χαλάζης διὰ τὸ ἐξηρτυμένους αὐτοὺς εἶναι . μέλαθρον : τὴν ὀροφήν . Κράτης δὲ τὴν δοκὸν ἐξεδέξατο , ὡς καὶ
τὸ ἄνω μέρος κυρτοῦσθαι τῷ βάρει καὶ βέλτιον ἀνέχειν τὴν ὀροφήν . αἴτιον δὲ τῶν καυμάτων λέγεται τὸ ὑπερκεῖσθαι πρὸς
7603207 κλιμακα
κατάκλισιν τοῦ πάσχοντος . τὸ δὲ τόνιον ἀσφαλιζέσθω πρὸς τὴν κλίμακα πρὸς τοῖς κάτω πέρασι τῶν σκελῶν , καὶ πάλιν
παρατανύσαντα πρὸς τὸ σῶμα προσδῆσαι , καὶ μὴ πρὸς τὴν κλίμακα : τὸ μέντοι ἄλλο σῶμα ἄδετον εἶναι χρὴ ,
7497571 κωπην
ἐπιβάλλουσι λίθον : καὶ παραστᾶσαι τρεῖς ἑκατέρωθεν πρὸς τὴν μίαν κώπην , οὕτως ἐζωσμέναι δυσπροσόπτως ὥστε μόνον τὴν αἰσχύνην τοῦ
: ἕλκει δὲ ἱμᾶσιν εἰς τοὔπισθεν ἀρτήσας δέμας ὡς ναύτης κώπην : ἄλλως : ὥσπερ δὲ ναύτης ζάλης οὔσης κρατεῖ
7105558 πρῳραν
πέτρας : οἷον ἀλέξησιν τῆς πέτρας , ὅπως σώσῃ τὴν πρῴραν ἀπὸ τῆς πέτρας . ἄλλως : ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ
τὴν χώραν . τοῦ πατριάρχου τὸ βιβλίον : πρὸς τὴν πρῴραν : ἀπ ' ὀρθώσεως . τέγγων . βρέχων ,
7065564 ὀχθην
: πλήρης οὖν βδελλῶν γενόμενος ὁ κροκόδειλος , ἐπὶ τὴν ὄχθην προελθὼν κατὰ τοῦ ἀκτῖνος κέχηνεν : ὁ τοίνυν τροχίλος
μὴ βουλομένους ποιεῖσθαι . Καὶ διὰ τοῦτο χρὴ εἰς τὴν ὄχθην τὴν ἐπὶ τὸ μέρος τῶν ἐχθρῶν τὸ ἄπληκτον γίνεσθαι
7049780 εἰσοδον
νοῦν θέμενος , κατ ' αὐτὴν γενόμενος τοῦ πύργου τὴν εἴσοδον ἔμελλον διὰ τῶν ξύλων πρὸς τοὺς βαρβάρους χωρεῖν .
. ὅμως δὲ τά γε τῆς ἐπιστροφῆς τῆς κατὰ τὴν εἴσοδον τὴν ἐς τὴν πόλιν ἐθελῆσαι αὐτοῖς πεισθῆναι λέγει Ἀριστόβουλος
6991021 ἀκραν
ἐπὶ τὸ πῦρ ἅπαν ἐπιτεθέν . οἳ δὲ τὴν ὀσφὺν ἄκραν καὶ τὴν χολήν , ὅτι ἔστ ' ἄβρωτα τοῖς
ἐφ ' ἑκάστοις ἀεὶ τοῖς παραπίπτουσι ζητήμασι τὸν Ἰσίδωρον , ἄκραν ὡς εἰπεῖν ἐπιστήμην ἐν θεολογίᾳ προβεβλημένον . , .
6957436 πετραν
προσφύεσθαι δὲ ἀπὸ τοῦ χρωτὸς ἀντὶ δεσμῶν σφισιν ἔφη τὴν πέτραν . Θησέως δὲ καὶ Πειρίθου τὴν λεγομένην φιλίαν ἐν
οὖν οἱ ιʹ λίθοι ἐκεῖνοι , καὶ ἐνέπλησαν ὅλην τὴν πέτραν . καὶ ἐγένοντο ἐκεῖνοι θεμέλιος τῆς οἰκοδομῆς τοῦ πύργου
6948805 εὐρυχωριαν
παραλαμβάνει τὸν τοιοῦτον μὲν ἐπὶ κολυμβήθρας εὐρυτέρας , ὅπως ἂν εὐρυχωρίαν ἡ φύσις ἔχουσα εἰς τὸ νήχεσθαι καὶ ἀποτεί -
ἐμουμένων ὁ ἀρυταινοειδὴς χόνδρος : ἔστραπται γὰρ κἀκεῖνος εἰς τὴν εὐρυχωρίαν τοῦ λάρυγγος , ὥστε ἡ ῥύμη τῶν ἀναφερομένων ἐκ
6937268 ἐντομην
δέκα σταδίων , κατάντης δὲ καὶ κρημνοῖς συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομήν , ἅπας δὲ τραχὺς καὶ φαραγγώδης , ἔτι δὲ
τὰ μὲν διὰ τὴν ἐν τῇ ῥάχει αὐτῶν ὀπὴν καὶ ἐντομήν , δι ' ἧς φθέγγονται , τὰ δὲ διὰ
6898649 σκοπην
ἀλαοσκοπιὴν † εἶχε ἀργυρότοξος Ἀπόλλων , τουτέστιν οὐδὲ τυφλὴν τὴν σκοπὴν εἶχεν , οὐκ † ἐλαττώθη αὐτόν : ἀλαός γὰρ
ἐκ τῆς ἱστορίας τῆς ἐν Κνίδῳ : τὴν γὰρ Εὐδόξου σκοπὴν οὐ πολὺ τῶν οἰκήσεων ὑψηλοτέραν εἶναι , λέγεσθαι δ
6838105 λιμνην
πρῶτον μαρτυρήσει Σκύλαξ ὁ Καρυανδεύς , φήσας περιοικεῖν τὴν Ἀσκανίαν λίμνην Φρύγας καὶ Μυσούς , ἔπειτα Διονύσιος ὁ τὰς Κτίσεις
Ὅμηρος [ Β ] οἳ δὲ Φερὰς ἐνέμοντο παραὶ Βοιβηίδα λίμνην , Βοίβην καὶ Γλαφύρας καὶ ἐυκτιμένην Ἰαωλκόν , τῶν
6807691 ψαμμον
στρατηλάτην σῦν , καρτερὸν Γόργης τόκον , τῇ μὲν Λίβυσσαν ψάμμον ἄξουσι πνοαὶ Θρῇσσαι ποδωτοῖς ἐμφορούμεναι λίνοις , τῇ δ
ἓν ἄγειν ἐκ μεταφορᾶς τῶν θεριστῶν : οὕτως οὖν ἐνταῦθα ψάμμον οἱ ἰχθύες ἀμᾶσθαι λέγονται ἀντὶ τοῦ ἐπισωρεύειν , ὥστε
6795561 κοιλην
ἐπιπέδων . Ἀναξιμένης τραπεζοειδῆ . Λεύκιππος τυμπανοειδῆ τῷ πλάτει , κοίλην δὲ τῷ μεγέθει . Οἱ ἀπὸ Θαλοῦς μέσην τὴν
Ἰουδαίας ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ βασιλέωςἐκεῖνος γὰρ ἐπελθὼν τὰ κατὰ κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην ἅπαντα , συγ - χρώμενος εὐημερίᾳ
6763728 αὐλην
τὰ δὲ πλεῖστα τοῖς δορυφόροις καὶ πελτασταῖς ἐκφέρεται εἰς τὴν αὐλήν : ὥσπερ δὲ οἱ μισθοφόροι ἐν τῇ Ἑλλάδι μισθὸν
δέ φησι : πειράθητε καὶ εἰσελεύσεσθε εἰς τὴν τῶν βασιλείων αὐλήν . ὦ μήτηρ : ἡ Γοργώ φησι πρός τινα
6754876 κεραιαν
παρακαλέσαι μεγάλην φλόγα ἐπὶ ταύτῃ ἐπεφόρησαν . παρέτειναν δὲ καὶ κεραίαν διπλῆν ἐπὶ τοῖς ἱστοῖς ἀμφοτέροις , καὶ ἀπὸ ταύτης
μὲν οὗτος ὑπὲρ κεφαλῆς κρεμάμενος , δεσμοὶ δὲ περὶ τὴν κεραίαν τεταμένοι . καλά γε , ὦ δέσποτα , τὰ
6719275 πορειαν
πυθόμενος τὴν συνδρομὴν τῶν βαρβαρικῶν δυνάμεων προῆγε καὶ σύντομον τὴν πορείαν ποιησάμενος ἀντεστρατοπέδευσε τοῖς πολεμίοις , ὥστε ἀνὰ μέσον ῥεῖν
δὲ τὰς ἀλύσεις , αἳ ἐξήρτηνται τούτοις καὶ ἐμποδίζουσι τὴν πορείαν . τὸ δὲ ἰοὺ ἰού ὡς τῶν πεπεδημένων οὕτω
6683212 ἰτυν
εἴδη τῶν ὀφθαλμῶν , παντὸς δὲ τοῦ τροχοῦ τὴν ἔξω ἴτυν μέλαιναν φοροῦντες , τὴν ἐπὶ ταύτῃ πυρράν . ἕτεροι
τὸ χάσμα ἢ τὸ στόμα τοῦ κήτους , λέγω τὴν ἴτυν καὶ τὴν περιφέρειαν τὴν φοβεράν . Δινωτή : εὔστροφος
6677819 στεγην
χερσὶ κροσσωτοὺς ῥαφάς . θερμὴν δ ' ὑπαὶ λουτρῶνος ἀρνεύων στέγην τιβῆνα καὶ κύπελλον ἐγκάρῳ ῥανεῖ , τυπεὶς σκεπάρνῳ κόγχον
ἀντὶ τοῦ ” δίκελλαν “ . τέγος : νῦν τὴν στέγην . ἕως ἂν αὐτοῖς ἐμβάλῃς : ἀντὶ τοῦ ”
6656458 τροπιν
ὑπὸ τὴν τρόπιν τελευταῖον προσηλούμενον , τοῦ μὴ τρίβεσθαι τὴν τρόπιν , χέλυσμα καλεῖται . καὶ τὸ μὲν ἔδαφος τῆς
πεντήκοντα νέων στόλον , τὴν Ἀργώ , τὴν λάλον αὐτῆς τρόπιν , τὰ ἐν Λήμνῳ , τὸν Αἰήτην , τὸν
6654470 ἀγραν
ἡ κακία αὐτῶν . ἰξευτὴς ἰξὸν ἀναλαβὼν καὶ καλάμους πρὸς ἄγραν ἐξῆλθεν . ἰδὼν δὲ κίχλαν ἐφ ' ὑψηλοῦ δένδρου
πλοιάρια ῥαπτὰ καὶ μονόξυλα , οἷς χρῶνται πρὸς ἁλίαν καὶ ἄγραν χελώνης . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ νήσῳ καὶ γυργάθοις
6623672 ἑδραν
μέσῳ ἱδρῦσθαι . καὶ διὰ τὸ ἰσόρροπον φυλάσσειν τὴν αὐτὴν ἕδραν , καὶ δὴ Εὐριπίδης , ὡς Ἀναξαγόρου γενόμενος μαθητὴς
, ἐπακούσατέ μου νῦν εὐχομένου . . αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν : ἱππικοὶ λέγονται οἱ Ὀρχομένιοι . Ἐργῖνος γὰρ ἵππῳ
6619065 καμπην
τὰ ἐμπρόσθια γόνατα : μετὰ δὲ τὸν ἀφανῆ πόλον τὴν καμπήν τε τοῦ Ποταμοῦ καὶ τοῦ Κήτους τὴν κεφαλὴν καὶ
: καὶ περᾷ τὸν μηρὸν παρὰ τὴν πρὸς τὸ γόνυ καμπήν : ἑτέρην δὲ παρὰ τὸν βουβῶνα καθῆκε πυκινόῤῥιζον καὶ
6609206 ἐκφυσιν
γίνεται δι ' οὐλὴν ἐν πόσθῃ γενομένην ἢ διὰ σαρκὸς ἔκφυσιν : τὸ δὲ δεύτερον μάλιστα ἐν ταῖς αἰδοιικαῖς φλεγμοναῖς
ὥστε καὶ πολυκαρπεῖν καὶ τὴν γῆν ἧττον καρπίζεσθαι καὶ τὴν ἔκφυσιν δὲ τὴν πρώτην ῥᾴω καὶ θάττω ποιεῖσθαι . Πλὴν
6608573 ζωνην
καύματος ὑπερβολήν , καὶ μάλιστα ἡ περὶ μέσην τὴν διακεκαυμένην ζώνην , ψεῦδός ἐστιν . Οἱ μὲν γὰρ τὰ πέρατα
, ὃ μὴ πέπτωκεν ἐπὶ τὴν γῆν , τὴν δὲ ζώνην ἐᾶν : εἶναι γὰρ ταύτην ἐπὶ τῆς γῆς .
6593763 Μεμφιν
ἐκ τῆς ἑωυτοῦ πόλιος συλλέξαντα πάντα τὸν κέραμον ἄγειν ἐς Μέμφιν , τοὺς δὲ ἐκ Μέμφιος ἐς ταῦτα δὴ τὰ
βασιλικωτάτῃ , περὶ ἧς Βακχυλίδης φησί : τὴν ἀχείμαντόν τε Μέμφιν καὶ δονακώδεα Νεῖλον . οὗτος τὴν Πυθαγόρειον φιλοσοφίαν ἐπιδείκνυσιν
6558534 ἑλικα
εἰρημένον φέρεσθαι σημεῖον κατὰ τῆς ΑΒ εὐθείας γράψει τὴν μονόστροφον ἕλικα : τοῦτο γὰρ Ἀπολλώνιος ὁ Περγεὺς ἀπέδειξεν . [
Γ τυμπάνου . κηʹ . Πῶς δὲ κατασκευάζεται κοχλίας τὴν ἕλικα ἁρμοστὴν ἔχων τοῖς λοξοῖς ὀδοῦσι τοῦ δοθέντος τυμπάνου ,
6555063 πρωραν
τὸ ἱστίον , μέσουροι λέγονται , οἱ δὲ ἑλκόμενοι εἰς πρώραν καὶ πρύμναν ἐξ ἑκατέρου μέρους τοῦ ἱστοῦ πρότονοι ,
ἀκάτιον , ἤτοι ἀμφοτέρωθεν ὑπὸ ἑνὸς ἐρεττόμενον , ἤτοι μήτε πρώραν μήτε πρύμναν ἔχον ἀνηγμένην , ἀλλὰ στρογγύλον καὶ περιφερὲς
6538810 χερσον
ἐχόμενα , τὰ δὲ καὶ ὑπὸ χειμώνων σκληρῶν ἐς τὴν χέρσον ἐξωθέεσθαι , καὶ οὕτω δὴ καὐτὰ σηπόμενα ἀπόλλυσθαί τε
. ὅταν οὖν τὰ ἀεροπόρα αἰθεροβατεῖν ὀφείλοντα καταβαίνῃ , πρὸς χέρσον ἀφικνούμενα τῷ κατὰ φύσιν ἀδυνατεῖ χρῆσθαι βίῳ . τοὐναντίον
6531294 ῥαχιν
διὰ τὸ συμβῆναι οὕτως ἐν τῆι γενέσει οἷον καὶ τὴν ῥάχιν τοιαύτην ἔχειν ὅτι στραφέντος καταχθῆναι συνέβη . . .
δὴ περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῷ καὶ τὸ νῶτον καὶ τὴν ῥάχιν ἐς τὴν οὐρὰν τελευτῶντα ἀκράτως πυρρά ἐστι , θεάσαιο
6515286 ταινιαν
Καὶ σχοῖνος μὲν οὐκ ἦν , ἡ δὲ Χλόη λυσαμένη ταινίαν δίδωσι καθεῖναι τῷ βουκόλῳ : καὶ οὕτως οἱ μὲν
κυρτότερα φιλοῦσιν ῥέπειν , διὰ τοῦτο δεῖ σε πλατεῖαν βάλλειν ταινίαν καὶ οὕτως πιέζειν τὸν βραχίονα . εἶτα , ἵνα
6509053 ὀπην
ὁ φοῖνιξ , ῥήσσει ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ὀπὴν ἐκ τοῦ ῥήγματος λαμβάνει , καὶ ἐκ τοῦ ἰχῶρος
: ψηλαφῶσιν . πόρον : ὀπήν . βρόχον εὐρύν : ὀπὴν εὑρεῖν . ἐν ἕρκει : τῷ περιφράγματι , δικτύῳ
6488870 ἀναπλεοντες
ταρσὸν καλύπτων τοιόνδε , ὦ παῖ , δίδωσι λόγον : ἀναπλέοντες ἐς Τροίαν οἱ Ἀχαιοὶ καὶ προσχόντες ταῖς νήσοις ἐμαστεύοντο
, . . . . : Ἕλληνες ἐπὶ τὴν Τροίαν ἀναπλέοντες ἐπλανήθησαν καὶ Φρυγίαν καταλιπόντες τῆι Μυσίαι προσέβαλον . Τήλεφος
6483381 ταφρον
ὕπερθεν εὐρύ , τὸ ποιήσαντο νεῶν ὕπερ , ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν : οὐδὲ θεοῖσι δόσαν κλειτὰς ἑκατόμβας : ὄφρά
, , : ἀφρήτωρ ἀθέμιστοςὃς πολέμου ἔραται . λεξάσθων παρὰ τάφρον : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ λεξάσθωσαν . .
6473913 αὐλακα
που τοῦ φρουρίου τοῦ Ἀετοῦ καλουμένου καὶ τὸν ἐκεῖσε ὑπερβὰς αὔλακα ἐχώρει διὰ τῆς πεδιάδος . Ἀλλ ' οὐκ ἔλαθε
κέρας σκληρὸν νένευκεν , ἀντὶ δὲ Κρίσης ὅρων Κροτωνιᾶτιν ἀντίπορθμον αὔλακα βοῶν ἀροτρεύσουσιν ὁλκαίῳ πτερῷ , πάτραν Λίλαιαν κἀνεμωρείας πέδον
6457233 πρυμναν
' ἐπενόουν ὡς ἐν ἀδοκήτῳ , τὴν ναῦν κρούοντες ἐπὶ πρύμναν ἀντισπᾶν . τὸ δ ' αὐτὸ ποιούντων καὶ τῶν
: θαυμάζω σε , ἐπὶ ἐπαίνου καὶ πολλάκις ἐπὶ ἐκπλήξεως πρύμναν κρουομένους : ἐπαναχωροῦντας . πρὶν : ἕως οὗ ἡ
6426748 ἀκτην
ἐπὶ τυτθὸν ἄητο ἠοῦς τελλομένης . οἱ δὲ χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτὴν ἐκ κόλποιο μάλ ' † εὐρεῖαν ἐσιδέσθαι φρασσάμενοι κώπῃσιν
ἐκλήθησαν Ἕλληνες . ᾧτινι τοὺς τάφους ἑτοιμάζει ἡ τῶν Δολόγκων ἀκτὴν ἐπὶ τῆς Θρᾴκης καὶ ἡ ἄκρα Μαζουσία προέχουσα τῆς
6423569 ἀκρωρειαν
ἀτρέστου θεράποντι φέρων χάριν Ἡρακλῆος : νῶϊ δὲ ποιήεσσαν ἐς ἀκρώρειαν ἰοῦσι τρηχεῖαν μάλα μῦθοι ἀταρπιτὸν ἐπρήϋναν . Λίθος κρύσταλλος
βασιλῆες ὀνειροπόλον διὰ πύστιν , κνημὸν ἐπὶ ζάθεον καὶ Δίνδυμον ἀκρώρειαν , ὄφρα κε μειλίξαιντ ' εὐοινίστοις ἐπὶ λοιβαῖς Ῥείην
6421943 θηκην
διὰ πάσης τῆς ἡμέρας : ἕωθεν δ ' εἰς τὴν θήκην φέρειν αὐτὴν μὲν τὴν κλίνην ἑκατὸν τῶν νέων τῶν
οἱ προσήκοντες , κυνίδιον δὲ Μελιταῖον ἑαυτὸ ἐνέβαλεν ἐς τὴν θήκην τοῦ νεκροῦ καὶ συνετάφη . πέπυσμαι δὲ καὶ Αἰθιόπων
6396804 κοιλοτητα
τὸ αὐτὸ παραληφθῆναι λέγομεν , ὅτι ῥὶς σιμή ἐστι ῥὶς κοιλότητα ἔχουσα ἐν ῥινί . * * * τῇ ῥινὶ
διαφορήσεως γινομένης , ὥστε μηδὲ τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἐν αὐτοῖς κοιλότητα διαφαίνεσθαι . οὐκοῦν οὐδὲ οἱ σφυγμοὶ μειωθήσονται , τῆς
6374531 φαραγγα
ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου , καὶ ἀνὰ μέσον αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν , οὐκ ἔχουσαν πλάτος , καὶ δι '
εἰκός ἐστιν ἀποκλίνειν : ἀναβάντων γάρ , φησι , τὴν φάραγγα διαδέχεται ὁ Λίθινος Πύργος , ἀφ ' οὗ εἰς
6351257 οἰκησιν
βόρειος μὲν ὁ διὰ παντὸς φαινόμενος ὡς πρὸς τὴν ἡμετέραν οἴκησιν , νότιος δὲ ὁ διὰ παντὸς ἀόρατος ὡς πρὸς
στάθμην ἀκουστέον ἐκ μεταφορᾶς τὴν περιγραφὴν τοῦ βίου καὶ τὴν οἴκησιν . τεκμαίρει δὲ καὶ νῦν Ἀλκιμίδας : ὅτι δὲ
6342910 κορυνην
πόλλ ' ἐμενοίνα , δέρμα τε θηρὸς ὁρῶν χειροπληθῆ τε κορύνην , ὁππόθεν ὁ ξεῖνος : μεμόνει δέ μιν αἰὲν
ὀνειδείην τὴν αἰσχύνην βρωμήεντος : τοῦ ὄνου ἐναλδήσασα : ἐναυξήσασα κορύνην : οὕτως λέγει τὸ αἰδοῖον τοῦ ὄνου σκύλαιο κάρη
6327956 γεφυραν
. αὐτὸς δέ , ὦ Ζάγανε , σὺ διαβὰς τὴν γέφυραν ταχέως πρόσβαλε τῷ τοῦ Κέρατος τείχει μάλα εὐρώστως ἔχων
ἐς τὸ τεῖχος . Κατέρρηξαν δὲ τοῦδε εἵνεκα τὴν ἐποίησαν γέφυραν , ἵνα ἐμπεδορκέοιεν , ταμόντες τοῖσι Βαρκαίοισι χρόνον μένειν
6325034 πυλην
ἣν ἀγαθὸς ἦν . τὸν δὲ κόσμον οἶκον ὠνόμασε καὶ πύλην τοῦ πρὸς ἀλήθειαν οὐρανοῦ προσεῖπε . τί δὲ τοῦτ
αὐτῷ συνεχῶς οἱ μολιβδουργοί . Ἐὰν κριῷ θέλωμεν πύργον ἢ πύλην ἢ τεῖχος σεῖσαι , ποιήσομεν χελώνας κριοφόρους ὑποτρόχους ὑψηλάς
6313736 πτερναν
κατατρίβονται τὸν βίον οἱ φυγάδες ἀρετῆς λογισμοί . ” δάκνων πτέρναν ἵππου . ” ἐχομένως πτερνιστής ἐστιν ὁ τὴν στάσιν
συνερεισθεῖσαι , καθὰ λέγομεν , παρὰ τὴν τοῦ ἀγκῶνος παρετίθεντο πτέρναν , ὁ δὲ ἀγκὼν τὴν πτέρναν εἶχεν ἐπηρεισμένην ἐπὶ
6313329 τοὐδαφος
καὶ γάρ τοι πᾶσι μὲν ἀνθρώποις οὕτως αἰδέσιμον τοὔνομα καὶ τοὔδαφος τῆς πόλεως ὡς οὐδὲν ἄλλο ἓν καὶ τὸ αὐτὸ
μηροῦ κειμένην , ὁ δεξιὸς δὲ ἀναβάλλεται τὸν ῥυθμὸν ἐπικροτῶν τοὔδαφος τῷ πεδίλῳ , αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ
6278692 ἁμαξαν
πάσχει , ἢν τῇσι χερσί τι πονήσῃ ἢ ἐφ ' ἅμαξαν ἐπιβῇ ἢ ἐφ ' ἵππον . Τοῦτον καίειν καὶ
ταῖς θρηνούσαις συναναμίξας ἑαυτὸν ἐξέφυγεν . Ὅτι καὶ Δημήτριος εἰς ἅμαξαν χορτοφόρον κρύψας ἑαυτὸν ἀπεκομίσθη εἰς τὴν ἰδίαν χώραν .
6274752 ὑδρειαν
εὔρους ἐντεῦθεν ἅτε ἐπὶ κάταντες ἡ ἐπίχυσις γιγνομένη παρέχοι τὴν ὑδρείαν ὁμαλήν . μετὰ δὲ ταῦτα σχίσαντες περὶ τὴν κεφαλὴν
Ἡρακλέους ἑταίρων συμπλεύσαντα ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς αὐτῷ ἐξιόντα δὲ ἐπὶ ὑδρείαν ὑπὸ νυμφῶν ἁρπαγῆναι : Κίον δὲ καὶ τοῦτον Ἡρακλέους
6269913 ναυν
ἐκ δὲ ξύλων τὴν ναῦν , οὐ τὰ ξύλα γίνεσθαι ναῦν . καίτοι φαίης ἂν οἰκειότερον εἶναι τὸ μὲν ἐκ
μέσῳ πελάγει φορούμενος ὑπὲρ πηδαλίων ὑψίζυγος τοῖς οἴαξι διϊθύνει τὴν ναῦν ἐφεζόμενος , ὄμματα δ ' αὐτοῦ καὶ νοῦς εὐθὺ
6265448 Συρτιν
πολυανθρωπίᾳ τῶν ὁμοεθνῶν προέχοντες νέμονται τοὺς τόπους τοὺς περὶ τὴν Σύρτιν . τῶν δὲ προειρημένων Λιβύων γεωργοὶ μέν εἰσιν οἷς
μέχρι τοῦ στόματος τῆς Σύρτιδος Μάκαι . Εἰς δὲ τὴν Σύρτιν ἀπὸ Ἑσπερίδων εἰσπλέοντι Ἡράκλειοι θῖνες : ἔχονται δὲ τούτων
6263402 ἠϊονα
' ἐποίησεν παρ ' ἀγάρροον Ἐλλήσποντον , αὖτις δ ' ἠϊόνα μεγάλην ψαμάθοισι κάλυψε τεῖχος ἀμαλδύνας : ποταμοὺς δ '
γὰρ εἶναι ἄλλως . ἔνθα δὴ τάφῳ ἐντυχεῖν παρὰ τὴν ἠϊόνα ἐπ ' αὐτῷ τῷ κλύσματι , καὶ στήλην ἐφεστάναι
6261492 καθεδραν
τοῦ ἰκρίου . λέγει δὲ ἴκριον καὶ τὴν τοῦ κυβερνήτου καθέδραν . ἴκρια δὲ καὶ τὰς σανίδας καὶ τὸ κέρας
ἐν Θετταλίᾳ , ὧν αἱ ῥάχεις μετρίως κεκοίλανται εἰς ἀσφαλῆ καθέδραν τοῦ ἱππέως . Ἰβήριοι δὲ ἵπποι μικροὶ καὶ θηρατικοί
6254563 ἀκανθαν
, καθωμιλημένον δὲ μᾶλλον τὸ περὶ τὴν ἐν τῇ Σικελίᾳ ἄκανθαν τὴν καλουμένην κάκτον : εἰς ἣν ὅταν ἔλαφος ἐμβῇ
, οὐδὲ δικαιοτέρας : ἡ γὰρ κατ ' αὐτὴν τὴν ἄκανθαν ἰθυωρίη τῆς κατατάσιος κάτωθέν τε καὶ κατὰ τὸ ἱερὸν
6254520 Ἀργω
, πρῶτα ὑπέθετο : εἴθ ' ὤφελε : περιφραστικῶς ἡ Ἀργώ : οὐκ ὤφειλεν ἡ Ἀργὼ παρελθοῦσα τὰς Συμπληγάδας εἰς
τῷ Τοξότῃ ἀντικαταφέρεται . ἠγνοήκασι δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν Ἀργώ : ἄρχεται γὰρ ἀντικαταδύνειν οὐ τῷ Σκορπίῳ , ἀλλὰ
6250796 ἀκιδα
Σκορπίου ἐν Τοξότῃ γέγονε : φαλακρὸς καὶ πηρὸς διὰ τὴν ἀκίδα . Ζεὺς δὲ ὁ κύριος [ Ἄρεως καὶ ]
. οἱ δὲ θοῶς ἐλάσαντες ἀκοντιστῆρι τριαίνῃ τήν τ ' ἀκίδα κλείουσι , βέλος κρυερώτατον ἄγρης , δελφίνων ἕνα κοῦρον
6249049 ἐμβαλλει
τὸ λοιπὸν τοῦ ταρσοῦ μέρος ἥμισυ τὸ καθ ' ἑαυτὸν ἐμβάλλει . καὶ τοίνυν ὅταν μὲν ὁ πρότερος εἰρημένος ἐνεργῇ
δὲ Χαδισίου εἰς Ἀγκῶνος λιμένα , ἐν ᾧ καὶ Ἶρις ἐμβάλλει , στάδια ρʹ , μίλια ιϚʹ . Ἀπὸ δὲ
6247367 γενυν
κεφαλὴν καὶ ὠθήσας κατὰ τοῦ βυθοῦ : πέφυκέ τε τὴν γένυν ἰσχυρὸς καὶ τὸν αὐχένα καρτερός , καὶ ῥώμης ἔχει
μὲν ἐΰπλοκον εἰς ἅλα πέμπεις ὁρμιήν , ὁ δὲ ῥίμφα γένυν κατεδέξατο χαλκοῦ ἰχθὺς ἀντιάσας , τάχα δ ' ἕλκεται
6242354 πνοην
, οἷον ἐλάσσονα κατὰ δύναμιν . ὑπεράει ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν . ὑπεροπλίσαιτο . ἡ λέξις ἐν τῇ Ρ τῆς
μυκτῆρας εἰσέλθοι τις , ἐξελθεῖν πάλιν εἰκῆ : τοσαύτην ἐξακοντίζει πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης
6217474 Αἰτνην
καὶ τοὺς τὴν Κατάνην οἰκοῦντας Καμπανοὺς εἰς τὴν νῦν καλουμένην Αἴτνην μεταστῆναι διὰ τὸ λίαν εἶναι τὸ φρούριον ὀχυρόν .
, τοὺς μὲν ἡμίσεις τῶν ὑλοτόμων εἰς τὸ κατὰ τὴν Αἴτνην ὄρος ἀπέστειλε , γέμον κατ ' ἐκείνους τοὺς χρόνους
6213558 ἐπαυλιν
ἀπορηθεὶς οὖν καὶ ἐπὶ πλέον ὁμιλεῖν καταιδεσθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἔπαυλιν , φλεγόμενος ἤδη τῷ ἔρωτι . μετ ' οὐ
Ἐξελάθετο καὶ Χλόης πρὸς ὀλίγον : καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἔπαυλιν ἐσθῆτά τε ἔλαβε πολυτελῆ καὶ παρὰ τὸν πατέρα τὸν
6212093 τριχα
οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος κυρίως ἀκούει τὸ τοῦ
δεικνύμενος Αἰακόν τε ἄγων εἰς ἀκμὴν καὶ νεότητα δευτέραν καὶ τρίχα τὴν ταύτης , ἣν παρ ' Ὁμήρου λαβὼν ἡμῖν
6207141 θαλασσαν
τῶν ἐγγιζόντων τοίχων ἐφαψάμενοι καὶ σφαλέντες τῆς βάσεως περιέπιπτον εἰς θάλασσαν καὶ παραχρῆμα τοῖς δόρασιν ὑπὸ τῶν ἐφεστώ - των
δὲ ἢ φεύξεσθαι τὴν πατρίδα καὶ πολλὴν διελθόντα γῆν καὶ θάλασσαν καὶ ἐπὶ ξένης θαυμασθέντα χρόνῳ ἀντιστρέψειν , καὶ πολλοὺς
6188766 ἀμμον
σπέρμα σου ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης „ . εὖ
σκιερῷ τόπῳ ὀρύξας τάφρον ἐπὶ πήχεις βάθους δύο , καὶ ἄμμον ἐπιβαλὼν χάρακας κατάπηξον , καὶ τὰ κλήματα λυγίζων ἐπίστρεψον
6183938 ἐδαφος
ᾧ καὶ διασκευάσεις τὴν παροῦσαν τύχην , ὅτι πέπτωκεν εἰς ἔδαφος , καὶ μάλιστα ἐκείνων μνημονεύσεις ἃ πρὸς τὴν χρείαν
πῦρ κατακαῖον τοὺς ἁμαρτωλούς . καὶ κατήγαγόν με εἰς τὸ ἔδαφος τῆς ἀπωλείας , καὶ ἴδον ἐκεῖ τὸ δωδεκάπληγον τῆς
6182452 κνημην
κεφαλὴν καὶ τὸ ὑπαυχένιον Ἵππου ὁπλὰς Περσέως ὦμον ἀριστερὸν καὶ κνήμην ἀριστερὰν Ἀνδρομέδας χεῖρα δεξιὰν Διδύμων κεφαλὰς Καρκίνον μέσον Λέοντα
πολύ τε κατωτέρω κατὰ τὸ σφυρόν , αὐτήν τε τὴν κνήμην πιεζοῦντες εὖ μάλα , ὥστε πάντοθεν τὸ ἐν ταῖς
6176583 θολου
ἀποπνίγωνται . λεπτὰ γὰρ ἔχουσαι τὰ βράγχια αὐτίκα ὑπὸ τοῦ θολοῦ τοὺς πόρους ἐπιπωματίζονται . ὅθεν κἂν τοῖς χειμῶσιν ὑπὸ
ἀναταράττει καὶ ἀναβάλλει : θολοῖ : ταράττει , ἀπὸ τοῦ θολοῦ τῆς σηπίας , ἣ μέλλουσα ἀγρευθῆναι , τοῦτον προΐεται
6167167 ὑπωρειαν
τῷ ῥεύματι κατηρεφῆ διὰ τῆς ὑπωρείας πῆ μὲν ἔγκοιλον τὴν ὑπώρειαν τέμνοντες , πῆ δὲ προσοικοδομοῦντες , ἔστι δὲ οὗ
λεγόμενον τῶν βαρβάρων προσηγορίας ἐποίησαν εὐξείνου τυχεῖν . Περὶ τὴν ὑπώρειαν δὲ τοῦ καλουμένου Αἵμου πόλις ἐστὶ λεγομένη Μεσημβρία ,
6165932 πρυμνην
πράσσειν . Καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην . Φέρε νυν στείχων χώραν καλέσω . χαῖρ '
εὔκραιοι . εὐκραίροις : διὰ τὰς ἐξοχὰς τῶν περὶ τὴν πρύμνην ἀφλάστων , ἢ διὰ τὴν κεραίαν ὀϊστοῦ . Ῥιπῇ
6155926 προτομην
ὀνυχίτου γένος . Ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας . Οὗτος φορούμενος οὐκ
ὀνυχίτου γένος : ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας : οὗτος φορούμενος οὐκ
6153524 φλογα
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ
6146917 ἠιονα
γὰρ ὡς ἦλθεν ἐπὶ ταύτας , καὶ γενομένη κατὰ τὴν ἠιόνα ὑπὸ καμάτου πίπτει σὺν τῷ διώκοντι . Ἀπολλώνιος δὲ
ἤγρευσεν . ἐκβαλὼν δὲ αὐτοὺς ἀπὸ τῶν δικτύων ἐπὶ τὴν ἠιόνα ὡς ἐθεάσατο σπαίροντας , ἔφη : „ ὦ κάκιστα
6115196 μηριων
τε καὶ Ἄργην ὀνομάζοντάς τε καὶ ἀγείροντας , καὶ τῶν μηρίων καταγιζομένων ἐπὶ τῷ βωμῷ τὴν σποδὸν ταύτην ἐπὶ τὴν
δευτέραν σύνθεσιν διαφρῶ καὶ εἰσφρῶ . Ἀριστοφάνης : ” τῶν μηρίων τὴν κνῖσαν οὐ διαφρήσετε ” . γέγονε δὲ ἡ
6099332 ἠπειρον
Αἰολέας . Εἰσὶ δὲ τούτων Κᾶρες μὲν ἀπιγμένοι ἐς τὴν ἤπειρον ἐκ τῶν νήσων : τὸ γὰρ παλαιὸν ἐόντες Μίνω
δὲ φόρτον ἐξελόμενοι αὐτοὶ διακομίζουσιν ἐν μικροῖς πλοίοις εἰς τὴν ἤπειρον . Εἰσὶ δὲ Αἰθίοπες πρὸς τὴν ἤπειρον . Εἰσὶ
6098552 ἐπιφανειαν
. πρὸς τὸν ὁπλισμόν : πρῶτος γάρ ἐστι πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ὁ ζωστήρ , καὶ κατὰ τοῦ στατοῦ καὶ κατὰ
χρώματος καὶ τῶν μυῶν ἡ θέσις συστήσεται τοῦ μὲν τὴν ἐπιφάνειαν , ἥτις ποτ ' ἂν εἴη , δεικνύντος τῶν
6090274 ἐσχισμενον
τὸ δὲ ὑποτετράγωνον ἀνδρεῖον . γένυος τῆς κάτω τὸ ἄκρον ἐσχισμένον ὥστε δικόρυφον γίνεσθαι , εἰ μὲν ἐπὶ πολὺ τὸ
ἰσάτει ὅμοια , παχύτερα δέ : καυλὸν σπιθαμιαῖον , ἄνωθεν ἐσχισμένον . ταύτης ἱστορεῖται τὸ ἄνθος τρὶς τῆς ἡμέρας μεταβάλλειν
6082516 κρηνην
ἐν τῷ ὀχετῷ εἰσιν . Ἐν Πέρσαις φασὶν Ἀλεξάνδρῳ φανῆναι κρήνην ἐλαίου πληρουμένην αὐτομάτως . Παρὰ Κιλικίᾳ φασὶν ὕδατος εἶναι
τὰς χαίτας . ἦλθεν δ ' ἐκείνην καὶ κολοιὸς εἰς κρήνην , γέρων , κορώνης υἱός , ἄλλο δ '
6071437 χωνειαν
φύσεως τὸ γεῶδες πλύναντες παραδιδόασιν ἐν ταῖς καμίνοις εἰς τὴν χωνείαν . τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ σωρεύοντες χρυσοῦ πλῆθος καταχρῶνται
λέγῃ “ ἐανοῦ κασσιτέροιο , ” ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν χωνείαν ἀνίεσθαι . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἐανῷ λιτὶ κάλυψεν
6063985 οὐραν
δὲ αὐτὸν περιέρχονται χρυσῷ προσεικασμέναι ἀπὸ τῶν βραγχίων ἐς τὴν οὐρὰν καθήκουσαι , μέση δὲ αὐτὰς διατέμνει ἀργύρῳ προσεικασμένη .
κύνας τοὺς οἰκουροὺς ἵνα μὴ ἀποδιδράσκωσι τετέχνασται ἐκεῖνο . τὴν οὐρὰν αὐτῶν καλάμῳ μετρήσαντες χρίουσι τὸν κάλαμον βουτύρῳ , εἶτα
6041563 κλινην
τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι , ἢ ὑποδύοιθ ' ὑπὸ κλίνην ὑπὲρ τοῦ μὴ τὸ σῶμ ' ἁλοὺς εἰς τὸ
τῷ ἀνελπίστῳ προεχύθη ἀκούσια . καὶ οἱ μὲν τῶν ὑπασπιστῶν κλίνην προσέφερον αὐτῷ ἐκκομιζομένῳ ἐκ τῆς νεώς , ὁ δὲ
6030593 Κασπιον
πέλαγος ἐν τῷ ὠκεανῷ , παρ ' ᾧ καὶ ἔθνος Κάσπιον , ὅμορον Πέρσαις . ἔχει δὲ ὁ ὠκεανὸς μεγίστους
ἐκ μὲν Κυανέων εἰς Φᾶσιν πεντακισχιλίους ἑξακοσίους , εἰς δὲ Κάσπιον ἐνθένδε ἄλλους χιλίους . , εἶτ ' ἐκτίθεται τὰ
6029394 σκεπην
, ὅτι μίτοις καὶ στημονίοις σὺν ὕφει ἐσθήματα ἐργασάμενος , σκέπην ὁμοῦ ποριεῖ καὶ εὐσχημοσύνην τοῖς σώμασιν : τέκτων δὲ
τὸ πολὺ οἱ ψιλοὶ τάττονται , ὡς αὐτοῖς μὲν τὴν σκέπην ἐκ τῶν ὅπλων εἶναι , τοῖς δὲ ὁπλίταις αὖ
6018268 παραλιαν
, τοιόνδε τι μηχανῶνται . Πλανώμενοι παρὰ πᾶσαν τὴν πλησίον παραλίαν κόγχους συνάγουσι , ὧν τὸ κρέας ὠμὸν τῆς ἐνδείας
διατείνουσαν ἀπὸ τοῦ Ἅλυος μέχρι Βιθυνίας , ἑκατέραν τὴν μὲν παραλίαν ἕως τῆς Ἡρακλείας εἶχεν ὁ Εὐπάτωρ , τῆς δὲ
6018081 πλατεος
μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ . ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν ὑπὸ πλατέος τελαμῶνος ἀσπίδος εὐκύλου : τῷ τείρετο , κάμνε δὲ
καὶ ἰσχυρὸν ἁλύσει σιδηρᾶι προσηρτημένον καθιᾶσι , προσδήσαντες αὐτῶι λευκολίνου πλατέος ὅπλον , ἐρίωι κατειλήσαντες καὶ τὸ [ ἄγκιστρον ]
6013520 Σκυθιαν
ἀεικελίη ] . κεῖσε δ ' ὁμαρτήσουσιν ἔται : ἐπὶ Σκυθίαν συνελεύσονται . καὶ τὸ ὁμοῦ τυχεῖν ὁμαρτεῖν φασιν .
τοῦ μετρίου καὶ ὄρειος , καὶ τὸ τελευταῖον ἐς τὴν Σκυθίαν ἀπελθοῦσα πάντες ἴσασιν οἷα ἐσθίει ξενοκτονοῦσα καὶ μιμουμένη τοὺς
6011714 λαγονα
νεφριτικοῖϲ ἧττον , καὶ τοῖϲ μὲν κωλικοῖϲ κατὰ τὴν δεξιὰν λαγόνα μᾶλλον εἶναι τὴν ὀδύνην καὶ ἀνιέναι μέχρι ϲτομάχου καὶ
καί , εἰ βουληθείης , μετὰ κατοχῆς πνεύματος πληρῶσαι τὴν λαγόνα , περιχέοντα δ ' ἔλαιον ἀποθεραπεύειν τοὐντεῦθεν . διττὴ
5997488 χελωνην
: ἔχεται δὲ ἄλλο ὄρος Κυλλήνης Χελυδόρεα , ἔνθα εὑρὼν χελώνην Ἑρμῆς ἐκδεῖραι τὸ θηρίον καὶ ἀπ ' αὐτῆς λέγεται
χρὴ πράττειν , τὸ ταύτης καὶ λαμβάνειν αἷμα : τὴν χελώνην τὸ μὲν πρῶτον ἐκβάλλειν δεῖ τῆς θαλάττης ἔξω ,
5997264 χυσιν
τὸ διπλοῦν βάρος ἄχθος ] σταθμόν ὁρμίθοιο ] γράφεται ὁρμίνθοιο χύσιν ] φυλλάδα κόψαις ] κόψον ὑπέρεικον ] εἶδος βοτάνης
ὕδωρ σῶμά ἐστιν ἄλογον , ἐκ πολλῶν συγκριμάτων παρατεθλιμμένον εἰς χύσιν , ἡ δὲ ψυχὴ πρᾶγμα ἰδιοφυές , τέκνον ,
5989945 στενην
. * Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον , ὡς ἐρρέθη . * στενὴν δὲ Λεύκοφρυν τὴν Τένεδον λέγει : οὕτως γὰρ ἐκαλεῖτο
εὐρὺς τῷ σώματι , καὶ πῶς δυνήσομαι εἰσελθεῖν εἰς τὴν στενὴν πύλην , εἰς ἣν οὐ δύναται ἐλθεῖν παιδίον πέντε
5988881 πεταλῳ
δ ' ἀγορὴ , ὑπὸ δ ' ἐστοναχίζετο γαῖα χρυσῷ πετάλῳ γράφειν αὐτὸν οὔσης σελήνης ἐν ζυγῷ . κάλλιον δὲ
σανίδι καὶ ἥλοις , ἐξηλθέντα πεσοῦνται . εἰ δὲ σιδηρῷ πετάλῳ καὶ ἥλοις , διαρραγήσονται . μόνον γὰρ παραθιγὼν ἐκεῖ
5987970 οἰκοδομην
διὰ τὴν ἰατρικήν . Οὗτος καὶ τὴν διὰ ξεστῶν λίθων οἰκοδομὴν εὕρατο , ἀλλὰ καὶ γραφῆς ἐπεμελήθη . Οἱ δὲ
ἰσχυροποίησιν ὑμῶν ἐχάρη : καὶ διὰ τοῦτο ἐδήλωσεν ὑμῖν τὴν οἰκοδομὴν τοῦ πύργου , καὶ ἕτερα δηλώσει , ἐὰν ἐξ
5985721 ἀρτηριαν
ἐκπεπτώκοι , καθέϲει διωϲτῆροϲ , φυλαϲϲόμενοι νεῦρον ἢ τένοντα ἢ ἀρτηρίαν ἤ τι τῶν ἀναγκαίων διελεῖν : αἰϲχρὸν γὰρ βελουλκοῦνταϲ
διασαπεῖσι τὸν πνεύμονα , εἰ μή τις εἴη φλεγμονὴ τὴν ἀρτηρίαν σκληρύνουσα . Μυρμηκίζοντα δέ φασιν , ἔκ τε τῆς
5978274 κονιν
: τὸν νεκρόν τις ἀρτίως θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή . Τί φῄς ; τίς
: διακρίναι γὰρ τὸ διαχωρίσαι : κονίσαλος , ἐκ τοῦ κόνιν σαλεύεσθαι : κατήφια ἀπὸ τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν
5977943 ῥειθρον
ὁρμῆσαν τὸ τῆς λίμνης ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰς τὸ τοῦ Πηνειοῦ ῥεῖθρον , καὶ τὴν πρότερον λιμνάζουσαν χώραν ἅπασαν γεγυμνῶσθαι καὶ
πλάγια μᾶλλον διδόναι τοῖς ὕδασιν ἢ ἀναθλίβειν κατὰ τὸ ἀρχαῖον ῥεῖθρον εἰς τὴν κρήνην : νοτίζεσθαι δ ' ἀναγκαῖον ἐπικλύσαντος
5977381 περιφοραν
κίνησιν καὶ συμπεριλαμβάνων τὰ ἄστρα συμπεριῆγεν αὐτὰ καὶ τὴν νῦν περιφορὰν αὐτῶν μετέωρον ἐφύλαττε : κἄπειτα ἐκ μὲν τῶν ὑποκαθιζόντων
κίνησιν καὶ συμπεριλαμβάνων τὰ ἄστρα συμπεριῆγε ταῦτα καὶ τὴν νῦν περιφορὰν αὐτῶν μετέωρον ἐφύλαττε . κἄπειτα ἐκ μὲν τῶν ὑποκαθιζόντων
5974755 βυθου
ἐξελθὼν ἐπάνω τῆς θαλάσσης καυθῇ , καὶ ὑπεισέρχεται ἔνδον τοῦ βυθοῦ , καὶ κεῖται ἐκεῖ ὅλον τὸν ὀπωρινὸν καιρὸν ,
εἰ δὲ καὶ μέχρι δεῦρο , οὔ γε καὶ κατὰ βυθοῦ ὥστε πόρον γενέσθαι πλωτόν : ὅπου Ἀλέξαρχον τὸν Ἀντιπάτρου
5974404 κυκλοτερες
φλεγμαῖνον ὑψηλότερον γένηται τοῦ μέλανος , ὅθεν φαίνεται βαθύτερον καὶ κυκλοτερὲς τὸ μέλαν : καὶ τότε λοιπὸν ἁπαλοῖς καὶ ἀποκρουστικοῖς
εἰς ἑκατὸν σταδίους , τοσοῦτον δὲ καὶ τὴν διάμετρον , κυκλοτερὲς τὸ σχῆμα : καλεῖται δὲ Λιθῶδες ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος
5972566 ἰλυν
κανθοὺς κάτω σανίδας προσήλωσεν , ὅπως οἱ τροχοὶ ἐς τὴν ἰλὺν τοῦ ποταμοῦ μὴ καταδύοιντο : ἄνδρας δὲ ἐρρωμενεστάτους τὰ
ὑπερανεστηκότες τόποι . λέγεται δὲ πρόσχωμα κἀκεῖνο ἔνθα καταρρέον ὕδωρ ἰλὺν περιττὴν καὶ ψάμμον τίθησι σωρηδόν . . ἐνταῦθα ἤγουν
5969029 Ἰδην
ὑπομείναντες . λέγει δὲ ὁ Ἀντήνωρ καὶ ἔτι κατὰ τὴν Ἴδην τὴν Κρῆσσαν ἐκείνου τοῦ γένους τῶν μελιττῶν εἶναι ἰνδάλματα
σφεας φωνήσας ' ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ ' ἐλθέμεν ὅττι τάχιστα : αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθητε
5968717 ἀστιβη
οὐ στείβει ὁ Ἀπόλλων , ἀλλ ' ὁ Χάρων . ἀστιβῆ ] ἀδιόδευτον . ἀστιβῆ ] ἀπόρευτον . θ ἀστιβῆ
θεωρίδα τὴν τοὺς νεκροὺς διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην , τὴν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι , εἰς ἣν οὐ στείβει ὁ Ἀπόλλων ἀλλ
5964538 κυκλοσε
ἀνὴρ τὸ ἐς αὐτοὺς δέλεαρ καθῇ , περιελθόντες πάντες καὶ κυκλόσε γενόμενοι ἐς ἀλλήλους ὁρῶσιν , οἱονεὶ σύνθημα ἕκαστος ἑκάστῳ
ἄλλων καὶ παρὰ ποσὶν ὄντων , οὐδὲ μὴν οἱ σφενδονῆται κυκλόσε τὸν δῖνον ἀποτελεῖν τῆς σφενδόνης παρὰ πλευρὰν ἑστώτων φιλίων

Back