σῶμα δὲ αὐτὸ τὸ τῆς ἱστορίας μικρόν τι καὶ ἀγεννὲς ἐπαγαγόντας ὡς καὶ τοῦτο ἐοικέναι παιδίῳ , εἴ που Ἔρωτα
σῶμα δὲ αὐτὸ τὸ τῆς ἱστορίας μικρόν τε καὶ ἀγεννὲς ἐπαγαγόντας . . . . ἴδοις γὰρ ἂν ἀφθόνους τοιούτους
6408349 πρωϊμους
αὐτοὺς ὁμοίως προβραχέντας μετὰ νίτρου σπείρουσιν . εἰ δὲ βούλει πρωΐμους αὐτοὺς ποιῆσαι , σπεῖρον αὐτοὺς κατὰ τὸν καιρὸν τῶν
ἣν † ἡλήϊον προσαγορεύουσιν , ὡραῖον , διὰ τὸ τοὺς πρωΐμους καέντων τῶν ἀχύρων ἐπιτηδείους εἶναι εἰς τροφήν . οὕτως
6342360 ἀποσπογγιζειν
, εἶτα τὸ ἐν αὐτῷ περιεχόμενον αἷμα θρομβῶδες ἐκθλίβειν καὶ ἀποσπογγίζειν ἐρίῳ ἐστραμμένῳ , ἔπειτα συμμέτροις ἁλσὶ καθ ' ἕνα
λήμας περιψῆν . ΓΘ περιψῆν : ἀντὶ τοῦ καταμάσσειν , ἀποσπογγίζειν . φιλονεικεῖ δὲ ἕκαστος ὑπερβαλεῖν ταῖς δωρεαῖς . ΓΘ
6240864 πυκνουσθαι
αὐτῷ τὰ λοιπὰ πείθωνται . Ἐπειδὴ δὲ τὸ σφίγγεσθαι ἤτοι πυκνοῦσθαι πρὸς τὸ ἁρμοῦσθαι καὶ πλατύνεσθαι συντομώτερον καὶ ἀσφαλέστερόν ἐστιν
ἔχειν τὸ ὑποχόνδριον : ὅτι δὲ ῥιγοῖ , διὰ τοῦ πυκνοῦσθαι καὶ συστρέφεσθαι καὶ ἀπεψῦχθαι , ποτὲ δὲ καὶ πεπελιῶσθαι
6208205 φυλαττομενους
ὅτε ἔζη εἰπεῖν ὅτι ἦν εὐδαίμων . γελοῖον δὲ τὸ φυλαττομένους ἡμᾶς διὰ τὰς μεταβολὰς τῆς τύχης καὶ διὰ τὸ
ἀνιόντα προσεύξων - ται , τὸν δὲ μὴ περιτίθεσθαι , φυλαττομένους μὴ προσενέγκωσι πρὸς ἐκφορὰν ἤ τινα τόπον οὐ καθαρόν
6197349 παρατιθεασι
ἔνιοί φασι τοῦτο λελέχθαι , ἐπεὶ οἱ χέζοντες τρεῖς λίθους παρατιθέασι , καὶ ὥσπερ λάσανον ὑπ ' αὐτῶν ποιοῦσιν .
πᾶσι τράπεζαν παρασκευάζουσι καὶ τὰ σιτία πᾶσιν εἰς τὸ μέσον παρατιθέασι καὶ κρατῆρα τὸν αὐτὸν πᾶσι κιρνᾶσι . παρὰ δὲ
6154778 θερισμον
τὸ παραδοξότατον , οὐ κριθὰς ἢ πυρούς , ἀλλὰ τὸν θερισμὸν αὐτὸν ἐκθερίζοντας : λέγεται οὖν : „ ὅταν θερίζητε
ἑνδεκάτην ἀρχὴν οὖσαν τῆς τελειωτικῆς τοῦ φωτὸς πεντάδος εἴς τε θερισμὸν καὶ εἰς κουρὰν τῶν προβάτων . τῇ δωδεκάτῃ δέ
6080953 βεβρεγμενης
. αʹ . γλυκυῤῥίζης χυλοῦ γο . βʹ . τραγακάνθης βεβρεγμένης γο . βʹ . ἀνάπλασον τροχίσκους καὶ ξήρανον ἐν
σπέρματος λίνου κεκαυμένου ⋖ δʹ . τραγακάνθης τῆς ἐν ὕδατι βεβρεγμένης ⋖ βʹ . στροβίλους λʹ . τῷ μέλιτι ἀναλαβὼν
6062487 ἀπυρετους
. [ Πρὸς ἔμφραξιν νεφρῶν . ] Σελίνου ἀφέψημα πότιζε ἀπυρέτους κονδίτῳ , πυρέσσοντας ὕδατι . ἄλλο . ἐρεβίνθων τῶν
ἐρυθροδάνου , ἢ καθ ' ἑαυτὰ , ἢ ὀξυμέλιτος τοὺς ἀπυρέτους . ἄλλο . κισσοῦ λευκοῦ τῶν κορύμβων δίδου κόκκους
6028269 ἰδοντας
ἔφεσιν σύμφυτον , καὶ κοιμωμένοις πάρεστι καὶ οὐ θαμβεῖ ποτε ἰδόντας , ὅτι σύνεστιν ἀεὶ καὶ οὐ ποτὲ ἡ ἀνάμνησις
τὰ συσσίτια πάντα , καθ ' ἑκάστην ἡμέραν θεασαμένους καὶ ἰδόντας τὴν διαγωγὴν τὴν τῶν συσσίτων , μετὰ δὲ ταῦτα
6009028 κατακοπτειν
τὸ ὄρνεον . Κόνις . κονῶ δηλοῦν τὸ διαφθεῖραι καὶ κατακόπτειν . κνὶς , ὄνομα , ἡ κατακεκομμένη γῆ ,
ἰδιώτας πολλούς . ἀλλὰ μὴν τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων κατακόπτειν φασὶ δεῖν , ὥστ ' οὐκ ἂν φθάνοι κατακοπτόμενος
5926205 ἀναλαβοντας
παράδοξον καταπληξαμένους ἐκβαλεῖν ἐκ τοῦ τεμένους , καὶ τὸ δέρος ἀναλαβόντας πρὸς τὴν ναῦν ἐπείγεσθαι κατὰ σπουδήν . παραπλησίως δὲ
] τάδε τὰ αὐτ [ τοὺς ] ? ? ? ἀναλαβόντας [ ] τοδὶ ? ? ? ? τὰ [
5924331 ξηρους
διδόμενον . δεῖ δὲ τοὺς μὲν ἄρτους , καὶ τοὺς ξηροὺς καὶ τοὺς προσφάτους , καὶ τὰ πόπανα βρέξαντας τρίβειν
χεῦσον φοίνικος ] τοῦ δένδρου φησί ψαφαρόν : αὐχμηρόν : ξηροὺς δὲ φοίνικας κελεύει εἰς τὸ γάλα μιγνύναι ψαφαρόν ]
5911840 μεταφερεται
τραχὺ ἦθος καὶ μακρὸν ῥήτορα καὶ τἄλλα , ὅσα οὕτως μεταφέρεται μουσικῶς , ὥστε ὅμοια δοκεῖν τοῖς κυρίοις . Τοῦτον
ἡ ἀρτηρία δίκην χορδῆς τεταμένης , ἐπὶ δὲ τοῦ κλονώδους μεταφέρεται ἐπὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά . πῶς γίνονται κυματώδεις οἱ
5872313 παρεθηναι
ἐπιτίθεται . Ποιεῖ πρὸς νεῦρα κεχαλασμένα ἢ πεπαχυσμένα καὶ κινδυνεύοντα παρεθῆναι , καὶ πρὸς τὰ ῥευματιζόμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα
ἆρ ' ἄν , ἔφη , οἴει ὑπὸ τοῦ φρουράρχου παρεθῆναι τὸν εὐνοῦχον ἐλθόντα σὺν δυνάμει ; Σαφῶς γ '
5855796 περικειμενους
, μαλακὰς χλανίδας ἠμφιεσμένους λεπτάς , δακτυλίους πολλοὺς καὶ καλοὺς περικειμένους , ὑποδεδεμένους ὑπόδημα τὸ Ἰωνικόν . οὐκ ἐπέγνων οὖν
ἀπέκτειναν , ταμίαν τε καὶ δήμαρχον καὶ στρατηγόν , ἔτι περικειμένους τὰ σύμβολα τῆς ἀρχῆς . Πολὺς δὲ καὶ ἄλλος
5841786 διακλυσμα
κενοῦντας διὰ κλυστῆρος ἀνετικοῦ τὴν κοιλίαν : ποτὸν δὲ καὶ διάκλυσμα ὕδωρ θερμὸν ἔστω καὶ ῥόφημα πτισάνης χυλοῦ . Σφοδροτέρας
αὐτῶν : μετὰ τὸ πιεῖν τὸ φάρμακον δώσομεν ψυχρὸν ὕδωρ διάκλυσμα , ἔπειτα ἀποσφραίνοντές τινι τῶν εὐωδῶν , εἰ μὲν
5836124 ποταμιους
βούττεις τελείας προευτρεπίζειν καὶ γεμίζειν ὕδατος καὶ κόχλακας ἐν αὐτῷ ποταμίους ῥίπτειν , εἰς τὸ αὐταρκῆσαι μέχρι τῆς τοῦ χειμῶνος
ἀνέσας δὲ αὐτὰ γάλακτι γυναικείῳ ἢ ὀνείῳ χρῶ . Καρκίνους ποταμίους τρεῖς ἢ πέντε μόνον ἄζυγας ἐπ ' ἀνθράκων καύσας
5794992 διεσκευασμενην
περὶ τὸν Ἕλωριν ὀλίγοις οὖσιν ἀπαντήσας ἄφνω προσεμάχετο , καὶ διεσκευασμένην ἔχων τὴν δύναμιν ἀνοχὴν οὐδ ' ἡντινοῦν ἐδίδου τοῖς
ἐπὶ τὴν συμμαχίαν ὡς ἐπιβουλεύοντος καὶ παροξύνας τὸ πλῆθος εὐθὺς διεσκευασμένην τὴν δύναμιν ἦγεν ἐπὶ τοὺς Κυρηναίους . εἶθ '
5789919 στρουθους
τοῦ Διὸς ἑωρακότες τὸν δράκοντα τὸν σὺν τῇ μητρὶ τοὺς στρουθοὺς φαγόντα ὅρκους ἀλλήλοις δόντες πλεύσουσιν ἐπὶ τὴν Τροίαν .
] τὸ δένδρον ὡς ὑποδεξόμενος τοὺς στρουθούς . Σχολαστικὸς ἰδὼν στρουθοὺς ἐπὶ δένδρου , λάθρα ὑπεισελθών , ὑφαπλώσας τὸν κόλπον
5762281 καταπολεμησαι
Βημαρχίῳ τῷ σοφιστῇ τελέσειεν ἡ πόλις . ἐδεῖτο δέ μου καταπολεμῆσαι δι ' ἐμοῦ βουλόμενος ἀνθρώπιον ἐκ Κυζίκου μιαρόν τε
Θρᾴκης πόλεμον : διόπερ βουλόμενος τοὺς Χαλκιδεῖς σὺν τοῖς Ἀθηναίοις καταπολεμῆσαι , παρεσκευάζετο δύναμιν ἀξιόλογον . ἅμα δὲ καὶ πρὸς
5752079 σκεπειν
τῷ Ἀγχίσῃ . ἐνταῦθα δὲ ταπεινὴ βοτάνη καὶ μὴ δυναμένη σκέπειν σε . ὧδε κύπειρος : κύπειρος χαμαίζηλος πόα .
ἑνώσεσι . ἐξωθεῖται : ἐκτείνεται . προστέλλειν : ἀντὶ τοῦ σκέπειν καὶ προσάγειν . ἀπὸ μὲν οὖν τοῦ στέλλειν καὶ
5751610 σιτοποιοις
' ἂν αὐτοὺς ἐν βασιλεῦσιν , οὐκ ἐν οἰνοχόοις ἢ σιτοποιοῖς ἢ μαγείροις : οὗτοι μὲν γὰρ τὰ πρὸς ἡδονὰς
καὶ τοῖς στρατιώταις , εἰ δὲ βούλει , καὶ τοῖς σιτοποιοῖς καὶ τοῖς σκευοφόροις : πάντως οὐδὲ οὗτοι φαύλης μερίδος
5750634 διαπονειν
ἢ τίνι τρόπῳ οἴει τά τε τοῦ σώματος ἐθελήσειν τινὰ διαπονεῖν καὶ τοσαύτην μάθησίν τε καὶ μελέτην ἐπιτελεῖν ; Οὐδένα
ἐφέλκεται πλημμελῶν , ὁπόταν αὐτόν τις μεταβιβάζων ἐπὶ θάτερα ἀναγκάζῃ διαπονεῖν , ταὐτὸν δὴ τοῦτ ' , οἶμαι , καὶ
5740690 ταραττον
, θαρροίην . καὶ τί γάρ , ἠρόμην , τὸ ταράττον ; οὐδέν , ἔφη , μέγα δὲ ὅμως ἥμερόν
. συνηγορεῖν , καὶ ὑπέρδικοι οἱ συνήγοροι . θρᾶττον . ταράττον , ἐνοχλοῦν . οὐδ ' ὁ Ἡρακλῆς . παροιμία
5733935 ἐπετρεπε
αὐτὸν οὐδὲ Τιτίου παρόντος , ὅτῳ τὰ περὶ αὐτὸν Ἀντώνιος ἐπέτρεπε , παυόμενον τοῦ πρὸς τὸν ἀμείνονα πολέμου , ἀπέγνωσαν
αὐτὴν οἷός τε ἤμην ἀνδρίζεσθαι . ὡς δ ' οὐκ ἐπέτρεπε , “ Μέχρι πότε , ” εἶπον , “
5730809 ὀψαρια
ἀεί τι καὶ νὴ τὸν Δία τὰ πετραῖα ταῦτ ' ὀψάρια , κάππαριν , θύμον , ἀσπάραγον , αὐτὰ ταῦτα
εʹ , ἥξουσιν ἐπὶ τὸ αὐτό . τὰ δὲ μεγάλα ὀψάρια φεύξεται ἀπὸ τῆς ὀσμῆς . οὕτως οὖν χρῶ ,
5730808 σωθεντας
τί που πρὸς τὴν νομοφυλακίαν γίγνοιτο ἓν καίριον ἀκοῦσαι καὶ σωθέντας οἴκαδε , δόξαι , τούτοις αὐτοῖς διαβασανισθέντας , τοῦ
ἐφ ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἅπασα μεταστήσεται . τὸ γὰρ ψήφῳ σωθέντας πολέμῳ καὶ ὅπλοις ἀντισῶσαι , τοῦτ ' ἐστὶ τὸ
5724503 κλυστηρας
δὲ πολυτελείην φεύγοντας σκευάζουσι ὧδε . Ἐπεὰν [ τοὺς ] κλυστῆρας πλήσωνται τοῦ ἀπὸ κέδρου ἀλείφατος γινομένου , ἐν ὦν
τὰ περιττώματα καὶ ὄλισθον ἐμποιεῖ : φεύγειν δὲ τοὺς δριμεῖς κλυστῆρας ὡς ξηραίνοντας τὸ ἔντερον . ὑπάγει δὲ καὶ τὰ
5708720 ἀποδιδρασκοντας
ξιφιδίοις ὁπλισάμενος ἐς τὸ Βέσβιον ὄρος ἀνέφυγεν , ἔνθα πολλοὺς ἀποδιδράσκοντας οἰκέτας καί τινας ἐλευθέρους ἐκ τῶν ἀγρῶν ὑποδεχόμενος ἐλῄστευε
ἀποκεκομμένους τὰ γεννητικὰ τῆς ψυχῆς καὶ πόρνους τὴν ἑνὸς ἀρχὴν ἀποδιδράσκοντας , οἷς ἄντικρυς ἀπείρηται εἰς ἐκκλησίαν θεοῦ φοιτᾶν .
5707140 περιφανη
' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται . Δείξω δὲ καὶ σοὶ τήνδε περιφανῆ νόσον , ὡς πᾶσιν Ἀργείοισιν εἰσιδὼν θροῇς . Θαρσῶν
νεκράν : ἣν πρὸ τοῦ βουλευτηρίου τεθῆναι κελεύσαντες ὑψηλὴν καὶ περιφανῆ συνεκάλουν τὸν δῆμον εἰς ἐκκλησίαν . ὄχλου δὲ συναχθέντος
5705790 παραπεμπειν
ἐχρῶντο μὲν πρότερον οἱ κατοικοῦντες ἐς ὑπηρεσίαν ἑαυτῶν , ὡς παραπέμπειν τὸν οἶνον ἀσφαλῶς τοῖς δεομένοις : ἅπερ ὄντα κοῖλα
τε λαχοῦσαν ἐπικαίρου κατὰ γῆν τε καὶ θάλατταν καὶ δυναμένην παραπέμπειν καλῶς τούς τε ἀπὸ Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας ἐς Ἰταλίαν
5696406 παρασκευαζουσι
ἐσθίειν καὶ πίνειν καὶ ἀφροδισιάζειν βούλονται καὶ αὐτοὶ ἑαυτοῖς δίψας παρασκευάζουσι . βουλόμενοι γὰρ πίνειν δι ' ὅλης τῆς ἡμέρας
. καὶ κάλλιόν γε ποιοῦσιν ὅσοι τῶν τριῶν οὐκ ἐλάττω παρασκευάζουσι τὰ μετὰ τὸ θερμὸν λουτρὸν ὕδατα χλιαρὰ διαφέροντα ἀλλήλων
5678294 ἀφεμενους
δὲ τὸ πάντας φιλοχωρεῖν ἐπ ' αὐτῇ καὶ βούλεσθαι σχολάζειν ἀφεμένους τῶν ἄλλων ἁπάντων , οὐ μικρὸν τεκμήριον ὅτι μεθ
τὰ ἀνδρικώτερα τῶν κρουμάτων καὶ τοῖς μαθηταῖς ἐπικελεύων τοῦ μαλθακοῦ ἀφεμένους φιλεργεῖν τὸ ἀρρενωπὸν ἐν τοῖς μέλεσιν . ἐπειδὴ οὖν
5671475 ἐγχυλοτερα
συμβάλλεσθαι καὶ ἡ σκάλσις πρὸς τὸ νοστιμώτερον ποιεῖν καὶ τὸ ἐγχυλότερα θερίζειν : ἐξαναλωθέντος γὰρ παντὸς τοῦ ὑγροῦ καὶ χείρω
τὰ μὲν μεταβάλλειν τὴν χρόαν τὰ δὲ μὴ καὶ τὰ ἐγχυλότερα θεριζόμενα τεραμονέστερα γίνεσθαι , καὶ γὰρ τοῦτο λέγουσιν ,
5666836 στενους
δύο πήχεις γῆν ἐπιτίθεσθαι , ὑπὸ δὲ τοῦ βάρους ἀναγκάζεσθαι στενοὺς μὲν μακροὺς δὲ ποιεῖσθαι τοὺς οἴκους , ἀπορουμένους μακρῶν
. Πῶς δεῖ πεζοὺς εἰς δασεῖς καὶ δυσβάτους τόπους καὶ στενοὺς πορεύεσθαι ; ΚΑʹ . Πῶς δεῖ τοὺς ἀπόπλους ἐν
5663538 διανοιγειν
ἡ σύνταξις οὕτως : τοῦ στόματος φησὶ μεμυκότος βιάζου σὺ διανοίγειν αὐτὸ διοχλίζων τὸν κυνόδοντα καὶ ἰρινέου μαλλὸν βαθὺν κορέσκων
πετεινὰ ὠνεῖσθαι καὶ θηρᾶν καὶ φρέατα ὀρύσσειν καὶ τὰ ἐμπεφραγμένα διανοίγειν καὶ τοίχους ἀνεγείρειν , τά τε κατὰ τὴν οἰκίαν
5662836 εἱλετε
ἐναλίαι δρόσωι . ἐκεῖσε δὴ ' πάνελθε , πῶς νιν εἵλετε τρόπωι θ ' ὁποίωι : τοῦτο γὰρ μαθεῖν θέλω
κατοικήσαντες τοὺς ἐγχωρίους ἐξέωσαν . Αὐτοὶ χελώνας ἔσθεθ ' οἵπερ εἵλετε : ἁλιεῖς ποτε χελώνας ἀνασπάσαντες διὰ τῶν δικτύων ,
5659755 ἀποκρυψαι
ἐπεμοίρασεν : ὅθεν διὰ τὸν παραλογισμὸν ὀργισθέντα αὐτὸν τὸ πῦρ ἀποκρύψαι , ἀλλ ' ὁ Προμηθεὺς δολίως καὶ τοῦτο ἐν
ὅ τι γραμμάτων ἦν ἐχόμενον ἐν Ἡλιουπόλει τῇ ἐν Σισπόροισιν ἀποκρύψαι . Σίσιθρος δὲ ταῦτα ἐπιτελέα ποιήσας , εὐθέως ἐπ
5651746 περιμενοντας
. Ὅμηρος : ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς . τὸ δὲ περιμένοντας ἀντὶ τοῦ περιμενόντων τοὺς μέν : λείπει ἡμῶν μὴ
καὶ τῶν ἄλλων μετελθεῖν τὴν ἐλευθερίαν , ὡς οὐκέτι ἐνδέχεται περιμένοντας τοὺς μὲν ἤδη βλάπτεσθαι , τοὺς δ ' ,
5651546 ἀρτυειν
ἔπειτα εἰσιόντα εἰς τὰς ἀλλοτρίας οἰκίας τὰ ἑψόμενα τοῖς ἄλλοις ἀρτύειν ἐμβάλλοντα ὧν ἦν χρεία , κἆθ ' οὕτως ἀνακάψαντα
ἀνήθῳ βραχεῖ καὶ ἐλαίῳ ϲυμμέτρῳ . ἑψηθειϲῶν δὲ τῶν ϲαρκῶν ἀρτύειν ἁλϲὶ ϲυμμέτροιϲ καὶ διδόναι ἐϲθίειν καὶ ῥοφεῖν τὸν ζωμόν
5649111 ἀνθεστωτας
μὲν γιγνόμενα καὶ ὥρᾳ ἔτους περαίνεσθαι δοκεῖν , τοὺς δὲ ἀνθεστῶτας πολὺ μείζω ἔκπληξιν μὴ νικωμένους παρέχειν . ὠσαμένων δὲ
ἕλος , καίτοι ὑπὲρ γαστέρα τοῦ ἵππου βρεχομένου , τοὺς ἀνθεστῶτας ἐφόνευσε βαρβάρους , ὡς τὸν λοιπὸν στρατὸν αἰδεσθέντα προδοῦναι
5641836 συνηναγκασε
τινα ἐπιβουλὴν μηχανήσηται , φθάσας αὐτὸν συνέλαβε καὶ πιεῖν κώνιον συνηνάγκασε . τοὺς δὲ συνηκολουθηκότας στρατιώτας ἐπαγγελίαις δημαγωγήσας κατέμιξε τοῖς
νικήσας , καὶ τοὺς μὲν ἀνελὼν τοὺς δὲ διώξας , συνηνάγκασε τὸν Διονύσιον γυμνὸν διανήξασθαι τὸ ῥεῖθρον τοῦ ποταμοῦ καὶ
5639878 ὑποφευγοντας
ἤδη δέ τινας ξὺν ὅπλοις ἀπαντήσαντας , τοὺς δὲ καὶ ὑποφεύγοντας ἑλὼν βίᾳ κατεστρέψατο . Ἐν τούτῳ δὲ ἐξαγγέλλεται Ἀλεξάνδρῳ
καὶ Ἀθηναίοις τὰ ἐς Γαλάτας οὐδὲν ἀφανέστερα ἐκείνων τολμήματα . ὑποφεύγοντας δὲ Κριτόλαον καὶ Ἀχαιοὺς αἱροῦσιν ὀλίγον πρὸ τῆς Σκαρφείας
5631202 ἐασαντα
, τὸ μὲν περιτόναιον ἀνατείναντες σφόδρα τῷ ὑπηρέτῃ παραδώσομεν κρατεῖν ἐάσαντα τὸν δίδυμον , αὐτοὶ δὲ κατατάξαντες εἰς τὸν ὄσχεον
δ ' Αἰσχίνῃ τῷ ῥήτορι δρομοκήρυκες . τὸ μέντοι προδραμεῖν ἐάσαντα ἐπιδιῶξαι , ὅπερ ἐν ταῖς σφαιρομαχίαις γίνεται , προδόσθαι
5620634 ἀπεκαλει
. Ἀριστοφάνης καὶ ἀπαίροντες μεθιστάμενοι . . , . . ἀπεκάλει : ἀντὶ τοῦ μετεκάλει , μετεπέμπετο . Ξενοφῶν .
ὁ πατὴρ μεθύων ἐγέννησεν . „ ὅθεν αὐτὸν καὶ λάλον ἀπεκάλει , βραχυλόγος ὤν . ̈ . . Διονυσίου δὲ
5615920 πολιορκησαι
περιτειχίσαι , μαθόντας δὲ ὕστερον ἀποστῆναι αὐτῶν ἀποστεῖλαι στρατὸν καὶ πολιορκῆσαι καὶ ἀποτειχίσαι αὖθις , ὡς τὸ πρότερον . τηρεῖν
στενῶν καὶ ἀποκρήμνων ὁδῶν ἐπορεύθησαν , βουλόμενοι Λᾶον πόλιν εὐδαίμονα πολιορκῆσαι . ἐπειδὴ δὲ παρεγενήθησαν εἴς τι πεδίον κύκλῳ λόφοις
5612876 ὑγρους
πρόσωπον τετράγωνον , χείλη λεπτά , ῥῖνα ὀρθήν , ὀφθαλμοὺς ὑγροὺς χαροποὺς γοργοὺς φῶς πολὺ ἔχοντας ἐν ἑαυτοῖς : εὐοφθαλμότατον
δέχεσθαι τὸ δ ' ὑγρὸν διἱέναι . διὸ καὶ τοὺς ὑγροὺς τῶν σκληρῶν ὀφθαλμῶν ἀμείνους εἶναι πρὸς τὸ ὁρᾶν ,
5604741 ἀναφαλαντιαιους
ὀφθαλμοῖς ἔχοντας διὰ τὸ νεφέλιον τὸ περὶ τὸ κέντρον καὶ ἀναφαλαντιαίους ποιεῖ . ὁ δὲ Τοξότης μακροὺς τοῖς μηροῖς ,
οὐκ ἐπὶ τὸ εὔχρουν δὲ ὁμοίως , τετανότριχάς τε καὶ ἀναφαλαντιαίους καὶ μεσοφαλάκρους καὶ μετρίους τοῖς μεγέθεσιν , τῇ δὲ
5604147 γεμοντας
πολλοὺς αὐτῶν μηδὲ εἰς γῆρας ἀφικνεῖσθαι , ζῆν δὲ νοσημάτων γέμοντας , ἃ μηδὲ ὀνομάσαι ῥᾴδιον , τὴν δὲ γῆν
Καιροσπάθητον ἀνθέων ὕφασμα καινὸν Ὡρῶν . Λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας . Ἀπὸ τῆς τραπέζης τουτονὶ τὸν στήμονα ἄττεσθ '
5602736 γυμναστας
ἂν μαχέσαιτο παγκράτιον καθωπλισμένος ; ” ἐπειδὴ νόμος ἦν τοὺς γυμναστὰς γυμνοὺς εἰς τὸν ἀγῶνα εἰσέρχεσθαι . παρ ' ἀνδράσι
γυμναστὴς ἐν Ὀλυμπίᾳ . Λακεδαιμόνιοι δὲ καὶ τακτικὴν ἐβούλοντο τοὺς γυμναστὰς εἰδέναι μελέτην τῶν πολεμικῶν τοὺς ἀγῶνας ἡγούμενοι , καὶ
5601475 καρπουμενους
τὸν τεθνεῶτα ἐλεούντων , εἰ τοὺς ἐχθροὺς αἰσθήσεται τὰ αὑτοῦ καρπουμένους καὶ τὸ Ὁμηρικὸν λεγόντων , ὡς αἰσχρὸν μηδὲν ἔργον
μόνον λαβών : πρὸς τοὺς ἀπὸ μικρᾶς αἰτίας μεγάλην δόξαν καρπουμένους . Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν , ἀλλ '
5599930 πωλουντας
: καὶ τὴν σοφίαν ὡσαύτως τοὺς μὲν ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς [ ὥσπερ πόρνους ] ἀποκαλοῦσιν , ὅστις δὲ
: καὶ τὴν σοφίαν ὡσαύτως τοὺς μὲν ἀργυρίου τῶι βουλομένωι πωλοῦντας σοφιστὰς ὥσπερ πόρνους ἀποκαλοῦσιν , ὅστις δέ , ὃν
5575958 διελκειν
ἀπόσχῃ , μὴ ἀφῇς . μωλύειν : τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν . καὶ μωλύον κρέας λέγεται τὸ ἠρέμα
καὶ τὴν δύναμιν μεγάλην ἔχειν , τὸ μέντοι στόμα μὴ διέλκειν : ὃ ποιεῖν τοὺς πολλὰ μὲν λαλοῦντας , ἀδύνατα
5572185 ἐνδυντες
σφι ἱρῶν ξεινικῶν , μετέπειτα , ὥς σφι ἀπέδοξε , ἐνδύντες τὰ ὅπλα ἅπαντες Καύνιοι ἡβηδόν , τύπτοντες δόρασι τὸν
σκηνῆς ἱεροπρεπεστάτης ἄχρι τοῦ μόνον ἐπιδείξασθαι τοῖς συνεληλυθόσι θεαταῖς προαίρεσιν ἐνδύντες βίου , βωμολοχίαν πρὸ εὐσεβείας ἐν τῇ ψυχῇ φέροντες
5555938 ἐστεφανωμενους
αὐταῖς ὡς ἔφαμεν λέγοντες ὡς προσῆκον δεδακρυμένους , θρηνοῦντας , ἐστεφανωμένους , καὶ οἷα ἐποίουν περιπτυσσόμενοι ἀλλήλους καὶ οἷα ἔλεγον
πάλαι : τοὺς διθυράμβους σὺν θεοῖς καταλιμπάνω ἠνδρωμένους καὶ πάντας ἐστεφανωμένους ; οὓς ἀνατίθημι ταῖς ἐμαυτοῦ συντρόφοις , Μούσαις Ἀφροδίτην
5549307 Ἀβυδηνους
ὄντας πάντων ἠξίωσαν ὅσων ἐβουλήθησαν , ἀλλὰ καὶ δύ ' Ἀβυδηνούς , μισαθηναιοτάτους καὶ πονηροτάτους ἀνθρώπους , [ προσέθηκαν αὐτῷ
ἐπὶ συκοφάντου τάττεται , διὰ τὸ δοκεῖν συκοφάντας εἶναι τοὺς Ἀβυδηνούς . Ἀβασάνιστος ἄνθρωπος εἶ : ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος ,
5540067 τετρημενοις
κλῖναι . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος εἰς ταὐτὸ τείνειν τοῖς εὖ τετρημένοις . τρίγληνα Ξ . σ . . , :
κλῖναι . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος εἰς ταὐτὸ τείνειν τοῖς εὖ τετρημένοις . τρήρωνος ἐπὶ τῶν περιστερῶν , ἀπὸ τοῦ τρεῖν
5537437 τρεφοντας
ὑπ ' αὐτοῦ κυνῶν ἀπέθανεν , οὕτως οἱ κόλακες τοὺς τρέφοντας κατεσθίουσιν . ὥσπερ γὰρ τὰ θηρία τὴν σαγήνην ὑποχωροῦντα
καὶ ἐμὲ ἐξηπάτησεν , ὥστε καταγελάστους γενέσθαι τοὺς Ἀθηναίους τοιούτους τρέφοντας . παμπολὺν τοῖς δημόταισι : διαβολὴ τῶν Ἀθηναίων εἰ
5536854 ἐπιλαμβανειν
διχομηνίην ἐν γαστρὶ λαβεῖν καὶ ποῤῥωτέρω , ὥστε πολλάκις δοκεῖν ἐπιλαμβάνειν τοῦ ἑνδεκάτου μηνὸς τὰς ὀγδοήκοντα καὶ διακοσίας : τοῦτο
τὰς νύκτας ταῖς ἡμέραις ἐν ταῖς πρὸς τὰ θηρία μάχαις ἐπιλαμβάνειν , καὶ πολλάκις παρευνασθέντας τοῖς θηρίοις μεθ ' ἡμέραν
5530214 παρασκευασθηναι
στρατοπέδων Ἔκλεκτόν τε τὸν τοῦ θαλάμου προεστῶτα ἐκέλευεν αὑτῷ πάντα παρασκευασθῆναι ὡς διανυκτερεύσων ἐν τῷ τῶν μονομάχων καταγωγίῳ κἀκεῖθεν προελευσόμενος
σκευῶν εἴσπραξιν οὕτως ἂν ἄρισθ ' ἡγοῦμαι καὶ πορισθῆναι καὶ παρασκευασθῆναι : πλήρωσιν δ ' , ἣ καὶ σαφὴς ἔσται
5527834 σαρουν
ῥάκιον καὶ ῥάκος : ἄμφω λέγουσιν . σαίρειν : οὐ σαροῦν : μᾶλλον δὲ κορεῖν λέγουσιν : καὶ ἀκόρητον ,
Πενέσταις καὶ παρὰ Κρησὶ Κλαρώταις . καλλύνειν : κοσμεῖν καὶ σαροῦν . κάμπιος δρόμος : δρόμοι τινὲς ἦσαν κάμπιοι οὐκ
5523221 συντηκεσθαι
εἰ δὲ χρονιώτερον εἴη τὸ πάθος καὶ ἄτροφον ἄρξεται φανερῶς συντήκεσθαι τὸ πᾶν σῶμα καὶ μηδὲ πολὺ πῦον ὁ θώραξ
διαμένειν , καὶ μηδὲν ἐνδιδόναι τὸ σῶμα , ἢ καὶ συντήκεσθαι μᾶλλον τοῦ κατὰ λόγον , μοχθηρόν : τὸ μὲν
5516973 ἀποματτεσθαι
κακά : κατὰ τῶν ὑπερβαλλόντων κακίᾳ . ἀποψᾶσθαι : τὸ ἀπομάττεσθαι τὴν ἕδραν μετὰ τὸ ἀποπατῆσαι . ἀπόρρησις : ἡ
, εὐεπείας , τὸ ζηλοῦν δύνασθαι καὶ ἀκριβῶς ἀπομιμεῖσθαι καὶ ἀπομάττεσθαι τοὺς τύπους τῶν λόγων , οὓς ἄν τις ἐπιδείξειε
5512887 γεωργουντας
τοῖς ἐσχάτοις τῆς Εὐβοίας συκοφαντοῦσι , τοὺς δὲ τὸ γυμνάσιον γεωργοῦντας καὶ τὴν ἀγορὰν κατανέμοντας οὐδὲν οἴονται ποιεῖν δεινόν .
δὲ τούτου τούς τε παρὰ τὸν αἰγιαλὸν διατρίβοντας καὶ τοὺς γεωργοῦντας τὴν παραθαλάττιον παραδόξως συναρπάζεσθαι : πρὸς δὲ τούτοις λοιμὸν
5512571 οἰκοσιτους
τὸ μή συνάγειν γυναῖκας μηδὲ δειπνίζειν ὄχλον , ἀλλ ' οἰκοσίτους τοὺς γάμους πεποιηκέναι . Ἂν ἔτι πιεῖν μοι δῷ
ὦ Λάχης , ἀστεῖον ἐπιτήδευμα κρίνω τῷ βίῳ . Οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς λαμβάνεις . Φιλόμουσον εἶν ' αὐτὸν πάνυ
5506714 Πιθωνα
ἐπικουρίαν . Ἀντίγονος δὲ ἐς τὸ κοινὸν τῶν Μακεδόνων ἐσαγαγῶν Πίθωνα ἑλὼν τιμωρησάμενος ἀπέκτεινεν . Ἀντίγονος τοὺς ἀργυράσπιδας , οἳ
καὶ ταῖς τῶν ἐπιμελητῶν ἐπιβολαῖς ἀντιπραττούσης οἱ μὲν περὶ τὸν Πίθωνα δυσχρηστούμενοι καὶ τοὺς Μακεδόνας ὁρῶντες τοῖς ἐκείνης προστάγμασιν ἀεὶ
5503223 διαδειν
παροξυσμοῦ καὶ κατὰ τὰς τούτων ἀρχάς . καλὸν μὲν οὖν διαδεῖν καὶ κατειλεῖν πρὸ μιᾶς ἢ δυοῖν ὡρῶν : εἰ
ἢ πτερῶν καθέσει καὶ ἀναγκάζειν ἐμεῖν σκέλη τε καὶ χεῖρας διαδεῖν πλείοσι καὶ σφοδροτέροις δεσμοῖς , τὰ ἄνω μὲν ἐν
5499986 ἀγρονομους
τὴν ἐρημίαν ἔρχεται καὶ πείθει δρῦς τε καὶ πέτρας καὶ ἀγρονόμους ὄρνιθας καὶ μικρόν τι ποιμένων σύστημα , οἷς μᾶλλον
. κέρδος ὡς νῦν , ἢ φρόνημα . τὰ δὲ ἀγρονόμους . . . . . διαιτηταῖς . διαιτηταί εἰσιν
5498438 ἀντικαταλλαττεσθαι
. ὁ δέ γε νόμος τοσοῦτον δεῖ κακὰ ἀγαθῶν ἐπιτρέπειν ἀντικαταλλάττεσθαι , ὥστ ' οὐδὲ καλὰ πονηρῶν ἐᾷ , πονηρὰ
ἔτι πονεῖν , ἴσθ ' ὅτι δόξεις μὲν ἑνὸς ἓν ἀντικαταλλάττεσθαι , κτήσῃ δὲ πρὸς ἀλήθειαν ἀμφότερα : ἑκάτερον γὰρ
5495857 εὐογκον
τὴν ψιλοκιθαριστικήν , μακροὺς τοὺς τόνους ἐντείνας καὶ τὴν φωνὴν εὔογκον ποιήσας , καὶ τὴν ἔναυλον κιθάρισιν , ᾗ πρῶτοι
καὶ τὸ ὑπογάστριον πλατέα ἔχουσαν , γλουτοὺς ἐξέχοντας , ἐπιγάστριον εὔογκον , στέρνον στενόν , καὶ τιτθοὺς μείζονας , αἱ
5494038 μεθυσους
φιλοθορύβους , δαπάνους , κραυγαστάς , πλήκτας , προπετεῖς , μεθύσους , ἅρπαγας , ἀνελεήμονας , κακούργους , τεταραγμένους ,
οὐ γὰρ ἀπέδειξαν αὐτοὺς θεοὺς ἀλλὰ ἀνθρώπους , οὓς μὲν μεθύσους , ἑτέρους δὲ πόρνους καὶ φονεῖς . Ἀλλὰ καὶ
5486494 ἐρυθραινεσθαι
ὅτι ἐκ τοιούτων τὸ ἐρυθρόν : ἡμᾶς τε γὰρ θερμαινομένους ἐρυθραίνεσθαι καὶ τὰ ἄλλα τὰ πυρούμενα , μέχρις ἂν οὗ
φοινίσσει : ἔρευθος γὰρ τὸ σῶμα ἐνταῦθα ἐκάλεσε παρὰ τὸ ἐρυθραίνεσθαι . σμώδηξ : πληγὴ αἱματώδης , ὕφαιμος πληγὴ ,
5486225 ἀνελαμβανεν
πάντα ; οὐ περιεποιεῖτο τὰ ἐναντία ; τὸν δειλὸν οὐκ ἀνελάμβανεν , τὸν ἀγεννῆ , τὸν μισόπατριν , τὸν φιλόψυχον
καὶ τοῖς ἀμυνομένοις . Γάιος δὲ πρὸς τίνα χρείαν πέδιλα ἀνελάμβανεν ; ἢ ἵνα τὰ δύσφημα καὶ δυσώνυμα , δέον
5485446 ἐκτηξαι
τὴν ναῦν ἁλῶν πληρώσαντος καὶ καθεύδοντος τὴν ἀντλίαν ἐπαναβῆναι καὶ ἐκτῆξαι τοὺς ἅλας . ἔνθεν ἡ παροιμία . ἀλάστωρ :
ἁλῶν πληρώσαντος , εἶτα καθεύδοντος , τὴν ἀντλίαν ἐπαναβῆναι καὶ ἐκτῆξαι τοὺς ἅλας . Ὁ δὲ Διογενιανὸς οὕτω φράζει τήνδε
5485012 ἀναπαυσας
φιλανθρώπως παραλαβών , ἐσθῆτι καὶ τροφῇ καὶ τῇ λοιπῇ χρείᾳ ἀναπαύσας ἕως Μεσσήνης διέσωσε . Καρθάλων μὲν ὁ Καρχηδόνιος μετὰ
ἔθος ἐστὶ Ῥωμαίοις , αὐτὸς ἐνέπρησε τοῖς ἐνυαλίοις θεοῖς , ἀναπαύσας δὲ τὴν στρατιὰν ἐπ ' ὀλίγον ἐς τὸν Εὔριπον
5481053 ἀνοπλους
, ὅτι χρὴ τῶν κακῶν ἐπιλέγεσθαι τὰ μετριώτερα , ὄντας ἀνόπλους : οὕτω σαφῶς εἰπόντα τὴν γνώμην . . .
ὁδοῖς ἀναιρῶν ὥρμησεν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ πολλοὺς τῶν πολιτῶν ἀνόπλους καταλβὼν ἀπέκτεινε . τῶν δὲ Καρχηδονίων καταλαβομένων τὰς περὶ
5479531 σεσηπος
καὶ μίγνυνται ἀλλήλοις τὰ μέρη τὰ συμφυῆ , τό τε σεσηπός φημι καὶ τὸ ἄσηπτον . Καὶ εἰ μὲν ἐξ
καὶ βέλτιον ἀσφαλείας ἕνεκεν , ὅταν ἐκτέμῃς ἢ περιτέμῃς τὸ σεσηπός , τὴν οἷον ῥίζαν αὐτοῦ συνημμένην τοῖς ἀπαθέσι καίειν
5474147 κοιμωμενους
πολλοὺς ἐγᾦδα κοὐ κατὰ σὲ νεανίας φρουροῦντας ἀτεχνῶς κἀν σάμακι κοιμωμένους . τοῖς δὲ δεσπόταις , τῷ μὲν ἀνδρὶ καὶ
ἀναθεῖναι . Τῷ δὲ ὀνειροπομπὸν αὐτὸν εἶναι , καὶ τοὺς κοιμωμένους αὐτῷ εὔχεσθαι , καὶ αὐτὸν ἀναμένειν , εἵλοντο ἐν
5470987 ῥυσμους
, διὰ τὸ μάλιστα διὰ παντὸς δύνασθαι διαδύνειν τοὺς τοιούτους ῥυσμούς καὶ κινεῖν τὰ λοιπὰ κινούμενα καὶ αὐτά , ὡς
, διὰ τὸ μάλιστα διὰ παντὸς δύνασθαι διαδύνειν τοὺς τοιούτους ῥυσμούς καὶ κινεῖν τὰ λοιπὰ κινούμενα καὶ αὐτά , ὡς
5470263 κολοβους
βοσκῆς : διὸ † εὑρίσκοντες οἱ παλαιοί * * * κολοβοὺς καὶ ὁμαλοὺς τοὺς πόδας . Κλείταρχος δὲ ἐν Γλώσσαις
μὴ ἐκπίπτωσιν ] . ὅσοι δὲ μέλανας ἢ σεσηπότας ἢ κολοβοὺς ἔχοντες ὀδόντας ὄναρ ἔδοξαν ἀποβεβληκέναι , οὗτοι πάσης δυσχερείας
5458382 εὐνουστατους
καὶ εἴ τινων ἄλλων ἡγεμόνων προσδεῖν αὐτῷ δόξαι , τοὺς εὐνουστάτους τῇ πατρίδι , πιστοτάτους , εὐρωστοτάτους , ἔνθεν δ
τοὺς τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον κρινεῖν ὀμωμοκότας νομίζετ ' εὐνουστάτους , τῶν δὲ πολιτευομένων οὓς ἴστε σαφῶς τοὺς τῆς
5457377 διαστρεφεσθαι
' ὑπερβολὴν δειλῶν . ῥικνοῦσθαι : τὸ διέλκεσθαι καὶ παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος : λέγεται δὲ καὶ [ ῥικνοῦσθαι
ἢ παρ ' ἀτροφίαν ἢ παρὰ καχεξίαν ἢ παρὰ τὸ διαστρέφεσθαι τὸν σχηματισμὸν ἢ διὰ παρασπασμόν . Διοκλῆς ἀγόνους τοὺς
5456649 συναγαγοντος
ὑμᾶς , ἴσως δὲ καὶ δι ' ἐμέ , καὶ συναγαγόντος ἐκκλησίαν οὐ προειδότος ἐμοῦ καὶ περὶ τούτων ἀναγιγνώσκοντος ,
ἐπί τε τὴν Ῥώμην πολλάκις ἐλάσαντος καὶ ἐς ἔσχατον κινδύνου συναγαγόντος . ὧν ἐνθυμούμενοι μάλιστα ἐξίσταντο περὶ τῆς νίκης ἐς
5450939 αὐξηθεντας
ἤδη τὰ ἰαμβεῖα , ἐν οἷς ὁ Εὐριπίδης διὰ μακρῶν αὐξηθέντας τοὺς τυράννους ἁλίσκεσθαί φησιν ὑπὸ μικρῶν , ἀναπηδήσας δὲ
ἡ νῆσος διωνομάσθη τῇ τῶν καρπῶν ἀφθονίᾳ ὥστε Καρχηδονίους ὕστερον αὐξηθέντας ἐπιθυμῆσαι τῆς νήσου , καὶ πολλοὺς ἀγῶνας καὶ κινδύνους
5448564 ἀκαμπες
Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι
μὴ δυναμένου διὰ τὸ τὰ σκέλη διηνεκὲς ὀστοῦν ἔχειν καὶ ἀκαμπές , καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν δένδρων ἀνατέμνουσιν αὐτό : τοὺς
5442125 ὀψοποιους
τῇ μνήμῃ πατρίδα καὶ βασιλικὴν ἑστίαν , κατάλογον ἐρωμένων , ὀψοποιούς τε καὶ οἰνοχόους καὶ ἄλλην ἀκόλαστον δίαιταν , ᾗ
δημιουργοὺς ἀγαλμάτων , ἐπὶ εὐφροσύνῃ ὀφθαλμῶν : μυροπώλας δὲ καὶ ὀψοποιούς , χυμῶν καὶ ὀδμῶν δημιουργοὺς γενναίους : καὶ ὅσαι
5440224 φυτευομενους
καὶ γεγενῆσθαι τῆς παρακειμένης χώρας μοῖραν οὐ λυπρὰν σπειρομένους καὶ φυτευομένους : οἷς σημεῖα τῆς παλαιᾶς ἐναπολελεῖφθαι θαλαττώσεως ψηφῖδας τε
καὶ γεγενῆσθαι τῆς παρακειμένης χώρας μοῖραν οὐ λυπρὰν σπειρομένους καὶ φυτευομένους , οἷς σημεῖ ' ἄττα τῆς παλαιᾶς ἐναπολελεῖφθαι θαλαττώσεως
5440201 ποτιζειν
μολυβδώδους τε χρόας ἀπρεπῶς . ἁρμόζει δὲ μετὰ τὸν ἔμετον ποτίζειν μετ ' οἴνου ὁρμίνου σπέρμα ἢ σμύρνης ὀβολοὺς δύο
θερμαίνειν δυναμέναις , καὶ ἀφεψήματα τῶν ἀρωμάτων διδόναι πίνειν : ποτίζειν δὲ καὶ τῆς θηριακῆς μετὰ γλυκέος ἢ οἰνομέλιτος .
5439512 ὑφαψαι
μὲν αὖα κάτωθεν , τὰ δὲ χλωρὰ ἄνωθεν [ θέντας ὑφάψαι ] . ὁμοῦ νὺξ καὶ ὁμίχλη καὶ καπνός :
ἀνήγγειλαν . ἐπεὶ δὲ νὺξ ἦν , κελεύει Κῦρος ἕκαστον ὑφάψαι τὸν ἑαυτοῦ φάκελλον . Μῆδοι πολλὴν φλόγα λάμπουσαν ἰδόντες
5436554 λευκους
καὶ αὐτά : σμήγματα δὲ ὅσα διὰ νίτρου . Οἴνους λευκοὺς καὶ εὐωδεστάτους καὶ ἐλαιοχρόους . Καὶ ἀφροδισιάζειν μετρίως .
κάρα πυκάζομαι , καὶ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται . λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους . ὄρνιθα τοίνυν δεῖ σε
5435033 ἑσπεριους
συμβέβηκε , τοὺς δ ' ἀνατέλλειν ἑῴους ἁπλῶς ἢ δύνειν ἑσπερίους τῶν ἐνιαυτοφανῶν τε καὶ ἀμφιφανῶν , ὁμοίως δὲ τοὺς
' ἐπέστρεψεν εὐθὺς ἐπ ' αὐτὴν καὶ τοὺς ὅρους τοὺς ἑσπερίους αὐτῆς καὶ τὸν Κώφην ποταμὸν καὶ τὸν Χοάσπην ,
5430346 ἀντιβολουντας
τὸν ἀνεψιόν , τὸν τροφέα , τὸν φίλον : εἶδες ἀντιβολοῦντας , ὀδυρομένους , δῶρα διδόντας . καὶ βασιλεὺς ὠμωμόκει
, τοὺς δὲ κοιμωμένους καταλαβόντες ἐν τοῖς ἰδίοις κατασφάττουσιν ἐφεστίοις ἀντιβολοῦντας καὶ γόνασι προσκυλιομένους καὶ ἀνθ ' ὅτου ταῦτα πάσχουσι
5422758 ἐπιλεξαντες
ἀπέσφαξαν , μετὰ δέ , τῆς ἀγορᾶς πληθούσης , τριακοσίους ἐπιλέξαντες τοὺς εὐπορωτάτους ἀνεῖλον . οἱ δὲ χαριέστατοι τῶν τὰ
, ἱερὸν ἐνόμισαν τοῦτο τὸ πάθος εἶναι , καὶ λόγους ἐπιλέξαντες ἐπιτηδείους τὴν ἴησιν κατεστήσαντο ἐς τὸ ἀσφαλὲς σφίσιν αὐτοῖσι
5420702 προσκλυζεσθαι
. ἄλλο . κηκίδας κόψας εἰς ὕδωρ ἔμβαλε καὶ δίδου προσκλύζεσθαι καὶ θερμοτέρας ποιεῖ τὰς γυναῖκας . ἄλλο . ὀθόνια
φυσωδῶν πάντων . Τὰς δὲ μεμυκυίας ὑστέρας ἀναστομοῦν χρὴ , προσκλύζεσθαι δὲ τοῖς εὐώδεσι καὶ μαλακτικοῖς καὶ διὰ στεάτων χρῆσθαι
5418819 Λουκρητιον
ἄνδρες , καὶ παρ ' ἐμοῦ δὲ ἀκούσατε , ὅτι Λουκρήτιον ἐγὼ κατέκανον ἀπειθοῦντά μοι . “ καὶ λόγον εἶπε
ἐνιαυσιαίῳ πένθει καθάπερ πατέρα κοινὸν ἐτίμησαν . Πουβλικόλας δὲ Σπούριον Λουκρήτιον Τρικιπιτῖνον κοινωνὸν ἑαυτῷ καὶ συνύπατον ἐχειροτόνησε τὸν πατέρα τῆς
5407318 ἐμμενοντας
ὡς μηδαμοῦ παραβαίνειν τὸ ἀκόλουθον . ταύταις οὖν ταῖς ἀρχαῖς ἐμμένοντας δεῖ τὴν Πυθαγορικὴν μαθηματικὴν ἀνιχνεύειν . ἐξαίρετα δὲ αὐτῆς
Σύλλας ἐπετείχιζε φρούρια , τοῦ μὴ διαδιδράσκειν , ἀλλ ' ἐμμένοντας ὑπὸ τοῦ πλήθους μᾶλλον ἐνοχλεῖσθαι , τῷ δὲ Πειραιεῖ
5406354 διατεινομενους
ἡμᾶς εἶναί τι νομίσαι , μηδὲν ὄντας καὶ τοῦτο πανταχοῦ διατεινομένους . Ἐγὼ δ ' εἰς ἀμοιβὴν τὰς σὰς λιτὰς
ἀληθινοῖς πράγμασιν ὁτιοῦν λέγοντας καὶ μετὰ τοῦ πάσχειν τριβομένους καὶ διατεινομένους ἐν τῷ διαλέγεσθαι , ἢ τοὐναντίον ἀνιεμένους καὶ πραϋνομένους
5406108 συνευωχεισθαι
ἑστιᾶσθαι , εὐωχεῖσθαι , πανηγυρίζειν , ἑορτάζειν , συνεστιᾶσθαι , συνευωχεῖσθαι , συμπανηγυρίζειν , συνεορτάζειν , συσπένδειν καὶ ὁμοσπονδεῖν καὶ
: ταῦτα δ ' εἶναι μὴ πλεῖον ἢ δέκα ἀνθρώπους συνευωχεῖσθαι . ἀθροισθέντων δὲ τῶν συσσιτούντων γίνεσθαι σπονδάς τε καὶ
5405202 ἐζηλωκεν
ἄστυ καταβαίνοντες , λόγους τινὰς ἀπομνημονεύοντες διαταράττουσιν αὐτόν , οὓς ἐζήλωκεν καὶ πάλαι μοι πράγματα παρέχει , ἀξιῶν ἐπιμεληθῆναί με
ἀσπασάμενον , λέγω δὲ τὸ Ἑλληνικὸν καὶ εἴ τι τοῦτο ἐζήλωκεν , εὔδαιμόν τε ἀρετῆς ἕνεκεν καὶ ἐπιστήμης ἁπάσης καὶ
5400788 ἐρεους
ψυγῆναι γεγυμνωμένον ἐν τῇ κατὰ μέρος σπαργανώσει , λαμβάνειν τελαμῶνας ἐρεοῦς τρυφερούς , [ τε ] καθαρούς τε καὶ μὴ
ἐσθὴς δ ' αὐτοῖς ἐστι χιτὼν λινοῦς ποδήρης καὶ ἐπενδύτης ἐρεοῦς , ἱμάτιον λευκόν , κόμη μακρά , ὑπόδημα ἐμβάδι

Back