κώλων ιζʹ . ἔθρεψεν ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . χρονισθεὶς δ ' ἀπέδειξεν ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . παραυτὰ | ||
] ἤγουν χρείαν ἔχων τροφῆς . ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . χρονισθεὶς ] ἤγουν πλείστους διηνυκὼς χρόνους . ἀπέδειξεν ] ἔδειξεν |
δὲ τοὺς Λίβυας . . . ” Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” Ἐλβέστιοι καὶ Μαστιηνοί „ Ἔλβονθις , πόλις μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ | ||
νήσων , ἔχουσα πόλιν ὁμώνυμον . τὸ ἐθνικὸν Ἐλαφονήσιος . Ἐλβέστιοι , ἔθνος Λιβύης . Φίλιστος ηʹ „ περὶ δὲ |
κόνιν . Μετὰ δὲ τὴν τῶν Μαυρουσίων γῆν ἡ τῶν Μασαισυλίων ἐστίν , ἀπὸ τοῦ Μολοχὰθ ποταμοῦ τὴν ἀρχὴν λαμβάνουσα | ||
μέχρι Μολοχὰθ ποταμοῦ , ὃς ὁρίζει τὴν Μαυρουσίων καὶ τὴν Μασαισυλίων γῆν . καλεῖται δὲ καὶ ἄκρα μεγάλη πλησίον τοῦ |
ἡμέρας ιʹ . γίνεται οὖν ὁ χρόνος τῶν Καισάρων μέχρι Οὐήρου αὐτοκράτορος τελευτῆς ἔτη σκεʹ . ἀπὸ οὖν τῆς Κύρου | ||
ιʹ . ἀπὸ δὲ τῆς Κύρου ἀρχῆς μέχρι αὐτοκράτορος Αὐρηλίου Οὐήρου τελευτῆς ἔτη ψμαʹ . Ὁμοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου συνάγονται |
τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων | ||
Γέροντα δ ' ὀρθοῦν φλαυρόν , ὃς νέος πέσοι . Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων |
ἐμπράκτους ποιεῖ καὶ εὐημερίας ἔκ τε πραγμάτων ἢ πίστεως ἢ συναλλαγῶν καὶ κοινωνίας καὶ ἀγορασμοὺς καὶ οἰκονομίας ἀποτελεῖ , καὶ | ||
βοηθεῖν κελεύοντες : πρὸς δὲ τοὺς περὶ Στάσιππον διελέγοντο περὶ συναλλαγῶν . ἐπεὶ δὲ καταφανεῖς ἦσαν οἱ Μαντινεῖς προσιόντες , |
, φίλους μὲν τοὺς διδόντας νομίζοντες , ἐχθροὺς δὲ τοὺς ἀπράγμονας καὶ πλουσίους . Ἀναμνησθέντες οὖν , ὦ ἄνδρες δικασταί | ||
φανερόν μοι ὅτι αὐταὶ αἱ συμφοραὶ καὶ χρεῖαι τούς τε ἀπράγμονας εἰς ἀγῶνας καταστῆναι τούς τε ἡσυχίους τολμᾶν τά τε |
τὸ θέαμα φὴς καὶ δεινῶς βίαιον , εἴ γε καὶ Λυκῖνον ἐξέπληξε γυνή τις οὖσα : σὺ γὰρ ὑπὸ μὲν | ||
δὲ ἐν ταῖς εὐπραξίαις ἀφεὶς τὴν κλίνην ἐν ἀγορᾷ στρέφεται Λυκῖνον καταδεδουλωμένος τρίγλαις τρισίν , ὃς τὰ πρῶτα πάντας ἑστιῶν |
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους | ||
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους |
. τοὺς δὲ Σκορδίσκους ἔνιοι Σκορδίστας καλοῦσι : καὶ τοὺς Ταυρίσκους δὲ Τευρίσκους καὶ Ταυρίστας φασί . Λέγει δὲ τοὺς | ||
, Βοίους δὲ καὶ ἄρδην ἠφάνισε τοὺς ὑπὸ Κριτασίρῳ καὶ Ταυρίσκους . πρὸς δὲ τὴν εὐπείθειαν τοῦ ἔθνους συναγωνιστὴν ἔσχε |
γράφεται μή με : νῦν τειχέων : οὐ μεθῶς ' ἀναίμακτον χρόα : ἡ μὲν γραφὴ οὐκ ἐκφρῶσιν . οἱ | ||
“ Δαῦλι , τὸ τῆς Θέμιδος ἀρχαῖον ἵδρυμα μηδὲ τὸν ἀναίμακτον σηκὸν σφαγῆι φύρησαι ? [ ] ? . ” |
. Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γῆρας λέοντος κρεῖσσον ἀκμαίων νεβρῶν . Γῆς ἔντερα | ||
. Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ |
. οἱ γὰρ γόοι τῶν βακχῶν μετὰ ἡδονῆς γίνονται : μαινόμεναι γὰρ οὐ λυποῦνται . καί φησιν ἡ Ἑκάβη : | ||
: μανίᾳ ἔρωτος . μεμαυῖαι : προθυμούμεναι , ὁρμῶσαι , μαινόμεναι . ἐπαΐγδην : ὁρμητικῶς : ἀΐσσειν γὰρ τὸ ὁρμᾷν |
τύχῃ λέγων ὁ πλούταξ , πάνυ τοῦτ ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι δοκῶν τοῖσι λόγοισι χαίρειν . εἶτ ' ἐπὶ δεῖπνον | ||
] ὦ ἰὼ ] ὦ πέφρικ ' ] φοβοῦμαι καὶ καταπλήττομαι πρᾶξιν ] τὴν δυστυχίαν , τὸ πάθος ἡμέτερα † |
χωροῦσιν : οἱ δὲ ἐπὶ φυλακῇ τῶν κτημάτων , οὓς οἰκουρούς τε καὶ δεσμίους λέγομεν : οἱ δὲ ἐπὶ τερπωλῇ | ||
χωροῦσιν : οἱ δὲ ἐπὶ φυλακῇ τῶν κτημάτων , οὓς οἰκουρούς τε καὶ δεσμίους λέγομεν : οἱ δὲ ἐπὶ τερπωλῇ |
ἁπάντων , οὐ μικρὸν τεκμήριον ὅτι μεθ ' ἡδονῆς ἡ προσεδρεία γίγνεται : πονεῖν γὰρ οὐδεὶς ἐθέλει πολὺν χρόνον . | ||
. σημαίνει δὲ καὶ διέκοψε καὶ ἐλύπησεν . σχολή . προσεδρεία . πραγμάτων . ἀντὶ τοῦ φροντίδων : διὸ καὶ |
. ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω ] καὶ θαυμάσω καὶ ᾄσω . Ξ ἀσινεῖ ] | ||
+ ποῖον ἕτερον ποιήσω δηλονότι . ἀπολολύξω ] ὑμνήσω . ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω |
αἵματι βεβρεγμένους . αἱματοσταγεῖς ] ᾑμαγμένους τῷ φόνῳ . θ αἱματοσταγεῖς ] τοῦ ἀπὸ τοῦ φόνου γεγονότος . Ξ κλύουσα | ||
ὡς βάκχη . θ θυὰς ] ἐκστᾶσα ἐμαυτῆς . Ξ αἱματοσταγεῖς ] τοὺς αἵματι βεβρεγμένους . αἱματοσταγεῖς ] ᾑμαγμένους τῷ |
πάνυ , οἶνός τε Θάσιος καὶ μύρον καὶ στέμματα . Στεφάνους ἐνεγκεῖν δεῦρο τῶν χρηστῶν δύο , καὶ δᾷδα χρηστὴν | ||
ὦ Οὐλπιανέ . Φησὶ γὰρ οὕτως ὁ μελιχρὸς ποιητής : Στεφάνους ὁ δ ' ἀνὴρ τρεῖς ἕκαστος εἶχεν , τοὺς |
ὁρμίζεσθαι καθ ' ἃς πύλας ἐν τοῖς ἐχομένοις ῥηθήσεται . Ξένους τοὺς ἀφικνουμένους τὰ ὅπλα ἐμφανῆ καὶ πρόχειρα φέρειν , | ||
λαλεῖν . Νέος ἂν πονήσῃς , γῆρας ἕξεις εὐθαλές . Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών . Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν |
ὁ Τειρεσίας . οὗτος ] ὁ μάντις . τοιῶνδε ] ἀληθεστάτων . θ δεσπότης ] ἐξουσιαστής . δεσπότης ] ἄρχων | ||
τὸ ἐπιχειρούμενον γίγνεσθαι , μηδὲν ἀπολείπειν τῶν καλλίστων τε καὶ ἀληθεστάτων , ᾧ δὲ ἀδύνατόν τι συμβαίνει τούτων γίγνεσθαι , |
ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ | ||
θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον |
καὶ κατακλύζειν ἀτάκτῳ φορᾷ καὶ διαφθείρειν τὰ προστυχόντα , καὶ ἀραγμούς τινας καὶ πλήξεις ἐν ταῖς ὄχθαις ἐργάζεσθαι . ὅθεν | ||
καὶ κατακλύζειν ἀτάκτῳ φορᾷ καὶ διαφθείρειν τὰ προστυχόντα , καὶ ἀραγμούς τινας καὶ πλήξεις ἐν ταῖς ὄχθαις ἐργάζεσθαι . ὅθεν |
τόπος , ἔνθα κληροῦνται οἱ δικασταί . κατάγειον : οὐχὶ κατάγαιον διὰ τῆς αι διφθόγγου . κυψέλαι φρονημάτων : οἷον | ||
μὲν τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη , καταβὰς δὲ κάτω ἐς τὸ κατάγαιον οἴκημα διαιτᾶτο ἐπ ' ἔτεα τρία . Οἱ δέ |
Καῖσαρ τὸν τόπον , ὅτι ἐνταῦθα ἐνίκα τῇ μάχῃ τοὺς ἐπεξιόντας ἐπ ' αὐτὸν μετὰ Ἀντωνίου , καὶ λαβὼν ἐξ | ||
ἔχειν χώραν τὴν γεωργουμένην . εἰκὸς οὖν ἦν τοὺς Ἀθηναίους ἐπεξιόντας αὐτοῖς κωλύειν τὴν παρ ' αὐτοῖς γῆν γεωργεῖν . |
ἡμεῖς καὶ συμμάχους πρὸς ἑαυτοῖς ἔχοντας καὶ ἐγρηγορότας ἅπαντας καὶ νήφοντας καὶ ἐξωπλισμένους καὶ συντεταγμένους ἐνικῶμεν : νῦν δ ' | ||
ἢ κριθὰς μέλλωσιν εἰς τὰς ἀρού - ρας καταβαλέσθαι , νήφοντας ἐπὶ τὸν σπόρον χωρεῖν προεξητακότας καιρῶν ἰδιότητας , χώρας |
κενοῦντας διὰ κλυστῆρος ἀνετικοῦ τὴν κοιλίαν : ποτὸν δὲ καὶ διάκλυσμα ὕδωρ θερμὸν ἔστω καὶ ῥόφημα πτισάνης χυλοῦ . Σφοδροτέρας | ||
αὐτῶν : μετὰ τὸ πιεῖν τὸ φάρμακον δώσομεν ψυχρὸν ὕδωρ διάκλυσμα , ἔπειτα ἀποσφραίνοντές τινι τῶν εὐωδῶν , εἰ μὲν |
. ὄττα : φήμη , μαντεία διὰ κληδόνος . καὶ ὀττεύεσθαι : τὸ κληδονίζεσθαι . οὐδεὶς δυσώνης χρηστὸν ὀψωνεῖ κρέας | ||
κληδών , φήμη ἐκ θεοῦ : ὅθεν καὶ οἱ Ἀττικοὶ ὀττεύεσθαι λέγουσι τὸ κληδονίζειν . ὀττευομένη , ἥτις ἐστὶν κληδονιζομένη |
ἀτιμάσαι προελθεῖν περαιτέρω . τὸ δὲ ἔτι θαυμασιώτερον προσετίθει . μέροπάς τινας οὕτω καλουμένους ἀνθρώπους οἰκεῖν παρ ' αὐτοῖς ἔφη | ||
ἀτιμάσαι προελθεῖν περαιτέρω . τὸ δὲ ἔτι θαυμασιώτερον προσετίθει . μέροπάς τινας οὕτω καλουμένους ἀνθρώπους οἰκεῖν παρ ' αὐτοῖς ἔφη |
χαίρειν ὑποδηλοῖ . χαίρειν , ἥδεσθαι , φαιδρύνεσθαι , εὐθυμεῖν εὐθυμεῖσθαι , εὐφραίνεσθαι , εὐσθενεῖν , θάλλειν , τέρπεσθαι , | ||
. . . ὁ μὲν οὖν εἰπὼν ὅτι δεῖ τὸν εὐθυμεῖσθαι μέλλοντα μὴ . . . ξυνῆι πρῶτον μὲν ἡμῖν |
εἰς τὴν γῆν . Γηθοσύνῃ : χαρᾷ . Γλωχίσι : ὀξύτησι , ξίφεσιν . πεπαρμένοις : πεπηγμένοις , διαπερονισμένοις . | ||
ἐξηπλωμένα , ἐκ πλαγίου . Δάγματ ' : ὀξύτητας , ὀξύτησι τῶν ἀγκίστρων , τοὺς πώγωνας τοῦ ἀγκίστρου . γλαυκῆς |
ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις : | ||
: γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς : |
, παρθένῳ μνηστείαν , χήρᾳ ἱλαρίαν , στρατιώτῃ κίνδυνον . Βραχίων δεξιὸς ἁλλόμενος τέκνων καὶ χρημάτων ἐπίκτησιν δηλοῖ . τοῖς | ||
δὲ εὐώνυμος ἀγαθὰ σημαίνει . Βραχίων εὐώνυμος εὐφρασίαν δηλοῖ . Βραχίων δεξιὸς αὔξησιν σημαίνει . Μῦς εὐώνυμος πολλῶν πραγμάτων κέρδος |
δὲ καὶ αὐτός . πυνθανόμενος τοὺς ἐν Λυδίᾳ καὶ Φρυγίᾳ νεωτερίζοντας , μεγάλης ἐπιστροφῆς ἡγησάμην τοῦτό μοι δεῖσθαι . καὶ | ||
Βρούτου πεμφθεὶς ἐς Ῥόδον ἐπὶ νεῶν τρισκαίδεκα , τοὺς Ῥοδίους νεωτερίζοντας εὑρών , ἐξήγαγε τὴν φρουράν , οὖσαν ὁπλιτῶν τρισχιλίων |
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . , . , : | ||
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . . . Καθολικὴ προσωιδία |
, εἰρήσεται . Τοὺς μὲν διώκοντας φεύγοντας ἔδειξας , τοὺς ἐπτηχότας δὲ ἐλαύνοντας , τοὺς μὲν ἁρπάζοντας ἀποδιδόντας , τοὺς | ||
νῆσοι τοῦ ποταμοῦ τῶν νενικηκότων ἐπὶ τοὺς ἐν ταῖς ὕλαις ἐπτηχότας ἰόντων . τοῖς δὲ πορρωτάτω βαρβάροις νεκροὶ καὶ ὅπλα |
, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα , κείμενον ἐν ψαμάθοισι , δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ . τὸν μὲν ἄρ ' | ||
] ἐστερημένος . προπομπῶν ] τῆς θεραπείας τῆς βασιλικῆς . δίαινε ] ἤγουν θρήνει καὶ δάκρυσι τίμα τὴν συμφοράν . |
φίλε . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς πλούσιος , πένης ἔσῃ . Ῥᾳθυμία γε τὰ πόλλ ' ἐλαττοῦσθαι ποιεῖ . Ῥᾷον βίον | ||
ἐπικαμπὴς , ἣν ἀεὶ φέρουσιν οἱ κήρυκες . Ὀλιγωρία . Ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια παρὰ τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν καὶ φροντίδα |
ἔσται δι ' ἐμέ . ἔχετ ' οὖν τῷ μὲν οἰχομένῳ συγγνώμην ὧν ἤλπισεν , ἐμοὶ δὲ τοῦ σιγῆσαι . | ||
, μηδέ τις εἰναλίων ἐσίδοι νέκυν ἡγητῆρα , μηδέ τις οἰχομένῳ περ ἐνὶ χροῒ λωβήσαιτο δυσμενέων : ἀρετὴ δὲ καὶ |
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος | ||
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα |
εἶπε ” ψήφοις “ . Γ λόγισαι ] λογαρίασον , ἀρίθμησον . ψήφοις ] λεπτοῖς λίθοις . ἀπὸ χειρός ] | ||
αὐτὸν ἔξω φησίν : „ ἀνάβλεψον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρίθμησον τοὺς ἀστέρας , ἐὰν δυνηθῇς ἐξαριθμῆσαι αὐτούς . οὕτως |
ἄλλως ἄχθη , ἀλλὰ ἄνδρες οἵους δεῖ ἐν πόλει τοὺς σωθησομένους . λεκτέον οὖν τὸ ἀληθές , ὅτι τοσούτῳ μᾶλλόν | ||
καὶ δόξῃ , καθόλου δ ' εἰπεῖν ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς σωθησομένους τῶν νέων προσέχειν ταῖς τῶν πρεσβυτέρων τε καὶ καλῶς |
παλαιούς , μὴ χροακούς . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων πάντας τρυφεροσάρκους ἐσθίειν οἷον λαπίνας , χάνους , κόκκυγας , σπάρους | ||
μέλαιναν χολήν . Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων λαμβάνειν πάντας τοὺς τρυφεροσάρκους , καὶ πετραίους , καὶ μαλακοσάρκους : ἀπέχεσθαι κεφάλων |
γε ποθὴ μετόπισθε γένοιτο τούτου , ὃ δή μοι δῶκας ἀρεσσάμενος ἐπέεσσιν . ” ἦ ῥα , καὶ ἀμφ ' | ||
Αἰσχύλος ἐν Ψυχαγωγοῖς ἐμφαίνει , τὴν Περσεφόνην ἐκδεχόμενος Δαῖραν . ἀρεσσάμενος : φιλοφρονησάμενος . ἰκμαίνοιτο : ὑγράνειεν . ἀνέσχε : |
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ . | ||
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον |
Κρεοφύλου πόνος εἰμί , δόμῳ ποτὲ θεῖον ἀοιδόν δεξαμένου , κλείω δ ' Εὔρυτον ὅσς ' ἔπαθεν καὶ ξανθὴν Ἰόλειαν | ||
ὥριστος . . . . . ἐγὼ δὲ κέ σε κλείω κατ ' ἀπείρονα γαῖαν . * ) [ ἡ |
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . | ||
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “ |
δὲ ὁ δῆμος ἐστρατεύετο , οὐκ ἂν οὕτως ὑπερβαλλόντως τοὺς στρατηγοῦντας ἐθαύμαζε . μετὰ ταῦτα ἐπὶ δεύτερον μέρος τῆς αὐτῆς | ||
Πουνίκου σφῶν ἡγουμένου , τὰ Ῥωμαίων ὑπήκοα ἐλῄζοντο καὶ τοὺς στρατηγοῦντας αὐτῶν , Μανίλιόν τε καὶ Καλπούρνιον Πείσωνα , τρεψάμενοι |
μηδέποτε ἐναντίον ἐμοῦ οὕτως ἀγροίκως λέγειν ὅτι ἐγὼ τούτους βούλομαι ἐξολωλέναι , οὓς περὶ πλείστου ποιοῦμαι . Ἐγὼ οὖν , | ||
' ὅσιον εἶναι λέγειν , ὡς ἐγὼ τόνδε βουλοίμην ἂν ἐξολωλέναι . Τί δέ , ἔφη , ὦ Κτήσιππε , |
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ | ||
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν |
Ζηνόδοτος γράφει ἐπισσεύεσθον . συγχεῖται δὲ τὸ δυικὸν κατὰ πλειόνων τασσόμενον . . . . . οὐδέ νυ τόν γε | ||
ἐν βουλαῖς ἄχρηστος οὔτε ἐν μάχαις ἀργός , ποιῶν τὸ τασσόμενον , πειθόμενος τοῖς ἄρχουσιν . ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἐμὸν |
λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ Ἰὰς αὕτη ἡ ἐσθὴς τὸ παλαιὸν ἀλλὰ Κάειρα , ἐπεὶ ἥ γε Ἑλληνικὴ ἐσθὴς πᾶσα ἡ ἀρχαίη | ||
ρ : οἷον , σώτειρα : εὐπάτειρα : δότειρα : Κάειρα : μάκαιρα : ἀντιάνειρα : κυδιάνειρα : κτεάνειρα . |
φράσιν μεταδιώκειν δεῖ τῶν ἀρχαίων ῥητόρων ἐκφεύγοντας τοὺς τῶν μεσοτέρων φληνάφους , οἵτινες ἐκτραχηλισμοὺς , οὐκ ἀρετὴν λογικὴν μεταδιώξαντες καὶ | ||
ὡς ἐξεγράψω καὶ ὡς οἴει κτῆμα τοὺς ἡμετέρους εἶναί σοι φληνάφους . σὺ μὲν οὖν χάριν φῂς ἔχειν ἐμοὶ τοῦ |
οἶκος ἐστὶ τοῦ Κρόνου , δηλοῖ πάλιν Λωποδυτοῦντας εἴτε καὶ τοιχωρύχους : Εἰ δ ' οἶκος Ἑρμοῦ , ψευδεπιπλάστους λόγους | ||
δεῖ καὶ ὅτε δεῖ : οὐ γὰρ προσδιοριστέον , τοὺς τοιχωρύχους πῶς δεῖ κλέπτειν καὶ πότε καὶ τίνα καὶ παρὰ |
τὴν θυίαν , αἶρ ' ὕδωρ , ποτήρια παράθετε . παίζωμεν δὲ περὶ φιλημάτων . . . . . . | ||
Περσείδαις τ ' ἐκ Διὸς ἀρχόμενοι , / πίνωμεν , παίζωμεν κτλ . . . . . , : ἐδιδάχθη |
ἵπποις , ἤγουν εὐφραντῶν , διὰ τὸν αὐτὸν τρόπον : Καρπὸς ἐλαίας . διὰ τοῦτο ἐν παναθηναίοις ἔλαιον ἐδέδοτο τοῖς | ||
σοφά . Καλὸν δὲ νήφειν ἢ τὰ πολλὰ κραιπαλᾶν . Καρπὸς δ ' ἀρετῆς δίκαιος εὔτακτος βίος . Καλὸν τὸ |
βοηθεῖν αὐτοῖς ὅπως τοὺς ἐν οἷς ἠτύχησαν καιροῖς ἀδικήσαντας αὐτοὺς ἀμύνωνται , τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ δωδεκάτου μηνός , ὅς ἐστιν | ||
, ἐπειδὰν πρὸ ἐμοῦ τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς ἄλλους ποιητὰς ἀμύνωνται . ἀλλ ' οὐδέπω οὐδὲ τὸν ἄριστον τῶν φιλοσόφων |
, νέος ἰχώρ . ἦ μέγαν οἴκοις τοῖσδε δαίμονα καὶ βαρύμηνιν αἰνεῖς , φεῦ φεῦ , κακὸν αἶνον ἀτηρᾶς τύχας | ||
τῶν Ὀδυσσέως ἑταίρων , ὃν δολοφονηθέντα ὑπὸ τῶν βαρβάρων γενέσθαι βαρύμηνιν , ὥστε τοὺς περιοίκους δασμολογεῖν αὐτῷ κατά τι λόγιον |
δὴ πάλιν μὴ τεμνέτω ὁ ΒΑΓΔ κύκλος τοὺς ΑΗΒ , ΓΚΔ κύκλους διὰ τῶν πόλων , καὶ εἰλήφθω ὁ πόλος | ||
Β σημεῖα . Καὶ ἐπεὶ δοθεῖσά ἐστιν ἑκατέρα τῶν ὑπὸ ΓΚΔ , ΕΚΖ γωνιῶν , καὶ ὀρθαί εἰσιν αἱ πρὸς |
βλασφήμους . ὁ δὲ νοῦς : ἀκέρδεια εἴληχε πυκνῶς τοὺς κακηγόρους : ὅ ἐστιν , οἱ κακήγοροι τῶν ἀνθρώπων πυκνῶς | ||
. ἔλαχεν , ἐκληρώσατο . . Κακηγόρος ] ἀντὶ τοῦ κακηγόρους ἐκβολῇ τοῦ υ Δωρικῶς ὡς τὸ ἐπιτηδές . . |
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους | ||
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους |
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ | ||
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ |
οὐδὲ τοῦ πόθου τοῦ ἠϊθέου ἡ πᾶσα ἐπιλέληθεν Αἰολίς . Παλαιόν : ὄν . Ὥς : ὅτι . Ἐνναίεσκεν : | ||
ἔχειν . Πένης : διὰ τὸν πόνον τῆς ζωῆς . Παλαιόν : διὰ τὸ ἐκ πάλαι , ἤγουν ἐκ χρόνου |
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ | ||
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ |
* + , . † Αἶσθα : εἴρηται εἰς τὸ ἀΐσθω , . . Αἰσιμία : ἡ μαντεία , ἢ | ||
] γίνεται ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν |
ξυνεπαινεῖ . μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺν ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ ' νατραπῆναι μηδ ' ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν | ||
. Καδμείων ] τῶν Θηβαίων . ἤρυξε ] ἐφύλαξε . ἤρυξε ] ἐρύσατο κωλύων . ἤρυξε ] ἐκώλυσεν . θ |
, στρατεύων ἑτέρους ἐφ ' ἑτέροις : καὶ πάντας ἐς Ἀρρήτιον ἔπεμπεν . Ἀντωνίῳ δ ' ἀφῖκτο μέσον ἐς τὸ | ||
γʹʹ Φαίσουλαι λδʹ μγʹ Περουσία λεʹ γʹʹ μβʹ ∠ ʹʹ Ἀρρήτιον λδʹ γοʹʹ μβʹ ∠ ʹʹδʹʹ Κόρτωνα λεʹ μβʹ γοʹʹ |
πόλις Λιβύης καὶ Κίνυψ ποταμὸς Λιβύης πλησίον Αὐσίγδης . * Αὐσίγδα πόλις Λιβύης ἣν παραρρεῖ ὁ Κίνυφος ποταμός . * | ||
δ ' ἀνεστήλωσαν ; περὶ τὴν Αὐσίγδα πόλιν Λιβύης ἥντινα Αὐσίγδα παραρρεῖ ὁ Κίννυφος ποταμός . Τιταιρώνειον : ὁ Μόψος |
τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάϋκτον | ||
εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάυκτον ] δύσφημον . βοᾶτιν ] βοητικήν . τάλαιναν ] ἀθλίαν . αὐδὰν ] η . |
ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ , σου κατεκοττάβιζον ἄν . νυνὶ δὲ καὶ κατεμοῦσι | ||
ἀλλὰ διὰ προφάσεως πλείονος ἐρεθίζει . ἐκοιμήθης . . ὦ Μανῆ : Οἰκέτης ὁ Μανῆς . ὅπου τὸ Πανὸς καλόν |
γυναῖκας , Ἡσυχίου θυγατέρας . Ἡσυχίῳ δὲ υἱεῖς δύο , Εὐτρόπιός τε καὶ Κέλσος , οὓς μάλιστα μὲν φιλῶ , | ||
καινὴ πόλις . ἔστι δὲ καὶ Ἀρμενίας Καρχηδών , ὡς Εὐτρόπιός φησιν . ὁ πολίτης ” Καρχηδόνιος σοφὸς Μάγων „ |
καὶ γὰρ τούτων ἕκαστον ἢ συστέλλει πως , ὡς αἱ παραιτήσεις , ἢ ἀνίησιν , ὡς αἱ συγ - χωρήσεις | ||
τὸ ἦθος καὶ ἡ ἀπαγγελία ἐνταῦθα ἐπιμελεστέρα . καὶ αἱ παραιτήσεις χρήσιμοι γίνονται . ἐνίοτε δὲ οὐδὲ διηγητέον ἐν τοῖς |
, ὡς ἐπὶ τοῦ [ ἢ κεμάδ ' ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον ἀντὶ τοῦ ἤπειγον ] . . „ : λαὸν | ||
ἀντὶ τοῦ ἐπείγητον συνεσταλμένως . : ἡ διπλῆ ὅτι τῷ ἐπείγετον ὁριστικῷ ἀντὶ ὑποτακτικοῦ τοῦ ἐπείγητον . . , . |
ἐς περιπλευμονίην , καὶ ἢν μεταστῇ , ὀλίγοι διαφεύγουσιν . Καῦσος δὲ ὅταν ἔχῃ , πυρετὸς ἴσχει καὶ δίψα ἰσχυρή | ||
„ . ἐν δὲ τῷ Περὶ πτισάνης φησιν : ” Καῦσος δὲ γίνεται , ὁκόταν ἀναξηρανθέντα τὰ φλέβια ἐν θερινῇ |
θεῶν , οἰόμεθα τοὺς πάλαι ποτὲ τοὺς Πυθαγοριστὰς γινομένους ὄντως ῥυπᾶν ἑκόντας ἢ φορεῖν τρίβωνας ἡδέως ; οὐκ ἔστι τούτων | ||
φησι : τί ποτε οἰόμεθα τοὺς πάλαι ποτὲ τοὺς Πυθαγοριστὰς ῥυπᾶν ἕκοντας ἢ φορεῖν τρίβωνας ἡδέως ; οὐκ ἔστι τούτων |
, θάνατος , αἰσχύνη , κακῶν ὅς ' ἐστὶ πάντων ὀνόματ ' , οὐδέν ἐστ ' ἀπόν . Νῦν δ | ||
καὶ βαθύγειον ἀπέτεινε πρὸς εὐφορίαν ἀφθονωτάτην καρπῶν . ταῦτα διαταξάμενος ὀνόματ ' αὐτοῖς ἐτίθετο , τὴν μὲν ξηρὰν καλῶν γῆν |
. Τοὺς γείτονας ἐρεῖς ἀστυγείτονας , ὁμόρους , προσχώρους πλησιοχώρους περιχώρους , προσοίκους περιοίκους καὶ περιοικίδας πόλεις , γειτνιῶντας , | ||
πλείους δ ' ὄντες ἢ μύριοι , πάντας δὲ τοὺς περιχώρους ἔχοντες συμμάχους , μυρίοις δὲ ξένοις καὶ τριήρεσι πεντήκονθ |
μετὰ γλυκέος Κρητικοῦ : τὸ αὐτὸ καὶ πρὸς δηγμούς . Σύγχρισμα νεφριτικόν . Κυπρίνου # γ , κηροῦ # β | ||
χρῖε τὸν κάμνοντα καὶ σκεπάσας ἐπιεικῶς αὐτίκα ἱδρώσει . [ Σύγχρισμα πυρέσσουσιν . ] Λαβὼν βουτύρου μέτρα δύο , μέλιτος |
γε ὑπεναντία ἑνὶ πράγματι πῶς ἂν εἴη ; Οὐδαμῶς . Ἀφροσύνη ἄρα καὶ μανία κινδυνεύει ταὐτὸν εἶναι . Φαίνεται . | ||
κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι πότμῳ . Ἀφροσύνη καὶ σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ |
εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . θ εὐφιλήταν ] καλῶς φιλουμένην , ἀγαπητήν . εὐφιλήταν ] φίλην | ||
ἥν ποτε ἔθου εὖ πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] προσφιλῆ . εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν |
ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . | ||
. Ξ ὑπερκόμπῳ ] ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ . |
πολιτείας ἀπεστράφη καὶ διεμίσησε [ καὶ ] τοὺς χρωμένους εἴτε ῥᾳθυμίαις εἴτε ἀπανθρωπίαις καὶ κακίαις καὶ οὐδέποτέ τινα τῶν συμβεβιωκότων | ||
μὲν γὰρ ταῖς δυσθυμίαις θαρρεῖν ἀναγκαῖον , ἐν δὲ ταῖς ῥᾳθυμίαις φοβεῖσθαι : τοὺς μὲν γὰρ δειλοὺς ἀνδρείους ποιεῖ , |
καὶ πᾶσαν προέσθαι φωνὴν εἰς τὸ σωθῆναι . τὸν δὲ Πολυχάρη ἐντραπέντα τὴν ξενίαν κρύψαι τὴν πρᾶξιν , καὶ τὸν | ||
ἐπί τε τῶν ἐφόρων καὶ τῶν βασιλέων . τὸν δὲ Πολυχάρη τυχόντα τῶν ἴσων τόν τε νεανίσκον ἀνελεῖν καὶ τὴν |
μέμψει γὰρ ἄλλους , οὐχὶ μεμφθήσῃ δὲ σύ . Δίκην φυλάσσου , κἂν δικαίως ἐγκαλῇ . μετέρχεται τὸ δίκαιον εἰς | ||
τὸ βοήθημα καλῶς ἐνεργῆσαι , ἕως οὗ μέλλει λούεσθαι . φυλάσσου δὲ μή ποτε ἐν τῷ χρίεσθαι παρεισέλθῃ τοῦ φαρμάκου |
ἡ λέξις παρὰ τὴν μάσησιν ἢ παρὰ τὸ εἰς μικρὰ τίλλεσθαι τοὺς ἄρτους καὶ οὕτως ἐσθίειν . ἐξωμμάτωται : ὅρα | ||
τὰ τοῦ βίου πταίσματα . Βαΐν : διὰ τὸ βίᾳ τίλλεσθαι . Βουνός : διὰ τὸ βαίνειν τὴν ἄνω . |
χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . ἤγουν ἡ Γαμηλία . Ἀργεῖον τέμενος ] Ἡ πόλις τὸ Ἄργος . | ||
Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν . Γαμηλία : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει καὶ Ἰσαῖος |
βῆχες ἐνῆσαν μὲν , διὰ τέλεος πολλαὶ , καὶ πουλλὰ ἀνάγουσαι πέπονα καὶ ὑγρὰ , μετὰ πόνων δὲ οὐ λίην | ||
καὶ παραπληγικὰ ἢ σκληρὰ καὶ ξηρὰ ἢ σμικρὰ καὶ ὀλιγάκις ἀνάγουσαι πέπονα : ἔστι δ ' οἷσι καὶ κάρτα . |
αὕτη δέ ἐστιν [ ἡ ] διὰ τοῦ θερμανθῆναι καὶ ὑγρανθῆναι τὸ σῶμα . ξηραίνουσι γὰρ οἱ κόποι . Λοιπόν | ||
ὑπὲρ ἁπάντων ἑξῆς . τὸ μὲν οὖν ὑπὸ ξηρότητος σκληρυνθὲν ὑγρανθῆναι δεῖται , τὸ δ ' ὑπὸ πήξεως θερμανθῆναι , |
μορίου καὶ τοῦ στάσις ἢ τοῦ ἵστημι στήσω . . νήστισιν αἰκίαις ] ἐστερημέναις τροφῆς καὶ στάσεως . . πληγαῖς | ||
. σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις : Ἐν μάστιξι δὲ σκιρτημάτων νήστισιν παρεγενόμην λαβρόσσυτος καὶ ταχεῖα καὶ ἄγαν ὁρμητική , δαμασθεῖσα |
. ὡσαύτως καὶ ὑπό τε τοῦ Κρόνου καὶ τοῦ Διὸς τριγωνιζομένη ἐπὶ πολὺ μὲν κατέχεσθαι τοὺς δεσμώτας ποιεῖ , ὅμως | ||
γέλλεται . Σελήνη ἐν τοῖς λιβυκοῖς μέρεσιν ὑπὸ μὲν Ἄρεως τριγωνιζομένη , ὑπὸ δὲ Διὸς τετραγωνιζομένη λύσιν τῶν δεσμῶν σημαίνει |
κυβερνήτης ἐπὶ τῆς νηὸς καὶ ἡνίοχος ἐπὶ τῶν ἵππων . Ἐλάφειος ἀνήρ : ἐπὶ τοῦ δειλοῦ , ἐκ μεταφορᾶς τοῦ | ||
: ἐν ταύτῃ γὰρ οἱ θεοὶ τοὺς Γίγαντας ἐνίκησαν . Ἐλάφειος ἀνήρ : ἐπὶ τοῦ δειλοῦ . Ἐλέφας μῦν οὐ |
δή Τοῦτο [ μὲν ] καταγέλαστον εἰς τοὺς πλείστους ὁρᾶν ἐκλεγόμενόν τι καὶ μὴ εἰς τοὺς ὀλιγωτέρους . Καὶ γὰρ | ||
δή Τοῦτο [ μὲν ] καταγέλαστον εἰς τοὺς πλείστους ὁρᾶν ἐκλεγόμενόν τι καὶ μὴ εἰς τοὺς ὀλιγωτέρους . Καὶ γὰρ |
. καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
ὁ πεπαιδευμένος καὶ αἰδήμων λέγει : δὸς ὃ θέλεις : ἀπόλαβε ὃ θέλεις . λέγει δὲ τοῦτο οὐ καταθρασυνόμενος , | ||
. ἀνίστασο δέ , φιλτάτη , καὶ ἄπιθι χαίρουσα : ἀπόλαβε καὶ σὺ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς : ζῇ γὰρ |
μὴ χρῶ . Νόμοις πείθου . Νόει τὸ δίκαιον . Θυμοῦ κράτει . Ἀρετὴν ἐπαίνει . Κακοὺς μίσει . Τὸν | ||
ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται . Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι . Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν . Θεοῦ ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν |
ποιοῦντος συλλαβήν : συλλαβῆς μέν , οἷον ὁμόπατρος ὄπατρος , ὁμότριχας ὄτριχας , ὁμοέτεας οἰέτεας . φωνήεντος δέ , οἷον | ||
τῶν γερόντων : ἐνθάδε ὦν κἠγὼ παρ ' ὕμμε τοὺς ὁμότριχας ἐξορμίζομαι , πλόον δοκάζων πόντιον . ναὶ γὰρ ἤδη |
Ὣς εἰπὼν ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας , δοιὼ δ ' Ἀτρεΐδα μενέτην καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς Νέστωρ Ἰδομενεύς τε γέρων θ | ||
Ἀπόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ , καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς , Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω κοσμήτορε λαῶν . ἔνθ ' ἄλλοι |
, οἰκονομία . οὐ δόλον ] οὐκ ἔστι δολερά . κλαυμάτων ] θρήνων , δακρύων . ἐπίσσυτοι ] αἱ ἐπερχόμεναι | ||
οὗτος γὰρ ἔπεμψε ταύτην αὐτοῖς . νυμφόκλαυτος ] νύμφη λέγω κλαυμάτων καὶ φθορᾶς αἰτία . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ . ὡραῖον |
ἅμ ' ἠέρι καὶ μέλαν ὕδωρ . Ἵκετο δ ' Αἰολίην , Ἀνέμων ὅθι λάβρον ἀέντων ἄντρα πέλει στυφελῇσιν ἀρηρέμεν | ||
Ἀπόλλων . ” Αἰολίην τὴν τοῦ Αἰόλου νῆσον : “ Αἰολίην δ ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ ' , ἔνθα δ |
τὴν δύναμιν , περὶ ἧς ἤδη πρότερον εἴρηται . Χαλβάνη μαλακτικῆς καὶ διαφορητικῆς ἐστι δυνάμεως , καὶ εἴη ἂν ἐν | ||
τὸ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ μύρον ἀδήκτου διαφορητικῆς τε καὶ μαλακτικῆς ἐστι δυνάμεως . καὶ αἱ ῥίζαι δὲ καὶ τὰ |
μόνιμοι , καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν ψυχρῶν αἰτίων βλάπτονται καὶ κατάρροις καὶ κορύζαις συνεχῶς ἁλίσκονται , καὶ αἱ τῶν ὀφθαλμῶν | ||
καὶ περιττωματικοὺς εὐψύκτους τε καὶ εὐπληρώτους τὴν κεφαλὴν εὐαλώτους τε κατάρροις καὶ κορύζαις : οὐ μὴν φαλακροῦνταί γε οἱ τοιοῦτοι |