενος ὁ Πριάμου κατεμήνυσεν , ὡς ἔτυχεν αἰχμάλωτος ληφθείς , ἄνευ τούτων μήποτ
6015747 πουλυπος
ὑψώσας στόμα λάβρον ἐπ ' ἠιόνας . ἐκ δὲ καρήνου πούλυπος αἰολόμητις ἀνόστεος ἐς ῥόον ἕρπων ποντοβαφὴς πλοκάμοισι πολυσχιδέεσσι χορεύει
κραιπνὸν ἐόντα δαίνυτ ' ἀφαυρότερός περ ἐὼν καὶ νωθρὸς ἐρωὴν πούλυπος : ἡνίκα γάρ μιν ὑπὸ σπιλάδεσσι νοήσῃ αὔτως ἀτρεμέοντα
6015001 πινοντος
ἀπὸ τοῦ σοῦ στόματος ἔρρεον καὶ Θεμιστοκλέους ἡδομένου καὶ τοῦ πίνοντος σοφιστοῦ καὶ ὡς τὰ δοκοῦντα τῷ Διονύσῳ λέγων αὐτός
μένοντος ἐπὶ κλίνης τοῦ θεραπευομένου ἐφ ' ἡμέρας λ καὶ πίνοντος κυπαρίσσου ἀφέψημα μετ ' οἴνου . τὸ δὲ φάρμακον
6014326 βλαπτοντων
καὶ ὀξέα , ἄλλων ἄλλα μὲν ὠφελεύντων , ἄλλα δὲ βλαπτόντων , ἐϲ ἓν ξυμβῆναι μὴ δυναμένων . Περὶ γονορροίηϲ
ἀπῆλθες . Ὁ Καρπάθιος τὸν λαγών : ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺς βλαπτόντων . οἱ γὰρ Καρπάθιοι νῆσον οἰκοῦντες καὶ λαγωοὺς οὐκ
6012969 γλιϲχρων
. Πολυπόδων θεραπεία . ἤδη προείρηται ὡϲ ἐκ παχέων καὶ γλίϲχρων ὑγρῶν τὴν γένεϲιν ὁ πολύπουϲ ἔχει : καὶ διὰ
τῇ τοῦ πολύποδοϲ τοῦ θαλαττίου ϲαρκί , ἐκ παχέων καὶ γλίϲχρων χυμῶν ἔχει τὴν γένεϲιν . ἡ δὲ θεραπεία κοινὴ
6012868 πιτυριασις
δὲ τὴν κύστιν ταῦτα συνίσταται τὰ πάθη , πάρεσις , πιτυρίασις , λιθίασις , ἕλκωσις , περὶ τὸν τράχηλον μάλιστα
, καμάρωσις , διάτασις ῥαφῶν , ὑδροκέφαλον , ἀχῶρες , πιτυρίασις , μελικηρὶς , ἀθέρωμα , κηρίον . περὶ δὲ
6010640 Ὠτα
ἐς ἰσχία πόνους . Ἐν πυρετοῖσι κώφωσις κοιλίην ἐφίστησιν . Ὦτα ψυχρὰ καὶ διαφανέα καὶ συνεσταλμένα , ὀλέθριον . Βόμβος
περὶ τῶν ἄλλων ζῴων κατὰ τὸ οἰκεῖον ἐκλαμβάνειν δεῖ . Ὦτα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔχειν κωφὸν σημαίνει γενέσθαι καὶ τὰ
6008965 κατατομης
, τὸ δὲ βαρύτερον ὑπὸ τοῦ βαρυτέρου , τῆς αὐτῆς κατατομῆς ἐφ ' ἑκατέρου παρατιθεμένης . Νοείσθω γὰρ τὸ προκείμενον
τμημάτων συμβαίνοντος , ἅτε καθόλου τῆς τῶν ὀξυτέρων τεσσάρων φθόγγων κατατομῆς ὑποβιβαζομένης τοῖς τοῦ διὰ πέντε λόγοις ἡμιολίοις παρὰ τὴν
6002387 καταφρονουντος
τὸ ἦθος . Ἡλικίαν σὴν οὐκ ἔχω : ἐπὶ τοῦ καταφρονοῦντός τινος ὡς ἀνοήτου . Ἢ λέγε τὶ σιγῆς κρεῖττον
τὸ ἦθος . Ἡλικίαν σὴν οὐκ ἔχω : ἐπὶ τοῦ καταφρονοῦντός τινος ὡς ἀνοήτου . Ἢ λέγε τὶ σιγῆς κρεῖττον
5998647 ὠτειλη
ταὐτομάτου : εἴρηται δὲ παρὰ τὸ διελκοῦσθαι τῆν σάρκα . ὠτειλὴ ἡ ἐκ τοῦ σύνεγγυς ὑπὸ σιδήρου πληγή . ἔπαινος
αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρ ' ἄναλτον . τὸ οὐλὴ τοῦ ὠτειλὴ διαφέρει , ὅτι οὐλὴ μέν ἐστιν ἡ ὑγιασμένη σὰρξ
5997995 κεροεσσης
οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνὸν , ὅστ ' ἐν ὕλαις κεροέσσης ὑπολειφθεὶς ὑπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Ζηνόδοτος δὲ μετεποίησεν ἐροέσσης
τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Κράτης Γείτοσι : νῦν
5997136 ἀφυκτως
τὰς τῶν δεσμωτῶν κακουχίας . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν δεσμευθέντων ἀφύκτως . Διὰ φρατόρων κύων : ἐπὶ τῶν ὅπου μὴ
χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον σφυρὸν ἤτοι ἀστράγαλον καὶ πόδα τοῦ ὀρχηστοῦ καὶ
5988673 ἐνθεως
τοιαῦτα ἐπύθετο , ὁ δὲ Πυθαγόρας , οἷος ἦν , ἐνθέως σφόδρα καὶ μετ ' ἀληθείας πάσης ἀπεκρίνατο καὶ πειθοῦς
ποιήμασιν , καὶ ὅσα ἂν ἄλλα εἴποι τις ἐπὶ τοῦ ἐνθέως διακειμένου . τὰ δὲ ποιήματα καὶ ᾠδαὶ καὶ ᾄσματα
5983294 ῥηξιοϲ
. οἱ δὲ τρόποι τρεῖϲ ἔαϲι : ἢ γὰρ ἀπὸ ῥήξιοϲ ἀγγείου , ἢ διαβρώϲιοϲ , ἢ ἀραιώϲιοϲ ἀνάγεται .
πάϲῃ ἰδέῃ ἀναγωγῆϲ τάμνειν φλέβα : ἤν τε γὰρ ἐκ ῥήξιοϲ ἢ διαβρώϲιοϲ , εὐάρμοϲτοϲ φλεβοτομίη , ἤν τε ἐπ
5979534 Ἀγκυλη
δὲ εὐπορίαν . Γόνυ εὐώνυμον ἁλλόμενον ἀηδίαν μεγάλην δηλοῖ . Ἀγκύλη δεξιὰ ἁλλομένη ἀηδίαν δηλοῖ . Ἡ δὲ εὐώνυμος εὐφρασίαν
δεξιὸν κακοπαθείας σημαίνει . Τὸ δὲ εὐώνυμον ἀηδίαν σημαίνει . Ἀγκύλη δεξιὰ ἀηδίαν σημαίνει μεγάλην . Ἡ δὲ ἀριστερὰ εὐφρασίαν
5963583 ῥιγοπυρετον
διὰ τοῦ ο μικροῦ ἕτερόν τι σημαίνει , τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον . ᾐνιγμένον : αἰνιγματωδῶς εἰρημένον . ἠμηχάνουν : Πλάτων
ζῷον . Τούτου τὸ στόμα φορούμενον δαίμονας ἀποδιώκει καὶ πᾶν ῥιγοπύρετον καὶ δύναται ὅσα καὶ ὁ χήν . ἐσθιόμενον δὲ
5961724 ἐξης
γὰρ ἡμῶν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐγχρίσας : τὸ δὲ ἐξῆς ἐν ψευδηγόροις φήμαις τοὺς λόγους καὶ τὴν ἀψευδῆ φρόνησιν
λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ ἐξῆς . ὀλόσχους δέ φησι τοὺς τῶν ῥοιῶν τραχήλους πρότερον
5961555 προστυχοντος
τε γὰρ φύσει ποιητικὴ ἡ σύμπασα αἰνιγματώδης καὶ οὐ τοῦ προστυχόντος ἀνδρὸς γνωρίσαι : ἔτι τε πρὸς τῷ φύσει τοιαύτη
εὐχῆς ἄξιον : οὐ γὰρ ἂν εἰκῇ οὐδὲ ἐκ τοῦ προστυχόντος κατηξιώθη ᾠδῆς , καὶ ἔμεινεν ᾀδόμενον . Εἰ δὲ
5960639 φοινιον
αὐτῷ ἄτη ἀνιηρὴ περικάππεσε : πᾶν δέ οἱ εἴσω ἔζεσε φοίνιον αἷμα , χολὴ δ ' ὑπερέβλυσεν αἰνή , ἥπατι
πατρῴου δ ' ἀντ ' ἐπίξηνον μένει , θερμῷ κοπείσης φοίνιον προσφάγματι . οὐ μὴν ἄτιμοί γ ' ἐκ θεῶν
5960483 Γεγονετω
, κλάσαι εὐθεῖαν τὴν ΑΓΒ ἐν λόγῳ τῷ δοθέντι . Γεγονέτω , καὶ διήχθω ἀπὸ τοῦ Γ ἐφαπτομένη ἡ ΓΔ
διὰ τοῦ Δ ὑπερβολὴν περὶ ἀσυμπτώτους τὰς ΑΒ ΒΓ . Γεγονέτω : κέντρον ἄρα αὐτῆς ἐστιν τὸ Β . ἐπεζεύχθω
5959280 νυχμα
. Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα
γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα

Back