τὸ ὄρνεον . Κόνις . κονῶ δηλοῦν τὸ διαφθεῖραι καὶ κατακόπτειν . κνὶς , ὄνομα , ἡ κατακεκομμένη γῆ ,
ἰδιώτας πολλούς . ἀλλὰ μὴν τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων κατακόπτειν φασὶ δεῖν , ὥστ ' οὐκ ἂν φθάνοι κατακοπτόμενος
6890964 ἀποδωσων
δὲ καὶ ἀναιδείᾳ , ὥστε ἤδη τι λαβών , ὡς ἀποδώσων , ἐν μέσῳ μυρίων ὀμμάτων , εἶτα ἠρνήσατο ἐπί
διέγνω τὴν Ἀνθίαν ἀγαγεῖν ἀπὸ Ἰταλίας εἰς Ἔφεσον , ὡς ἀποδώσων τε τοῖς γονεῦσι καὶ περὶ Ἁβροκόμου ἐκεῖ τι πευσόμενος
6881761 ἰξευτης
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ
6784544 κατεκλινεν
συμπαρέλαβεν δὲ εἰς τὸ συμπόσιον καὶ τοὺς ἰδιοξένους ἅπαντας καὶ κατέκλινεν ἀντιπροσώπους ἑαυτῷ καὶ τοῖς ἄλλοις νυμφίοις τήν τε πεζὴν
] ἐκεῖ γὰρ ἱερόν ἐστιν . ἦν Ἀσκληπιοῦ ἱερόν . κατέκλινεν αὐτὸν ] ὡς νοσοῦντα ⌈ οὖν ἐκεῖ [ αὐτὸν
6643731 ἡγιζεν
συνίζησις ἰσχάδας ] τὸ ἐκ πολλῶν καταλελειμμένον ] καὶ ἀπολειφθέν ἥγιζεν ] ἁγιάζειν γελοίως σάκταν ] σακούλιον . σάκκον πολλὴν
εἴ που πόπανον εἴη τι καταλελειμμένον : ἔπειτα ταῦθ ' ἥγιζεν εἰς σάκταν τινά . Κἀγὼ νομίσας πολλὴν ὁσίαν τοῦ
6592986 μαξαι
πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , αἵνειν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . ὁ δὲ
πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , ἁνεῖν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . καὶ ἐκ
6549619 ἀποδερειν
δὲ τετάρτῃ ἢ τῇ πέμπτῃ τῆς φλυκταίνης φανείσης τοῖς δακτύλοις ἀποδέρειν , καὶ τοῦ ὑγροῦ ἐκκριθέντος προσάμυσσε τὸν τόπον φαρμάκῳ
ἐϲθιομένη . χρὴ δὲ κόψαντα τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν οὐρὰν ἀποδέρειν καὶ ἐξελεῖν τὰ ἐντοϲθίδια πάντα καὶ ἀποπλύνειν τὴν ϲάρκα
6540373 βρεξαντας
νάρδῳ μαστίχην λείαν καὶ δεύσαντας ὡς γλοιῶδες γενέσθαι , εἶτα βρέξαντας ἐν αὐτῷ τὴν πορφύραν ἐπιτιθέναι . θερμὰ δὲ προσάγειν
. δεῖ δὲ τοὺς μὲν ἄρτους ξηροὺς καὶ τοὺς προσφάτους βρέξαντας τρίβειν διέντα ὕδατι καὶ ἠθεῖν δι ' ὀθονίου .
6510777 ὑφαπτειν
καὶ ἐν Πέρσαις ὁ αὐτός : ἐπὶ τηγάνοις καθίσανθ ' ὑφάπτειν τοῦ φλέω . Φιλωνίδης δ ' ἐν Κοθόρνοις :
Οἴτην ὄρος , ἔνθα πυρὰν ἔνησεν , ἧς ἐπιβὰς , ὑφάπτειν ἐκέλευσε . Μηδενὸς δὲ τῶν σὺν ἐκείνῳ τοῦτο πράττειν
6491966 παρασκευασθηναι
στρατοπέδων Ἔκλεκτόν τε τὸν τοῦ θαλάμου προεστῶτα ἐκέλευεν αὑτῷ πάντα παρασκευασθῆναι ὡς διανυκτερεύσων ἐν τῷ τῶν μονομάχων καταγωγίῳ κἀκεῖθεν προελευσόμενος
σκευῶν εἴσπραξιν οὕτως ἂν ἄρισθ ' ἡγοῦμαι καὶ πορισθῆναι καὶ παρασκευασθῆναι : πλήρωσιν δ ' , ἣ καὶ σαφὴς ἔσται
6446963 διανυκτερευσαι
τρόπον τοῦτον . Ῥοῦν μαγειρικὸν ἀποβρέχων ὀμβρίῳ ὕδατι , ὥστε διανυκτερεῦσαι , εἶτα ἐπιμελῶς ἀποθλίβων τὸν ῥοῦν , ἐμβάλλω τῷ
χρείας . Πολλάκις γὰρ τρεπομένων ἐχθρῶν καὶ ὀχυρώματι προστρεχόντων χρεία διανυκτερεῦσαι ἢ προσεδρεῦσαι αὐτοῖς ἢ τὴν συμβολὴν μέχρις ἑσπέρας παρατείνεσθαι
6434773 κυλιω
ἤδη παρθένους ἀλινδεῖσθαι : παρὰ τὸ ἀλίω ἀλινδῶ , ὡς κυλίω κυλινδῶ , ἔνθεν τὸ ἀλίσω , καὶ : ἄπαγε
παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ κυλίω καὶ τροπῇ τοῦ υ εἰς τὸ α καὶ ἀποβολῇ
6430071 μασω
: χλωρόν μαστάζειν : ἀντὶ τοῦ μάσταζε , ἔστι δὲ μασῶ ταῖς σιαγόσιν . * ἀμελγόμενος : πιπίζων ἀποθλίβων *
τὸ σήθω , καὶ προσλαβὸν τὴν μα συλλαβὴν ἐποίησε τὸ μασῶ καὶ μασῶμαι , τὸ εἰς λεπτὰ τὴν τροφὴν κερματίζειν
6392482 πηδησαι
: Αἰσχύλος δὲ Ἀχιλλέα σὺν τῆι πανοπλίαι φησὶν ὄπιθεν ὁρμήσαντα πηδῆσαι τὴν τάφρον μὴ δείξαντα τὰ νῶτα τοῖς ἐχθροῖς .
ἔστι καταβαίνοντα ὀροῦσαι , ὅ ἐστι πηδῆσαι , ἢ ἀνιόντα πηδῆσαι , διὰ τὸ μὴ ἔχειν βαθμούς . ὄρχος η
6387004 κατακλεισας
τὴν ἄκραν ἐπιπλεύσας τοὺς Καρχηδονίους ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ λιμένος κατακλείσας ἔνδον ἐξέλοι , βορέου πνεύσαντος οὐρίου ἀπόπλουν ἐποιήσατο .
τὸν λίθον ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἰούλου λίθον , καὶ κατακλείσας δίδου φορεῖν ἐπὶ τοῦ στήθους : πάντα δὲ πόνον
6365991 Οὐεντιδιον
Ἰταλίαν μέχρι Σικελίας διώδευσαν καὶ συγκατέλυσαν πολλάκις ἑτέροις λοχαγοῖς ζητοῦσιν Οὐεντίδιον . Ἕτερον ἐν τάφῳ κρύπτων ἀπελεύθερος , οὐ φέροντα
τάδε ἔκριναν : ἀποθέσθαι μὲν τὴν ὕπατον ἀρχὴν Καίσαρα καὶ Οὐεντίδιον αὐτὴν ἐς τὸ λοιπὸν τοῦ ἔτους μεταλαβεῖν , καινὴν
6315086 Ῥηματικον
κατ ' ἔκτασιν ἄητον . οὕτως ὁ Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αἶθος , ,
ὡς καμητὸς κμητὸς καὶ ἄκμητος . οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αὐτοκράτωρ : αὐτοκράτωρ
6293659 ἀθροισαι
χρησίμων καταδεῖξαι : τάς τε γὰρ ποίμνας τῶν προβάτων τούτους ἀθροῖσαι πρώτους καὶ τὰ γένη τῶν ἄλλων βοσκημάτων ἐξημερῶσαι καὶ
τοὺς μὲν συλλαβεῖν , ἐκείνους δ ' εἰς τὸ παρὸν ἀθροῖσαι συνέδριον , ὡς γνώμας ἀκούσειε καὶ ὅπως χρηστέον εἴη
6288543 ἀλινδεισθαι
παραθαλάσσιον πεδίον οὕτω λέγεται . τινὲς δέ φασι παρὰ τὸ ἀλινδεῖσθαι ἵππους ἐν αὐτῷ δύνασθαι , ὅ ἐστι κονίσασθαι ,
κυλίνδω ἀφαιρέσει τοῦ κ καὶ τροπῇ τοῦ υ εἰς α ἀλινδεῖσθαι . ἢ παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλίω καὶ ἀλινδῶ ,
6284884 τετρωσθαι
ποταμὸν διαβαίνειν ἔμελλε , Πολύκλεια δὲ τὸν πόδα ἐπιδησαμένη φάσκουσα τετρῶσθαι τὸ σφυρὸν παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸν Αἴατον διενεγκεῖν αὐτὴν ὑπὲρ
Δηιάνειραν καθοπλίσαι , καὶ λέγεται καὶ κατὰ τὸν μαζὸν τότε τετρῶσθαι . περιγενόμενος δὲ αὐτῶν καὶ ἀνελὼν τὸν Θειοδάμαντα ἐδέξατο
6269774 ἀπηγε
παρούσῃ ἐξείη ἄλλοσε χρῆσθαι στρατιᾷ : καὶ ἅμα ταῦτα λέγων ἀπῆγε τὸ στράτευμα , φρουροὺς ἐν ταῖς ἄκραις καταλιπών .
ἡγούμεσθ ' εὖ κἀνδρείως πολλῷ πάντων προέχοντες . τὸν δέλφακα ἀπῆγε σιγῇ . ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . μόνος δ
6267671 καταπλευσας
Ἡρακλείδην τὸν ἐπὶ τῶν στρατιωτῶν τεταγμένον ὑπὸ τοῦ τυράννου . καταπλεύσας δ ' εἰς τὴν Κόρινθον τοὺς μὲν Κορινθίους ἠξίου
ὁτὲ δὲ μετὰ δύο τριήρων [ ] εἰς Ἀμφίπολιν | καταπλεύσας καὶ παρ ' ἐκείνων [ ] ἑτέρας τέτταρας [
6265014 ἐξαλισας
. . : Στρεψιάδης ὁ προλογίζων . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας : καὶ τοῦτο ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ
ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι , οἷον : ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε , . , . . Ἀλίωσε : μάταιον
6255563 Ἱμεραιους
τε σφετέρων ναυτῶν καὶ ἐπιβατῶν τοὺς ὡπλισμένους ἑπτακοσίους μάλιστα , Ἱμεραίους δὲ ὁπλίτας καὶ ψιλοὺς ξυναμφοτέρους χιλίους καὶ ἱππέας ἑκατὸν
ἐπιθέμενος ἐνίκησεν . Διονύσιος χειρώσασθαι βουλόμενος Ἱμέραν πρὸς μὲν τοὺς Ἱμεραίους φιλίαν συνέθετο , πρὸς δὲ τὰ πλησίον αὐτῶν πολίσματα
6254092 ἀραμενους
μελλόντων ἐλπίδας . ἦν δὲ αὐτοῖς ἐπεσταλμένον ὑπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἀραμένους ῥῖψαι ἡμᾶς εἰς τὴν θάλασσαν : ὅπερ εἰ ἐγένετο
τὴν πόλιν ταύτην ἐξαιρετέα πάσῃ προθυμίᾳ καὶ σπουδῇ τὸν πόλεμον ἀραμένους ἢ μηδὲ τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς ἔτι καὶ τῶν ταύτης
6250076 θερμηνας
πτισάνης χυλόν , τρῖβε : καὶ ὅταν μέλαν γένηται , θερμήνας κατάχριε . ὄρυζαν , κυάμους ἐρειχθέντας , πτισάνην ἕψει
μαστίχης . ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων ἀναπλάσας τὸ κολλύριον καὶ θερμήνας πυρί , σιάλῳ τὴν σφραγῖδα προχρίσας ἐπετίθει καὶ ἀπέματτε
6241181 μεθυσους
φιλοθορύβους , δαπάνους , κραυγαστάς , πλήκτας , προπετεῖς , μεθύσους , ἅρπαγας , ἀνελεήμονας , κακούργους , τεταραγμένους ,
οὐ γὰρ ἀπέδειξαν αὐτοὺς θεοὺς ἀλλὰ ἀνθρώπους , οὓς μὲν μεθύσους , ἑτέρους δὲ πόρνους καὶ φονεῖς . Ἀλλὰ καὶ
6224838 ἐξηνδραποδισατο
δὲ τῇ νίκῃ τὰς ἐν τῷ ποταμῷ νήσους καὶ πόλεις ἐξηνδραποδίσατο , καὶ συνήγαγεν αἰχμαλώτων σωμάτων ὑπὲρ τὰς δέκα μυριάδας
' Ἡρακλέους ἀπέτυχεν . Ὡς Διονύσιος Κατάνην μὲν καὶ Νάξον ἐξηνδραποδίσατο , Λεοντίνους δὲ μετῴκισεν εἰς Συρακούσας . Κτίσις Ἀλαίσης
6223820 περιαγαγων
ὦ Φίληβε , οὐκ οἶδ ' ὅντινα τρόπον κύκλῳ πως περιαγαγὼν ἡμᾶς ἐμβέβληκε Σωκράτης . καὶ σκόπει δὴ πότερος ἡμῶν
' ἐκεῖνός γε συλλαβὼν τὸ παιδίον καὶ τὼ χεῖρε ὀπίσω περιαγαγὼν αὐτοῦ , πρὸς τοὺς δικαστὰς ἤγαγε καὶ ὅσα αὐτῷ
6222921 πολιορκησαι
περιτειχίσαι , μαθόντας δὲ ὕστερον ἀποστῆναι αὐτῶν ἀποστεῖλαι στρατὸν καὶ πολιορκῆσαι καὶ ἀποτειχίσαι αὖθις , ὡς τὸ πρότερον . τηρεῖν
στενῶν καὶ ἀποκρήμνων ὁδῶν ἐπορεύθησαν , βουλόμενοι Λᾶον πόλιν εὐδαίμονα πολιορκῆσαι . ἐπειδὴ δὲ παρεγενήθησαν εἴς τι πεδίον κύκλῳ λόφοις
6222871 ἀναζυγωσαι
: τὸ ἀναλαμβάνειν τὸ πρᾶγμα διὰ χρόνου . . . ἀναζυγῶσαι : τὸ τὰς θύρας ἀναπετάσαι : Ἀριστοφάνης : τὴν
σὺν τούτοις ἄλλα , ἐν τοῖς περὶ φωνῆς προείρηται . ἀναζυγῶσαι δὲ τὸ φθέγμα ἔλεγον , καὶ καταπεπνῖχθαι τὸ φθέγμα
6220438 συναθροισαι
ἐλλιπῶς . Συστρέψαι τὸ σῶμα , συνελκύσαι , συναγαγεῖν , συναθροῖσαι , συστεῖλαι , συσπειρᾶσαι , συγκάμψαι . παραπλήσιον δέ
: προδότης , ὃς λαβὼν παρὰ Κροίσου χρήματα , ὥστε συναθροῖσαι στρατόπεδον , ηὐτομόλησε πρὸς Κῦρον . Οἱ δέ φασιν
6217102 Ψιμυθιον
δάκνει : διαφορητικὸν δ ' ἱκανῶς ἐστι καὶ ξηραντικόν . Ψιμύθιον ἐμπλαστικόν τε καὶ ἐμψυκτικόν ἐστι , καιόμενον δ '
τῆς ἑψήσεως . Μόλυβδος κεκαυμένος μεσούσης τῆς ἑψήσεως ἐμβάλλεται . Ψιμύθιον ἐμβάλλεται εἰς μὲν τὰς λευκὰς ἐμπλάστρους ἐπὶ τέλει ,
6216506 προνοησασθαι
μηδ ' ἀναμάρτητον : ὅσα δ ' ἢ κινδυνεύοντας ἔδει προνοήσασθαι , ἐν οἷς ἅμα καὶ τῶν πολλῶν καὶ τῶν
με οὖν μὴ τοῦ παρόντος , ἀλλὰ καὶ τοῦ μέλλοντος προνοήσασθαι , εἰδυῖαν ὅτι , ὥσπερ τοὺς ἀγαθοὺς ἐπιβεβαιοῖ ,
6210472 ἐντειναμενος
καὶ ζυγώσας , ἔπειτα κολλάβους ἐμπήξας καὶ μαγάδιον ὑποθεὶς καὶ ἐντεινάμενος ἑπτὰ χορδὰς μελῳδεῖ πάνυ γλαφυρόν , ὦ Ἥφαιστε ,
ὡς ὄνος [ δίκην ὄνου ] ἔτυψας , ὥσπερ λὰξ ἐντεινάμενος . ἔκρουσας . . καὶ φροντίδα : φροντὶς παρὰ
6196878 Σελινουντιους
τῇ δ ' ἀληθείᾳ νομίζων ἐκ τοῦ μὴ βούλεσθαι τοὺς Σελινουντίους διακριθῆναι μὴ συμμαχήσειν αὐτοῖς τοὺς Συρακοσίους . ἀποστειλάντων δὲ
σφετέρων ναύταις ὅσοι μὴ εἶχον ὅπλα παρασχεῖν , καὶ τοὺς Σελινουντίους πέμψαντες ἐκέλευον ἀπαντᾶν πανστρατιᾷ ἔς τι χωρίον . πέμψειν
6195491 ἐπετρεπε
αὐτὸν οὐδὲ Τιτίου παρόντος , ὅτῳ τὰ περὶ αὐτὸν Ἀντώνιος ἐπέτρεπε , παυόμενον τοῦ πρὸς τὸν ἀμείνονα πολέμου , ἀπέγνωσαν
αὐτὴν οἷός τε ἤμην ἀνδρίζεσθαι . ὡς δ ' οὐκ ἐπέτρεπε , “ Μέχρι πότε , ” εἶπον , “
6177018 φοινικιδα
δὲ καταξαίνειν ὡς ἐπὶ ἐρίων ἔθηκεν : διὸ καὶ “ φοινικίδα ” εἶπεν , ὡς ἐπὶ ἱματίου . Ἀριστοτέλης δέ
Σπάρτῃ ἐπεβοήθησαν ἐπανισταμένων τῶν δούλων , ὅτε ἀφίκετο ὁ ἔχων φοινικίδα καὶ ἐπεκάλει τοὺς προγόνους βοηθῆσαι καὶ μὴ περιιδεῖν ἐπιβουλευθεῖσαν
6175228 ἀναχθεντας
τὴν θάλασσαν ἐρρίπτουν . καὶ τάδε μὲν ἦν ἀμφὶ τοὺς ἀναχθέντας , ἕτερα δ ' ἐν τῇ γῇ , νυκτὸς
ὁποίᾳ μηχανῇ τοῦ Θεαγένους τὴν εἰκόνα ἀνασώσωνται , φασὶν ἁλιέας ἀναχθέντας ἐς τὸ πέλαγος ἐπὶ ἰχθύων θήραν περισχεῖν τῷ δικτύῳ
6168087 προπεμψας
τῶν τοιούτων καταγελῶν , μηδὲ πρότερόν γε σὺ ἀποθάνοις ἢ προπέμψας πάντας τοὺς κόλακας . Τοῦτο μέν , ὦ Πλούτων
τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν . οὗτος προσήλασεν ἱππέας ἔχων , καὶ προπέμψας ἑρμηνέα εἶπεν ὅτι βούλοιτο διαλεχθῆναι τοῖς ἄρχουσι . τοῖς
6165526 στατηρα
: καὶ γὰρ ἐν τοῖς ἱσταμένοις τὴν μνᾶν τῆς ῥοπῆς στατῆρα ὀνομάζουσιν , καὶ ὅταν εἴπωσι πενταστάτηρον , πεντάμνουν δοκοῦσι
, τὸν δ ' ὀβολὸν λίτραν , τὸν δὲ Κορίνθιον στατῆρα δεκάλιτρον , ὅπερ δέκα ὀβολοὺς δύναται . ἔνιοι δὲ
6158615 κυλινδω
. ἢ παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλίω καὶ ἀλινδῶ , ὡς κυλινδῶ . ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ τὸ δινῶ καὶ
παρθένους ἀλινδεῖσθαι : παρὰ τὸ ἀλίω ἀλινδῶ , ὡς κυλίω κυλινδῶ , ἔνθεν τὸ ἀλίσω , καὶ : ἄπαγε τὸν
6157324 πληρωσαντα
ἀλλ ' ἑτέρωθεν ἐπινοήσαντα καὶ παρασκευασάμενον ἐφόδιον ἐξελθεῖν , καὶ πληρώσαντα τὸ προσταχθὲν ὕστερον κατηγορεῖν τοῦ ταμίου καὶ εἰσπράττεσθαι τὰ
καὶ τῶν ὅρκων γενομένων , τὸν Θεμιστοκλέα κύλικα τοῦ αἵματος πληρώσαντα ἐκπιεῖν καὶ παραχρῆμα τελευτῆσαι . καὶ τὸν μὲν Ξέρξην
6148048 Ῥωμαϊστι
ταττομένους . Μετὰ τὸ ταγῆναι τὰ τάγματα ἀναγινώσκηται τὰ ἐπιτίμια Ῥωμαϊστὶ καὶ Ἑλληνιστὶ οὕτως : Ἐὰν στρατιώτης ἐν καιρῷ παρατάξεως
ἆρον τὸ δέρμα καὶ ἰαθήση . ἄλλο . κιχώριον τὸ Ῥωμαϊστὶ λεγόμενον ἰντυβολάχανον , ἐπιτίθει τοῦ πάσχοντος τὴν κεφαλήν .
6145285 ἀμπεχομενον
τραγῳδιῶν ὑποκριτὴν , στατὸν καὶ ξυστίδα καὶ τὸν ἄλλον ἐναγώνιον ἀμπεχόμενον κόσμον , ἱστίῳ δ ' ἁλουργῷ τὴν ναυαρχίδα προσφέρεσθαι
αὐτῶν : τὸν γοῦν πατέρα εἶδον ἀκριβῶς αὐτὰ ἐκεῖνα ἔτι ἀμπεχόμενον ἐν οἷς αὐτὸν κατεθάψαμεν . ” “ Τί δὲ
6144382 Βασιλικον
: καὶ Ἀρχέλαον τὸν ἕξιν ἀρχικὴν ἔχοντα , ὁμοίως καὶ Βασιλικὸν ἢ Βασίλειον τὸν δυνάμενον βασιλεύειν . οὕτως μὲν οὖν
δ ' ἀκούειν . . . , . Ἀντισθενικόν . Βασιλικὸν εὖ μὲν πράττειν , κακῶς δὲ ἀκούειν . .
6143140 ξενιζειν
ἐπεὶ αἰσχρὸν ἐμὲ τεθυκότα ξενίζεσθαι ὑπὸ σοῦ , ἀλλὰ μὴ ξενίζειν σέ . μένε οὖν παρ ' ἡμῖν : ἐν
, προσέταξε τοῖς ἐπιφανεστάτοις τῶν ἑαυτοῦ φίλων τοὺς Ἀλβανῶν πρέσβεις ξενίζειν ἁπάσῃ φιλοφροσύνῃ καὶ κατέχειν ἔνδον παρ ' ἑαυτοῖς :
6136713 εἰσπραττειν
προπηλακισθεὶς χαλεπῶς ἐνήνοχεν . κἀκεῖνο οἶδα , ὅτι χρήματ ' εἰσπράττειν τοῦτον ἐχειροτονήσαθ ' ὑμεῖς , οὐχὶ τὰς ἰδίας συμφορὰς
δὲ οὐκ ἔστιν οὐδὲ ἐπιρρήματα . τὰ δ ' ἐναντία εἰσπράττειν , ἐνεχυράζειν κατενεχυράζειν , ἀπαιτεῖν . καὶ τὸ πρᾶγμα
6131897 ἀπενεγκειν
ὅπερ νῦν λέγεται ἐγγραφὴ καὶ ἐγγράψασθαι . ἀποθέσθαι γραφήν , ἀπενεγκεῖν , ἀπενέγκασθαι ἐπενεγκεῖν , ἐπαγαγεῖν , ἐπαγγεῖλαι : ἀποθέμενος
. τοὺς μέντοι λαβόντας καὶ δεξαμένους τὰ δῶρα λέγεται Ἀστυάγει ἀπενεγκεῖν , Ἀστυάγην δὲ δεξάμενον Κύρῳ ἀποπέμψαι , τὸν δὲ
6124430 ἐκβιβασας
? τόπον τῆς Ἐφεσίας [ καταλαβεῖν . ] ˈ ⌊ ἐκβιβάσας ⌋ ? ? ⌊ ⌋ δὲ πᾶσαν τὴν ⌊
[ καὶ φυλάσσων τὴν Δῆλον ] φυλάξας ἀσέληνον νύκτα καὶ ἐκβιβάσας τοὺς ἑαυτοῦ στρατιώτας , κοιμωμένοις καὶ μεθύουσιν ἐπιπεσὼν κατέκοψε
6122259 κεκληκας
, τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι . οἷον Ῥοδίους κέκληκας : εἰσιοῦσι δὸς εὐθὺς ἀπὸ θερμοῦ τὴν μεγάλην αὐτοῖς
εἴ τις ὃν καλέσεις ἤρετό με , τοῦτον ἂν ὃν κέκληκας εἶπον . ἔμελλες γὰρ δή - που ζητήσειν ἀγχίνουν
6122146 ὀνηλατης
λύκου τοῦτο καταψεύσασθε . ὁ μὲν οὖν ἀκάθαρτος παῖς ἐμὸς ὀνηλάτης ἔχαιρε καί με αὐτίκα ἤθελεν ἀποσφάττειν . ἀλλ '
αὐτοῦ τοὺς λόγους ὁ μὲν κατακρημνισθεὶς διερράγη , ὁ δὲ ὀνηλάτης ἀπορῶν , ὅτι ποιήσει , οὐ μόνον τοῦ ὄνου
6120762 Κικονος
γὰρ ἔθνος Θρᾳκῶν . Ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Βίστονος , τοῦ Κίκονος , ὡς Φιλοστέφανος ἱστορεῖ . Βιστονὶς , λίμνη Θρᾳκική
Βίστονες γὰρ ἔθνος Θρᾳκῶν : ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Βιστόνος τοῦ Κίκονος , ὡς Φιλοστέφανος . καὶ Βιστονὶς λίμνη Θρᾳκική .
6110663 Λαιστρυγονας
Καλυψὼ , Μινώταυρον , Σκύλλαν , Χίμαιραν , Πήγασον , Λαιστρυγόνας , Κέρβερον , Γλαῦκον θαλάττιον , Ἄτλαντα , Πρωτέα
νήσων καὶ τῶν περὶ τὴν Αἴτνην καὶ Λεοντίνην Κύκλωπας καὶ Λαιστρυγόνας ἀξένους τινάς : διὸ καὶ τὰ περὶ τὸν πορθμὸν
6109715 σχασαμενος
σχάζω τὸ ἀφίημι , ⌈ ὡς ἔχει καὶ τὸ “ σχασάμενος τὴν ἱππικήν ” : ⌈ κυρίως δὲ [ καὶ
σχίζεται ἐρεσσούσῃ . καὶ Πίνδαρος κώπαν ἤδη μοι σχάσον . σχασάμενος : ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐρεσσόντων . σχάσαι γὰρ δεῖ
6105193 ἐπιφανεντα
: καὶ τὸν εἰς τὴν ἀκτὴν διαγαγόντα αὐτὴν διαπεραιοῦν . ἐπιφανέντα δὲ τὸν Ἀπόλλωνα τήν τε κόρην ἁρπάσαι καὶ τὴν
: καὶ τὸν εἰς τὴν ἀκτὴν ἀγαγόντα αὐτὴν διαπεραιοῦν . ἐπιφανέντα δὲ τὸν Ἀπόλλωνα τήν τε κόρην ἁρπάσαι καὶ τὴν
6103958 ἀπωθεειν
ἄκρον , εἶτα αἰεὶ μᾶλλον , ὁμοῦ τε ἐπιστρέφειν καὶ ἀπωθέειν κυκλόσε τὸ δαίδιον : καὶ ὁκόταν σμικρὸν προσδέξηται ,
. Τουτέοισι κατάτασις ἰσχυρὴ ποιητέη , καὶ τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν , τὸ δ ' ἕτερον ἀντωθέειν , δύο εἴδεα
6096236 καλυμμασιν
? [ ! ] [ ! ] ? [ [ καλύμμασιν ] ? [ [ ] ενοις ? υ ?
πλατὺ στέγαστρον ἁγνῆς παρθένου Δηοῦς κόρης , λεπτοσυνθέτοις τρυφῶντα μυρίοις καλύμμασιν , ἢ σαφῶς πλακοῦντα φράζω σοι ; πλακοῦντα βούλομαι
6093026 ἐπιχεαι
ἀπέφυγον κίνδυνον , τῶν τρισκαταράτων ἐρανιστῶν λέβητά μοι ζέοντος ὕδατος ἐπιχέαι βουληθέντων . ἰδὼν γὰρ πόρρωθεν εὐτρεπεῖς ἀπεπήδησα , οἱ
καὶ σίλφιον ἐπιξέσαι , καὶ ἅλας ἐμβαλεῖν , καὶ ὄξος ἐπιχέαι , καὶ σκόροδα συνεψεῖν : ἔπειτα ὕδωρ ἐπιχέας ζέσαι
6093007 Ῥητορικον
' ὑπερβιβασμὸν βράταχος καὶ βρόταχος . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν καὶ Ῥητορικόν , . , . . . . + .
καὶ βρεχμόν : τὸ ὑπερμετώπιον : οὕτως εὗρον εἰς τὸ Ῥητορικόν , ἐν δὲ τοῖς Ἐτυμολογικοῖς τὸ τῆς κεφαλῆς ἄκρον
6087643 δικελλας
Ἀταλάντης γόνος τυφὼς πύλαισιν ὥς τις ἐμπεσὼν βοᾶι πῦρ καὶ δικέλλας , ὡς κατασκάψων πόλιν : ἀλλ ' ἔσχε μαργῶντ
' αὐτὸ μηδὲ κοῖλα σκεύη φέρειν , πελέκεις δὲ καὶ δικέλλας , ἵν ' ἐκκόψαντες γυμνόν τε σκεύους ἀράμενοι τὸ
6087221 Τραλλεις
καὶ τὸ ἄνθος εὐῶδες . γεννᾶται δὲ κατὰ Μαγνησίαν καὶ Τράλλεις πλεῖστον . Μάγκορον εἶδός ἐστι μέλιτος πεπηγότος ἐν Ἰνδίᾳ
τὸ πολίτευμα . περὶ ταῦτα δ ' ὄντων τούτων Ἀντίγονος Τράλλεις ἐξεπολιόρκησεν : εἰς δὲ Καῦνον παρελθὼν καὶ τὸν στόλον
6085307 μαγειρειου
οὐδὲ δοκιμάζω τοὺς Κορινθίους κάδους , ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγειρείου τὸν καπνόν . κἂν μὲν σφοδρὸς φερόμενος εἰς ὀρθὸν
ἀγγελίαι παραμίξας τοὺς θυλάκους καὶ τὰ ἀρτύματα καὶ τὰ σακκία μαγειρείου τινὰ φαντασίαν ἐποίησεν . . π . ἑρμ .
6081348 δελεαζε
μετὰ ἀλφίτου καὶ ἐλαίου καὶ ὕδατος ποίει μαζία , καὶ δελέαζε : ἐκ δὲ τοῦ αὐτοῦ διαμασσώμενον ἐμπύτιζε εἰς τὸ
πολύπους καὶ σηπίας . κγʹ . χέλυας καὶ ὀστρακώδη οὕτως δελέαζε . κδʹ . δέλη πρὸς πάντα ἰχθὺν ἐν παντὶ
6078721 ἀσφαλισαι
εἰλαπινάζει : εὐωχεῖται . Ἱέμενον : προθυμούμενον . ἐρεῖσαι : ἀσφαλίσαι , σφαλίσαι , ἑδραιῶσαι . Ἀμφιδύμους : διπλᾶς .
βαρέως ἐπεξελθεῖν τὰς κινήσεις . . φράξαι ] φύλαξον καὶ ἀσφαλίσαι . καταιγίσαι ] καταβαλεῖν καὶ ἀνατρέψαι . χρῆται δὲ
6077480 κεραμιῳ
Ἀψινθίτης δ ' οὕτως : εἰς μη ξέστας Ἰταλικοὺς ἐν κεραμίῳ μίξαντες ἀψινθίου Ποντικοῦ λίτραν ἕψομεν , μέχρι τὸ τρίτον
ἐμβαλὼν εἰϲ καινὴν ὠμὴν χύτραν καὶ πηλῷ περιπλάϲαϲ ὄπτα ἐν κεραμίῳ καὶ τρῖβε ἐπιβαλὼν ἀφονίτρου μνᾶν ∠ ʹ , κηκῖδαϲ
6076383 Ἀφρος
ἀπὸ τοῦ ἄσω μέλλοντος , τοῦ δηλοῦντος τὸ βλάψω . Ἀφρός , ἀπὸ τοῦ φρῶ . Ἀκέραιος , παρὰ τὸ
ἀφραδέοντι , ἀσυνετοῦντι , . , . . . . Ἀφρός : παρὰ τὸ φρῶ ῥῆμα γέγονε φρός καὶ μετὰ
6073850 Ἰμιλκων
. καὶ τὰ μὲν περὶ Διονύσιον ἐν τούτοις ἦν . Ἰμίλκων δὲ ὁ τῶν Καρχηδονίων στρατηγὸς αὐτὸς μὲν περὶ τὸν
βίαιος ἐς τὰς ὄψεις τῶν πολεμίων ὑπὸ πνεύματος ἐφέρετο , Ἰμίλκων δὲ ἔλαθε διελθὼν πρὸς τὰ τείχη , καὶ ἀνέῳξαν
6066269 ἀγορασαι
: ” σωματέμπορόν με ὄντα ἐρωτᾷς εἰ βούλομαι σωμάτιον εὔωνον ἀγοράσαι ; “ ὁ δέ : ” ἐλθὲ πρὸς τὰ
δὲ ἡ νὺξ ἐδόκει μακρά , τοῦ μὲν δὴ σπεύδοντος ἀγοράσαι , τοῦ δὲ πωλῆσαι . Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ὁ
6065618 καυθηναι
ἐπάνωθεν τιθεὶς σπλήνιον ἐκ τοῦ φαρμάκου , μετὰ δὲ τὸ καυθῆναι τὸ μέρος ποίησον τοῦτο καὶ θεράπευε : σμύρνης ,
, σὺ ἀλούτησον : σὲ δεῖ τμηθῆναι , σὲ δεῖ καυθῆναι . ποῦ σχολὴ τῷ εἰς τὰ ἰδιωτικὰ καθήκοντα ἐνδεδεμένῳ
6059981 Ἀβυδηνους
ὄντας πάντων ἠξίωσαν ὅσων ἐβουλήθησαν , ἀλλὰ καὶ δύ ' Ἀβυδηνούς , μισαθηναιοτάτους καὶ πονηροτάτους ἀνθρώπους , [ προσέθηκαν αὐτῷ
ἐπὶ συκοφάντου τάττεται , διὰ τὸ δοκεῖν συκοφάντας εἶναι τοὺς Ἀβυδηνούς . Ἀβασάνιστος ἄνθρωπος εἶ : ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος ,
6059341 σημανας
” „ οὗτος δὲ τίς ἐστι ; „ τῷ δακτύλῳ σημάνας ἐμέ . ” υἱός ἐστι τοῦδε , ” καὶ
στάδια δέκα . τῶν δὲ πολεμίων ἐκβοηθησάντων ὁ Μέμνων ἀνακλητικὸν σημάνας ἀνεχώρησεν εἴσω τοῦ τείχους , καὶ οἱ πολέμιοι δὲ
6055682 Πριηνην
τὰς ἡγεμονίας τὰς μεγίστας ἐχουσῶν , Κύμην , Πιτάνην , Πριήνην . ταύτας μὲν οὖν οἰκίσαι παρὰ θάλατταν , ἄλλας
, ἐπεὶ Σώστρατος ὁ Ἀντιόχου ὀρχηστής , λαβόντος ὑποχείριον τὴν Πριήνην τοῦ βασιλέως πατρίδα οὖσαν αὐτοῦ , καὶ παρὰ τὸ
6055400 Κικων
Μύτωνος , Λάκων Λάκωνος , Ἴων Ἴωνος : πλὴν τοῦ Κίκων Κίκονος , Μαλθάων Μαλθάονος . Τὰ εἰς ων ὀξύτονα
οὕτως οὖν καὶ Λάκων Λάκωνος . Δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τοῦ Κίκων : τοῦτο γάρ , φημὶ δὴ τὸ Κίκων ,
6051192 συνελαβε
προσταττόμενον . ὁ δὲ Τιθραύστης παραγενόμενος εἰς Κολοσσὰς τῆς Φρυγίας συνέλαβε τὸν Τισσαφέρνην διά τινος Ἀριαίου σατράπου λουόμενον , καὶ
ἡ Σεμίραμις ἐνίκησε καὶ διέφθειρε τῶν πλοίων περὶ χίλια , συνέλαβε δ ' αἰχμαλώτους οὐκ ὀλίγους . ἐπαρθεῖσα δὲ τῆι
6051188 ἀπανιστασθαι
Ἀθηναίοις γίγνεσθαι τὰ πράγματα καὶ ἐπικηρυκευόμενον πρὸς αὐτὸν ὥστε μὴ ἀπανίστασθαι , καὶ ἅμα ταῖς γοῦν ναυσὶ μᾶλλον ἢ πρότερον
ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ οὐκέτι αἰτιώμενοι πάρεισιν . Ποτειδαίας τε γὰρ ἀπανίστασθαι κελεύουσι καὶ Αἴγιναν αὐτόνομον ἀφιέναι καὶ τὸ Μεγαρέων ψήφισμα
6050039 ἀποβαλοντα
αὖθις ἐς τὴν πατρῴαν ἀρχὴν συνέκλεισεν , ἑκκαίδεκα στρατοῦ μυριάδας ἀποβαλόντα . καὶ τοσῷδε πταίσματι συμπεσὼν ὅμως ἀνεκίνησε τὸν πόλεμον
ἐλπίδας , ἀλλ ' εἰς τὸ μὴ τὰ αὑτοῦ περιιδεῖν ἀποβαλόντα . Ἔοικας οὐ σφόδρα εἶναι ἐν χρείᾳ τοῦ πρὸς
6046330 προσετασσε
Ἡράκλειον ἀθροιζομένοις τοῖς τὰ γέλοια λέγουσιν ἀπέστελλεν ἱκανὸν κερμάτιον καὶ προσέτασσέ τισιν ἀναγράφοντας τὰ λεγόμενα ὑπ ' αὐτῶν ἀποστέλλειν πρὸς
Ἡράκλειον ἁθροιζομένοις τοῖς τὰ γέλοια λέγουσιν ἀπέστελλεν ἱκανὸν κερμάτιον καὶ προσέτασσέ τισιν ἀναγράφοντας τὰ λεγόμενα ὑπ ' αὐτῶν ἀποστέλλειν πρὸς
6044893 γαυλους
γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες . Τέτταρες δ ' αὐλητρίδες ἔχουσι
ἐδάκρυεν ἐφ ' ἑκάστῳ τούτων ἀπαλλαττόμενος : καὶ οὔτε τοὺς γαυλοὺς ἀνέθηκε πρὶν ἀμέλξαι , οὔτε τὸ δέρμα πρὶν ἐνδύσασθαι
6041888 αὐλαιαν
τῶν στρογγύλων ληκύθους καὶ βακτηρίας τῶν σκολιῶν ἐκ Λακεδαίμονος καὶ αὐλαίαν Πέρσας ἐνυφασμένην καὶ παλαιστρίδιον κόνιν ἔχον καὶ σφαιριστήριον .
τοῦ θεάτρου καὶ ἐφηβικόν . ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν , Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους .
6040499 ἀπεπεμψεν
, ὅτι τριακονταέτης γενόμενος ἀπολέσει τὴν Τροίαν . καὶ τοῦτον ἀπέπεμψεν εἰς τὸ Πάριον λεγόμενον . παρελθόντος δὲ τοῦ τριακοστοῦ
διπλάσια ἀπηρίθμησεν . ὁ δὲ Κῦρος ὅσα εἶπε λαβὼν τἆλλα ἀπέπεμψεν : ἤρετο δὲ πότερος ἔσται ὁ τὸ στράτευμα ἄγων
6035132 κεχηνεναι
σπουδαῖον μανθάνειν Εὐάνθην ἐν Περιπάτῳ τεκεῖν καὶ πρὸς τὴν Καλλιστράτου κεχηνέναι τέχνην ; [ καὶ πρὸς ] τὰ Καλλιάδου Νεαίρᾳ
συλαγωγεῖσθε καὶ τοὺς μὴ κοινωνοῦντας ὑμῶν ταῖς πραγματείαις λοιδορεῖτε . κεχηνέναι πολλῶν ᾀδόντων οὐ θέλω καὶ τῷ νεύοντι καὶ κινουμένῳ
6034693 εἰσεπραττετο
καλῶν κρυπτόμενον , ἀλλ ' , οἶμαι , θορυβηθείς , εἰσεπράττετο γὰρ χρυσίον , ἠναγκάζετο ἐμὲ διώκειν μᾶλλον ἢ πρότερον
, ἥν με ἐφ ' ἁπάντων ὑμῶν εὐθύς τε ἰδὼν εἰσεπράττετο καὶ οὐκ ἀνῆκεν ἐφεξῆς , ἕως ἧκον αὐτῷ συσκευασάμενος
6033456 κελητα
Γ τῇ τρίτῃ τῶν Ἀπατουρίων ἱπποδρομία ἤγετο . Γ κέλης κέλητα : παρὰ τὴν συνουσίαν καὶ τοὺς κέλητας ἵππους ,
δὲ ἀπὸ ταύτης ὀλυμπιάδι ἐδέξαντο παγκρατιαστήν τε ἄνδρα καὶ ἵππον κέλητα : ἵππος μὲν δὴ Κραννωνίου Κραυξίδα παρέφθη , τοὺς
6031643 ἀποβρεχων
κατέχων ὀλίγον ἐν τῷ στόματι χρόνον . ἄλλο . ἕρπυλλον ἀποβρέχων οἴνῳ διακλύζου ἐπ ' ὀλίγον . [ δʹ .
αἴγειον περίχριε καὶ ἰᾶται : ἢ στέαρ αἴγειον ἢ προβάτειον ἀποβρέχων εἰς ὕδωρ θερμὸν ἐπιτίθει , ἢ λινοσπέρμου χυλὸν ,
6029716 σπυριδιον
. φερνὴ μὲν ἡ προίξ , φέρνιον δὲ τὸ ἁλιευτικὸν σπυρίδιον . φύλλον καὶ φῦλον διαφέρει . φύλλον μὲν γὰρ
, φησίν , χαράδρα κατελήλυθεν . συσκευασάμενος δεῖπνον εἰς τὸ σπυρίδιον , ἐβάδιζεν ὡς πρὸς Ὠφέλην . τὸν ἱδρῶτα καὶ
6028455 ζωμευματα
. ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ξύλα , ὑποζώματα τῶν νεῶν , ζωμεύματα εἶπεν ὡς πρὸς μάγειρον . ἀπείρητο γὰρ ὑπ '
ἐπειδὴ ἦρχον νήσων τινῶν . τριήρεσι ] ταῖς ναυσί . ζωμεύματα ] ἤγουν ξύλα , ὑποζώματα τῶν νεῶν . ζωμεύματα
6026360 κορημα
θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν , κάννας ἑκατόν , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ
δὲ ῥῆμα κορεῖν ἂν λέγοις . καὶ τὸ μὲν σκεῦος κόρημα ὑπὸ Εὐπόλιδος εἴρηται ἐν τοῖς Κόλαξι τουτὶ λαβὼν τὸ
6019211 συνηναγκασε
τινα ἐπιβουλὴν μηχανήσηται , φθάσας αὐτὸν συνέλαβε καὶ πιεῖν κώνιον συνηνάγκασε . τοὺς δὲ συνηκολουθηκότας στρατιώτας ἐπαγγελίαις δημαγωγήσας κατέμιξε τοῖς
νικήσας , καὶ τοὺς μὲν ἀνελὼν τοὺς δὲ διώξας , συνηνάγκασε τὸν Διονύσιον γυμνὸν διανήξασθαι τὸ ῥεῖθρον τοῦ ποταμοῦ καὶ
6018392 διαβιβαζειν
μῆνα τῆς σελήνης , κατὰ τὴν τάξιν . ἄγειν ] διαβιβάζειν , φέρειν , τηρεῖν , ποιεῖν . οὐ ”
' ἐν ταῖς αὐταῖς ταύταις ναυσὶ καὶ εἰς Θήβας στράτευμα διαβιβάζειν , εἰ μὲν βούλοιντο , ἐπὶ Φωκέων , εἰ
6016048 ἐπιταξας
αὐτοὺς ἐκ Καρίας διαχειμάσοντας ἐν Μακεδονίᾳ ἅμα ταῖς γυναιξίν , ἐπιτάξας αὐτοῖς Πτολεμαῖόν τε τὸν Σελεύκου , ἕνα τῶν σωματοφυλάκων
τῆς φάλαγγος . ἐπὶ τὸ κέρας δὲ ἑκατέρωθεν διακοσίους ἱππέας ἐπιτάξας παρήγγελλε σιγῇ ἔχειν τὸ παραγγελλόμενον ὀξέως δεχομένους . καὶ
6014482 κυλισθηναι
δῆθεν τῶν ὑπουργούντων τινὶ πρὸς κόνεως κυλίστραν τὸν ἵππον ἐξαγαγεῖν κυλισθῆναι . ἄπαγε ] ὦ δοῦλε . ἐξαλίσας ] κυλισθῆναι
” ἄπαγε τὸν ἵππον οἴκαδε “ . ἢ ἀντὶ τοῦ κυλισθῆναι ποιήσας : ἁλίζειν γὰρ ἔλεγον τὸ ἐν κόνει κυλίεσθαι
6014363 σωσειν
τε αὐτοῖς καλῶς χρήσεσθαι ἐν εἰρήνῃ συμπολιτευομένους καὶ ἐκ πολέμου σώσειν τὴν πόλιν καὶ ἐλευθέραν καὶ εὐδαίμονα διαφυλάξειν . Τὴν
καὶ λυμαίνῃ τὰ τῶν ἑταίρων καὶ φίλων καὶ οἷς ὑπέσχου σώσειν τὰ περὶ τὸν Εὐφράτην . ἴθι δή , τὰ
6014241 ἀποπεμψαι
αἷς ἦν , ὡς ὕστερον ἐγὼ ταῦτ ' ἐπυθόμην , ἀποπέμψαι αὐτῷ τριήρη τὴν ἄριστα πλέουσαν , ἵν ' ἀφίκηται
, : Τίμαιος δὲ καὶ Γύλιππον ἀκλεῶς φησι καὶ ἀτίμως ἀποπέμψαι Συρακοσίους , φιλοπλουτίαν αὐτοῦ καὶ ἀπληστίαν ἐν τῆι στρατηγίαι
6009819 Ἀργαιον
αʹ τῶν Φιλιππικῶν λέγει ” τὸν Ἀρχέλαον καλοῦσι “ καὶ Ἀργαῖον καὶ Παυσανίαν . ” Ἀριοβαρζάνης : σατράπης Φρυγίας ἀποδειχθεὶς
ἀπορρήτοις ἰδίᾳ πρὸς Ἀντίγονον συντεθεῖσθαι φιλίαν , ἔπεμψε τῶν φίλων Ἀργαῖον καὶ Καλλικράτην , προστάξας αὐτοῖς ἀνελεῖν τὸν Νικοκλέα :
6009306 ἐξεπεμπε
ὡς δὲ ἐπὶ συμφορᾷ μείζονι , Μαικήναν μὲν ἐς Ῥώμην ἐξέπεμπε διὰ τοὺς ἐπτοημένους ἔτι πρὸς τὴν μνήμην Πομπηίου Μάγνου
ἐν τάξει συμβούλων , κωλυτὰς ἔργων γενναίων , οὐ παραινέτας ἐξέπεμπε , Φοίνικα δὲ ἐξαιρῶ τοῦ λόγου , τοιγαροῦν εὐθὺς
6009028 ἐπαγαγοντας
σῶμα δὲ αὐτὸ τὸ τῆς ἱστορίας μικρόν τι καὶ ἀγεννὲς ἐπαγαγόντας ὡς καὶ τοῦτο ἐοικέναι παιδίῳ , εἴ που Ἔρωτα
σῶμα δὲ αὐτὸ τὸ τῆς ἱστορίας μικρόν τε καὶ ἀγεννὲς ἐπαγαγόντας . . . . ἴδοις γὰρ ἂν ἀφθόνους τοιούτους
6008707 ἀρτοποιος
ποιῶ συγκείμενα διὰ τῆς οι διφθόγγου γράφονται : σιτοποιός : ἀρτοποιός : ὀψοποιός . Φωνὴ παρὰ τὸ φῶς καὶ νοῦς
, παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ ' ἄρτου ἀρτοποιός ἀρτοκόπος , κανοῦν ἀρτοφόρον , ἀρτοσιτεῖν . ἄρτοι ζυμῆτες
6007778 ἁγιαζειν
πρὸ τοῦ καιροῦ τοῦ πολέμου ; Βʹ . Περὶ τοῦ ἁγιάζειν τὰ βάνδα . Γʹ . Περὶ τοῦ προκαθιστᾶν τὰ
] τὸ ἐκ πολλῶν καταλελειμμένον ] καὶ ἀπολειφθέν ἥγιζεν ] ἁγιάζειν γελοίως σάκταν ] σακούλιον . σάκκον πολλὴν ] εἶναι
6006203 δοιδυκα
τοὺς μάρτυρας γὰρ ἐσκαλῶ . Λάβητι μάρτυρας παρεῖναι τρύβλιον , δοίδυκα , τυρόκνηστιν , ἐσχάραν , χύτραν , καὶ τἄλλα
ῥίψειαν ἐκβατηρίαν . Τῷ δοίδυκι , τῷ Βέβρυκι : τὸν δοίδυκα , τὸν Βέβρυκα : ὦ δοῖδυξ , ὦ Βέβρυξ
6006054 Βαρκην
Ἀλκηῒς , ὥς φησι Πείσανδρος ὁ Καμιρεύς : ἕτεροι δὲ Βάρκην . ἄλλως : Ἴρασσα , πόλις Λιβύης , ἣν
περίεργος . πολεμοῦσα γοῦν πρὸς Βαρκαίους , λαβοῦσα δὲ τὴν Βάρκην τοὺς μὲν ἄνδρας ἀνεσκολόπισε , τῶν δὲ γυναικῶν τοὺς

Back