| ὁ δὲ ὄχλος κατεβόα καὶ τὴν φωνὴν τοῦ κινδυνεύοντος ἐκώλυεν ἐξακούεσθαι : τὸ γὰρ πλῆθος τῶν δημοτικῶν , ἀπωσμένον τῆς | ||
| καὶ καχλάζει ἐπὶ μέγα , ὡς καὶ πόρρω ἔτι ὄντων ἐξακούεσθαι τὸν κτύπον τοῦ κύματος . καὶ ἦν μὲν προεξηγγελμένα |
| καὶ σαρκοῦντα τὰς ἰσχνὰς καὶ ἀτρόφους , μεταβάλλοντα δὲ τὰς καχεξίας καὶ τὴν πιμελὴν καθαιροῦντα , καὶ λούοντα μὲν τὰς | ||
| καθ ' αὑτὴν κακῶς , ἀτροφίας δ ' αὖ καὶ καχεξίας καὶ κακοχυμίας καὶ κακοχροίας ἰκτέρους τε καὶ διαρροίας καὶ |
| ἀγνοῶν ἕκαστος τὸ τοῦ πλησίον κακὸν ἐπὶ τῷ ἑαυτοῦ μόνον ἔστενε , προελθὼν δὲ καὶ γνοὺς τὰ τῶν ἄλλων διπλοῦν | ||
| κινυρομένη κενεῷ ἐπαΰτεε τύμβῳ ἐλπομένη τι καὶ ἄλλο κακώτερον : ἔστενε δ ' ἄτην ἀνέρος ἀφραδίῃ , μακάρων δ ' |
| εἰς ΕΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα μὴ πλεοναζούσης τῆς ΕΙ διφθόγγου προπαροξύνεται : Αἰάντειος Ὁμήρειος γαλήνειος Ἱππάρχειος . τὸ δὲ ἀδελφειός ἀπὸ τοῦ | ||
| ἐλπισάντων νικᾶν , εἶθ ' ὑπ ' ἐκείνων ἁλόντων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἀνίπτοις χερσίν |
| ἅδιον , ὦ ποιμήν , τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ καταχές τῆν ' ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ . | ||
| ἂν ἀμέλξῃς . γράφεται καὶ ἔστ ' ἂν ἀμελξῆς . καταχές : τὸ ἐν τῷ καταφέρεσθαι ἠχοῦν ἢ ὅπερ ὑπάρχει |
| τὸ ἀπὸ φόνου ἀνθρώπου καὶ τὸν μολυσμόν . βρύκειν καὶ βρύχειν διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ βρύκειν σημαίνει τὸ τρύζειν | ||
| μαθεῖν ταχύς . βρύκειν μὲν τὸ πρίειν τοῖς ὀδοῦσιν : βρύχειν δὲ ἐπὶ τοῦ λεόντος τὸ βρυχᾶσθαι . ἐξελεύθερος καὶ |
| τούτοις ἀναβολὴν θανάτου τῷ Φαλάριδι ἐχαρίσατο . ὅτι φιλόπαις ἦν ἐκμανῶς Ἀλέξανδρος . Βαγώου γοῦν τοῦ εὐνούχου οὕτως ἥττητο ὡς | ||
| Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς . Δικαίαρχος γοῦν ἐν τῷ |
| οὗ χάριν ἑκάστοτε τὸ τινὸς ἕνεκα γιγνόμενον ἀεὶ γίγνεται . Μόγις ἔμαθον διὰ τὸ πολλάκις λεχθῆναι . Τάχα δ ' | ||
| χεῖρον , ὃς γενόμενος δόγμα πόλεως κοινὸν νόμος ἐπωνόμασται . Μόγις μέν πως ἐφέπομαι , λέγε μὴν τὸ μετὰ ταῦτα |
| . Εἴωθε δὲ πολλάκις τὸ ἔλαιον οὐκ εἰς ἔμετον μόνον ὁρμᾷν . Τοῦτο ποιεῖ διὰ τὴν ἐπιμιξίαν τῶν ἄλλων τῇ | ||
| κεῖσθαι τὴν βόσιν ἢ παρὰ τὸ κίειν τὸ πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾷν : ἡ εἰς τὸ κίειν καὶ ἱέναι βόσιν ἔχουσα |
| : καὶ ἐπὶ τούτων τὰ πλεῖστα ἅπερ ἐς θάνατον . Τοῖσιν ἐλαχίστῳ χρόνῳ μέλλουσιν ἀπόλλυσθαι μέγιστα σημεῖα ἀπ ' ἀρχῆς | ||
| λύγγες : ἀμφὶ πνεῦμα : ἄφοδοι : οἷσι γινώσκομεν . Τοῖσιν ἐμπύοισι τὰ ὄμματα , καὶ ἐκρηγνύμενα μεγάλα ἕλκεα γίνεται |
| ὑπὸ Ἀμφιτρύωνος , ὥστε τὰς μεγάλας συμφορὰς Κυθνώλεις καλεῖσθαι . Λαγὼς καθεύδων : παροιμία ἐπὶ τῶν προσποιουμένων καθεύδειν . Λαγὼς | ||
| : σοβοῦντι δὲ ἐκ τῆς ἀσχολίας ἀπόλωλε τὸ ἔργον . Λαγὼς δὲ θαλάττιος βρωθεὶς καὶ θάνατον ἤνεγκε πολλάκις , πάντως |
| γλώττης ἄκροις τοῖς ὀδοῦσι προσανισταμένης καὶ τοῦ πνεύματος διὰ τῶν ῥωθώνων μεριζομένου , τοῦ δὲ π μύσαντός τε τοῦ στόματος | ||
| τὰς κινήσεις καὶ διώξεις . ἢ σκαρθμὸς ὁ διὰ τῶν ῥωθώνων ἀποσπασμὸς τῶν θηρίων : αὗται γὰρ ἐπισπῶνται τοῖς μυκτῆρσι |
| μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει | ||
| φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται |
| τοῦ Νέου Βόλου . περὶ τοῦ Κανώπου καὶ Κύβου καὶ Κρηνίδων . περὶ τοῦ * * ἐν τῷ καλουμένῳ Βαθεῖ | ||
| τοῦ Πόντου . Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου |
| ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος εἰς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην δεδοικότων . Ἀγαμεμνόνεια φρέατα | ||
| . Ἢ ὅτι κῆπον λιθώδη κτησάμενος οὐκ ἀπέλαυσε τούτου . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην φοβουμένων . Αἰγιαλῷ λαλεῖς |
| τὰς χοιρίνας ⌈ εἰς Γ [ ὡς ] φιλοδικάστην τὰς χοιρίνας ⌈ πιέζων “ Γ [ πιέζοντα κωμῳδῶν ] . | ||
| ὁ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβων . Γ ἢ παρὰ τὰς χοιρίνας ⌈ εἰς Γ [ ὡς ] φιλοδικάστην τὰς χοιρίνας |
| ἡ λέξις παρὰ τὴν μάσησιν ἢ παρὰ τὸ εἰς μικρὰ τίλλεσθαι τοὺς ἄρτους καὶ οὕτως ἐσθίειν . ἐξωμμάτωται : ὅρα | ||
| τὰ τοῦ βίου πταίσματα . Βαΐν : διὰ τὸ βίᾳ τίλλεσθαι . Βουνός : διὰ τὸ βαίνειν τὴν ἄνω . |
| : αἱ μὲν γὰρ λευκαῖς ἵπποις ἐμπεφύκασιν , αἱ δὲ ξανθαῖς συνάπτονται , τὰς δὲ ποικίλλει μέν , ἀποστίλβει δὲ | ||
| αὐχένι . Κυδιόων : δοξάζων , χαίρων . μελιχρύσοισι : ξανθαῖς . ἐθείραις : κορύμβοις . Ὁπλίζεο : ὅπλησον . |
| ] ὡς παῖδα αὐτὸν ἐκτεῖναι ἐδόκει ἐν τοῖς σπαργάνοις . ὁρμίσαι ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἔδοξεν . χρήιζοντα ] πρὸς | ||
| τοῦ ζεύγματος : τῆς γεφύρας . ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἔφη ὁρμίσαι τὰ πλοῖα . οὐκ ἀτόπως : οὐκ ἀκόσμως . |
| τὸν δυνάμενον , τὸν σχολάζοντα : τὸν δὲ τρέμοντα καὶ ταρασσόμενον καὶ ῥηγνύμενον ἔσωθεν τὴν καρδίαν ἄλλῳ τινὶ δεῖ προσευκαιρεῖν | ||
| ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , φερόμενον . θ ὀρρόμενον ] ἐπερχόμενον |
| δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ καὶ ἀποβολῇ τοῦ ι ἀμύσσω | ||
| ἵνα κρυβῶσιν ἐν αὐτῇ . ἀμυσσάμενοι : ὀρύξαντες ἀπὸ τοῦ ἀμύσσω τὸ κεντῶ , περιβαλόμενοι . Ὑποπτήσσουσιν : κεῖνται . |
| καὶ οὕτω λέγουσιν : ἐς Μακαρίαν καὶ εἰς Μακαρίαν . βαμβαίνων : βῆματα [ ] πρὸ βήματος βαίνων , κατὰ | ||
| . . βαμβαίνων Κ . . , = . : βαμβαίνων : διὰ τρόμον οὐκ ἠρεμοῦσαν τὴν βάσιν ποιούμενος . |
| . Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γῆρας λέοντος κρεῖσσον ἀκμαίων νεβρῶν . Γῆς ἔντερα | ||
| . Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ |
| τοῦ Εὐφράτου : διὰ δὲ τοῦτο κατὰ τὰς ἐκβολὰς ὀνομάζεσθαι Πασίτιγριν . Νέαρχος δὲ τὸν παράπλουν τῆς Σουσίδος τεναγώδη φήσας | ||
| Περσίδος , ἀπέχουσαν Σούσων σταδίους * ἑξήκοντα : τὸν δὲ Πασίτιγριν ἀπὸ τοῦ Ὀροάτιδος διέχειν περὶ δισχιλίους σταδίους : διὰ |
| δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι . Φίλοις ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι . Κέρδος αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . | ||
| βίῳ : Ἀγαθοποιὸς δ ' εἰ πάρεστι τῷ τόπῳ , Κέρδος δίδωσιν ἐκ βροτῶν πενεστάτων . Καὶ ταῦτα βίβλος Βαβυλωνίων |
| ' ἄλλαις : “ πολλὰς δ ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας . ” καὶ ἐπὶ τοῦ “ προθέλυμνα χαμαὶ | ||
| ἤλειψεν λίπ ' ἐλαίῳ , αὖτις ἄρ ' ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Ὀδυσσεὺς θερσόμενος , οὐλὴν δὲ κατὰ ῥακέεσσι κάλυψε |
| μηδὲν συνεπιστελλέτω μηδὲ ἐπαινείτω τὰ πεμπόμενα . Πλούσιος πλουσίῳ μηδὲν πεμπέτω μηδὲ ἑστιάτω Κρονίοις ὁ πλούσιος τὸν ἰσότιμον . τῶν | ||
| ἄρχουσι δηλωσάτω . δηλωθέντων δέ , ἡ πόλις εἰς Δελφοὺς πεμπέτω : ὅτι δ ' ἂν ὁ θεὸς ἀναιρῇ περί |
| στέρνα χαλεπῶς καὶ ἐς τὸν τράχηλον ὑπέρῳ βαρυτάτῳ , καὶ πίπτοντι ἤδη καὶ περισωθέντι μόλις ὑπὸ τῶν Μακεδόνων ἀναρρηξάντων τὰς | ||
| τότε φασὶν ἀληθὲς ὑπάρχειν , ὅταν τῷ ὑπὸ τὴν δεῖξιν πίπτοντι συμβεβήκῃ τὸ κατηγόρημα , οἷον τὸ καθῆσθαι ἢ τὸ |
| ὧν εἴσω φθείρεται ; ἢ πολεμίους μὲν εἴσω τείχους παρελθόντας φοβερωτέρους κρίνομεν , αὐτοὺς δὲ ἐν μέσῃ τῇ πόλει πολεμεῖν | ||
| ἐκ τάφου προήγαγες εἰς θάλασσαν καὶ τῶν κυμάτων τοὺς πειρατὰς φοβερωτέρους ἐπέστησας . τὸ δὲ περιβόητον κάλλος εἰς τοῦτο ἐκτησάμην |
| λάβηι , κρεμᾶι ] παραχρῆμα . δυσχρήστως γέ πως [ ζυγομαχῶν ] τοῦτον οὔθ ' ὅτωι τρόπωι ἀναγκάσαι τις εἰς | ||
| . τὴν ἀξίαν δεῖ γαμεῖν τὸν ἄξιον . ὥσπερ Φιλάμμων ζυγομαχῶν τῷ Κωρύκῳ . ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖ |
| παροξύνεται : στωμύλος αἱμύλος στρογγύλος ἀγκύλος καμπύλος . τὸ δὲ αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ | ||
| πέλαγος , τὸ λίαν κεχηνός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλος , οἱονεὶ ὁ πάνυ συλῶν καὶ ἁμαρτάνων . ἀντὶ |
| ἁρπακτικάς . βδελύκτροποι ] ἃς ἰδών τις , φησὶ , βδελύξαιτο καὶ τραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ | ||
| ἁρπακτικάς . Βδελύκτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ |
| . συθεὶς ] ὁρμηθεὶς , κατασκευασθείς . . θηκτὸς ] ἠκονημένος . πικρὸς ] ὑπῆρξε . . δατητὰς ] μεριστής | ||
| οὐκ ἤκουσάς μου : ἐπινοιῶν καὶ μηχανημάτων χρεία ἐστίν : ἠκονημένος ὑπὸ τῆς ὀργῆς : ἀντὶ τοῦ ὀργισθείς : ὄλοιο |
| βαρβαρικῶς τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὁ δοῦλος . τὸ θρέττε ] τὸ θαρσαλέον , βαρβαριστί , παρὰ τὸ θαρρεῖν | ||
| ] τὸ θαρσαλέον . θρέττε : ἀντὶ τοῦ θαρσαλέον : θρέττε γὰρ βαρβαρικῶς τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὁ δοῦλος |
| Βδελύτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ τῶν ὀμμάτων | ||
| Βδελύκτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ τῶν ὀμμάτων |
| καταιγίδας . καὶ ὅτι πτῶσις ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας , | ||
| τῶν τοιούτων ὀνομάτων Ἀττικόν ἐστιν . Ὅμηρος ἐπὶ τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν . Κρατῖνος ὁμοίως τῷ ἄνηστις ἀντὶ τοῦ νῆστις |
| ' αὐχένας ξυνωρίδων . πανοὺς δ ' ἔχοντας χρὴ μένειν Τυρσηνικῆς σάλπιγγος αὐδήν : ὡς ὑπερβαλὼν τάφρον τείχη τ ' | ||
| πορθήσων ἐμήν ] . ἐπεὶ δ ' ἀνήφθη πυρσὸς ὣς Τυρσηνικῆς σάλπιγγος ἠχή , σῆμα φοινίου μάχης , ἦιξαν δράμημα |
| ἀπὸ τῆς γῆς μετὰ φόβου καὶ σπουδῆς ἐς τὴν θάλασσαν ἀφεώρων , ὡς ἐν τῇδε καὶ αὐτοὶ περὶ τῆς σφῶν | ||
| τειχῶν ἐς τοὺς πρέ - σβεις , ὁπότε ἥξουσιν , ἀφεώρων καὶ βραδύνουσιν αὐτοῖς ἤχθοντο καὶ τὰς κόμας ἐτίλλοντο : |
| , ἅμα τῇ ἀμφιπόλῳ προϊὼν ἐκ τοῦ αὐλίου τὰ ἄστρα ἐθηεῖτο , καὶ θηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . | ||
| καὶ ἡ γυνή : ἐσελθοῦσαν δὲ καὶ τιθεῖσαν τὰ εἵματα ἐθηεῖτο ὁ Γύγης . Ὡς δὲ κατὰ νώτου ἐγένετο ἰούσης |
| Ἀττικοὺς ἔκτισαν πόλιν , καὶ ἱδρύσαντο ἱερὸν Ἀχαιᾶς Δημήτερος . Ἀχλύς : σκότος , παρὰ τὸ τὰς ὄψεις ἡμῶν λυπεῖν | ||
| τῷ ἀρᾶσθαι εἰς οὐρανὸν ἐκτείνειν * * τὰς χεῖρας . Ἀχλύς , ἡ ἄγαν εἰλύουσα καὶ ἀποκρύπτουσα τὰ ὁρᾶσθαι μέλλοντα |
| μ ' Ἀργείων ἢ Φθιωτᾶν ἢ νησαίαν ἄξει χώραν δύστανον πόρσω Τροίας ; φεῦ φεῦ . τῶι δ ' ἁ | ||
| Τὸ προσαίνειν ἀντὶ τοῦ τρέφειν . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ πόρσω , τὸ μακράν , ἐξ οὗ καὶ πόρσιον τὸ |
| καιρὸς καὶ βραχεῖα ῥοπὴ τύχης ταπεινοῖ πολλάκις τοὺς ὑπερη - φάνους . εἰ δ ' , ὅπερ εἰκός ἐστι , | ||
| . ἐπεὶ δέξαντο : ἀντὶ τοῦ ἐπεδείξαντο τοὺς στε - φάνους οὓς ἔλαβον πᾶσιν . ἐπειδὴ καὶ αὐταὶ αἱ ἡμίονοι |
| πολύφωνον μέλος τῶν αὐλῶν κατεσκεύαζεν . ἐρρύσατο δὲ πόνων : ἐπεδίωξαν γὰρ τὸν Περσέα μέχρι Βοιωτίας . ὄφρα τὸν Εὐρυάλας | ||
| ταῖς ναυσὶν ἐς μάχην τε κατέστησαν πρὸς αὐτοὺς καὶ νικήσαντες ἐπεδίωξαν καὶ ὁπλίτας τε οὐ πολλοὺς ἀπέκτειναν καὶ τὰς ναῦς |
| τοῦ α εἰς ο ὅσιος . . . , : ὄτριχας οἰέτεας : οἷον ὁμότριχας . καὶ ἐν τῷ οἰέτεας | ||
| ' ὀπισθίδια . ἐνθάδε ὦν κἠγὼ παρ ' ὑμὲ τοὺς ὄτριχας ἐξορμίζομαι πλόον δοκάζων : ποντίναι γὰρ ἤδη τοῖς ταλικοῖσδε |
| γνώμης τοῦ τε μηδὲν ἐξ ἀρχῆς βεβουλεῦσθαι , ὥσπερ αὖ κραταιᾶς εὖ μάλα καὶ μετὰ λογισμοῦ καὶ ψήφου τοῖς πράγμασιν | ||
| Τηλέμαχον ὁπλισάμενοι ἀπαντῶσιν ἔξω τῆς πόλεως , καὶ γενομένης μάχης κραταιᾶς πίπτουσιν οἱ ὑπὲρ τῶν μνηστήρων πολεμήσαντες ἀριστεύοντος τοῦ Τηλεμάχου |
| λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπορωτάτων . Γύγου δακτύλιος | ||
| ἡ πτῆσις τῆς γλαυκὸς νίκης σύμβολον τοῖς Ἀθηναίοις ἦν . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἐπὶ τῶν πάνυ πτωχῶν . Ἀντὶ τοῦ |
| ἀνάσχου . ἀσπουδεί χωρὶς πάσης σπουδῆς , ἄνευ κακοπαθείας . ἀσταχύεσσιν στάχυσιν . ἄσβεστος μεταφορικῶς ἀκατάπαυστος , ἀκατάληκτος . ἀσπιστάων | ||
| λήιον ἐλθών , λάβρος ἐπαιγίζων , ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν : ἡ διπλῆ ὅτι χωρὶς προθέσεως εἴρηκεν ἀντὶ τοῦ |
| καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν | ||
| , κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ , |
| τεχθέντων καὶ ὁμοίως λεγομένων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ὁ Αἴας γὰρ παραφροσύνην νοσήσας καὶ μανεὶς | ||
| ἐπὶ τῶν μηδὲν ὠφελούντων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Αἲξ οὔπω τέτοκεν , ἔριφος δ ' |
| κέρδος εἶναι καλῶς τινα ἀποθανεῖν , πολὺ δὲ εἶναι ῥᾷον ἀηττήτοις οὖσιν ἔτι καὶ τὰς τόλμας καθεστηκόσιν ἐξ ἴσου προθυμίᾳ | ||
| ὡς ἐφ ' ὁμολογουμένῃ νίκῃ πρὸς τὸν ἀγῶνα ἵεντο φρονήμασιν ἀηττήτοις : καὶ συμπλακέντες τοσαύτῃ περιουσίᾳ ῥώμης καὶ τόλμης ἐχρήσαντο |
| γοεδνά . ἀύτει δ ' ὀξύ . καὶ τάδ ' ἔρξω . πέπλον δ ' ἔρεικε κολπίαν ἀκμῇ χερῶν . | ||
| ] λαξωπ [ ⸐ ἕως ἂν εὖ κρύψῃ τ [ ἔρξω τὸ π ! [ . . . [ ] |
| . τὰς πυέλους : τὰς ἐμβάσεις . ΓΘ πυέλους ] λεκάνας . ἀποδοθήσεται : ὡς τοῦ Κλέωνος ἀποστεροῦντος . ΓΓΘ | ||
| εἰσελθεῖν εἰς τὸ λουτρόν , καὶ περιχύσασθαι δύο ἢ τρεῖς λεκάνας , εἶτα ἐξελθεῖν καὶ ἀποσπογγίσασθαι καλῶς , καὶ οὕτω |
| θέρμην φησί . σμήριγγας τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας . × σμήριγγας τρίχας παρὰ τὸ μερίζω μερίσω μέριγξ καὶ μῆριγξ : | ||
| τοῦ ἐγκεφάλου ἀραιὰς μήνιγγας τῆς κατοικίδος ὄρνιθος . γράφεται καὶ σμήριγγας : οὕτω δὲ λέγουσι τὰς τρίχας τὰς ἐπὶ τῶν |
| ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμῶνα ῥεῖν . Χοῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥυφᾶν . | ||
| μεταλαμβανόμενον ὁ τὸν χοῖρον ψάλλων τοῦτ ' ἔστι τίλλων . Χοῖρος δὲ γυναικεῖον αἰδοῖον . . , : Μωρότερος εἶ |
| . . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . . | ||
| βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος |
| μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς | ||
| χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ , |
| τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων | ||
| Γέροντα δ ' ὀρθοῦν φλαυρόν , ὃς νέος πέσοι . Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων |
| τοῦ ω εἰς υ . ὡς παρὰ Σαπφοῖ , χελώνη χελύνη . Ἅρπυια , παρὰ τὸ ἅρπω , οὗ παράγωγον | ||
| : παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ παρὰ τὸ μυγμή γίνεται μύγμων καὶ ἀμύμων |
| καὶ τοὺς ἐπὶ τῶν δωμάτων κόρακας ἐκ πολλῆς τῆς κατηχήσεως κράζειν τὴν κατ ' αὐτὸν τοῦ συνημμένου κρίσιν , εἴποι | ||
| Γ πῶς δ ' ἂν πεποιθοίη τις : διὰ τὸ κράζειν καὶ βοᾶν τὸν συκοφάντην λέγει ὁ χορὸς ὅτι πῶς |
| ἀπὸ δὲ συμβαίνοντος τὸ προηγούμενον , οἷον ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσι . τὸ λεύκαινον γὰρ εἶπεν ἀντὶ τοῦ συντόνως | ||
| . Ἀλλ ' ὅτε δὴ Πριάμοιο δόμον περικαλλέ ' ἵκανε ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ πεντήκοντ ' ἔνεσαν |
| ψάμμος . Κύει : συλλαμβάνει , ἐγκυμονεῖ , γεννᾷ . ὁλκούς : σώματα , περιφραστικῶς τὰ συρόμενα σώματα , ἢ | ||
| , οἷον : δὴ τότ ' , ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς : τετρηχότος σημαίνει τεταραγμένους , ὁλκοὺς τὰς ἐκχύσεις . |
| καμάτου ἐπιδεύεται , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος | ||
| δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἔθος . |
| Τετυφότες , τετυφυῖαι , τετυφότα . Ἑνικά . Τετυπώς , τετυπυῖα , τετυπός . Δυϊκά . Τετυπότε , τετυπυία . | ||
| τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ θηλυκὸν ἡ τετυπυῖα , τὸ οὐδετέρον τὸ τετυπός . Ὁ τύψας μετοχὴ |
| πρὸς τὸ νηπιώτερον : πόρρω γὰρ ἑστὼς ὁ θεὸς ἐγγύθεν κλύει ὅστις λέγει † κακὰν † φρονῶν σιγῇ στένει ἄγει | ||
| δὲ θηρὸς ὡς νεαιρέτου . ἦ μαίνεταί γε καὶ κακῶν κλύει φρενῶν , ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον ἥκει , |
| ' ἀρχὰϲ μὲν οὖν ἐντυχόντεϲ τῷ κάμνοντι μετὰ τὴν τῶν ϲκυβάλων διὰ κλυϲτῆροϲ κένωϲιν φλεβοτομίαν ἀπ ' ἀγκῶνοϲ παραλάβωμεν μετὰ | ||
| ἐλάχιϲτον καὶ γίγνεται χρήϲιμον ἐπὶ τῶν διὰ ἕλκωϲιν ἐντέρων κατεχομένων ϲκυβάλων καὶ ἐπὶ τῶν ῥυπαρῶν ἑλκῶν ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ . |
| τὸ δ ' αἷμα τὸ μὲν παχύτατον ὑπὸ τῶν σαρκωδῶν ἐκπίνεται : ὑπερβάλλον δὲ εἰς τοὺς τόπους τούτους λεπτὸν καὶ | ||
| τῶν ἐφόδων τοῦ ἡλίου καὶ ὑπὸ τὴν μεσημβρίην πνέων , ἐκπίνεται τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τοῦ ἡλίου : ἀποξηραινόμενος δὲ ἀραιοῦται |
| δ ' ἁπαλαῖς χερσί : πολλαὶ δὲ γυναῖκες κατερεικόμεναι καὶ σχίζουσαι τὰς καλύπτρας καὶ τοὺς ἰδίους χιτῶνας τέγγουσι καὶ βρέχουσι | ||
| πολλαὶ δ ' ἁπαλαῖς ] πολλαὶ δὲ γυναῖκες κατερεικόμεναι καὶ σχίζουσαι τὰς καλύπτρας καὶ τοὺς ἰδίους χιτῶνας τέγγουσι καὶ βρέχουσι |
| Τρίτῃ , ἐχάλασεν . Τετάρτῃ , σπασμώδης , ἄφωνος , ῥέγχος , ὀδόντων ξυνέρεισις , γνάθων ἔρευθος . Ἐτελεύτησε τῇ | ||
| καὶ φροντίζοντας φίλων μέν , οὐκ ὄντων δὲ πολιτῶν . ῥέγχος : ὁ ῥωχμός , ὡς κἀν τῷ Περὶ πτισάνης |
| ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . ἢ ἀπτόητε ἐν τῷ λέγειν , θρασεῖα , | ||
| εἶναι δεινοεπές . , : τὸ ἰσχυρόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . , , ? . καὶ ἴσως , δεινοεπές |
| . ᾧ : τῷ τραύματι . ἀνάρσιον : ὀλέθριον , θανατηρὸν , ἀναιρετικόν . Ἐννέμεται : ἐστὶ , τρέφεται , | ||
| ὅλον . ὀδόντων : ἀπό . Πευκεδανόν : πικρὸν , θανατηρὸν , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς οὔσης φύσει πικρᾶς . ζαμενῆ |
| . ὑφαρπάσει ] ὑφαρπάσῃς . ⌈ αἰνίττεται διὰ τοῦ “ ὑφαρπάσῃς [ ] ” [ διὰ τοῦ “ ὑφαρπάσῃς ” | ||
| ὅταν ] ὁπηνίκα . προβάλωμαι ] εἴπω , λέξω . ὑφαρπάσῃς : ἀττικῶς δεύτερον πρόσωπον . ἀντὶ τοῦ ” συναρπάσῃς |
| . ἔχει δ ' οὕτως τὸ ἐπίγραμμα : τίς τόδε σέλμα πελώριον ἐπὶ χθονὸς εἵσατο ; ποῖος κοίρανος ἀκαμάτοις πείσμασιν | ||
| , καθέδραις . θ σέλματα δὲ κυρίως ἐπὶ νηῶν . σέλμα κυρίως τὸ ἑδώλιον τῆς νεώς : ἐνταῦθα δὲ τὸν |
| μηχανήματα ὅταν ἐγγὺς ᾖ , καὶ τοὺς κριοὺς καὶ τὰς ἐπιβάθρας πρῶτον μὲν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπᾶραι τὸ τεῖχος | ||
| ἐργάσασθαι θέλων : τὰ γάρ τοι κατολισθαίνοντα οὐ κρατεῖ τῆς ἐπιβάθρας , ἀλλ ' ἐκεῖνα μὲν κατηνέχθη , ὁ δὲ |
| Ἄλλο . Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ | ||
| ἔχειν λύπην ἢ πένθος σημαίνει : ἰσχνὰς μὲν λύπην , ἡλκωμένας δὲ πένθος : καὶ γὰρ ἐν τοῖς πένθεσι λωβῶνται |
| προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] | ||
| πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται |
| γαμβρῷ τὴν φιάλην καὶ δωρούμενος λαμπρὸν κατασκευάζει τὸν λαμβάνοντα καὶ γεγηθότα . ὁ δ ' ὄλβιος : οὗτος δέ ἐστιν | ||
| δὲ τῆς μάχης παρίστησι τὸν πρῶτον θεὸν καὶ ἐπὶ τούτῳ γεγηθότα . Ἐκ δὲ τῶν προειρημένων ἅμα καὶ τοῦτο ὑποδεικνὺς |
| . καὶ ἀντὶ τοῦ δή : ” ἔνθεν ἄρ ' οἰνίζοντο καρηκομόωντες Ἀχαιοί ” . ἀρά δʹ : εὐχήν . | ||
| καὶ Μενελάῳ δῶκεν Ἰησονίδης ἀγέμεν μέθυ χίλια μέτρα . ἔνθεν οἰνίζοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοί , ἄλλοι μὲν χαλκῷ , ἄλλοι |
| ] θρήνου ἄξια . αἰακτὰ ] τὰ ἄξια θρήνου . αἰακτὰ ] τὰ θρήνου καὶ κλαυθμοῦ ἄξια . Ξ πήματ | ||
| , τόδ ' εἰργάσασθ ' ἄπιστον : ἦλθε δ ' αἰακτὰ πήματ ' οὐ λόγῳ . τάδ ' αὐτόδηλα , |
| ἤτοι τῷ φάρυγγι . ἢ τοῦ ἥπατος ἢ τοῦ στομάχου ἐφήμεναι ] καθήμεναι ἔνθα ] ὅπου αἰέν ] ἀεί ἀθροιζόμενον | ||
| γυναικὸς ἔῃ γενέθλη , τοῖσιν δὲ συνείη Ἀφρογενής , τεγέεσσιν ἐφήμεναι αἴσχεα δρῶσιν . ὁππότε δ ' ὡρονομῇ Στίλβων ζῶον |
| στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασεἡ διπλῆ ὅτι ἐπιεισαμένη ἐστὶν ἐπελθοῦσα , ἐφορμήσασα , ἀπὸ τοῦ εἶμι , ὡς τὸ ἢ τάχα | ||
| ] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα : ἐφορμήσασα τῶι Ὀρέστηι . τὸ δὲ ἀτμῶι κατισχαίνουσα ἀντὶ τοῦ |
| τε καὶ πύγαργοι καὶ οἱ λαγῴ , οὓς δὴ καὶ πτῶκας οἱ ποιηταὶ καλοῦσιν . ἀλλὰ καὶ τῶν πετεινῶν ἐστιν | ||
| εὔφορα , οἱ δὲ ὑπὲρ τάχους ἁμιλλώμενοι πρὸς ἵππους καὶ πτῶκας , οἱ δὲ ὀρθοῦντές τε καὶ κάμπτοντες σίδηρον ἐληλαμένον |
| διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ | ||
| βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα |
| , τὰς δὲ ὀπισθίους ἔμπροσθεν . Κεφ . ρστʹ . Ἁρμόζει μὲν ἐφ ' ὧν πλευραὶ ἐπιδοῦνται . συντελεῖται δὲ | ||
| τραχηλιστὴρ ἢ ἡ διπλοῦς λεγόμενος . Κεφ . ρʹ . Ἁρμόζει μὲν ἐφ ' ὧν καὶ τὸ ὑπὸ στέρνον καὶ |
| ἀναταράσσουσι τὰ ἄγκιστρα , ταράσσουσιν . Ῥίμφα : εὐκόλως . ἐξείρυσσε : ἔξω εἵλκυσεν , ἐξείλκυσεν . πάρος : πρὸ | ||
| πολλάκι δὲ προβαλόντος ἑὴν ἔντοσθεν ἁλόντος οὐρὴν ἄλλος ἔμαρψε καὶ ἐξείρυσσε θύραζε ἑσπόμενον : τοιοῖσδε νοήμασι πότμον ἄλυξαν . ὡς |
| . πατὴρ δέ ς ' οὐχ ὧδ ' ὡς σὺ δειμαίνεις , τέκνον , προδοὺς ἐάσει δωμάτων τῶνδ ' ἐκπεσεῖν | ||
| οἷόν τε ] πῶς οἷόν τε τοῦτο ] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής |
| , ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ σμῶξαι , ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα , ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα | ||
| , ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ σμῶξαι , ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα , ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα |
| δὲ καὶ παρὰ τὸ Σαπφικὸν , συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον , πλεονάσαν μιᾷ συλλαβῇ . τὸ δʹ ὅμοιον τῷ βʹ . | ||
| . τὸ εʹ προσοδιακόν . τὸ Ϛʹ Πινδαρικὸν ἐκ Σαπφικοῦ πλεονάσαν χοριάμβῳ καὶ συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον . τὸ ζʹ Εὐριπίδειον |
| . πάταγον ] κτύπον . θ κτύπον ] πάταγον . ταρβοσύνῳ ] ταρακτικῷ . ταρβοσύνῳ ] τῷ τείροντι διὰ βοῆς | ||
| τάρβοντι διὰ τῆς βοῆς . ταρβοσύνῳ ] μετὰ φόβου . ταρβοσύνῳ ] φοβουμένῳ . ταρβοσύνῳ ] + δειλίαν ποιοῦντι . |
| τροπῆς ἐφ ' ἑκάτερα μοίρας λε γοʹ . Ἡ δὲ Καροῦρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιγ , καὶ διέστηκεν | ||
| τροπῆς ἐφ ' ἑκάτερα μοίρας λε γοʹ . Ἡ δὲ Καροῦρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιγ , καὶ διέστηκεν |
| . . καὶ μάχην ] γρ . μή . . ἀψυχίᾳ ] δειλίᾳ . . τοιαῦτ ' ἀϋτῶν ] τοιαῦτα | ||
| ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . τοιαῦτ ' ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει , |
| πόλεως ποιησάμενοι στενωπῶν , ὅθεν ὑπὸ πλείστων ὀφθήσεσθαι ἔμελλον . ἐξεπήδων γὰρ ἐκ τῶν οἰκιῶν γυναῖκές τε καὶ παρθένοι τὸ | ||
| ἐξέλυον , ἐπιβάλλοντες ἐπικαρσίας δοκούς : εἰς δὲ τὰς μηχανὰς ἐξεπήδων μετὰ πυρός , ὅτε πνεῦμα φυλάξειαν ἐς αὐτὰς ἐπίφορον |
| : τὰς δὲ ἐπὶ τελευτῆς ὡς ἓξ ἡμέρας ἄφωνος καὶ σπασμώδης ἐγένετο . Καὶ ὁ τοῦ Τιμοχάριος θεράπων , ἐκ | ||
| , ἐσχάτην ἀρρωστίαν τοῦ ζωτικοῦ τόνου σημαίνων . ὁ δὲ σπασμώδης οὕτω καλούμενος σφυγμός , ταῖς ἐντεταμέναις καὶ ὑποκινουμέναις χορδαῖς |
| κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . | ||
| Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “ |
| ἐπίκλησίν ἐστιν Ὑψίστου . τὰς δὲ ἐπὶ ταύταις πύλας ὀνομάζουσιν Ὠγυγίας , τελευταῖαι δέ εἰσιν Ὁμολωίδες : ἐφαίνετο δὲ εἶναί | ||
| καὶ ἐπὶ τῶν παλαιῶν σῳζόμενον . προτιμᾷ μὲν Ὀδυσσεὺς αὐτῆς Ὠγυγίας καὶ Καλυψοῦς τὴν μικρὰν Ἰθάκην [ καὶ νῆσον ] |
| τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος | ||
| τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται τὸ ἕρκος τῶν |
| . εὐθὺς : ἐν ἀρχῇ . ἐντετυλίχθαι ] τὸ ἐναντίον γυμνοῦσθαι , ἐκκεκαλύφθαι . ὅταν ὀρχεῖσθαι : ὠρχοῦντο γὰρ ἐν | ||
| πρῶτον τοίνυν ἀποδύσωμεν αὐτούς : ἀνάγκη γὰρ τοὺς μέλλοντας ὁπλίζεσθαι γυμνοῦσθαι πρότερον . θεῶ δὴ τοὺς ἄνδρας , ὦ γενναῖε |
| ψυχὴν ποιοῦσαν δειλίαν . διερροθήσατ ' ] διὰ τοῦ θορύβου ἐνεβάλετε . διερροθήσατ ' ] ἐκινήσατε . διερροθήσατ ' ] | ||
| σπουδαίους καὶ συντόνους διερροθήσατε καὶ ἐκινήσατε καὶ διὰ τοῦ θορύβου ἐνεβάλετε τοῖς πολίταις ἄψυχον κάκην , ἤτοι δειλίαν : τοῦτο |
| δὲ βίη λέλυται , καὶ χαλεπὸν γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι | ||
| δασύνεται τὸ πρὸ αὐτοῦ , ἐγένετο τοῦ β πλεονασμός . ἠπεδανὸς παρὰ τὸ πέδον , ὃ σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς |
| τὸ . ὥστε . λίαν . στενάζω . ἐνθυμούμενος . λυπηραὶ . μισούμεναι . μισηταὶ . στυγνότητος αἴτιαι : ἀπὸ | ||
| Μαινίδι : σμαρίδι . ἀνιγραί : λεπταὶ , ἀνιαραὶ , λυπηραὶ καὶ γλίσχραι . Μετά : οἷς . ἐπειγόμεναι : |
| τῆς καμήλου Χαιρεφῶν ἡ νυκτερίς . Τὸ μὲν πόλισμα τῆς Νεφελοκοκκυγίας ὁρᾶν τοδὶ πάρεστιν , οἷ πρεσβεύομεν . Οὗτος , | ||
| φέρε : ὡς ἔστι Βάκιδος χρησμὸς ἄντικρυς λέγων εἰς τὰς Νεφελοκοκκυγίας . Κἄπειτα πῶς ταῦτ ' οὐκ ἐχρησμολόγεις σὺ πρὶν |
| ἔν γε μὴν ταῖς εὐπραξίαις σωφρονεῖν ἐπιστάμενος ἐν τοῖς δεινοῖς εὐθαρσὴς ἐδύνατο εἶναι . καὶ τὸ εὔχαρι οὐ σκώμμασιν ἀλλὰ | ||
| καὶ ἀτρεής καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀτρεκής , ὁ γὰρ εὐθαρσὴς καὶ εὔτολμος τὴν ἀλήθειαν λέγει , ὁ δεδοικὼς δὲ |