καὶ ὤφθη θέαμα κάλλιστον , οἷον οὔτε ζωγράφος ἔγραψεν οὔτε πλάστης ἔπλασεν οὔτε ποιητὴς ἱστόρησε μέχρι νῦν : οὐδεὶς γὰρ
γὰρ καὶ φρόνησιν αὐτὴν μὲν καθ ' αὑτὴν οὔτε τις πλάστης οὔτε τις γραφεὺς εἰκάσαι δυνατὸς ἔσται : ἀθέατοι γὰρ
5839251 Δαιδαλος
Δαίδαλον . Ἐλθὼν δὲ εἰς Κώκαλον , παρ ' ᾧ Δαίδαλος ἐκρύπτετο , δείκνυσι τὸν κοχλίαν . Ὁ δὲ λαβὼν
πέμπει πλοῖα διώξοντα . ὡς ᾔσθοντο δὲ Ἴκαρός τε καὶ Δαίδαλος διωκόμενοι , ἀνέμου λάβρου καὶ σφοδροῦ ὄντος , πετόμενοι
5626023 Ὀγκαν
βοῦν Ἀθηνᾷ , καὶ τῇ Αἰγυπτίᾳ φωνῇ ταύτην ἐτίμησεν ἐκεῖ Ὄγκαν . ὅθεν οὕτως καὶ αἱ πύλαι ὠνομάσθησαν , ἀπὸ
τὴν βοῦν Ἀθηνᾷ , καὶ τῇ Αἰγυπτίων φωνῇ ταύτην ἐτίμησεν Ὄγκαν ὀνομάσας : οὕτω γὰρ ἐν τῇ Αἰγύπτῳ καὶ τῇ
5618729 Πυθαγορης
καὶ αἰδοῖ καὶ φθίμενος ψυχῇ τερπνὸν ἔχει βίοτον , εἴπερ Πυθαγόρης ἐτύμως ὁ σοφὸς περὶ πάντων ἀνθρώπων γνώμας εἶδε καὶ
Ἡράκλειτος γοῦν ὁ φυσικὸς μονονουχὶ κέκραγε καί φησι : ” Πυθαγόρης Μνησάρχου ἱστορίην ἤσκησεν ἀνθρώπων μάλιστα πάντων καὶ ἐκλεξάμενος ταύτας
5507425 Λυδιον
ἄεισαν νόμον : τοὶ δ ' ὀξυφώνοις πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον Λύδιον ὕμνον . ἄκατον Ὑγίεια βροτοῖσι πρεσβίστα μακάρων , μετὰ
τὸν Οἰνόμαον , καὶ ἔκτοτε ἡ παροιμία παρῆλθε , Παρὰ Λύδιον ἅρμα θεῖ . Ὀρέστης οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ
5482177 Χαρων
γ ' ὁ Χάρων οὑτοσί . Χαῖρ ' , ὦ Χάρων , χαῖρ ' , ὦ Χάρων , χαῖρ '
Λυδίαν ἐν τοῖς πλησίον Ἐφέσου τε καὶ Μαγνησίας τόποις . Χάρων δέ φησι καὶ τὴν Λαμψακηνῶν χώραν πρότερον Βεβρυκίαν καλεῖσθαι
5479394 Εὐριπιδης
οὐκ ἔδοξαν ἄθεοι , ἐπιστήσαντες περὶ θεοῦ . ὁ μὲν Εὐριπίδης ἐπὶ μὲν τῶν κατὰ κοινὴν πρόληψιν ἀνεπιστημόνως ὀνομαζομένων θεῶν
τοῦ παρακολουθοῦντος τὸ ὀρρωδεῖν εἴρηται ἐπὶ τοῦ εὐλαβεῖσθαι . καὶ Εὐριπίδης τὸν Περσέα λέγοντα εἰσάγει : τὰς γὰρ συμφορὰς τῶν
5459669 ᾐδεν
τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων , ἣν ἔπεμψεν ἄρχων γενόμενος , ᾖδεν ὁ χορὸς εἰς αὐτὸν ποιήματα Σείρωνος τοῦ Σολέως ,
τοῦ Ἀστυάγους μετὰ τῶν φίλων , τότε Ἀγγάρης ὄνομα , ᾖδεν εἰσκληθεὶς τά τε ἄλλα τῶν εἰθισμένων , καὶ τὸ
5440141 Χιμαιραν
δὲ ἡ κλῆσις ὡς διὰ τῶν πηγαζόντων ὑδάτων νηχομένῳ τὴν Χίμαιραν ἀναιρεῖ τὴν τρικέφαλον καὶ πυρίπνουν , ὅπερ ἀλληγορεῖται ῥητορικῶς
γὰρ καὶ δυσχείμερος . μετέωρος γὰρ ὢν ἀνῄρει . καὶ Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν : ἐνίκησε δὲ σὺν αὐτῷ καὶ τὴν
5432756 κωμῳδοποιος
μυστήρια ταῦτα ἐκάλεσεν : ἢ ἴσως καὶ τῶν φιλοσόφων ὁ κωμῳδοποιὸς ⌈ οὗτος ⌈ μετ ' εἰρωνείας καθαπτόμενος . ἀναιροῦμαι
Ἑρμησιάνακτα περὶ τούτου τοῦ Ἔρωτος . καὶ γὰρ Δίφιλος ὁ κωμῳδοποιὸς πεποίηκεν ἐν Σαπφοῖ δράματι Σαπφοῦς ἐραστὰς Ἀρχίλοχον καὶ Ἱππώνακτα
5427681 Ἀπελλης
Διομήδης Διογένης Ἀριστοφάνης , περισπῶνται δέ , οἷον Ναρσῆς Ἑρμῆς Ἀπελλῆς Σωσῆς , ταῦτα γὰρ περισπῶνται καὶ οὐκ ὀξύνονται :
λύσασα τὰς κώμας ἐνέβαινε τῇ θαλάσσῃ καὶ ἀπ ' αὐτῆς Ἀπελλῆς τὴν Ἀναδυομένην Ἀφροδίτην ἀνεγράψατο . καὶ Πραξιτέλης δὲ ὁ
5426188 Θρᾳξ
τὸν προσάγοντα τῷ † ἕρματι τὸ ποτήριον . ἐνταῦθα ὁ Θρᾷξ Διονύσιος φησὶ τὴν παροιμίαν „ πολλὰ μεταξὺ κύλικος „
. . Περὶ οὗ πολέμου συνεγράψατο ὁ σοφώτατος Πρίσκος ὁ Θρᾷξ . . . Ἐν τούτοις τοῖς χρόνοις ὁ πολὺς
5423943 Φρυξ
ἀλθαίνεσκεν ἀκμαίαν πατρός , ὀθνεῖα γατομοῦντος Αἴθωνος πτερά . Ὁ Φρὺξ δ ' , ἀδελφὸν αἷμα τιμωρούμενος , πάλιν τιθηνὸν
, ὡς ἐπιθαλάμιον . τούτου γὰρ , φασὶν , ὁ Φρὺξ ὑπομιμνησκόμενος στε - νάζει τὸν Ἑλένης γάμον καὶ ὑμέναιον
5374238 Σκυθης
κρατῆρος ἀλλ ' ἀσπιδίτην ὄντα καὶ πεφραγμένον ὡς ἀσπιδοῦχος ἢ Σκύθης τοξεύμασιν ; ἐπίκοτα καὶ πεσσὰ πεντέγραμμα καὶ κύβων βολαί
, κἂν Αἰθίοψ ᾖ , μῆτερ , ἐστὶν εὐγενής . Σκύθης τις : ὄλεθρος : ὁ δ ' Ἀνάχαρσις οὐ
5372736 Ἀκραγαντινος
τὸν Ἐμπεδοκλέα Ἀρχινόμου εἶναι υἱόν . Ὅτι δ ' ἦν Ἀκραγαντῖνος ἐκ Σικελίας , αὐτὸς ἐναρχόμενος τῶν Καθαρμῶν φησιν :
[ . . . . . . ] Ἐμπεδοκλῆς ὁ Ἀκραγαντῖνος οὐ πολὺ κατόπιν τοῦ Ἀναξαγόρου γεγονώς , Παρμενίδου δὲ
5353503 μορφην
ἐκκοπεὶς ἐν μάχῃ τὸν ἕτερον ὀφθαλμὸν ἐκ τῶν νεωτέρων , μορφήν τε κάλλιστος ἀνθρώπων καὶ ψυχὴν ἄριστος . οὗτος ἀδελφιδοῦς
, καθάπερ τὸ μέλαν τῷ λευκῷ , τὴν ἐναντίαν ἔχειν μορφήν : εἰ δὲ μὴ ἐναντίον , αὐτὸ τοῦτ '
5339098 κιθαραν
. . . Καὶ ἡ μὲν ηὔλει , ἡ δὲ κιθάραν εἶχεν , ἡ δὲ ἐνέπνει τῇ σύριγγι . .
εἰς κιθαριστοῦ : οὕτως Ἀττικοί . ἐσπούδαζον γὰρ περὶ τὴν κιθάραν οἱ Ἀθηναῖοι τότε μανθάνειν μὴ φροντίζοντες τοῦ καλύπτεσθαι .
5324782 λυραν
τῆς μουσικῆς ὀργάνων ἑκάστην τι ἔχουσαν : ἡ μὲν γὰρ λύραν κρατεῖ , ἡ δ ' αὐλούς , ἡ δ
τὸν Πᾶνα μελῳδίαι τέρπουσιν ἀσελγεῖς , ἐπειδὴ σοφοῦ ποιητοῦ πρὸς λύραν ᾄδοντος ἀκούσας ηὐφραίνετο , ὥστε καὶ ἐχρῆτο τῇ σύριγγι
5313784 ζωγραφος
Ἄθω μετῴκησα ἂν ὑπὲρ τοῦ μακροβιώτερος γενέσθαι . Παρράσιος ὁ ζωγράφος ὅτι μὲν πορφυρίδα ἐφόρει καὶ χρυσοῦν στέφανον περιέκειτο μαρτυροῦσι
ἐν παραγραφικοῦ μοίρᾳ , ἐκεῖ δὲ ὡς ἑτέρως , οἷον ζωγράφος ναυάγια γράψας πρὸ τῶν λιμένων ἀνέθηκε , καὶ μηδενὸς
5310160 Διογενης
Ἀριστοτέλης Ζήνων ἕνα τὸν κόσμον . Ἀναξίμανδρος Ἀναξιμένης Ἀρχέλαος Ξενοφάνης Διογένης Λεύκιππος Δημόκριτος Ἐπίκουρος ἀπείρους κόσμους ἐν τῷ ἀπείρῳ κατὰ
ὄνομα δέ ἐστι μέρος λόγου δηλοῦν ἰδίαν ποιότητα , οἷον Διογένης , Σωκράτης : ῥῆμα δέ ἐστι μέρος λόγου σημαῖνον
5309812 τραγικος
ὁ δὲ νοῦς πέπαικται εἰς τραγῳδίαν : ὁ γὰρ χαρακτὴρ τραγικὸς , ὡς ἐν Ὀρέστῃ [ ] ἀναβοάσομαι πατρὶ Ταντάλῳ
Σωτίων τε καὶ Ἀγαθοσθένης οἱ φιλόσοφοι , καὶ Εὐριπίδης ὁ τραγικὸς οὑτωσὶ λέγων : ἃν ὑγραίνει καλλιστεύων ὁ ξανθὰν χαίταν
5301796 ἀσινες
κατεάξας τὸ ὄστρακον τοῦ καρύου , καὶ συντηρήσας τὸ ἐντὸς ἀσινές , περιβάλῃς τουτὶ ἐρέᾳ , ἢ φύλλοις νεαροῖς ἀμπέλου
ὀστέον ἔχει τὸ σίνος , καὶ δ ' αὖ εἰ ἀσινές τέ ἐστι τὸ ὀστέον ὑπὸ τοῦ βέλεος , καὶ
5284725 Ἀριστων
ὅσα ἐντυχὼν τῷ συγγράμματι εἴποι , κομίσαντος Εὐριπίδου καθά φησιν Ἀρίστων , ἐν τῷ περὶ Σωκράτους εἰρήκαμεν . Σέλευκος μέντοι
τε πρόδρομοι ἱππεῖς καὶ οἱ Παίονες , ὧν Ἀρέτης καὶ Ἀρίστων ἡγοῦντο . ξυμπάντων δὲ προτεταγμένοι ἦσαν οἱ μισθοφόροι ἱππεῖς
5283063 Ἀλκαιος
ἐπιγραμματογράφοι ποιηταὶ Σιμωνίδης ὁ παλαιός , οὗ Ἡρόδοτος μέμνηται , Ἀλκαῖος ὁ νέος , ὃς ἦν ἐπὶ * τοῦ *
τὸ ι , οἷον Θηβαῖος Θηβάος , ἀρχαῖος ἀρχάος , Ἀλκαῖος Ἀλκάος . . . ἀλκυών : παρὰ τὸ ἐν
5276837 Καλχηδονιος
καὶ ἐπὶ τρυφῇ καὶ μαλακίᾳ διαβοήτου γενομένου ἱστορεῖ Νίκανδρος ὁ Καλχηδόνιος ἐν τετάρτῳ Προυσίου Συμπτωμάτων . ΡΕΟΝΤΑ . οὕτως ποτήριά
δὲ τὸν ὑπὸ σελήνην , κτλ . Ξενοκράτης δὲ ὁ Καλχηδόνιος , τὸν μὲν ὕπατον Δία , τὸν δὲ νέατον
5276316 ποιητης
Περικλέα ἤδη γηράσκοντε . καὶ Ἀγάθων δὲ ὁ τῆς τραγωιδίας ποιητής , ὃν ἡ κω - μωιδία σοφόν τε καὶ
ἐστιν εἰς τοὐπίσω , καὶ ἐξ ὑποστροφῆς , ὡς ὁ ποιητής : παλίντονα τόξα τιταίνων . . . . Ἄλλως
5251401 Ἰων
τοῦ καλοῦ , βʹ ἢ περὶ τοῦ ψεύδους ἀνατρεπτικοί : Ἴων ἢ περὶ Ἰλιάδος , πειραστικός : Μενέξενος ἢ ἐπιτάφιος
ἔτει δ . πρῶτος Εὐριπίδης , δεύτερος Ἰοφῶν , τρίτος Ἴων . ἔστι δὲ οὗτος Ἱππόλυτος δεύτερος ὁ καὶ στεφανίας
5225006 Ἀσπενδιος
οἵπερ εἵλετε . Ὅθεν εἰς παροιμίαν ὁ λόγος περιέστη . Ἀσπένδιος κιθαριστής : Ζήνων ὁ Μύνδιος ἐπὶ τῶν φιλοχρημάτων φησὶ
κτίσμα , ὡς Ἑλλάνικος ἐν πρώτῃ Δευκαλιωνείας . ὁ πολίτης Ἀσπένδιος . Θεόπομπος τετάρτῃ Ἑλληνικῶν „ ἀποτυχὼν δὲ τῶν Ἀσπενδίων
5217703 ἀσκος
' αὖ μὴ κάρτα κατατείνοιμι τὸν ἄνθρωπον , ὁ μὲν ἀσκὸς ὑπὸ τῆς φύσης ἐκυρτοῦτο , ὁ δὲ ἄνθρωπος πάντη
, κατά τε τὴν παροιμίαν ἀεί ποτ ' εὖ μὲν ἀσκὸς εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι . ὡς εἶδε τὴν
5216975 Στησιχορος
τῆς Αἰτωλίας , ὥς φησι Πολύβιος ἐν Ϛʹ ἱστοριῶν . Στησίχορός τέ φησιν ἐν Συοθήραις : κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον
ἀναστῆναι ὑπ ' αὐτοῦ , Καπανέα καὶ Λυκοῦργον , ὡς Στησίχορός φησιν ἐν Ἐριφύλῃ , Ἱππόλυτον , ὡς ὁ τὰ
5213285 Χαρωνος
Ἐν οἷς πλήττειν ἐθέλεις οὐ πράττων καλῶς Κἀξ καμήλου ἐπιστολὴ Χάρωνος . Ἑρμηνεία . Ἀνὴρ νοῦν οὐκ ἔχων θυμώδει τῇ
, ἀλλὰ τῶν πρὸ αὐτοῦ συγγραφέων γενομένων Ἑλλανίκου τε καὶ Χάρωνος τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν προεκδεδωκότων οὐκ ἀπετράπετο , ἀλλ '
5191825 ῥαβδον
ῥυτῆς : ῥυτῆς δὲ ἤτοι πηγάνου χλωρὸν θάλλοντα καὶ χλοάζοντα ῥάβδον , ὅ ἐστι κλάδον , κόψας . γράφεται καὶ
δὲ πάντων , ἐπιλαβόμενον τῆς οὐρᾶς ἀνελέσθαι , καὶ πάλιν ῥάβδον ποιῆσαι . Προελθόντα δὲ μικρὸν , τὸν Νεῖλον τῇ
5187822 θηραθεις
τοῦ δικαίου ἤγουν ἀδίκως . ἀγρεύματος ] οἷον σὺν αὐτοῖς θηραθείς . ἀγρεύματος ] σὺν αὐτοῖς ἀγρευθείς . ἀγρεύματος ]
τοῦ δικαίου ἤγουν ἀδίκως . ἀγρεύματος ] οἷον σὺν αὐτοῖς θηραθείς . ἀγρεύματος ] σὺν αὐτοῖς ἀγρευθείς . ἀγρεύματος ]
5174925 Κολοφωνιος
χρυσὸς διδόμενος ῥύεται τὸν ἄνθρωπον ἐκ τοῦ θανάτου . Καὶ Κολοφώνιος χρυσὸς λέγεται ὁ κάλλιστος χρυσός : καὶ γὰρ πολύ
δὲ ἄρα ὑπὲρ τούτου εἴη ἂν μάρτυς καὶ Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος λέγων : ἔκλυον ὡς Λίβυες Ψύλλων γένος οὔτε τι
5172271 Φοινιξ
ἠδικηκόσι φαίνεται , τῆς ἀδικίας ἐπαινέτης γίγνεται . ἄνθρωπε , Φοίνιξ εἶ καὶ πόλις ἔστι σοι ; μάλιστα μὲν κἀκεῖ
λέγε . εἰ δὲ μή , σύναπτε οὕτως : ὁ Φοίνιξ ἀλαλητὸς καὶ ὁ Τυρσηνῶν ἀλαλητός . τὴν ἀπὸ τῆς
5170027 ὑποκριτης
ἀλλὰ μεμεστωμένος πράξει . Οὐκ ἔσῃ πλεονέκτης οὐδὲ ἅρπαξ οὐδὲ ὑποκριτὴς οὐδὲ κακοήθης οὐδὲ ὑπερήφανος . Οὐ λήψῃ βουλὴν πονηρὰν
ποιητὴς σαφῶς παρίστησι Τηλεκλείδης ἐν Ἡσιόδοις . Μυννίσκος ὁ τραγικὸς ὑποκριτὴς κωμῳδεῖται ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Σύρφακι ὡς ὀψοφάγος οὕτως :
5157727 μετεβαλε
καὶ μήτε δώροις μήτε δεήσεσι πεῖσαι δυνάμενος , εἰς τίγριν μετέβαλε τὴν μορφὴν τοῦ σώματος : καὶ φόβῳ πείσας τὴν
, καὶ φοβούμενος τὴν Ἥραν , τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα , μετέβαλε τὴν Ἰὼ εἰς βοῦν , καὶ ποτὲ μὲν εἰς
5151711 αὐλητικην
' Ἀλεξάνδρου λαθομένα κρίσιος . ὑπὸ Δάφνιδος μαθεῖν Μαρσύαν τὴν αὐλητικήν Ἀγχοῦ δ ' Αἰγείδεω Θησέος ἐστὶ λύρη . Αὐτὰρ
Ἀλέξανδρος δέ φησιν ὁ Αἰτωλὸς ὑπὸ Δάφνιδος μαθεῖν Μαρσύαν τὴν αὐλητικήν . ἔνηβοι μὲν οἱ πεντεδεκαετεῖς καὶ πορρωτέρω : ἄνηβοι
5149415 κιθαρῳδος
, μὴ ' πίσειέ μοι τὸν Μισγόλαν : οὐ γὰρ κιθαρῳδός εἰμ ' ἐγώ . ὁ τρίτος οὗτος δ '
αὐτοῦ καταμένειν ; Ἐν τῇ Κορίνθῳ παρεπεδήμησέν ποτε Στρατόνικος ὁ κιθαρῳδός , εἶτα γρᾴδιον ἐνέβλεπεν αὐτῷ κοὐκ ἀφίστατ ' οὐδαμοῦ
5146319 Μαγνης
ἐστὶν πεπεμμένα . ΤΑΓΗΝΙΤΗΣ πλακοῦς ἐν ἐλαίῳ τετηγανισμένος . μνημονεύει Μάγνης ἢ ὁ ποιήσας τὰς εἰς αὐτὸν ἀναφερομένας κωμῳδίας ἐν
, σφονδυλομάντεις , ἀλευρομάντεις : κοσκινομάντεις δὲ εἴρηκε Φιλιππίδης , Μάγνης δὲ ἐν Λυδοῖς ὀνειροκρίταισιν ἀναλύταις . καθάρτριαι ὀνειροπόλοι ,
5143775 μελοποιος
αὐτῶν τὰς ἀνδραγαθίας : ὧν γέγονε καὶ Σιμωνίδης , ὁ μελοποιός , ἄξιον τῆς ἀρετῆς αὐτῶν ποιήσας ἐγκώμιον , ἐν
πρῶτον Στησίχορον τὸν Ἱμεραῖον . καὶ Ξάνθος δ ' ὁ μελοποιός , πρεσβύτερος ὢν Στησιχόρου , ὡς καὶ αὐτὸς ὁ
5143085 Σιμωνιδης
τὸν Ἔρωτα γενεαλογεῖ , Σαπφὼ δὲ Γῆς καὶ Οὐρανοῦ , Σιμωνίδης δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως : σχέτλιε παῖ δολόμηδες Ἀφροδίτας
μὲν γὰρ τῶν μακρῶν οὐκ ἤρξατο , ὅτι ὁ Κεῖος Σιμωνίδης ὕστερον τοῦ Παλαμήδους ἐφεῦρεν αὐτά . Συζεύξας γὰρ δύο
5142303 Σικυωνιος
ἐγεγόνεσαν Πτολίχῳ μὲν Συννοῶν ὁ πατήρ , ἐκείνῳ δὲ Ἀριστοκλῆς Σικυώνιος , ἀδελφός τε Κανάχου καὶ οὐ πολὺ τὰ ἐς
, τὴν δὲ Νίκην καὶ τοῦ Ἀρκάδος τὴν εἰκόνα ὁ Σικυώνιος Δαίδαλος : Ἀντιφάνης δὲ Ἀργεῖος καὶ Σαμόλας Ἀρκάς ,
5131313 Φειδιας
καὶ ταὐτόματον διὰ τοιαύτας αἰτίας . τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἄγαλμα Φειδίας μὲν κατεσκεύαζε , Περικλῆς δὲ ὁ Ξανθίππου καθεσταμένος ἦν
ὡς ἐπ ' ἐξειργασμένοις ἦγον ἐς τροπαίου ποίησιν . τοῦτον Φειδίας τὸν λίθον εἰργάσατο ἄγαλμα μὲν εἶναι Νεμέσεως , τῇ
5131037 Κιναιθων
παρώνυμα δὲ ὄντα διὰ τοῦ ω , Ἀγάθων Ἀγάθωνος , Κιναίθων Κιναίθωνος : τὸ ἐνοσίχθων διὰ τοῦ ο κλιθὲν τοῦ
εὐθείας , οἷον : Φαέθων Φαέθοντος , Πυριφλεγέθων Πυριφλεγέθοντος , Κιναίθων ἐνοσίχθων . τὸ μέντοι Μαραθών Ἀργανθών ὀξύνεται . τὸ
5130951 τραγωιδιαι
ὑπὸ τῆι Καδμείαι πεσόντων , οὐχ ὡς Εὐριπίδης ἐποίησεν ἐν τραγωιδίαι μάχηι τῶν Θηβαίων κρατήσας , ἀλλὰ πείσας καὶ σπεισάμενος
νῦν ἐξαπίνης εἴληφε διαθήκας ποθὲν ἐστί τε πολίτης ὑμέτερος , τραγωιδίαι κενῆι τ ' ἀγόμενος τὴν κόρην ἀφήσεται [ .
5121722 ὀνομασας
οὑτωσί : ἀπληστοίνους τ ' ἀρυσαίνας , ἀπὸ τοῦ ἀρύσασθαι ὀνομάσας . καλοῦνται δὲ καὶ ἀρυστῆρες καὶ ἀρύστιχοι . Σιμωνίδης
ταῦτα δὲ καὶ μόρα Αἰσχύλος ὠνόμακεν , τὰ ἄγρια οὕτως ὀνομάσας τὰ ἐκ τῆς βάτου . τάχα δ ' ἄν
5119347 Εὐηνος
. . Λυκόρμας ποταμός ἐστιν Αἰτωλίας : μετωνομάσθη δ ' Εὔηνος δι ' αἰτίαν τοιαύτην . Ἴδας , ὁ Ἀφαρέως
ἥρπασε , λαβὼν παρὰ Ποσειδῶνος ἅρμα ὑπόπτερον . διώκων δὲ Εὔηνος ἐφ ' ἅρματος ἐπὶ τὸν Λυκόρμαν ἦλθε ποταμόν ,
5107444 Παλαμηδης
τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλούς ” Γ ? , , ὡς Παλαμήδης φησίν . καυνάκης εἶδος . . . ὅπλου ,
ἄγαλμα αὐτοῦ εἶναι πηχυαῖον , ἐν πρεσβυτέρῳ , ἢ ὡς Παλαμήδης , τῷ εἴδει . „ καὶ ἅμα ἐξιὼν τῆς
5106102 ταως
ἃ εἶπεν ὁ ἕτερος ἄλλως ἄρ ' οὕποψ . [ ταῶς δὲ Ἀττικῶς περισπᾶται . ] οὗτος αὐτὸς : [
ξυγγραφέας ἡδίστους ἐμμέτρων καὶ ἀμέτρων λόγων , τοῦτο δὲ [ ταῶς ποικίλους , τοῦτο δὲ ὡς ] πολλοὺς σοφιστάς ,
5088358 Συριος
δὲ ἀσώματα . καὶ τῶν σώματα φαμένων Φερεκύδης μὲν ὁ Σύριος γῆν ἔλεξε πάντων εἶναι ἀρχὴν καὶ στοιχεῖον , Θαλῆς
, διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον : κύριος : Σύριος : Τύριος : Κύπριος : νύχιος : Στύγιος :
5077659 Στρατωνι
ἐστιν ἢ ἄτιμος , ὥσπερ ἐν τῷ Κατὰ Μειδίου Δημοσθένης Στράτωνι συναγορεύει : ἢ εἰ δι ' εὐπρέπειαν κατέγνωσταί τις
ὑπόστασιν ὁρίζοιτο εἶναι τὸ ὄν , εἰς ταὐτὸν ἀποφέρεται τῷ Στράτωνι νόημα : τὸ γὰρ ὑφεστάναι παρώνυμόν τι τῆς στάσεως
5073057 τραγῳδοποιος
' Ἱερωνύμου : οὗτος ὁ Ἱερώνυμος μελῶν ἐστι ποιητὴς καὶ τραγῳδοποιὸς ἀνώμαλος καὶ ἀνοικονόμητος , διὰ τὸ ἄγαν ἐμπαθεῖς γράφειν
τραγῳδὸς λέγεται ὁ χορευτὴς καὶ ὑποκριτής , κωμῳδοποιὸς δὲ καὶ τραγῳδοποιὸς οἱ ποιηταί . ἐνίοτε δὲ συγχέουσι τὴν διαφοράν .
5066817 χαλκευς
ἀνάγκη αὐτὴν μέρος εἶναι : οὐ γάρ , ἐπειδὴ ὁ χαλκεὺς ἀπο - τελεῖ τὸν ἄκμονα , ὁ ἄκμων μέρος
ἐπ ' ἀγαθῷ ἐφθόνει καὶ ἐμήνιε διὰ τὴν τέχνην οὔτε χαλκεὺς χαλκεῖ οὔτε τέκτονι τέκτων , οὐδὲ λῷόν τε καὶ
5050898 ἐκιθαρισεν
. Ἐκ δὲ τούτου συνηρμοσμένῃ τῇ λύρᾳ πρὸς τὸν αὐλὸν ἐκιθάρισεν ὁ παῖς καὶ ᾖσεν . ἔνθα δὴ ἐπῄνεσαν μὲν
αὐτῆς ἐπιθεὶς τοῖς ἄκροις , πρῶτος ἐποίησε κιθάραν , καὶ ἐκιθάρισεν . Καὶ μὲν δὴ βατράχους τῶν παλαιῶν , καὶ
5045820 μονωτον
αὐτὸ οἷον λικνοφορήσας τούτων γεύεται : ἱστορεῖ Ἀμμώνιος . κισσύβιον μόνωτον ποτήριον . Νεοπτόλεμος δὲ ὁ Παριανός φησι τὸ κίσσινον
δ ' αὐτοῦ σάτυρος φαλακρὸς , ἐν τῇ δεξιᾷ κώθωνα μόνωτον ῥαβδωτὸν κρατῶν . : Καὶ Πολέμων δ ' ἐν
5040668 Λυδος
: ἀπὸ τῶν ἐν Λήμνῳ κακῶν γυναικῶν ἡ παραβολή . Λυδὸς καπηλεύει : λέγεται Κῦρον περιγενόμενον τῶν Λυδῶν προστάξαι αὐτοῖς
Ὅλῃ χειρί : λείπει ἢ εὐεργετεῖν ἢ ἀδικεῖν . Ὁ Λυδὸς τὴν ὄνον ἐλαύνει : ἐπὶ τῶν παρ ' ἀξίαν
5032132 Ἀττικος
καὶ Θάσιος ἐκ μεγάλων κυλίκων ἐπιδέξια , ὁ δ ' Ἀττικὸς ἐκ μικρῶν ἐπιδέξια , ὁ δὲ Θετταλικὸς ἐκπώματα προπίνει
ἀπὸ τοῦ † ἀλάλημι ὁ παθητικὸς παρακείμενος ἤλαμαι καὶ ὁ Ἀττικὸς ἀλήλαμαι , ἔνθεν τὸ ἀληλαμένοι περὶ κύκλον , καὶ
5024287 Ὁμηρικος
δὲ τοὺς ἐπιζητοῦντας τὴν αἰτίαν ἔλεγεν πραύνομαι . καὶ ὁ Ὁμηρικὸς δὲ Ἀχιλλεὺς τῇ κιθάρᾳ κατεπραύνετο , ἣν αὐτῷ ἐκ
Θέτις μὴ βουλομένη γαμηθῆναι θνητῷ : μετεβάλλετο οὖν ὥσπερ ὁ Ὁμηρικὸς Πρωτεύς . οὔτε οὖν τὸ πῦρ , εἰς ὃ
5022365 κιθαριστης
Οὐκοῦν τῶν μανθανόντων οἱ διδάσκαλοι διδάσκαλοί εἰσιν , ὥσπερ ὁ κιθαριστὴς καὶ ὁ γραμματιστὴς διδάσκαλοι δήπου ἦσαν σοῦ καὶ τῶν
φησιν οὕτω : περὶ αὐτῷ εἶχε κιθαριστὰς καὶ κιθαρῳδούς . κιθαριστὴς μέν ἐστιν ὁ μόνον ψάλλων , κιθαρῳδὸς δὲ ὁ
5020062 ᾐδε
τῶν λόγων , ὡσπερεὶ Σαρδανάπαλλος τῇ κερκίδι τὴν κρόκην ὠθῶν ᾖδε τοὺς εἰς τὴν μάχην παρακλητικούς . ἀλλ ' ἡγεμόσι
τοῦ Ἑλικῶνος λαβὼν αὐτίκα μάλα ποιητὴς ἐκ ποιμένος κατέστη καὶ ᾖδε θεῶν καὶ ἡρώων γένη κάτοχος ἐκ Μουσῶν γενόμενος ,
5019346 Αἰγυπτιος
, πῶς ἕκαστος λέγεται Ἰουδαῖος , πῶς Σύρος , πῶς Αἰγύπτιος ; καὶ ὅταν τινὰ ἐπαμφοτερίζοντα ἴδωμεν , εἰώθαμεν λέγειν
ἀφίκετο ὁ Ἡρακλῆς ὁ Θηβαῖος ἢ ὁ Τύριος ἢ ὁ Αἰγύπτιος ἐς οὐδέτερα ἔχω ἰσχυρίσασθαι : μᾶλλον δὲ δοκῶ ὅτι
5018716 πηραν
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε
4987000 Ἰβυκος
' ἔρωτος ἀφίησι τὸ ξίφος : τὰ παραπλήσια τούτοις καὶ Ἴβυκος ὁ Ῥηγῖνος ἐν διθυράμβῳ φησίν : τὴν κατάρρυτον καὶ
Ἴβυκος , ὁ μὲν ἐποίησεν ὡς Ἐρεχθέως εἴη Σικυών , Ἴβυκος δὲ εἶναι Πέλοπός φησιν αὐτόν . Σικυῶνος δὲ γίνεται
4985760 Ἀμισωδαρου
οὖν οἱ προσχώριοι „ Βελλεροφόντης ἀφικόμενος μετὰ τοῦ Πηγάσου τὴν Ἀμισωδάρου Χίμαιραν ἀπώλεσε „ . τούτου γενομένου προσανεπλάσθη ὁ μῦθος
τριῶν θηρίων εἶχε δύναμιν . λέγεται δὲ τραφῆναι μὲν ὑπὸ Ἀμισωδάρου , καθάπερ εἴρηκε καὶ Ὅμηρος , γεννηθῆναι δὲ ἐκ
4980923 Σοφοκλης
Ἄγγαρος , διαφέρει . ὀροσάγγαι μὲν οἱ σωματοφύλακες , ὡς Σοφοκλῆς Ἑλένης γάμῳ καὶ Τρωίλῳ : Ἡρόδοτος δέ , ”
ἡ Πυθία δοκεῖ τὸν περὶ τοῦ Σωκράτους χρησμὸν εἰπεῖν σοφὸς Σοφοκλῆς , σοφώτερος δ ' Εὐριπίδης , ἀνδρῶν δὲ πάντων
4977817 Ἀρχιλοχος
ἡσυχίας καὶ τάξεως μέλποντες . οἴνῳ συγκεραυνωθεὶς φρένας , φησὶν Ἀρχίλοχος . Λακεδαιμόνιοι εἰ μὲν ἐμάνθανον τὴν μουσικὴν οὐδὲν λέγουσιν
μόνος Ἡρόδοτος Ὁμηρικώτατος ἐγένετο ; Στησίχορος ἔτι πρότερον ὅ τε Ἀρχίλοχος , πάντων δὲ τούτων μάλιστα ὁ Πλάτων , ἀπὸ
4958724 Ἀνακρεων
οὗτοι δ ' ἄρα καὶ σελίνοις . ὁ δ ' Ἀνακρέων καὶ ῥόδινον στέφανον ὠνόμασεν . τῶν μέντοι συμποτικῶν καὶ
ἐπιμελῶς τῷ κοτταβίζειν ὄντος τοῦ παιγνίου Σικελικοῦ , καθάπερ καὶ Ἀνακρέων ὁ Τήιος πεποίηκε : Σικελὸν κότταβον ἀγκύλῃ λατάζων .
4952969 Ἰλον
Ἐριχθόνιον * , Τρῶα δ ' Ἐριχθόνιος , Τρὼς δὲ Ἴλον , Ἀσσάρακον καὶ Γαννυμήδην Ἴλος γεννᾷ Λαομέδοντα , Λαομέδων
ποταμὸν ἔχων καὶ τὸν ἐκ Κρεούσης υἱὸν αὐτοῦ Ἀσκάνιον ἢ Ἴλον , ὅπου φαγόντων τῶν μετ ' αὐτοῦ τὰς τραπέζας
4949532 παγκαλος
κἀκείνων γὰρ ἕκαστος ἔκτοσθεν μὲν Ποσειδῶν τις ἢ Ζεύς ἐστι πάγκαλος ἐκ χρυσίου καὶ ἐλέφαντος συνειργασμένος , κεραυνὸν ἢ ἀστραπὴν
πρυτανεύσας Ἀθήνησιν : ἀντέσχε γὰρ τοῖς τριάκοντα . οὐδὲ ὁ πάγκαλος Ξενοφῶν στρατηγήσας τῶν μυρίων ἐκ φιλοσοφίας κατέβη : ἔσωσε
4947761 μαγαδις
' ὁ Χῖος ὡς περὶ αὐλῶν λέγει : Λυδός τε μάγαδις αὐλὸς ἡγείσθω βοῆς . καὶ Ἀρίσταρχος δὲ ὁ γραμματικός
ἐν δευτέρῳ περὶ ὀνομασιῶν λέγει οὕτως : ‚ ὁ δὲ μάγαδις καλούμενος αὐλός ‚ καὶ πάλιν μάγαδις ἐν ταὐτῷ ὀξὺν
4946848 Ἐριχθονιος
τὴν ὁμοίαν θεοφορίαν τυχοῦσαι τῆς ἐπικλήσεως , ἐκ Βατείας δὲ Ἐριχθόνιος καὶ Ἶλος . . . . Β . ,
τῆς ἀκροπόλεως αὑτὰς ἔρριψαν . ἐν δὲ τῷ τεμένει τραφεὶς Ἐριχθόνιος ὑπ ' αὐτῆς Ἀθηνᾶς , ἐκβαλὼν Ἀμφικτύονα ἐβασίλευσεν Ἀθηνῶν
4942281 κωμικος
τῶν παρασίτων ὃν Μένανδρος πτερνοκοπίδα καλεῖ . Μάχων τε ὁ κωμικὸς μέμνηται Κορύδου λέγων : τὸν Κόρυδον ἠρώτησεν Εὐκράτης πῶς
δούλους , διὰ πολέμου δ ' ἡλωκότας , Θεόπομπος ὁ κωμικὸς ἀποχρησάμενος τῇ φωνῇ φησι : δεσπότου πενέστου ῥυσὰ βουλευτήρια
4941066 Ἐλεατης
καὶ κοσμοποιόν . . . , Π . δὲ ὁ Ἐλεάτης θεοὺς εἰσηγήσατο πῦρ καὶ γῆν . . . .
οὕτως λέγει : τούτωι δὲ ἐπιγενόμενος Π . Πύρητος ὁ Ἐλεάτης ἐπ ' ἀμφοτέρας ἦλθε τὰς ὁδούς . καὶ γὰρ
4936746 Λοκρος
, ὅπερ βούλεται ἡ ἀντίφασις : Αἴας μὲν γὰρ ὁ Λοκρὸς οὐκ ἐμονομάχησεν , ὁ δὲ Σαλαμίνιος ἐμονομάχησεν . μὴ
γαῖαν ἑκὰς πάτρης ἐδάσαντο . . . . ἤτοι γὰρ Λοκρὸς Λελέγων ἡγήσατο λαῶν , τοὺς ῥά ποτε Κρονίδης Ζεὺς
4935850 Χιος
Πρόδικος ὁ Κεῖος καὶ Ἀναξιμένης ὁ Λαμψακηνὸς καὶ Θεόπομπος ὁ Χῖος καὶ Πῶλος ὁ Ἀκραγαντῖνος καὶ ἄλλοι συχνοὶ λόγους ἔλεγον
ὡς Σιμάριστος ἐν τετάρτῳ Συνωνύμων . Ἴων δ ' ὁ Χῖος ἐν Ἐλεγείοις : ἡμῖν δὲ κρητῆρ ' οἰνοχόοι θέραπες
4931325 Ἀναχαρσις
ὅτιπερ ἐν ταῖς ἰδίαις πατρίσι ξένους ποιοῦνται . ἔνθεν ὁ Ἀνάχαρσις ἑλὼν ἔφη νῦν αὐτὸν ἐν τῇ πατρίδι εἶναι καὶ
ἴδια κακὰ λυποῦσιν , ἀλλὰ καὶ τὰ ἀλλότρια ἀγαθά . Ἀνάχαρσις ἔφη πρὸς τὸν ἀποπέμψαντα αὐτὸν [ Σκυθέων βασιλέα ]
4926539 Μιδα
μηδ ' οὕτω τοῦ κακοῦ λήξαντος , Ἀγχοῦρος ὁ υἱὸς Μίδα λογισάμενος μηδὲν εἶναι τιμιώτερον ἐν βίωι ψυχῆς ἀνθρωπίνης ,
ἐπὶ Μίδᾳ τοῦτόν φασι ποιῆσαι : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδα δ ' ἐπὶ σήματι κεῖμαι . ἔστ ' ἂν
4924516 Λυκος
καὶ οἶς ἑκατόν . ἐνταῦθα διὰ τοῦ πεδίου ῥεῖ ποταμὸς Λύκος ὄνομα , εὖρος ὡς δύο πλέθρων . Οἱ δὲ
Λημᾶν χύτραις ἢ κολοκύνταις : ἐπὶ τῶν ἄγαν ἀμβλυωπούντων . Λύκος πρὸ βοῆς σπεύδει : ἐπὶ τῶν ὑπερσπευδόντων λέγεται ,
4923488 Ἀριονος
τοῦ Διός . εὑρεθῆναι δὲ τὸν διθύραμβον ἐν Κορίνθῳ ὑπὸ Ἀρίονός φασι , τῶν δὲ ποιητῶν τῷ μὲν αʹ βοῦς
τοῦ Διός . εὑρεθῆναι δὲ τὸν διθύραμβον ἐν Κορίνθῳ ὑπὸ Ἀρίονός φασι , τῶν δὲ ποιητῶν τῷ μὲν αʹ βοῦς
4919260 ἀρουραιος
ὁ κατηγορῶν , ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος περίτριμμα ἀγορᾶς ‚ [ ἀρουραῖος Οἰνόμαος , παράσημος ῥήτωρ ] . τούτων ἕκαστον κῶλόν
διαστολή τις εἴη , ἢ σύνθετον ὑπάρχοι : Ἀθηναῖος Εἰρηναῖος ἀρουραῖος . τὸ ἐρυσίχαιος προπαροξύνεται . τὸ δὲ Ἀθήναιος κύριον
4906212 ἐλεγειων
Ὑπερείδης ἐν τῷ κατ ' Αὐτοκλέους . δύο ἀναγράφουσιν Εὐήνους ἐλεγείων ποιητὰς ὁμωνύμους ἀλλήλοις , καθάπερ Ἐρατοσθένης ἐν τῷ περὶ
ἐπαγόμενος δηλονότι , ἀλλά τινα βλάβην : τὸ μέτρον ἐξ ἐλεγείων : τοῖς γὰρ ἐλεγείοις οὐ μόνον ἐπὶ θρήνων ,
4900578 Γλαυκου
ἐν ταῖς ὁδοῖς τιθεμένων ἀπαρχῶν ἃς οἱ ὁδοιπόροι κατεσθίουσιν . Γλαύκου τέχνη . σημείωσαι παροιμίαν ἐπὶ τῶν μὴ ῥᾳδίως κατεργαζομένων
. Καὶ οὗτος ὁ μῦθος παγγέλοιος , ὡς δὴ τοῦ Γλαύκου ἐν πίθῳ μέλιτος ἀποθανόντος ὁ Μίνως ἐν τῷ τύμβῳ
4900283 Κενταυρων
κατὰ γῆν αὐτὸν ὠθοῦσιν . Κενταύροισιν : ἀντὶ τοῦ ὑπὸ Κενταύρων . καταΐγδην : καταφορικῶς , μεθ ' ὁρμῆς .
Ἐκ δ ' ἐγένοντο στρατὸς ] ἐξεγένοντο δὲ στρατὸς θαυμαστὸς Κενταύρων ἀμφοτέροις τοῖς γεγεννηκόσιν ὁμοῖοι . ἔσχον δὲ εἰς ἓν
4900008 Φιλοκτητου
Ἀθηνᾶς προσεδεήθη πρὸς τὸ μὴ γνωσθῆναι ὅστις ἐστὶν ὑπὸ τοῦ Φιλοκτήτου , καθάπερ Ὅμηρος κἀκείνωι δὴ ἑπόμενος Εὐριπίδης , ὥστε
. τὰν Φιλοκτήταο δίκαν : ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος τὸν Φιλοκτήτου τρόπον μετερχόμενος ἐστρατεύθη καὶ τὴν μάχην ἐνίκησε . φορείῳ
4897790 ἀπορουμενη
Ἄλεξις Μεροπίδι : εἰς καιρὸν ἥκεις , ὡς ἔγωγ ' ἀπορουμένη ἄνω κάτω τε περιπατοῦς ' ὥσπερ Πλάτων σοφὸν οὐδὲν
τῇ πενιχρᾷ ἐπικλήρῳ . ὀρφανὴ γάρ τις εὐγενὴς ἐπίκληρος , ἀπορουμένη παντελῶς τῶν κατὰ τὸν βίον καὶ διὰ τὴν πενίαν
4895275 Πελοψ
καὶ ἵππους ταχεῖς , οὓς οὐδεὶς ἐνίκησεν εἰ μὴ ὁ Πέλοψ . εἶχε δὲ ὁ Πέλοψ ἡνίοχον τὸν Κίλλον .
μετὰ τὴν ἀφέψησιν ὁ Ποσειδῶν , παρ ' οὗ ὁ Πέλοψ ἵππους πτερωτοὺς λαβὼν σὺν τῷ ὀχήματι ἀπελθὼν εἰς Ἦλιν
4892635 ποιμην
δὲ εἰπεῖν τὸν ἀφεστῶτα τόπον , ὡς τό ὅθι ποιμένα ποιμὴν ἠπύει . νάσσατο : ἀντὶ τοῦ κατῴκισε . ῥύσια
ὥστ ' εἰκότως ὁ τὰ ἄριστα ἐπὶ θεὸν ἀναφέρων Ἄβελ ποιμὴν κέκληται , ὁ δὲ ἐφ ' ἑαυτὸν καὶ τὸν
4891190 ᾀδει
γελᾷ τε καὶ τέρπεται , καὶ τὰ πολλὰ ὕπτιος κατακείμενος ᾄδει μάλα τραχείᾳ καὶ ἀπηνεῖ τῇ φωνῇ τὰς οἰμωγὰς αὐτῶν
τοῦτο ποιεῖ : ὅταν δὲ θήλεια ᾖ ἡ θηρεύουσα , ᾄδει ἕως ἂν ἀπατηθῇ ὁ ἡγεμὼν αὐτῆς . καὶ οἱ
4883889 παρδαλιν
τοιοῦτόν ἐστιν ἡμῖν γε οὐ σαφές . Ἐπεὶ καὶ τὴν πάρδαλιν τοῖς μὲν ἄλλοις ἡδύ φασιν ὄζειν δι ' ὃ
τις οὕτω δασκίοις ἐν οὔρεσιν ἀνὴρ λέοντ ' ἔδεισεν οὐδὲ πάρδαλιν μοῦνος στενυγρῆι συμπεσὼν ἐν ἀτραπῶι . θύννοισι τευθίς ,
4883259 πεποικιλμενον
ὁμοίως δὲ θεραπεύει καὶ δυσουρίαν . ἔστι δὲ τὸ πτηνὸν πεποικιλμένον χροιαῖς , καὶ ἐνάρετον ποιεῖ τὸν ἐσθίοντα . Κόσσυφός
αὕτη τῶν πολιτειῶν εἶναι : ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον , οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν
4881948 αἰπολος
συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς
Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν
4878347 ἐκτεθεις
κλαπεὶς ὑπὸ τῆς Ῥέας ὑποβαλομένης τὸν λίθον εἰς τὴν Κρήτην ἐκτεθεὶς ὑπ ' αἰγὸς ἀνετράφη καθάπερ ὁ Τήλεφος ὑπὸ ἐλάφου
φασὶν ὅτι Κύκνος ἐκ λαθραίας μίξεως τεχθεὶς καὶ διὰ φόβον ἐκτεθεὶς εὑρέθη ὑπὸ ἁλιέων τινῶν ἔχων πέριξ αὐτοῦ κύκνους ,
4877222 Λυκιος
Ἅρπασος καὶ θυγάτηρ Ἀρτεμίχη , παῖδες ἐκ μητρὸς Ἅρπης . Λύκιος μὲν οὖν καὶ Ἅρπασος ἀκούσαντες ἐκέλευον ἱερεύειν τοὺς ὄνους
, τουτέστιν ὁ λαμπρὸς ταῖς ἀκτῖσιν . Ὠλὴν γάρ τις Λύκιος εὗρε τὸν ὕμνον τοῦτον . ἄγαλμα | Κύπριδος ἀρχαίης
4863074 Ἀρισβην
εἰς τὴν Τρωάδα τὴν Τεύκρου τοῦ Κρητὸς τὴν θυγατέρα γαμεῖ Ἀρίσβην . Ἑλλάνικος δὲ Βάτειαν αὐτήν φησι . . .
καὶ Κεραυνίων ὀρῶν καὶ Ἰβηρίας κείμενον οἳ καλοῦνται Ναρβωνήσιοι . Ἀρίσβην ἢ κατά τινας Βάτειαν θυγατέρα Τεύκρου γήμας Δάρδανος γεννᾷ
4862171 Πυθαγορειος
ἐπισφαλεστάτους καιροὺς συνεκινδύνευον . καὶ γὰρ Διονυσίου τυραννοῦντος Φιντίας τις Πυθαγόρειος ἐπιβεβουλευκὼς τῷ τυράννῳ , μέλλων δὲ τῆς τιμωρίας τυγχάνειν
. πρόεισι γὰρ ὁ θεῖος ἀριθμός , ὥς φησιν ὁ Πυθαγόρειος εἰς αὐτὸν ὕμνος , μουνάδος ἐκ κευθμῶνος ἀκηράτου ,
4857145 χρυσοκερων
ὅταν ὑπέρ τινων καλῶν εὐχαριστήρια θεοῖς θύωσι , σφάττουσι βοῦν χρυσόκερων : ἐμὲ οὖν , φησίν , ὡς ἱερεῖον σφαγησόμενον
μυχῶν , εὖτέ νιν ἀγγελίαις Εὐρυσθέος ἔντυ ' ἀνάγκα πατˈρόθεν χρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ ' , ἅν ποτε Ταϋγέτα ἀντιθεῖς
4855754 κητους
ῥυεισῶν αὐτοῦ τῶν τριχῶν ὅτε ὑπὸ τοῦ ἐφορμῶντος τῇ Ἡσιόνῃ κήτους κατεπόθη , ἀλλ ' ἵνα τούτων ποιήσηται τὴν ἔκθεσιν
φόρτον κομίζων ἐπὶ νεὼς μεγάλης , ἣν ἐπὶ στόματι τοῦ κήτους διαλελυμένην ἴσως ἑωράκατε . μέχρι μὲν οὖν Σικελίας εὐτυχῶς
4845500 καλλισφυρον
δὲ μετ ' ἀθανάτοισι θεοῖσι τέρπεται ἐν θαλίαις καὶ ἔχει καλλίσφυρον Ἥβην . τὸν δ ' οὖν Ἡρακλέα λέγουσι καταλεγόμενον
] ἀραρυῖαν [ ] ἣ δ ' ἔτεκεν Δανάην ] καλλίσφυρον ? [ ] [ ἐν μεγάροισιν ] ? [
4843767 πρωρευς
τῆς πρώρας τῆς Ἀργοῦς δέξασθαι τὴν βῶλον . εἴτε δὲ πρωρεὺς ἦν ὁ Εὔφημος κατά τινας εἴτε κυβερνήτης οὐκ ἔχω
πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας ὅτι Εὔφημος κυβερνήτης ἦν καὶ μὴ πρωρεὺς , τοῦτο γὰρ ἱστορεῖν Θεότιμον , λεκτέον ὅτι καὶ
4843095 Ἀντιμαχος
παρὰ τοῖς Φοίνιξιν . καὶ Ὀγκαῖαι πύλαι . μέμνηται καὶ Ἀντίμαχος καὶ Ῥιανός . Φοῖνιξ δὲ ἄνωθεν ὁ Κάδμος .
καὶ Ἀπολλώνιος . Ἡσίοδος δὲ καὶ Πίνδαρος ἐν Πυθιονίκαις καὶ Ἀντίμαχος ἐν Λύδηι διὰ τοῦ Ὠκεανοῦ φασιν ἐλθεῖν αὐτοὺς εἰς

Back