ἦν . μαρτύρομαι δὲ ἦ μὴν καὶ ἱερέας αὐτοῦ ἀποδειχθήσεσθαι μαστίγων ἢ καυτηρίων ἤ τινος τοιαύτης τερατουργίας , ἢ καὶ
μόνα καὶ ῥῖνας καὶ ὄμματα καταλελοιπότες ἐλεύθερα προσβάλλουσι τῷ λέοντι μαστίγων ἤχῳ καὶ ἀερίοις τοῖς ἅλμασιν : ἐκεῖνος δὲ ἄτρομος
6395860 ὀδυρμων
ὁ δὲ Πηλέως ἀλλ ' οὐδὲ τὴν πρόφασιν ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ
θρηνοῦσα τροφῆς , οὐκ ἀποπτήσεται δέ που τῆς καλιᾶς , ὀδυρμῶν δὲ πάντα ἐμπλήσει , καὶ γυναῖκά τις ἂν εἴποι
6336502 ὀλολυγῃ
συνεπελάβοντο δὲ καὶ γυναῖκες τοῦ ἔργου οὐχ ὅσον κραυγῇ καὶ ὀλολυγῇ καὶ λίθοις ἀπὸ τοῦ στέγους , τοῦτο δὴ τὸ
ἐπικλαιόντων καὶ οἰκείων καὶ μάλιστα τῶν μητέρων , αἳ σὺν ὀλολυγῇ μανιώδει τῶν τέκνων ἐξήπτοντο καὶ νεῶν τῶν φερουσῶν αὐτὰ
6240926 μαστιξιν
ἀντικρὺ ἐχθρῶν καθεζομένων πρὸς ἐπίδειξιν αἰσχύνης προστάττει πάντας περιδυθέντας αἰκισθῆναι μάστιξιν , αἷς ἔθος τοὺς κακούργων πονηροτάτους προπηλακίζεσθαι , ὡς
, δι ' ὧν τὰ ζεύγη ἐποτρύνουσι , καὶ ταῖς μάστιξιν ἐμπαταγούντων καὶ ἐπισοβούντων , ὡς ἂν μὴ ἐνίσχοιτο ἐν
6189220 ναυαγιων
] ἐχώρουν . . νεῶν ] τῶν Περσικῶν . . ναυαγίων ] ναυαγία αὐτὸ τὸ πάθος , ναυάγιον δὲ αὐτὸ
, εἰ μὴ καὶ τὴν θάλατταν εὐπλοίας ἢ τῶν συμβαινόντων ναυαγίων ἀλλ ' οὐχὶ τὰς τῶν πνευμάτων διαφορὰς τοτὲ μὲν
6078555 τρισαθλιε
ταλάντου γὰρ αὐτὴν ἐπριάμην . ” “ ἐπρίω σύ , τρισάθλιε , τὴν εὐγενῆ ; οὐκ ἀκούεις Ἑρμοκράτην τὸν στρατηγὸν
οὐ δυνάμενος τότε παρελθεῖν ῥᾳδίως ἀλλὰ στενοχωρῶν εἶπεν , Ὦ τρισάθλιε ὀνηλάτ ' , εἰ μὴ θᾶττον ἐκστήσῃ ποτέ ἐκ
6065099 δακνομενος
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τῷ Τυδεῖ καὶ ὃς και - ρίως δακνόμενος ὑπὸ τῆς πληγῆς διασχίσας ἐκείνου τὴν κεφαλὴν ἀπερρόφησε τὸν
. Θ δείλαιος Θ : ἄθλιος , κακοδαίμων . Θ δακνόμενος Θ ὑπὸ τῆς δαπάνης : ἐνοχλούμενος ὑπὸ τῶν τῆς
6051651 εὐτολμως
, ἀπονενοημένως , προπετῶς , ἰταμῶς : καὶ τὰ ἐπαινετὰ εὐτόλμως , θαρραλέως , εὐθαρσῶς , ἀφόβως , ἀδεῶς ,
. καὶ προσέθηκε μέν , καί τινες τῶν στρατιωτῶν ἀνῆλθον εὐτόλμως : οἱ Καρχηδόνιοι δ ' , ὀλίγων ἔτι ὄντων
6038731 κακουργων
πολεμεῖν , ὁ δὲ γενομένης εὐτυχίας καταφανέστερός τε νομίζων εἶναι κακουργῶν καὶ ἀπιστότερος διαβάλλων . ” ΓΘ ἔτος ὄγδοον ]
] εἰς ἀπώλειαν , ἄπιθι , εἰς τὸν τόπον τῶν κακουργῶν . ἀποφθερῇ ] μετὰ φθορᾶς ἀπελεύσῃ , μεταφθείρῃ ,
6036156 ἐκταραχθεις
, περισύροντες θανάτου τρίβον . ὁ δὲ ἵππος ἔτι μᾶλλον ἐκταραχθεὶς τῷ πτώματι καὶ ἐμποδιζόμενος εἰς τὸν δρόμον τῷ σώματι
. Ταῦτα μέμνημαι ἰδὼν ἀντίπαις ἔτι ὤν , ἐμοὶ δοκεῖν ἐκταραχθεὶς πρὸς τὸν τῶν πληγῶν φόβον . Μεταξὺ δὲ λέγοντος
6034499 δωματιου
καὶ παῦσαι φαρμακοπωλῶν . Καὶ νὴ Δί ' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν
μετέωρον κομισθῆναι ἔξω τῆς οἰκίας , καὶ ἐξωσθεὶς πρὸ τοῦ δωματίου ἔξω γυμνὸς καλῶς ἐστεφανωμένος καὶ μεμυρισμένος τὴν γῆν γυμνὴν
6018616 ὑποτρομος
τοὺς θεατὰς ἐξίστη . παρῆν δὲ ἡ Ἰνὼ περιδεής , ὑπότρομος , ὑπὸ τοῦ φόβου χλωρόν τι καὶ τεθνηκὸς ὁρῶσα
αὐτόν , Ζεὺς δὲ ὀργισθεὶς ἐκεραύνωσεν αὐτόν . ὑποδινηθεῖσα : ὑπότρομος γενομένη . μελίη : τὸ ἑξῆς . . .
6014442 θακους
καὶ βραχίονα πρὸς ἡμιθραύστωι λαΐνωι τυκίσματι ἧμαι , νεκροῖσι γείτονας θάκους ἔχων ; πτερωτὰ δ ' ἔγχη τόξα τ '
† ἐς τάνδ ' ἐξώκειλ ' ἄταν . ὤμοι , θάκους οἵους θάσσω , σκηναῖς ἐφέδρους Ἀγαμεμνονίαις . δούλα δ
5992414 στονου
* οἵην : ὁποίην οἵην τε πολύστονος : ἐπεὶ μετὰ στόνου καὶ ἤχου ῥέει ὁ Νεῖλος . στένειν γὰρ τὸ
ἕτερος δ ' ἐν τοῖς στενωποῖς κατὰ τοὺς ἀπαντῶντας . στόνου δὲ καὶ οἰμωγῆς καὶ βοῆς πάντα καὶ ποικίλων παθῶν
5983218 αἱματοσταγη
τάλαιναν τέκνων ἄπαιδα . προσάγετ ' ἄγετε δυσπότμων σώμαθ ' αἱματοσταγῆ , σφαγέντας οὐκ ἄξι ' οὐδ ' ὑπ '
; εἴ τι μὴ φρενῶν στύγος . φόνον δόμοι πνέουσιν αἱματοσταγῆ . καὶ πῶς ; τόδ ' ὄζει θυμάτων ἐφεστίων
5982932 διαφθαρεις
' ἄν , ἐκεῖνα προειρηκώς , ὁ αὐτὸς ἀνὴρ μὴ διαφθαρεὶς ἐτόλμησεν εἰπεῖν ; τί δ ' ; ἔσθ '
τις εὖ ζῇ , τηνικαῦτα τὸν βίον σκοπεῖν μάλιστα μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ . Οἴκτιρ ' , ἄναξ : πολλῶν ἔλε
5945206 κραιπαλης
δ ' ὠνουμένων προνοούμενοι τοῦ τὰς κεφαλὰς ὑγιεῖς ἔχειν ἐκ κραιπάλης . τοῦτ ' ἔσθ ' , ὁρᾷς , Ἑλληνικός
ἀντὶ τοῦ συγγενέσθαι αὐτῇ . καταγιγαρτίσαι ] συγγενέσθαι . ἐκ κραιπάλης : ἡ ἐξ ἑωθινοῦ μέθη κραιπάλη καλεῖται , ἡ
5936580 κεραμοις
οἶνος ἑτοῖμος , ὃς οὔποτέ φησι προδώσειν , μείλιχος ἐν κεράμοις , ἄνθεος ὀζόμενος : ἐν δὲ μέσοις ἁγνὴν ὀδμὴν
οἶνος ἕτοιμος , ὃς οὔποτέ φησι προδώσειν , μείλιχος ἐν κεράμοις ' ἄνθεος ὀζόμενος : ἐν δὲ μέσοις ' ἁγνὴν
5935320 ἀπειλουντων
ὀργιζομένου μὲν αὐτῷ τοῦ δήμου , πολλῶν δὲ καὶ δυνατῶν ἀπειλούντων : ἀλλὰ περὶ πλείονος ἐποιήσατο εὐορκεῖν ἢ χαρίσασθαι τῷ
κτεινομένων , ὠθούντων , ὠθουμένων , βλασφημούντων , ὑβριζόντων , ἀπειλούντων , στενόντων , πάντα δεινὰ ποιούντων . ὅμως γε
5897791 ἀνεπηδων
συνελάμβανον , οἱ δ ' ἐς τὸ τοῦ Κορνιφικίου στρατόπεδον ἀνεπήδων , καὶ αὐτοῖς ὁ Κορνιφίκιος ἐπιθέουσιν ἐπεχείρει , τοὺς
τε τῶν ἐλαυνόντων ἐπειγόμεναι καὶ τοῦ πυρὸς ἐκκαίοντος αὐτάς , ἀνεπήδων ἐπὶ τοὺς κρημνοὺς ἀφειδῶς καὶ βιαίως , εἶτα κατέπιπτον
5857230 ξυνεργος
προφθάσαι ἥκων : ἐρχόμενος περιπόλων : φυλάκων . ὁ δὲ ξυνεργός : συναίτιος . κελεύσαντος : τὸν φόνον . εἰδείη
, ἢ μουσικῆς πέρι ἀπομηκύνειν ; ἀγαθὴ μὲν γὰρ εἰρήνης ξυνεργός , ἀγαθὴ δὲ ἐν πολέμῳ παραστάτις , ἀγαθὴ δὲ
5857067 ὀχλεισθαι
βούλονται τὰ ἀγαθὰ οἷς εὖνοι τυγχάνουσι , συμπράττειν δὲ καὶ ὀχλεῖσθαι καὶ θορυβεῖσθαι , ὅπως ἂν προσγένηται αὐτοῖς τὰ ἀγαθὰ
' ἔτι μὴ τίκτεσθαι τὸ πῦον μήθ ' ὑπὸ βηχὸς ὀχλεῖσθαι τὸν κάμνοντα . ἐθεασάμην δὲ καὶ ἄλλον τινὰ τῶν
5845204 αὐχμων
θεάτρῳ κρείττονι : τρυφὴ δὲ καὶ χλιδὴ πόνων ἀλλότρια : αὐχμῶν μοι φαίνου καὶ τρυφῆς κρείττων γενόμενος . τουτὶ τὸ
, τὴν γῆν μὴ τολμώντων ἐργάζεσθαι : ἢ ξηρότητι τῶν αὐχμῶν , ἢ χαλάζης καταφοραῖς : ἢ ἐπομβρίαις ἀμέτροις ἐνίοτε
5844365 διωγμου
κλοπῆς τῶν ἀπὸ πυρὸς γεγονότων , τὸ ζʹ περὶ δραπετῶν διωγμοῦ καὶ ὁδοιπορίας καὶ τῶν τούτοις ὁμοίων , τὸ ηʹ
προτροπάδην , δείσαντες μὴ κυκλωθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀναστραφέντων ἐκ τοῦ διωγμοῦ τρέπονται καὶ αὐτοὶ λύσαντες τὰς τάξεις καὶ διὰ τοῦ
5841644 ἐχανεν
ἐπὶ τῶν ἀκριβῶς ἐξεταζόντων καὶ διακρινόντων τὰ πράγματα . Λύκος ἔχανεν : ἐπὶ τῶν μάτην ἐλπισάντων . Λύλλος εἶ :
εἰσιν , ὥς φησιν ὁ διδάσκαλος . οἶνος ἀνθοσμίας λύκος ἔχανεν λακωνίζειν ἀμεινόνως βαρβός βαυκίδων διαλέξασθαι ἐπανορθώσασθαι παρέσο , κατέτριβεν
5840583 ἀκοντιζων
: καὶ παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην
τοῖς θηρίοις μαχόμενος κινδυνεύοι , ἄνωθεν δὲ καὶ ἐξ ἀσφαλοῦς ἀκοντίζων εὐστοχίας μᾶλλον ἢ ἀνδρείας παρέχοιτο δεῖξιν . ἐλάφους μὲν
5826254 ἀφορητοις
ἀλόγιστος ἀνδραπόδων δίκην ἑτέρῳ ὑπείκει καὶ ὑποπίπτει ταῖς ἀλγηδόσιν ὡς ἀφορήτοις δεσποίναις ἀντιβλέψαι πρὸς αὐτὰς ἀδυνατῶν , ἄρρενας καὶ ἐλευθέρους
ἐν ἑπτὰ περιόδοισιν ὡς ἐπὶ τὸ πουλύ . Ὁκόσοις ἐν ἀφορήτοις πυρετοῖς τῇ ἑβδόμῃ , ἢ τῇ ἐνάτῃ , ἢ
5818631 ὀψοποιοι
καὶ τὴν στρωμὴν τῶν νέων : εἰκότως . καὶ γὰρ ὀψοποιοὶ ἦσαν παρὰ Λακεδαιμονίοις κρέως σκευασίας , ἄλλου δ '
γεωργὸς , οὐδ ' οἷον ἐν οἰκίᾳ πενιχρᾷ οἱ αὐτοὶ ὀψοποιοὶ , οἰκουροῦσι , στρωννύουσιν , οὐχ οὕτως καὶ ὑμεῖς
5812324 ΓΑΕ
ΕΑ , ἴση ἐστὶ καὶ ἡ ὑπὸ ΑΓΕ τῇ ὑπὸ ΓΑΕ : ὅλη ἄρα ἡ ὑπὸ ΒΑΓ δυσὶ ταῖς ὑπὸ
ὁμοίως τῇ ΓΔ ἴση ἡ ΔΕ : τὸ ἄρα ὑπὸ ΓΑΕ μετὰ τοῦ ἀπὸ ΓΔ , τουτέστιν τοῦ ὑπὸ ΕΔΓ
5807909 παυωνται
ἀποπνίγηται ὁ ἄνθρωπος . Ὁκόσοισι δ ' ἂν οἱ πυρετοὶ παύωνται , μήτε σημείων γενομένων λυτηρίων , μήτε ἐν ἡμέρῃσι
γίνηταί τις ἐκεχειρία τῶν ἀνθρωπίνων κακῶν καί πως αἱ λῦπαι παύωνται κατατείνουσαι καὶ χαλῶσι , τὸ χρῆμα τῶν πανηγύρεων ἐξευρέθη
5802408 σαγιττων
ἔχοντα κούκουρα μεγάλα , χωροῦντα ἀπὸ τριάκοντα ἢ καὶ τεσσαράκοντα σαγιττῶν . σκουτάρια μικρά : σωληνάρια ξύλινα μετὰ μικρῶν σαγιττῶν
, διὰ τὸ ἀχρείους ἐκ τοῦ ἐγγὺς τὰς βολὰς τῶν σαγιττῶν γίνεσθαι καὶ μὴ κεχρῆσθαι αὐτοῖς κονταρίοις ἢ σκουταρίοις :
5800245 δειλαιη
νηοῦ μούνῃ φαινομένη , στερεῇ δ ' ἀπεπέμψατο φωνῇ : δειλαίη , τέο μέχρις ἀλιτροσύναι σε φέρουσι καὶ πόθος ἀλλοτρίων
ἑβδόμῳ ἥδ ' ἐνιαυτῷ εἰς Ἀίδην πολλῆς ἡλικίης προτέρη , δειλαίη , ποθέουσα τὸν εἰκοσάμηνον ἀδελφόν , νήπιον ἀστόργου γευσάμενον
5798300 ἀπαγομενων
κινδυνευούσης οὔτε χώρας πορθουμένης οὔτε φίλων ἢ οἰκείων πρὸς ὕβριν ἀπαγομένων . ὥστε τοσούτῳ γελοιότεροι ἂν εἶεν , ἄριστοι μέν
ὑβρίσθαι κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνδρῶν , καὶ οἶκτος τῶν ἀπαγομένων καὶ αὐτίκα τοὺς στρατιώτας ἀναλαβὼν ἐβοήθει διὰ τάχους ἐν
5787888 ἀδημονων
Ὡς δὲ καὶ ταύτης διήμαρτε τῆς πείρας ὁ Ταρκύνιος , ἀδημονῶν ἐπὶ τῷ μηδεμίαν αὐτῷ βοήθειαν παρὰ τῆς βουλῆς ,
ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ]
5787597 κτυπου
. ποιηταῖς ] τοῖς ἄλλοις . ψόφου ] ματαίου . κτύπου . , κρότου . πλέων ] πλήρη , πλέον
ἑκατέρωθεν τοῦ ποταμοῦ τῇ τε ἐρημίᾳ καὶ τῇ ἀντιπέμψει τοῦ κτύπου καὶ αὗται ξυνεπελάμβανον : οἵ τε ἵπποι διαφαινόμενοι διὰ
5786959 κραυγη
ὀϊστοῖς καὶ δορατίοις καὶ λίθοις σφοδρῶς καὶ μάλιστα ἐπιτυγχάνοντες , κραυγή τε πολλὴ καὶ τραύματα καὶ φόνος παρ ' ἀμφοτέρων
ζώου , ἥντινα καλοῦσιν ἀλωποχῆνα . Ἀϋτή : βοή . κραυγή . Ἐΐσκω : ἀπεικάζω . Ἄσιος : ὁ ξηρός
5782465 λογχῃ
μακάρων θέμιν ἁγνὴν ἔκτεινεν Περσῶν τοξοφόρων βασιλεύς , οὐ φανερῶς λόγχῃ φονίοις ἐν ἀγῶσι κρατήσας , ἀλλ ' ἀνδρὸς πίστει
συμπλοκῆς καὶ μάχης πρὸς τοὺς ἐγχωρίους ὁ Ἀλθαιμένης ἐκβοηθῶν ἠκόντισε λόγχῃ καὶ δι ' ἄγνοιαν παίσας ἀπέκτεινε τὸν πατέρα .
5774536 ἀλγους
τοῦ ἄλγος ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν
τὸ ἔξωθεν δέρμα τοῦ ὀφθαλμοῦ : ἀλλ ' ἐκ γὰρ ἄλγους : ἀλλὰ γὰρ ἐκ τῆς παλαιᾶς δυστυχίας τῆς κατεχούσης
5773893 πολεμουμενος
; Πομπηίῳ δὲ οὐ συνέθετο μὲν συμμαχήσειν ὁ Ἀντώνιος , πολεμούμενος δ ' ὑπὸ σοῦ προσλήψεσθαι σύμμαχον ἢ καὶ σοὶ
πρὸς τῇ μύλῃ οὔτε ὑπαίθριος νεμόμενος , ὑπὸ τῶν συννόμων πολεμούμενος . καὶ μὴν καὶ τὰ πολλὰ εἰς τὸ ὄρος
5770352 Σικκιου
ἐνιαυτὸν Τίτος Ῥωμίλιος , ὁ τὴν ἐν τῷ δήμῳ δίκην Σικκίου κατηγορήσαντος ἁλούς , ἐπειδὴ γνώμης ἐδόκει ἄρξαι δημοτικῆς :
καὶ ὁπλισμὸς ὁ τοῖς τηλικούτοις πρέπων . ὑποδεξαμένου δὲ τοῦ Σικκίου καὶ ψιλοὺς αἰτήσαντος ἑκατὸν ἐπιλέκτους οὐδένα χρόνον ἐπισχόντες ἐκπέμπουσιν
5767795 κακοπραγιων
χεῖρόν ἐστι τοῖς εὖ φρονοῦσιν . εἶτά τις εὐφορία γίνεται κακοπραγιῶν αὐτῷ : τῆς τε γὰρ οὐσίας ἁπάσης εὐθὺς ἐξίσταται
γνώμαις τισὶ τὸ ἦθος . τὰ δὲ ῥηθησόμενα τῶν μὲν κακοπραγιῶν ἀπάγει τὸν ἀκροατήν , ἄγει δὲ ἐπὶ τὸν γεωργικὸν
5767789 ἐκολαζεν
τιμωρητικὸς δὲ ὢν φύσει τοὺς μὲν πολιτικοὺς τοῖς πατρίοις ἔθεσιν ἐκόλαζεν ἀπαραιτήτως , τοὺς δὲ συμμάχους ῥάβδοις ἐμαστίγου . καθόλου
ἢ μετὰ φρουρᾶς πρὸς ἐκεῖνον παρέπεμψαν , οὓς συλλαμβάνων ὠμῶς ἐκόλαζεν . τὰ μὲν κατὰ τὴν Ῥωμαίων πόλιν τε καὶ
5762610 κτεινομενων
καὶ γυναικὸς ἀκολάστου θυμός : τοιοῦτοι γὰρ τῶν ἐξ ἐπιβουλῆς κτεινομένων οἱ λόγοι : ἀφ ' ἑστίας τὸ πάθος :
λαοὶ ἀλλήλους ὀλέκοντες : ἐν αἵματι δ ' ἔπλετο δῆρις κτεινομένων ἑκάτερθε : νεκροὶ δ ' ἐπέκειντο νέκυσσι πανσυδίῃ ψεκάδεσσιν
5761515 βαλλοντων
τῶν πεντάθλων μετενήνοχε τῶν τὸ ἀκόντιον παρὰ τὸ ὡρισμένον τέρμα βαλλόντων καὶ διὰ τοῦτο ἐξάθλων γινομένων . ἐγώ , φησί
χωροῦσι καὶ τὰς ὄχθας ἔστιν ἰδεῖν πλήρεις τῶν μαχομένων καὶ βαλλόντων ἐς αὐτούς . τοὺς δὲ ἐν αὐτοῖς ἀναστρεφομένους καὶ
5761418 λῃστων
εἴχοντο τοῦ πλοῦ . οἱ τοίνυν συβῶται παρόντων μὲν τῶν λῃστῶν ἡσύχαζον , ἐπεὶ δὲ ἔτυχον τῆς γῆς ἀποσαλεύσαντες ,
μναῖ . οὐ γὰρ ἂν δύναιτο ἀποδεῖξαι οὔθ ' ὑπὸ λῃστῶν ἀπολωλεκὼς οὔτε ζημίαν εἰληφὼς οὔτε χρήσταις ἀποδεδωκώς . .
5752560 παραδοθεις
Ἕρμων , τοὺς πλοκάμους περικέκαρκας χρυσοῦς ὄντας καὶ δώσεις δίκην παραδοθεὶς τῷ δημίῳ , σὺ δὲ τὴν Σωστράτου γυναῖκα τοῦ
τρισμυρίων σταδίων . Ῥωμαίων δὲ στρατηγὸς μὲν Παμφυλίας Κόιντος Ὄππιος παραδοθεὶς ἀκολουθεῖ δέσμιος , Μάνιος δὲ Ἀκύλλιος ὁ ὑπατευκώς ,
5742035 ἐδιωκετο
Ὅτι Ἰφικράτης λείαν ἔκ τινων χώρων συναρπάσας πολλὴν , ἐπειδὴ ἐδιώκετο παρὰ τοῦ φρουράρχου , πρὸ τῆς λείας τοὺς ὁπλίτας
ἀλλ ' ἐκείνη μὲν ἔφυγεν αὐτὸν διώκοντα ἐν πεδίῳ καὶ ἐδιώκετο ἐν πλάτει : σὲ δὲ καὶ εἴσω θυρῶν ἀπεκλείσαμεν
5733324 κλυδωνιου
ἡσυχίᾳ . εὐδίᾳ ] + ἤγουν ἐκτὸς ταραχῆς γέγονεν . κλυδωνίου ] τῆς προσβολῆς τῶν πολεμίων καὶ τῆς ἐκ τούτων
, οἷος πλέων τὰς ἄκρας φάσκειν ἡμιολίας εἶναι : καὶ κλυδωνίου γενομένου ἐρωτᾶν , εἴ τις μὴ μεμύηται τῶν πλεόντων
5726948 θεραποντων
ἐξουσίας ὁ Σέξτος κύριος δι ' ἀπάτης καὶ φενακισμοῦ τῶν θεραπόντων τινὰ λαθὼν τοὺς Γαβίους πέμπει πρὸς τὸν πατέρα τήν
ἀλλὰ καὶ δεσποτείαν γονεῖς ἔλαχον κατ ' ἄμφω τὰς ἀνωτάτω θεραπόντων κτήσεως ἰδέας , τήν τε ἐπ ' οἰκότριψι καὶ
5726784 ἡβωσι
τὰ γὰρ πλεῖστα καὶ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἀσκητικαῖς ἀθλήσεσι καὶ ἡβῶσι πόνοις εἴωθε περιγίνεσθαι : ψυχῆς δὲ ἑορτὴ ζῆλος ὁ
σκαιότατον : τὸν μωρόν ἐπείη : γένοιτο φράζει : διδάσκει ἡβῶσι : ἀκμαίοις ἢ τελείοις ἀνθρωπίνως : συμμέτρως ἀμπισχών :
5725942 ἐρριμμενων
περιγραφῇ πραγματεύσασθαι διὰ τὸ μέγεθος τῆς ὑποθέσεως . διὸ καὶ ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι πραγματείαις
καὶ ἡσυχίας , τὴν δὲ ὁμάδου γέμουσαν συμμιγοῦς ἐπὶ γῆς ἐρριμμένων τῶν ἱκετῶν . μᾶλλον δὲ εἶπεν ἄν σε καὶ
5723327 διεφευγον
, ἵππους , οἰκίαν , ἀργύριον , χρυσίον εὐπορεῖν λέγοντες διέφευγον τὰς δόσεις . οἱ βέλτιστοι μὲν οὕτως . οἱ
ἐλέφαντας ἐνέπιπτον : οἱ δὲ οἰστρῶντες καὶ ταρασσόμενοι ἄλλος ἄλλῃ διέφευγον . Ἀντίγονος τοῦ λοιποῦ προσέταξε τοῖς Ἰνδοῖς τρέφειν ὗς
5719122 συνηκολουθει
οἱ παῖδες τὴν ὗν ἄγοντες μετὰ γέλωτος καὶ παιδιᾶς . συνηκολούθει δὲ ἡ μήτηρ τοῦ νεανίσκου καὶ ἀδελφοὶ δύο παιδάρια
δὲ γηγενής ] βουκόλος δὲ ἀπηνὴς καὶ ἀνήμερος ὡμάρτει καὶ συνηκολούθει μοι ἐν πυκνοῖς ὀφθαλμοῖς , δεδορκὼς καὶ ἐπιτηρῶν καὶ
5718463 μεταπιπτων
προβαλοῦσιν . Ὦ φίλτατ ' ἐμοὶ πολὺ πρεσβυτῶν ἐξ ἐχθίστου μεταπίπτων , οὐκ ἔστιν ὅπως ἂν ἐγώ ποθ ' ἑκὼν
ἑῷος ἀνατέλλει . Εὐδόξῳ βορέαι ἢ νότοι . Δοσιθέῳ ἄνεμος μεταπίπτων . Καλλίππῳ ἐπισημαίνει . Καίσαρι ἄνεμος ἄτακτος , ὑετός
5712087 γελασειεν
φύσεως πάσης ἐπανιόντα τῆς τῶν σωμάτων , ταχὺ καὶ σφόδρα γελάσειεν ἂν καὶ οὐκ ἂν ἄλλους εἴποι λόγους ἢ τοὺς
γελάσαι θέλοντα . Γελοῖον . ἐφ ' ᾧ τις ἂν γελάσειεν , ἤγουν καταγέλαστον . Γένεθλα , γεννήματα . Γενέθλια
5706329 διαῤῥοιης
περιπλευμονίης ἐχομένῳ διάῤῥοια ἐπιγενομένη , κακόν . Ὀφθαλμιῶντι , ὑπὸ διαῤῥοίης ληφθῆναι , ἀγαθόν . Κύστιν διακοπέντι , ἢ ἐγκέφαλον
ἰσχυρῆς ἔμετος ἐπιγενόμενος ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου λύσις . Ὅσοι ὑπὸ διαῤῥοίης πουλὺν χρόνον λαμβάνονται ξὺν βηχὶ , οὐκ ἀπαλλάσσονται ,
5702485 περιπεσοντων
ἄνεμος , οὔτ ' ἐκπλεῖν ἐᾷ : ἐπὶ τῶν δυσχρήστοις περιπεσόντων . Ἔῤῥει τὰ καλά : ἐπὶ τῶν κακόν τι
ἀνάρμοστα ποιούντων . Ὄνος ἐν μελίτταις : ἐπὶ τῶν κακοῖς περιπεσόντων . Ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον , ὁ δὲ τὰ
5702311 προθυροισι
σχέτλιε , κηδεμόνες . Θεσσαλαὶ αἱ βόες αἵδε : παρὰ προθύροισι δ ' Ἀθάνας ἑστᾶσιν καλὸν δῶρον Ἰτωνιάδος , πᾶσαι
πᾶν εἴρητο ἔπος , ὅτε οἱ φίλος υἱὸς ἔστη ἐνὶ προθύροισι . ταφὼν δ ' ἀνόρουσε συβώτης , ἐκ δ
5697865 πλοκαμων
ἐρεβίνθοις καὶ δίδου τρίτον καὶ εὐθέως λαλήσει . [ Αὐξητικὰ πλοκάμων καὶ πώγωνος , εἰ ἐπιῤῥέουσι . ] Τεῦτλον μετὰ
] τὰς δὲ νέας καὶ γηραιὰς ἄγεσθαι κεχειρωμένας ἀπὸ τῶν πλοκάμων ἱππηδὸν , ἤτοι δίκην ἵππων , τουτέστι μετὰ ἀνάγκης
5685559 φοβουμενων
ἐθύσατό τινας ἃς ὁ θεὸς ἀνεῖλεν , καὶ δὴ καὶ φοβουμένων τὸν Περσικὸν Ἀθηναίων στόλον , εἶπεν ὅτι δέκα μὲν
, τὰς δὲ ἐντολὰς αὐτοῦ οὐ φυλάσσει . τῶν οὖν φοβουμένων αὐτὸν καὶ φυλασσόντων τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ , ἐκείνων ἡ
5684685 στεναχιζων
καὶ ἐν γένους παραλλαγῇ καὶ ἀριθμοῦ : τοῦ εἵνεκα σὺ στεναχίζων , τῆς ἕνεκεν καὶ νῆες τῶν ἐν συλην !
ἐΐσκεις ; ἀλλὰ πατὴρ τεός εἰμι , τοῦ εἵνεκα σὺ στεναχίζων πάσχεις ἄλγεα πολλά , βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν . ”
5675758 λῃστηριων
δὲ καὶ πρὸς τὸ τῶν Οὐολούσκων ἔθνος τῷ Μαρκίῳ πόλεμος λῃστηρίων κἀκεῖθεν ἐξιόντων ἐπὶ τοὺς τῶν Ῥωμαίων ἀγρούς : καὶ
πολὺν χρόνον , καθάπερ Κλέων ὁ καθ ' ἡμᾶς τῶν λῃστηρίων ἡγεμών . Οὗτος δ ' ἦν μὲν ἐκ Γορδίου
5672055 κελευστων
καὶ δέῃ περᾶν ἡμερινοὺς πλοῦς ἐλαύνοντας , οἱ μὲν τῶν κελευστῶν δύνανται τοιαῦτα λέγειν καὶ ποιεῖν ὥστε ἀκονᾶν τὰς ψυχὰς
καταστρωμάτων συγκαθῆκαν , οἱ δ ' ἐρέται παρακληθέντες ὑπὸ τῶν κελευστῶν ἐκθυμότερον ἐνέκειντο . ἀπὸ κράτους δὲ καὶ βίας ἐλαθεισῶν
5669988 σκοτου
Ἐς δεινὸν οὐδ ' ἀκουστὸν οὐδ ' ἐπόψιμον . Ἰὼ σκότου νέφος ἐμὸν ἀπότροπον , ἐπιπλόμενον ἄφατον , ἀδάματόν τε
. Νύξ . παρὰ τὸν γινόμενον ἐκ τῶν προκόψεων τοῦ σκότου νυγμόν . αὐτὸ δὲ τὸ νύξαι ἀπὸ τοῦ νύσσω
5668746 πιεζομενος
κακώσει , συνοχῇ προδέδουπε : προπέπτωκε , προτέθνηκεν δαμαζόμενος ] πιεζόμενος καμάτοισιν ] τοῖς πόνοις ἦμος ] ὅταν πιλνάμενον ]
οἱ θλιβόμενοι πρὸς ἄχθους βαρυτάτου , τὸν αὐχένα ταῖς συμφοραῖς πιεζόμενος , οὐδ ' ὅσον ἀνακύψαι σθένων ἢ μὴ τολμῶν
5667793 ἀλυων
ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους ὡς ἄνθρωπος , εἶτα ἐν τοῖς
ἐκ τῶν βασιλείων ὑπάγων λάθρᾳ τῆς θεραπείας περιῄει τὴν πόλιν ἀλύων ὅπου τύχοι δεύτερος ἢ τρίτος : μετὰ δὲ ταῦτα
5665005 ῥιγοπυρετοις
ποιεῖ , τὸν δὲ τοῦ Κρόνου βλέψας ἢ θανάτοις ἢ ῥιγοπυρέτοις ἢ σίνεσι διὰ τομῶν καὶ καύσεων περικυλίει . ὁ
ποιεῖ , τὸν δὲ τοῦ Κρόνου βλέψας ἢ θανάτοις ἢ ῥιγοπυρέτοις ἢ σίνεσι διὰ τομῶν καὶ καύσεων περικυλίει : ὁ
5663409 πεδαις
σοι τοὺς Τυρίους , τοὺς νῦν καταγελῶντας , γυμνοὺς ἐν πέδαις παραστήσω . εἰ δὲ ἀπιστεῖς , ἐμὲ προθυσάμενος ἀπέρχου
κεκτημένων ὅλα σωματοτροφεῖα συνηγόραζον : . . . τοὺς μὲν πέδαις δεσμεύειν , τοὺς δὲ ταῖς βαρύτησι τῶν ἔργων καταπονεῖν
5660126 ἰυγγος
καὶ τὸν ἀδελφὸν Ἄψυρτον ὑπέμεινε διασπάσαι διὰ τὸν ἀπὸ τῆς ἴυγγος ἔρωτα Ἰάσονος . Πελιαοφόνον : ὁ Χαῖρις οὐ βούλεται
πέπεισμαι καὶ ἐς τὸν οἶκον ἐπὶ λόγοις παρελήλυθα ὥσπερ ὑπὸ ἴυγγος ἢ Σειρῆνος τῷ κάλλει ἑλκόμενος , ἐλπίδα οὐ μικρὰν
5658457 σκιρτᾳ
αἱ ἑλίξεις τῶν ἀνέμων ἑλίσσουσι καὶ συστρέφουσι τὴν κόνιν : σκιρτᾷ δὲ τῶν ἀνέμων πάντων τὰ πνεύματα , ἀποδεικνύντα πρὸς
: ἔνθεν τοι καὶ κοῦφον αὐτὸν εἶναι οὐκ ἀπεικός . σκιρτᾷ γοῦν τὰ πρῶτα ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πηδᾷ ,
5657189 ἐκειμην
' ἐκείνης ἐν τῇ κλίνῃ , ἐπὶ τῆς αὐτῆς κλίνης ἐκείμην . ὄζων ] πνέων , μυρίζων . , ὀσμὴν
δέους καταβαλὼν ἐμαυτὸν ὑπὸ τοὺς θαλάμους ὡς ἔνι μάλιστα κατωτάτω ἐκείμην . συγγνόντες οὖν τῇ αὐτῶν ἐκστάσει ἐπιτιμήσαντες μὴ πλείονος
5656155 ὁδοιπορουσι
τῶν τόπων ἔμπειροι καθεστῶτες καὶ τοὺς κρημνοὺς προκατειληφότες ἐπεκύλιον τοῖς ὁδοιποροῦσι πέτρας συνεχεῖς καὶ μεγάλας : ἅμα δὲ καὶ τοῖς
σώματος ἀποκρύψωσιν : εἶτ ' ἐπιθέντες κέρας αἴγειον ἀπίασιν . ὁδοιποροῦσι δὲ νύκτωρ ἐκ τῶν ἀρρένων θρεμμάτων κώδωνας ἐξάψαντες ,
5655223 στενοχωριας
εἶδος εἰπεῖν ἄξιον . Ἀπάγξασθαι καὶ ἑαυτὸν ἀναρτῆσαι θλίψεις καὶ στενοχωρίας σημαίνει διὰ τὸ συμβαῖνον τοῖς ἀπαγχομένοις , καὶ προσέτι
τε κράσει καὶ διαπλάσει διαφορὰς σκοποίης , εὐρύτητάς τε καὶ στενοχωρίας τοῦ φλεβώδους γένους , πολλὰ ἂν αἰτιάσαιο τὸ φυσικὸν
5654542 νεβρον
παρ ' ὀφρύν , ἥν ποτ ' ἐν πατρὸς δόμοις νεβρὸν διώκων σοῦ μέθ ' ἡιμάχθη πεσών . πῶς φήις
χοῖρον λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης
5653777 πεδου
τὰ περὶ αὐτοῦ ποιοῦντες ἐκκλησιάζοντά φασιν αὐτὸν ἐπὶ στρατο - πέδου ζόφου κατασκήψαντος ἐξ αἰθρίας καὶ χειμῶνος μεγάλου καταρραγέντος ἀφανῆ
Πλούσιος . πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι
5651268 διεσεισε
νῦν , μικρὰ πρόφασις καὶ τὸ τυχὸν πταῖσμα ταχέως αὐτὰ διέσεισε καὶ κατέλυσεν . καὶ πολλάκις εὑρίσκω λογιζόμενος οὐ μόνον
πλοῖα τῶν Ῥοδίων ἐνέβαλε , τοῖς δὲ πετροβόλοις τὰ τείχη διέσεισε , τοῖς δ ' ὀξυβελέσι τὰ φαινόμενα τῶν σωμάτων
5650263 ἐβοησεν
χάριν ὁμολογοῦντι τῆς σωτηρίας . Πάλιν οὖν ἡ Χλόη μέγα ἐβόησεν , ὁ δὲ Δάφνις ἐγέλασε : καὶ προφάσεως λαβόμενος
χαλεπῶς , φοβερά . . κέκραγεν ] βοᾷ . , ἐβόησεν , ἠχεῖ , ἤχησεν . . ἀτρέμας ] ἡσύχως
5647947 νεωτερισμῳ
, πολέμοις ἢ τυραννίσιν ἤ τισιν ἄλλοις ἀβουλήτοις , ἃ νεωτερισμῷ τύχης κατασκήπτει : πολλάκις δὲ καὶ τρυφὴ πλεονάσασα χορηγίαις
ἀπορίαν πεισθεῖεν ὑπό τινων ἢ αὐτοὶ παρακελεύσαιεν ἄν τινας ἐπὶ νεωτερισμῷ . Λεύκων δὲ ὁ Βοσπόρου τύραννος καὶ τῶν φρουρῶν
5647246 βεβηλων
; ἢ δῆλον ὅτι αὐτὸν κατ ' αὐτοῦ ; ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων . καλὸν ἐκνίψασθαι τὴν ἀθλίαν ψυχὴν
' ἐπίθεσθε βεβήλοις , καὶ τὸ ὅμοιον τούτῳ κακοφραδέων δὲ βεβήλων οὔατα λαχνήεντα περισκεπέτωσαν ἀράχναι , καὶ τὸ Καλλιμάχειον ἐκεῖνο
5646719 ἀπολυσεως
τῆς φωνῆς ποινὴ , τουτέστιν ἀπόλυσις : ἐπεὶ ἡ ποινὴ ἀπολύσεως ἕνεκεν γίνεται . ποινὰ τίς : ἀμοιβὴ ἢ λύσις
ὑγρὸν καὶ οἷον ἀποπλύματα κρεῶν , ὅταν δὲ καιρὸς τῆς ἀπολύσεως ὑπάρχῃ , αἷμα καθαρόν , ἐπὶ τέλει δὲ θρόμβος
5646476 ἐφρουρειτο
: αὐτὸς μὲν γὰρ ἐπὶ πέτρας ἀκινήτωι καθέδραι πεδηθεὶς δρακόντων ἐφρουρεῖτο χάσμασιν , Θησεὺς δὲ τὸν φίλον ἐγκαταλιπεῖν αἰσχρὸν ἡγούμενος
Ἀμφίρητος Ἀκάνθιος λῃσταῖς ἁλοὺς , ἐς Λῆμνον ἀχθεὶς ἐν δεσμοῖς ἐφρουρεῖτο τῶν λῃστῶν λύτρα μεγάλα ἐλπιζόντων : ὁ δὲ τροφῆς
5645677 ἀπροσδοκητων
ἀτυχίαις , ἢ ὑπερωρίσθαι ; Τοιγάρτοι τί τῶν ἀνελπίστων καὶ ἀπροσδοκήτων ἐφ ' ἡμῶν οὐ γέγονεν ; οὐ γὰρ βίον
γλυκείας ἀνταλλαγῆς , ὢ τῆς ἀνεξιχνιάστου δημιουργίας , ὢ τῶν ἀπροσδοκήτων εὐεργεσιῶν : ἵνα ἀνομία μὲν πολλῶν ἐν δικαίῳ ἑνὶ
5645606 κατετιτρωσκοντο
πλέοντες ἔκ τε τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης ἀμφίβολοι γιγνόμενοι κατετιτρώσκοντο , καὶ φόνος πολὺς ἦν αὐτῶν καὶ φυγή .
τοῖς δεινοῖς . διὸ καὶ παρ ' ἀμφοτέροις πολλοὶ μὲν κατετιτρώσκοντο , οὐκ ὀλίγοι δ ' ἔπιπτον ἐναντίας λαμβάνοντες πληγάς
5643340 Ἁψεα
Ἄτταλος : ὄνομα κύριον . Ἄψοῤῥον : ἐξ ὑποστροφῆς . Ἅψεα : μέλη . σώματα . Ἁψίς : ἡ καμάρα
: ἡμίκοπα . κέχυνται : ταχέως κινοῦνται ὡς ὕδωρ . Ἅψεα : τὰ μέλη παρὰ τὸ ἀλλήλων ἐφάπτεσθαι , κρέα
5642288 ἱκετευοντος
λιμοῦ μὲν τὴν πόλιν ἱκετεύων ἐξειλόμην , ὃ καὶ μηδενὸς ἱκετεύοντος ἴσως ἂν ὑπῆρξεν ἀπὸ τῆς ἐκείνου γνώμης : πεῖσαι
, ἐπιφραξαμένη τὰ ὦτα , ὡς μηδὲ ἀκούσαιμι αὐτοῦ ὑβριστικὰ ἱκετεύοντος , ἀπῆλθον σοὶ φράσουσα : σὺ δὲ αὐτὸς ὅρα
5634727 ἐφελκομενος
λαφύροις κύκλωι κεκοσμημένων τῶν Ἀττικῶν τριήρων , πολλὰς δ ' ἐφελκόμενος αἰχμαλώτους , ἔτι δὲ πλείω κομίζων ἀκροστόλια τῶν διεφθαρμένων
ὁ Ἰνδικὸς πάνθηρ μύρου ὄζων διὰ τῆς εὐωδίας τὰ θηρία ἐφελκόμενος ἐπὶ τὸν ἴδιον ἄγει φωλεὸν καὶ κατεσθίει . κεφ
5631840 τοξευματων
ὑπ ' ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων . ὑπὸ δὲ τῶν τοξευμάτων οὐκ ἦν ἰδεῖν τὸν οὐρανόν . ἀλλ ' ὅμως
καὶ ὃ μὲν ἐπέθετο , καὶ τῶν πρέσβεών τινες ἐκ τοξευμάτων ἀπέθανον : οἱ δὲ λοιποὶ τιτρωσκόμενοί τε καὶ ἐρέσσοντες
5628304 ἀναστελλοντες
μὲν τῶν ἡττημένων πραΰνοντες λύπην , τὴν δὲ τῶν νενικηκότων ἀναστέλλοντες ὕβριν . κηλούμενοι γὰρ οἱ μὲν ἔλαττον ἀθυμοῦσιν ,
Ὀρύγματα γῆς εἰώθασί τινες εὖ μάλα βαθύνειν ἢ φλέβας πηγαζούσας ἀναστέλλοντες ἢ πρὸς ὑποδοχὴν ὀμβρίου ὕδατος , εἶθ ' ὑπονόμους
5622269 βροχοις
ῥαιδίως ἄνευ πόνου . οὐδέ σου συνῆψε χεῖρας δεσμίοισιν ἐν βρόχοις ; ταῦτα καὶ καθύβρις ' αὐτόν , ὅτι με
ὑπεμπίμπραται καὶ τῶν ἐθάδων διατριβῶν , ἀμέλει καὶ εἴ ποτε βρόχοις ἁλῷ καὶ εἰς χῶρον ἕτερον ἀπενεχθῇ πρὸς τῶν ἀγρευτῶν
5614670 ἐτυφλωθη
καὶ βιαζόμενος τὴν θεὸν ὑπὸ Διὸς ἐκεραυνώθη . Οὐαλέριος Οὐηστῖνος ἐτυφλώθη ὑπὸ Λευκίου Οὐμβρίου διὰ τὸν τοῦ υἱοῦ Ῥουστίκου θάνατον
ὑπὸ λῃσταῖς ἔγραψε περὶ λύτρων : ἡ γυνὴ αὐτοῦ δακρύουσα ἐτυφλώθη , ὁ παῖς ἐξελθὼν δέδωκεν ἑαυτὸν ἀντὶ τοῦ πατρὸς
5613809 κορεων
Κορίνθιοι . παίζων οὖν παρονομάζει ἅμα μὲν πρὸς τὸ τῶν κόρεων ὄνομα , ἅμα δὲ διὰ τὸν πόλεμον , καὶ
. ἀπολεῖ ] ἀπολῇ . ἀπόλωλ ' ] ὑπὸ τῶν κόρεων . μαλθακιστέ ' ] ⌈ καταρᾳθυμητέα καταρᾳθυμητέον . [
5612351 γναθμοισιν
– ] τριταῖος ? ὥστε πῦρ ἀφί [ κρυμὸν φέρων γναθμοῖσιν ⌋ ? ἐξ ἀμφημέρου λόγῳ γὰρ ἕλκος οὐδὲν οἶδά
δέ οἱ ἔρρεεν ἀφρὸς ἐκ στόματος , βρυχὴ δὲ περὶ γναθμοῖσιν ὀρώρει , τεύχεα δ ' ἀμφ ' ὤμοισιν ἐπέβραχε
5610869 ὀρθοσταδην
κατὰ χειμῶνα , πολλοὶ μὲν κατεκλίθησαν , οἱ δὲ αὐτέων ὀρθοστάδην ὑπεφέροντο : πρωῒ δὲ τοῦ ἦρος ἔθνησκον οἱ πλεῖστοι
καὶ πλανῆτες πολλοῖσι πολλοὶ , καὶ πουλὺν χρόνον παρέμενον , ὀρθοστάδην τε καὶ κατακειμένοισιν : τοῖσι πλείστοισι τουτέων ὑπὸ πληϊάδα
5605173 ἀπλοιας
μετὰ τὸν πόλεμον τῆς στρατείας ἀπήλλακτο . ἦν οὖν ἐξ ἀπλοίας μακρᾶς πλεόντων πάντα μεστὰ καὶ πολλή τις ὄψεως ἡδονή
μέλλοντα ἄνεμον πνεῖν : * τῶν γοῦν ἐν Λιπάραις γενομένης ἀπλοίας προειπεῖν τινάς φησι τὸν ἐσόμενον [ ἄνεμον ] καὶ
5601888 ἐκκεχυμενως
ἀλλὰ πρὸς πάντας ἀνθρώπους , ὥς που αὐτός φησιν , ἐκκεχυμένως καὶ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν καὶ ἐν τοῖς ἐργαστηρίοις καὶ
ἐᾶν κατὰ τὸν ἄνω κόσμον χρονίους , ἀπὸ δὲ τῶν ἐκκεχυμένως πρὸς τὰ πένθη διακειμένων ἀεί τινα κατάγειν ἕνεκα τοῦ
5598208 παραμενοντες
, ἀπορρίψας τὸ κράνος ἀνεβόα μέχρι ποῦ μαίνεσθε λῃστάρχῳ λιμώσσοντι παραμένοντες , δυνάμενοι πλουτοῦντι βασιλεῖ μισθοφορεῖν καὶ βασιλείας μετέχειν οὐκ
ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται καὶ οὐ ποιέετε δίκαια ἔτι παραμένοντες . Ἀλλ ' ἐπεὶ πρότερον δειμαίνοντες ἐμένετε , νῦν
5593139 ταλαιπωρως
ζήσεις , ἀνεκτῶς δὲ ἀποθανῇ : ἐκεῖνα δὲ ζηλῶν ζήσεις ταλαιπώρως . ταῦτά μου διεξιόντος αὐτῷ τόν τε φοίνικα εἰς
πρὸ ἀκμῆς . καὶ ἐπὶ τῶν ἀνορέκτων δὲ φύσει καὶ ταλαιπώρως προσφερομένων , καὶ μάλιστα εἰ καὶ ξηρότης εἴη περὶ
5590076 συλληφθεις
: Εὐμενίσιν θήραμα φόνῳ : ἀντὶ τοῦ ἄγρευμα γενόμενος καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν Ἐρινύων διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός :
ἀνελέσθαι . ὁ δ ' ἀπερι - σκέπτως προσελθὼν καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῆς παγίδος ὡς ἐξαπατήσασαν ἐμέμφετο τὴν ἀλώπεκα .
5589031 κυνηγων
τὴν χρόαν , ὑποπυρρίζων μᾶλλον . θηρεύεται δ ' ὑπὸ κυνηγῶν διὰ τὸ βάρος καὶ τὴν τῶν πτερῶν βραχύτητα .
Ἄρκτου παρούσης , ἴχνη μὴ ζήτει : ἐπὶ τῶν δειλῶν κυνηγῶν εἴρηται ἡ παροιμία . Μέμνηται δὲ αὐτῆς Βακχυλίδης ἐν
5585803 οἰκτροτατον
ἢ χρηστὸς τρόπος εἰς χαλεπὸν ὅταν ᾖ συγκεκλῃμένος βίον . οἰκτρότατόν ἐστι πεῖραν ἐπὶ γήρως ὀδῷ ἀδίκου τύχης δίκαιος εἰληφὼς
ἢ χρηστὸς τρόπος εἰς χαλεπὸν ὅταν ᾖ συγκεκλεισμένος βίον . οἰκτρότατόν ἐστι πεῖραν ἐπὶ γήρως ὀδῷ ἀδίκου τύχης δίκαιος εἰληφὼς
5585490 ἐπιπτον
ᾧ ἐνὶ οἴκῳ βάλλε τιτυσκόμενος : τοὶ δ ' ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον . αὐτὰρ ἐπεὶ λίπον ἰοὶ ὀϊστεύοντα ἄνακτα , τόξον
ὑπὸ τῶν Καλλιμάχου βλημάτων ἀπώλοντο καὶ πολλοὶ παρ ' αὐτὸν ἔπιπτον ἑστηκότα : Δάτις δὲ ὁρῶν ὠργίζετο τῷ νεκρῷ καὶ

Back