εὐρέας : πλατεῖς . Πεπληθότας : γέμοντας . Δυομένῳ : κατερχομένῳ . ὀχθίζων : στενάζων . ὀχθίζων ὀδύνῃσι : λυπούμενος
Ἑρμῆς , διὸ λέγεται Δειλακρίων , ὡς κρεαδίων ἐπιδεικνυμένων αὐτῷ κατερχομένῳ εἰς τὰ κρέα . ἀπατηλοὶ δὲ διὰ πάντα ,
5244920 αἰγιδα
εἰσπράξεται ὁ διδάσκαλος τῆς ἀφωνίας , διαβριμώμενός τε καὶ τὴν αἰγίδα πυκνὰ ἐπισείων , μεταστρέφων τοὺς στατῆρας ἔνθεν καὶ ἔνθεν
, ἔγχος ἔχους ' ἐν χειρὶ † χρυσέην τε τρυφάλειαν αἰγίδα τ ' ἀμφ ' ὤμοις : ἐπὶ δ '
5079781 φοινικης
τῶνδε χαυνούμενον , καὶ τὴν συνήθη τοῖς αὐτοκράτορσι χλαμύδα ἐκ φοινικῆς ἐς κυανῆν μεταλλάξαι , εἰσποιούμενον ἄρα ἑαυτὸν τῷ Ποσειδῶνι
σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον ψήκτρα . τὸ δὲ πλεκόμενον ἐκ τῆς φοινικῆς ἀμπεχόνης κοῖλον καὶ διάκενον περιχείριον , ὃ καταστέλλει τὴν
5046385 φαρει
: τάδ ' οὐκ ἀκουστά σοι ἀνέκτημαι ἰσοθάνατον καὶ δὴ φάρει τῷδ ' ὡς ἐμῷ καλύπτομαι × – κυλισθεὶς ὥς
ψύχους , Ὀδυσσέα τε τὸν Λαέρτου ἐξ Ἰλίου οἴκαδε ὑποστρέψαντα φάρει ῥωγαλέῳ , ἰπνοῦ καὶ καπνοῦ ἀναμέστῳ . ἆρά σοι
5022647 θεειν
ἔχοις πόδας Εὐφήμοιο Εὐρωπηιάδαο , τὸν ἐν πολυηχέι πόντῳ ὦκα θέειν ἐνέπουσιν ὁδῷ πεφορημένον ὑγρῇ , οὐδ ' εἴ σοι
παρὰ τὸ λίαν ἱκνεῖσθαι . Λίθος : παρὰ τὸ λίαν θέειν . Λικμᾶν : εἰς τὸ Λίκνον . Λικριφίς :
4900398 βουκερως
ὅθεν κατεῖδον τὴν βεβακχιωμένην βροτοῖσι κλεινὴν Νῦσαν , ἣν ὁ βούκερως Ἴακχος αὑτῷ μαῖαν ἡδίστην νέμει , ὅπου τίς ὄρνις
λλ γράφουσι λέγοντες κατὰ πλεονασμὸν εἶναι τὸ ἓν λ . βούκερως ἀρὴς : Ἄρης οὐκ ἔστι ποταμὸς περὶ Τέρειναν ,
4867417 διαγουσαν
ἡ Ἄρτεμις Αἰθοπία . οἱ δὲ ὅτι παρὰ τοῖς Αἰθίοψι διάγουσαν Ἀπόλλων ἤγαγεν αὐτήν , οἱ δὲ τὴν αὐτὴν τῇ
, καθέζεσθαι αὐτὴν κελεύειν ἐπὶ τῷ ἡμιέκτῳ , ὅτι μάλιστα διάγουσαν τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ θεραπείη ἢν μὲν ἱκανή
4857203 ὁροωσα
' ὀδυρομένη γοόωσα , ἔς τ ' ἐμὰ ἔργ ' ὁρόωσα καὶ ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ : αὐτὰρ ἐπὴν νὺξ ἔλθῃ
δειναὶ θεαὶ ἀγροιώταις , Εὐνίκα καὶ Μαλὶς ἔαρ θ ' ὁρόωσα Νύχεια . ἤτοι ὁ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσόν
4821094 πτηνος
ἱππεύειν μαθεῖν ὡς νομίζω , ἢν ἱππεὺς γένωμαι , ἄνθρωπος πτηνὸς ἔσεσθαι . νῦν μὲν γὰρ ἔγωγε ἀγαπῶ ἤν γ
ἀποτμηθείσης δὲ τῆς κεφαλῆς , ἐκ τῆς Γοργόνος ἐξέθορε Πήγασος πτηνὸς ἵππος , καὶ Χρυσάωρ ὁ Γηρυόνου πατήρ : τούτους
4790331 πασταδα
, οὓς ἐξ Ἀφροδίτης κήπων ὅταν θέλωσι δρέπονται , τὴν παστάδα πᾶσαν ἀνάπτουσι . Πειθὼ δὲ καὶ Πόθοι καὶ Ἵμερος
πνείων : μυρίζων . μύροιο : βαλσάμου . Θάλαμον : παστάδα . ὑμήν : νυμφίος . ὑμέναιον : τὴν ᾠδὴν
4752885 λεοντην
καταπάττεις : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθεῖν διωκόντων . Ἐνδύετέ με τὴν λεοντῆν : ἐπὶ τῶν μεγάλοις ἐπιχειρούντων . Ἐν δὲ διχοστασίῃ
καὶ ἀνέκειτο , στρωμνὴν καθ ' αὑτὸν ἔχων , ἠμφιεσμένος λεοντῆν : ἐφόρει δὲ καὶ τόξα Σκυθικὰ καὶ ῥόπαλον ἐκράτει
4717590 μετεβαλε
καὶ μήτε δώροις μήτε δεήσεσι πεῖσαι δυνάμενος , εἰς τίγριν μετέβαλε τὴν μορφὴν τοῦ σώματος : καὶ φόβῳ πείσας τὴν
, καὶ φοβούμενος τὴν Ἥραν , τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα , μετέβαλε τὴν Ἰὼ εἰς βοῦν , καὶ ποτὲ μὲν εἰς
4682813 Ἡρα
ἑκατόν : ὡς δ ' ἐξ ἐπιταγῆς Εὐρυσθέως ἐκελεύσθη ὁ Ἡρα - κλῆς φονεῦσαι αὐτήν . καὶ εἰς μάχην σταθεὶς
Σόλων | . . . . . . ] μα Ἡρα - κλέους παρὰ τοῖς Ἕλλησι , Σωκράτης δὲ πρὸς
4677128 ταυρους
λευκὸν , τοῦ Ὁμήρου εἰπόντος , ὅτι χρὴ θύειν „ ταύρους παμμέλανας ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ „ . ἀλλὰ βοηθεῖται τὸ ἀργᾶντα
: τοὶ δ ' ἐπὶ θινὶ θαλάσσης ἱερὰ ῥέζον , ταύρους παμμέλανας , ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ . ἐννέα δ ' ἕδραι
4649623 αὐλιος
νεφέων ἀναφαίνεται οὔλιος ἀστήρ : ἡ διπλῆ ὅτι τινὲς γράφουσιν αὔλιος , ὅ ἐστιν ἑσπέριος , πρὸς ὃν αὐλίζεται τὰ
αὔλια , καὶ οἱ ἀπόκοιτοι τούτων θύραυλοι . λέγεται καὶ αὔλιος ὁ ἑσπέριος ἀστὴρ παρὰ τὸ ποιεῖν ἡμᾶς αὐλίζεσθαι .
4636393 προβαινῃ
ἄρτι δὲ ταπεινῷ γενέσθαι , καθ ' ὁπότερον ἂν πόδα προβαίνῃ . τοσοῦτον κἀν τῷ βίῳ ἡμῶν τὸ ἄνισον :
ῥαγῶν αὐξηθεισῶν , ἐπέχουσι τὸν τρυγητὸν ἕως ἂν ἡ αὔξησις προβαίνῃ . Δεῖ τρυγᾶν τῆς σελήνης οὔσης ἐν καρκίνῳ ἢ
4613109 κομᾳ
κομᾷ τις ἀντὶ τοῦ κό - μην ἔχει . καὶ κομᾷ τις τῷ πλούτῳ , καὶ κομᾷ τις διὰ τὸν
. ἐὰν δὲ θέρος , ὅτι νῦν μὲν τὰ λήϊα κομᾷ τοῖς ἀστάχυσι καὶ ἡμερίδες τοῖς βότρυσι καὶ ἀκρόδρυα τοῖς
4608496 διδυμους
δὲ Τηλεγόνην . τοὺς δὲ ἐφεξῆς ἐγενεαλόγησεν Ὅμηρος ἐν Ἰλιάδι διδύμους Κρήθωνα καὶ Ὀρτίλοχον εἶναι Διοκλεῖ , Διοκλέα δὲ αὐτὸν
ὦ σκύμνε τερπνὸν ἤτοι φίλτατε τῶν ἀδελφῶν : φασὶ γὰρ διδύμους εἶναι Τρωίλον καὶ Κασάνδραν . ἴυγξ δὲ λέγεται ὁ
4604099 ὑποδεχομενος
πρότερον δὲ πρὶν ἢ οἴχεσθαι , ἢ ὁ ζῶντάς τε ὑποδεχόμενος ἅπαντας καὶ παρέχων ἑαυτῷ συζῆν καὶ συνεῖναί τε καὶ
κατὰ τοῦ δήμου ἀνιστάμενος , συναγωγεὺς δὲ ὁ τοὺς τοιούτους ὑποδεχόμενος . συρβηνεύς : ὁ ταραχώδης ἀπὸ τῶν αὐλούντων μετὰ
4600804 Ἀφροδιτην
οὐδ ! [ [ ] παρασταθεῖσαν [ ] τὴν ? Ἀφροδίτην Θέων [ καὶ Τυραννίων ] ἀναγινώσκουσι [ χρυσῶ ]
ιϚʹ πρὸς αὐτούς . εἶτα ἀπὸ Ἄρεως καὶ ὡροσκόπου ἐπὶ Ἀφροδίτην εʹ καὶ ἀπὸ Διὸς ἐπὶ Ἥλιον καὶ Ἑρμῆ νεʹ
4583459 αὐλους
μὲν καὶ ἦχον σύντονον καὶ παρακλητικὸν ἐς ὅπλα κατεσίγασαν , αὐλοὺς δὲ καὶ αὐλητὰς παραλαβόντες , ἐπεὶ ὁμοῦ ἦσαν καὶ
χαλκευτικὴ ὅπλα ποιεῖ , ἡ δὲ τεκτονικὴ ἐκ τῶν ξύλων αὐλοὺς καὶ λύρας . ἡ δὲ χρηστική , οἷον ἱππικὴ
4582842 πωλος
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς
4572692 μυωπι
ἑλίττων κατὰ τῶν πλευρῶν εἶτα ἐγείρει ἑαυτὸν ὥσπερ οὖν ὑποθήγων μύωπι . τόν γε μὴν βαλόντα μέν , οὐ τυχόντα
ἔχουσα , βοῦς κερασφόρος γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ , τῷ ὀξέως δάκνοντι , μανικῶς ᾖσσον ,
4567555 ῥεοντι
, οἷον εἴ τις τῷ τότε τῷ Πύθωνι τῷ ῥήτορι ῥέοντι καθ ' ὑμῶν προσθεὶς εἴποι : ὥσπερ ῥέοντι καθ
ποταμῶν , ἐν Ἀροανίῳ φησὶ τῷ ποταμῷ , διὰ Φενεοῦ ῥέοντι , ἰχθῦς εἶναι φθεγγομένους ὁμοίως κίχλαις : καλεῖσθαι δ
4566513 κιθαραν
. . . Καὶ ἡ μὲν ηὔλει , ἡ δὲ κιθάραν εἶχεν , ἡ δὲ ἐνέπνει τῇ σύριγγι . .
εἰς κιθαριστοῦ : οὕτως Ἀττικοί . ἐσπούδαζον γὰρ περὶ τὴν κιθάραν οἱ Ἀθηναῖοι τότε μανθάνειν μὴ φροντίζοντες τοῦ καλύπτεσθαι .
4561385 βυθους
κυάμου λέψας κολοκάσιον ἐντμήξας τε . ἠὲ καὶ ὄστρεα τόσσα βυθοὺς ἅ τε βόσκεται ἅλμης , νηρῖται στρόμβοι τε πελωριάδες
Γεωργικοῖς τάδε τῶν ὀστρέων καταλέγει : ἠὲ καὶ ὄστρεα τόσσα βυθοὺς ἅτε βόσκεται ἅλμης , νηρῖται στρόμβοι τε πελωριάδες τε
4536127 Ἡφαιστος
Διόνυσος ἔκτεινε , Κλυτίον δὲ δᾳσὶν Ἑκάτη , μᾶλλον δὲ Ἥφαιστος βαλὼν μύδροις . Ἀθηνᾶ δὲ Ἐγκελάδῳ φεύγοντι Σικελίαν ἐπέρριψε
χρύσειοι δ ' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους
4535513 δελφινας
δελφινοφόρον εἴρηκε τὴν ναῦν τὴν ἐξηρτημένον ἔχουσαν δελφῖνα τοιοῦτον . δελφῖνας ] ναυτικὸν ὄργανον . μετεωρίζου ] εἰς ὕψος αἶρε
ῥηθέντι ἐν τῇ περὶ τοῦ τοῖς Ἀλκμᾶσι διδασκαλίᾳ . Τοὺς δελφῖνας , ὦ δελφῖνες : εἴρηται . Ἰστέον ὅτι τὰ
4532100 γλαυκους
μικρὰ ἔχοντας , ἔσθ ' ὅτε μαδαροὺς τὸ γένειον ἢ γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τὴν δὲ φάρυγγα ἐξέχουσαν ἔχοντας καὶ
καὶ δυσειδεῖς καὶ αὐχμηροὺς ποιεῖ , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τετανότριχας , γοργούς , ὦτα μικρὰ
4531433 σπευδουσα
ὡς πολλοὶ καὶ πλούσιοι , τοὺς λόγους οὓς ἡ Νάπη σπεύδουσα πρὸς τὸν γάμον ἔλεγεν , ὡς οὐκ ἀπείπατο Δρύας
εὐλαβηθεῖσα ἐκείνη ἔφυγε πρὸς τὸν Ἄτλαντα , διατηρῆσαι τὴν παρθενίαν σπεύδουσα . ὡς δὲ καὶ αἱ πλεῖσται Νηρηίδες ἐκρύπτοντο κεκρυμμένης
4524806 Ἱππολυτος
πρὸς ἀδελφὸν ἀδελφῷ , καὶ τὸ δρᾶμα ἐκείνης καὶ ὁ Ἱππόλυτος , καὶ ἅμα ἀδικεῖ ἀμφοτέρους , ᾧ τε ἐπιβουλεύει
' ἔβα κακόν ; ὁ τῆς φιλίππου παῖς Ἀμαζόνος βοᾶι Ἱππόλυτος , αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά . ἰὰν μὲν κλύω
4517407 γεραιῳ
τοῦτο συμφέρον τῇ εὐγονίᾳ νομίζων . εἴ γε μέντοι συμβαίη γεραιῷ νέαν ἔχειν , ὁρῶν τοὺς τηλικούτους φυλάττοντας μάλιστα τὰς
δὲ Μεγαρικὸς ποιητὴς Θέογνίς φησιν : οὔτοι σύμφορόν ἐστιν ἀνδρὶ γεραιῷ : οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὡς ἄκατος , οὐδ
4516733 αἰγλην
εἶχε τὸ σῶμα , πυρὸς δ ' ἐξ ὀμμάτων ἔλαμπεν αἴγλην . οὐκ ἠστόχει δὲ οὔτε τοξεύων οὔτε ἀκοντίζων .
δὲ πολύσκιον ἄλσος Ἄρηος . ὡς δὲ σεληναίης διχομήνιδα παρθένος αἴγλην ὑψόθεν † ἀνέχουσαν ὑπωρόφιον θαλάμοιο λεπταλέῳ ἑανῷ ὑποΐσχεται ,
4513696 Ἀθηνα
Βία ἡ δυνατή * . ἢ ὅτι τριγέννητος θεὰ ἡ Ἀθηνᾶ . Καλλισθένης γάρ φησι τρίτῃ τοῦ μηνὸς γεννηθῆναι ,
ἀγροῖκος ἦν : γίνεται δ ' οὕτω μουσικός . ἐμίσησεν Ἀθηνᾶ τοὺς αὐλούς : οὐκ ὀλίγον γὰρ ἀφῃροῦντο τοῦ κάλλους
4511176 Ἁιδης
καὶ Δαρειὰν κεκλημένον . ἢ τὴν Δαρείαν ψυχὴν ἀναπέμψει ὁ Ἅιδης τοῦ τάφου ἔξωθεν . θεομήστωρ δὲ κικλήσκετο : θεομήστωρ
δὲ οἱ δώδεκα θεοὶ οὗτοι : Ζεύς , Ποσειδῶν , Ἅιδης , Ἑρμῆς , Ἥφαιστος , Ἀπόλλων , Δημήτηρ ,
4495668 προσεπιπτεν
ταύτῃ συνεξακολουθήσαντες τοιοῦτ ' ἐπιστεύομεν ὑπάρχειν , ὁποῖον κατὰ μίαν προσέπιπτεν ἔννοιαν : νῦν δ ' ἐπεὶ πολλὰς ἔχομεν τοῦ
ἀλλὰ πᾶς μὲν ἔβαλλε καὶ πᾶς ἐφονεύετο καὶ τῷ Καλλιμάχῳ προσέπιπτεν * ὃς καθάπερ προνενευκότι λίθῳ πρὸς θάλασσαν * ἐρείσας
4495614 ἐκρυψεν
ἐθρήνησε δὲ Μάρκελλος τοῦτο μαθὼν εὐθέως , λαμπρῶς τε τοῦτον ἔκρυψεν ἐν τάφοις τοῖς πατρῴοις σὺν τοῖς ἀρίστοις πολιτῶν καὶ
μορφὴν ἣν εἶχες τὸ πρότερον . εὐθέως δὲ ὁ θάνατος ἔκρυψεν τὴν ἀγριότητα αὐτοῦ καὶ περιεβάλετο τὴν ὡραιότητα αὐτοῦ ἣν
4493964 Νηρεϊδων
, Σεμέλη μὲν τῶν Ὀλυμπίων θεῶν σύνοικε , Ἰνὼ δὲ Νηρεΐδων , παραγίνεσθε σὺν τῇ μητρὶ τοῦ ἀριστογόνου Ἡρακλέους ,
ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμάν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ἔγαμεν ὑψιθρόνων μίαν Νηρεΐδων . εἶδεν δ ' εὔκυκˈλον ἕδραν , τὰν οὐρανοῦ
4490852 ἐστειχε
ἵξεσθαι σέθεν , ὅτ ' ἐκ Μυκηνῶν πολυπόνωι σὺν ἀσπίδι ἔστειχε μείζω τῆς δίκης φρονῶν , πόλιν πέρσων Ἀθάνας .
περὶ ἐκείνου διαλέγεται τοῦ προκατειλεγμένου ἐν τῷ ὕστατος ἀρνειὸς μήλων ἔστειχε θύραζε : τοῦ κατὰ νῶτα λαβών . εἰ γὰρ
4469860 ἐρωτας
, μᾶλλον δὲ τοῦτο πάθοι ἄν : ἀλλ ' οὐκ ἔρωτας ἐκ φαρμάκων , εἴπερ τὸ ἐρᾶν ἐπινευούσης καὶ τῆς
Χιμαιρέωςλέγει Μενέλαον καὶ τοὺς μετ ' αὐτοῦ Λάκωναςοὔτε τοῦ Ἀνθέως ἔρωτας καὶ τόδε * καὶ τόδε * ἔτλης καὶ ὑπέμεινας
4468788 πυρσαις
ἐν τῷ Μελεάγρῳ φησίν : εἰς ἀνδροβρώτους ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . τετρωμένῳ οὖν τῷ Τυδεῖ ἡ
ταῖς θριξίν . πυρρός : ὁ ἀρτίχνους . Εὐριπίδης : πυρσαῖς γένυσιν ἐξανδρούμενος . ὁ δ ' ἡμιγένειος : ὁ
4464596 ἐποχουμενος
ἔστησεν ἐν τοῖς ἄστροις . Ἔχουσι δὲ ἀστέρας ὁ μὲν ἐποχούμενος τοῦ Καρκίνου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αʹ λαμπρόν , ἐπ
ἑνὶ ἐποχεῖται . ξυνωρικεύεται : ἐπὶ δίφρου δύο ἵππους ἔχοντος ἐποχούμενος ἐλαύνει . διαφέρει γὰρ κέλης , ἅμαξα , ἀπήνη
4461728 μεμνησθω
ἵλεων Καλλιοπίῳ τὸν γενναῖον Μόδεστον καὶ σαυτῷ προσόμοιον . καὶ μεμνήσθω δικάζων τοῦ Μειλιχίου Διός , ὅπως ἡμεῖς τε τῷ
τοῦ θεοῦ καλά βούλει Διοπείθη μεταδράμω καὶ τύμπανα ; Κείνη μεμνήσθω με ξύλον ὑποτεταγός . Ἄγαμαι , Διονῦ , σοῦ
4459510 αὐλακα
που τοῦ φρουρίου τοῦ Ἀετοῦ καλουμένου καὶ τὸν ἐκεῖσε ὑπερβὰς αὔλακα ἐχώρει διὰ τῆς πεδιάδος . Ἀλλ ' οὐκ ἔλαθε
κέρας σκληρὸν νένευκεν , ἀντὶ δὲ Κρίσης ὅρων Κροτωνιᾶτιν ἀντίπορθμον αὔλακα βοῶν ἀροτρεύσουσιν ὁλκαίῳ πτερῷ , πάτραν Λίλαιαν κἀνεμωρείας πέδον
4456370 Ἀρτεμις
ὕλη . ἀλλ ' οὔ οἱ τότε γε χραῖσμ ' Ἄρτεμις ἰοχέαιρα . ἡ διπλῆ , ὅτι σαφῶς τὸ βάλλειν
λοιμὸς γὰρ ἐγένετο , αἴτιοι δὲ τῶν λοιμῶν Ἀπόλλων καὶ Ἄρτεμις . λοιμοῦ οὖν γενομένου συναπήλαυσαν οἱ μηδὲν αἴτιοι .
4456332 παλλειν
ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλειν τὸ δόρυ , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλειν κατὰ τὴν ἡλικίαν : παρθένος γάρ ἐστιν , ὅθεν
μετεωρίζειν ἢ ἀπὸ τῆς γῆς ἢ ἐν ταῖς χερσὶν ” πάλλειν “ τε καὶ ” πάλλεσθαι “ καὶ ὀρχεῖν καὶ
4455494 θεωμενους
, ὡς δεδέσθαι μὲν ἀγοράζοντας , δεδέσθαι δὲ ἐκκλησιάζοντας καὶ θεωμένους αὖ καὶ πομπὰς πέμποντας . καὶ Σκυθῶν ὁπόσοι ἁμαξεύουσιν
ἐν θεάτρῳ καθήμενος . διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἀριστοφάνης “ θεωμένους ” προειπὼν νῦν “ θεατάς ” φησιν , ὡς
4451563 λαους
καὶ ἐπὶ πόλεμον ὁρμῶσα . ὁ δὲ Ἀπίων ἡ τοὺς λαοὺς σώζουσα . λαρόν προσηνές , ἡδύ . εἴρηται δὲ
ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν , καὶ [ τοὺς ] ἄλλους ὁμοίως λαοὺς αὐτόχθονας . ἀκολούθως δὲ τούτοις νομισθῆναι τὴν νῆσον ἱερὰν
4451398 ἐσπειρεν
εἰς θεοὺς διένειμεν ὁ δημιουργὸς , λέγων ὅτι τὰς μὲν ἔσπειρεν εἰς γῆν , τὰς δὲ εἰς ἥλιον : εἶπε
, τῇ Πελοπίᾳ δὲ ὁ πατὴρ ἐμίχθη καὶ τὸν Αἴγισθον ἔσπειρεν : οὗτος δ ' ἀπέκτεινε μὲν μετὰ τῆς Κλυταιμνήστρας
4440010 ἀνεπιτηδειοτητα
ἡλιακὸν φῶς πάντας ἐξ ἴσου φωτίζει , ἀλλὰ παρὰ τὴν ἀνεπιτηδειότητα τοῦ ὀργάνου δοκεῖ τοὺς μὲν μᾶλλον φωτίζειν τοὺς δὲ
οὐκ ἀρκοῦσαν δὲ ἐπὶ πολὺν χρόνον διὰ τὴν τοῦ ὀργάνου ἀνεπιτηδειότητα . ὅμως μέντοι γε δυνάμει ὑπάρχουσιν ἐν τῷ ὅλῳ
4439026 καταπολυ
ἤγουν οἷος αὐτός ἐστι ἀριστεύει ] ἄριστόν ἐστι μακρῷ ] καταπολύ διαθρυπτομένων ] τρυφώντων , σοβούντων τῶν γέννᾳ ] ἤγουν
γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : Ἐκέκτητο
4431984 Μελητι
κόρην διὰ τὸ κάλλος γῆμαι : ἣν διατρίβουσαν παρὰ τῷ Μέλητι καὶ συσχεθεῖσαν ὑπὸ τῆς ὠδῖνος ἔτυχεν ἀποκυῆσαι τὸν Ὅμηρον
οἷοι βιάζεσθαι , χαλκῆς τε εἰκόνος ἱδρυμένης Δομετιανοῦ πρὸς τῷ Μέλητι , ἐπιστρέψας ἐς αὐτὴν τοὺς παρόντας ” ἀνόητε ,
4427573 σκυμνους
, βαρυτόνως δὲ ἐπὶ λεόντων . καὶ σκυμνὼς τέσσαρας : σκυμνοὺς τῇ τάσει ὡς μωρούς , ὅταν ἐπὶ ἄρκτων ὡς
δέ ἐστιν ὁ περιτραχήλιος κόσμος , τὸ λεγόμενον μανιάκιον . σκυμνοὺς ὀξυτόνως ἐπὶ ἄρκτων , βαρυτόνως δὲ ἐπὶ λεόντων .
4426644 τοκεας
καιρῷ ἀνάγκης καιρῷ δυσκαίρῳ ληφθείς , Καὶ τοὺς τυχόντας ἄνδρας τοκέας λέγε . Ἐλεύθερον ἀδύνατον εἶναι τὸν πάθεσι δουλεύοντα .
ταύτην τοῖς ἐνθάδε κειμένοις ἀποδοῦναι χάριν , εἰ τοὺς μὲν τοκέας αὐτῶν ὁμοίως ὥσπερ ἐκεῖνοι περὶ πολλοῦ ποιοίμεθα , τοὺς
4421900 πλαστης
καὶ ὤφθη θέαμα κάλλιστον , οἷον οὔτε ζωγράφος ἔγραψεν οὔτε πλάστης ἔπλασεν οὔτε ποιητὴς ἱστόρησε μέχρι νῦν : οὐδεὶς γὰρ
γὰρ καὶ φρόνησιν αὐτὴν μὲν καθ ' αὑτὴν οὔτε τις πλάστης οὔτε τις γραφεὺς εἰκάσαι δυνατὸς ἔσται : ἀθέατοι γὰρ
4420961 ναυστολον
ὁ Ἀπόλλων , ἀλλ ' ὁ Χάρων . . . ναύστολον ] τὴν διάγουσαν τοὺς νεκρούς . θεωρίδα ] οἱ
, ὅστις ἐστὶ ποταμὸς τοῦ Ἅιδου , κατὰ τὴν πολύστονον ναύστολον θεωρίδα τὴν τοὺς νεκροὺς διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην ,
4420796 μακεδνης
δίκελλαν , κακῶς : ἔστι γὰρ τὸ πλατὺ σκαφεῖον . μακεδνῆς μηκεδανῆς , μακρᾶς . μαργαίνειν ἐνθουσιᾶν καὶ οἱονεὶ μαίνεσθαι
ἄρ ' αὐτῷ Πρωτέος υἷα δάιξεν Ὀρέσβιον , ὅς τε μακεδνῆς Ἴδης ναιετάεσκεν ὑπὸ πτύχας , οὐδέ ἑ μήτηρ δέξατο
4413847 ποιμενας
γὰρ μὴ διδαχθέντας αὐλεῖν τε καὶ συρίζειν , ὡς τοὺς ποιμένας . ὅτι οἱ Φοίνικες , ὥς φησι Ξενοφῶν ,
ἐκλαβεῖν τὸ οἷοι : ὁποῖοι ἀγαθοὶ ἔρωτες . πιθανῶς δὲ ποιμένας δώρων Ἀφροδίτης τοὺς ἔρωτάς φησιν : ὡς γὰρ ὁ
4399826 λειμωνας
δυσὶ θεαῖς καὶ τὴν Κόρην λαχεῖν τοὺς περὶ τὴν Ἔνναν λειμῶνας , πηγὴν δὲ μεγάλην αὐτῆι καθιερωθῆναι ἐν τῆι Συρακοσίαι
τεχνικαῖς ταῖς μεταφοραῖς , σπόρον καὶ ἄλοκα λέγων . σχιστοὺς λειμῶνας . . . Ἀφροδίτης . . . . [
4394931 παρδαλιν
τοιοῦτόν ἐστιν ἡμῖν γε οὐ σαφές . Ἐπεὶ καὶ τὴν πάρδαλιν τοῖς μὲν ἄλλοις ἡδύ φασιν ὄζειν δι ' ὃ
τις οὕτω δασκίοις ἐν οὔρεσιν ἀνὴρ λέοντ ' ἔδεισεν οὐδὲ πάρδαλιν μοῦνος στενυγρῆι συμπεσὼν ἐν ἀτραπῶι . θύννοισι τευθίς ,
4391299 Ἀθηναν
μυῖαν , οὐκ ἄλλην ἢ ' κείνην ἧς καὶ τὴν Ἀθηνᾶν φησιν Ὅμηρος ἐνεῖναι τῷ Μενελάῳ τὸ θάρσος : οὕτως
καθίστασθαι . Νεανίσκου δὲ τῶν ἡκόντων Ἀθήνηθεν μάλα εὔνουν τὴν Ἀθηνᾶν εἶναι τῷ βασιλεῖ φήσαντος , ” πέπαυσο „ εἶπεν
4389986 ὠμοφαγους
ὑπὸ τῶν γυναικῶν καὶ διεσπάσθαι ἔτι ζῶντα τὰ θρέμματα : ὠμοφάγους γάρ τινας αὐτὰς εἶναι . Ταῦτα οἱ Ἰνδοὶ καὶ
περὶ τὸν Ἀλκίνουν διηγούμενος ἀνέμων τε δουλείαν καὶ μονοφθάλμους καὶ ὠμοφάγους καὶ ἀγρίους τινὰς ἀνθρώπους , ἔτι δὲ πολυκέφαλα ζῷα
4388337 λυραν
τῆς μουσικῆς ὀργάνων ἑκάστην τι ἔχουσαν : ἡ μὲν γὰρ λύραν κρατεῖ , ἡ δ ' αὐλούς , ἡ δ
τὸν Πᾶνα μελῳδίαι τέρπουσιν ἀσελγεῖς , ἐπειδὴ σοφοῦ ποιητοῦ πρὸς λύραν ᾄδοντος ἀκούσας ηὐφραίνετο , ὥστε καὶ ἐχρῆτο τῇ σύριγγι
4384439 ταχυτατους
ἔξω κύλικος καὶ μαχαίρας . . : Ἀλιτέμνιοι Λίβυες τοὺς ταχυτάτους αὑτῶν αἱροῦνται βασιλεῖς , τῶν δ ' ἄλλων τιμῶσι
συντόμους . ταχυρρόθους ] σπουδαίους . ταχυρρόθους ] πολλούς , ταχυτάτους . ταχυρρόθους ] + ταχὺν ἦχον ἔχοντας , ἤτοι
4383350 ὀρχους
ὅμοιον . φυτεύουσι δὲ ἐν τοῖς πεδίοις αὐτὸ κατ ' ὄρχους , δι ' ὃ καὶ πόρρωθεν ἀφορῶσι ἄμπελοι φαίνονται
κάπρον ἀναιδομάχαν ἐς καλλίχορον Καλυδῶν ' , ἔνθα πλημύρων σθένει ὄρχους ἐπέκειρεν ὀδόντι , σφάζε τε μῆλα , βροτῶν θ
4381289 Περσεφονην
“ ὁ ἐχῖνος . ” ναὶ τὰν Κόραν : τὴν Περσεφόνην Κόρην ὠνόμασεν : ὀνομάζουσι γὰρ αὐτὴν καὶ οὕτω .
* Λέπτυννιν οἱ μὲν τὸν ᾅδην , οἱ δὲ τὴν Περσεφόνην οἷον τὴν λεπτύνουσαν τὰ σώματα τῶν ἀποθνησκόντων * .
4381128 ὀρνιθας
. . . . . . . . . . ὄρνιθας ἀποστέλλει . βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ Δημέα ,
εἴτε δῶρον λαβὼν ἐς τὴν ἀγέλην τὴν σεαυτοῦ καὶ τοὺς ὄρνιθας τοὺς ἠθάδας ἐθέλοις ἀριθμεῖν , οὐκ ἀπολύσεις οὐδὲ ἀφήσεις
4377885 ᾀδει
γελᾷ τε καὶ τέρπεται , καὶ τὰ πολλὰ ὕπτιος κατακείμενος ᾄδει μάλα τραχείᾳ καὶ ἀπηνεῖ τῇ φωνῇ τὰς οἰμωγὰς αὐτῶν
τοῦτο ποιεῖ : ὅταν δὲ θήλεια ᾖ ἡ θηρεύουσα , ᾄδει ἕως ἂν ἀπατηθῇ ὁ ἡγεμὼν αὐτῆς . καὶ οἱ
4375221 Τανταλῳ
ἀναχωρεῖ εἰς Σίπυλον , καὶ ὁρᾷ τὴν πόλιν ἀνεστραμμένην καὶ Ταντάλῳ λίθον ἐπικρεμάμενον , ἀρᾶται δὲ τῷ Διὶ λίθος γενέσθαι
πείθομαι γενέσθαι μετὰ τὸν λέβητα : χαριέστερον γὰρ ἀποδοθῆναι τῷ Ταντάλῳ τὸν υἱὸν ἢ οἷος ἦν , ὅτε εἰς δεῖπνον
4370406 καλλιμον
ὅσον τ ' ἐπικίδναται ἠώς . Ἀλλὰ Διὸς πεφύλαξο Νεμείου κάλλιμον ἄλσος . Κεῖθι δέ τοι θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστίν
. Καί ῥ ' ὅτε δὴ μέγα δῶμα κίον καὶ κάλλιμον αὐλήν , εὗρον Δηιδάμειαν ἀκηχεμένην ἐνὶ θυμῷ τηκομένην θ
4367318 δεδεμενην
τὴν σὴν δύναμιν , ἑστάναι δὲ ἡμῖν τὴν ναῦν ὥσπερ δεδεμένην ; πότερον , ὦ ' γαθέ , μεταβέβλησαι καὶ
ἀτρεμιζούσης ἐφόρεε ἐπίσημον ἄγκυραν , καὶ οὐκ ἐκ τοῦ θώρηκος δεδεμένην σιδηρέην . Ἔστι δὲ καὶ ἕτερον Σωφάνεϊ λαμπρὸν ἔργον
4364172 Χυτρους
καὶ εὔζωμα καὶ τοὺς καλοὺς ἐσθίων στρεπτούς , Λήναια καὶ Χύτρους θεωρῶν . ἡμεῖς δ ' ἐκ τοῦ Καράνου δείπνου
περὶ τῆς δημεύσεως τῶν Ἀριστοφάνους χρημάτων ” ἐπειδὴ τοίνυν τοὺς Χύτρους ὁ Δημάρατος “ ἑάλω προδιδούς . ” πόλις ἐστὶν
4362236 ὀροφην
χαλάζης διὰ τὸ ἐξηρτυμένους αὐτοὺς εἶναι . μέλαθρον : τὴν ὀροφήν . Κράτης δὲ τὴν δοκὸν ἐξεδέξατο , ὡς καὶ
τὸ ἄνω μέρος κυρτοῦσθαι τῷ βάρει καὶ βέλτιον ἀνέχειν τὴν ὀροφήν . αἴτιον δὲ τῶν καυμάτων λέγεται τὸ ὑπερκεῖσθαι πρὸς
4360176 ἡμιθεους
λύττα καὶ παράφορος καὶ παράκοπος μανία , ὥστε καὶ τοὺς ἡμιθέους ὑπερβὰς ἐπανῄει καὶ ἐπαπε - δύετο τοῖς τῶν μειζόνων
γενέσεως , ἀθανάτων καὶ θνητῶν ἀνακραθέντων σπερμάτων , ἐπιλαχόντας , ἡμιθέους εἰκότως προσαγορευθέντας , τοῦ θνητοῦ μίγματος ὑπὸ τῆς ἀφθάρτου
4359682 φαεινην
, τρὶς δ ' αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Ἀπόλλων χείρεσς ' ἀθανάτῃσι φαεινὴν ἀσπίδα νύσσων . ἀλλ ' ὅτε δὴ τὸ τέταρτον
ἡνία τεῖναν ὀπίσσω κολλητὸν ποτὶ δίφρον . ὃ δὲ μάστιγα φαεινὴν χειρὶ λαβὼν ἀραρυῖαν ἐφ ' ἵπποιιν ἀνόρουσεν Αὐτομέδων :
4352136 αἰθαλοεντι
δ ' ἔβαλον μύχατον ῥόον Ἠριδανοῖο , ἔνθα ποτ ' αἰθαλόεντι τυπεὶς πρὸς στέρνα κεραυνῷ ἡμιδαὴς Φαέθων πέσεν ἅρματος Ἠελίοιο
νηούς τ ' ἀθανάτων εὐώδεας αἵματι φωτῶν καπνῷ τ ' αἰθαλόεντι κατείνυον Ἡφαίστοιο , εἰσόκε ῥαιομένην γενεὴν ᾤκτειρε Κρονίων ,
4351189 θηλειαν
ἐπινικίων ὑμνεῖ λέγων Εὐρυσθέος ἔντυ ' ἀνάγκα πατρόθεν χρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ ' . καὶ Ἀνακρέων ἐπὶ θηλείας φησίν οἷά
ὁ Τειρεσίας ὄφεις συνουσιάζοντας ἐν τῷ Κιθαιρῶνι εὑρὼν ἀνεῖλε τὴν θήλειαν καὶ γέγονεν γυνή , εἶτα τὸν ἄρρενα καὶ γέγονε
4349047 συνευνον
. δ ' ] γὰρ . ἄκοιτιν ] † τὴν σύνευνον . πέλας ] † πλησίον . ταρβῶ ] ἐκπλήττομαι
ζηλωτὸν ἐκεῖνον αὐτοῖς ἐποίησεν ἕνεκεν τῆς ὁμοφροσύνης αὐτοῦ πρὸς τὴν σύνευνον . διὰ γὰρ αὐτὸ τοῦτο δηλονότι παρὰ τοῦ πατρὸς
4347616 ὠπας
. οὕτω Φιλόξενος . Λύπη : παρὰ τὸ λύειν τοὺς ὦπας , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμούς : ἢ παρὰ τὸ λύω
πλεονασμὸν τοῦ α : εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ στεριάκειν τοὺς ὦπας τὸ ὁρᾶν διὰ τῆς ἀντιτύποσης λαμπηδόνος . Ἀζηχής ,
4346801 ταυρος
τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος
ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος
4333419 Δημητηρ
ὄφρα σε Λιμὸς ἐχθαίρῃ , φιλέῃ δέ ς ' ἐυστέφανος Δημήτηρ αἰδοίη , βιότου δὲ τεὴν πιμπλῇσι καλιήν : Λιμὸς
ἴουλος ἡ ἐκ τῶν δραγμάτων συναγομένη δέσμη καὶ Οὐλὼ ἡ Δημήτηρ . λέγεται δὲ ἴουλος καὶ ζῷόν τι , θηρίδιον
4329918 Θοη
Σπειὼ διὰ τὸ τοὺς πλέοντας πολλάκις καὶ σπηλαίοις ἐντυγχάνειν , Θόη διὰ τὴν θεῦσιν τὴν ἐπὶ τοῦ ὕδατος , Ἀγαυὴ
Πληξαύρη τε Γαλαξαύρη τ ' ἐρατή τε Διώνη Μηλόβοσίς τε Θόη τε καὶ εὐειδὴς Πολυδώρη Κερκηίς τε φυὴν ἐρατὴ Πλουτώ
4329884 ἀγαλλομενους
ἔτι παντοίης μούσης ἐπιίστορας ἄνδρας τεύχουσιν , μολπῇσί τ ' ἀγαλλομένους καὶ ἀοιδῇ . * * * * * *
οὐ θέμις εὑρεῖν . Τῷ δ ' αὐτῷ καὶ πρόσθεν ἀγαλλομένους ἐπὶ δώρῳ υἷά τε Λητοΐδης ἀκεσίμβροτον ἀθανάτοισιν ἷξεν ἄγων
4327987 ζηλοτυπησασα
εἰς ζῆλον καὶ φθόνον ἐκίνησεν Ἥραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ . ζηλοτυπήσασα οὖν ἡ Ἥρα ἀπέρχεται πρὸς τὴν Σεμέλην καὶ λέγει
ποταμοῦ Ἰνάχου : νῦν δὲ ἡ Ἥρα τοιαύτην ἐποίησεν αὐτὴν ζηλοτυπήσασα , ὅτι πάνυ ἑώρα ἐρῶντα τὸν Δία . Νῦν
4324354 θνητους
μόνους ὁ Ἀναξαγόρας . ὃ δὲ μηδὲν διαταραχθεὶς εἶπεν ᾔδειν θνητοὺς γεγεννηκώς . Ξενοφῶντι θύοντι ἧκέ τις ἐκ Μαντινείας ἄγγελος
ἦρα βαθείας ἐπὶ ληνούς ˘˘˘˘˘˘ – – ] ν εἰς θνητοὺς ἀνέφηνα ? ποτὸν Διονύσου ? [ ˘˘˘˘ – –
4322255 τιμωρων
ἔδρασας ἔνδικα πατρὶ ἐπιτιμωρῶν ἑαυτοῦ : δίκαια γὰρ ἔπραξα πατρὶ τιμωρῶν ἑαυτοῦ : μολόντι δ ' ἐλπίς ἐστι σωθῆναι :
ᾠά , καὶ οἱ νεοττοὶ ἐκπίπτουσιν ἀτελεῖς : ὃ δὲ τιμωρῶν τοῖς τέκνοις ἐπιπηδᾷ τῶν ὄνων τοῖς ἕλκεσι , καὶ
4312252 ποθους
ἐστίν ; Ἆρ ' ἀγγέλλεται χρηστόν τι ; Τοῦτο γὰρ ποθοῦς ' ἐγὼ πάλαι ἔνδον κάθημαι περιμένουσα τουτονί . Ταχέως
μολπαῖς , ἐγώ σοι παραβάλλομαι θρήνους , ἄπτερος ὄρνις , ποθοῦς ' Ἑλλάνων ἀγόρους , ποθοῦς ' Ἄρτεμιν λοχίαν ,
4311382 Ταων
. Θώραξ : πύργος τειχῶν . ἢ ὅπλον πολεμικόν . Ταών : τὸ παώνιον . Ἀγλαοφῶν : ὄνομα κύριον .
. Θώραξ : πύργος τειχῶν . ἢ ὅπλον πολεμικόν . Ταών : τὸ παώνιον . Ἀγλαοφῶν : ὄνομα κύριον .
4310589 χελυν
˘ – εἴτ ' οὖν σοφιστὴς † καλὰ † παραπαίων χέλυν τῷ πονοῦντι δ ' ἐκ θεῶν ὀφείλεται τέκνωμα τοῦ
ἵζει , ἀρίστην γυναῖκα πορθμεύσας εἰς τὴν Ἀχερουσίαν λίμνην : χέλυν : τὴν λύραν . ἀπὸ γὰρ χελώνης ὀρεινῆς ἡ
4310444 Ἐχιδναν
, συνοικεῖν δὲ αὐτὴν οὐ Πάλλαντι , ἀλλὰ ἐκ Πείραντος Ἔχιδναν τεκεῖν , ὅστις δὴ ὁ Πείρας ἐστί . .
ἀθανάτοισι θεοῖσι , σπῆι ἔνι γλαφυρῷ , θείην κρατερόφρον ' Ἔχιδναν , ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρηον , ἥμισυ δ
4307663 ἀποσπων
ᾠήθη . ὥστε εἰ καὶ μὴ λίαν ἐλύπει τὸ γύναιον ἀποσπῶν , τῷ νομίζειν λυπεῖν εἰκότως ἠνία : οὐ γὰρ
ὥσπερ τὸν Ἄδμητον : ἡ πρός ἀντὶ τῆς παρά : ἀποσπῶν ἀφορίζων : οὐκ ἤρκεσέ σοι : οὐκ ἤρκεσέν σοι
4306875 κεστος
κεντός : καὶ ἀποβολῇ τοῦ ν , καὶ προσθέσει , κεστὸς ἀκεστός : καὶ τὸ θηλυκὸν ἀκεστὴ , καὶ τροπῇ
: τὰς γαίας . Ἀκήν : ἡσυχίαν . κεστούς : κεστὸς ἔνδυμα Ἀφροδίτης . Ἐχθαίρω : νεμεσῶ . Ποντογενείας :
4302883 ἁρπαζουσαν
πόλεως τὴν θανατηφόρον μοῖραν τὴν ἀναρπαξάνδραν , τὴν τοὺς ἄνδρας ἁρπάζουσαν καὶ ἐσθίσυσαν . λέγει δὲ τὴν Σφίγγα . .
τὴν θανατηφόρον μοῖραν , τὴν ἀναρπαξάνδραν , τὴν τοὺς ἄνδρας ἁρπάζουσαν καὶ ἐσθίουσαν . λέγει δὲ τὴν Σφίγγα τὴν ὠμόσιτον
4302032 συς
τῆς ὀνομασίας . λέγεται δὲ σίαλος , καὶ ὁ εὐτραφεὶς σῦς , παρὰ τὸ ἀφρὸν προΐεσθαι , ὃν λέγομεν σίαλον
ἄλλους δ ' ἐλαύνοντας βοῦς , αἶγας , οἶς , σῦς , καὶ εἴ τι βρωτόν , πάντα ἱκανὰ προσῆγον
4293775 ὑφαινει
τοῦ ῥήματος ἕλκειν εἰς ἑαυτήν : παιδίον ἀπέθανεν , γύναιον ὑφαίνει . ὅτε μέντοι τὸ ῥῆμα ἐξ ἄλλης αἰτίας πρόεισι
μύρμηκας ἐσθίει καὶ ἰᾶται , καὶ ὁ ἀράχνης τὰ ἀράχνια ὑφαίνει πρὸς θήραν τῶν μυιῶν , καὶ ἡ χελιδὼν τὴν
4292433 ὀρουειν
μὲν βόες ὀρέχθεον . ” τινὲς οὖν εἶπον ἀπὸ τοῦ ὀρούειν συνεσχηματίσθαι , ὅ φασιν εἶναι τὸ μετὰ θορύβου τὴν
ἐκ πάντων ἔχων τὴν κρᾶσιν , καὶ ὠνόμασται παρὰ τὸ ὀρούειν , ὅ ἐστιν ὁρμᾶν : προώρμησε γὰρ ὁ οὐρανὸς
4289202 ἠχην
ἑαυτῷ τὴν πάμμουσον ἁρμονίαν ἀποτελῶν : ἧς εἰ συνέβαινε τὴν ἠχὴν εἰς τὰς ἡμετέρας φθάνειν ἀκοάς , ἔρωτες ἂν ἀκάθεκτοι
ῥῆξεν ποτὲ δεσμὰ σιωπῆς καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε καὶ λάβεν ἠχὴν ἀνδρομέην καὶ γλῶσσαν ὁμοίϊον ἀνθρώποισιν . ἵππος ἐνυαλίοιο Μακηδονίου
4283924 πλυνους
εἰκὸς τοὺς τοιούτους ἐμάνθανεν , σκυτεύειν ἢ τεκταίνειν ἢ περὶ πλυνοὺς ἔχειν ἢ ἔρια ξαίνειν , ὡς εὐεργὰ εἴη ταῖς
λούονται : παρὰ τὸ πεπυθὸς ἑλεῖν . Οὕτω δὲ ἔλεγον πλυνοὺς , ὡς Θέων ἐν ὑπομνήματι τῆς Ὀδυσσείας . .
4282479 θηρευτας
δάσει , αὐτὸ δὲ ἀντιπρόσωπον ἕστηκε , καὶ δοκεύει τοὺς θηρευτάς , καὶ ὑποθαῤῥεῖ πως , καὶ οἴεται μηκέτι φανῆναι
καὶ τοὺς ὄρνιθας λαθεῖν τοὺς ἁρπακτικοὺς καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς θηρευτάς , κατὰ πολλὴν τὴν εἰρήνην ἀποτίκτουσιν : εἶτα τὰ
4281829 Ἑκαβην
ὡς προγέγραπται , παραλαβόντες Πρίαμον βασιλέα καὶ φονεύσαντες αὐτὸν καὶ Ἑκάβην βασιλίδα . . . . ὑπέστρεψαν εἰς τὰς ἰδίας
ἄν σε ποντία νοτίς : εἰπόντος τοῦ Πολυμήστορος πρὸς τὴν Ἑκάβην : χαίρεις ὑβρίζουσά με , ἀποκριθεῖσα εἶπεν ἡ Ἑκάβη
4280243 κλαγγην
μὲν λῷστον , τόδε νικῴη ˘˘μέλπουσί – τ ' ἀηδόνιον κλαγγὴν ἀγηλατῶν αἱμόφυρτα δαίμων ἀνηλέητος ἀφ ' οὗ δ '
ὑπάρχει καιρὸς ὥριος ἐς λόγου δημιουργίαν , καὶ οὔτε ὀρνίθων κλαγγὴν οὔτε Πλειάδας ἀνιούσας ἢ δυομένας αὐτῷ περισκοπῆσαι δεή -

Back