καὶ Θάσιος ἐκ μεγάλων κυλίκων ἐπιδέξια , ὁ δ ' Ἀττικὸς ἐκ μικρῶν ἐπιδέξια , ὁ δὲ Θετταλικὸς ἐκπώματα προπίνει
ἀπὸ τοῦ † ἀλάλημι ὁ παθητικὸς παρακείμενος ἤλαμαι καὶ ὁ Ἀττικὸς ἀλήλαμαι , ἔνθεν τὸ ἀληλαμένοι περὶ κύκλον , καὶ
7484351 Αἰολευς
διὰ τὸ Αἴολος , Αἰολία ἡ χώρα καὶ τὸ ἐθνικὸν Αἰολεύς . Ἡρωδιανὸς δέ φησιν , ὅτι τοῖς συνοικισταῖς συνεχῶς
, καὶ Αἰολήιος . δύναται δὲ τοῦτο καὶ ἀπὸ τοῦ Αἰολεύς εἶναι , ὅθεν καὶ τὸ Αἰόλειον , ὥστε γενικὸν
7407173 ὑποκριτης
ἀλλὰ μεμεστωμένος πράξει . Οὐκ ἔσῃ πλεονέκτης οὐδὲ ἅρπαξ οὐδὲ ὑποκριτὴς οὐδὲ κακοήθης οὐδὲ ὑπερήφανος . Οὐ λήψῃ βουλὴν πονηρὰν
ποιητὴς σαφῶς παρίστησι Τηλεκλείδης ἐν Ἡσιόδοις . Μυννίσκος ὁ τραγικὸς ὑποκριτὴς κωμῳδεῖται ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Σύρφακι ὡς ὀψοφάγος οὕτως :
7339355 αὐλητης
περὶ τὰς θυσίας αὐλητῶν ἦν ὁ Χαῖρις . ὁ Χαῖρις αὐλητὴς ἐπὶ ταῖς θυσίαις . ἦν δὲ καὶ ἕτερος κιθαρῳδός
. περὶ δὲ τοῦ τήνελλα Ἐρατοσθένης φησὶν ὅτι ὅτε ὁ αὐλητὴς ἢ ὁ κιθαριστὴς μὴ παρῆν , ὁ ἔξαρχος αὐτὸ
7313215 Μενδαιος
, Θάσιος , Χῖος καὶ ὁ τούτου ἄριστος Ἀριούσιος , Μενδαῖος , Μενδήσιος , Ἰσμαρικός , Λέσβιος , Πεπαρήθιος ,
περὶ ἡμᾶς , ἐκ Πεπαρήθου καὶ Κῶ καὶ Θάσιος καὶ Μενδαῖος καὶ ἐξ ἄλλων τινῶν πόλεων παντοδαπός : ἐκ δὲ
7288512 δημοτης
Ἀντιοχίδος φυλῆς . Φρύνιχος δὲ τῆς Ἀτταλίδος φησίν . Ὁ δημότης Ἀτηνεύς . Πατροκλῆς Ἀτηνεὺς ἐχορήγει , [ Ἀντιοχὶς ]
. ὅτι οἱ Ῥωμαίων στρατηγοὶ Κορνήλιος καὶ Κορβῖνος καὶ Δέκιος δημότης Σαυνίτας νικήσαντες ὑπέλιπον Καμπανοῖς φύλακας πρὸς τὰς Σαυνιτῶν ἐπιδρομάς
7225070 Ἰων
τοῦ καλοῦ , βʹ ἢ περὶ τοῦ ψεύδους ἀνατρεπτικοί : Ἴων ἢ περὶ Ἰλιάδος , πειραστικός : Μενέξενος ἢ ἐπιτάφιος
ἔτει δ . πρῶτος Εὐριπίδης , δεύτερος Ἰοφῶν , τρίτος Ἴων . ἔστι δὲ οὗτος Ἱππόλυτος δεύτερος ὁ καὶ στεφανίας
7187637 Σφηττιος
ὅθεν καὶ Σφηττοῖ ἐπίρρημα , καὶ ὁ πολίτης Σφήττιος : Σφήττιος οἶνος καὶ Σφήττιον ὄξος . ὡς ἔοικε δὲ ,
τοιαῦθ ' οἷ ' ἀκηκόαθ ' ὕβρισμαι . [ Καλλισθένης Σφήττιος , Διόγνητος Θορίκιος , Μνησίθεος Ἀλωπεκῆθεν , οἴδαμεν Δημοσθένην
7143282 ἀρχαιος
δίχα ἰδίας βλάβης τὰς κατὰ τῶν ἐχθρῶν ἐπελεύσεις ποιεῖσθαι καὶ ἀρχαῖος που διδάσκει λόγος , ὅπερ καὶ οἱ συνετοὶ τῶν
ἕξεται πᾶς ὁ σεμνὸς ἅμα καὶ σαφὴς καὶ σύντομος καὶ ἀρχαῖος λόγος ἐσόμενος . ὅπως δὲ ἕκαστον τούτων κἀν τοῖς
7128296 Ἀχαιος
μὲν ἐγένετο ἐνταῦθα ἡ τελευτή , τῶν δέ οἱ παίδων Ἀχαιὸς μὲν ἐκ τοῦ Αἰγιαλοῦ παραλαβὼν καὶ ἐξ Ἀθηνῶν ἐπικούρους
κόλακα δὲ μέγιστον , φησὶ Θεόπομπος . Ἀρκαδιὼν δὲ ὁ Ἀχαιὸς μισῶν τὸν Φίλιππον ἑκούσιον ἐκ τῆς πατρίδος φύγην ἔφυγε
7124422 Ἡγημων
εἶχε κόμην χρυσῆν ὅδε ὁ Ἀλεύας λέγων τερατεύεται [ ὁ Ἡγήμων δηλονότι ] , ἐμοὶ δὲ ἔστω ξανθή . καὶ
Πέρδιξ γὰρ ἦν τις Ἀθήνησι χωλὸς κάπηλος , οὗ διαβεβοημένου Ἡγήμων ὁ Θάσιος ὁπότε παρῳδῶν ἀπορήσειε , προσετίθει , Καὶ
7116008 Βοιωτιος
τὸν τρόπον . ἦν αὐτῷ συνήθης Πρόξενος ὄνομα , γένος Βοιώτιος , μαθητὴς μὲν Γοργίου τοῦ Λεοντίνου , φίλος δὲ
πορευομένοις αὐτοῖς παρὰ βασιλέα ἀπήντησαν καταβαίνοντες οἵ τε Λακεδαιμονίων πρέσβεις Βοιώτιος [ ὄνομα ] καὶ οἱ μετ ' αὐτοῦ καὶ
7084450 εἰρημενος
γὰρ Ἑρμῆν μάτην πρὸς αὐτὸν ταῦτα κομπάζειν . . λίαν εἰρημένος ] μετ ' ἐπάρσεως λεγόμενος . . ἀληθὴς καὶ
παρὰ Διονυσίου βοηθείας ἔλεγεν ὅτι ἐξήκοι αὐτῷ ὁ χρόνος ὃς εἰρημένος ἦν παραμένειν . καὶ ἅμα ταῦτ ' ἔλεγε καὶ
7084392 Ἀχαρνευς
κοινὴ , μάλιστα δὲ χαλκεῦσιν , ὥς φησιν Ἀπολλώνιος ὁ Ἀχαρνεύς . Φανόδημος δὲ οὐκ Ἀθηνᾷ φησιν ἄγεσθαι τὴν ἑορτὴν
δὲ καὶ τούτων [ αὐτῶν ] τὰ ἀναγκαιότατα : Λυσιμαχίδης Ἀχαρνεύς : ἐπὶ τούτου τὰ μὲν ἔργα τὰ περὶ τοὺς
7080514 Ἀρχιλοχος
ἡσυχίας καὶ τάξεως μέλποντες . οἴνῳ συγκεραυνωθεὶς φρένας , φησὶν Ἀρχίλοχος . Λακεδαιμόνιοι εἰ μὲν ἐμάνθανον τὴν μουσικὴν οὐδὲν λέγουσιν
μόνος Ἡρόδοτος Ὁμηρικώτατος ἐγένετο ; Στησίχορος ἔτι πρότερον ὅ τε Ἀρχίλοχος , πάντων δὲ τούτων μάλιστα ὁ Πλάτων , ἀπὸ
7029352 μελοποιος
αὐτῶν τὰς ἀνδραγαθίας : ὧν γέγονε καὶ Σιμωνίδης , ὁ μελοποιός , ἄξιον τῆς ἀρετῆς αὐτῶν ποιήσας ἐγκώμιον , ἐν
πρῶτον Στησίχορον τὸν Ἱμεραῖον . καὶ Ξάνθος δ ' ὁ μελοποιός , πρεσβύτερος ὢν Στησιχόρου , ὡς καὶ αὐτὸς ὁ
7017898 Λεσβιος
οὖν ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Φανίας ὁ Λέσβιος εἴρηκε . : Θουκυδίδης μὲν οὖν καὶ Χάρων ὁ
πηκτίδι τὸν βάρβιτον : τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ ' ὁ Λέσβιος εὗρε πρῶτος ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων
7014594 Αἰγυπτιος
, πῶς ἕκαστος λέγεται Ἰουδαῖος , πῶς Σύρος , πῶς Αἰγύπτιος ; καὶ ὅταν τινὰ ἐπαμφοτερίζοντα ἴδωμεν , εἰώθαμεν λέγειν
ἀφίκετο ὁ Ἡρακλῆς ὁ Θηβαῖος ἢ ὁ Τύριος ἢ ὁ Αἰγύπτιος ἐς οὐδέτερα ἔχω ἰσχυρίσασθαι : μᾶλλον δὲ δοκῶ ὅτι
6967081 Φρυνιχος
. . Π . ἰδεῶν ; . . . : Φρύνιχος ἐν τῆι Σοφιστικῆι παρασκευῆι παρατίθεται τὸ ὑπόξυλος ῥήτωρ καὶ
ὁ Κύνουλκος : ἀλλ ' , ὦ χοιρίον εὐάρτυτον , Φρύνιχος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν τῷ Ἐφιάλτῃ μνημονεύει τοῦ ἡδυλόγου διὰ
6930576 Ἀνακρεων
οὗτοι δ ' ἄρα καὶ σελίνοις . ὁ δ ' Ἀνακρέων καὶ ῥόδινον στέφανον ὠνόμασεν . τῶν μέντοι συμποτικῶν καὶ
ἐπιμελῶς τῷ κοτταβίζειν ὄντος τοῦ παιγνίου Σικελικοῦ , καθάπερ καὶ Ἀνακρέων ὁ Τήιος πεποίηκε : Σικελὸν κότταβον ἀγκύλῃ λατάζων .
6915708 Χιος
Πρόδικος ὁ Κεῖος καὶ Ἀναξιμένης ὁ Λαμψακηνὸς καὶ Θεόπομπος ὁ Χῖος καὶ Πῶλος ὁ Ἀκραγαντῖνος καὶ ἄλλοι συχνοὶ λόγους ἔλεγον
ὡς Σιμάριστος ἐν τετάρτῳ Συνωνύμων . Ἴων δ ' ὁ Χῖος ἐν Ἐλεγείοις : ἡμῖν δὲ κρητῆρ ' οἰνοχόοι θέραπες
6896281 Θασιος
καὶ τῇ τοῦ υἱοῦ γυναικὶ συνῆν , ὡς Στησίμβροτος ὁ Θάσιος ἱστορεῖ , κατὰ τοὺς αὐτοὺς αὐτῷ χρόνους γενόμενος καὶ
Θεαγένης τε ὁ Ῥηγῖνος κατὰ Καμβύσην γεγονὼς καὶ Στησίμβροτος ὁ Θάσιος καὶ Ἀντίμαχος ὁ Κολοφώνιος Ἡρόδοτός τε Ἁλικαρνασσεὺς καὶ Διονύσιος
6863887 Μηριονου
μήδους , ὁ δὲ νεώτερος ὑπὸ τοῦ Ἀντιλόχου καὶ τοῦ Μηριόνου , ὁ δὲ μεσαιπόλιος ὑπὸ τοῦ Ἰδομενέως καὶ τοῦ
ὄφιος : οὕτως ἐπειδὴ πολλὰ εἰς ης ἰσοσυλλαβεῖ , Μηριόνης Μηριόνου , καὶ Ἀττικοὶ συναιροῦντες τὴν Δημοσθένεος γενικὴν Δημοσθένους φασὶν
6844589 Ἀλκμαν
Μάκαρς : ὁ μακάριος . Δᾶερ : ὁ ἀνδράδελφος . Ἀλκμάν : ὄνομα κύριον . Παιάν : εἶδος ᾠδῆς ,
: τὴν γὰρ αὐτὴν ἔχουσιν ὀρθὴν καὶ κλητικήν , οἷον Ἀλκμάν ὦ Ἀλκμάν , Φαίαξ ὦ Φαίαξ , μάκαρ ὦ
6843388 Σιμος
ἀνοχὰς ποιήσασθαι μέχρι τοῦ θαργηλιῶνος μηνός . ᾑρέθησαν ἐκ βουλῆς Σῖμος Ἀναγυράσιος , Εὐθύδημος Φυλάσιος , Βουλαγόρας Ἀλωπεκῆθεν . ]
. . . . . , . Ποσειδωνιᾶται Ἀθάμας , Σῖμος . . . . τοῦτο δ ' ἀνελόντα [
6839108 ἐπιγραμματων
τοῖς Ἕλλησιν ἐν ταῖς χρείαις , τῶν τροπαίων καὶ τῶν ἐπιγραμμάτων καλλίους ἀεὶ παρασχομένη τὰς ὑποθέσεις . Ὃ τοίνυν ἔξω
ἀξιέπαινόν τι εἶναι καὶ οὐκ ἄχαρι , εἴ γε τῶν ἐπιγραμμάτων τὰ ἀρτιγενῆ καὶ νεώτερα , διαλανθάνοντα ἔτι καὶ χύδην
6814706 κωμῳδειται
ἐνοσφίσατο πολλὰ τοῦ δημοσίου πράγματα , καὶ ὑπ ' ἄλλων κωμῳδεῖται . τοῦτο δὲ κομψὸν καὶ οὐ πάνυ οἰκεῖον δοκεῖ
ἔμελλε φωραθήσεσθαι καὶ δώσειν δίκην ὡς κεκλοφὼς τὰ δημόσια , κωμῳδεῖται ὑπὸ τῶν ποιητῶν . εἶχε δὲ οὗτος ὁ Πάμφιλος
6802645 προπαροξυτονως
ὡς δείξομεν . Ἀβάκαινον , πόλις Σικελίας , οὐδετέρως καὶ προπαροξυτόνως καὶ ἡ παραλήγουσα διὰ διφθόγγου , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν
] τὸν μέγα δυνάμενον παρὰ βασιλεῖ . τοῦ πρέσβεως : προπαροξυτόνως , ὡς μάντεως . ἀπὸ εὐθείας τῆς ὁ πρέσβις
6789183 Φιλημων
πλουσίων , ἐπεὶ πλούσιός ποτε ἦν Τάνταλος , ὡς δηλοῖ Φιλήμων εἰπών : Κροίσῳ λαλῶ σοι καὶ Μίδᾳ καὶ Ταντάλῳ
, ἐγὼ λέγω καὶ τὰ ἑξῆς . οὕτω δὲ αὐτὸν Φιλήμων ἠγάπησεν ὡς τολμῆσαι περὶ αὐτοῦ τοιοῦτον εἰπεῖν [ .
6780074 ὑποξυλος
. Μένανδρος Περινθίᾳ : οὐδ ' αὐτός εἰμι σὺν θεοῖς ὑπόξυλος , οἷον κίβδηλος καὶ οὐ γνήσιος οὐδὲ ἀληθής [
Περινθίαι φησίν : οὐ δ ' αὐτός εἰμι σὺν θεοῖς ὑπόξυλος , οἷον κίβδηλος καὶ οὐ γνήσιος οὐδὲ ἀληθής .
6764207 Δολων
δαμάσαντό γ ' Ἀχαιούς . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε Δόλων Εὐμήδεος υἱός : τοὶ γὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ
, , . . . μὴ δή μοι φύξιν γε Δόλων ἐμβάλλεο θυμῷ : ἡ διπλῆ ὅτι ζητεῖται πῶς τὸ
6761680 Ἀλεξανδρευς
δήμαρχος ὁ τὴν ἐπώνυμον ἀρχὴν ἄρχων : καὶ Ἀσκληπιάδης ὁ Ἀλεξανδρεὺς τοὺς κατὰ δῆμον ἄρχοντάς φησι . Δημήτριος δὲ ὁ
ἐκαλοῦντο οἱ τῇ κορώνῃ ἀγείροντες , ὥς φησι Πάμφιλος ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἐν τοῖς περὶ ὀνομάτων : καὶ τὰ ᾀδόμενα δὲ
6756108 Σιμωνιδης
τὸν Ἔρωτα γενεαλογεῖ , Σαπφὼ δὲ Γῆς καὶ Οὐρανοῦ , Σιμωνίδης δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως : σχέτλιε παῖ δολόμηδες Ἀφροδίτας
μὲν γὰρ τῶν μακρῶν οὐκ ἤρξατο , ὅτι ὁ Κεῖος Σιμωνίδης ὕστερον τοῦ Παλαμήδους ἐφεῦρεν αὐτά . Συζεύξας γὰρ δύο
6754505 ἀρουραιος
ὁ κατηγορῶν , ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος περίτριμμα ἀγορᾶς ‚ [ ἀρουραῖος Οἰνόμαος , παράσημος ῥήτωρ ] . τούτων ἕκαστον κῶλόν
διαστολή τις εἴη , ἢ σύνθετον ὑπάρχοι : Ἀθηναῖος Εἰρηναῖος ἀρουραῖος . τὸ ἐρυσίχαιος προπαροξύνεται . τὸ δὲ Ἀθήναιος κύριον
6747931 φιλολογος
Ἀνάγκη , ἔφη , ἃ ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φιλόλογος ἐπαινεῖ , ἀληθέστατα εἶναι . Τριῶν ἄρ ' οὐσῶν
ἀρχῇ ἔχει τὸ „ φιλεῖν „ προπαροξύνεται : φιλόπονος φιλόσοφος φιλόλογος . Τὰ παρὰ τὸ ” λέγω ” χωρὶς τῶν
6744854 Βακχυλιδης
ος ποιοῦσι τὴν γενικὴν καὶ φυλάττουσι τὸ ω , οἷον Βακχυλίδης Βάκχων Βάκχωνος , Σιμωνίδης Σίμων Σίμωνος , Μιτυληναῖος Μίτων
Κόρινθον διὰ τὸ ἀρχὴν ἢ τέλος εἶναι τῆς Πελοποννήσου . Βακχυλίδης : ὦ Πέλοπος λιπαρᾶς νάσου θεόδματοι πύλαι . ἢ
6739749 Θετταλος
: θετοὺς γὰρ ἔλεγον , φησὶ , τοὺς εἰσποιητούς . Θετταλός : Λυσίας κατὰ Νικίδου . εἷς τῶν Κίμωνος παίδων
ἀπὸ τῶν ἐκείνου καὶ τὰ κυντατώτατα τετορύνηκας μετοίκιον τρέφει με Θετταλός τις , ἄνθρωπος βαρύς , πλουτῶν , φιλάργυρος δὲ
6738065 προπερισπωμενως
. ἄγροικος μὲν βαρυτόνως ὁ γνώσεως ἄμοιρος : ἀγροῖκος δὲ προπερισπωμένως ὁ ἐν ἀργῷ διατρίβων ἢ ὁ μὴ ἥμερος ,
δόξαν ἀποφέρεται : ὅταν τροπαῖα : τροπαῖα ἡ ἀρχαία Ἀτθὶς προπερισπωμένως : λαμβάνει : τῆς νίκης : σεμνοὶ δ '
6737024 παλαιος
καὶ ἱεράκων πιστεύεται . τὴν γονὴν δ ' αὐτοῦ τοιάνδε παλαιός τις εἶναι βούλεται λόγος : ἔστι τι γένος οὕτω
καὶ γὰρ πληρωτικός ἐστι τῆς κεφαλῆς καὶ μάλισθ ' ὁ παλαιός . στομάχου δὲ χάριν τῷ συνεργῆσαι τῇ πέψει οὐδὲν
6723943 πολυνους
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον
6717524 τραγῳδοποιος
' Ἱερωνύμου : οὗτος ὁ Ἱερώνυμος μελῶν ἐστι ποιητὴς καὶ τραγῳδοποιὸς ἀνώμαλος καὶ ἀνοικονόμητος , διὰ τὸ ἄγαν ἐμπαθεῖς γράφειν
τραγῳδὸς λέγεται ὁ χορευτὴς καὶ ὑποκριτής , κωμῳδοποιὸς δὲ καὶ τραγῳδοποιὸς οἱ ποιηταί . ἐνίοτε δὲ συγχέουσι τὴν διαφοράν .
6717401 τραγικος
ὁ δὲ νοῦς πέπαικται εἰς τραγῳδίαν : ὁ γὰρ χαρακτὴρ τραγικὸς , ὡς ἐν Ὀρέστῃ [ ] ἀναβοάσομαι πατρὶ Ταντάλῳ
Σωτίων τε καὶ Ἀγαθοσθένης οἱ φιλόσοφοι , καὶ Εὐριπίδης ὁ τραγικὸς οὑτωσὶ λέγων : ἃν ὑγραίνει καλλιστεύων ὁ ξανθὰν χαίταν
6715287 Ἀλκαιος
ἐπιγραμματογράφοι ποιηταὶ Σιμωνίδης ὁ παλαιός , οὗ Ἡρόδοτος μέμνηται , Ἀλκαῖος ὁ νέος , ὃς ἦν ἐπὶ * τοῦ *
τὸ ι , οἷον Θηβαῖος Θηβάος , ἀρχαῖος ἀρχάος , Ἀλκαῖος Ἀλκάος . . . ἀλκυών : παρὰ τὸ ἐν
6707173 Ἡγησιας
Κηφισοφῶν , Εὐθύκριτος , Ἡγήμων , Χρέμης , Ἀντικλῆς , Ἡγησίας , Κηφισόδωρος , Φιλοκλῆς : ἐπὶ τούτου τὴν φρουρὰν
τῆς προθέσεως ἐκπεσεῖν τὴν γραφήν . ἔπεισι γὰρ ὅ φησιν Ἡγησίας „ ὁρῶ τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὸ περιττῆς ” τριαίνης
6704037 ἐγχωριος
πολίτης , ἀστός , οἰκήτωρ , ἔνοικος , ἔντοπος , ἐγχώριος , ἐγγενής , καὶ τὸ πλῆθος δῆμος , ὄχλος
πλουσίου Νείλου . καὶ χώριος οὐ σύνθετον , ἀλλὰ τὸ ἐγχώριος καὶ ἐπιχώριος σύνηθες ἐκ τοῦ ἐν χώρᾳ καὶ ἐπὶ
6685358 πολιτης
σωτηρίας τῆς πολιτείας ἐχομένοις συντελῶν καὶ ἔστιν ἀνήρ τε καὶ πολίτης ἀγαθὸς ὁ αὐτός : μοχθηρᾶς δὲ πολιτείας ὁ τὴν
ὑφορᾶται τῶν ἀστειοτέρων τὰ σκώμματα πάντων ἀσχολουμένων τοῖς ὁρωμένοις . πολίτης γὰρ ξένον παραλαβὼν ὅ τι θέας ἄξιον ὑποδείκνυσι .
6673134 κορυφαιος
ἐπιβὰς ἀνήχθη , καὶ διαβαλὼν ἐς Μακεδονίαν ἦν παρὰ Φιλίππῳ κορυφαῖος τῶν φίλων Ἡρακλείδης . Ῥόδιοι βασιλεῖ Πτολεμαίῳ πολεμοῦντες περὶ
τι ἂν αὐτῶν κάλλιστον εἴη , ταχέως ὁ τοῦ χοροῦ κορυφαῖος Σοῦμμος ἐφάνη χρυσίου πληγαῖς ἄτρωτος ὢν προσαγαγών τε ἡμῖν
6669533 ἀνδριαντοποιος
Νεμεακὴν εἰς αὐτοὺς ᾠδὴν , ἧς ἡ ἀρχή : Οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ ' ὥστ ' ἐλινύσοντα : ἥτις ἦν καὶ
, τρίτος Στρατονικεὺς σοφιστής , Κὰρ τὸ ἀνέκαθεν : τέταρτος ἀνδριαντοποιός , πέμπτος καὶ ἕκτος ζωγράφοι : μέμνηται δ '
6666984 Δωριος
ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται
Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ
6656148 Καλλιμαχος
παίγνιον , ὁ ξύλινος νοῦς : αἴτιος ὁ γράψας Αἴτια Καλλίμαχος . Καλλίμαχος τὸ κάθαρμα , τὸ παίγνιον , ὁ
κατὰ συγκοπήν . . . . ἀμπρεύω : ὁ μὲν Καλλίμαχος κυρίως ἐπὶ τοῦ ἕλκειν ἔλαβε τὴν λέξιν : ἀμπρὸν
6646460 Σικυωνιος
ἐγεγόνεσαν Πτολίχῳ μὲν Συννοῶν ὁ πατήρ , ἐκείνῳ δὲ Ἀριστοκλῆς Σικυώνιος , ἀδελφός τε Κανάχου καὶ οὐ πολὺ τὰ ἐς
, τὴν δὲ Νίκην καὶ τοῦ Ἀρκάδος τὴν εἰκόνα ὁ Σικυώνιος Δαίδαλος : Ἀντιφάνης δὲ Ἀργεῖος καὶ Σαμόλας Ἀρκάς ,
6644059 Πιττακος
ἀπόκρισιν : κατ ' ἐρώτησιν μὲν οὖν ἐστιν , οἷον Πιττακὸς ὁ Μιτυληναῖος ἐρωτηθείς , εἰ λανθάνει τις τοὺς θεοὺς
Σόλων ὁ Ἐξηκεστίδου καὶ Θαλῆς ἐκεῖνος καὶ παρ ' αὐτοὺς Πιττακὸς καὶ οἱ ἄλλοι : ἑπτὰ δὲ πάντες εἰσὶν ὡς
6637176 Κολλυτευς
, Πολύκριτον Ἀπημάντου Κοθωκίδην . πρυτανεία φυλῆς Ἱπποθωντίδος , Ἀριστοφῶν Κολλυτεὺς πρόεδρος εἶπεν . ] Ὥσπερ τοίνυν ἐγὼ ταῦτα δεικνύω
. . . , , : Ἦν δὲ τὸν δῆμον Κολλυτεὺς , ὥς φησιν Ἀντιλέων ἐν δευτέρῳ Περὶ χρόνων .
6636755 Φοινιξ
ἠδικηκόσι φαίνεται , τῆς ἀδικίας ἐπαινέτης γίγνεται . ἄνθρωπε , Φοίνιξ εἶ καὶ πόλις ἔστι σοι ; μάλιστα μὲν κἀκεῖ
λέγε . εἰ δὲ μή , σύναπτε οὕτως : ὁ Φοίνιξ ἀλαλητὸς καὶ ὁ Τυρσηνῶν ἀλαλητός . τὴν ἀπὸ τῆς
6636413 Λυκιος
Ἅρπασος καὶ θυγάτηρ Ἀρτεμίχη , παῖδες ἐκ μητρὸς Ἅρπης . Λύκιος μὲν οὖν καὶ Ἅρπασος ἀκούσαντες ἐκέλευον ἱερεύειν τοὺς ὄνους
, τουτέστιν ὁ λαμπρὸς ταῖς ἀκτῖσιν . Ὠλὴν γάρ τις Λύκιος εὗρε τὸν ὕμνον τοῦτον . ἄγαλμα | Κύπριδος ἀρχαίης
6627719 ἐπιχωριος
Δράκων νήπιος νηπίῳ παιδί , τὸ γένος Ἀρκάδι , κἀκεῖνος ἐπιχώριος γίνεται σύντροφος . οὐκοῦν συνανιόντε τὴν ἡλικίαν ὁ παῖς
πόλις Ἀραβίας πλησίον τῆς Ἔγρας . ὁ οἰκήτωρ Ἰαθριππηνός : ἐπιχώριος γὰρ ὁ τύπος , ὡς Μηδαβηνός . Ἰαιτία ,
6627536 Θηβαιος
καὶ ἀδίκως διατεθῆναι . Ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Ἐπαμεινώνδας ὁ Θηβαῖος , μέγιστον ἔχων τῶν πολιτῶν ἀξίωμα , συναχθείσης ἐκκλησίας
εἰσὶν ἴαμβοι ξεʹ . Γ ἄλλως : ἔρχεταί τις ἀνὴρ Θηβαῖος καμὼν τὸν ὦμον ἐν τῷ βαστάζειν τὸ φορτίον ὃ
6626946 Θρᾳξ
τὸν προσάγοντα τῷ † ἕρματι τὸ ποτήριον . ἐνταῦθα ὁ Θρᾷξ Διονύσιος φησὶ τὴν παροιμίαν „ πολλὰ μεταξὺ κύλικος „
. . Περὶ οὗ πολέμου συνεγράψατο ὁ σοφώτατος Πρίσκος ὁ Θρᾷξ . . . Ἐν τούτοις τοῖς χρόνοις ὁ πολὺς
6625868 Σκυθης
κρατῆρος ἀλλ ' ἀσπιδίτην ὄντα καὶ πεφραγμένον ὡς ἀσπιδοῦχος ἢ Σκύθης τοξεύμασιν ; ἐπίκοτα καὶ πεσσὰ πεντέγραμμα καὶ κύβων βολαί
, κἂν Αἰθίοψ ᾖ , μῆτερ , ἐστὶν εὐγενής . Σκύθης τις : ὄλεθρος : ὁ δ ' Ἀνάχαρσις οὐ
6614342 Θορικιος
φυλῆς . Ἑκαταῖος δὲ πόλιν αὐτήν φησιν . ὁ δημότης Θορίκιος καὶ Θορικεύς . τὰ τοπικὰ ἐκ Θορικοῦ Θορικόνδε Θορικοῖ
συμβαίνει . φέρε , εἰ δὲ κριτὴς καλοῖτο Μαντίθεος Μαντίου Θορίκιος , τί ἂν ποιοῖμεν ; ἢ βαδίζοιμεν ἂν ἄμφω
6610755 Θρασυκλης
Εὐθύδημος , Προκλῆς , Πυθόδωρος , Ἅγνων , Μυρτίλος , Θρασυκλῆς , Θεαγένης , Ἀριστοκράτης , Ἰώλκιος , Τιμοκράτης ,
: ὡς γὰρ παρὰ τὸ Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ παρὰ τὸ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ παρὰ τὸ Βαθυκλῆς Βάθυλλος , ὁ ἐρώμενος
6603169 Ὁμηρικος
δὲ τοὺς ἐπιζητοῦντας τὴν αἰτίαν ἔλεγεν πραύνομαι . καὶ ὁ Ὁμηρικὸς δὲ Ἀχιλλεὺς τῇ κιθάρᾳ κατεπραύνετο , ἣν αὐτῷ ἐκ
Θέτις μὴ βουλομένη γαμηθῆναι θνητῷ : μετεβάλλετο οὖν ὥσπερ ὁ Ὁμηρικὸς Πρωτεύς . οὔτε οὖν τὸ πῦρ , εἰς ὃ
6602190 Σωπατρος
οἱ Φοίνικες . ὅτι ἐστὶν ὄργανον καλούμενον νάβλα , ὡς Σώπατρος : νάβλα λαρυγγόφωνος ἐκκεχόρδωται . τὸ τρίγωνον δὲ καλούμενον
Ἀρχέστρατος μέμνηται ; ἀλλ ' ὅμως ὠνόμασεν ἡμίνηρον ὁ Πάφιος Σώπατρος ἐν Μυστάκου θητίῳ οὕτως : ἐδέξατ ' ἀντακαῖον ,
6590149 Διαγορας
Βυβλίων Φοινίκων : ἀλλὰ καὶ Ζεφυρία . ὁ πολίτης „ Διαγόρας ὁ Μήλιος καὶ . . . . . ποιητής
καὶ Διαγόρου παῖδες , ἐπὶ δὲ αὐτοῖς κεῖται καὶ ὁ Διαγόρας , πυγμῆς ἐν ἀνδράσιν ἀνελόμενος νίκην : τοῦ Διαγόρου
6587986 Κυπριος
καὶ τὴν ὀνομασίαν ἔσχεν ἡ πόλις . . . Βοῦς Κύπριος : κοπροφάγος , εἰκαῖος , ἀκάθαρτος . Σημαίνει δὲ
τῶν πλουσίων καὶ ὑβριστῶν . Τοιοῦτοι γὰρ οἱ Κολοφώνιοι . Κύπριος βοῦς : ἐπὶ τῶν κοπροφάγων καὶ εἰκαίων . Κάμηλος
6586905 Ἠλειος
οὕτω δὴ πέντε σφι μαντευόμενος ἀγῶνας τοὺς μεγίστους Τεισαμενὸς ὁ Ἠλεῖος , γενόμενος Σπαρτιήτης , συγκαταιρέει . Μοῦνοι δὲ δὴ
Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὁ Ἠλεῖος . ἄλλως : Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὁ Ἠλεῖος , ἤτοι ἀπὸ Αἰτωλοῦ τοῦ Ἐνδυμίωνος , ὃς ἦν
6583728 Κρατινος
ὁ τόπος , ἐν ᾧ Ἀθηνᾶ καὶ Ποσειδῶν ἐκρίθησαν . Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : Ἔνθα Διὸς μεγάλου θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται
ὁ Συρακόσιος ἔν τινι τῶν δραμάτων ἐπ ' ὀλίγον καὶ Κρατῖνος ὁ τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας ποιητὴς ἐν Εὐνείδαις , καὶ
6580618 Ἐνυαλιος
Παφλαγονίας : ἔνερθεν τὸ ὑποκάτωθεν : ἔνοσις ἡ κίνησις : Ἐνυάλιος : Ἐνυὼ πολεμική τις δαίμων : ἔνωρ τὸ ἁπαλόν
, καὶ πάλιν σοὶ μὲν εὔιππος εὔπωλος ἐγχέσπαλος δῶκεν αἰχμὰν Ἐνυάλιος εὔσκοπον ἔχειν . ἓν δὲ ποίημα ἐπετήδευσε συνθεῖναι ,
6575556 κιθαρῳδος
, μὴ ' πίσειέ μοι τὸν Μισγόλαν : οὐ γὰρ κιθαρῳδός εἰμ ' ἐγώ . ὁ τρίτος οὗτος δ '
αὐτοῦ καταμένειν ; Ἐν τῇ Κορίνθῳ παρεπεδήμησέν ποτε Στρατόνικος ὁ κιθαρῳδός , εἶτα γρᾴδιον ἐνέβλεπεν αὐτῷ κοὐκ ἀφίστατ ' οὐδαμοῦ
6572902 Παιανιευς
Οἰνῇδος , Κτησιφῶν Λεωσθένους Ἀναφλύστιος εἶπεν : ἐπειδὴ Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεὺς γενόμενος ἐπιμελητὴς τῆς τῶν τειχῶν ἐπισκευῆς καὶ προσαναλώσας εἰς
πρυτανευούσης Λεοντίδος , Ἀριστόνικος Φρεάρριος εἶπεν : ἐπειδὴ Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεὺς πολλὰς καὶ μεγάλας χρείας παρέσχηται τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων
6568720 Μοσχος
κατείληπτο . ὁ οὖν οἰκοφθόρος τὸ ἐπιτήδευμα ῥήτωρ ἐγεγόνει , Μόσχος δὲ ὄνομα . . . . . τυγχάνων δὲ
Φερεκράτους καὶ αὐτὸς εἶναί φησι γένος κύλικος τὴν λεπαστήν . Μόσχος δ ' ἐν ἐξηγήσει Ῥοδιακῶν Λέξεων κεραμεοῦν ἀγγεῖόν φησιν
6567843 κωμῳδοποιος
μυστήρια ταῦτα ἐκάλεσεν : ἢ ἴσως καὶ τῶν φιλοσόφων ὁ κωμῳδοποιὸς ⌈ οὗτος ⌈ μετ ' εἰρωνείας καθαπτόμενος . ἀναιροῦμαι
Ἑρμησιάνακτα περὶ τούτου τοῦ Ἔρωτος . καὶ γὰρ Δίφιλος ὁ κωμῳδοποιὸς πεποίηκεν ἐν Σαπφοῖ δράματι Σαπφοῦς ἐραστὰς Ἀρχίλοχον καὶ Ἱππώνακτα
6565122 Μενων
ἀποπέμπει τὴν ταχίστην ὁδόν : καὶ συνέπεμψεν αὐτῇ στρατιώτας οὓς Μένων εἶχε καὶ αὐτόν . Κῦρος δὲ μετὰ τῶν ἄλλων
. τὸ μὲν δὴ πολὺ τοῦ Ἑλληνικοῦ οὕτως ἐπείσθη . Μένων δὲ πρὶν δῆλον εἶναι τί ποιήσουσιν οἱ ἄλλοι στρατιῶται
6547773 στωικος
τις πρὸς τῶν ἐπιχωρίων Νάσιβις καλεῖται , ὅθεν Ἀπολλοφάνης ὁ στωικὸς φιλόσοφος Νασιβηνὸς καὶ Φαρνοῦχος ὁ Περσικὰς ἱστορίας συγγεγραφώς .
Ῥαφανέας ἐν μεθορίοις Ἀράδου , ἀφ ' ἧς Εὐφράτης ὁ στωικὸς φιλόσοφος . δευτέρα Κιλικίας . τρίτη Βιθυνίας . τετάρτη
6542950 Πεδηταις
ὁ Σωκρατικὸς ἐν διαλόγῳ † Καλλίᾳ καὶ Πλάτων † ὁμοίως Πεδήταις . Κρατῖνος δὲ † Ὀμφάλῃ τύραννον αὐτὴν καλεῖ ,
καὶ πάλιν , “ Εὐριπίδας σωκρατογόμφους . ” καὶ Καλλίας Πεδήταις : Τί δὴ σὺ σεμνὴ καὶ φρονεῖς οὕτω μέγα
6536434 Κυρηναιος
. ] δὲ δι ' Ὠρίωνα , Πολύαρχος δὲ ὁ Κυρηναῖος [ . ] διὰ τὸ τὰς Προίτου θυγατέρας αὐτὸν
ὁ τὸν τοῦ μηνίσκου τετραγωνισμὸν εὑρών , καὶ Θεόδωρος ὁ Κυρηναῖος ἐγένοντο περὶ γεωμετρίαν ἐπιφανεῖς . . . πρῶτος γὰρ
6531154 Ἀσσιος
τὸν Ζήνωνα Κλεάνθης , περὶ οὗ λεκτέον . Κλεάνθης Φανίου Ἄσσιος . οὗτος πρῶτον ἦν πύκτης , ὥς φησιν Ἀντισθένης
: οὗτος ἦν Ἡρακλεώτης . Σφαῖρος Βοσποριανός : Κλεάνθης Φανίου Ἄσσιος , ὁ διαδεξάμενος τὴν σχολήν : ὃν καὶ ἀφωμοίου
6528618 ἀλαζων
τρόπον : ἕως δ ' ἂν ᾖ οὗτος ἄπληστος ἀνελεύθερος ἀλαζὼν δειλός , ἐν ἐνδείᾳ καὶ σπάνει ἔσται . Καὶ
. Γ ὡς ἀλαζὼν Γ : ὡς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀλαζὼν φαίνεται . Γ Ἱεροκλέης Γ : οὗτος μάντις ἦν
6520694 Μενανδρος
. πότος μὲν γάρ ἐστι βαρυτόνως τὸ συμπόσιον , ὡς Μένανδρος : πότοι συνεχεῖς κύβοι . ὀξυτόνως δὲ ποτὸς αὐτὸ
Νεφέλαις : ὥσπερ Περικλέης εἰς τὸ δέον ἀπώλεσα . καὶ Μένανδρος ἐν Ἐπαγγελλομένῳ . μέμνηται δὲ καὶ ἑτέρωθι . ἐκκεχιλωμένη
6516780 Σκαμβωνιδης
ἀνδρῶν : ὡς μεθυστὴς ὁ οἰκέτης ἐπαινεῖ τὴν μέθην . Σκαμβωνίδης : ⌈ οὗτος ἀπὸ δήμου τῆς Λεοντίδος φυλῆς ⌈
Λεωβώτης ὁ Ἀγρυλεύς , ὦ Λέαγρε , καὶ Λύσανδρος ὁ Σκαμβωνίδης καὶ Προνάπης ὁ Πρασιεὺς νῦν μὲν ἀσπάζονται τὸν Ἀθηναίων
6504246 Σουνιευς
ὡς Ἀρδεάτης . ἔστι καὶ Ἄντιον τὸ οὐδέτερον Ἀντιεύς ὡς Σουνιεύς . . . Ἀντισάρη : πόλις * * *
τῷ στόματι τῆς Μαιώτιδος λίμνης . τὸ ἐθνικὸν Πορθμιεύς ὡς Σουνιεύς , καὶ Πορθμίτης . Πορφυρεών , πόλις Φοινίκης .
6502473 κωμικος
τῶν παρασίτων ὃν Μένανδρος πτερνοκοπίδα καλεῖ . Μάχων τε ὁ κωμικὸς μέμνηται Κορύδου λέγων : τὸν Κόρυδον ἠρώτησεν Εὐκράτης πῶς
δούλους , διὰ πολέμου δ ' ἡλωκότας , Θεόπομπος ὁ κωμικὸς ἀποχρησάμενος τῇ φωνῇ φησι : δεσπότου πενέστου ῥυσὰ βουλευτήρια
6494477 Πρωτος
περὶ ἀγωγῆς ῥυθμικῆς , περὶ μεταβολῶν , περὶ ῥυθμοποιίας . Πρῶτος μὲν οὖν ἐστι χρόνος ἄτομος καὶ ἐλάχιστος , ὃς
ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν . βοῦς ἕβδομος ἡμίκακον ὁμόδουλον Πρῶτος μὲν εἶδεν εἰ χιών ἐστ ' ὠνία , πρῶτον
6490639 Μεμφιτης
πλησίον . καὶ κλίνεται Τύλεως . τὸ ἐθνικὸν Τυλίτης ὡς Μεμφίτης . Τυμέναιον , ὄρος περὶ Φρυγίαν . οἱ κατοικοῦντες
ταύτης τῆς προσηγορίας . Ὄγδοος δὲ βασιλεὺς γενόμενος Χέμμις ὁ Μεμφίτης ἦρξε μὲν ἔτη πεντήκοντα , κατεσκεύασε δὲ τὴν μεγίστην
6490489 Ἀχερδουσιος
. Ἀχερδοῦς , δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς . ὁ δημότης Ἀχερδούσιος . τὰ τοπικὰ δῆλα , Ἀχερδουντόθεν . Ἀχελῷος ,
. , , . , ; , . * . Ἀχερδούσιος : οἷον : μοχθηρὸς ὢν καὶ τὴν γνώμην ἀχερδούσιος
6488411 Φιλων
καὶ πόλις Φοινίκη Ἐλαία μεταξὺ Τύρου καὶ Σιδῶνος , ὡς Φίλων : καὶ Βιθυνίας ἐπίνειον , πλησίον Μυσίας : ἔστι
πάντ ' ἔχει . Μόνιμός τις ἦν ἄνθρωπος , ὦ Φίλων , σοφός , ἀδοξότερος μικρῷ δ ' . ὁ
6486720 Ἀναξανδριδης
πρὸς τὸν Ἀργᾶν οὗτος ; ἡμέρας δρόμῳ κρείττων . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἡρακλεῖ : ὃ μὲν γὰρ εὐφυής τις εἶναι
τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως [ ποτήρια ]
6483655 Λυδιος
μὲν οὖν παρὰ χρυσῷ ποταμῷ τῷ Διονύσῳ βακχεύοντεςχρυσοῦν γὰρ ὁ Λύδιος λόγος ἐπονομάζει τὸν Πακτωλόνμαίνονται μὲν τῷ θεῷ καὶ χορεύουσιν
ἐριζόντων ἐν ἀγῶσι καὶ πολὺ ἀπολιμπανομένων . ὁ γὰρ Πέλωψ Λύδιος ὢν ἐνίκησε τὸν Οἰνόμαον τῷ ἰδίῳ ἅρματι : καὶ
6479625 Ἀθηναιος
ψεῦδος ὄν . ΑΙΣΧΙΝΗΣ ὁ ῥήτωρ τὸ μὲν γένος ἦν Ἀθηναῖος , τῶν δήμων Κοθωκίδης , υἱὸς δ ' Ἀτρομήτου
ποτεὀψὲ λέγω ; χθὲς μὲν οὖν καὶ πρώην ἅμ ' Ἀθηναῖος καὶ ῥήτωρ γέγονεν , καὶ δύο συλλαβὰς προσθεὶς τὸν
6473347 γελωτοποιος
. φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ
μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ
6471420 Πυθων
καὶ τῆς πόλεως ἐκυρίευσαν . ὁ δὲ τὴν πόλιν προδοὺς Πύθων μετρίας τυχὼν εὐεργεσίας , πρὸ ὀφθαλμῶν λαμβάνων τὴν τῆς
τὴν εἰρήνην ὥστε ἔχειν ἑκατέρους τὰ ἑαυτῶν . εὐδοκίμησεν ὁ Πύθων ] ὥσπερ νῦν μεμφόμενος τοὺς ῥήτορας ἔγραψε Φίλιππος ,
6470608 Βυζαντιος
πόλις , ὡς Οὐράνιος . Τὸ ἐθνικὸν Νικηφόριος , ὡς Βυζάντιος . : Νίσιβις , πόλις ἐν τῇ περαίᾳ τῇ
ἑτέρῳ καταλέλοιπε δικαιότητός τε καὶ γνώμης : Κλήμης γὰρ ὁ Βυζάντιος τραγῳδίας ὑποκριτὴς ἦν μὲν οἷος οὔπω τις τὴν τέχνην
6470408 Κῳος
, Βιθυνός : καὶ ἕτερος ἐπιγραμμάτων ποιητής : καὶ ὁ Κῷος , ἐπικλήσεις θεῶν γεγραφώς . Ξενοφῶν Γρύλλου μὲν ἦν
, ὁ Κῷς τοῦ Κῷ , ἀπὸ τοῦ σῶος ζωός Κῷος : κλίνεται δὲ ταῦτα οὐχὶ ἀττικῶς ἀλλὰ κοινῶς κατὰ
6470144 Περγαμηνος
γράφονται : Αἰδεσηνός : Σαρακηνός : Ἀβυδηνός : Δαμασκηνός : Περγαμηνός : Λαμψακηνός : οἷς ὅμοιον καὶ τὸ Γαληνὸς ,
τῶν Ἀκαδημαικῶν λόγων οὐ παρέργως ἁπτόμενος , Γαληνός τε ὁ Περγαμηνός , ὃς τοσαῦτ ' ἐκδέδωκε συγγράμματα φιλόσοφά τε καὶ
6461939 τριπους
περιῆν προσυβρίσθαι καὶ γεγονέναι καταγελάστους : τοῖς δὲ νικήσασιν ὁ τρίπους ὑπῆρχεν , οὐκ ἀνάθημα τῆς νίκης , ὡς Δημήτριός
, διηγησαμένας τὰ καθ ' ἑαυτάς . καὶ ἀπεστάλη ὁ τρίπους : καὶ ὁ Βίας ἰδὼν ἔφη τὸν Ἀπόλλω σοφὸν
6461171 πενταχρονος
οἵδε : παίων αʹ ἐκ – καὶ γʹ ˘˘˘ , πεντάχρονος , οἷον Στησίχορος : παίων δʹ ἐκ γʹ ˘˘˘
νοήμων : παλιμβάκχειος ἐκ βʹ – – καὶ ˘ , πεντάχρονος , οἷον Ἥφαιστος : ἀμφίμακρος ἐκ – καὶ ˘
6459027 Ἐρετριευς
] Πέργαμον Γαληνοῦ . . Ἐρετριέως ] πῶς δὲ οὗτος Ἐρετριεὺς ὢν ᾤκει τὴν Λυδίαν φησὶν ἐν τῷ γʹ τῶν
παρασίτους τοῦ θεοῦ τοὺς Δηλίους . Ἀχαιὸς δ ' ὁ Ἐρετριεὺς ἐν Ἀλκμαίωνι τῷ σατυρικῷ καρυκκοποιοὺς καλεῖ τοὺς Δελφοὺς διὰ
6458651 σοφιστης
παροιμία ἡ ἀπὸ κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν . Οὗτος γὰρ σοφιστὴς ὢν ἐπηγγείλατο διδάσκειν τὸν μαθητὴν οὕτως ὥστε τὴν πρώτην
: σοφιστικὸς δὲ καὶ δημοκοπικὸς ταύτῃ διαφέρουσιν ὅτι ὁ μὲν σοφιστὴς διδάσκαλος βούλεται εἶναι νόμων καὶ ἀρετῆς , ὁ δὲ
6456455 Ἰουλιδος
. Πρόδικος Κεῖος ἀπὸ Κέω τῆς νήσου , πόλεως δὲ Ἰουλίδος , φιλόσοφος φυσικὸς καὶ σοφιστής , σύγχρονος Δημοκρίτου τοῦ
. Ἰουλίς , πόλις ἐν Κέῳ τῇ νήσῳ , ἀπὸ Ἰουλίδος κρήνης . ἀφ ' ἧς Σιμωνίδης ἐστὶν ὁ μελοποιὸς
6456121 Εὐπολιδος
ὑψηλοφρονεῖν ὑπερφρονεῖν , ὑπερορᾶν , τερατεύεσθαι : ἐν δ ' Εὐπόλιδος Δήμοις ἔστι καὶ τὸ καυχήσασθαι . ὧν τὰ πράγματα
πατέρα , ἀλλὰ κατὰ τὴν μητέρα καὶ τῶν Ἀπολλοδώρου τοῦ Εὐπόλιδος ὑέος τὸ μέρος εἴληφε : καὶ τῶνδε ἐξῆν αὐτῷ
6455362 Φιλωνιδης
καὶ Φιλωνίδην Δυρραχηνὸν καὶ Νίκωνα Ἀκραγαντῖνον . καὶ πάλιν : Φιλωνίδης δὲ ὁ Δυρραχηνὸς ἤκουσε μὲν Ἀσκληπιάδου , ἰατρεύσας δὲ
κεκμηκότος κολοβοῦμεν ἡμᾶς κουρᾷ τε τριχῶν καὶ στεφάνων ἀφαιρέσει . Φιλωνίδης δέ φησιν ἐκ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ὑπὸ Διονύσου μετενεχθείσης

Back