, εἶτα τὸ ἐν αὐτῷ περιεχόμενον αἷμα θρομβῶδες ἐκθλίβειν καὶ ἀποσπογγίζειν ἐρίῳ ἐστραμμένῳ , ἔπειτα συμμέτροις ἁλσὶ καθ ' ἕνα
λήμας περιψῆν . ΓΘ περιψῆν : ἀντὶ τοῦ καταμάσσειν , ἀποσπογγίζειν . φιλονεικεῖ δὲ ἕκαστος ὑπερβαλεῖν ταῖς δωρεαῖς . ΓΘ
7342523 καταρραινειν
καλυπτέον , τὸ δὲ πρόσωπον σπόγγῳ ἐκ ψυχροῦ ἀποσπογγίζειν ἢ καταρραίνειν ψυχρῷ , τρίβειν τε τὸ πρόσωπον καὶ τὸν στόμαχον
, φησίν , εἰς τὰ ἰσχία λίθον , εἰ μὴ καταρραίνειν ἔμελλον τοὺς περιεστηκότας . ἀρχαιότατος δ ' ἐστὶ λογικὸς
7260622 ἐξακτεον
, μήτε καταχύσει πολλῇ χρωμένους : τοὺς δὲ ἤδη λιποθυμήσαντας ἐξακτέον ταχέως καὶ τὸ μὲν λοιπὸν σῶμα κούφῳ τινὶ σκεπάσματι
φύλλα ἐπιτήδεια πρὸς τροφὴν προβάτων . Ἐπὶ δὲ τὴν νομὴν ἐξακτέον θέρους μὲν πρὶν ἥλιον ἀνασχεῖν , ἔτι τῆς δρόσου
7123868 τετρωμενους
† [ σὺν παρθένωι τε καὶ προθυμίαι ποδός ] . τετρωμένους δ ' ἰδοῦσα καιρίους σφαγὰς ὤιμωξεν : Ὦ τέκν
, εὐθὺς λύειν μὲν ἐκέλευσε τοὺς δεδεμένους , τοὺς δὲ τετρωμένους ἰατροὺς καλέσας θεραπεύειν ἐκέλευσεν : ἔπειτα δὲ ἔλεξε τοῖς
7079048 νοστιμωτατον
πύνδαξ : πυθμήν . πυός : τὸ πρωτόρρυτον γάλα καὶ νοστιμώτατον . πυριάτη : θηλυκῶς τὸ πυρίεφθον : οὐχὶ πυρίατος
ὕπνου κατ ' ἔκλυσιν ; πῖαρ : τὸ λιπαρώτατον καὶ νοστιμώτατον . καὶ πιερὸν τὸ λιπαρόν . | πίλοισι :
7025157 διακλυσμα
κενοῦντας διὰ κλυστῆρος ἀνετικοῦ τὴν κοιλίαν : ποτὸν δὲ καὶ διάκλυσμα ὕδωρ θερμὸν ἔστω καὶ ῥόφημα πτισάνης χυλοῦ . Σφοδροτέρας
αὐτῶν : μετὰ τὸ πιεῖν τὸ φάρμακον δώσομεν ψυχρὸν ὕδωρ διάκλυσμα , ἔπειτα ἀποσφραίνοντές τινι τῶν εὐωδῶν , εἰ μὲν
6939696 τροχιλους
: οἱ δὲ τὰς ἐν τῇ Φαληρίδι γενομένας . Γ τροχίλους ] εἶδος ὀρνίθων . Γ ὡσπερεὶ χειμὼν ὀρνιθίας :
ἐξάπτεσθαι . ] ἵνα οὖν μὴ καθ ' ἕνα τοὺς τροχίλους ἔκ τε τοῦ μένοντος χωρίου καὶ ἐκ τοῦ φορτίου
6860666 ἀνοπλους
, ὅτι χρὴ τῶν κακῶν ἐπιλέγεσθαι τὰ μετριώτερα , ὄντας ἀνόπλους : οὕτω σαφῶς εἰπόντα τὴν γνώμην . . .
ὁδοῖς ἀναιρῶν ὥρμησεν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ πολλοὺς τῶν πολιτῶν ἀνόπλους καταλβὼν ἀπέκτεινε . τῶν δὲ Καρχηδονίων καταλαβομένων τὰς περὶ
6853443 σμιλῃ
δὲ καὶ αὐτὸς οὗτος διττός , ἤτοι γε ἐκκοπτόντων ἡμῶν σμίλῃ τὸ πεπονθὸς ὅλον , ὡς ἐπὶ τῶν καρκίνων ,
ἡ ἄμπελος πολυχρόνιος καὶ εὐθαλὴς γενήσεται . Τὸ πρέμνον σχίσον σμίλῃ ἢ τερέτρῳ , κάλλιον δὲ σφηνὶ δρυΐνῳ , καὶ
6825027 ἀοπλους
ἐπίστευσαν Λεοντῖνοι καὶ ὅρκους ἔδωκαν . Ἀγαθοκλῆς εἰσελθὼν ἐκέλευσεν αὐτοὺς ἀόπλους εἰς τὴν ἐκκλησίαν συνελθεῖν : ὁ στρατηγὸς ἐπηρώτησεν ὅτῳ
ὡς δ ' αὔτως καὶ ἱππέας καὶ ἵππους ὡπλισμένους πρὸς ἀόπλους , ὡς ἐκ χειρὸς μάχεσθαι . πεζοῖς δὲ τοῖς
6718047 σκεπειν
τῷ Ἀγχίσῃ . ἐνταῦθα δὲ ταπεινὴ βοτάνη καὶ μὴ δυναμένη σκέπειν σε . ὧδε κύπειρος : κύπειρος χαμαίζηλος πόα .
ἑνώσεσι . ἐξωθεῖται : ἐκτείνεται . προστέλλειν : ἀντὶ τοῦ σκέπειν καὶ προσάγειν . ἀπὸ μὲν οὖν τοῦ στέλλειν καὶ
6718040 σκεπασματι
τοῖς γε ἄλλοις ἅπασι τοῖς τῇδε τῷ κοινῷ πάντων καλύπτεται σκεπάσματι , τῷ περιτοναίῳ καλουμένῳ , τὸ δ ' ἀπὸ
διαφράσσουσι , τουτέστι τῷ ἔσωθεν τοῦ δέρματος ὑμένι καλύπτρῃ ] σκεπάσματι ἄλλοτε δ ' οἰνοβρῶτα : τὴν ἐν οἴνῳ ,
6705791 διελκειν
ἀπόσχῃ , μὴ ἀφῇς . μωλύειν : τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν . καὶ μωλύον κρέας λέγεται τὸ ἠρέμα
καὶ τὴν δύναμιν μεγάλην ἔχειν , τὸ μέντοι στόμα μὴ διέλκειν : ὃ ποιεῖν τοὺς πολλὰ μὲν λαλοῦντας , ἀδύνατα
6691629 διωτον
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί ,
6687388 νηφοντας
ἡμεῖς καὶ συμμάχους πρὸς ἑαυτοῖς ἔχοντας καὶ ἐγρηγορότας ἅπαντας καὶ νήφοντας καὶ ἐξωπλισμένους καὶ συντεταγμένους ἐνικῶμεν : νῦν δ '
ἢ κριθὰς μέλλωσιν εἰς τὰς ἀρού - ρας καταβαλέσθαι , νήφοντας ἐπὶ τὸν σπόρον χωρεῖν προεξητακότας καιρῶν ἰδιότητας , χώρας
6683203 σπογγῳ
οὐδενὶ ὠφελέει ἢ βλάπτει ποτόν . Ὅπου ὀλίγου ποτοῦ , σπόγγῳ : χρῆσις , ἄριστον ὀφθαλμοῖσι , [ εἰ ]
βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος σπόγγῳ ἐυτρήτῳ , κατὰ δ ' ἔκλυσαν ὕδατι πολλῷ :
6682989 πιπτοντας
γαπετεῖς δικών : μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος : εἰς τὴν γῆν πίπτοντας ὑπὸ Παλλάδος φραδαῖσιν : εἰς τὰς εὐκάρπους χώρας :
ὀλίγων ἀνδρῶν σαγὴ οἶδεν ἐκδειματῶσαι τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτοῖς πανταχόθεν ὁρῶντας πίπτοντας , τοὺς δὲ τὴν μέσην τάξιν ἔχοντας ἀβλαβεῖς ἑστῶτας
6677295 καταχεομενον
καταχές : τὸ ἐν τῷ καταφέρεσθαι ἠχοῦν ἢ ὅπερ ὑπάρχει καταχεόμενον . ἢ τὸ καταχές : τὸ καταχεόμενον ἢ τὸ
τοῦτ ' ἄρα καὶ κατὰ ἀκρέων ἐν λειποθυμίαις τὸ ψυχρὸν καταχεόμενον ὠφελέει . Ὅτι δὲ τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν τὸ
6663641 πυκνουσθαι
αὐτῷ τὰ λοιπὰ πείθωνται . Ἐπειδὴ δὲ τὸ σφίγγεσθαι ἤτοι πυκνοῦσθαι πρὸς τὸ ἁρμοῦσθαι καὶ πλατύνεσθαι συντομώτερον καὶ ἀσφαλέστερόν ἐστιν
ἔχειν τὸ ὑποχόνδριον : ὅτι δὲ ῥιγοῖ , διὰ τοῦ πυκνοῦσθαι καὶ συστρέφεσθαι καὶ ἀπεψῦχθαι , ποτὲ δὲ καὶ πεπελιῶσθαι
6657758 λυγους
ἐπὶ γαίῃ εἴας ' : αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε , πεῖσμα δ ' ὅσον τ ' ὄργυιαν
μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος φυτοῦ : “ ῥῶπάς τε λύγους τε . ” καὶ “ διαρρωπήϊα πυκνά ” τοὺς
6628398 καμψαντα
αὐτὸν ἔξω τῆς πύλης γενάμενον καὶ ἀπό τινος δένδρου βρόχον κάμψαντα , καὶ μέλλοντα τὸν αὐχένα ὑποβαλεῖν , μακρόθεν Αἴσωπος
καὶ συνισταμένην αἰγίδα καὶ πέτραν προβεβλημένην , περὶ ἣν δεῖ κάμψαντα ὅρμου τυχεῖν . τοὺς δὴ κατ ' ἐμπορίαν πλέοντας
6627639 ἐπεξελθοντας
καὶ ἀξιολογωτέρᾳ τῆς ὑπὸ Ἀκροτάτου συναχθείσης : καὶ μάχῃ τε ἐπεξελθόντας τοὺς Μεγαλοπολίτας ἐνίκησαν καὶ μηχάνημα ἰσχυρὸν προσάγοντες τῷ τείχει
πρῶτον μὲν τὴν τῶν Μοτυηνῶν ἐπόρθησε χώραν , καὶ τοὺς ἐπεξελθόντας ἐκ τῆς πόλεως μάχῃ κρατήσας πολλοὺς μὲν ἀνεῖλε ,
6623543 ὑδρευομενους
ἐπικουρεῖν ἡ σοφωτάτη φύσις ἐξεπαίδευσεν . Ἐλλοχῶσιν οἱ κροκόδειλοι τοὺς ὑδρευομένους ἐκ τοῦ Νείλου τὸν τρόπον τοῦτον . φρύγανα ἑαυτοῖς
πᾶσαν : καὶ ἐς ἑπτὰ ἡμέρας ἰέναι παρὰ τὴν θάλασσαν ὑδρευομένους ἐκ τῆς ἠϊόνος . ἔνθεν δέ , ἤδη γὰρ
6620442 κρεμαμενον
δὲ ὑποδήματα πτερωτά : ἐν δὲ τοῖς ὤμοις ἔκειτο ξίφος κρεμάμενον ἀπὸ λώρου . . . ἹΠΠΟΤΑ . Ἤγουν ἱππότης
αὐτόν . τοῦτο δὲ ἐν Κόλχοις ἦν ἐν Ἄρεος ἄλσει κρεμάμενον ἐκ δρυός , ἐφρουρεῖτο δὲ ὑπὸ δράκοντος ἀύπνου .
6619667 Πειραιον
εἰπὼν ἐξῆλθε δόμων ἐῢ ναιεταόντων , ἵκετο δ ' ἐς Πείραιον , ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο . μνηστῆρες δ '
Κρεύσιος ὁρμώμενοι εὐπετῶς τοῖς Κορινθίοις παρεγίγνοντο , στρατεύει ἐπὶ τὸ Πείραιον . ἰδὼν δὲ ὑπὸ πολλῶν φυλαττόμενον , ὡς ἐνδιδομένης
6599569 Λυγκησταις
μεσονύκτου γίνεσθαι θερμὸν , ὂν φύσει ψυχρότατον . Θεόπομπος ἐν Λυγκησταῖς φησι πηγὴν εἶναι τῇ μὲν γεύσει ὀξίζουσαν , τοὺς
ὑπὸ πλειόνων μαρτυρεῖται . . . . : Θεόπομπος ἐν Λυγκησταῖς φησὶν εἶναι ὕδωρ ὀξύ , ὃ τοὺς πίνοντας μεθύσκει
6594075 σπινθηρας
φασὶν ἀναφαινόμενον αὐτὸν ὁρᾶσθαι μὲν ἄνθρακι παραπλήσιον τῷ πυρωδεστάτῳ , σπινθῆρας δ ' ἀφ ' ἑαυτοῦ μεγάλους ἀπορρίπτειν , καὶ
χαλκοῖς τισιν ὀργάνοις κατεσκευασμένοις ἐφειλκύσαντο τοὺς ἀπὸ τῶν μετεώρων φερομένους σπινθῆρας , κατὰ τὰς μεσημβρίας ἐναντία τῷ ἡλίῳ τὰ ὄργανα
6585660 καρδιωγμους
πόδας , ὡς τό γε εὐθὺς περιπατεῖν πολλοῖς ἐμέτους καὶ καρδιωγμοὺς καὶ ἰλίγγους παρέσχεν . ὅταν δ ' ἐν τῇ
φοινίκων καὶ οἴνου παλαιοῦ καταπλάσσειν τὸ προκάρδιον . τοὺς δὲ καρδιωγμοὺς ἐπικουφίζει τό τε ἐπιρροφεῖν θερμοῦ ὕδατος καὶ τὸ ἡσυχῇ
6584031 ταρασσομενον
τὸν δυνάμενον , τὸν σχολάζοντα : τὸν δὲ τρέμοντα καὶ ταρασσόμενον καὶ ῥηγνύμενον ἔσωθεν τὴν καρδίαν ἄλλῳ τινὶ δεῖ προσευκαιρεῖν
ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , φερόμενον . θ ὀρρόμενον ] ἐπερχόμενον
6576564 κοντῳ
ἐνερείδεται : ἐμβάλλει . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , κοντῷ τιτρώσκων . ὀρίνει : ἐκείνους τοὺς δύο ἰχθύας ἐγείρει
τοῖϲ κατάντεϲι προβαλλόμενοϲ ἴϲχει τὸ ϲῶμα προπετὲϲ γινόμενον καθάπερ τινὶ κοντῷ , ἐν δὲ τοῖϲ ἀνάντεϲιν ἐπερειδόμενοϲ ῥᾷον ποιεῖ τὴν
6574467 ἀτεραμνους
ἀπόκομμ ' ἀτεράμνου : ἀντὶ τοῦ λίθινε καὶ σκληρότατε : ἀτεράμνους γὰρ τοὺς σκληρούς φασι , τοὺς μὴ τέρενας καὶ
σκληρότητα . καὶ Πλάτων κέχρηται τῇ λέξει , κερασβόλους καὶ ἀτεράμνους λέγων τοὺς σκληροὺς διὰ τούτων : „ μή τις
6559047 τρυφεροσαρκους
παλαιούς , μὴ χροακούς . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων πάντας τρυφεροσάρκους ἐσθίειν οἷον λαπίνας , χάνους , κόκκυγας , σπάρους
μέλαιναν χολήν . Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων λαμβάνειν πάντας τοὺς τρυφεροσάρκους , καὶ πετραίους , καὶ μαλακοσάρκους : ἀπέχεσθαι κεφάλων
6558533 γυμνουσθαι
. εὐθὺς : ἐν ἀρχῇ . ἐντετυλίχθαι ] τὸ ἐναντίον γυμνοῦσθαι , ἐκκεκαλύφθαι . ὅταν ὀρχεῖσθαι : ὠρχοῦντο γὰρ ἐν
πρῶτον τοίνυν ἀποδύσωμεν αὐτούς : ἀνάγκη γὰρ τοὺς μέλλοντας ὁπλίζεσθαι γυμνοῦσθαι πρότερον . θεῶ δὴ τοὺς ἄνδρας , ὦ γενναῖε
6554249 στρουθους
τοῦ Διὸς ἑωρακότες τὸν δράκοντα τὸν σὺν τῇ μητρὶ τοὺς στρουθοὺς φαγόντα ὅρκους ἀλλήλοις δόντες πλεύσουσιν ἐπὶ τὴν Τροίαν .
] τὸ δένδρον ὡς ὑποδεξόμενος τοὺς στρουθούς . Σχολαστικὸς ἰδὼν στρουθοὺς ἐπὶ δένδρου , λάθρα ὑπεισελθών , ὑφαπλώσας τὸν κόλπον
6537798 καταψυχεσθαι
καροῦσθαι , ἢ ῥέγχειν , πελιοῦσθαί τε καὶ νωθριᾷν καὶ καταψύχεσθαι καὶ ναρκᾷν , ἀναισθητεῖν δὲ ἢ ὀδαξεῖσθαι τὸ ὅλον
ὅλως πρὸς τοὺς ἐμπύρους τόπους . Καίτοι φασί γε θαυμαστῶς καταψύχεσθαι τὸν ἀέρα πρὸς τὴν ἕω . Τοῦτο μὲν οὖν
6530907 πεπυρωμενων
ἔμπτωσιν ὡς βέλος πολλάκις σπινθηρίζειν . Ξενοφάνης τὰ τοιαῦτα νεφῶν πεπυρωμένων σύστημα ἢ κίνημα εἶναι . Ἀναξίμανδρος ἐκ τοῦ πνεύματος
σώματος εἴρηκε συγγενεῖς . Ξενοφάνης δὲ ἐκ νεφῶν μὲν λέγει πεπυρωμένων ξυνίστασθαι : σβεννυμένους δὲ μεθ ' ἡμέραν νύκτωρ πάλιν
6524419 τετρωσθαι
ποταμὸν διαβαίνειν ἔμελλε , Πολύκλεια δὲ τὸν πόδα ἐπιδησαμένη φάσκουσα τετρῶσθαι τὸ σφυρὸν παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸν Αἴατον διενεγκεῖν αὐτὴν ὑπὲρ
Δηιάνειραν καθοπλίσαι , καὶ λέγεται καὶ κατὰ τὸν μαζὸν τότε τετρῶσθαι . περιγενόμενος δὲ αὐτῶν καὶ ἀνελὼν τὸν Θειοδάμαντα ἐδέξατο
6522528 ἀγρευουσιν
, μανῶσιν . γάμοιο : ἀπὸ τοῦ . Ἀγρώσσουσιν : ἀγρεύουσιν , ἀγρεύονται ὑπὸ τῶν Ἰβήρων . κομόωντες : θάλλοντες
δύο εἰσὶ γενεαὶ λυγκῶν : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι ἐλάφους ἀγρεύουσιν , αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν
6505083 τρυφερους
προσηνὲς καὶ διὰ τὸ περισφίγγεσθαι τοῖς ἱδρῶσι τοὺς λινοῦς : τρυφεροὺς δὲ χάριν τοῦ μὴ μετὰ περιθλάσεως τὴν σκέπην τρυφεροῖς
Ἰάμβοις : * * * : τοὺς οὖν ἀλαζόνας καὶ τρυφεροὺς μύρῳ χρίεσθαι ἀκολουθεῖ . καὶ ἀπὸ τούτου δηλαδὴ τοὺς
6504605 καχληκας
ἀκτῆς . διερούς : γλίσχρους , μυξώδεις , διύγρους . κάχληκας : λίθους θαλασσίους , βώλους . ἱεῖσι : βάλλουσι
καχλάζοντα : καχλάζειν κυρίως τὸ κῦμα λέγεται τὸ ἐπὶ τοὺς κάχληκας φερόμενον . κάχληκες δέ εἰσιν αἱ χερμάδες λίθοι .
6504276 κατετιτρωσκον
' ἔξω τῶν τειχῶν ἔτι περιεστῶτας ἄνωθεν ἔβαλλόν τε καὶ κατετίτρωσκον . καὶ δευτέρας τῆσδε πείρας ὁ Ἀννίβας ἐπὶ τῇ
καὶ μεγάλας : ἅμα δὲ καὶ τοῖς τόξοις πυκνοῖς χρώμενοι κατετίτρωσκον τοὺς μήτε ἀμύνασθαι μήτ ' ἐκκλῖναι τὰ βέλη δυναμένους
6498620 καταρρεον
διὰ λεπτὸν ῥεῦμα γιγνομέναιϲ ἐκ κεφαλῆϲ θερμοτέραϲ εἰϲ τὸν θώρακα καταρρέον ὀνίνηϲι μεγάλωϲ . ἔχει δὲ ἡ ϲκευαϲία οὕτωϲ :
τοῖς συμποσίοις λύειν τὰς ἐπὶ τῷ προσώπῳ φλέβας καὶ τὸ καταρρέον αἷμα μιγνύντας τῷ πόματι προσφέρεσθαι , τέλος φιλίας νομίζοντας
6497147 καταστρατηγησας
ἐκ τῆς κακοπαθίας ἀναλαβεῖν . Εὐμενὴς δὲ τὸν προειρημένον τρόπον καταστρατηγήσας τοὺς πολεμίους μετεπέμπετο πανταχόθεν τοὺς διερριμμένους τῶν στρατιωτῶν καὶ
Καρχηδόνιοι μεγάλαις δυνάμεσιν ἐστράτευσαν εἰς τὴν Σικελίαν . Ὡς Γέλων καταστρατηγήσας τοὺς βαρβάρους τοὺς μὲν αὐτῶν κατέκοψε , τοὺς δ
6494923 σβεννυμενους
γεγενῆσθαι τὰ ἄστρα . Ξενοφάνης ἐκ νεφῶν μὲν πεπυρωμένων : σβεννυμένους δὲ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἀναζωπυρεῖν νύκτωρ καθάπερ τοὺς
. Ξενοφάνης δὲ ἐκ νεφῶν μὲν λέγει πεπυρωμένων ξυνίστασθαι : σβεννυμένους δὲ μεθ ' ἡμέραν νύκτωρ πάλιν ἀναζωπυρεῖσθαι καθάπερ τοὺς
6486025 φονευουσι
αἰδούμενοι : ἔτι δὲ λαλοῦντα τὸν πρεσβύτην οἱ θρασύτεροι ἐπιπεσόντες φονεύουσι . δράσαντες τε οὕτως ὠμὸν ἔργον , δέει τῶν
οὓς πέφνουσι φονέας . οὕς : ἰδίους . πέφνουσι : φονεύουσι . φονῆας : ἰωνικῶς . Μάρψωσιν : καὶ κρατήσωσι
6483562 κυνηγους
τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι τῷ ἐκ τῆς
τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι , τῷ ἐκ
6474093 ἀναφαλαντιαιους
ὀφθαλμοῖς ἔχοντας διὰ τὸ νεφέλιον τὸ περὶ τὸ κέντρον καὶ ἀναφαλαντιαίους ποιεῖ . ὁ δὲ Τοξότης μακροὺς τοῖς μηροῖς ,
οὐκ ἐπὶ τὸ εὔχρουν δὲ ὁμοίως , τετανότριχάς τε καὶ ἀναφαλαντιαίους καὶ μεσοφαλάκρους καὶ μετρίους τοῖς μεγέθεσιν , τῇ δὲ
6472414 παγεντας
ἐπικρατούσης καὶ διὰ βεβαιότητα τῶν ἅπαξ γνωσθέντων τοὺς ἐξ ἀρχῆς παγέντας ὅρους ἀκινήτους διαφυλαττούσης . εἴπερ οὖν ἁρμόττον ἐνόμιζεν ἀποτίκτεσθαι
οὕτω συνεστῶτας λίθους οὐ καθ ' ἑαυτοὺς ἢ ἐξ ὑγροῦ παγέντας μεταβαλεῖν , [ ἢ ] ἐκ πετρῶν μεγάλων ῥήγματα
6469591 παρακαλουντας
ἄλλος ταξίαρχος καὶ λοχαγὸς ἕτερος ἐσπούδαζον γενέσθαι . πάντας τοὺς παρακαλοῦντας ἀνεβάλλετο ἐς καιρὸν ἐπιτήδειον . ὁ δὲ καιρὸς οὗτος
ὄντες . παραιτητούς . παρακαλουμένους , συγγνώμονας , ἢ καὶ παρακαλοῦντας . λέγετε . τοῦ πατριάρχου τὸ βιβλίον διὰ διφθόγγου
6467875 βοηθησοντας
αὐτὸς εἴρηκεν , ἢ καλεῖν αὐτοὺς , ἢ πέμπειν τοὺς βοηθήσοντας ; ὁ δέ γε αὐτὸς οὗτος ἐκπλέων ἐνθένδε ᾔτησε
οὐκ ἔπεμψεν ἐπιστολὴν ὁ Φίλιππος , ἐξιέναι πάσῃ τῇ δυνάμει βοηθήσοντας τοῖς δικαίοις ; οἱ δὲ νῦν πολεμικοὶ καὶ τὴν
6466406 καλαμοις
κιττὸς τοῦ φυτοῦ . ἄμπελοι δὲ ἑκατέρωθεν τοῦ δένδρου , καλάμοις ἐποχούμεναι , τοῖς φύλλοις ἔθαλλον , καὶ ὁ καρπὸς
λέγει εἶναι καλάμων ἱερὸν ἄλσος ἐν Ἀραβίᾳ , ἐν οἷς καλάμοις θάπτουσι μόνους τοὺς βασιλέας , γυναῖκάς τε καὶ ἀδελφοὺς
6459990 ταινιδιον
μετὰ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ φαρμάκου , οἴνῳ δεύσαντα πτυγμάτιον ἢ ταινίδιον ἐπιδεσμεῖν : ἔστι δὲ καὶ ἡ μετ ' αὐτὴν
εἴρηται , ἐκ τῶν ἔϲωθεν μερῶν τοῦ βλεφάρου τὸ λαμβδοειδὲϲ ταινίδιον , μὴ πάνυ βαθεῖαν τὴν διαίρεϲιν ποιουμένουϲ , καὶ
6451688 κοφινους
τῶν σύκων πλέγμα τρασιά . εἴποις δ ' ἂν πλέκειν κοφίνους , σωράκους , ἀρρίχους , φερνία , λάρκους ,
καὶ θερμασία , καὶ ἡνίκα συμμέτρως βρέχει , τίθει τοὺς κοφίνους ὑπαιθρίους , καὶ περὶ δυσμὰς ἡλίου εἰσκόμιζε τούτους εἰς
6440430 θλιβων
δειλὸς ἐς μυχὸν τρώγλης , ἄσημα τρίζων τόν τε πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας
αὐτὸς εἶναι τῷ Πανὶ νενόμισται , διάφορα δὲ σημαίνει : θλίβων μὲν γὰρ καὶ βαρῶν καὶ οὐδὲν ἀποκρινόμενος θλίψεις καὶ
6435844 ἀσφαλισαι
εἰλαπινάζει : εὐωχεῖται . Ἱέμενον : προθυμούμενον . ἐρεῖσαι : ἀσφαλίσαι , σφαλίσαι , ἑδραιῶσαι . Ἀμφιδύμους : διπλᾶς .
βαρέως ἐπεξελθεῖν τὰς κινήσεις . . φράξαι ] φύλαξον καὶ ἀσφαλίσαι . καταιγίσαι ] καταβαλεῖν καὶ ἀνατρέψαι . χρῆται δὲ
6434663 ἐρεους
ψυγῆναι γεγυμνωμένον ἐν τῇ κατὰ μέρος σπαργανώσει , λαμβάνειν τελαμῶνας ἐρεοῦς τρυφερούς , [ τε ] καθαρούς τε καὶ μὴ
ἐσθὴς δ ' αὐτοῖς ἐστι χιτὼν λινοῦς ποδήρης καὶ ἐπενδύτης ἐρεοῦς , ἱμάτιον λευκόν , κόμη μακρά , ὑπόδημα ἐμβάδι
6425597 πηλωδει
ἐδεδοίκεσαν αὐτά τε καὶ τὸν χειμῶνα προσιόντα ὡς ἐν πεδίῳ πηλώδει σταθμεύοντες . ὧν ἐνθυμούμενοι τέλος μὲν ὁπλιτῶν ἐς Ἀχαΐαν
ὀλίγον ἔχειν τὸ ὑγρόν : ἐν δὲ τῇ εὐγείῳ καὶ πηλώδει τὸ μετόπωρον : τοῦ γὰρ ἦρος πολλὴ λίαν ἡ
6424462 ἰσχνους
Ὑπὸ κύνα καὶ πρὸ κυνὸς ἐργώδεες αἱ φαρμακεῖαι . Τοὺς ἰσχνοὺς τοὺς εὐημέας ἄνω φαρμακεύειν , ὑποστελλομένους χειμῶνα . Τοὺς
ὑπόχολον , τὸ ὑπέρυθρον : οὕτω τὸ κατεσπάσθαι μαζοὺς , ἰσχνοὺς δὲ ἀνεσπάσθαι καὶ περιτετάσθαι : καίτοι οὐκ ἄν τις
6424413 εὐρυνει
γὰρ ὅταν ὀργίζηται ἵππος ἵππῳ ἢ ἐν ἱππασίᾳ θυμῶται , εὐρύνει μᾶλλον τοὺς μυκτῆρας . καὶ μὴν κορυφὴ μὲν μείζων
ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος διαναστὰς πρὸς ὕψος τὰ μὲν στέρνα εὐρύνει , τὸ δὲ στόμα διοίξας ὁλκοῦ πνεύματος ῥύμῃ βιαιοτάτῃ
6422822 σωθεντας
τί που πρὸς τὴν νομοφυλακίαν γίγνοιτο ἓν καίριον ἀκοῦσαι καὶ σωθέντας οἴκαδε , δόξαι , τούτοις αὐτοῖς διαβασανισθέντας , τοῦ
ἐφ ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἅπασα μεταστήσεται . τὸ γὰρ ψήφῳ σωθέντας πολέμῳ καὶ ὅπλοις ἀντισῶσαι , τοῦτ ' ἐστὶ τὸ
6421938 περιστειλας
δὲ ὡς πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρακιὴν , καὶ περικαθίσας αὐτὴν καὶ περιστείλας θυμία , φυλασσόμενος μὴ κατακαύσῃς . Ἢν δὲ γυνὴ
ἐν τῇ φυγῇ νοσήσας ἀπηλλάγη τοῦ σώματος , εὖ τε περιστείλας καὶ τὰ νομιζόμενα θεραπεύσας ἔθαψεν . , . .
6420736 προπεμποντας
μὲν καταλελοιπότας , Καίσαρα δ ' ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἀθρόως προπέμποντας . Ἐδόκει δέ τισι μηδ ' ἂν ἀποσχέσθαι αὐτοῦ
ἦγεν τὴν γυναῖκα , ἔπειτα [ ] δὲ παῖδας τοὺς προπέμποντας αὐτὴν ἀκολουθεῖν καὶ Διώξιππον : καὶ γὰρ οὗτος ἠκολούθει
6417705 κολυμβαν
καὶ κολυμβάδος , ἀφ ' ὧν καὶ τὸ νήχεσθαι καὶ κολυμβᾶν εἴρηται , μνημονεύει μετὰ καὶ ἄλλων λιμναίων πολλῶν Ἀριστοφάνης
ὡς ἀπολεῖς μ ' ἐνταῦθα διατρίβους ' ἔτι , παρὸν κολυμβᾶν ὡς ἔχετ ' εἰς τὸν Τάρταρον . Τί δῆτα
6407355 παρεθηναι
ἐπιτίθεται . Ποιεῖ πρὸς νεῦρα κεχαλασμένα ἢ πεπαχυσμένα καὶ κινδυνεύοντα παρεθῆναι , καὶ πρὸς τὰ ῥευματιζόμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα
ἆρ ' ἄν , ἔφη , οἴει ὑπὸ τοῦ φρουράρχου παρεθῆναι τὸν εὐνοῦχον ἐλθόντα σὺν δυνάμει ; Σαφῶς γ '
6404520 ἰλυωδες
Ἄκις διὰ τῆς Σικελίας ῥεῖ : οὗτος τοῦ μὲν θέρους ἰλυῶδες ἔχει ὕδωρ , τοῦ δὲ χειμῶνος καλόν τε καὶ
ὑπῆλθέ τι ὕφαιμον , οἷον μυξῶδες , καὶ πάλιν οἷον ἰλυῶδες , μετὰ δὲ , πρασοειδέα σφόδρα καὶ μέλανα .
6401061 ἐπετρεπε
αὐτὸν οὐδὲ Τιτίου παρόντος , ὅτῳ τὰ περὶ αὐτὸν Ἀντώνιος ἐπέτρεπε , παυόμενον τοῦ πρὸς τὸν ἀμείνονα πολέμου , ἀπέγνωσαν
αὐτὴν οἷός τε ἤμην ἀνδρίζεσθαι . ὡς δ ' οὐκ ἐπέτρεπε , “ Μέχρι πότε , ” εἶπον , “
6394041 βελοναις
ὑβρίζοντες , κεντοῦντες αὐτὰς ὑπὸ τοῖς ὄνυξι τοῖς τῶν χειρῶν βελόναις ἀπέκτειναν . τὰ δὲ ὀστᾶ κατέκοψαν ἐν ὅλμοις ,
Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι : λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε . αἱ δὲ βάλανοι καλούμεναι
6385768 κατεσεισε
πόλει ἐπὶ τῶν νεῶν τὰς μηχανάς . καὶ πρῶτα μὲν κατέσεισε τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα , ὡς δὲ ἀποχρῶν εἰς
μηχανήν . τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος : τῶν Πλαταιέων δηλονότι . κατέσεισε : τὸ τεῖχος δηλονότι . ἄλλας δέ : μηχανὰς
6380190 βεβαιοτεροι
, πρὸς τὸ παρῳχημένον σύντασσε . ἅπαντες : οἱ ξύμμαχοι βεβαιότεροι : ἐπιστεύομεν ἂν αὐτοῖς βεβαίως μηδὲν καινοτομήσειν εἰς ἡμᾶς
γενομένων , οὓς οἱ τῆς φύσεως νόμοι τῶν κάτωθεν ὄντες βεβαιότεροι γράφουσιν ἐλευθέρους . ἤδη δέ τινες καὶ προσυπερβάλλοντες εἰς
6379480 κραζειν
καὶ τοὺς ἐπὶ τῶν δωμάτων κόρακας ἐκ πολλῆς τῆς κατηχήσεως κράζειν τὴν κατ ' αὐτὸν τοῦ συνημμένου κρίσιν , εἴποι
Γ πῶς δ ' ἂν πεποιθοίη τις : διὰ τὸ κράζειν καὶ βοᾶν τὸν συκοφάντην λέγει ὁ χορὸς ὅτι πῶς
6379107 μελαινομενον
δαιτυμὼν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας . . κελαινόβρωτον ] τὸ μελαινόμενον ὑπὸ τῆς βρώσεως . διὰ τὸ αἷμα δὲ τοῦτο
. ἐνίοις γὰρ αἷμα ἀναφέρεται ἐμούμενον , ἢ καθαρὸν ἢ μελαινόμενον ἤδη , καὶ ἢ ἐπὶ προηγησαμένοις πτώμασιν , ἢ
6377750 κατελεγε
πεζικά , ἔτι δὲ ὁπλίτας τε καὶ τοξότας καὶ σφενδονήτας κατέλεγε καὶ ἀκοντιστὰς καὶ πᾶσαν ἄλλην τάξιν ἐξήταζεν ὅπλα τε
ἐκ μέσων τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν ἀγαγεῖν ; ” εἶτα κατέλεγε τὴν ναυαγίαν , ἐκθειάζων ὡς ἐσώθη , καὶ τερατευόμενος
6374673 λαρυγγιω
καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας κἆτ ' ἐκπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω . καὶ πάλιν :
Πύλῳ στρατηγούς ” , οὕτω καὶ οὗτος ἐχρήσατο τῷ “ λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας ” . ΓΘ καὶ Νικίαν ταράξω :
6370464 Ψυλλος
καλλιωνύμου πλείω . ἡγεῖται μ ' ὅλως ἐπικόπανόν τι . Ψύλλος οὕτω μαθεῖν δεῖ πάντα , καὶ πλοῦτον φέρειν :
ἄλογα καὶ ἀνθρώπους , εἰ μὴ παρείη Λίβυς ἀνήρ , Ψύλλος ὢν τὸ γένος . οὗτος γοῦν ἐάν τε κλητὸς
6369919 πταρνυσθαι
τοιαύτῃσι τοῦ πταρμικοῦ προσφέρειν , ἐπιλαμβάνειν δὲ τὸν μυκτῆρα καὶ πτάρνυσθαι , καὶ τὸ στόμα πιέζειν , ὅκως ὁ πταρμὸς
διόμνυσθαι , φράγνυσθαι , ζώννυσθαι , ὀμόργνυσθαι , δαίνυσθαι , πτάρνυσθαι , καὶ ὅσα τοιαῦτα . Χρῄζω τὸ χρείαν ἔχω
6368421 ἐπιληπτικους
τῶν καθ ' ἧπαρ συνισταμένους . ὀνίνησι δὲ καὶ τοὺς ἐπιληπτικοὺς καὶ τὰ ῥίγη τὰ κατὰ περίοδον , ὅσα παχέων
πᾶσι . Ταύτης ὁ ἐγκέφαλος ξηρὸς μετ ' ὄξους πινόμενος ἐπιληπτικοὺς ἰᾶται . ἡ δὲ χολὴ τῆς καμήλου παγεῖσα ἐν
6365057 ἀμυντηριον
δάκνοντα τὴν ψυχὴν ἐπέστρεψεν αὐτὴν μηδενὸς ὀλιγωρεῖν , ὀργή τε ἀμυντήριον ὅπλον [ ἣ ] μεγάλα πολλοὺς ὠφέλησε , καὶ
ὁ πιών , οὐδὲν ἐπιβουλὴ λυπήσει αὐτόν : ἔοικε γὰρ ἀμυντήριον τοῦ κακοῦ τὸ κέρας καὶ τοῦ ἵππου καὶ τοῦ
6363925 Ἀφρος
ἀπὸ τοῦ ἄσω μέλλοντος , τοῦ δηλοῦντος τὸ βλάψω . Ἀφρός , ἀπὸ τοῦ φρῶ . Ἀκέραιος , παρὰ τὸ
ἀφραδέοντι , ἀσυνετοῦντι , . , . . . . Ἀφρός : παρὰ τὸ φρῶ ῥῆμα γέγονε φρός καὶ μετὰ
6363587 ἰξευτης
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ
6360711 σηπιης
νήστει ἀκτῆς καρπὸν ὅσον πυρῆνας ἓξ ἐν οἴνῳ ἀκρήτῳ καὶ σηπίης ὠὰ ὅσον δέκα ἢ δυοκαίδεκα : ταῦτα τρίψαντα ὁμοῦ
κεφαλὴν , καὶ γλυκυσίδης κόκκους πέντε τοὺς μέλανας , καὶ σηπίης ὠὰ , σπέρμα σελίνου ὀλίγον ἐν οἴνῳ : καὶ
6359180 οἰστους
μὴ ἀργὸν εἶναι . ὁπλισμὸν δ ' εἶναι τόξον καὶ οἰστοὺς τριπήχεις , ἢ σαύνιον , καὶ πέλτην καὶ μάχαιραν
εἴρηται τοῦτο τῶν τοξοτῶν , ὅταν τοξεύοντες πάντας τοὺς ἑαυτῶν οἰστοὺς ἀφήσωσιν . . τὸν δ ' υἱόν : Ἀντὶ
6357357 βιαιοτατα
τοῦ νώτου ἐπιστραφέντα , αὐτοῦ δὴ τοῦ θυρεοῦ στοχαζόμενον ὡς βιαιότατα ἐναράξαι τὸ δόρυ . καὶ τὸ ἀκριβὲς τοῦδε τοῦ
, ἀλλὰ προσερείσας τῇ καταδρομῇ τοῦ δακέτου τοὺς ἑαυτοῦ μυκτῆρας βιαιότατα ἐσπνεῖ , καὶ ἕλκει ὡς ἴυγγι τῷ πνεύματι ,
6355665 ἐφεστωτας
πρὸς ἀλλήλους καὶ τοὺς στρατιώτας τοὺς ἐληλυθότας μετὰ τῶν γραμμάτων ἐφεστῶτας σφίσιν εὐλαβούμενοι , τὸ σφέτερον ἀσφαλὲς ἕκαστοι προύργου τιθέμενοι
τῶν δ ' ἄλλο παρ ' ἄλλο κατέπιπτε καὶ τοὺς ἐφεστῶτας αὐτοῖς συγκατέφερεν . ὅ τε θόρυβος οὗτος δὴ μάλιστα
6350958 σμιλιῳ
, νίψαι χρὴ τὸν πόδα , καὶ τὸ πεπονθὸς μέρος σμιλίῳ ἀνοίξαντα οὔρῳ παλαιῷ πυριᾶσαι : εἶτα ἁλῶν ἐπίπασσε ,
εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ῥήξει : λεπτοποιηθέντων δὲ τῶν σωμάτων , σμιλίῳ διαιρετέον τὸν κορυφωθέντα τόπον καθ ' ὑπόρρυσιν μᾶλλον .
6350348 ἐλαφροτατους
ὁδός , καὶ λεπτὰ λίνα καὶ κύρτους φέρειν ὑπὸ μάλης ἐλαφροτάτους , ἔστι δ ' ὅτε καὶ φυτόν , ἀλλοτρίους
μετεπέμψατο παρ ' Εὐδάμου τοῦ τὸ λαιὸν κέρας ἔχοντος τοὺς ἐλαφροτάτους τῶν ἱππέων , ἐξαγαγὼν δὲ ἐπὶ κέρας τὴν ὅλην
6349311 πλοκανον
: ὃ διαφθείροντες οἱ ἰδιῶται βρίσχον καλοῦσιν . ἔστι δὲ πλόκανόν τι , ἐν ᾧ σῦκα καὶ τὴν ἄλλην ὀπώραν
: ὃ διαφθείροντες οἱ ἰδιῶται βρίσχον καλοῦσιν . ἔστι δὲ πλόκανόν τι , ἐν ᾧ σῦκα καὶ τὴν ἄλλην ὀπώραν
6347443 αἱμασια
. μήποτε ὁ φραγμός , τουτέστι τὸ περίφραγμα καὶ ἡ αἱμασιά , οὕτω καλεῖται , παρὰ τὸ ἐρύκειν ἢ παρὰ
πηγή : ταύτης τὰ μὲν πρὸς τοῦ ναοῦ λίθων ἀνέστηκεν αἱμασιά , κατὰ δὲ τὸ ἐκτὸς κάθοδος ἐς αὐτὴν πεποίηται
6345189 δεησον
εἴ τί μοι ὑγιείας πέρι ἢ ῥώμης ἔλεξεν , ὡς δεῆσον τούτων ὥσπερ καὶ τῆς στρατηγίας τὸν στρατηγὸν ἐπιμελεῖσθαι .
δύναιτο ἀντίπαλον ἑαυτῷ , ἀντιπαρεσκευάζετο ἐρρωμένως , ὡς μάχης ἔτι δεῆσον : ὥστ ' ἐξεπίμπλη μὲν τὸ τῶν Περσῶν ἱππικόν
6342360 ἐπαγαγοντας
σῶμα δὲ αὐτὸ τὸ τῆς ἱστορίας μικρόν τι καὶ ἀγεννὲς ἐπαγαγόντας ὡς καὶ τοῦτο ἐοικέναι παιδίῳ , εἴ που Ἔρωτα
σῶμα δὲ αὐτὸ τὸ τῆς ἱστορίας μικρόν τε καὶ ἀγεννὲς ἐπαγαγόντας . . . . ἴδοις γὰρ ἂν ἀφθόνους τοιούτους
6341809 κυκλισκους
ἤδη δὲ κεχρονισμένων τῶν ἑλκῶν , μήτε γλυκεῖ λύειν τοὺς κυκλίσκους μήτε ὑδαρὲς ἔτι τὸ ὀξύκρατον ἔστω . καὶ τῶν
ποιήσας τὰ ξηρά , κατάχεε αὐτοῖς τὰ τηκτὰ καὶ πλάσσε κυκλίσκους μεγάλους : ἐπὶ δὲ τῆς χρείας βαλὼν ἐλαίου οὐγγίας
6339516 βρυκειν
ἐπὶ τοῦ ἀνθεῖ , βλύει δὲ ἐπὶ τοῦ ἀναβάλλει . βρύκειν καὶ βρύχειν διαφέρει . βρύκειν μὲν γὰρ διὰ τοῦ
. ? Βροῦχος : εἶδος ἀκρίδος . εἴρηται παρὰ τὸ βρύκειν , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίειν : Ἀριστοφάνης Ὄρνισι :
6338798 κατεσβεσθη
τὸ κινοῦν τὴν ἡδονὴν αἴτιον | ἡσύχασε καὶ ἡ προσοχὴ κατεσβέσθη . τρίτοι δέ εἰσιν οἷς ἔναυλα μὲν τὰ λεχθέντα
ἔφη , σιωπᾷς . αὕτη μὲν δὴ ἡ παροινία οὕτω κατεσβέσθη . Ἐκ τούτου δὲ τῶν ἄλλων οἱ μὲν ἐκέλευον
6336877 τετανοτριχας
λευκοὺς μέν , οὐκ ἐπὶ τὸ εὔχρουν δὲ ὁμοίως , τετανότριχας , μελαγχλώρους καὶ σπινοὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ λοξοφθάλμους τε
τε καὶ αὐχμηρούς , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοφθάλμους , τετανότριχας , γοργούς , ὦτα μικρὰ ἔχοντας , Ζεὺς δὲ
6334785 χρονισθεις
κώλων ιζʹ . ἔθρεψεν ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . χρονισθεὶς δ ' ἀπέδειξεν ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . παραυτὰ
] ἤγουν χρείαν ἔχων τροφῆς . ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . χρονισθεὶς ] ἤγουν πλείστους διηνυκὼς χρόνους . ἀπέδειξεν ] ἔδειξεν
6333386 ἀποματτεσθαι
κακά : κατὰ τῶν ὑπερβαλλόντων κακίᾳ . ἀποψᾶσθαι : τὸ ἀπομάττεσθαι τὴν ἕδραν μετὰ τὸ ἀποπατῆσαι . ἀπόρρησις : ἡ
, εὐεπείας , τὸ ζηλοῦν δύνασθαι καὶ ἀκριβῶς ἀπομιμεῖσθαι καὶ ἀπομάττεσθαι τοὺς τύπους τῶν λόγων , οὓς ἄν τις ἐπιδείξειε
6331811 ἀσκους
διαβάλλει δὲ τὰς γυναῖκας ὡς ἐν ταῖς μάχαις αὐτῶν τοὺς ἀσκοὺς τῶν οἴνων κατέχουσιν . τῶν βωμῶν , ἀπὸ τοῦ
λόγους τοῖς ἔργοις παρεχομένων . Λεύκων γάρ τις γεωργὸς μέλιτος ἀσκοὺς εἰς φορμὸν ἐμβαλὼν ἐκόμιζεν εἰς Ἀθήνας , κριθὰς τοῖς
6330367 ὑποβλεπεσθαι
. . Ὑποβλεπόμενος καὶ οὐκ ἦν ῥᾴδιον μὴ γελᾶν καὶ ὑποβλέπεσθαι τὸ γινόμενον . , . . Ἔφεδρος μεσολαβηθεὶς δ
. διαβασιλίζεται : τῆς βασιλείας ἀντιποιεῖται . διακυνοφθαλμίζεσθαι : τὸ ὑποβλέπεσθαι καὶ ὑφορᾶσθαι ἀλλήλους . διαληκᾶσθαι : ἀντὶ τοῦ διαμωκᾶσθαι
6329830 ἀπωθεειν
ἄκρον , εἶτα αἰεὶ μᾶλλον , ὁμοῦ τε ἐπιστρέφειν καὶ ἀπωθέειν κυκλόσε τὸ δαίδιον : καὶ ὁκόταν σμικρὸν προσδέξηται ,
. Τουτέοισι κατάτασις ἰσχυρὴ ποιητέη , καὶ τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν , τὸ δ ' ἕτερον ἀντωθέειν , δύο εἴδεα
6326442 ὑποσταντας
Καππαδοκῶν βασιλέα καὶ τὸν τῶν Ἀραβίων ἔτι ἐγγὺς ὄντας καὶ ὑποστάντας ἀθωρακίστους κατακαίνουσιν οἱ Ὑρκάνιοι . τὸ δὲ πλεῖστον ἦν
ὕλης τὴν δυάδα : καὶ ὃν τρόπον τοὺς ἐξ αὐτῶν ὑποστάντας ἀριθμοὺς ἀπετέλεσαν , οὕτω καὶ τὸν κόσμον καὶ πάντα
6319217 ἀποθνησκοντας
ὃν πλημμυρεῖ τὸ ὕδωρ , οὐκ ἀπολείπουσιν αἱ ψυχαὶ τοὺς ἀποθνήσκοντας , ὅπερ οὐκ ἂν ξυμβαίνειν , εἰ μὴ καὶ
ἢ δεινότερον εἶχεν εἰπεῖν τῆς ἁλώσεως ; οὔτε ἀνθρώπους πλείους ἀποθνήσκοντας οὐδὲ οἰκτρότερον τοὺς μὲν ἐπὶ τοὺς βωμοὺς τῶν θεῶν
6317550 ἀλυσσοντες
μεγάροισι τραπεζῆας θυραωρούς , οἵ κ ' ἐμὸν αἷμα πιόντες ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ κείσοντ ' ἐν προθύροισι . νέῳ δέ
' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ ' ἀλωάς . ” ἀλύσσοντες δυσφοροῦντες καὶ λύσιν μὴ εὑρίσκοντες καὶ ἐμμανεῖς . βέλτιον

Back