συμβεβηκὸς ἐθέλοι τις αὐτὸ ὀνομάζειν , οἷον τὸ εὐθὺ τὸ κεκλασμένον τὸ τρίγωνον τὸ κοῖλον τὸ κυρτὸν καὶ ὅσα ἄλλα
τε καὶ τετράγωνον ὡς ἐπὶ πύργων , εὐθύ τε καὶ κεκλασμένον ὡς ἐπὶ τῆς ἐξάλου τε καὶ ἐνάλου κώπης ,
6325169 ὀρθιον
τοῦ λυροφοίνικος καὶ τοῦ ἐπιγονείου , ὃ νῦν εἰς ψαλτήριον ὄρθιον μετασχηματισθὲν διασῴζει τὴν τοῦ χρησαμένου προσηγορίαν . ἦν δ
. . . ! ! ! ! ] πολε [ ὄρθιον ] ⌋ ἰάλεμον ⌊ [ κελαδήσατ ⌋ ⌊ !
6163231 καμπυλον
παιπάλην , κόνιν . , στάκτην . . κάμψας ] καμπύλον ποιήσας , καμπτὸν ποιήσας , κλίνας . . .
γνῶσις ἑτέρου πρὸς ἕτερον . ὥσπερ τὸ εὐθὺ πρὸς τὸ καμπύλον ἐφαρμόσαι ἀδύνατον διὰ τὸ τῶν σχημάτων ἀνόμοιον , οὕτως
6043529 στρογγυλον
. Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου .
καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν
5513298 πλατυ
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε
5358355 πηχυν
χειρὶ δ ' ἔνθες ὀξύην , λαιόν τ ' ἔπαιρε πῆχυν , εὐθύνων πόδα . ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην
παλαιστὴν αʹ , ὅ ἐστι πήχεως Ϛʹʹ . Ἐὰν δὲ πῆχυν ἐπὶ δάκτυλον , ποίει χυδαῖον δάκτυλον αʹ , ὅ
5356502 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
5353396 πλαγιον
: λευρὸν οἱ μὲν τὸ πλατύ : βέλτιον δὲ τὸ πλάγιον ἀκούειν , ἵνα νοήσωμεν οὐχὶ τὸ καθ ' ἑαυτὸ
ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι , τὸ δὲ δέρμα χωρὶς
5309554 ἠρεμουν
, ἀριστερὸν ἐναντίον , ἄρρεν ἀγαθόν , θῆλυ ἐναντίον , ἠρεμοῦν ἀγαθόν , κινούμενον ἐναντίον , εὐθὺ ἀγαθόν , καμπύλον
πεφυκὸς ἐν τῷ νῦν ἠρεμεῖν καὶ ἐν παντὶ τῷ μέλλοντι ἠρεμοῦν καὶ ἐν τῷ νῦν ἂν ἠρέμει ἀρχῇ γε ὄντι
5276388 διειλημμενον
τοῦ πρὸς ἀνατολὰς Ὠκεανοῦ : τοῦτο δὲ παντοδαποῖς ἀναστήμασι λόφων διειλημμένον ἰδίας καθ ' ἕκαστον ἔχει προσηγορίας . τοῦτον δὲ
ἀλλ ' οὐκ οὐσίαν , τὸ δὲ ὂν ἀεί [ διειλημμένον ] , ὡσαύτως κατὰ ταὐτὰ ἔχον , οὔτε γινόμενον
5209891 διῃρημενον
εἴδη διαιρεθῆναι δυνάμενον , εἶδος δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ γένους διῃρημένον , οἷον εἴ τις λέγοι ζῷον γένος , εἴδη
πλινθίου . ἦν γὰρ τὸ ἄνω περίτρητον εἰς δύο μέρη διῃρημένον , τὸ δὲ πλινθίον καθάπερ καὶ τὰ ἄλλα πλινθία
5166108 πυκνον
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν :
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον
5117747 μαλακον
φύλλον ἔχει ῥοῶδες , μεῖζον δὲ ἢ χαμαιδάφνης , καὶ μαλακὸν δὲ ὥσπερ ἡ ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται
δοκεῖ εἶναι τῶν ὀστῶν τέλος . αἱ δὲ σάρκες ἐπίβλημα μαλακὸν λιπαρόν , ἐπιβεβλημένον τοῖς ὀστοῖς κάλλους τε καὶ σκέπης
5074189 νευον
εὔσαρκον , δολιχεῦον τὸ οὐραῖον , λάμπει τὸ πρόσωπον , νεῦον τὸ ἐπισκύνιον , ὀδόντες λευκοὶ καὶ καθαρώτατοι , σκελῶν
, ὃ δὴ κερκὶς καλεῖται , πεφυκὸς ἐντὸς παραρθρεῖ μόνον νεῦον ἢ πρὸς πλευρὰς ἢ εἰς τὸ ἐκτὸς μέρος .
5053170 τεταμενον
μετὰ μέλιτος χρῶ . [ δʹ . Ποιοῦν λευκὸν καὶ τεταμένον τὸ πρόσωπον . ] Σικύου ἀγρίου τὰς ῥίζας τεμὼν
ἤδη τοῦτο πέρας τοῦ νοητοῦ καὶ τρόπον τινὰ τὸ ἔξω τεταμένον . Διὸ πρώτη ἐνέργειά ἐστιν ἡ τοῦ νοητοῦ νοῦ
5020863 εὐσταθες
μήν τε ὀλίγον φωνή τε ἀπηνεστέρα ἰσχυρὰ μεγάλη , πνεῦμα εὐσταθές . τοιοῦτος μὲν ὁ εὔψυχος καὶ καρτερός . Εἴδους
σαρκὶ ὑγρᾷ μαλθακῇ , τοῖς μέλεσι σύμμετρος , τὸ βλέμμα εὐσταθές , βραδυκίνητος , σχολαία φωνὴ μαλακή , τῶν τριχῶν
4981809 ὑπτιον
τὸ μέλλον οὐκ ἐρχόμεθα ; Κυμαῖος ἰατρὸς τετρωμένην κεφαλὴν τέμνων ὕπτιον θεὶς τὸν πάσχοντα ὕδωρ εἰς τὸ στόμα ἐνέβαλεν ,
. τοῦτο γίνεται , ἵνα φανῇ ἐντεῦθεν τὸ χρηστότερον . ὕπτιον σημαίνει τὸ ἄτεχνον καὶ ἀφελές , ἀγωνιστικὸν δὲ τὸ
4947768 ἐσχηματισμενον
δὲ πλάσις τῶν πραγμάτων ἐνήλλαξε , καὶ τὸ μὲν ἐποίησεν ἐσχηματισμένον , τὸ δὲ ἀπ ' εὐθείας : καὶ ἀφέντες
ἀξιοῖ , ὁμοίως μὲν ἡ στάσις ἡ αὐτὴ μένει : ἐσχηματισμένον δὲ γίνεται τὸ ζήτημα : οὕτως οὖν ἡ τῶν
4935199 ἑτερομηκες
, φῶς ἀγαθόν , σκότος κακόν , τετράγωνον ἀγαθόν , ἑτερόμηκες ἐναντίον ὡς μὴ ἰσόπλευρον . δέκα οὖν ὑπετίθεντο ,
μὴ ταύτῃ μὲν κτλ . οὕτω γὰρ ἑτερόμηκες εἴη οἷον ἑτερόμηκες ἀναγραψώμεθα δὴ κτλ . τὸ ὅλον πόδες ιϚʹ τοῦδε
4934623 τραχυ
, ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι
βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ]
4932390 ἐνδεικνυμενον
, καὶ τῶν ἄλλων ἀχρήστων . τί οὖν ἐστι τὸ ἐνδεικνύμενον τὰ χρήσιμα τῶν συμπτωμάτων , εἰπάτωσαν , πότερον φαινόμενον
αὐτόθι κατοπτηθέντοϲ καὶ τὸ πελιδνὸν ψῦξιν καὶ νέκρωϲιν τῶν ἐντὸϲ ἐνδεικνύμενον καὶ τὸ λιπαρὸν καὶ ἐλαιῶδεϲ ϲύντηξιν τῆϲ πιμελῆϲ ϲημαῖνον
4924197 ἀποστιλβειν
προσηνῶς μόνον : τοῦτο δὲ τὸ φῶς σῶμα εἶναι , ἀποστίλβειν δὲ ἀπ ' αὐτοῦ τὸ ὁμώνυμον αὐτῷ φῶς ,
ἐξαίσιον , πέτρας ἔχοντα τοῖς χρώμασι διαφόρους : ἐναλλὰξ γὰρ ἀποστίλβειν τὰς μὲν θαλαττίᾳ πορφύρᾳ τὴν χρόαν ἐχούσας παραπλήσιον ,
4921490 σκληρον
, οὐδὲ περιστάσεων . Ἀγαπήσετε δὲ ὅμως τὸ καματηρὸν καὶ σκληρὸν τοῦτο τῆς διαγωγῆς , καὶ ἐπίπονον , διὰ τὰ
μόνου ἐμνημόνευσε τοῦ μαλθακοῦ , εἰδὼς ὡς καὶ εἴ τι σκληρὸν , ἐκείνῳ δὲ ἡδὺ , ὡς μαλθακὸν αὐτῷ φαίνεται
4898808 ὁμαλον
τοῦ ἄγχι , ὃ σημαίνει τὸ ἐγγύς , καὶ τὸ ὁμαλόν γέγονεν ἀγχώμαλον . . . . ἀγυιά : τὰ
ἐπὶ τοῦ τόπου . Θουκυδίδης : καὶ προελθόντες ἐς τὸ ὁμαλόν καὶ πάλιν : ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι
4897699 βλεμμα
τὸ ἦθος καὶ τὴν διάθεσιν , ἡ φωνή , τὸ βλέμμα , τὸ σχῆμα , καὶ δὴ καὶ ταῦτα τὰ
ὧδε τὸν θάνατον τὸν κεκλημένον τὸ ἀναίσχυντον πρόσωπον καὶ ἀνέλεον βλέμμα . καὶ ἀπελθὼν Μιχαὴλ ὁ ἀσώματος εἶπεν τῷ θανάτῳ
4872495 ὑψηλοτερον
ἀδύνατον ἦν διαμένειν τοσοῦτο πλῆθος ὕδατος : εἰ δ ' ὑψηλότερον τόπον ἐπεῖχεν ὁ ποταμὸς τῶν ἀραιωμάτων , ἀδύνατον ἦν
καὶ τὸ ἀποσεμνύνειν πολιτικόν , ἀλλὰ τὸ ἀνασεμνύνειν πολιτικώτερον καὶ ὑψηλότερον . . , . ἀνδρεῖος πρὸς δωροδοκίαν : ὁ
4855265 ἀψυχον
ἴδῃ καὶ τὴν τῶν ὀνομάτων ἐκλογὴν ἐνοῦσαν καὶ τὸ μηδὲν ἄψυχον εἶναι τῶν λεγομένων , θαρρῶν λεγέτω τούτους Λυσίου .
Δείκνυσι δὲ ὅτι μόνη ψυχὴ αὐτοκίνητος διὰ τοῦ πᾶν ἑτεροκίνητον ἄψυχον εἶναι . Συλλογίζεται δὲ οὕτως : πᾶσα καὶ μόνη
4845342 ποικιλον
βιοῦντος κατὰ φύσιν . οὐκ ἀπὸ σκοποῦ μέντοι καὶ χιτῶνα ποικίλον ἀναλαμβάνειν λέγεται : ποικίλον γὰρ πολιτεία καὶ πολύτροπον ,
ἀκολούθους ἐκθέσεις πεποίηται κατὰ διαφόρους ὑπομνήσεις διὰ τὸ πολύχουν καὶ ποικίλον τῶν συντάξεων , οἷον ἐπὶ τῶν ἀντικεῖσθαι πεπιστευμένων .
4842526 κυρτον
σπαίρουσι καὶ ἐκδῦναι μεμάασι , νήπιοι , οὐδ ' ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν . Ἄδμωσιν δ ' ἐπὶ κύρτον
αὐτὰρ ἔπειτα ἐς μυχὸν ἠΐχθησαν : ὁ δ ' αὐτίκα κύρτον ἀνέλκει ῥίμφα μεταπλώσας : σιγῇ δέ οἱ ἄνυται ἔργον
4840149 ὀξυν
τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά , δώσω δ ' ὀξὺν ἄκοντα , κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν , καὶ ξίφος
: κἂν λαχόντες ἀρχίδιον εἶθ ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι , ὀξὺν ἱερακίσκον εἰς τὰς χεῖρας ὑμῖν δώσομεν . Ἢν δέ
4823300 ἀντιτυπον
τοῦ βάθους συνέλευσις ἀσώματος οὖσα οὐκ ἂν ποιήσαι στερεὸν καὶ ἀντίτυπον σῶμα . εἰ δὲ μήτε χωρὶς τούτων ἐστὶ τὸ
ΓΑΡ ΔΗ . Καὶ γὰρ δή ἐστι γένος σιδηροῦν , ἀντίτυπον δηλονότι καὶ σκληρὸν καὶ τὴν γνώμην ἐσκοτισμένον Τοιοῦτος γὰρ
4821821 στερεον
ἐκείνη , τριὰς δὲ στερεοῦ σώματος , ὅτιπερ τριχῆ τὸ στερεὸν διαιρετόν . . § . : ἡ μὲν οὖν
τοῦ εἰκοσαέδρου , οὕτως τὸ στερεὸν τοῦ δωδεκαέδρου πρὸς τὸ στερεὸν τοῦ εἰκοσαέδρου . Ἐπεὶ γὰρ ἴσοι κύκλοι περιλαμβάνουσι τό
4818645 περικειμενον
καὶ σὲ μὲν ἡττημένον δημιουργήσωσιν , ἐμὲ δὲ τὰ γυναικῶν περικείμενον οὐ προστιθέντες τὰ ἀτυχίας , αἷς ἐκείνους ἐνέβαλεν ἡ
ἀσπὶς κρατουμένη , τὰ δὲ καὶ ἀμυντήρια , ὡς ξίφος περικείμενον καὶ δόρυ κρατούμενον . τῶν δὲ ἐν εἰρήνῃ τὰ
4809780 ὑψηλον
ἐμοὶ τηλουρὸν δοκεῖ λέγειν , οὐχὶ τὸν Καύκασον μακρὸν καὶ ὑψηλὸν ὄντα : οὐ γὰρ ἂν εἶπε τὸ πέδον :
, ἐπιβουλευόμενον πρᾶγμα , ἀπλήρωτος ἐπιθυμία , πολυπόθητον ταλαιπώρημα , ὑψηλὸν πτῶμα , ἀργυρικὸν σύνθεμα , παρερχόμενον εὐτύχημα . Μισούμενον
4809462 νευρον
τῶν οὕτω δριμέων οὐδενὶ χρήσῃ : γυμνὸν γὰρ ὂν τὸ νεῦρον οὐκ οἴσει τὴν δύναμιν αὐτῶν σφοδρὰν οὖσαν . τίτανον
, Αἰητοῦ τε μέσον , καὶ Τόξων ἄγχι κορώνης ἀκρότατον νεῦρον , θηρὸς φονίοιο τε κέντρον , ἠδὲ Θυτήριον ἄκρον
4808928 προσπιπτον
: τὸ δὲ περὶ τὴν ναῦν προσρήγνυται . πιτνὸν ] προσπῖπτον . ἄλλο δ ' ἀείρει ] ὑψοῖ . ἡ
, τοῦτ ' εἶναι πιστόν , τὸ δέ τινι μόνωι προσπῖπτον ἄπιστον ὑπάρχειν διὰ τὴν ἐναντίαν αἰτίαν . ἐναρχόμενος γοῦν
4798339 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
4797568 συνηρμοσμενων
τῶν διατονικῶν τῶν ἄλλων , καθ ' αὑτὰ μὲν βίᾳ συνηρμοσμένων , ἐν δὲ τῇ πρὸς τὸ εἰρημένον διατονικὸν μίξει
ἂν κωλύοι προσκεῖσθαί τινα τῶν σποράδην συνωνύμων ἢ καὶ ἄλλως συνηρμοσμένων ἀλλήλοις ὀνομάτων . Τοὺς γείτονας ἐρεῖς ἀστυγείτονας , ὁμόρους
4796147 ὀξυ
δὲ Δία πλήξαντα τὸ νέφος προφᾶναι αὐτήν . ἀλάλαξεν : ὀξὺ ἀνεβόησε . διὰ δὲ τούτου τὸ φιλοπόλεμον τῆς θεοῦ
μηδὲ μηκύνειν λόγον . ἀεὶ δ ' ὁρῶντί τ ' ὀξὺ καὶ τυφλὸς ἦν : θυσίας γὰρ ἀπαρχὰς κρέας ἐπέμπομεν
4776623 παντῃ
εἰ ὅλως ἔχει ἔμφασιν πρὸς τὸ εἶναι , καὶ τοῖς πάντῃ μὴ οὖσιν ὡμοίωται τότε , τὰ δὲ ἁπλῶς ἀναγκαῖα
τὰ μὲν γὰρ καλὰ πάντῃ ἐνύπαρκτα , τὰ δὲ κακὰ πάντῃ ἀνύπαρκτα . Ἐπάγουσι τούτοις κἀκεῖνο , ὡς δύο ταῦτα
4747391 ἀριστερον
τὸν τρόπον . Ἡ δὲ καρδία κεῖται μὲν παρὰ τὸν ἀριστερὸν μαστόν , τοῖς δ ' ἄλλοις ζῴοις ἐν μέσῳ
ἀλλὰ καὶ καλῶς ἕκαστα αὐτῶν . Ἔδει γὰρ εἰς τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα ἐρείσαντα , καὶ τῇ δεξιᾷ κυκλώσαντα ὑγρῶς ἀφεῖναι
4747025 ξυλον
τέκτονος πρὸς τὴν τῆς θύρας γένεσιν . ὥσπερ οὖν τὸ ξύλον πρὶν εἰδοποιηθῆναι οὐκ ἄν τις ὀνομάσοι θύραν , οὕτως
ἂν ἐκ κλίνης , εἰ λάβῃ σηπεδόνα βλάστημα , τὸ ξύλον οὐ κλίνη , γίνεται δὲ καὶ ἐξ ἀνθρώπου ἄνθρωπος
4736543 ἑδραιον
αὐτός , πρὸς γὰρ τῷ κεκριμένῳ τοῦ λόγου καὶ τὸ ἑδραῖον τοῦ ἤθους ἐντετύπωτο τοῖς γράμμασι , ῥητόρων δὲ ἄριστα
πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν , ὥς φησι
4716915 ἐπιμηκες
, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος
καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ
4715286 στενον
τὸ ἄρρωστον εἶναι τὸν σφυγμὸν καὶ σκληρὸν καὶ βραχὺν καὶ στενὸν καὶ ἄγαν ἁπάντων τῶν ἐπὶ πολὺ μάλιστα χρονισάντων φρενιτικῶν
δή . ἐν στενῷ ] μεταξὺ Σαλαμῖνος καὶ Αἰγίνης τὸ στενὸν ἦν . παίοντ ' ] παράλογον τὸ δυϊκόν .
4694241 ἀπετελει
τύπτων ἄπλους ἐποίει , τῶν δὲ τοὺς ταρσοὺς παραϲύρων ἀχρήστους ἀπετέλει πρὸς τὴν μάχην . τὸ δὲ τελευταῖον δοὺς ἐμβολὴν
κενοὺς , εἰς οὓς ἐκ τῶν μυκτήρων εἰσιὸν πνεῦμα ἦχον ἀπετέλει . ἐποίουν δὲ τοῦτο οἱ βάρβαροι , ἐμιμοῦντο δέ
4692857 διπηχυ
ὡρισμένα , τὰ δὲ ἀόριστα : ὡρισμένα μὲν ὡς τὸ δίπηχυ καὶ τὸ τρίπηχυ , ἃ καὶ κυρίως ποσά ἐστιν
, λεῖος , πάχος δακτύλου , τὸ δ ' ὕψος δίπηχυ , γόνασι διειλημμένος , ἐκ διαστημάτων μειζόνων περικείμενος τὰ
4684331 ἀραιον
, οἷον πήχεων , μηρῶν : ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν
ὀστέον τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν τὴν κεφαλὴν
4678907 ῥυθμον
ἐμφαίνει . ἀναπλάττει ὀνόματα . . μηδὲν παραχορδιεῖς : Παρὰ ῥυθμὸν ποιήσεις , μηδὲν παραφθέγξῃ , ἀλλὰ δεῖ εἰπεῖν ὅπως
, πολλοῖς ἔτεσι πρότερον τῆς Μίνω βασιλείας . τόν τε ῥυθμὸν τῶν ἀρχαίων κατ ' Αἴγυπτον ἀνδριάντων τὸν αὐτὸν εἶναι
4678809 ἀναβαινον
καὶ ἰδὼν ὑφηγεῖται τοῖς ἄλλοις μέγα τε καὶ εὐρὺ καὶ ἀναβαῖνον εἰς πύργους ὀκτώ . ἀλλὰ ταῦτα , ὦ τοῦδε
ὁ Κύπριος δυσειδής , ἀλλ ' ἐκ τῶν κροτάφων ὄρθιον ἀναβαῖνον , κατὰ μικρὸν ἑκατέρωθεν κυρτούμενον τὰς κορυφὰς συνάγει τοσοῦτον
4666694 ἐμβριθες
φερόμεναιτὸ δὲ Δίωνος ἦθος ἠπιστάμην τῆς ψυχῆς πέρι φύσει τε ἐμβριθὲς ὂν ἡλικίας τε ἤδη μετρίως ἔχον . ὅθεν μοι
δὲ οὐκ ἐν ῥυθμῷ ὂν τὸ ζῷον , ἀλλ ' ἐμβριθὲς μὲν τὰ μέσα , μακρὸν δὲ κατὰ τὸν αὐχένα
4663053 θηλυπρεπες
μὲν ἀῤῥενωπὸν , ὡς ἐῤῥωμενεστέρας ὂν ζωῆς , τὸ δὲ θηλυπρεπὲς , ὡς ὑφειμένον κατὰ τὴν δύναμιν , καὶ ὡς
τὸ μὲν ἀρρενωπὸν ὡς ἐρρωμενεστέρας ὂν ζωῆς , τὸ δὲ θηλυπρεπὲς ὡς ὑφειμένον κατὰ τὴν δύναμιν , καὶ ὡς τὸ
4657824 βαθυ
τοσοῦτον ἐπιστήμης ἀλλοτριωθῶμεν , ὡς ἄγνοιαν , τὸ μέγα καὶ βαθὺ σκότος , τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς κατασκεδάσαι . διττὸν δὲ
φασὶ δὲ Ἱερώνυμόν τινα ἱστορεῖν ὅτι Τιθωνὸς ἀδελφὸς Πριάμου ἐς βαθὺ γῆρας ἐλάσας καὶ ζῆν μηκέτι ἐθέλων ᾐτήσατο παρὰ τῆς
4647852 ἀσχηματιστον
μαθεῖν . εἰσί τινες οἱ τὴν ἄποιον καὶ ἀνείδεον καὶ ἀσχημάτιστον οὐσίαν θεοπλαστοῦντες , τὸ κινοῦν αἴτιον οὔτε εἰδότες οὔτε
: τὸ μὲν γὰρ μέλος ἀνενέργητόν τ ' ἐστὶ καὶ ἀσχημάτιστον , ὕλης ἐπέχον λόγον διὰ τὴν πρὸς τοὐναντίον ἐπιτηδειότητα
4638290 σιδηρουν
ταῖς πλευραῖς πεποιημέναι , αἷς ἑκάτερον τῶν μερῶν συμπορπηθὲν ὅλον σιδηροῦν ποιεῖ φαίνεσθαι τὸν ἱππέα , κωλύει δὲ οὐδὲν ὁ
κάδον λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . καὶ στόμωμα μὲν σιδηροῦν ὅστις ἐν τοῖς ἀποθέτοις σκεύεσιν ἀριθμοῖ , Κρατῖνος ἂν
4637436 ἀκοντιου
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις
4621514 παντοθεν
ὄρεσφι βίη μεγάλου ἀνέμοιο , πίπτῃ δ ' αἰθομένη πυρὶ πάντοθεν ἄσπετος ὕλη : ὣς Αἴας ὀδύνῃσι πεπαρμένος ὄβριμον ἦτορ
ἥ τε γὰρ τοῦ σχήματος ἰδέα κύκλος , οὗτος δὲ πάντοθεν ἴσος καὶ ὅμοιος , διόπερ ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος :
4617702 μετεωρον
κίνησιν μὲν μεταλλαγὴν κατὰ τόπον ἢ σχῆμα , φορὰν δὲ μετέωρον κίνησιν ὀξεῖαν , μονὴν δὲ τὸ μὲν οἷον ἀκινησίαν
, τὴν μὲν ἀκραιφνῆ φύσιν ἑαυτῆς αἰθέρος οὖσαν ἀγχίσπορον ἄνω μετέωρον διαίρουσα , τὴν δ ' ὥσπερ αὐγὴν ἡλίου τρόπον
4594248 μετατρεπομενον
ἁπλοῦν καὶ γενναῖον , τὸ μειδίαμα δὲ ἑστηκὸς καὶ οὐ μετατρεπόμενον . εἰ δέ τις αὐτῇ προσέλθοι σεβασθείς τε καὶ
τὸν Πρωτέα κατάσχετε καὶ μηδεὶς πτοηθήτω πρὸς πάντα τοῦτον ὁρῶντες μετατρεπόμενον , πρὸς ὕδωρ , πρὸς πῦρ , πρὸς ζῶα
4568337 δεξιον
τὰ κατὰ τὴν ὡς πρὸς ἕτερον σχέσιν νοούμενα , οἷον δεξιὸν ἀριστερόν , ἄνω κάτω , διπλάσιον ἥμισυ : τό
τὸ λοχαγοῦν ζυγόν , ὃ δὴ καὶ στόμα λέγεται , δεξιὸν ἔχει , δεξιὰ καλεῖται , εἰ δὲ λαιόν ,
4562700 ὑποδημα
ἐκ τοῦ συνέχειν τὸν πόδα . οἱ δὲ κονίποδες λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν : καὶ τὸ κάττυμα κοῦφον , ὡς ἐγγὺς
γ , οἰκία , ἐφ ' οὗ τὸ β , ὑπόδημα , ἐφ ' οὗ τὸ δ : ἐπεὶ τοίνυν
4561943 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
4558955 τεμνομενον
, τῶν δὲ ἀριθμητῶν τὸ ἕν , τοῦτο δὲ σῶμα τεμνόμενον εἰς ἄπειρον : ὥστε τὰ ἀριθμητὰ τῶν ἀριθμῶν ταύτῃ
ἄτομον καὶ τὸ δυσχερῶς τεμνόμενον καὶ τὸ μηδ ' ὅλως τεμνόμενον ὡς τὸ σημεῖον καὶ τὸ εἰδικώτατον εἶδος . ἐνταῦθα
4532958 ἀμβλυ
βαρὺ ἀντίκειται φήσομεν , τὸ δὲ ἐν ὄγκῳ ᾧ τὸ ἀμβλύ , ἢ ὅπως ἂν ἄλλως ἐνδέχηται . ἔστι δὲ
σε προσηρώτα εἰ ἐπίστασθαι ἔστι μὲν ὀξύ , ἔστι δὲ ἀμβλύ , καὶ ἐγγύθεν μὲν ἐπίστασθαι , πόρρωθεν δὲ μή
4530883 ὀρθον
οὗτοι μέν εἰσιν οἱ πέντε βίοι οἱ κατὰ λόγον ἐπιτελούμενοι ὀρθὸν καὶ τοῖς περὶ τὸ θεῖον ἀπεικασμένοι : καὶ γὰρ
τῶν καθόλου . ἄλλοι δέ τινες τῶν ἀρχαιοτέρων Στωικῶν τὸν ὀρθὸν λόγον κριτήριον ἀπολείπουσιν , ὡς ὁ Ποσειδώνιος ἐν τῷ
4527619 ταρανδος
ἂν πλησιάσωσι πολύπους ἐστὶ καὶ χαμαιλέων καὶ τὸ θηρίον ὁ τάρανδος ὃ ἐν Σκύθαις φασὶν ἢ Σαρμάταις γίνεσθαι . Μεταβάλλει
, ὡς Ἡρόδοτος . παρὰ τούτοις ζῷον θαυμάσιον ὃ ὀνομάζεται τάρανδος , καὶ μεταβάλλει τὰς χρόας τῶν τριχῶν καθ '
4527116 λειον
θαυμαϲτὸν φάρμακον καὶ πίτυοϲ ἢ πεύκηϲ φλοιὸϲ ἢ ἀδίαντον ξηρὸν λεῖον ἢ μυρϲίνηϲ φύλλα κατακεκαυμένα : λεῖα ἐμπάϲϲεται : ποιεῖ
, τὸ μὲν φακοειδὲς ἐπὶ τῷ πέρατι προὖχον ἀμβλὺ καὶ λεῖον [ φακὸν ] ἔχοντα , τὸ δ ' ὀξὺ
4523039 προμηκη
φορτηγοί , αἳ καὶ μέγισταί εἰσιν : πλοῖα δὲ τὰ προμήκη καὶ στρατιωτικά . νῦν καὶ νυνὶ διαφέρει . τὸ
βέλη Ῥωμαίων , ἃ συνιόντες εἰς χεῖρας ἐξακοντίζουσι , ξύλα προμήκη τε καὶ χειροπλήθη τριῶν οὐχ ἧττον ποδῶν σιδηροῦς ὀβελίσκους
4513239 ταινιῃ
τὰ δὲ στήθεα καὶ τὰς μασχάλας καὶ τὰς χεῖρας προσκαταλαμβάνειν ταινίῃ ἢ ἱμάντι πλατεῖ μαλθακῷ πρὸς τὴν κλίνην καὶ ζωννύειν
ὄμματα ἀμαλδύνηται , τὴν κεφαλὴν ξυρῇν ὅτι τάχιστα , καὶ ταινίῃ ἀποδιωθέειν , ὑπὲρ ὀμφαλὸν δὲ εἰλέειν : διδόναι δὲ
4506363 σιμον
ἔχουσι τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον , λευκὸν καὶ λευκότερον , σιμὸν καὶ σιμώτερον , ἡ δὲ οὔ . κακῶς δὲ
, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι . Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον ; Ὅτι ,
4491073 ἀγκων
εἰς ἅλα δίναις . κεῖθεν δὲ προτέρωσε μέγας καὶ ὑπείροχος ἀγκών ἐξανέχει γαίης : ἔπι δὲ στόμα Θερμώδοντος κόλπῳ ἐν
ὑπόκειται ἐρῶν αὐλητρίδος : ὦ χρυσοῦν ἀνάδημα , ὦ γλυκὺς ἀγκών . ὡς εἴ τις εἶποι : ὦ γλυκὺς πῆχυς
4487618 συμφυες
, ἡμικυκλίου ὄντος τοῦ ΞΟΠ , περὶ μέσον τὸ Ο συμφυὲς τῷ κανόνι μοιρογνωμόνιον ἔστω , ὥστε τὸ ἄκρον αὐτοῦ
ἄλλου , παρὰ τίνος ψυχὴ καὶ τὸ ἐπακτὸν καὶ τὸ συμφυὲς τῇ οὐσίᾳ αὐτῆς κάλλος ἔχει ; Ἐπεὶ καί ,
4486726 κεκοσμημενον
τὴν μὲν αἰτίαν , δι ' ἣν ἐνταῦθα ἐπετήδευσεν οὕτω κεκοσμημένον προσκόρως τὸν λόγον εὐθὺς ἐν προκαταρκτικοῖς παρασχέσθαι , θεωροῦντες
πρὸς τοὺς οἰκείους ἀπήγαγε καὶ ἐκέλευσε τηρεῖν . πρὸς τὸ κεκοσμημένον μειράκιον πυθόμενόν τι ἔφη οὐ πρότερον λέξειν αὐτῷ ,
4457709 σαρκωδες
ἀσυνδέτους , σκέλη τὰ πρόσθεν ἐλαφρὰ σύγκωλα , στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη
τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστιν καὶ σαρκῶδες ἐπὶ τῶν ἀδιακορεύτων , σομφότητι πνεύμονος ἢ τρυφερίᾳ γλώττης
4455783 στομωμα
Ἀττικῶς . παγετῶδες καὶ ψυχρόν . προσβολὴ σιδήρου : τὸ στόμωμα τὸ προστιθέμενον ἐπ ' ἄκρῳ τῷ σιδήρῳ ἐν ἐργαλείοις
βίαν ὑποστῆναι . διὸ καὶ τότε τρισχίλιοι μὲν ὄντες οἱονεὶ στόμωμα καθειστήκεισαν πάσης τῆς δυνάμεως . Ἀντίγονος δ ' ὁρῶν
4449835 γοργον
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε .
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς
4440606 συνεχες
χρόνον : ἡ διαφορὰ δὲ ἐν τῷ τὸ τὴν μὲν συνεχές , τὴν δὲ διωρισμένον ποιεῖν . καὶ συνέχει δὴ
στενοῖς τοῖς κωλύουσι τὸν περίπλουν , ἀλλὰ μᾶλλον σύρρουν καὶ συνεχές : οἵ τε γὰρ περιπλεῖν ἐγχειρήσαντες , εἶτα ἀναστρέψαντες
4430531 κυκλικον
ἀπόθεσις . Τῆς δὲ ῥητορικῆς περιόδου συνεστραμμένον τὸ εἶδος καὶ κυκλικὸν καὶ δεόμενον στρογγύλου στόματος καὶ χειρὸς συμπεριαγομένης τῷ ῥυθμῷ
ἐπὶ τὴν ἄλογον τελευτᾷ : τοῦτον χωρίσαντες ἀπὸ τῶν ἀναπαίστων κυκλικὸν καλοῦσι παράδειγμα αὐτοῦ φέροντες τοιόνδε κέχυται πόλις ὑψίπυλος κατὰ
4422924 κερας
τὸ πλῆθος τῶν καρποφορούντων φυτῶν : Ἀμαλθείας δ ' εἶναι κέρας οἱονεί τινος ἀμαλακιστίας , δι ' ἧς τὴν εὐτονίαν
. οὗτος ἄρα βοῦς ἦν , ὡς ἐκπεφυκέναι οἱ τηλικοῦτον κέρας . Βοῦς ἐν αὐλίῳ γέρων : ἐπὶ τῶν δι
4421057 κυκλοτερες
φλεγμαῖνον ὑψηλότερον γένηται τοῦ μέλανος , ὅθεν φαίνεται βαθύτερον καὶ κυκλοτερὲς τὸ μέλαν : καὶ τότε λοιπὸν ἁπαλοῖς καὶ ἀποκρουστικοῖς
εἰς ἑκατὸν σταδίους , τοσοῦτον δὲ καὶ τὴν διάμετρον , κυκλοτερὲς τὸ σχῆμα : καλεῖται δὲ Λιθῶδες ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος
4418265 ὠμον
πλανωμένου κύκλῳ περιάγηται μᾶλλον εὐκόλως . Εἶτα ἧπαρ ἢ καὶ ὦμον ταύρου τοσούτῳ χά - σματι πρέποντα περιτιθέασι τῷ ἀγκίστρῳ
φωτός . τὸν δ ' Ὀδυσεὺς οὔτησε τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ
4417080 λεπτον
ἀμορφίᾳ συνοικῇ , τὸ καθάρειον ἐκλέγεται . οἷον ἱμάτιον οὐ λεπτὸν μέν , καθάρειον δέ , σκεύη οὐ χρυσᾶ οὐδὲ
. Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν . τὸ δὲ λεπτὸν τῇ ϲυϲτάϲει καὶ πυρρὸν τῷ χρώματι βέλτιον τοῦ ὠχροῦ
4415806 πυρωδες
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα .
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα
4412835 σχιζομενον
ἐρειγμὸς δίκην κεκοσμημένος κύαμος , καὶ ἐρείκη εἶδος φυτοῦ εὐκόλως σχιζόμενον . βολῇσιν : τρώσεσι , καὶ ἀκοντίσι , πτάγῃσιν
χρὴ γινώσκειν ἀνωτέρω τῶν μέσων τῆς ῥινὸς ἑκάτερον αὐτῶν δίχα σχιζόμενον . ἥκει δὲ τῶν μερῶν τὸ μὲν ἕτερον εἰς
4412686 βαρυ
λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα τε εὐῶδες , δίχα εὐρῶτος καὶ δριμύττον τὴν
ἢ πτῶμα ἢ πληγὴν σφοδρὰν ἢ καὶ προσάρασθαί τι φορτίον βαρὺ ἢ καὶ προσομιλῆσαι κρύει σφοδρῷ ἢ τῷ ἀθροισθῆναι πλῆθος
4407038 ὑποπυρρον
σαρκώδη δὲ καὶ τὰ ἐοικότα θριξὶ τῶν νεφρῶν . τὸ ὑπόπυρρον ἢ ἄγαν πυρρὸν ἐν μὲν τῇ ἀρχῇ φαινόμενον πλεονεξίαν
τοίνυν ἄριστον τῷ κατὰ πάντα συμμέτρῳ ἀνθρώπῳ , ὑπόξανθον ἢ ὑπόπυρρον , καὶ τῇ συστάσει σύμμετρον , ἀναλόγως ἔχον καὶ
4400344 ποδων
, ὃ ἡμεῖς ἡμίξεστον λέγομεν . λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ πολύποδος καὶ τὸ ἰσχίον τοῦ μηροῦ . Πενία
: πατˈρὸς δὲ Θεσσαλοῖ ' ἐπ ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται , Πυθοῖ τ ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου
4399694 ἐχον
ἀέξει ὀπάζει ] δίδου ὀπάζει ] φυλάττει δυσλεπέος ] ἀκανθῶδες ἔχον τὸ ἔλυτρον τὸ Καστανὶς ἔτρεφεν : πόλις Θεσσαλίας ,
ταῦτα ὧν κοινὸς ὅρος : τὸ δ ' ἀδιαίρετον οὐδὲν ἔχον κοινὸν οὐδ ' ὅρον κοινὸν ἕξει πρός τι .
4399535 σκολιαις
, ἵνα μετέλθω καθάπερ λύκος ἐνεδρεύων , οὐκ εὐθείαις ἀλλὰ σκολιαῖς ὁδοῖς , τουτέστιν οὐχ ἑνὶ τρόπῳ ἀλλὰ παντοῖος ἔσομαι
πραπίδων καρπόν κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν , δίχα μοι νόος
4399062 θηριωδες
δὲ δὴ ἐν ὅπλοις πειρᾶσθαι αὐτῶν καὶ ὁρᾶν τιτρωσκομένουςἄπαγε : θηριῶδες γὰρ καὶ δεινῶς σκαιὸν καὶ προσέτι γε ἀλυσιτελὲς ἀποσφάττειν
' ἁπλοῦν ἔχων , ἀλλὰ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ τὸ θηριῶδες . διὸ καὶ Σκύθον αὐτὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι προσηγόρευον .
4397556 παρδαλεσιν
κύρτωμα παρεμφερὲς ἔχουσαι καμήλῳ , τῷ χρώματι καὶ τῇ τριχώσει παρδάλεσιν ἐοίκασιν : ὁμοίως δὲ καὶ τὴν οὐρὰν μακρὰν ἔχουσαι
οἷα σφραγῖδι σύμπαν τὸ σῶμα καταγεγράφαται κατὰ τὰ αὐτὰ ταῖς παρδάλεσιν : ἀλλὰ τοὺς μὲν πρώτους ἡ φύσις οὕτω διεζωγράφησε
4394946 συμμετρον
] συμμέτρου : καταβαφέντα γε μὴν πλέον καὶ σύστασιν εἰληφότα σύμμετρον τὰ ὑπόπυρρα ποιεῖ καὶ ὑπόξανθα τελείας μὲν ὄντα πέψεως
ἄν ; εἰ δὲ δὴ καὶ πρὸς τὴν δύναμιν τὸ σύμμετρον καὶ ἄμετρον κρίνοιτο , οὐδ ' οὕτω πρόδηλον ἂν
4385278 κουφον
ἔπαλλε δελφὶς πρώιραις κυανεμβόλοισιν εἱλισσόμενος , πορεύων τὸν τᾶς Θέτιδος κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ σὺν Ἀγαμέμνονι Τρωίας ἐπὶ Σιμουντίδας ἀκτάς
δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ ξύλον χαῦνον καὶ κοῦφον ξηρανθέν , ἐντεριώνην δὲ ἔχον μαλακήν , ὥστε δι
4366135 κατωφερες
ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον
ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις
4360406 ἀτακτον
. ἀπέκοψε δὲ τὰ αἰδοῖα τοῦ οὐρανοῦ , ἤγουν τὴν ἄτακτον ἐκείνην τῶν ὑδάτων φοράν . . πάλιν δ '
τὸ ἀμείβειν . . . . , . ἀάλιον : ἄτακτον , ἀκρατές : ἀπὸ τοῦ ἁλῶ , τὸ κρατῶ
4360379 ὁραθεν
ὁ ὀφθαλμὸς τὸ σῶμα καὶ εὐθὺς ὁ νοῦς κατέλαβε τὸ ὁραθέν , ὅτι μέλαν ἢ λευκὸν ἢ ὠχρὸν ἢ φοινικοῦν
ἐστὶ τὸ τοῖς φωσὶ καίνειν ἤγουν βλάπτειν τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸ ὁραθέν . ἄκτιον : τὸν κυνηγόν : ἐπακτῆρες γὰρ οἱ
4351740 δακτυλα
, τετράδα καμπτομένην ἑτέρων ἔσφιγξεν ἑλίξας , δεσμῶι ἀναγκαίωι μεμερισμένα δάκτυλα βάλλων , ὅττι πολὺ σκηπτοῦχος ὑπέρτερος εἰς σθένος ἄλλων
καὶ σκαιὴν παλάμην ὑψούμενος ἄσπετος Αἰὼν παλλομένην ἐτίταινεν ἐς αἰθέρα δάκτυλα κάμπτων , φάρεος ἄκρον ἔχουσαν ἐπήορον : ἰσοπαλὴς γὰρ
4343391 ἐοικος
τὴν θεραπείαν ἐργαλεῖα , τὸ μὲν ἐκκαθαῖρον τὴν τρίχα πτερῷ ἐοικὸς ξύλον σπάθη , τὸ δὲ διακτενίζον σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον
ἑταῖρε Τοῦτο λέγει ὅτι πάλαι ἡμεῖς τὸ εἰκὸς ἐλέγομεν τὸ ἐοικὸς τῷ ἀληθεῖ , οὐχ ἁπλῶς τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς
4338336 ἀκρον
καὶ σηπεδὼν ἐπί τινων ἐπιγίγνεται , κατασκήψαντος δῆλον ὅτι εἰς ἄκρον πόδα τοῦ σήπειν δυναμένου χυμοῦ . σπανίως μέντοι τὰ
ἓν κρίνον ὁτὲ δὲ πλείω γίνεται : βλαστάνει γὰρ τὸ ἄκρον : σπανιώτερα δὲ ταῦτα : ῥίζαν δὲ ἔχει πολλὴν
4329739 καρτερον
ἔπειτα τῶν πρεσβυτέρων τις Ἄγιδι ἐπεβόησεν , ὁρῶν πρὸς χωρίον καρτερὸν ἰόντας σφᾶς , ὅτι διανοεῖται κακὸν κακῷ ἰᾶσθαι ,
δοκεῖ ὡς εἴ τις ἐν τῷ αὐτῷ καὶ Ἡρακλέους τὸ καρτερὸν καὶ Ἀφροδίτης τὸ ἁβρὸν δεικνύοι . Ἐθέλω δὲ ἤδη
4328033 μονοειδες
μῖγμα τούτων τὸν κόσμον . καὶ † προστ ἀναλυθήσεται τὸ μονοειδές καὶ θείας μὲν οἴεται τὰς ψυχάς , θείους δὲ
ἄλυτον , ἀνώλεθρον , ἀίδιον , ἄφθαρτον , θεῖον , μονοειδές , ἀσχημάτιστον , ἀνενδεές , ἀνελλιπές , ἀσώματον ,

Back