μέγεθος ] , καὶ ὅτι πολλάκις τοὺς ὄνους κάνθωνας καὶ κανθηλίους καλοῦσιν . ” Ἀστράβαι δέ , φησίν , οἱ
προθύμως , ἀμεταστρεπτὶ μετὰ προτροπῆς , ἢ εἰς τοὔμπροσθεν . κανθηλίους . τοὺς βραδεῖς νοῆσαι ἢ ἀφυεῖς , ἀπὸ κάνθωνος
6568610 ἐσθει
καὶ πολεμικόν τι . ἐνόπλιος γὰρ ὄρχησις ἡ πυρρίχη . ἐσθεῖ : Εἰστρέχει . . εἰς τὸν ἀέρα : Δέον
καὶ πολεμικόν τι . ἐνόπλιος γὰρ ὄρχησις ἡ πυρρίχη . ἐσθεῖ : Εἰστρέχει . . εἰς τὸν ἀέρα : Δέον
5347339 Ἀφθονητος
Ἀθηνῶν Χαριάδης , ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ , ἀλλᾶντας Ἀφθόνητος , Εὔθυνος φακῆν . οὗτοι μετ ' ἐκείνους τοὺς
Ἀθηνῶν Χαριάδης . ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ . ἀλλᾶντας Ἀφθόνητος , Εὔθυνος φακῆν , ἀπὸ συμβολῶν συνάγουσιν ἀρίστων πόρους
4922946 ἀρτους
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς
4898599 βοτρυς
αἰτιατικῇ τῶν πληθυντικῶν τῇ συνῃρημένῃ τῇ οἱ βότρυς καὶ τοὺς βότρυς κεχρήμεθα σπανίως εὑρημέναις ; λέγομεν ὡς ἐκείνας μὲν οὐδεὶς
τὸν ὅρκον ἡμῶν . ὄψει δὲ χειμῶνος μέσου σικυούς , βότρυς , ὀπώραν , στεφάνους ἴων . . . κονιορτὸν
4890177 λεβητας
φησὶν γοῦν : πολὺν δ ' ἀγῶνα κηρύσσεται , χαλκηλάτους λέβητας ἐκτιθεὶς φέρειν καὶ κοῖλα χρυσόκολλα καὶ πανάργυρα ἐκπώματ '
οὔ φησιν εἰ μὴ χαλκίον ἓν , ἀλλ ' οὐ λέβητας ἢ τρίποδας πολλούς . : Δωδωναῖον χαλκεῖον . Ἐπὶ
4882876 ἀνθρωποφαγους
ἄλλος μικρὸς ᾖ : τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τί φής , ὦ φίλτατε , ἀνθρωποφάγους
ἄλλος μικρὸς ᾖ : τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τί φής , ὦ φίλτατε ; ἀνθρωποφάγους
4842950 γογγρον
κ τῆς Σικυῶνος τῆς φίλης ὃν τοῖς θεοῖς φέρει Ποσειδὼν γόγγρον εἰς τὸν οὐρανόν , ἅπαντες οἱ φαγόντες ἐγένοντ '
κατεσθίει γοῦν ἐπὶ μιᾷ τὴν οὐσίαν . καὶ τὸν Σινώπης γόγγρον ἤδη παχυτέρας ἔχοντ ' ἀκάνθας τουτονὶ τίς λήψεται πρῶτος
4814188 κυαμους
ἄλλῳ εἶναι ἢ Πυθαγόρᾳ ὄντι παρανενομηκέναι καὶ τὸ ἴσον ἠσεβηκέναι κυάμους φαγόντα ὡς ἂν εἰ τὴν κεφαλὴν τοῦ πατρὸς ἐδηδόκεις
τοῦ Παύσωνος . ὡς δ ' ἀεί ποτε περὶ τοὺς κυάμους ἔσθ ' οὗτος ὁ σοφιστὴς τέλος . Ἐγὼ δ
4811778 πεπονας
οἴναρα , ἀποφθινόντων τῶν φύλλων . βότρυς δὲ ὡραίους καὶ πέπονας καὶ γενναίους καὶ ἀκμάζοντας καὶ ὀργῶντας , ἢ τὸ
, οὓς ἠσθίομεν ἐν Αἰγύπτῳ δωρεάν , καὶ σικύας , πέπονας , πράσα , κρόμμυα , σκόρδα : νυνὶ δὲ
4806531 βοσκουσι
ἔθνος πολλοὶ καὶ πλείους ἢ οἱ τῶν μελιττῶν ἑσμοί , βόσκουσι δὲ τὰς μὲν λειμῶνες , τοὺς δὲ οἰκίαι καὶ
Ἅπαντας ἡ παίδευσις ἡμέρους τελεῖ . Αἱ δ ' ἐλπίδες βόσκουσι τοὺς κενοὺς βροτῶν . Αὐτὸς πενωθεὶς τοῖς ἔχουσι μὴ
4797626 εὐπαιδα
ἐστί σοι λόγων ἀθλητὴς καὶ ποιῶν σε μετὰ τῆς ἀδελφῆς εὔπαιδα κεκλῆσθαι . Καὶ τὰ δοκηθέντα ἐτελέσθη : μεταθέντα γὰρ
τε μή ] ἀντὶ τοῦ “ παντὶ τρόπῳ ” ἀττικῶς εὔπαιδα ] ἢ τὸν ἔχοντα καλοὺς παῖδας ἢ τὸν καλὸν
4741182 καλους
ἔχω : τὸ γὰρ πρᾶγμ ' αὐτό μοι καλῶς ἔχον καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν ,
ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων : κονδύλους πλάττειν δὲ Τελαμών : τοὺς καλοὺς πειρᾶν καπνός . κἀν Πυθαγοριστῇ δέ φησι : πρὸς
4692002 τοὐβολου
γένοιτ ' ἂν ἐν παντὶ χρόνῳ . ΓΘ τοῖσι πολλοῖς τοὐβολοῦ : τοῖς εὐώνοις , τοῖς Ἀθηναίοις . οὕτως γὰρ
Τιθύμαλλος οὕτως ἀνεβίω κομιδῇ τεθνηκώς , τῶν ἀν ' ὀκτὼ τοὐβολοῦ θέρμους μαλάξας . οὐκ ἀπεκαρτέρησε γὰρ ἐκεῖνος , ἀλλ
4687884 ἐλαας
ἐπὶ τῶν τραπεζῶν τιθέναι τυρὸν καὶ φυστὴν δρυπεπεῖς τ ' ἐλάας καὶ πράσα , ὑπόμνησιν ποιουμένους τῆς ἀρχαίας ἀγωγῆς .
τὴν τομήν : ἀλλὰ τὸ τὸν κότινον μᾶλλον πονῆσαι τῆς ἐλάας ἄτοπον καὶ τὸ τὴν ῥόαν μηδὲν παθεῖν ἀσθενῆ πρὸς
4664983 αἰπολους
ἡ αἰτία , ὅτι κατωφερέστεραι οὖσαι αἱ αἶγες δελεάζουσι τοὺς αἰπόλους . βούτας μὲν ἐλέγευ : παροιμία τοῦτο ἐπὶ τῶν
αἰσάλωνι , διὸ καὶ τυπτομένῃ τῇ ἀλώπεκι βοηθεῖν . Τοὺς αἰπόλους δέ φησι λέγειν ὅτι , ὅταν τάχιστα ὁ ἥλιος
4651422 θαλαττιας
ἦν θηρεύειν , ἀλλ ' ἀπεῖπον τούτων τε καὶ τῆς θαλαττίας χελώνης μὴ ἅπτεσθαι . ὁ δὲ πολύπους ἐστὶ συντηκτικὸς
ἐκ τῆς γῆς τρεφομένην : ἄκουε δὲ καὶ τὰς τῆς θαλαττίας μηχανάς , καὶ ὁποῖα δρᾷ καὶ ἐκείνη πυνθάνου .
4647562 κορωνας
ὕδωρ γράφειν . Λευκὴ ἡμέρα : ἤγουν ἀγαθή . Λευκὰς κορώνας : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Λευκὸς Ἑρμῆς : ἐπὶ
κορὶ κορώνη λέγουσιν ἀγνοοῦντες . Γάμον δὲ δηλοῦντες , δύο κορώνας πάλιν ζωγραφοῦσι τοῦ λεχθέντος χάριν . Μονογενὲς δὲ δηλοῦντες
4642481 πιστευθησομαι
. : καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἐμῆς ἐξόδου λέγων οὐ πιστευθήσομαι , ἀλλ ' ἢ προφασίζεσθαι δόξω , ἐλευθεροῦν ἐπαγγελλόμενος
ἔδωκα καὶ πρᾷον τὸ πῦρ ὀπτῶν τὸν ἰχθύν , οὐδὲ πιστευθήσομαι . ὅμοιον ἐγένετ ' , ὄρνις ὁπόταν ἁρπάσῃ τοῦ
4601408 σαπρους
τὰς ὀφρῦς τοῦτον σκυθρωπάζοντά θ ' ἡμῖν προσλαλεῖν , ἐὰν σαπροὺς κομιδῇ δέ , παίζειν καὶ γελᾶν ; τοὐναντίον γὰρ
λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ ' ὁρᾶν . Ὁ δ
4577584 ἀρτων
κεφαλῆς . ἤσθιε δὲ καὶ αὐτὴ λίτρας κρεῶν δώδεκα , ἄρτων δὲ χοίνικας τέσσαρας καὶ ἔπινεν οἴνου χοᾶ . Λιτυέρσας
, εἶναι δὲ καὶ τὰς πλευρὰς ἰσχυρόν : ἐσθίειν δὲ ἄρτων μὲν χοίνικας ἕξ , κρεῶν δὲ λίτρας εἴκοσιν οἵων
4569998 περδικας
. ὅτι τὸν ψιττακὸν φίλον ἔχει , ὡς δορκὰς τοὺς πέρδικας , ὡς ἔλαφοι τοὺς ἀτταγᾶς , ὡς ἵπποι τὰς
: χρηστὸς εἶ καὶ κόσμιος . Τοὺς ἑψητοὺς καὶ τοὺς πέρδικας ἐκείνους . Ἀλλ ' ἴθι προσαύλησον σὺ νῷν πτισμόν
4569683 ἑπτ
ὁ Εὐριπίδης ἐν Κρεσφόντῃ [ . ] : καὶ δὶς ἕπτ ' αὐτῆς τέκνα Νιόβης θανόντα Λοξίου τοξεύμασιν . ὁμοίως
μυρίαι τὸν αὐτὸν ἐξήντλησαν ὡς ἐγὼ βίον . καὶ δὶς ἕπτ ' αὐτῆς τέκνα Νιόβης θανόντα Λοξίου τοξεύμασιν † ὠνητέραν
4557294 φασσας
τὴν σάρκα , συῶν τὰ ἄκρα , πέρδικάς τε καὶ φάσσας καὶ περιστερὰς λαγωούς τε καὶ λεβηρίδας . ποτὸν δὲ
μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας . τοιούτοις δὲ καὶ
4548452 στρογγυλους
καὶ τὰς ῥάγας ἁδρὰς καὶ λευκάς , καὶ διαυγεῖς καὶ στρογγύλους , τοὺς κρεμαστῆρας τῶν βοτρύων σφόδρα ἔχουσα ἐπιμήκεις :
ἡδυλίζειν ἡ λαμπήνη οἱ δ ' ἁρπάσαντες τοὺς κάδους τοὺς στρογγύλους ὕδρευον ἀνδρειότατα κηπουροὶ πάλιν . ἤντλουν λέγειν δεῖ καὶ
4543574 ἀῤῥην
τῶν προβάτων εἰρημένα . Λέγεται ὅτι ὁ αὐτός ποτε μὲν ἄῤῥην , ποτὲ δὲ θῆλυς γίνεται , καὶ μεταβάλλει τὰς
, καὶ μεταβάλλει τὰς φύσεις , καί ποτε μὲν ὡς ἄῤῥην γονοποιεῖ , ποτὲ δὲ ὡς θῆλυς τίκτει . Δεδοίκασιν
4530434 ἀλεκτρυονας
. Μετὰ τὴν κατὰ τῶν Περσῶν νίκην Ἀθηναῖοι νόμον ἔθεντο ἀλεκτρυόνας ἀγωνίζεσθαι δημοσίᾳ ἐν τῷ θεάτρῳ μιᾶς ἡμέρας τοῦ ἔτους
ἀποκείρομεν , τὰς δὲ κεφαλὰς σκέπομεν . [ τοὺς δὲ ἀλεκτρυόνας ὁρῶμεν οὐδενὸς τοιούτου προσδεομένους , ὧν ἄνθρωποι ] σισύρας
4528521 τριπτηρ
μοσχεύματα φύουσαν κατὰ τὸ ὑγρὸν ἔλαιον τριπτῆρσιν ] καὶ ὁ τριπτὴρ εἶδος ὑλιστῆρος , ὁ τὰ τριβόμενα διηθῶν ἢν δέ
' αὐτῷ ; Πάγχρηστον ἄγγος ἔσται , κρατὴρ κακῶν , τριπτὴρ δικῶν , φαίνειν ὑπευθύνους λυχνοῦχος καὶ κύλιξ τὰ πράγματ
4506751 ἐφυσα
ὄντος ὁ ἄνθρωπος ἀναιρούμενος κατὰ μικρὸν τῷ στόματι προσέφερε καὶ ἐφύσα . πυνθανομένου δὲ πάλιν τοῦ σατύρου , τί τοῦτο
ὅτι ἡ ψύξις ἐπάχυνε τὸ πνεῦμα , ὃ μὴ διαφορούμενον ἐφύσα τὸν ὀφθαλμὸν ὡς πλεονάζον . τὰ δὲ χρώματα τῶν
4489412 παγουροις
τ ' ἐπιβόσκεται ἅλμης . ἄλλοι δὲ ῥοικοῖσιν ἰσήρεες ἄντα παγούροις γυῖα βαρύνονται : βαρέαι δ ' ἐσκλήκασι χηλαί ,
ἡλωκέναι . εἶθ ' ἁλιεὺς ὢν ἄκρος σοφίαν ἐπὶ μὲν παγούροις τοῖς θεοῖς ἐχθροῖσι καὶ ἰχθυδίοις εὕρηκα παντοδαπὰς τέχνας ,
4479664 τρυγονας
ἰόντες γεράνους τε καὶ χῆνας ἀλεκτορίδας τε καὶ νήττας καὶ τρυγόνας τε καὶ ἀτταγᾶς προσέτι , πέρδικάς τε καὶ σπινδάλους
φάσσαι : ἀσθενεστέρας δὲ ἕνεκα τροφῆς δοτέον περιστερὰς βοσκάδας καὶ τρυγόνας , φευκτὰ δὲ πάντα τὰ ἐν τοῖς ὕδασι διαιτώμενα
4477850 χηνας
Ἐκ δὲ τῶν κρεῶν πρόβεια , ὀρνίθια , περιστερόπουλα , χῆνας , ὄρτυγας , ὀρτυγομήτρας , καὶ λακτέντα ἐσθίειν :
, δούλοισι χλανισκιδίων μικρῶν : κἀκ Βοιωτῶν γε φέροντας ἰδεῖν χῆνας , νήττας , φάττας , τροχίλους : καὶ Κωπᾴδων
4465822 ῥαφανιδας
βιβλίων συμβολάς . ὅστις ἀγοράζων ὄψον ἐξὸν ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι μαίνεται : φησὶν Ἄμφις . ὅτι καὶ
. Ὅστις ἀγοράζων ὄψον , ἐξὸν ἀπολαύειν ἰχθύων ἀληθινῶν , ῥαφανῖδας ἐπιθυμεῖ πρίασθαι μαίνεται . Ἐρίοισι τοὺς τοίχους κύκλῳ Μιλησίοις
4465578 ῥυπαρους
γὰρ μόνοις ἐξουσία ἀφροδισιάζειν ἐστίν , οἱ δὲ τοὺς τρόπους ῥυπαροὺς ἔχοντες μουσικῆς ἀπειρίᾳ , εἰς τὸν πίθον φέρουσι τὸν
γὰρ μόνοις ἐξουσία ἀφροδισιάζειν ἐστίν , οἱ δὲ τοὺς τρόπους ῥυπαροὺς ἔχοντες μουσικῆς ἀπειρίᾳ , εἰς τὸν πίθον φέρουσι τὸν
4461462 συκινης
καυκαλίς , δαῦκος , κονία , καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ συκίνης τέφρας , κράμβη , κρῆθμον , κρίνου τὰ φύλλα
⋖ υπʹ , τοῦτ ' ἔστι λι εʹ , κονίας συκίνης , τοῦτ ' ἔστιν ἀπόπλυμα ξύλων συκίνων καυθέντων καὶ
4452398 ἀλεκτοριδας
τῶν ὑπηκόων οἱ διὰ τιμῆς ἰόντες γεράνους τε καὶ χῆνας ἀλεκτορίδας τε καὶ νήττας καὶ τρυγόνας τε καὶ ἀτταγᾶς προσέτι
λευκὰς ὄρνιθας τῶν μελαινῶν ἡδίους εἶναι , ἀλεκτρυόνας δὲ καὶ ἀλεκτορίδας τοὺς ἄρρενας . ὄρνιθας δέ φαμεν τὰς ἰδικῶς οὕτω
4449465 ἐλαφους
' ἀντὶ τοῦ ἀγρίας : “ ἢ μετ ' ἀγροτέρας ἐλάφους : κέλεται δέ ἑ γαστήρ . ” ἀγλαόκαρποι καλλίκαρποι
, ἐν τοῖς τρα - χέσι καὶ δυσβάτοις τόποις τοὺς ἐλάφους προστρίβοντας τὰ κέρατα πρὸς τὰς θάμνους , ἀποβάλλειν αὐτά
4446451 χρυσιδας
Ἀγαμέμνονος ἢ Κρέοντος ἢ καὶ Ἡρακλέους αὐτοῦ πρόσωπον ἀνειληφότες , χρυσίδας ἠμφιεσμένοι καὶ δεινὸν βλέποντες καὶ μέγα κεχηνότες μικρὸν φθέγγονται
ἐγὼ δὲ καὶ τὰς θηρικλείους καὶ τὰ καρχήσια καὶ τὰς χρυσίδας καὶ πάντα τὰ ἐν ταῖς αὐλαῖς ἐπίφθονα παρὰ τούτοις
4443384 δρομεα
νεανικώτατον . ἐγᾦδα τοίνυν τό γε νεανικώτατον : ὅτε τὸν δρομέα Φάυλλον ὢν βούπαις ἔτι εἷλον διώκων λοιδορίας ψήφοιν δυοῖν
καὶ μαστιγωθήσεται : καὶ φεύξεται εἰς ἀλλοδαπὴν διὰ τὸν γυμνὸν δρομέα , ὑπὸ δὲ ἀγρίων θηρίων ἐπηρεασθήσεται καὶ φεύξεται εἰς
4439754 μελιηδης
τοὺς πλείονας ἀκράτου σπῶντας θορυβώδεις γίνεσθαι : οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς ἄν
ἡμετέρων μύθων ξεῖνος καὶ πτωχὸς ἀκούει . οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς ἄν
4436694 ἐθρεψαντο
χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ . ἄνδρα δὲ τὸν Κυθέρηθεν ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παιδευθέντα Φιλόξενον
στυγνῶν ἀντιάσαντι κυνῶν . ἄνδρα δὲ τὸν Κυθέρηθεν , ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παίδευσάν τε
4403185 κυμβιον
ἕκτῳ περὶ τοῦ Κύκλου τὸ αὐτὸ οἴεται εἶναι κισσύβιον καὶ κυμβίον . φησὶ γὰρ ὡς Ὀδυσσεὺς πληρώσας κυμβίον ἀκράτου ὤρεξε
δὴ τὸν χόα αὐτῷ σύ , Κῶμε , καὶ τὸ κυμβίον φέρων . Εὐριπίδης τις τήμερον γενήσεται . Τῶν ζωγράφων
4399952 μετρητην
τὸν ἀμφορέα ξεϲτῶν λϚʹ , κοτυλῶν μηʹ : τὸν δὲ μετρητὴν ξεϲτῶν οβʹ , κοτυλῶν ϘϚʹ : τὸν δὲ μέδιμνον
τρεῖς τῆς βραχείας ἡμέρας : πίνει δ ' ἕνα καλῶν μετρητὴν τὸν δεκάμφορον πίθον . τοιοῦτός ἐστι καὶ ὁ παρὰ
4399780 λευκους
καὶ αὐτά : σμήγματα δὲ ὅσα διὰ νίτρου . Οἴνους λευκοὺς καὶ εὐωδεστάτους καὶ ἐλαιοχρόους . Καὶ ἀφροδισιάζειν μετρίως .
κάρα πυκάζομαι , καὶ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται . λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους . ὄρνιθα τοίνυν δεῖ σε
4398372 ἰχθυς
ὀδὰξ πρίοντες , ἀμυνέμεν οὐκ ἐθέλοντες . ὡς δ ' ἰχθῦς ἀνὰ νύκτα δολόφρονες ἀσπαλιῆες πρὸς βόλον ἰθύνουσι θοαῖς ἀκάτοισι
προαπεσταλμένων . τά τε γὰρ ἄλλα ἐν χερσὶ καὶ τοὺς ἰχθῦς οὐδὲν δεῖ περιτρέχοντα ζητεῖν , ἀλλὰ τοῖς πρατῆρσι κηρύττουσιν
4369912 οἰνανθας
Νεμείοις παγκρατίου στέφανον , οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ ' οἰνάνθας ὀπώραν , ἐκ δὲ Κˈρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς
τοῦ γάρ . ἐπεὶ Λαομέδοντα τῆς τειχοδομίας μισθὸν ᾔτησεν τὰς οἰνάνθας : Οἰνάνθη ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς . 〚
4365341 ἀβυρτακη
δὲ Μήδων γαῖαν , ἔνθα καρδάμων πλείστων ποιεῖται καὶ πράσων ἀβυρτάκη . φαυλίων μήλων αὐτόκακος οὔ φησιν εἶναι τῶν ἑταιρῶν
] , καὶ ἀβροτάξομεν : διαμφοδήσομεν , ἁμαρτήσομεν ἀλλήλων . ἀβυρτάκη : ὑπότριμμά τι βαρβαρικόν , κατασκευαζόμενον διὰ πράσων καὶ
4364298 σαυρους
πεποικίλθαι δεινῶς , εἶναι δὲ καὶ ἅψασθαι ταύτας ἁπαλωτάτας . σαύρους δὲ Ἀριστοτέλης ἐν τῇ τῶν Ἀράβων γῇ τίκτεσθαί φησι
. Ἐν Αἰθιοπίᾳ τοὺς καλουμένους Σιβρίτας σκορπίους ἀκούω σιτεῖσθαι καὶ σαύρους καὶ ἀσπίδας καὶ σφονδύλας καὶ τίφας καὶ πᾶν ἑρπετόν
4362359 ποιμνιων
ἀκούειν ἐπὶ Ἕκτορος . τινὲς δὲ ἐπὶ Πρωτεσιλάου ἀκούουσι τὸ ποιμνίων ἀλάστορα τὸν πορθοῦντα τὰ ποίμνια τῶν Τρώων . γράφουσι
χωρίων καὶ ἀντὶ τῆς ἀμούσου βοῆς ἀκούειν σύριγγος ἢ τῶν ποιμνίων αὐτῶν βληχωμένων . Καὶ ἐπεὶ διαγενομένων ὀλίγων ἡμερῶν αἱ
4362115 σκορπιους
ἀγαπῶντα καὶ ἀγαπώμενον . οὐδὲ γὰρ τοὺς ἔχεις οὐδὲ τοὺς σκορπίους ἡ φύσις ἔξω πεποίηκε παντελῶς τοῦ ἐρᾶν καὶ τοῦ
. ὁ δὲ Ἀριστοτέλης καὶ ἐκ τῶν σισυμβρίων φησὶν σαπέντων σκορπίους γίνεσθαι . Οὐχ ἧττον δὲ τούτων θαυμάσια τὰ φθαρτὰ
4360742 ἀλλαντας
δ ' υἱός , ὃν Ἀθηναῖον ἐπεποήμεθα , ἤρα φαγεῖν ἀλλᾶντας ἐξ Ἀπατουρίων , καὶ τὸν πατέρ ' ἠντεβόλει βοηθεῖν
. τὰ σκεύη ] τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἔφερε τοὺς ἀλλᾶντας . Γ πρόσκυσον : προσκύνησον . ἰδού : πεποίηκεν
4355051 ταριχος
δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί
τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον
4354080 ὀνους
: αἱ γὰρ ἀγελαῖαι τῶν ἵππων οὐχ ὁμοίως ὑπομένουσι τοὺς ὄνους ἐπὶ τῇ ὀχείᾳ ἕως ἂν κομῶσιν : οὗ ἕνεκα
ἐν ποσὶ τρεφομένους τε καὶ ἐξεταζομένους ὁρῶμεν ἵππους τε καὶ ὄνους καὶ βοῦς καὶ καμήλους θαρροῦντας : εἰ δὲ καὶ
4352018 Βιβλινον
δύο μὲν κατέκοψα νεοσσώς θηλάζοντά τε χοῖρον , ἀνῷξα δὲ Βίβλινον αὐτοῖς εὐώδη τετόρων ἐτέων σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ :
καὶ δίυγρος ἀπὸ τῆς τῶν πετρῶν ψύξεως . καὶ οἶνον Βίβλινον , ὃν ἀξιοῖ , παρ ' αὐτοῖς γεωργεῖσθαί φασι
4334378 κανθαρους
ἂν οἴκοι σωφρόνως Χαιρέστρατος ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . .
ᾠὰ τῶν ἀετῶν οἱ κάνθαροι κυλίοντες διαφθείρουσιν . ἐπεὶ τοὺς κανθάρους οἱ ἀετοὶ ἀναλέγονται . . . Ἰσμηνία : Ὄνομα
4326400 θερμους
ἴρεως καὶ τὸ ἰσχυρὸν ὄξος αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην καὶ θερμοὺς καὶ πύρεθρον καὶ τερεβινθίνην καὶ θεῖον καὶ νίτρον καὶ
θέω ῥήματος ὀνομάσαι τοὺς ἀρχαίους : ταύτῃ τοὺς μὲν ταχεῖς θερμοὺς λέγουσι , τοὺς δὲ ψυχροὺς βραδεῖς , ἀπὸ δὲ
4323068 σησαμοειδους
ἐστι καὶ γεώδη πάντα , κυκλάμινος , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ σπέρμα , σκόροδον , κρόμμυον ,
μᾶλλον τὸ σπέρμα , ἱπποσέλινον , ὀρεοσέλινον , σέσελι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ σπέρμα , σίον , σίνων ,
4308817 Φερεκρατης
ὧν καὶ ὠνόμαστο . ἀποπροσωπίζεσθαι δὲ τὸ καθαίρειν τὸ πρόσωπον Φερεκράτης εἶπεν : οὐδ ' ἀποπροσωπίζεσθε κυάμοις . τοῦ δὲ
δ ' ἂν εἴη τῶν τὸν οἶνον πιπρασκόντων . καὶ Φερεκράτης μὲν εἴρηκε μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην ,
4308002 τυρον
κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον
οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο :
4307328 ὀϊς
κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε , οἱ δ ' ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας , ἵρευον δὲ σύας σιάλους
οἶς μόνον , ὃ καὶ γέγονεν κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ ὄϊς , δηλοῖ δὲ τὸ πρόβατον : ταχύς : βραδύς
4306930 Λιτυερσας
, ἄρτων δὲ χοίνικας τέσσαρας καὶ ἔπινεν οἴνου χοᾶ . Λιτυέρσας δὲ ἦν μὲν υἱὸς Μίδου νόθος , Κελαινῶν δὲ
καὶ ἔστι τὸ σχῆμα αἴσθησις ἀντὶ αἰσθήσεως . ὁ δὲ Λιτυέρσας ἦν Μίδου νόθος παῖς , γεωργὸς δὲ ὢν τοὺς
4304247 Ἀντιφανης
ἀνυπόδητος ὄρθρου περιπατεῖν γέρανος , καθεύδειν μηδὲ μικρὸν νυκτερίς . Ἀντιφάνης δ ' ἐν Προγόνοις : τὸν τρόπον μὲν οἶσθά
Σικυωνίου . τούτου δὲ ὁ διδάσκαλος τοῦ Κλέωνος , ὄνομα Ἀντιφάνης , ἐκ φοιτήσεως Περικλύτου , Πολυκλείτου δὲ ἦν τοῦ
4302058 ἠνυστρον
. . . πάλιν : ἑόρακας ἤδη πώποτ ' ἐσκευασμένον ἤνυστρον ἢ σπλῆν ' ὀπτὸν ὠνθυλευμένον ἢ κοκκυμήλων σπυρίδα πεπόνων
Ἡράκλεις . [ πεπόνων ] ἑόρακας ἤδη πώποτ ' ἐσκευασμένον ἤνυστρον ἢ σπλῆν ' ὀπτὸν ὠνθυλευμένον , ἢ κοκκυμήλων σπυρίδα
4300815 λαβραξ
Βερενίκην τῆς Λιβύης Λήθων ποτάμιον , ἐν ᾧ γίνεται ἰχθὺς λάβραξ καὶ χρύσοφρυς καὶ ἐγχέλεων πλῆθος [ καὶ ] τῶν
διαφέρει , ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασώζειν ἑαυτόν . Ἀριστοφάνης : λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος . Ἀλκαῖος δ ' ὁ
4299025 χορδης
τὸ παροίνιον βοήσω : δότε μοι λύρην Ὁμήρου φονίης ἄνευθε χορδῆς . Ἄγε , ζωγράφων ἄριστε , λυρικῆς ἄκουε Μούσης
ἐναρμοζομένου κατὰ δίκην ἑκάστου τοῖς μέρεσι τοῖς δεξομένοις , ὥσπερ χορδῆς ἑκάστης εἰς τὸν οἰκεῖον καὶ προσήκοντα τόπον ταττομένης κατὰ
4295459 ἐμβροντητους
δειλούς , οἱ δὲ ξηρότεροι μάργους , οἱ δὲ ὠχρότεροι ἐμβροντήτους σημαίνουσιν . ὅσοι δὲ καὶ τὰς ὀφρῦς ἐπαίρουσι καὶ
τοῦ εἶναι εἰδήσεως λαβεῖν παραδείγματα , ἕξεις βροντῆς μὲν τὸ ἐμβροντήτους τινὰς γίνεσθαι , ἐκλείψεως δὲ τὸ σκιὰν ἐν πανσελήνῳ
4291291 θριον
φύλλον παρὰ τὸ εἰς τρία διεσχισμένον εἶναι , τρίον καὶ θρίον . ἀπ ' αὐτοῦ καὶ θρίαμβος : οἱ γὰρ
εἰ μὴ οὐ οὐ . Τῷ θρίῳ τὴν ἐγχέλυν : θρίον , τὸ φύλλον τῆς συκῆς : τραχὺ γάρ ἐστιν
4287484 ποταμιους
βούττεις τελείας προευτρεπίζειν καὶ γεμίζειν ὕδατος καὶ κόχλακας ἐν αὐτῷ ποταμίους ῥίπτειν , εἰς τὸ αὐταρκῆσαι μέχρι τῆς τοῦ χειμῶνος
ἀνέσας δὲ αὐτὰ γάλακτι γυναικείῳ ἢ ὀνείῳ χρῶ . Καρκίνους ποταμίους τρεῖς ἢ πέντε μόνον ἄζυγας ἐπ ' ἀνθράκων καύσας
4287347 ὀρχουμενης
„ τοῦ δὲ λύκου αὐλοῦν - τος καὶ τῆς ἐρίφου ὀρχουμένης οἱ κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ δὲ
τοιαδί : Ὦ χρυσοχόε , τὸν ὅρμον ὃν ἐπεσκεύασας , ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ
4286269 ἀγελαιας
ἐκ τῆς Λιβύης ὁρᾶσθαι ἐσπετομένην , οὐχ οἵαν κατὰ τὰς ἀγελαίας πελειάδας τὰς λοιπὰς εἶναι , πορφυρᾶν δέ , ὥσπερ
/ [ Γηρυόνην ] ἔκτεινε [ καὶ ἤγαγε ] βοῦς ἀγελαίας : / ἑνδέκατον δ ' ἐξ Ἅιδου ἀνήγαγε [
4285019 αἰγας
Σικυῶνος : ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιστα ἑαυτοῖς εὐχομένων . Εἰς αἶγας ἀγρίας : ἐπὶ τῶν τὰ κακὰ ἀποτροπιαζομένων . Εἰς
ἔφερον . Θᾶττον ἄν τις εἶδε τὰ ποίμνια καὶ τὰς αἶγας ἀπ ' ἀλλήλων μεμερισμένας ἢ Χλόην καὶ Δάφνιν .
4275798 κυνας
: καὶ γὰρ εἰ πάνυ ὠκὺς τύχοι καὶ πολλὰς πολλάκις κύνας διαπεφευγώς , ἀλλά γε ἐξ εὐνῆς ἀνιστάμενον καὶ ξὺν
Ἑκάτης : καὶ γὰρ Σώφρων ἐν τοῖς Μίμοις φησὶν αὐτῇ κύνας θύεσθαι . Ζήρινθον τὸ Θρᾳκικὸν σπήλαιον καταλιπὼν τῆς Ῥέας
4274936 κολλαβους
ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος , ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ . κολλάβους δ ' ἄρτους Ἀριστοφάνης φησὶ λέγων : κολλάβων χλιερῶν
ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους . Ποῦ ποῦ Τρυγαῖός ἐστιν ; Ἀναβράττω κίχλας .
4274452 κοκκυμηλεας
κότινον καὶ τὸ ἐσθιόμενον δάκρυον ] τὸν ὀπόν ἀταλύμνου ] κοκκυμηλέας : ἀτάλυμνον γὰρ τὸ κοκκύμηλον λέγεται ἀταλύμνου ] ἤτοι
: ὅπερ ἐρέβινθοι ποιοῦσι πρὸς λειχῆνας , ἐλλέβορος ἑκάτερος , κοκκυμηλέας τὸ κόμμι ἐπὶ παιδίων , λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν
4270807 ἀμυλοισιν
παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν ὁμοίας : τάων φυομένων ἠράσσατο πότνια γαστήρ . καὶ
παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν ὁμοίας : τάων θυομένων ἠράσσατο πότνια γαστήρ . καὶ
4270118 ἰχθυν
. οὕτως ἁπαλὸν ἔδωκα καὶ πρᾷον τὸ πῦρ ὀπτῶν τὸν ἰχθύν , οὐδὲ πιστευθήσομαι . ὅμοιον ἐγένετ ' , ὄρνις
: ᾧ σημείῳ χρώμενοι οἱ σπογγιεῖς κατακολυμβῶσι καλοῦντες αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ καὶ Δωρίων ἐν τῷ
4267329 πιτυος
δὲ διερὸν τὸ ῥάκος γένηται , ἕτερον περιελίσσειν . Τῆς πίτυος τὸν φλοιὸν καὶ τοῦ ῥοῦ τὰ φύλλα ἐμβάλλων ,
, μάννης τρίτον μέρος , καὶ σχοίνου ὀλίγον , ἢ πίτυος , ἢ κυπαρίσσου διεὶς ὕδατι πίνειν δίδου δὶς τῆς
4267246 βολβους
. Ἡρακλείδης δ ' ὁ Ταραντῖνος τοῦ συμποσίου περιγράφων τοὺς βολβούς φησι : περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα
, ὀξύγαλα , βωλίτας , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα , βολβούς . Φλεγματικὸν δ ' ἁπλῶς χυμὸν γεννᾷ τῶν ζῴων
4267022 μελαγχολικωτερον
σοφόν σε ποιεῖ : αὐτὸ καθ ' ἑαυτὸ τὸ γῆρας μελαγχολικώτερόν ἐστι τῆς νεότητος : εἰ δὲ συμβῇ τοὺς γέροντας
σοφόν σε ποιεῖ : αὐτὸ καθ ' ἑαυτὸ τὸ γῆρας μελαγχολικώτερόν ἐστι τῆς νεότητος : εἰ δὲ συμβῇ τοὺς γέροντας
4262227 Σωσιθεος
κριτὴν ὁ Δάφνις εὖ μάλα ᾄσας προσηγάγετο μαθητεῦσαι ἑαυτῷ . Σωσίθεος δὲ Δάφνιν . . . γενόμενον , ὑφ '
, ἀδηφάγος δ ' ἰσχυρῶς . λέγει δὲ περὶ αὐτοῦ Σωσίθεος ὁ τραγῳδιοποιὸς ἐν δράματι Δάφνιδι ἢ Λιτυέρσᾳ οὕτως :
4260946 πορφυριδας
κωμῳδοῖς χορηγῶν . σύνηθες ἐν κωμῳδίᾳ παραπετάσματα δέρρεις ποιεῖν οὐ πορφυρίδας . Μυρτίλος ἐν Τιτανόπασι τὸ * * * “
μεταξὺ ἐπαιδεύετο . τὴν δὲ ἐσθῆτα τὴν ποικίλην καὶ τὰς πορφυρίδας ἐκείνας ἀπέδυσαν αὐτὸν ἀστείως πάνυ τὸ ἀνθηρὸν ἐπισκώπτοντες τῶν
4254587 χυτρας
ἢ πειραθῆναι . ἀτμίζον κρέας : οἷον θερμὸν ἐκ τῆς χύτρας ἀνῃρημένον , ἔτι τὴν ἀτμίδα ἀναβάλλον . ἀκοῦσαι ὀργῶ
καὶ ἱδρύσανθ ' ἱερείῳ . ἐν δὲ τῷ Πλούτῳ τὰς χύτρας , αἷς τὸν θεὸν ἱδρυσόμεθα , λαβοῦσα ἐπὶ τῆς
4254309 καραβον
, ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . πίννας , κάραβον , βολβούς , κοχλίας , κήρυκας , ᾤ '
πατρὶ τευθὶς ἦν χρηστή . πατρίδιον , πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός ἐστιν , ἄπαγε , φησί : ῥητόρων
4232882 ἐσθιειν
: ὅσα δὲ παστὰ ἀπέχεσθαι : τὰ δ ' ἄλλα ἐσθίειν . ἐκ δὲ τῶν ὀσπρέων κύαμον καὶ φακῆν καὶ
ἔχοντες . Ἀρχέστρατος δέ φησι Σειρίου ἀντέλλοντος δεῖν τὸν φάγρον ἐσθίειν . Δήλῳ τ ' Εἰρετρίᾳ τε κατ ' εὐλιμένους
4230679 μαζης
δὲ παροψίδας , ἡ μὲν πλείστη χρῆσις ἐλέγχει τοὔνομα ἐπὶ μάζης ἢ ζωμοῦ τινὸς ἢ ἐδέσματος εὐτελοῦς , ὃ ἔστι
ἄλλως : ὡς ἐπὶ ἀγάλματος εἶπε διὰ τὸ μέγεθος τῆς μάζης . τῆς θεοῦ ] ἤγουν τῆς Ἀθηνᾶς . Γ
4229908 Ἀλεξις
φιλοτύραννος , φαλαπεχθήμων , φιλοθεάμον , φιλοθέωρον δ ' αὐτὸν Ἄλεξις εἴρηκεν . φιλολοίδορος , φιλάνθρωπος , φιλοκερδής , φιλόδωρος
ὀνομάζουσιν εἴτε σίττυβον ; πλὴν ὅτι λέγεις ἀγγεῖον οἶδα . Ἄλεξις δὲ ἡδυσμάτων ποιούμενος κατάλογον λέγει : ἄνηθον , μάραθον
4227371 Ἀσσιας
ἐκ τῶν καμίνων πλυθεῖσαι , λίθος ὃν καλοῦσι λευκογραφίδα : Ἀσσίας πέτρας ἄνθος τὰς πλαδαρὰς σάρκας ἐκτήκει : ἧττον δ
Ἐλατήριον , σικύου ἀγρίου ῥίζα , ὤχρα , μανδραγόρας , Ἀσσίας πέτρας ἄνθος . τὰ ὀστρεώδη πάντα καυθέντα καθαιρεῖ τὰ
4226601 ὀρνεις
τε καὶ ποικίλα : οὐ γὰρ ἐλάττους τρέφει τῆς γῆς ὄρνεις ἡ θάλασσα . οὐ μὴν μία φύσις τούτοις τε
χαλκῷ πίνακι τῶν Κορινθίων κατασκευασμάτων ἄρτος ἑκάστῳ ἰσόπλατυς ἐδόθη , ὄρνεις τε καὶ νῆσσαι , προσέτι δὲ καὶ φάτται καὶ
4222840 ὀσπριου
' ὅτι ὁ τραγικὸς αὐτούς : οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος : οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐχερὴς ἀνήρ . Ἂν
. πανδοκεύτριαν : Καπήλισσαν . . ἢ λεκιθόπωλιν : εἶδος ὀσπρίου , ὃ καλεῖται πίσος διὰ τὸ ἐοικέναι τὴν χροιὰν
4218497 μεμβραδων
ἐπὶ πλεῖον Ἀρχεφῶν πάνυ , ἄνθρωπος ὑπὸ τῶν μαινίδων καὶ μεμβράδων Φαληρικῆς ἀφύης τε διασεσαγμένος , τῶν κωβιῶν δ '
λέγειν βοᾶν θ ' ὅτι πωλοῦσι τὸ μέλι σαπρότερον τῶν μεμβράδων . καὶ Ἄλεξις δ ' ἐν Χορηγίδι διὰ τοῦ
4213405 κικιννους
τε θωμοὺς φέροντες καὶ λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς , χρυσοῦς ἔχων κικίννους . ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν ,
ὡς καὶ ὁ κωμικός : λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς χρυσοῦς ἔχων κικίννους . ἀλλ ' ὀρθαῖς : ὀρθὸν πρᾶγμα τὸ ἀληθές
4212235 ἀλαβαστρον
τε εἷμα καὶ χρύσεον στρεπτὸν περιαυχένιον καὶ ψέλια καὶ μύρου ἀλάβαστρον καὶ Φοινικηίου οἴνου κάδον . Οἱ δὲ Αἰθίοπες οὗτοι
καὶ ὑποτιθεμένου πῶς αὐτῷ δεῖ χρήσασθαι . Γ πρόφερε τὸ ἀλάβαστρον ἤγουν τὴν τοῦ μύρου λήκυθον , ἐξ οὗ ἀλείφονται
4206923 ἐριφους
ἡ πρώτη ἕκτη κούρῃ γε γενέσθαι ἄρμενος , ἀλλ ' ἐρίφους τάμνειν καὶ πώεα μήλων , σηκόν τ ' ἀμφιβαλεῖν
. τὸ δὲ φίλημα κέντρου μελίττης πικρότερον . Πολλάκις ἐφίλησα ἐρίφους , πολλάκις ἐφίλησα σκύλακας ἀρτιγεννήτους καὶ τὸν μόσχον ,
4200244 πετραιη
τούτων ἐμπύροις δυνάμεσιν αὐαινόμενος . τίνα οὖν ἄκη τοῦ καύματος πετραίη σκιά ; τοιαύτη δὲ ἡ ὑπὸ ταῖς πέτραις ἐν
τε χρὼς ὑπὸ καύματος : ἀλλὰ τότ ' ἤδη εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ βίβλινος οἶνος μάζα τ ' ἀμολγαίη
4191786 ἀπυρηνους
γεωργοῦσι κῆποι , εἰσὶ δὲ ἁπαλαί , καὶ καλοῦσι αὐτὰς ἀπυρήνους . Ναὶ μὴν καὶ τὸν τῆς ἀμπέλου καρπὸν ὑποβαλὼν
καὶ πικρῶν εἰς γλυκεῖς καὶ ποτίμους ἢ ἐκ πολυπυρήνων εἰς ἀπυρήνους . Ἡ δ ' αἰτία τῆς μεταβολῆς ὁμοίως καὶ
4184470 περιεζωσθαι
δὲ λέβητας εἶναι μείζους λάκκων δωδεκακλίνων : αὐτὸν δὲ Κόττυν περιεζῶσθαι ζωμόν τε φέρειν ἐν χοὶ χρυσῇ καὶ γευόμενον τῶν
λέβητας χαλκοῦς εἶναι μείζους λάκκων δωδεκακλίνων : αὐτὸν δὲ Κότυν περιεζῶσθαι ζωμόν τε φέρειν ἐν χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον
4183299 φαλακρον
καὶ ὡς πανούργους δὲ τούτους κωμῳδεῖ καὶ τὸν Γέρητα τὸν φαλακρὸν καὶ τὸν Θεόδωρον ὄντα ἐκ τοῦ δήμου τῶν Διομείων
Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν . Σχολαστικῷ ἐκ δούλης τεκνώσαντι ὁ πατὴρ συνεβούλευε
4181660 παιων
ἐν Δελφοῖς ἐλέγξαι ποτὲ ἱέραξ , ἐμπίπτων τε αὐτῷ καὶ παίων τὴν κεφαλήν . πιστεύονται δὲ εἶναι ἱέρακες καὶ νόθοι
τὰς μεγάλας , ἀδικοῦντα μὲν οὐδέν , δοκοῦντα δὲ αὐτῷ παίων ἀπώλεσεν . ᾧ γὰρ ἅτερος τοῖν ὤμοιν ἀπόλωλε ,
4180586 γλαυκισκον
ἀρίστων ἰχθύων ὀνόματα λέγειν . τοῦ δὲ παιδὸς ὀρφὸν καὶ γλαυκίσκον καὶ γόγγρον καὶ τοιούτους ἑτέρους καταριθμοῦντος ἰχθύων σε ,
παραναλωμένη σέσωκέ μοι τρίκλινα πεντήκοντ ' ἴσως . δραχμῶν τριῶν γλαυκίσκον . . . . . γόγγρου κεφαλὴν καὶ τὰ
4180456 ἐξηρατο
τοὺς Ὁμήρου Λαιστρυγόνας , ἔνθα κ ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς . πᾶσα δὲ συμποσίου συναγωγὴ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις
ὅπερ ποτὲ ὁ Πέλοψ ὁ ἥρως ὁ ἀπὸ τῆς Λυδίας ἐξήρατο , ἀντὶ τοῦ ἤρατο , ἤτοι ἔλαβεν , ἕδνον
4179519 κριθας
τῶν μαγείρων καὶ τῶν ἰδιωτῶν ψηφίσματι περιβάλλοντας . τὰς δὲ κριθὰς δεῖ καὶ τοὺς πυροὺς φυλάσσειν ὡς βέλτιστα καθάραντας καὶ
Ἑκαταῖος ἀρτοφάγους φησὶν εἶναι , κυλλήστιας ἐσθίοντας , τὰς δὲ κριθὰς εἰς ποτὸν καταλέοντας . Διὰ ταῦτα καὶ Ἄλεξις ἐν

Back